
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Υπόθεση αρ. 99/2017
24 Φεβρουαρίου, 2025
[Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.]
Αναφορικά με τα άρθρα 146, 24 και 30 του Συντάγματος
Μεταξύ:
JOANNOU & PARASKEVAIDES (OVERSEAS) LTD
Αιτήτρια,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΟΥ
Καθ’ ων η αίτηση.
------------
Μ. Αγαθοκλέους (κα), για George Pamboridis LLC, για την αιτήτρια.
Σ. Χαραλάμπους(κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.: Το Τμήμα Τελωνείων εξέδωσε στις 18.12.2008 την υπ’ αρ. 769/08 Εκ των Υστέρων Βεβαίωση Άλλης Τελωνειακής Οφειλής, με την οποία βεβαιώθηκε ως οφειλόμενο από την αιτήτρια ποσό ύψους €869.050,00, το οποίο αντιπροσώπευε οφειλόμενο ειδικό φόρο κατανάλωσης για ενεργειακά προϊόντα και φόρο προστιθέμενης αξίας, πλέον χρηματική επιβάρυνση ύψους €86.905,00 (ίση, δηλαδή, προς το 10% του ανωτέρω οφειλόμενου ποσού), πλέον νόμιμο τόκο επί του συνολικά καταβλητέου ποσού, από την ημέρα που το εν λόγω ποσό κατέστη οφειλόμενο, αναφορικά με ειδικά καύσιμα αεριωθούμενου, τα οποία παραλείφθηκαν από την αιτήτρια χωρίς την καταβολή των αναλογούντων σε αυτά ειδικού φόρου κατανάλωσης και φόρου προστιθέμενης αξίας.
Η εν λόγω απαίτηση του Τμήματος Τελωνείων βασίστηκε στο εύρημα ότι, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 01.05.2004 – 30.09.2007, οι πτήσεις οι οποίες είχαν πραγματοποιηθεί από αεροσκάφη τα οποία χρησιμοποιούνταν από την αιτήτρια για τη μεταφορά των διευθυντών και του προσωπικού της σε άλλες χώρες, στις οποίες η αιτήτρια διεξήγαγε επιχειρηματικές δραστηριότητες, δεν χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων ή για την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής ή για σκοπούς των Κρατικών Αρχών αλλά πραγματοποιήθηκαν για ιδιωτικούς σκοπούς και/ή για διεθνείς μεταφορές προσώπων και/ή αγαθών χωρίς κόμιστρο, με αποτέλεσμα τα εν λόγω αεροσκάφη να μην ήταν δικαιούχα απαλλαγής από την καταβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης καθώς και του φόρου προστιθέμενης αξίας που αναλογούσαν στα ειδικά καύσιμα αεριωθούμενου, τα οποία είχαν χρησιμοποιηθεί για την κίνηση των εν λόγω αεροσκαφών.
Η αιτήτρια αμφισβήτησε την ανωτέρω Εκ των Υστέρων Βεβαίωση με προσφυγή, με το Ανώτατο Δικαστήριο να αποδέχεται αυτήν μερικώς (Joannou & Paraskevaides (Overseas) Ltd v Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 187/2009, ημερ. 25.10.2010). Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση στην έκταση που αφορούσε στην επιβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης, της χρηματικής επιβάρυνσης και του τόκου που αναλογούσαν στην συγκεκριμένη οφειλή και επικύρωσε την απόφαση στην έκταση που αφορούσε στην επιβολή του φόρου προστιθέμενης αξίας, της χρηματικής επιβάρυνσης και του τόκου που αναλογούσε στην οφειλή.
Η απόφαση του Δικαστηρίου αμφισβητήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση με Έφεση και με Αντέφεση από την αιτήτρια. Το Ανώτατο Δικαστήριο, επιτρέποντας, κατά πλειοψηφία, την Έφεση και απορρίπτοντας την Αντέφεση (Δημοκρατία ν Joannou & Paraskevaides (Overseas) Ltd, Αναθ. Έφεση αρ. 197/2010, ημερ. 12.09.2016), κατέληξε, για τους λόγους που αναλύονται στην απόφαση και στους οποίους θα γίνει αναφορά κατωτέρω, στα ακόλουθα:
«Καταληκτικά, η έφεση επιτυγχάνει και η αντέφεση απορρίπτεται. Συνακόλουθα, η προσβαλλόμενη απόφαση, ημερομηνίας 18.12.2008 για την εκ των υστέρων βεβαίωση τελωνειακής οφειλής, επικυρώνεται στο σύνολό της, εξαιρουμένου του χρόνου έναρξης της επιβολής της χρηματικής επιβάρυνσης και του τόκου που αναλογούν στην επιβολή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης. Δεδομένου ότι η υποχρέωση καταβολής του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης βεβαιώθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη ημερομηνίας 18.12.2008, η πληρωμή της χρηματικής επιβάρυνσης και του τόκου που αναλογούσαν, ορθό είναι, στα πλαίσια των αρχών της χρηστής διοίκησης, να αρχίζει από την πιο πάνω ημερομηνία (Κοινοπραξία Ηλέκτωρ ΑΕ κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2015) 3 Α.Α.Δ. 418).».
Η εξαίρεση (στη βάση της ανωτέρω διατύπωσης του διατακτικού της απόφασης) από το επικυρωτικό αποτέλεσμα της πληρωμής της χρηματικής επιβάρυνσης και του τόκου αποτελεί το επίδικο θέμα στην παρούσα προσφυγή.
Όπως αναφέρεται στα γεγονότα της Ένστασης, μετά την έκδοση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναθ. Έφεση αρ. 197/2010 και προς τον σκοπό διευθέτησης της υπόθεσης, πραγματοποιήθηκε στις 21.10.2016 στο Αρχιτελωνείο συνάντηση με εκπρόσωπο της αιτήτριας, ο οποίος εξέφρασε την άποψη ότι, με βάση την απόφαση του Δικαστηρίου, δεν προκύπτει υποχρέωση της αιτήτριας για καταβολή του ποσού της χρηματικής επιβάρυνσης που αναλογεί στο οφειλόμενο ποσό ειδικού φόρου κατανάλωσης και του αναλογούντος σε αυτό τόκου καθότι, οι εκ μέρους της εταιρείας επίδικες στην υπόθεση παραλαβές καυσίμων διενεργήθηκαν σε χρόνο προγενέστερο του έτους 2008. Την εν λόγω θέση η αιτήτρια υπέβαλε και γραπτώς με επιστολή των εκπροσώπων της, ημερομηνίας 24.10.2016.
Ενόψει της θέσης της αιτήτριας, το Τμήμα Τελωνείων, με επιστολή ημερομηνίας 24.10.2016, ζήτησε σχετική γνωμάτευση από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ο οποίος, με επιστολή ημερομηνίας 04.11.2016, αφού παρέθεσε την καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου στην Αναθ. Έφεση αρ. 197/2010, απάντησε στον Διευθυντή του Τμήματος τα ακόλουθα (η υπογράμμιση είναι του κειμένου της επιστολής):
«Συνεπώς, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου επικύρωσε την νομιμότητα της απόφασης της Διοίκησης, επιβεβαιώνοντας την εγκυρότητα της, και επεμβαίνοντας μόνο ως προς το χρόνο έναρξης της επιβολής της χρηματικής επιβάρυνσης και του τόκου που αναλογούν στην επιβολή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, αναφέροντας ρητά ότι, στα πλαίσια των αρχών της χρηστής διοίκησης, ο χρόνος έναρξης της επιβάρυνσης και του τόκου αρχίζει στις 18.12.2008.
Το Άρθρο 146.5 του Συντάγματος επιβάλλει τη συμμόρφωση με το δεδικασμένο. Τα παραπάνω κρίθηκαν κατ’ έφεση από το Ανώτατο Δικαστήριο και αποτελούν δεδικασμένο και δεν υπάρχει περιθώριο μη καταβολής της σχετικής επιβάρυνσης και του τόκου που αφορά την επίδικη εκ των υστέρων βεβαίωση τελωνειακής οφειλής. Στην παρούσα υπόθεση, δεν κρίθηκε ότι «η επιβολή του προστίμου ήταν εκτός των αρχών της χρηστής διοίκησης», αλλά ότι ο χρόνος έναρξης της επιβάρυνσης και του τόκου για την οφειλή αρχίζει στις 18.12.2008.
Συνεπώς, στην απουσία θέσπισης σχετικού νόμου κατά τα οριζόμενα στο Άρθρο 146.5Α του Συντάγματος, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τις εξουσίες που σας παρέχει ο Νόμος και που αφορούν στις επιπτώσεις σε βάρος του διοικουμένου που δεν συμμορφώνεται με την έγκυρη σας διοικητική απόφαση όπως αναθεωρήθηκε με την άνω Αναθεωρητική Έφεση, για να τον εξαναγκάσετε να συμμορφωθεί με την εν λόγω απόφαση.
Αναφέρομαι ιδιαίτερα στις διατάξεις του άρθρου 94 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου του 2004 (Ν.94(Ι) του 2004 όπως τροποποιήθηκε) που αφορά στην παράλειψη καταβολής δασμού ή και φόρου, καθώς και στις διατάξεις του άρθρου 113(Ι) του άνω Νόμου που διαλαμβάνουν ότι «οποιοδήποτε ποσό το οποίο σύμφωνα με τις διατάξεις της τελωνειακής ή της άλλης νομοθεσίας, οφείλεται στη Δημοκρατία, μπορεί να διεκδικηθεί με αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο».».
Σε συνέχεια της επιστολής τους ημερομηνίας 24.10.2016, οι εκπρόσωποι της αιτήτριας με νέα επιστολή, ημερομηνίας 10.11.2016, παρέπεμψαν στα κριθέντα στην Κοινοπραξία Ηλέκτωρ ΑΕ, στην οποία έγινε παραπομπή από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Αναθ. Έφεση αρ. 197/2010, σημειώνοντας τη θέση τους πως το πρόστιμο το οποίο επιβάλλεται σύμφωνα με τον περί Χαρτοσήμων Νόμο και στο οποίο αφορούσε η υπόθεση Κοινοπραξία Ηλέκτωρ ΑΕ, είναι το αντίστοιχο της χρηματικής επιβάρυνσης της παρούσας υπόθεσης. Υποβάλλοντας τη θέση τους ότι δεν θα πρέπει να επιβληθεί στην αιτήτρια χρηματική επιβάρυνση για τα ποσά της επίδικης βεβαίωσης, ζήτησαν από τον Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων όπως τους γνωστοποιήσει αναλυτικά το συνολικό οφειλόμενο μέχρι τότε ποσό, χωρίς την επιβολή της χρηματικής επιβάρυνσης και τον υπολογισμό τόκων από τις 18.12.2008.
Σε απάντηση ο Διευθυντής Τμήματος Τελωνείων απέστειλε στην αιτήτρια επιστολή ημερομηνίας 11.11.2016, με θέμα την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναθεωρητική Έφεση αρ. 197/10 και το ακόλουθο περιεχόμενο:
«Αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, τη συναφή επιστολή σας με αριθμό αναφοράς […] ημερομηνίας 24.10.2016 καθώς και το ηλεκτρονικό μήνυμά σας ημερομηνίας 10.11.2016, πληροφορείστε τα ακόλουθα:
1.- Το Ανώτατο Δικαστήριο, με τελεσίδικη απόφασή του ημερομηνίας 12.9.2016 η οποία εκδόθηκε στα πλαίσια της πιο πάνω Αναθεωρητικής Έφεσης αρ. 197/10, επικύρωσε την εναντίον σας επίδικη απαίτηση του Τμήματος Τελωνείων ημερομηνίας 18.12.2008 στο σύνολό της, εξαιρουμένου του χρόνου έναρξης της επιβολής της χρηματικής επιβάρυνσης και του τόκου που αναλογούν στην επιβολή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, αφού έκρινε ότι: “Δεδομένου ότι η υποχρέωση καταβολής του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης βεβαιώθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη ημερομηνίας 18.12.2008, η πληρωμή της χρηματικής επιβάρυνσης και του τόκου που αναλογούσαν, ορθό είναι, στα πλαίσια των αρχών της χρηστής διοίκησης, να αρχίζει από την πιο πάνω ημερομηνία”.
2- Ένεκα της αμφισβήτησής σας ως προς την υποχρέωσή σας για καταβολή της χρηματικής επιβάρυνσης και των τόκων που αναλογούν στην επιδικασθείσα οφειλή σας, στην έκταση που αφορά τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, το θέμα τέθηκε ενώπιον του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για τη γνωμοδότησή του.
Σημειώνεται ότι ενώπιον του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας τέθηκε τόσο η πιο πάνω αναφερόμενη επιστολή σας προς το Τμήμα με αριθμό αναφοράς […] ημερομηνίας 24.10.2016, όσο και η αντίληψη του Τμήματος Τελωνείων αναφορικά με τα επιμέρους ποσά της επιδικασθείσας οφειλής σας, ως κατωτέρω αναλύονται:
> € 679.236,00 συνολικά οφειλόμενο ποσό ειδικού φόρου κατανάλωσης.
> € 189.814,00 συνολικά οφειλόμενο ποσό ΦΠΑ.
> € 67.924,00 οφειλόμενο ποσό χρηματικής επιβάρυνσης ίσης προς το δέκα τοις εκατόν (10%) του πιο πάνω οφειλόμενου ποσού ειδικού φόρου κατανάλωσης.
> € 18.981,00 οφειλόμενο ποσό χρηματικής επιβάρυνσης ίσης προς το δέκα τοις εκατόν (10%) του πιο πάνω οφειλόμενου ποσού ΦΠΑ.
> Νόμιμος τόκος επί του συνολικού ποσού των € 747.160,00, το οποίο αντιστοιχεί στο συνολικά οφειλόμενο ποσό ειδικού φόρου κατανάλωσης των € 679.236,00 και στο ποσό της αναλογούσας σε αυτό χρηματικής επιβάρυνσης των € 67.924,00, από 18.12.2008 μέχρι εξοφλήσεως.
> Νόμιμος τόκος επί των επιμέρους οφειλομένων ποσών ΦΠΑ και της αναλογούσας σε αυτά χρηματικής επιβάρυνσης, από την ημερομηνία κατά την οποία τα εν λόγω ποσά κατέστησαν οφειλόμενa.
3.- Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με σχετική γνωμοδότησή του ημερομηνίας 4.11.2016 και επιβεβαιώνοντας ουσιαστικά την αντίληψη του Τμήματος Τελωνείων αναφορικά με τα επιμέρους ποσά της επιδικασθείσας οφειλής σας, ως ανωτέρω αναλύονται,- γνωμοδότησε ότι:
■ Στην υπό εξέταση υπόθεση το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε τη νομιμότητα της απόφασης της Διοίκησης, επιβεβαιώνοντας την εγκυρότητα της, και επεμβαίνοντας μόνο ως προς το χρόνο έναρξης της επιβολής της χρηματικής επιβάρυνσης και του τόκου που αναλογούν στην επιβολή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, αναφέροντας ρητά ότι, στα πλαίσια των αρχών της χρηστής διοίκησης, ο χρόνος έναρξης της επιβάρυνσης και του τόκου αρχίζει στις 18.12.2008.
■ Το Άρθρο 146.5 του Συντάγματος επιβάλλει τη συμμόρφωση με το δεδικασμένο, ως τα κατ' έφεση κριθέντα στην υπόθεση από το Ανώτατο Δικαστήριο και συνεπώς δεν υπάρχει περιθώριο μη καταβολής της σχετικής επιβάρυνσης και του τόκου που αφορά η επίδικη εκ των υστέρων βεβαίωση τελωνειακής οφειλής.
4.- Ενόψει των πιο πάνω, καλείστε όπως μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από την ημερομηνία λήψης της παρούσας επιστολής, καταβάλετε στο Τμήμα Τελωνείων την επιδικασθείσα οφειλή σας, ως ανωτέρω αναλύεται.
Προς το σκοπό αυτό, καλείστε όπως επικοινωνήσετε με τον οικείο Ανώτερο Τελωνειακό Λειτουργό Λάρνακας (Τηλ. […]), ο οποίος και έχει ενημερωθεί σχετικά με φωτοαντίγραφο της παρούσας επιστολής, για τη διευθέτηση της υπόθεσής σας».
Η αιτήτρια καταχώρισε στις 20.01.2017 την παρούσα προσφυγή, με την οποία ζητά από το Δικαστήριο την ακόλουθη θεραπεία:
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ’ ων η αίτηση η οποία κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 11 Νοεμβρίου 2016 – Παράρτημα Α στην παρούσα – με την οποία οι καθ’ ων η αίτηση απαιτούν από την αιτήτρια τα ακόλουθα ποσά:
(α) €67.924 ως οφειλόμενο ποσό χρηματικής επιβάρυνσης ίσης προς το 10% του οφειλόμενου ποσού Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, και
(β) €18.981 ως οφειλόμενο ποσό χρηματικής επιβάρυνσης ίσης προς το 10% του πιο πάνω οφειλόμενου ποσού Φ.Π.Α. πλέον
(γ) Νόμιμο τόκο επί των πιο πάνω ποσών
είναι άκυρη και/ή στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.».
Διά της γραπτής αγόρευσης των ευπαιδεύτων δικηγόρων της, η αιτήτρια επισημαίνει τον σεβασμό της προς την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναθ. Έφεση αρ. 197/2010, πλην όμως δηλώνει τη διαφωνία της με τον τρόπο που οι καθ’ ων η αίτηση ερμήνευσαν την απόφαση σε σχέση με την χρηματική επιβάρυνση, την οποία θεωρεί ότι δεν οφείλει. Είναι συγκεκριμένα η θέση της πως η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση έχει ληφθεί κατά παράβαση του δεδικασμένου καθότι το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε όπως, στο πλαίσιο των αρχών της χρηστής διοίκησης, η πληρωμή της χρηματικής επιβάρυνσης και του τόκου που αναλογούσαν, αρχίζει από την 18.12.2008, ώστε να μην υφίσταται η αιτήτρια την αδικία να οφείλει χρηματική επιβάρυνση ένεκα της μη έγκαιρης καταβολής των ποσών που βεβαιώθηκαν, η οποία όμως δεν οφειλόταν σε δική της υπαιτιότητα αλλά στην λανθασμένη πρακτική που ακολούθησε στη συγκεκριμένη περίπτωση το Τμήμα Τελωνείων. Είναι για τον λόγο αυτό που στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου έγινε παραπομπή στα κριθέντα στην Κοινοπραξία Ηλέκτωρ ΑΕ. Εάν η θέση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, συνεχίζει η εισήγηση, ήταν να επιβαρυνθεί η αιτήτρια και με χρηματική επιβάρυνση, δεν θα γινόταν αναφορά σε πληρωμή τόσο της χρηματικής επιβάρυνσης όσο και του τόκου από τις 18.12.2008. Ως εκ τούτου, κατά την αιτήτρια, κανένα ποσό χρηματικής επιβάρυνσης δεν πρέπει να επιβληθεί σε παραδόσεις καυσίμων που έγιναν μέχρι την εν λόγω ημερομηνία. Επανερχόμενη στα γεγονότα που οδήγησαν στην έκδοση της επίδικης Εκ των Υστέρων Βεβαίωσης, η αιτήτρια διατείνεται επιπρόσθετα πως η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης.
Οι καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζουν τη νομιμότητα των ενεργειών τους, εγείροντας προδικαστικές ενστάσεις ως προς το παραδεκτό της προσφυγής. Συγκεκριμένα, ότι η επιστολή ημερομηνίας 11.11.2016 δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά αποτελεί πράξη εκτέλεσης, η οποία δεν ρυθμίζει νέες υποχρεώσεις για την αιτήτρια αλλά αποσκοπεί στην εκτέλεση της απαίτησης του Τμήματος Τελωνείων της επίδικης Εκ των Υστέρων Βεβαίωσης. Κατά δεύτερον, ότι η παρούσα προσφυγή ανεπίτρεπτα στρέφεται κατά δικαστικής απόφασης, η οποία δεν ελέγχεται κατά το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Εν πάση περιπτώσει και ανεξάρτητα από τις προδικαστικές ενστάσεις, η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση εισηγείται πως με την προσβαλλόμενη απόφαση το Τμήμα Τελωνείων επανέλαβε τα αποφασισθέντα από το Ανώτατο Δικαστήριο και κάλεσε την αιτήτρια όπως, μέσα σε τακτή προθεσμία, καταβάλει την επιδικασθείσα οφειλή της. Κατά τη θέση της, η υπ’ αρ. 769/08 Εκ των Υστέρων Βεβαίωση Άλλης Τελωνειακής Οφειλής, όπως αναθεωρήθηκε από την Αναθ. Έφεση αρ. 197/2010, αποτελεί τη μόνη εκτελεστή διοικητική πράξη. Τα όσα δε κρίθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο ήταν ξεκάθαρα και δεν έχρηζαν ανάγκη περαιτέρω ερμηνείας αλλά επέβαλλαν τη συμμόρφωση με το δεδικασμένο, συμφώνως του Άρθρου 146.5 του Συντάγματος. Επισημαίνοντας ότι η επιβολή χρηματικής επιβάρυνσης ρυθμίζεται νομοθετικά και δεν άπτεται της βούλησης του Τμήματος Τελωνείων, η κα Χαραλάμπους εισηγείται, επιπλέον, ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έκρινε ότι «η επιβολή του προστίμου ήταν εκτός των αρχών της χρηστής διοίκησης» (όπως κρίθηκε στην Κοινοπραξία Ηλέκτωρ ΑΕ), αλλά ότι ο χρόνος έναρξης της χρηματικής επιβάρυνσης και του τόκου για την οφειλή αρχίζει στις 18.12.2008.
Ως προς την κατ’ ισχυρισμό παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση υποβάλλει ότι η αιτήτρια ανεπίτρεπτα επαναφέρει το ζήτημα, το οποίο έχει αποφασισθεί τελεσίδικα από το Ανώτατο Δικαστήριο. Κατά την ακρόαση της υπόθεσης η κα Χαραλάμπους παρέπεμψε και στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία η επιβολή επιβαρύνσεων και τόκων δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη (Γ. Καλαπαλίκης κ.ά. Εφόρου ΦΠΑ (2001) 3 ΑΑΔ 818, Παρασκευάς Ελευθερίου ν Εφόρου ΦΠΑ (2001) 3 ΑΑΔ 880).
Απορρίπτοντας τις προδικαστικές ενστάσεις η αιτήτρια υποβάλλει καταρχάς πως με την προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 11.11.2016 οι καθ’ ων η αίτηση προχώρησαν σε επανεξέταση και στην έκδοση νέας εκτελεστής διοικητικής πράξης, που παρήγαγε έννομα αποτελέσματα για την ίδια. Αυτή θα συνιστούσε πράξη εκτέλεσης της υπ’ αρ. 769/08 Εκ των Υστέρων Βεβαίωση Άλλης Τελωνειακής Οφειλής, μόνο εάν η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου επικύρωνε στο σύνολό της την εν λόγω Εκ των Υστέρων Βεβαίωση. Κατά δεύτερον, η αιτήτρια διευκρινίζει ότι με την παρούσα προσφυγή δεν προσβάλλει την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναθ. Έφεση αρ. 197/2010, αλλά την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση που λήφθηκε στις 11.11.2016 προς συμμόρφωση με αυτήν.
Έχω μελετήσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις και ισχυρισμούς και καταλήγω στα ακόλουθα:
Θα πρέπει εν πρώτοις να επισημάνω ότι, τόσο η αιτήτρια όσο και οι καθ’ ων η αίτηση, αναφέρονται αδιακρίτως σε επιβολή χρηματικής επιβάρυνσης, ενώ η επίδικη Εκ των Υστέρων Βεβαίωση αφορούσε 2 διαφορετικές οφειλές της αιτήτριας, ήτοι ειδικό φόρο κατανάλωσης και φόρο προστιθέμενης αξίας, οφειλές για τις οποίες επιβλήθηκε στην αιτήτρια ξεχωριστή χρηματική επιβάρυνση, ίσης προς το 10% του ποσού που για κάθε οφειλή βεβαιώθηκε. Σε σχέση, όμως, με τον οφειλόμενο φόρο προστιθέμενης αξίας που βεβαιώθηκε, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που επικυρώθηκε κατ’ έφεση, ήταν ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000 (Ν.95(Ι)/2000) για την επιβολή μηδενικού συντελεστή ΦΠΑ και ως εκ τούτου η επίδικη παράδοση καυσίμων ορθά επιβαρύνθηκε με θετικό συντελεστή ΦΠΑ 15%. Με την απόφαση, δηλαδή, του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναθ. Έφεση αρ. 197/2010, επικυρώθηκε η βεβαίωση τόσο του οφειλόμενου φόρου προστιθέμενης αξίας όσο και η επιβολή χρηματικής επιβάρυνσης και τόκου επί αυτού.
Ως εκ τούτου, σε σχέση με την αιτούμενη υπό την παράγραφο Α(β) αλλά και μέρος της αιτούμενης υπό την παράγραφο Α(γ) (αναφορικώς με τον οφειλόμενο τόκο επί του ποσού της χρηματικής επιβάρυνσης για τον φόρο προστιθέμενης αξίας) του αιτητικού θεραπεία, η παρούσα προσφυγή είναι, πράγματι, απαράδεκτη, ως μη προσβάλλουσα εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά πράξη εκτέλεσης της επίδικης Εκ των Υστέρων Βεβαίωσης, η οποία, ως προς τα εν λόγω ποσά, επικυρώθηκε.
Σε σχέση, όμως, με το μέρος της Εκ των Υστέρων Βεβαίωσης που αντιστοιχεί στον ειδικό φόρο κατανάλωσης και στην χρηματική επιβάρυνση και τον τόκο επί του βεβαιωθέντος ποσού, η κατάληξή μου είναι διαφορετική.
Ειδικότερα, το Ανώτατο Δικαστήριο με την απόφαση στην Αναθ. Έφεση αρ. 197/2010 επικύρωσε μεν την βεβαίωση και επιβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης, πλην όμως ρητώς εξαίρεσε από το επικυρωτικό αποτέλεσμα τον χρόνο έναρξης της επιβολής της χρηματικής επιβάρυνσης και του αναλογούντος τόκου. Τούτο δε κατ’ εφαρμογή, ως αναφέρεται στην απόφαση, των αρχών της χρηστής διοίκησης. Συνάγεται, δηλαδή, ότι το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε μερικώς την επίδικη Εκ των Υστέρων Βεβαίωση, ενώ σε σχέση με την τον χρόνο έναρξης της χρηματικής επιβάρυνσης και του τόκου για τον οφειλόμενο ειδικό φόρο κατανάλωσης, το αποτέλεσμα ήταν ακυρωτικό.
Λαμβάνοντας υπόψη την υποχρέωση που είχαν οι καθ’ ων η αίτηση, βάσει του Άρθρου 146.5 του Συντάγματος, για ενεργό συμμόρφωση στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και την γενικότερη υποχρέωση της Διοίκησης, σε περίπτωση ακυρωτικής απόφασης, να ενεργήσει ώστε να διορθωθεί η πλημμέλεια που διαπιστώθηκε (Κοινοπραξία A.D.T. – ΩΜΕΓΑ Α.Τ.Ε. κ.ά. ν Δημοκρατίας, Αναθ. Έφεση αρ. 42/2015, ημερ. 12.01.2022, ECLI:CY:AD:2022:C4), αποδέχομαι τη θέση της αιτήτριας ότι υπήρξε επανεξέταση από τους καθ’ ων η αίτηση, κατόπιν μάλιστα εξασφάλισης και σχετικής επί του θέματος γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, και εκ νέου υπολογισμός των οφειλομένων από την αιτήτρια ποσών, στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως προς το ζήτημα του χρόνου έναρξης της επιβολής της χρηματικής επιβάρυνσης και του τόκου για τον βεβαιωθέντα ως οφειλόμενο ειδικό φόρο κατανάλωσης.
Η αιτήτρια, μέσω της παρούσας προσφυγής, δεν επιδιώκει την αναθεώρηση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως η εισήγηση των καθ’ ων η αίτηση με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση, αλλά τον έλεγχο κατά πόσον οι καθ’ ων η αίτηση συμμορφώθηκαν με την καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου ότι η επίδικη Εκ των Υστέρων Βεβαίωση «επικυρώνεται στο σύνολό της, εξαιρουμένου του χρόνου έναρξης της επιβολής της χρηματικής επιβάρυνσης και του τόκου που αναλογούν στην επιβολή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης». Το γεγονός ότι το παρόν Δικαστήριο θα πρέπει να ερμηνεύσει την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (όπως εξάλλου το Δικαστήριο καλείται να πράξει σε κάθε περίπτωση επανεξέτασης και αξιολόγησης του κατά πόσον υπήρξε συμμόρφωση με το δεδικασμένο), δεν σημαίνει και αμφισβήτηση της προηγηθείσας ακυρωτικής απόφασης.
Τούτων δοθέντων, απορρίπτω τις προδικαστικές ενστάσεις και προχωρώ να εξετάσω τους 2 λόγους ακύρωσης που η αιτήτρια προωθεί. Ως προς τον δεύτερο, ήτοι τον ισχυρισμό περί καταστρατήγησης των αρχών της χρηστής διοίκησης, σε συμφωνία με τους καθ’ ων η αίτηση, διαπιστώνω ότι αυτός καλύπτεται από το δεδικασμένο και η αιτήτρια ανεπίτρεπτα τον επαναφέρει προς συζήτηση.
Ειδικότερα, το Ανώτατο Δικαστήριο, ανατρέποντας την πρωτόδικη κρίση, επανέλαβε την σχετική επί του θέματος νομολογία, σύμφωνα με την οποία, αφενός, οι αρχές της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης που στοχεύουν στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας από πλευράς της διοίκησης, δεν υπερφαλαγγίζουν την αρχή της σύννομης λειτουργίας της διοίκησης, που είναι συνυφασμένη, όπως και κάθε κρατική λειτουργία με την αρχή του κράτους δικαίου (Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191) και, αφετέρου, ότι δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί ότι επέρχονται νόμιμες συνέπειες από την αποφυγή της καταβολής των νενομισμένων φόρων ή δασμών που, έστω και εκ των υστέρων, διαπιστώνονται ότι έπρεπε να είχαν καταβληθεί και η είσπραξη των αποτελεί υποχρέωση της διοίκησης, η οποία και δεν έχει δικαίωμα να παραγράψει τις οφειλές αυτές (Frakapor Co Ltd ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1499/99, ημερ. 12.7.01).
Προηγουμένως, όμως, το Ανώτατο Δικαστήριο διαπίστωσε, ως προς τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης, ότι η κατά παράβαση του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου (Ν.91(Ι)/2004) απαλλαγή της αιτήτριας από την καταβολή νόμιμης οφειλής (ειδικός φόρος κατανάλωσης), οφείλετο σε εσφαλμένη εφαρμογή του Νόμου, ως απόρροια της λανθασμένης ερμηνευτικής εγκυκλίου των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 16.12.2004.
Συγκεκριμένα, το Ανώτατο Δικαστήριο παρέπεμψε καταρχάς στο άρθρο 44(1) του Ν.91(Ι)/2004, σύμφωνα με το οποίο:
«44. (1) Απαλλάσσονται από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης τα πιο κάτω ενεργειακά προϊόντα υπό όρους και προϋποθέσεις που ήθελε καθορίσει ο Διευθυντής:
(α) Το ειδικό καύσιμο αεριωθουμένου (κωδ. ΣΟ 2710 19 21), που παραδίδεται με σκοπό τον εφοδιασμό αεροσκαφών που εκτελούν διεθνείς και ενδοκοινοτικές αεροπορικές μεταφορές με εξαίρεση το καύσιμο που προορίζεται για τον εφοδιασμό αεροσκαφών που εκτελούν ιδιωτικές πτήσεις αναψυχής:
Νοείται ότι "ιδιωτική πτήση αναψυχής" θεωρείται η χρησιμοποίηση του αεροσκάφους από τον ιδιοκτήτη του ή από το πρόσωπο που το χρησιμοποιεί δυνάμει σύμβασης μίσθωσης ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, για μη εμπορικούς σκοπούς και ειδικότερα όταν δεν το χρησιμοποιεί για τη μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων ή για την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής ή για σκοπούς των Κρατικών Αρχών.».
Ακολούθως, διαπίστωσε τα ακόλουθα ως προς τα σχετικά με την επίδικη Εκ των Υστέρων Βεβαίωση (ως προς τον ειδικό φόρο κατανάλωσης) γεγονότα:
«Προς το σκοπό καλύτερης εφαρμογής των πιο πάνω νομοθετικών διατάξεων και ειδικότερα για τα θέματα απαλλαγής των Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης και του μηδενικού συντελεστή Φόρου Προστιθέμενης Αξίας σε σχέση με αεροσκάφη, το Τμήμα Τελωνείων εξέδωσε σειρά εγκυκλίων:
[…]
Ακολούθως, στις 16.12.2004 εκδόθηκε η εγκύκλιος ΕΕ – «Μ» (8). Ερμηνεύεται ως «αεροπορική πτήση για ιδιωτικούς σκοπούς» κάθε πτήση που δεν πραγματοποιείται με αεροσκάφος βάρους μεγαλύτερου των 8.000 κιλών, το οποίο χρησιμοποιείται από αεροπορικές εταιρείες που εκτελούν κυρίως διεθνείς μεταφορές με κόμιστρο. Διευκρινίζεται, με αναφορά στις διατάξεις του Άρθρου 44(1)(α) του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου 91(Ι)/2004, ότι παρέχεται απαλλαγή από τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης στο ειδικό καύσιμο αεριωθουμένων το οποίο παραδίδεται με σκοπό τον εφοδιασμό αεροσκαφών που εκτελούν διεθνείς και ενδοκοινοτικές αεροπορικές μεταφορές, με εξαίρεση το καύσιμο που προορίζεται για τον εφοδιασμό αεροσκαφών που εκτελούν ιδιωτικές πτήσεις αναψυχής. Ακολούθως, γίνεται αναφορά στην ερμηνεία του όρου «ιδιωτική πτήση αναψυχής», όπως καθορίζεται στο πιο πάνω άρθρο και δίδονται ενδεικτικά παραδείγματα περιπτώσεων όπου η παράδοση καυσίμων για χρήση ως εφοδίων σε αεροπορικές πτήσεις που πραγματοποιούνται για εμπορικούς σκοπούς θα απαλλασσόταν - νοουμένου ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις και πληρούνταν οι πρόνοιες των ανάλογων νομοθεσιών - από την καταβολή των αναλογούντων εισαγωγικών δασμών, ειδικών φόρων κατανάλωσης και ΦΠΑ. Μεταξύ των ενδεικτικών παραδειγμάτων καταγράφονται, ως σημεία (6) και (8), τα εξής: «Η παράδοση καυσίμων για αεροπορική πτήση αεροπλάνου το οποίο ανήκει και χρησιμοποιείται από εταιρεία (όχι αεροπορική) για τη μεταφορά των διευθυντών ή του προσωπικού της από την Κύπρο για εργασία σε άλλες χώρες επιβαρύνεται με το θετικό συντελεστή Φ.Π.Α. (15%) αλλά απαλλάσσονται από τον εισαγωγικό δασμό και φόρο κατανάλωσης.» και «Η παράδοση καυσίμων για αεροπορική πτήση αεροπλάνου, το οποίο ανήκει σε εταιρεία, αλλά χρησιμοποιείται για τη μεταφορά του διευθυντή της στο εξωτερικό για σκοπούς θεραπείας επιβαρύνεται με το θετικό συντελεστή Φ.Π.Α. (15%) απαλλάσσεται όμως από τον εισαγωγικό δασμό και φόρο κατανάλωσης.»
Τέλος, σε συνέχεια της πιο πάνω Εγκυκλίου, εκδόθηκε, στις 6.11.2008, τροποποιητική Εγκύκλιος, με την οποία αντικαταστάθηκε το κείμενο των δύο πιο πάνω ενδεικτικών παραδειγμάτων εφαρμογής, σημεία (6) και (8), με νέο τροποποιημένο κείμενο ως ακολούθως: «Η παράδοση καυσίμων για αεροπορική πτήση αεροπλάνου, το οποίο μπορεί να ανήκει και χρησιμοποιείται από εταιρεία (όχι αεροπορική) για τη μεταφορά των διευθυντών ή του προσωπικού της από την Κύπρο για εργασία σε άλλες χώρες επιβαρύνεται με το θετικό συντελεστή Φ.Π.Α. (15%), με αντίστοιχη καταβολή του εισαγωγικού δασμού και φόρου κατανάλωσης.» και «Η παράδοση καυσίμων για αεροπορική πτήση αεροπλάνου, το οποίο ανήκει σε εταιρεία, αλλά χρησιμοποιείται για τη μεταφορά του διευθυντή της στο εξωτερικό για σκοπούς θεραπείας επιβαρύνεται με το θετικό συντελεστή Φ.Π.Α. (15%), με αντίστοιχη καταβολή του εισαγωγικού δασμού και φόρου κατανάλωσης.».».
Επαναλαμβάνεται ότι η επίδικη Εκ των Υστέρων Βεβαίωση εκδόθηκε στις 18.12.2008 (σε πολύ σύντομο, δηλαδή, χρονικό διάστημα μετά την έκδοση της ανωτέρω αναφερόμενης τροποποιητικής Εγκυκλίου ημερομηνίας 06.11.2002) και αφορούσε πτήσεις, οι οποίες είχαν πραγματοποιηθεί κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 01.05.2004 – 30.09.2007 (όταν δηλαδή εφαρμοζόταν η προηγούμενη Εγκύκλιος ημερομηνίας 16.12.2004), από αεροσκάφη τα οποία χρησιμοποιούνταν από την αιτήτρια για τη μεταφορά των διευθυντών και του προσωπικού της.
Είναι στη βάση αυτών των γεγονότων που το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε ότι, παρά το νόμιμο της εκ των υστέρων βεβαίωσης και αναζήτησης από την αιτήτρια του οφειλόμενου ειδικού φόρου κατανάλωσης, εντούτοις ο χρόνος έναρξης της επιβολής της χρηματικής επιβάρυνσης και του αναλογούντος τόκου ορθό είναι, στα πλαίσια των αρχών της χρηστής διοίκησης, να αρχίζει από την ημερομηνία της Εκ των Υστέρων Βεβαίωσης, ήτοι από τις 18.12.2008.
Σύμφωνα με το άρθρο 23 του Ν.91(Ι)/2004 (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου):
«23. (1) Επί οποιουδήποτε ποσού που βεβαιώνεται εκ των υστέρων σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο επιβάλλεται χρηματική επιβάρυνση ίση προς το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού που βεβαιώνεται.
(2) Κάθε πρόσωπο που υπόκειται σε χρηματική επιβάρυνση σύμφωνα με το εδάφιο (1) πιο πάνω, καταβάλλει στο Διευθυντή τόκο προς εννέα τοις εκατό (9%) ετησίως επί του καταβλητέου ποσού (συμπεριλαμβανομένης της χρηματικής επιβάρυνσης), από την ημέρα που το εν λόγω ποσό κατέστη οφειλόμενο.».
Με βάση την ανωτέρω πρόνοια, ορθώς οι καθ’ ων η αίτηση (στη βάση της γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα) επεσήμαναν στην αιτήτρια ότι η επέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου αφορούσε μόνο τον χρόνο έναρξης της επιβολής της χρηματικής επιβάρυνσης και του αναλογούντος τόκου. Εάν το Ανώτατο Δικαστήριο επιθυμούσε να μην επιβαρυνθεί η αιτήτρια με χρηματική επιβάρυνση λόγω της μη έγκαιρης καταβολής του ποσού που βεβαιώθηκε, η οποία όμως δεν οφειλόταν σε δική της υπαιτιότητα, θα έλεγε τούτο ρητώς. Η δε παραπομπή στα κριθέντα στην Κοινοπραξία Ηλέκτωρ ΑΕ, σκοπό είχε, ως αντιλαμβάνομαι, να καταδείξει ότι οι αρχές της χρηστής διοίκησης δικαιολογούν την απόφαση ως προς τον διαφορετικό χρόνο έναρξης της επιβολής της χρηματικής επιβάρυνσης και του τόκου. Ο τόκος, δηλαδή, επί του καταβλητέου ποσού (που αντιστοιχεί στον ειδικό φόρο κατανάλωσης και της επί αυτού χρηματικής επιβάρυνσης) να αρχίζει, όχι «από την ημέρα που το εν λόγω ποσό κατέστη οφειλόμενο», ως προβλέπεται στο άρθρο 23(2) του Ν.91(Ι)/2004, αλλά από την ημέρα που το οφειλόμενο ποσό βεβαιώθηκε, ήτοι εν προκειμένω από τις 18.12.2008.
Ως εκ τούτου, καταλήγω ότι οι καθ’ ων η αίτηση με την προσβαλλόμενη απόφαση, ορθώς πληροφόρησαν την αιτήτρια για την εκ μέρους της οφειλή ποσού ύψους € 679.236,00, ως συνολικά οφειλόμενο ποσό ειδικού φόρου κατανάλωσης, και ποσού ύψους €67.924,00, ως χρηματικής επιβάρυνσης ίσης προς το δέκα τοις εκατόν (10%) του εν λόγω οφειλόμενου ποσού ειδικού φόρου κατανάλωσης, καθότι οι εν λόγω οφειλές δεν καλύπτονται από το ακυρωτικό δεδικασμένο. Ορθώς δε προχώρησαν στην επανεξέταση μόνο του χρόνου έναρξης της χρηματικής επιβάρυνσης και του αναλογούντος τόκου στη βάση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου και κοινοποίησαν στην αιτήτρια με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι, εκτός από τα ανωτέρω ποσά, οφείλει και νόμιμο τόκο «επί του συνολικού ποσού των € 747.160,00, το οποίο αντιστοιχεί στο συνολικά οφειλόμενο ποσό ειδικού φόρου κατανάλωσης των €679.236,00 και στο ποσό της αναλογούσας σε αυτό χρηματικής επιβάρυνσης των € 67.924,00, από 18.12.2008 μέχρι εξοφλήσεως».
Με βάση τα ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση κρίνεται νόμιμη και αιτιολογημένη και δεν διαπιστώνω παραβίαση του δεδικασμένου που προέκυψε από την Αναθ. Έφεση αρ. 197/2010.
Συνακόλουθα, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας επιδικάζονται έξοδα ύψους €1.500.
Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο