
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 106/2023 (i-Justice))
12 Μαρτίου 2025
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Λ. Τ.
Αιτήτρια
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Καθ’ ων η Αίτηση
Π. Μιχαήλ, για Πέτρος Α. Μιχαήλ Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτήτρια
Π. Κωνσταντίνου, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, η αιτήτρια ζητά-
«Α. Απόφαση και/ή δήλωση και/ή διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση και/ή πράξη και/ή παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση να απαντήσουν εντός ευλόγου χρόνου και/ή να μην απαντήσουν στο υποβληθέν αίτημα της αιτήτριας ημερομηνίας 5/5/2021, ήτοι αίτημα για παραχώρηση πιστοποιητικού κυπριακής ιθαγένειας, συνιστά παραβίαση των θεμελιωδών αρχών του Διοικητικού Δικαίου και/ή είναι παράνομη και/ή αντισυνταγματική ενέργεια και/ή παράλειψη και γι’ αυτό, ευσεβάστως, είναι δίκαιο να ακυρωθεί.».
Η αιτήτρια, υπήκοος Γεωργίας και γεννηθείσα κατά το έτος 1966, υπέβαλε στις 5.5.2021, αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής με πολιτογράφηση.
Στις 19.1.2023, η αιτήτρια καταχώρησε την υπό κρίση προσφυγή. Μέχρι δε και την εν λόγω ημερομηνία, οι καθ’ ων η αίτηση δεν είχαν εξετάσει και/ή, εν πάση περιπτώσει, δεν είχαν απαντήσει στο πιο πάνω αίτημα της αιτήτριας.
Αργότερα, δι’ επιστολής του προς την αιτήτρια, ημερομηνίας 1.6.2023 (παράρτημα 4 στο δικόγραφο της ένστασης), το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα»), πληροφόρησε αυτήν ότι η αίτησή της εξετάζεται και ότι θα τύχει ενημέρωσης σχετικά με το αποτέλεσμα της εν λόγω αίτησης, «[.] σε μεταγενέστερο στάδιο και το συντομότερο δυνατό».
Αποτελεί, τέλος, παραδεκτό γεγονός ότι μέχρι και την επιφύλαξη της απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, στις 6.3.2025, δεν είχε σημειωθεί οποιαδήποτε άλλη εξέλιξη, ως προς την εξέταση της υπό αναφορά αίτησης.
Στον πυρήνα της επιχειρηματολογίας του συνηγόρου της αιτήτριας, βρίσκεται ο ισχυρισμός περί παρέλευσης του εύλογου χρόνου εξέτασης και απάντησης επί της αίτησης της αιτήτριας για πολιτογράφηση. Συναφώς, ο ευπαίδευτος συνήγορος για την αιτήτρια προβάλλει ότι η άρνηση και/ή παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση να εξετάσουν την αίτησή της, μετά παρέλευση «σχεδόν 21 μηνών απραξίας», συνιστά υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας, αντίκειται στο άρθρο 10 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999) και παραβιάζει τις αρχές της νομιμότητας, της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης. Τονίζει ο κ. Μιχαήλ ότι η προαναφερθείσα επιστολή των καθ’ ων η αίτηση προς την αιτήτρια, ημερομηνίας 1.6.2023, καθόλου δεν αιτιολογεί ούτε την παρέλευση σχεδόν 21 μηνών από την υποβολή της αίτησής της για πολιγράφηση, ούτε και την παρέλευση του εύλογου χρόνου για εξέταση και απάντηση επί της εν λόγω αίτησης. Επιπρόσθετα, ούτε από την εν λόγω επιστολή, αλλ’ ούτε από οποιοδήποτε στοιχείο του διοικητικού φακέλου προκύπτει οτιδήποτε που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την απραξία και/ή αδράνεια των καθ’ ων η αίτηση να απαντήσουν, ενώ δεν προκύπτει και ο οποιοσδήποτε χρονικός προσδιορισμός και/ή πλαίσιο εντός του οποίου αναμένεται να απαντήσουν οι καθ’ ων η αίτηση προς την αιτήτρια. Όλα τα πιο πάνω, υποβάλλει ο κ. Μιχαήλ, συνιστούν σαφή παραβίαση του άρθρου 10 του Νόμου 158(Ι)/1999, αλλά και των αρχών της χρηστής διοίκησης.
Από την πλευρά τους, οι καθ' ων η αίτηση προβάλλουν ότι η Διοίκηση σε καμία περίπτωση δεν παρέλειψε να ενεργήσει ως όφειλε, εφόσον η χορήγηση της Κυπριακής ιθαγένειας δεν είναι πράξη δέσμιας αρμοδιότητας, αλλά διακριτικής ευχέρειας και το άρθρο 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης Νόμου (Ν.141(Ι)/2002), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος») παρέχει στον αλλοδαπό δικαίωμα να αποταθεί για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας, όταν συντρέχουν οι υπό του Νόμου προβλεπόμενες προϋποθέσεις. Συνεπώς, δεν υπήρχε υποχρέωση της Διοίκησης να προβεί σε ορισμένη ενέργεια, ενώ ούτε και μπορεί να λεχθεί ότι παρήλθε ο εύλογος χρόνος, εντός του οποίου απαιτείται να εξεταστεί η επίδικη αίτηση και να υπάρξει απάντηση, αλλ' αντιθέτως, η όποια καθυστέρηση είναι εύλογη, ένεκα της φύσης του αιτήματος της αιτήτριας και των συνθηκών που το περιβάλλουν. Αναφέρεται, συναφώς, στη γραπτή αγόρευση των καθ’ ων η αίτηση ότι οι αιτήσεις για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας είναι ύψιστης σοβαρότητας, η εξέταση των οποίων απαιτεί ενδελεχή έρευνα και συνεργασία πολλών εμπλεκόμενων υπηρεσιών, ενώ και το Υπουργείο Εσωτερικών αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα αναφορικά με τη διαχείριση τέτοιων αιτήσεων, κυρίως εξαιτίας της σώρευσης μεγάλου αριθμού αιτήσεων κατά τα τελευταία χρόνια.
Εν προκειμένω, καταλήγει η πλευρά των καθ' ων η αίτηση, ενόψει των πιο πάνω και λαμβανομένων υπόψη των δεδομένων της περίπτωσης, δεν μπορεί να λεχθεί ότι παρήλθε ο εύλογος χρόνος για εξέταση της αίτησης της αιτήτριας, αλλ’ ούτε και ότι υπήρξε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και/ή της καλής πίστης. Εν πάση δε περιπτώσει, όπως ρητά αναφέρεται στη γραπτή αγόρευση των καθ’ ων η αίτηση, η εξέταση της αίτησης της αιτήτριας αναμένεται να ολοκληρωθεί εντός του πρώτου εξαμήνου του έτους 2025.
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα του οικείου διοικητικού φακέλου και, γενικότερα, όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε κατά είτε υπέρ της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.
Το πρώτο που θα πρέπει να επισημανθεί είναι ότι με την, μεταγενεστέρως της καταχώρησης της υπό κρίση προσφυγής, επιστολή του Τμήματος, ημερομηνίας 1.6.2023, δεν παρέχεται οποιαδήποτε απάντηση στο αίτημα της αιτήτριας για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δια πολιτογράφησης. Όπως αυτολεξεί αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή, «[.] στο Τμήμα εκκρεμεί μεγάλος αριθμός αιτήσεων, οι οποίες εξετάζονται κατά χρονολογική σειρά ανάλογα με την ημερομηνία υποβολής τους» και, ως εκ τούτου, συνεχίζει η επιστολή, η αιτήτρια θα ενημερωθεί σχετικά με το αποτέλεσμα της αίτησής της «[.] σε μεταγενέστερο στάδιο και το συντομότερο δυνατό».
Υπό το φως και της σχετικής επί του θέματος νομολογίας, κρίνω ότι η περιεχόμενη στην εν λόγω επιστολή απάντηση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αίρει την εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση υποχρέωση απάντησης στο αίτημα της αιτήτριας, η οποία και συνεχίζει να υφίσταται, με αποτέλεσμα το αντικείμενο της προσφυγής να μην έχει εκλείψει. Και τούτο διότι, με την υπό αναφορά επιστολή, δεν απαντάται επί της ουσίας το αίτημα της αιτήτριας, ούτε και μπορεί να λεχθεί ότι η δι’ αυτής δοθείσα προς την αιτήτρια απάντηση, αποτελεί απόρριψη του αιτήματός της. Περιέχει, μάλλον, αυτή ενημέρωση των καθ’ ων η αίτηση προς την αιτήτρια αναφορικά με το στάδιο, στο οποίο βρίσκεται η εξέταση του αιτήματός της, χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω πληροφόρηση.
Την ίδια προσέγγιση επί παρομοίου θέματος, ακολούθησε το παρόν Δικαστήριο στην S.A.E.M.N.Z. ν. Δημοκρατίας κ.α., Υποθ. Αρ. 72/2022, ημερ. 25.9.2023, ECLI:CY:AD:2023:A252 και στην Παπανικολάου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 545/2018, ημερ. 15.12.2022, αλλά και προηγουμένως, το Ανώτατο Δικαστήριο στην Στέλλα Σωτηρίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1964/2012, ημερ. 13.5.2015, ECLI:CY:AD:2015:D330, από την οποία και έχω αντλήσει καθοδήγηση, και στην οποία, με αναφορά και στην Κακαρή ν. Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας, Υποθ. Αρ. 1212/2003, ημερ. 20.1.2005, λέχθηκαν συναφώς τα εξής:
«Όπως έχω προγενέστερα σημειώσει, η παράλειψη εξέτασης του υποβληθέντος αιτήματος των αιτητριών και η απουσία απάντησης, ήταν το αντικείμενο της προσφυγής. Με την απάντηση και τη γνωστοποίηση του σταδίου στο οποίο βρίσκεται το αίτημα, το αντικείμενο της προσφυγής έχει εκλείψει; Η απάντηση είναι αρνητική.
Η απαντητική επιστολή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι άρει την παράλειψη απάντησης. Με την επιστολή αυτή δεν απορρίπτεται το αίτημα αλλά, είναι απλώς πληροφοριακού περιεχομένου.
Γνωστοποιήθηκε στις αιτήτριες ως προς το στάδιο στο οποίο βρισκόταν το αίτημα τους και δεν απαντούσε επί της ουσίας σε αυτό, σύμφωνα με το Άρθρο 29 του Συντάγματος. Διαπιστώνεται συναφώς παραβίαση του πιο πάνω Άρθρου καθώς και παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης.
Όπως αναφέρεται στην Υπ. Αρ. 1212/2003, Κακαρή ν. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας, ημερ. 20 Ιανουαρίου 2005:
"Εδώ η απάντηση που έδωσαν οι καθών η αίτηση με την επιστολή τους ημερ. 26/7/02 δεν αποτελούσε σαφή απόρριψη του αιτήματος της αιτήτριας ούτως ώστε να θεωρείτο ότι η παράλειψη είχε αρθεί. (Βλ. Δημοτική Επιτροπή Αγ. Δομετίου ν. Χριστόφορος Α. Χριστοφόρου κ.α. (1994) 3 Α.Α.Δ. 434 και Ανδρόνικος Μ. Κασάπης κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 43). Ήταν μάλλον πληροφοριακού χαρακτήρα η οποία δεν υπέκειτο σε αναθεώρηση με προσφυγή. Επομένως οι καθών η αίτηση είχαν υποχρέωση να απαντήσουν στα αιτήματα της αιτήτριας που ακολούθησαν με τις προαναφερθείσες επιστολές. Θεωρώ λοιπόν ότι υπήρχε παράλειψη με την έννοια του Άρθρου 29 του Συντάγματος όπως υπήρχε και στην προαναφερθείσα υπόθεση Αλέξη Τρύφωνος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας.».
Ως εκ των πιο πάνω, και έχοντας ως αφετηρία ότι σε περιπτώσεις άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης (ως είναι εν προκειμένω η απόφαση για παραχώρηση της Κυπριακής υπηκοότητας στην αιτήτρια), δεν υπάρχει οφειλόμενη ενέργεια προς έκδοση θετικής απόφασης και ότι σε αυτές τις περιπτώσεις η Διοίκηση οφείλει να ασκήσει τις αρμοδιότητές της εντός ευλόγου χρόνου, εκδίδοντας απόφαση (A.E., ανήλικη, δια του πατρός της S.E. και της μητρός της R. G., σαν νομίμων αντιπροσώπων της ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 113/2017, ημερ. 31.5.2018, ΚΟΣΑΡΕΒΑ ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1453/2015, ημερ. 7.6.2016), αυτό που απομένει να εξεταστεί, είναι το ζήτημα του χρόνου που μεσολάβησε από την υποβολή του αιτήματος της αιτήτριας, στις 5.5.2021, μέχρι και την καταχώρηση της υπό εξέταση προσφυγής, στις 19.1.2023.
Στο άρθρο 10 του Νόμου 158(Ι)/1999, προβλέπεται ότι «Το διοικητικό όργανο πρέπει να ασκεί την αρμοδιότητά του μέσα σε εύλογο χρόνο, ώστε η απόφασή του να είναι επίκαιρη σε σχέση με τα πραγματικά ή νομικά γεγονότα στα οποία αναφέρεται. Ο καθορισμός του εύλογου χρόνου εξαρτάται από τις εκάστοτε ειδικές συνθήκες.».
Σε πλήρη συμβατότητα με το νόμο και η ημεδαπή νομολογία. Στην Δημοτική Επιτροπή Αγ. Δομετίου ν. Χριστόφορος Α. Χριστοφόρου κ.α. (1994) 3 Α.Α.Δ. 434, λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:
«Ο Νόμος δεν καθορίζει χρονικό διάστημα εντός του οποίου η Αρχή πρέπει να εξετάσει την αίτηση, να ικανοποιηθεί και να εκδώσει την απόφασή της. Ο νομοθέτης επιβάλλει στην Αρχή υποχρέωση να εξετάσει την αίτηση και, αν ικανοποιηθεί ότι η προβλεπόμενη εργασία ή οποιοδήποτε άλλο ζήτημα σχετικό με την άδεια που ζητείται είναι σύμφωνο με τις διατάξεις του Νόμου και των Κανονισμών, να εκδώσει την άδεια.
Η ενέργεια πρέπει να λαμβάνεται σε εύλογο χρόνο. Ο εύλογος χρόνος εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έκταση της οικοδομής, η έκταση της αναγκαίας έρευνας, οι Αρχές οι οποίες είναι αναγκαίο να ερευνήσουν, είναι μερικά από τα στοιχεία τα οποία λαμβάνονται υπόψη. Το κριτήριο του ευλόγου χρόνου είναι αντικειμενικό. Ο τελικός κριτής τούτου είναι το Δικαστήριο.»
Παρομοίως, στην Αλέξης Τρύφωνος ν. Δημοκρατίας (2003) 4 Α.Α.Δ. 1154, επισημάνθηκε από το Δικαστήριο ότι η εξέταση αίτησης πρέπει να διενεργείται και η απόφαση της αρμόδιας αρχής πρέπει να λαμβάνεται εντός ευλόγου χρόνου, ο οποίος εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Εν πάση περιπτώσει, τόνισε περαιτέρω το Δικαστήριο, η Διοίκηση έχει υποχρέωση να ενεργεί το συντομότερο δυνατό, μέσα στα πλαίσια της χρηστής διοίκησης. Εξάλλου, όπως έχει επίσης νομολογηθεί, αποτελεί δικαίωμα του διοικούμενου να απευθύνεται στην αρμόδια αρχή και υποχρέωση της τελευταίας να εξετάζει το αίτημα και να απαντά χωρίς καθυστέρηση (Archigos Kommatos Dikeosinis ν. Republic (1986) 3(Α) C.L.R. 187). Και τούτο, προς διασφάλιση της αρχής της χρηστής διοίκησης, κατ’ εφαρμογή της οποίας, η δημόσια αρχή οφείλει να επιλαμβάνεται γραπτών αιτήσεων των πολιτών που έχουν δικαίωμα να αναμένουν απάντηση σε αυτές (βλ. Papadopoulos and Others ν. Municipality of Nicosia (1986) 3(C) C.L.R. 2046 και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην ΙPEKDAL, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ ΦΥΣΙΚΗ ΜΗΤΕΡΑ ΚΑΙ/Ή ΚΗΔΕΜΟΝΑΣ ΚΑΙ/Ή ΠΛΗΣΙΕΣΤΕΡΗ ΣΥΓΓΕΝΗΣ ΚΑΙ ΦΙΛΗ ΤΟΥ ΑΝΗΛΙΚΟΥ ΤΕΚΝΟΥ ΤΗΣ IPEKDAL ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 944/2018, ημερ. 3.6.2021).
Εν προκειμένω, δεν πραγνωρίζεται το δικαίωμα της αιτήτριας να έχει απάντηση στο αίτημά της, όπως βεβαίως δεν παραγνωρίζεται και η υποχρέωση της Διοίκησης να απαντήσει επί του εν λόγω αιτήματος και δη εντός ευλόγου χρόνου.
Ωστόσο, έχοντας εξετάσει με προσοχή όλα τα ενώπιον μου στοιχεία, περιλαμβανομένης και της ιδιαίτερης εξέτασης που, πράγματι, πρέπει να προηγηθεί όσον αφορά στην έγκριση ή απόρριψη τέτοιου είδους αιτήσεων, σε συνάρτηση με τις πραγματικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε και αντιμετωπίζει το Τμήμα, κρίνω ότι, από την υποβολή της αίτησης της αιτήτριας μέχρι και την καταχώρηση της προσφυγής της, δεν παρήλθε ο εύλογος χρόνος προς απάντηση στην εν λόγω αίτηση. Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η εξέταση αυτού του είδους αιτήσεων, ως εκ της φύσης και δη της σοβαρότητας του αιτήματος, απαιτεί ορθή αξιολόγηση, ενδελεχή έρευνα και αναζήτηση διάφορων πληροφοριών εκ μέρους όχι μόνο του Τμήματος, αλλά και άλλων κρατικών υπηρεσιών. Συναφώς, δεν πρέπει να λησμονείται ότι η απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας συνιστά το ύψιστο καθεστώς που μπορεί να λάβει ένας αλλλοδαπός στη Δημοκρατία και αποτελεί βασικό κυριαρχικό δικαίωμα του κράτους να αποφασίσει για τα άτομα που αποτελούν υπηκόους του (Ήρωα v. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307). Πολύ πρόσφατα, στην Aylin Arakelian v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 130/20, ημερ. 10.3.2025, με αναφορά στην Hamdan v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ.141/18, ημερ. 6.3.2024, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:
«Η πολιτογράφηση είναι μια εξουσία η οποία ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του Κράτους το οποίο και μπορεί να παραχωρήσει υπηκοότητα σε πρόσωπα που επιθυμεί, με μόνο περιορισμό την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης (Mohamad ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ.18, 21).
Δεν αναγνωρίζεται απόλυτο δικαίωμα πολιτογράφησης στην Κυπριακή Δημοκρατία, παρά μονάχα προσδοκία πως, διά της δέουσας υποβολής αίτησης, το αίτημα θα αξιολογηθεί προσηκόντως και θα τύχει ανάλογης, καλόπιστης, και εξατομικευμένης κρίσης, κατ' ενάσκηση, πάντα, της παρεχόμενης προς τη Διοίκηση ευρείας διακριτικής ευχέρειας (Alyatim ν. Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ. 496, 500-501, Amer ν. Δημοκρατίας (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 66, 69, Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307, 315-316, Ananda Marga Ltd v. Republic (1985) 3(D) C.L.R. 2583, 2587).».
Το κράτος, οφείλει μεν να προβεί σε εξατομικευμένη εξέταση της κάθε αίτησης, στη βάση όμως ομοιόμορφης πολιτικής, μετά από συνολική έρευνα, τόσο των προσωπικών συνθηκών ενός εκάστου αιτητή, όσο και της εξακρίβωσης των τυπικών προσόντων παραμονής, αλλά και της διακρίβωσης της ενσωμάτωσης και ένταξής του στο Κυπριακό κοινωνικό σύνολο (Wang v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1301/2017, ημερ. 28.11.2019). Επιπρόσθετα, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ούτε το γεγονός ότι κατά τα τελευταία χρόνια, πράγματι, έχει συσσωρευθεί μεγάλος αριθμός αιτήσεων για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας, είτε δι’ εγγραφής, είτε δια πολιτογράφησης, οι οποίες εξετάζονται με χρονολογική σειρά, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται προβλήματα στη Διοίκηση ως προς τη διαχείριση και διεκπεραίωση εξέτασης αυτού του είδους αιτήσεων. Συνεπώς, η παρέλευση χρονικού διαστήματος σχεδόν 21 μηνών μεταξύ της υποβολής της αίτησης και της καταχώρησης της προσφυγής της αιτήτριας, θα πρέπει να ιδωθεί και στη βάση των προεκτεθεισών, ιδιαίτερων, περιστάσεων που περικλείουν την εξέταση αυτού του είδους αιτήσεων, σε συνδυασμό με τις εσωτερικές διεργασίες, αλλά και τα μέτρα που λαμβάνονται από το Τμήμα για την εξέταση των εκκρεμουσών αιτήσεων.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, κρίνω ότι το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει από την υποβολή της αιτήσεως για πολιτογράφηση, μέχρι την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής, ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογο, κατά τρόπον που δεν στοιχειοθετείται παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση.
Βεβαίως, η πιο πάνω κατάληξη ουδόλως αναιρεί την υποχρέωση της Διοίκησης να απαντήσει στο αίτημα της αιτήτριας το συντομότερο δυνατόν και, εν πάση περιπτώσει, εντός ευλόγου χρόνου, εφόσον, επαναλαμβάνω, αποτελεί δικαίωμα του διοικούμενου να απευθύνεται στην αρμόδια αρχή και υποχρέωση της τελευταίας να εξετάζει το αίτημα και να απαντά χωρίς καθυστέρηση, προς διασφάλιση της αρχής της χρηστής διοίκησης (Πίτσιλλος ν. Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων (2000) 3 Α.Α.Δ. 777, Τρύφωνος, ανωτέρω, Papadopoulos, ανωτέρω).
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1300 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο