
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση αρ. 104/2025)
(i-Justice)
18 Μαρτίου 2025
[ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]
ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ IACOVOU-CYFIELD JOINT VENTURE
Αιτητές,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ
Καθ’ ης η αίτηση
––––––––––––––––––––––––––––––––
Γ. Χατζηγιώργης, για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, δικηγόροι για τους αιτητές.
Κ. Παπαδοπούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, δικηγόρος για την καθ’ ης η αίτηση.
Κ. Παπαγεωργίου (κα) για Χαβιαράς & Φιλίππου ΔΕΠΕ, δικηγόροι για το ενδιαφερόμενο μέρος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.: Ως προκύπτει από το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων, στις 28.6.2024 το Τμήμα Δημοσίων Έργων του Υπουργείου Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων προκήρυξε το Διαγωνισμό με αριθμό ΚΠΣ/13/2024/Ε(Α) και με τίτλο «Έργα Προτεραιότητας Σχεδίου Βιώσιμης Αστικής Κινητικότητας (ΣΒΑΚ) Λάρνακας—Υλοποίηση Λεωφορειολωρίδων και Ποδηλατοδρόμων». Ο Διαγωνισμός διενεργήθηκε με ανοικτή διαδικασία ενός φακέλου και ως κριτήριο ανάθεσης καθορίστηκε η πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη έγκυρη προσφορά βάσει τιμής. Σημειώνεται ότι το έργο, σύμφωνα και με τα έγγραφα του Διαγωνισμού, συγχρηματοδοτείται από το Σχέδιο Ανάκαμψης και Σταθερότητας καθώς και από εθνικούς πόρους.
Υποβλήθηκαν εμπρόθεσμα δυο προσφορές. Αυτή των αιτητών, η οποία ανερχόταν στο ποσό των €20.957.000,00 πλέον ΦΠΑ και η προσφορά της εταιρείας ARACO CONSTRUCTION CΥ LIMITED με συνολικό ποσό των €18.343.026,30 πλέον Φ.Π.Α.
Προηγήθηκε η διαδικασία εξέτασης και αξιολόγησης των υποβληθείσων προσφορών από την Επιτροπή Αξιολόγησης και στη συνέχεια το Συμβούλιο Προσφορών σε συνεδρία του ημερομηνίας 5.9.2024, αποφάσισε, υιοθετώντας την εισήγηση της Επιτροπής, την κατακύρωση του διαγωνισμού στο Ενδιαφερόμενο Μέρος ARACO CONSTRUCTION CΥ LIMITED, του οποίου η προσφορά κρίθηκε ως η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής άποψης βάσει τιμής.
Η απόφαση της αναθέτουσας αρχής κοινοποιήθηκε στους αιτητές με επιστολή ημερομηνίας 15.10.2024.Τη νομιμότητα της απόφασης αυτής οι αιτητές προσέβαλαν ενώπιον της Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών (εφεξής «ΑΑΠ») καταχωρώντας στις 25.10.2024 ιεραρχική προσφυγή με ταυτόχρονη προώθηση αιτήματος για χορήγηση προσωρινών μέτρων για αναστολή εκτέλεσης της εκεί προσβαλλόμενης απόφασης καθώς και της ανάθεσης και/ή υπογραφής της σύμβασης μέχρι την έκδοση τελικής απόφασης επί της ιεραρχικής προσφυγής. Σημειώνεται ότι η ΑΑΠ με απόφαση της ημερομηνίας 31.10.2024 αποφάσισε τη χορήγηση των αιτούμενων προσωρινών μέτρων.
Στις 27.1.2025 κοινοποιήθηκε στους αιτητές η απόφαση της πλειοψηφίας δια της οποίας η ΑΑΠ απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή των αιτητών επικυρώνοντας την προσβαλλόμενη απόφαση της αναθέτουσας αρχής καθώς και απόφαση της μειοψηφίας με αντίθετο αποτέλεσμα.
Οι αιτητές αντέδρασαν και στις 30.1.2025 καταχώρησαν την ως άνω Προσφυγή δια της οποίας στρέφονται κατά της νομιμότητας της πιο πάνω κατά πλειοψηφίας απόφασης της ΑΑΠ. Την ίδια δε ημέρα οι αιτητές καταχώρησαν και μονομερή αίτηση με την οποία εξαιτούντο την έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο να αναστέλλεται η ισχύς και/ή εκτέλεση της ανωτέρω προσβαλλόμενης απόφασης μέχρι την εκδίκαση της Προσφυγής.
Με οδηγίες του Δικαστηρίου, διατάχθηκε η επίδοση της αίτησης τόσο προς την καθ΄ης η αίτηση όσο και ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος. Ακολούθησε η καταχώριση ένστασης καθώς και εκατέρωθεν γραπτών αγορεύσεων από τη πλευρά των αιτητών και της καθ΄ης η αίτηση σε σύντομα χρονοδιαγράμματα και η υπό εξέταση αίτηση ορίστηκε για ακρόαση στις 18.2.2025, δικάσιμο κατά την οποία επιφυλάχθηκε και η απόφαση του Δικαστηρίου. Ωστόσο την επιφύλαξη της ενδιάμεσης απόφασης, ακολούθησαν περαιτέρω γεγονότα που οδήγησαν στην απόσυρση της εν λόγω αίτησης.
Ειδικότερα στις 7.3.2025 και ενόσω εκκρεμούσε η έκδοση απόφασης επί της ενδιάμεσης, πλέον αίτησης, η πλευρά της καθ΄ης η αίτηση με έγγραφη ειδοποίηση ίδιας ημερομηνίας προς το Δικαστήριο, αιτείτο, ως αυτολεξεί αναγράφεται, να της επιτραπεί να καταθέσει, Δήλωση, μέσω της οποίας η καθ΄ης η αίτηση θα αποδέχεται την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης λόγω πάσχουσας σύνθεσης της ΑΑΠ κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης (τόσο της πλειοψηφίας όσο και της μειοψηφίας).
Το Δικαστήριο έκρινε αναγκαίο και δη κατά την ίδια ημέρα, να επανανοίξει την υπόθεση, όπου η κα Παπαδοπούλου προέβη σε σχετική δήλωση σημειώνοντας ότι η νομική πλημμέλεια έγκειται στα πρακτικά συνεδρίασης κατά τη λήψη απόφασης όπου πλειοψηφία και μειοψηφία συνεδρίασαν ξεχωριστά σε διαφορετικές ημερομηνίες. Υπό αυτή την εξέλιξη, οι αιτητες προχώρησαν στην απόσυρση της αίτησης ημερομηνίας 30.1.2025, με τη σύμφωνη γνώμη όλων, να εκδικαστεί η Προσφυγή, ως προς το ζήτημα αυτό.
Κατά τη δικάσιμο ημερομηνίας 10.3.2025, κατά την οποία επαναορίστηκε η υπόθεση, η πλευρά του ενδιαφερόμενου μέρους δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να προβεί στην καταχώρηση αγόρευσης προς υποστήριξη της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης και ότι συμφωνεί με την ακύρωση αυτής ένεκα πάσχουσας σύνθεσης της Αρχής κατά τη λήψη της και η υπόθεση ορίστηκε για Διευκρινήσεις.
Κατά το στάδιο των διευκρινήσεων η πλευρά της καθ΄ης η αίτηση επανέλαβε την αρχική της δήλωση ότι αποδέχεται να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, όμως μόνο, ως δήλωσε, για το λόγο της κακής σύνθεσης της ΑΑΠ κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης και συγκεκριμένα κατά τις συνεδρίες ημερομηνίας 21.1.2025 και 24.1.2025. Το δε ενδιαφερόμενο μέρος ουδέν αντέτεινε.
Κατά την προφορική της αγόρευση η πλευρά των αιτητών δήλωσε ότι συντρέχουν και άλλοι λόγοι ακύρωσης, ως αυτοί δικογραφήθηκαν στα νομικά σημεία της Προσφυγής των αιτητών, πλην όμως αναγνώρισε όπως και η κα Παπαδοπούλου, ότι το ζήτημα της πάσχουσας σύνθεσης που καλείται το Δικαστήριο να εξετάσει ανατρέχει στη ρίζα της διαδικασίας. Επί τούτου και προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης ο κ. Χατζηγιώργης τόνισε ότι στην προκειμένη περίπτωση παραβιάστηκε η θεμελιώδης αρχή του διοικητικού δίκαιου ότι ένα διοικητικό όργανο πρέπει να συνεδριάζει με όλα του τα μέλη. Υπέβαλε δε ότι καθίσταται ξεκάθαρο ότι κατά τη συνεδρία ημερομηνίας 21.1.2025 συνεδρίασε μόνη της η πλειοψηφία και κατά τη συνεδρία ημερομηνίας 24.1.2025 μόνη της η μειοψηφία και συνεπώς παραβιάστηκε το μεγαλύτερο εχέγγυο, να συμμετέχουν στη διαβούλευση και να ακούν όλα τα μέλη τις απόψεις των υπολοίπων αφού αναλόγως από το τι θα συζητείτο εκεί θα μπορούσε να είναι και διαφορετικό το τελικό αποτέλεσμα. Ούτε βεβαίως, συνεχίζει ο ευπαίδευτος συνήγορος, εντοπίζεται οποιοδήποτε πρακτικό στο οποίο να αποκρυσταλλώθηκε η διαφωνία μεταξύ των μελών, αφού παραμένει κενό μεταξύ των δυο πιο πάνω διαφορετικών συνεδριάσεων πλειοψηφίας και μειοψηφίας και της συνεδρίας που προηγήθηκε όπου όλα τα μέλη ζήτησαν περαιτέρω χρόνο.
Καταρχάς οφείλει να επισημανθεί ότι κατά πάγια νομολογία το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την εκάστοτε δήλωση και/ή στάση των συνήγορων της καθ΄ης η αίτηση να μην υποστηρίξουν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης (Stavros Makris Ltd v. Republic) (1984) 3 C.L.R. 539) αλλά οφείλει ένεκα της φύσης της Προσφυγής και του εξεταστικού χαρακτήρα της διαδικασίας κάτω από το Άρθρο 146 να προβεί και αφού καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα, τόσο επί των νομικών ζητημάτων, όσο και επί των γεγονότων, στην έκδοση απόφασης επί της νομιμότητας της επίδικης απόφασης, ακόμα και αν οι δύο πλευρές συμφωνούν στην ακύρωση της πράξης (Φινόπουλος ν Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. αρ.1729/11κ.ά.,ημερομηνίας10.10.2013)Republic v. Alpan (Takis Bros) Ltd (1986) 3 C.L.R. 1820).
Έχοντας εξετάσει με προσοχή το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων που κατατέθηκαν, περιλαμβανομένου και των επίμαχων πρακτικών συνεδριάσεων της καθ΄ης η αίτηση, κρίνω ότι η Προσφυγή πρέπει να έχει επιτυχή κατάληξη.
Αποτελεί πάγια νομολογημένη αρχή ότι η παρανομία στη σύνθεση του συλλογικού διοικητικού οργάνου στοιχειοθετεί λόγο ακυρότητας που ανατρέχει στη ρίζα της διαδικασίας επηρεάζοντας νομιμότητας της απόφασης που λήφθηκε. Ως δε ζήτημα δημόσιας τάξης- το οποίο δύναται να εξεταστεί και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο-εξετάζεται κατά προτεραιότητα (Στυλιανός Αγαθοκλέους ν. Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, Α.Ε. 29/2011, ημερ. 21.7.2016, Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314, Sigma Radio T.V. Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 Α.Α.Δ. 130).
Ειδικότερα αποτελεί αναλλοίωτη και διαχρονική γενική αρχή του διοικητικού δικαίου ότι στη συνεδρία ενός συλλογικού διοικητικού οργάνου πρέπει να μετέχουν κατ΄αρχήν όλα τα μέλη που το συγκροτούν. Η υποχρέωση αυτή εκπηγάζει από το οφειλόμενο καθήκον άσκησης της εκ του Νόμου καθορισμένης αρμοδιότητας του οργάνου(βλ. Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο Α.Ι Τάχος, 8η έκδοση, σελ. 415). Ως λέχθηκε από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου(2013) 3 Α.Α.Δ 242): «Το δικαίωμα του πολίτη ικανοποιείται μόνο, όταν η απόφαση για το θέμα που τον αφορά λήφθηκε κατόπιν συζήτησης από αρμόδιο όργανο που συνεδρίασε με νόμιμη σύνθεση. Η απουσία μέλους από δεόντως συγκληθείσα συνεδρίαση του οργάνου επιτρέπεται μόνο όταν η απουσία κρίνεται εξ αντικειμένου δικαιολογημένη. Εν ολίγοις, η κατ’ αρχήν υποχρέωση του διοικητικού οργάνου είναι να επιλαμβάνεται της εξέτασης θέματος όπως αυτό (το όργανο) είναι συγκροτημένο.»
Εν προκειμένω, αυτό που παρατηρείται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (2ος τόμος) είναι ότι ενώ αρχικά σε συνεδρία ημερομηνίας 9.1.2025, η οποία έλαβε χώρα μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας της ιεραρχικής προσφυγής και στην οποία μετείχαν όλα τα μέλη της καθ΄ης η αίτηση, στα πλαίσια της οποίας διαφάνηκε, ως καταγράφεται, ότι μετά από συζήτηση «όλα τα μέλη επιθυμούσαν περαιτέρω χρόνο για μελέτη της υπόθεσης» στις συνεδρίες που ακολούθησαν η ΑΑΠ ουδέποτε συνεδρίασε ως νομίμως συντεθειμένο όργανο προς λήψη απόφασης.
Ειδικότερα από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου διαπιστώνεται ότι τη συνεδρία ημερομηνίας 9.1.2025, ακολούθησε η συνεδρία ημερομηνίας 21.1.2025. Ως προκύπτει από τα πρακτικά της εν λόγω συνεδρίας, τα οποία φέρουν τίτλο «πρακτικά συνεδρίασης Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, η οποία έλαβε χώρα στα Γραφεία της Αρχής, την Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2025 και ώρα 8:30 π.μ για λήψη απόφασης Πλειοψηφίας» κατά τη συγκεκριμένη συνεδρία μετείχαν μόνο η Πρόεδρος της ΑΑΠ και ακόμα δυο μόνο μέλη εκ τεσσάρων μελών της ΑΑΠ. Ως ρητώς αναγράφεται στα επίμαχα πρακτικά «σκοπός της Συνεδρίας ήταν η συζήτηση της Προσφυγής αρ. 38/24». Ως περαιτέρω καταγράφεται, η Προέδρος και τα δύο μέλη αφού μελέτησαν την επιχειρηματολογία των δυο πλευρών, μετά από συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων κατέληξαν - και για τους λόγους που αναγράφονται- να απορρίψουν την Προσφυγή και να επικυρώσουν την προσβαλλόμενη απόφαση.
Τρεις ημέρες αργότερα, ακολούθησε μια άλλη συνεδρία, η οποία ως αναγράφεται στα ίδια τα πρακτικά ημερομηνίας 24.1.2025 έλαβε χώρα για σκοπό συζήτησης της Προσφυγής αρ.38/24 και λήψης απόφασης της μειοψηφίας. Σ΄ αυτή, λοιπόν, τη συνεδρία μετείχαν μόνο δυο μέλη της ΑΑΠ, ήτοι τα δυο μέλη που απουσίαζαν από τη συνεδρία ημερομηνίας 21.1.2025 τα οποία και έχοντας ενώπιον τους την απόφαση πλειοψηφίας που λήφθηκε σε προγενέστερο χρόνο από τα υπόλοιπα τρία μέλη της ΑΑΠ, αποφάσισαν ότι η Προσφυγή των αιτητών θα πρέπει να πέτυχει για το λόγο ότι η προσφορά του επιτυχόντος προσφοροδότη παραβίαζε ουσιώδης απαίτηση του όρου 6.5 των εγγράφων του Διαγωνισμού.
Τα όσα όμως έλαβαν χώρα, ως παρατέθηκαν ανωτέρω, δεν συνάδουν, ως ορθά εισηγούνται οι αιτητές και ως εντίμως αναγνωρίζουν η συνήγορος της καθ΄ης η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους με τις πάγιες νομολογιακές αρχές που διέπουν τη σύνθεση συλλογικών διοικητικών οργάνων. Εν ολίγοις, αυτό που διαπιστώνεται είναι ότι η ΑΑΠ ουδέποτε έλαβε απόφαση σε συνεδρία στην οποία να μετείχαν όλα τα μέλη που τη συγκροτούν, ως επιβάλετο, παρά μόνο λήφθηκαν αποφάσεις σε δυο διαφορετικές συνεδρίες, στις οποίες, στη μεν πρώτη μετείχαν μόνο η Προέδρος και δυο μέλη της ΑΑΠ, στη δε δεύτερη τα άλλα δυο εναπομείναντα μέλη. Τούτο όμως χωρίς να έχει προηγηθεί τέτοια συνεδρία κατά την οποία η Αρχή συντεθειμένη νομίμως από όλα τα μέλη της να προέβη σε λήψη απόφασης, κατόπιν συζήτησης, επί του θέματος.
Συνεπώς προκύπτει πράγματι ζήτημα πάσχουσας σύνθεσης της ΑΑΠ κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, το οποίο ανατρέχει στη ρίζα της διαδικασίας, καθιστώντας αχρείαστη την εξέταση οποιουδήποτε άλλου ζητήματος.
Κατά συνέπεια και στη βάση όλων όσων έχουν επεξηγηθεί, η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται έξοδα ύψους €1000 πλέον Φ.Π.Α υπέρ των αιτητών και εναντίον της καθ’ ης η αίτηση.
Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.