Κυνολογικός Όμιλος Κύπρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Εφόρου Φορολογίας κ.α., Υπόθεση Αρ. 1014/2020, 17/3/2025
print
Τίτλος:
Κυνολογικός Όμιλος Κύπρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Εφόρου Φορολογίας κ.α., Υπόθεση Αρ. 1014/2020, 17/3/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                                 Υπόθεση Αρ. 1014/2020

                                             

      17 Μαρτίου, 2025

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

Αναφορικά με το Άρθρο146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

             

Κυνολογικός Όμιλος Κύπρου, από τη Λευκωσία

Αιτητής

                          Και

 

1.      Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Εφόρου Φορολογίας ή/ και μέσω του Εφόρου Φορολογίας ή/ και μέσω του

2.      Υπουργείου Οικονομικών, ή/ και μέσω

3.      Υπουργείου Εσωτερικών ή/ και μέσω

4.      Αναπληρώτριας Εφόρου Σωματείων και Ιδρυμάτων

 Καθ' ων η Αίτηση

......... 

 

Χρίστος Α. Νεοφύτου για Νεοφύτου & Νεοφύτου Δ.Ε.Π.Ε, Δικηγόρος για Αιτητή

Μαρία Δρυμιώτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’ για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ' ων η αίτηση

                                               

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.:  Με την παρούσα προσφυγή, ο Αιτητης αιτείται την ακόλουθη θεραπεία:

«Διακήρυξη, ή/και δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η Διοικητική πράξη, ή/και απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση 1-4 ομού ή και κεχωρισμένως, η οποία καταχωρήθηκε με ημερ. 21/07/2020, ή/και άλλης ημερομηνίας, ή/και συνολικού ποσού ύψους περί τις €92,368.64 (Ενενήντα Δύο Χιλιάδες Τριακόσια Εξήντα Οκτώ Ευρώ και Εξήντα Τέσσερα Σεντ), ή και άλλως πως, πλέον πρόσθετος φόρος, χρηματική επιβάρυνση και τόκοι ύψους €35,691.70.- (Τριάντα Πέντε Χιλιάδες Εξακόσια Ενενήντα Ένα Ευρώ και Εβδομήντα Σεντ), ή και άλλως πως, η οποία γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή διά μέσου της εγέρσεως του ποινικού κατηγορητηρίου με αριθμό 2414/2020 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 21/07/2020 και που επιδόθηκε ή και γνωστοποιήθηκε ή και άλλως πως στον Πρόεδρο του Αιτητή στις 02/10/2020, και που αφορά την περίοδο 01/06/2009 μέχρι 30/11/2017 είναι άκυρη, ή και παράνομη, ή και στερείται οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος».

 

Ως Παράρτημα 1 επισυνάπτεται το ποινικό κατηγορητήριο υπ’ αριθμό 2414/2020 με ημερομηνία καταχώρισης την 21.07.2020.

Στις παραγράφους 1-58 της αίτησης ακυρώσεως περιγράφονται τα γεγονότα, που ο Αιτητής θεωρεί ως ουσιώδη για την παρούσα υπόθεση, ξεκινώντας ως ακολούθως:

 

«1.      Ο Αιτητής έλαβε γνώση της διοικητικής πράξης, ή/και απόφασης του Καθ’ ου η Αίτηση ημερ. 21/07/2020, ή/και άλλης ημερομηνίας ή/και συνολικού ύψους περί τις €92,368.64.- (Ενενήντα Δύο Χιλιάδες Τριακόσια Εξήντα Οκτώ Ευρώ και Εξήντα Τέσσερα Σεντ), πλέον πρόσθετος φόρος, χρηματική επιβάρυνση και τόκοι ύψους €35,691.70.- (Τριάντα Πέντε Χιλιάδες Εξακόσια Ενενήντα Ένα Ευρώ και Εβδομήντα Σεντ) διά του ποινικού/κατηγορητηρίου με αρ. 2414/2020 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 21/07/2020 το οποίο επιδόθηκε στον Αιτητή στις 02/10/2020. Το ποινικό κατηγορητήριο υπ’ αριθμό 2414/2020 επισυνάπτεται ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1».

 

Αναφέρει, στα γεγονότα, μεταξύ άλλων, ότι αποτελεί σωματείο δεόντως εγγεγραμμένο στον έφορο σωματείων και κατά το διάστημα 05.05.2008-06.11.2018 παρέμεινε εγγεγραμμένος στο μητρώο του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.). Αναφέρει τα διάφορα ζητήματα που αφορούσαν τη σύνθεση του διοικητικού του συμβουλίου καθώς και τις καταγγελίες και τις ενέργειες που ακολούθησαν για ισχυριζόμενα ποινικά αδικήματα διαφόρων προσώπων μελών κατά διάφορους χρόνους του διοικητικού συμβουλίου του Αιτητή και άλλων. Περαιτέρω λέγει (παράγραφος 19 γεγονότων της αίτησης ακυρώσεως) ότι δεν του δόθηκε ποτέ η εκ του Νόμου προβλεπόμενη ειδοποίηση για την καταβολή οφειλόμενου φόρου ούτε του δόθηκε δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης ή ιεραρχικής προσφυγής προ της έγερσης «του ποινικού κατηγορητηρίου 2414/2020 που προσβάλλεται διά της παρούσας».

 

Αναφέρει περαιτέρω ότι την ευθύνη για τις οποιεσδήποτε οφειλές φέρει το τότε (δηλαδή μεταξύ 05.05.2008-06.11.2018) διοικητικό συμβούλιο του Αιτητή προσωπικά λόγω διάπραξης ποινικών αδικημάτων και ότι επίσης οι Καθ’ ων η αίτηση υπολόγισαν εσφαλμένα τα ποσά παρά τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους με αποτέλεσμα ο Αιτητής να αμφισβητεί (παράγραφοι 24-55 της αίτησης ακυρώσεως) την ορθότητα της απόφασης υπολογισμού όλων των ποσών που εκτίθενται στις Κατηγορίες του Ποινικού Κατηγορητηρίου. Στις παραγράφους 56-57 ο Αιτητής αναφέρει ότι:

 

«Ο Αιτητής αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης των Καθ’ ων η Αίτηση 1 -4, ομού ή και κεχωρισμένως, να μην συμπεριλάβουν το όνομα του Μ.Τ  επί του υπό αμφισβήτηση Ποινικού Κατηγορητηρίου υπ’ αριθμό 2414/2020 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, έτσι όπως έπραξαν με το Κατηγορητήριο υπ’ αριθμό 9545/2014 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (επισυνάπτεται ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 5).

 

57.      0 Αιτητής αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης των Καθ’ ων η Αίτηση 1 -4, ομού ή και κεχωρισμένως, να μην συμπεριλάβουν το όνομα του Δ.Β επί του υπό αμφισβήτηση Ποινικού Κατηγορητηρίου υπ’ αριθμό 2414/2020 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, έτσι όπως έπραξαν με το Κατηγορητήριο υπ’ αριθμό 9545/2014 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (επισυνάπτεται ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 5)».

 

Στην τελευταία παράγραφο 58 των γεγονότων της αίτησης ακυρώσεως καταλήγει (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου):

 

«58.      Ως εκ των ανωτέρω με την παρούσα Προσφυγή οι Αιτητές εξαιτούνται ως η Αιτούμενη ανωτέρω θεραπεία, δια της ακυρώσεως της νομιμότητας λήψης της διοικητικής απόφασης για έγερση του Ποινικού Κατηγορητηρίου υπ’ αριθμό 2414/2020 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, και συνακόλουθης απόφασης για ακύρωση του ποινικού κατηγορητηρίου 2414/2020 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας».

 

Με την ένσταση  των Καθ’ ων η αίτηση εγείρεται προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη δεν είναι εκτελεστή πράξη, ένσταση που, εκ της φύσης της έγινε δεκτό από τα μέρη όπως εξεταστεί κατά προτεραιότητα.

 

Στην αγόρευσή της προς υποστήριξη της ένστασης αυτής, η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση παραπέμπει στην απόφαση Ανδρέα Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 403, στην οποία κρίθηκε ότι ο Γενικός Εισαγγελέας, στην άσκηση των εξουσιών του σχετικά με ποινικές διώξεις δεν είναι διοικητικό όργανο και δεν ασκεί διοικητική λειτουργία αλλά οι αποφάσεις του στον τομέα αυτό, συνδέονται άρρηκτα με την δικαστική διαδικασία και ως εκ τούτου εκφεύγουν του ακυρωτικού ελέγχου με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

 

Παράλληλα θέτει ότι δεν τίθεται ζήτημα ύπαρξης πράξεως διοικητικής φύσεως καθότι τα οφειλόμενα ποσά, τα οποία αφορά το ποινικό κατηγορητήριο προκύπταν από αυτοφορολογία, για τα οποία δεν εκδίδεται οποιαδήποτε ειδοποίηση. Απουσιάζει, λέγει, στην υπό κρίση περίπτωση η μονομέρεια της διοικητικής πράξης αλλά εδώ η διοίκηση επιδιώκει να αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι οι κατηγορούμενοι είναι ένοχοι των αδικημάτων που κατηγορούνται και τότε θα είναι υπόχρεοι να καταβάλλουν τα πρόστιμο ή την ποινή που θα επιβάλλει το (Επαρχιακό) Δικαστήριο.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή διαφωνεί. Θέτει ότι δεν κοινοποιήθηκε στον Αιτητή οποιαδήποτε ενδεχόμενη (ως την αναφέρει στην τελευταία παράγραφο της σελ. 9 της αγόρευσής του) απόφαση του Εφόρου για το οφειλόμενο ΦΠΑ και άρα ότι μια τέτοια ενδεχόμενη απόφαση παρέμεινε internum της διοίκησης. Παραπέμπει στις Πρ. Αρ. 563/2015 Haigaz George Indjirdjian και/ή υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστής του  «The Indjirdjian Trust» ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού ημερ. 30.03.2018 (απόφαση της τότε Προέδρου του ΔΔ Εντ. Δ. Καλλιγερου) και Πρ. Αρ. 965/2014 Haigaz George Indjirdjian και/ή υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστής του  «The Indjirdjian Trust» ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού ημερ. 25.11.2019 (Εντ. Δ. Μιχαήλ, ΔΔ) υποθέσεις που αφορούσαν επιβολή τελών (ελλιμενισμού κ.α) και/ή απόφασης κατάληψης/ κατάσχεσης σκάφους του εκεί αιτητή από τον Κ.Ο.Τ., δυνάμει ειδοποίησης στη βάση του περί Ρυθμίσεως Μαρίνων Νόμου. Σε αμφότερες προσφυγές είχε κριθεί ότι προσβάλλονταν διοικητικές αποφάσεις (επιβολής τελών και/ή κατάσχεσης σκάφους), όπου ουδέποτε πριν της ποινικής υπόθεσης, είχε κοινοποιηθεί στον εκεί αιτητή η απόφαση επιβολής τελών (στην Πρ. Αρ. 965/2014 η μη πληρωμή τελών πυροδότησε την έκδοση την απόφασης κατάληψης του σκάφους).

 

Έχω μελετήσει τα εκατέρωθεν επιχειρήματα σε συνάρτηση με τις υποβολές των μερών και τους διοικητικούς φακέλους που κατατέθηκαν. Επίσης μελέτησα το ποινικό κατηγορητήριο υπ’ αριθμό 2414/2020 Ε.Δ. Λευκωσίας και τις εκεί αναφερόμενες νομοθετικές πρόνοιες. Καταρχάς, θεωρώ ότι, στην παρούσα υπόθεση, οι καταγραφές του Αιτητή, στα γεγονότα και αιτητικό της αίτησης ακύρωσης φαίνεται να πλήττουν τη νομιμότητα του ποινικού κατηγορητηρίου και όχι οποιασδήποτε διοικητικής πράξης. Γίνεται αναφορά σε προσβολή της «πράξης ημερομηνίας 21.07.2020», ημερομηνία που συνάδει με την ημερομηνία καταχώρισης του ποινικού κατηγορητηρίου, η οποία ήταν η 21.07.2020,  αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης των Καθ’ ων η Αίτηση να μην συμπεριλάβουν επί του «υπό αμφισβήτηση» (ως αναφέρεται) Ποινικού Κατηγορητηρίου υπ’ αριθμό 2414/2020 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, συγκεκριμένων δύο προσώπων και τέλος συνοψίζοντας καταλήγει (η υπογράμμιση του Δικαστηρίου) ότι «οι Αιτητές εξαιτούνται ως η Αιτούμενη ανωτέρω θεραπεία, δια της ακυρώσεως της νομιμότητας λήψης της διοικητικής απόφασης για έγερση του Ποινικού Κατηγορητηρίου υπ’ αριθμό 2414/2020 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, και συνακόλουθης απόφασης για ακύρωση του ποινικού κατηγορητηρίου 2414/2020 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας». Παρόμοιοι ισχυρισμοί τίθενται και στις αγορεύσεις.

 

Θεωρώ ότι οι ως άνω σαφείς καταγραφές δεν αφήνουν ουσιαστικά περιθώριο παρερμηνείας, τι ακριβώς προσβάλλει ο Αιτητής στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής. Είναι, θεωρώ, το ποινικό κατηγορητήριο υπ’ αριθμό 2414/2020 Ε.Δ. Λευκωσίας και/ή απόφαση για έγερση της εν λόγω ποινικής υπόθεσης ως εκ τούτου εκ των πραγμάτων και στη βάση της σχετικής νομολογίας στην Ανδρέα Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 403 (στην οποία παραπέμπομαι από την ευπαίδευτη συνήγορο των Καθ’ ων η αίτηση) αλλά και στην Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1989) 3 ΑΑΔ 2392, στην οποία θα αναφερθώ πιο κάτω, με την παρούσα προσφυγή δεν προσβάλλεται εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά η απόφαση για την ποινική δίωξη του Αιτητή και/ή το ποινικό κατηγορητήριο αρ. 2414/2020 Ε.Δ. Λευκωσίας, που (ως καθορίζει η Ιωάννου-ανωτέρω) ως μη καθοριστική/ές των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των επηρεαζομένων ως αποτέλεσμα της βούλησης δημόσιας αρχής, αλλά πράξεις προπαρασκευαστικές για τη διαπίστωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου δε συνιστούν εκτελεστές ή διοικητικές πράξεις με την έννοια που ενέχουν οι αντίστοιχοι όροι στο Άρθρο 146  του Συντάγματος, και επομένως εκφεύγουν από τον έλεγχο που προβλέπει το Άρθρο αυτό.

 

Πέραν των ανωτέρω, τα οποία φυσιολογικά οδηγούν από μόνα τους σε απόρριψη της προσφυγής από το στάδιο αυτό, για σκοπούς πληρότητας του σκεπτικού μου σημειώνω και τα ακόλουθα:

 

Στις Πρ. Αρ. 563/2015 και Πρ. Αρ. 965/2014, στις οποίες με παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή, είχε, σε αμφότερες διαπιστωθεί, ότι της καταχώρισης της ποινικής υπόθεσης, προϋπήρχε πράξη επιβολής τελών, η οποία δεν κοινοποιήθηκε στον εκεί αιτητή. Αυτό κρίθηκε ως καθοριστικό είτε διότι στην μεν Πρ. Αρ. 563/2015 θεωρήθηκε ότι με την προσφυγή προσεβλήθη η κοινοποίηση το πρώτον της εν λόγω πράξης μέσω του ποινικού κατηγορητηρίου (και άρα όχι το ποινικό κατηγορητήριο καθαυτό), στη δε Πρ. Αρ. 965/2014 ότι οι εκεί προσβαλλόμενες πράξεις (στις υπό 1 και 2 θεραπείες) ήταν ακυρωτέες η μεν επιβολή τελών ως μηδέποτε κοινοποιήθησα η δε απόφαση κατάσχεσης σκάφους ως έχουσα έρεισμα τη μη κοινοποιηθήσα επιβολή τελών.

 

Η παρούσα δεν είναι μια τέτοια περίπτωση. Στο ισχυρισμό των Καθ’ ων η αίτηση ότι είναι οι υποχρεώσεις του Αιτητή ως προς τον ΦΠΑ, που, κατά τη θέση τους, δεν εκπληρώθηκαν και οδήγησαν στην ποινική του δίωξη, ο Αιτητής δεν παραπέμπει το Δικαστήριο σε οποιαδήποτε προηγηθείσα διοικητική πράξη, αλλά είτε απλώς υποθέτει την έκδοσή της είτε και δέχεται τη μη έκδοσή της. Θεωρώ ότι αν μια τέτοια πράξη υπήρχε, ο Αιτητής θα μπορούσε να το είχε πληροφορηθεί δεδομένου ότι με επιστολή ημερ.05.05.2023 ζήτησε να έχει πρόσβαση στους διοικητικούς φακέλους και δε διαμαρτυρήθηκε (στην απαντητική του αγόρευση που ακολούθησε ή άλλως) ότι δεν του δόθηκε πρόσβαση ή δεν του παρασχέθηκαν τα σχετικά έγγραφα, τουναντίον στα πλαίσια της προσφυγής αρ. 2020/2023-διοικητικός φάκελος-Τεκμήριο 19 αναφέρεται σε πολλά έγγραφα, τα οποία έλαβε από τους Καθ’ ων η αίτηση σε χρόνους μετά την επιστολή 05.05.2023, στα πλαίσια και της ποινικής υπόθεσης με  αριθμό 2414/2020 Ε.Δ. Λευκωσίας (βλ. παράγραφος 56 και 56(ιγ) στην αίτηση ακυρώσεως αρ. 2020/2023 και το σχετικό Παράρτημα 42 στην ίδια αίτηση ακυρώσεως).

 

Ως δε προς τους διφορούμενους ισχυρισμούς, σχετικές είναι οι αναφορές στην απαντητική αγόρευση όπου αναφέρεται ότι (υπογράμμιση του Δικαστηρίου):

 

«16. Σελίδα 11 της Αγόρευσης των Καθ’ ων οι Καθ’ ων η Αίτηση ισχυρίζονται ότι -Το Διοικητικό Δικαστήριο, με βάσει την εξέταση του Διοικητικού Φακέλου, μπορεί εύκολα να αναγνωρίσει ότι, ο Αιτητής υπέβαλε καταγγελία από το 2018, 2019 και 2020 και σε κάθε περίπτωση πριν την έγερση του Ποινικού Κατηγορητηρίου 2414/2020 Ε.Δ. Λευκωσίας και μπορεί να κρίνει κατά πόσον η διοικητική απόφαση για έγερση του Ποινικού Κατηγορητηρίου, χωρίς την προηγούμενη έκδοση βεβαίωσης είναι αιτιολογημένη, ή αν εμπίπτει στη χρηστή διοίκηση ή όχι, με δεδομένη την εμπλοκή των λειτουργών του ΦΠΑ σε σοβαρά ποινικά αδικήματα, (αυτό φαίνεται μέσα από τα έγγραφα που βρίσκονται μέσα στον διοικητικό φάκελο).

 

25) Τούτων λεχθέντων, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι οι Καθ’ ων δεν προέβηκαν σε καμία βεβαίωση μετά από τις καταγγελίες του Αιτητή, συνηγορούν σε σωρεία παραβιάσεων των κανόνων χρηστής διοίκησης ως προς την απόφαση για έγερση του ποινικού κατηγορητηρίου 2414/2020 ΕΔ Λευκωσίας, και θα πρέπει το Διοικητικό Δικαστήριο να το ακυρώσει πάραυτα».

 

Από τα ανωτέρω άρα ουσιαστικά συνάγεται ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή δεν είναι ότι δεν του κοινοποιήθηκε οποιαδήποτε υπάρχουσα βεβαίωση αλλά ότι δεν εξεδόθη τέτοια πριν την καταχώριση του κατηγορητηρίου. Παράλληλα βέβαια, προκύπτει και από τις εν λόγω παραγράφους, ότι προσβάλλεται το ποινικό κατηγορητήριο καθαυτό. Από την άλλη όμως μεριά, σε άλλο σημείο της αίτησης ακυρώσεως (παράγραφος 19 αλλά και σε διάφορα σημεία των αγορεύσεων) διαμαρτύρεται ότι θα έπρεπε να είχε προηγηθεί (ή να του κοινοποιηθεί) «ειδοποίηση φορολογίας» ώστε να μπορούσε να την είχε προσβάλλει με ιεραρχική προσφυγή» και/ή να ασκήσει το δικαίωμα ακρόασής του. Ουσιαστικά, εμμέσως συνάγω ότι παραπονείται ότι η ποινική δίωξη εκκίνησε χωρίς να έχει προηγηθεί η, κατά την εισήγησή του, απαραίτητη βεβαίωση ΦΠΑ, την οποία θα μπορούσε να αμφισβητήσει διοικητικώς και μετά δικαστικώς.

 

Από τα ενώπιόν μου έγγραφα και υποβολές λοιπόν, δε διαπιστώνω ότι, της καταχώρισης του ποινικού κατηγορητηρίου, είχε προηγηθεί η έκδοση οποιασδήποτε διοικητικής πράξης ή ειδοποίησης φορολογίας, της οποίας να μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ο Αιτητής έλαβε το πρώτον γνώση μέσω του ποινικού κατηγορητηρίου. Οι Καθ’ ων η αίτηση, θεωρώντας ότι η συμπεριφορά του Αιτητή και συγκεκριμένων αξιωματούχων του, παραβίαζε τον περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμο του 2000 ως είχε (εφεξής ο «Νόμος») και τους περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Γενικούς Κανονισμούς του 2001 ως είχαν (εφεξής οι «Κανονισμοί»), προχώρησαν στην καταχώρηση ποινικού κατηγορητηρίου. Η εξουσία κίνησης ποινικής δίωξης είναι διακριτή από την εξουσία έκδοσης διοικητικής πράξης στα πλαίσια του Νόμου. Τα άρθρα 46(9), 46(10), 46(10Α), 46(12), 46(13), 20(1) και 48 του Νόμου, τα οποία καταγράφεται ότι παραβιάστηκαν στην έκθεση αδικημάτων στο ποινικό κατηγορητήριο και, στο μέτρο που αφορά την παρούσα δικαιοδοσία, δε θεωρώ ότι προϋποθέτουν (τουλάχιστον αναγκαίως) την έκδοση διοικητικής πράξης για την οποία να προβλέπεται δικαίωμα ιεραρχικής προσφυγής δυνάμει του άρθρου 52 του Νόμου ή πχ ένστασης στον Έφορο δυνάμει του άρθρο 52Α του Νόμου. Το ίδιο ισχύει στην υπό κρίση περίπτωση, που επίδικα είναι συγκεκριμένα άρθρα του Νόμου, και αναφορικά με τους κανονισμούς 17(1) και 29(2) των Κανονισμών.

 

Σε συνάφεια με τα εδώ κρινόμενα, στην Ιωάννου (ανωτέρω) αναφέρθηκε (η υπογράμμιση του Δικαστηρίου):

 

«Ο νόμος (Ν 41/81) δεν καθιστά την έκδοση διοικητικής απόφασης, για την υποχρέωση για ασφάλιση, προϋπόθεση για την άσκηση ποινικής δίωξης. Ό,τι συνιστά αδίκημα είναι η παράλειψη καταβολής των νενομισμένων εισφορών. Εξυπακούεται όμως από τη φύση της πράξης για τον καθορισμό υποχρέωσης για την καταβολή εισφορών (εκτελεστή πράξη), και από τις διατάξεις του άρθρου 77, ότι η επίλυση οποιουδήποτε θέματος που αφορά τον προσδιορισμό υποχρέωσης για την καταβολή εισφορών ανήκει αποκλειστικά στην αρμόδια διοικητική Αρχή (το Διευθυντή, και σε περίπτωση ιεραρχικής προσφυγής στον Υπουργό), αποκλειομένου του ποινικού Δικαστηρίου το οποίο δεσμεύεται από την απόφαση του Διευθυντή. Η διάκριση στην οποία προέβη ο νομοθέτης συνάδει με το διαχωρισμό τον οποίο θεμελιώνει το Σύνταγμα μεταξύ της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας και των άλλων δικαστικών δικαιοδοσιών.

Κατά την ακρόαση της προσφυγής προέκυψε ότι η υπόθεση στην οποία εδράζεται η προσφυγή, δηλαδή ότι προηγήθηκε της ποινικής δίωξης απόφαση του Διευθυντή βάσει του άρθρου 76 (1), ή του Υπουργού βάσει του άρθρου 78, ήταν εσφαλμένη· γεγονός που κατέστησε την προσφυγή άνευ αντικειμένου. Ενόψει αυτής της διαπίστωσης ο πρωτόδικος Δικαστής θεώρησε την προσφυγή ως στρεφόμενη εναντίον της απόφασης για την άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον των εφεσειόντων, πράξη έξω από το πλαίσιο του αναθεωρητικού ελέγχου που καθιερώνει το άρθρο 146. Όπως η νομολογία έχει αναγνωρίσει από τα πρώτα στάδια της ανεξαρτησίας (Βλ. μεταξύ άλλων, Charilaos Xenophontos and the Republic (Minister of Interior), 2 R.S.C.C. 89) η απόφαση για ποινική δίωξη, καθώς και πράξεις προπαρασκευαστικές της δίωξης, δε συνιστούν εκτελεστές ή διοικητικές πράξεις με την έννοια που ενέχουν οι αντίστοιχοι όροι στο άρθρο 146, και επομένως εκφεύγουν από τον έλεγχο που προβλέπει το άρθρο 146. Ο λόγος έγκειται στο ότι αποφάσεις αυτής της κατηγορίας δεν είναι καθοριστικές των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των επηρεαζομένων ως αποτέλεσμα της βούλησης δημόσιας αρχής, αλλά πράξεις προπαρασκευαστικές για τη διαπίστωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου. Η διερεύνηση εγκλημάτων και η δίωξη των παραβατών, και οι αποφάσεις που σχετίζονται με αυτές τις πράξεις, είναι συνυφασμένες με την άσκηση της δικαστικής εξουσίας η οποία έχει και την ευθύνη για τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων των ανακριτικών Αρχών. Ο δικηγόρος των εφεσειόντων επιχειρηματολόγησε ενώπιόν μιας ότι η προσφυγή δε μπορούσε να εκληφθεί ότι στρέφεται εναντίον της απόφασης για τη δίωξη των εφεσειόντων, η οποία, όπως μας ανέφερε, είναι αναντίλεκτο ότι δεν υπόκειται στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου/Εξετάζοντας τις θεραπείες οι οποίες επιδιώκονται, και τα γεγονότα που τις στοιχειοθετούν, κρίνουμε σωστή την εισήγηση αυτή.

 

Διαζευκτικά, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι αν η ποινική δίωξη υποδηλώνει απόφαση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, η απόφαση ήταν εύλογη ενόψει των προνοιών των σχετικών νομοθετικών διατάξεων, και ιδιαίτερα των ορισμών των όρων "μισθωτός" και "ασφαλιστέα απασχόληση" που περιέχονται στο νόμο. Η προσέγγιση αυτή είναι εσφαλμένη. Εφόσο διαπιστώθηκε ότι δεν εκδόθηκε απόφαση, η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου ενώ στο βαθμό που η ποινική δίωξη έτεινε να τεκμηριώσει την ύπαρξη διοικητικής απόφασης, αυτή ήταν εκ προοιμίου τρωτή λόγω παράλειψης καταγραφής της, και ακόμα σημαντικότερο, παντελούς έλλειψης αιτιολογίας.

 

Η ανάλυση στην οποία έχουμε προβεί μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η απόρριψη της προσφυγής ήταν δικαιολογημένη. Όπως έχει εξηγηθεί, οι λόγοι για τους οποίους καταλήγουμε σ' αυτό το συμπέρασμα, είναι διαφορετικοί από εκείνους που παρατίθενται στην πρωτόδικη απόφαση. Η απόφαση την οποίαν προσέβαλαν οι εφεσείοντες δεν ήταν υπαρκτή, διαπίστωση που κατέστησε την προσφυγή άνευ αντικειμένου. Δε θα ασχοληθούμε με τις προεκτάσεις αυτής της απόφασης ούτε με τα κωλύματα τα οποία ενδεχομένως παρεμβάλλονται στην απόδειξη των κατηγοριών στις ποινικές υποθέσεις, ενόψει της απουσίας απόφασης του αρμόδιου οργάνου σε σχέση με την υποχρέωση των εφεσειόντων για την καταβολή εισφορών. Το θέμα αυτό δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.».

 

Στην παρούσα δεν υποδεικνύεται, ούτε άλλωστε τα αναφερόμενα στο ποινικό κατηγορητήριο αδικήματα προϋποθέτουν κατ’ ανάγκη, οποιαδήποτε διοικητική πράξη για την κίνηση της ποινικής δίωξης, και εν πάση περιπτώσει και ο ίδιος ο Αιτητής ουσιαστικά δέχεται ότι μια τέτοια διοικητική πράξη δεν προκύπτει να εξεδόθη. Συνεπώς και στη βάση της καθοδήγησης της Ιωάννου, ακόμα κι αν ήθελε θεωρηθεί (με μάλλον ανεπίτρεπτη διασταλτική ερμηνεία των καταγραφών του Αιτητή), ότι με την παρούσα προσβάλλεται όχι το ποινικό κατηγορητήριο αλλά μια ενδεχόμενη διοικητική πράξη ειδοποίησης επιβολής φορολογίας, η προσφυγή και πάλι είναι απορριπτέα δεδομένου ότι, ενόψει των υποβολών των μερών και των ενώπιόν μου εγγράφων, η ύπαρξη τέτοιας πράξης δε διαπιστώνεται. Ούτε το ποινικό κατηγορητήριο αποτελεί μια τέτοια πράξη.

 

Καταλήγω ότι με την προσφυγή δεν προσβάλλεται οποιαδήποτε πράξη εντός του πλαισίου του αναθεωρητικού ελέγχου που καθιερώνει το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Για τους ως άνω λόγους, αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με έξοδα, τα οποία ενόψει της εποικοδομητικής στάσης των μερών που οδήγησε στην εξέταση μόνο της προδικαστικής ένστασης, περιορίζονται σε 1.400 ευρώ υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο