
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Υπόθεση αρ. 1157/2018
13 Μαρτίου, 2025
[Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.]
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Μ. Σ.
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΣΥΜBΟΥΛΙΟΥ ΕΠΑΝΑΚΡΙΣΕΩΝ ΥΠΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ
Καθ’ ου η αίτηση.
------------
Κ. Χατζηθεοδώρου (κα), για τον αιτητή.
Φ. Χριστοφίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον καθ’ ου η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά από το Δικαστήριο τις ακόλουθες θεραπείες:
«1. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση του Καθ’ ου η αίτηση Συμβουλίου Επανακρίσεων Υπαξιωματικών, που γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή με διαταγή του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς ημερ. 26-06-2018, με την οποία και απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή που ο Αιτητής είχε υποβάλει κατά της απόφασης του Συμβουλίου Κρίσεων Υπαξιωματικών να τον κρίνει, κατά τις κρίσεις Υπαξιωματικών έτους 2018, κατά πλειοψηφία, ως «παραμένων» στον ίδιο βαθμό, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή εστερημένη οποιασδήποτε έννομης συνέπειας.
2. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση του Συμβουλίου Κρίσεων Υπαξιωματικών, που γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή με διαταγή του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς ημερ. 23-05-2018, με την οποία και έκρινε τον Αιτητή, κατά τις κρίσεις Υπαξιωματικών έτους 2018, κατά πλειοψηφία, ως «παραμένων» στον ίδιο βαθμό, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή εστερημένη οποιασδήποτε έννομης συνέπειας.».
Ο αιτητής είναι μόνιμος Υπαξιωματικός του Στρατού της Δημοκρατίας και ανήκει στο Όπλο των Τεθωρακισμένων του Στρατού Ξηράς. Διορίστηκε στον Στρατό της Δημοκρατίας στις 16.7.2011 με τον βαθμό Λοχία, τον οποίο κατείχε τον ουσιώδη για την παρούσα προσφυγή χρόνο.
Το 2018, επειδή πληρούσε τις προϋποθέσεις για κρίση, σύμφωνα με τις διατάξεις των σχετικών Κανονισμών των περί Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις Υπαξιωματικών) Κανονισμών του 2017 (Κ.Δ.Π. 428/2017, εφεξής οι Κανονισμοί), κρίθηκε από το Συμβούλιο Κρίσεων Υπαξιωματικών ως «παραμένων», με βάση τους Κανονισμούς 44(2), 46(9)(α) και (10)(α) των Κανονισμών. Σημειώνεται ότι, βάσει του Κανονισμού 46(10)(α)(ii), Υπαξιωματικός βαθμού Λοχία κρίνεται ως παραμένων, εφόσον:
(αα) στις Εκθέσεις Αξιολόγησής του στον βαθμό που κατέχει η βαθμολογία του σε ένα ή περισσότερα προσόντα είναι χαμηλότερη του «Καλή»· ή/και
(ββ) είναι ένοχος σοβαρού ποινικού αδικήματος ή σοβαρού πειθαρχικού παραπτώματος.
Σύμφωνα με τα σχετικά πρακτικά των τακτικών ετήσιων κρίσεων του Συμβουλίου Κρίσεων Υπαξιωματικών για το 2018, ο αιτητής κρίθηκε κατά πλειοψηφία (από 3 μέλη του Συμβουλίου) ως παραμένων στον ίδιο βαθμό αφού λήφθηκαν υπόψη 6 πειθαρχικά παραπτώματα τα οποία είχε διαπράξει καθώς και τα αιτιολογικά των πειθαρχικών ποινών που του επιβλήθηκαν. Τα άλλα δύο μέλη του Συμβουλίου τον έκριναν προακτέο κατ’ αρχαιότητα, αφού έλαβαν υπόψη, ως αναφέρεται στα πρακτικά, ότι στις Εκθέσεις Ικανότητάς του στον κατεχόμενο βαθμό, η βαθμολογία του στα ουσιαστικά προσόντα είναι «εξαίρετος» και «πάρα πολύ καλός» και ότι τα πειθαρχικά παραπτώματα, με τα οποία βαρύνεται και για τα οποία του επιβλήθηκαν πειθαρχικές ποινές τα έτη 2013, 2015 και 2016 δεν είναι τέτοιας μορφής ώστε να επηρεάζουν την κρίση του αυτή.
Η ανωτέρω κρίση του αιτητή ως «παραμένων», αφού κυρώθηκε σύμφωνα με την προβλεπόμενη διαδικασία από τον Υπουργό Άμυνας, του κοινοποιήθηκε με επιστολή του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς, ημερομηνίας 23.05.2018.
Κατά της απόφασης του Συμβουλίου Κρίσεων Υπαξιωματικών ο αιτητής, με αναφορά ημερομηνίας 07.06.2018, υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή στο Συμβούλιο Επανακρίσεων Υπαξιωματικών, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού 30(4) των Κανονισμών, παραθέτοντας και αναλύοντας συγκεκριμένους λόγους, με τους οποίους αμφισβήτησε την κρίση του (μη επαρκής έρευνα κατά παράβαση των προνοιών του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν.158(Ι)/99, σχετική επί του θέματος νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τις παρατηρήσεις της μειοψηφίας ως προς τη μη επίπτωση των πειθαρχικών αδικημάτων που λήφθηκαν υπόψη στις βαθμολογίες του επί των ουσιαστικών του προσόντων στις εκθέσεις ικανότητάς του, έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας και πλάνη περί τα πράγματα).
Το Συμβούλιο Επανακρίσεων Υπαξιωματικών, κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 25.06.2018, εξέτασε την ιεραρχική προσφυγή του αιτητή και ομόφωνα αποφάσισε να την απορρίψει αφού έλαβε υπόψη, ως καταγράφεται στα πρακτικά, τα σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα με τα οποία ο αιτητής βαρύνεται και το ύψος των πειθαρχικών ποινών που του επιβλήθηκαν.
Η απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς, ημερομηνίας 26.06.2018 και στις 02.08.2018 ο αιτητής καταχώρισε την παρούσα προσφυγή.
Διά της γραπτής αγόρευσης της ευπαίδευτης δικηγόρου του ο αιτητής καταρχάς επισημαίνει, αφενός, τις βαθμολογίες που έλαβε στις εκθέσεις ικανότητας μέχρι και τις 31.12.2017 τόσο στο προσόν της Πειθαρχίας όσο και στα λοιπά ουσιαστικά προσόντα και, αφετέρου, το γεγονός ότι κατά τις τακτικές ετήσιες κρίσεις Υπαξιωματικών για το έτος 2017 είχε κριθεί ως «προακτέος κατά αρχαιότητα», παρά την ύπαρξη των σε βάρος του πειθαρχικών παραπτωμάτων.
Με τον πρώτο λόγο ακύρωσης που εγείρει, ο αιτητής ισχυρίζεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση των σχετικών προνοιών της Κ.Δ.Π. 428/2017 (Κανονισμοί 30(4), 31(4), 31(6)). Είναι συγκεκριμένα η θέση του πως, βάσει των εν λόγω προνοιών, σε περίπτωση που Υπαξιωματικός αμφισβητεί την ορθότητα και/ή τη νομιμότητα της κρίσης που έτυχε από το Συμβούλιο Κρίσεων Υπαξιωματικών και υποβάλλει την προβλεπόμενη στους Κανονισμούς ιεραρχική προσφυγή για επανάκρισή του, το Συμβούλιο Επανακρίσεων Υπαξιωματικών έχει νομική υποχρέωση να εξετάσει και να εκφράσει θέση ως προς τα όσα ο Υπαξιωματικός αναφέρει στην ιεραρχική προσφυγή του και να κατατάξει τον επηρεαζόμενο Υπαξιωματικό σε διαβάθμιση κρίσης με αιτιολογημένη απόφασή του. Παρά την εν λόγω υποχρέωση, εν προκειμένω, σύμφωνα με τη θέση του αιτητή, το Συμβούλιο Επανακρίσεων απέρριψε ομόφωνα την ιεραρχική προσφυγή του αιτητή επαναλαμβάνοντας επακριβώς και χωρίς οτιδήποτε άλλο την αιτιολογία που είχε παραθέσει το Συμβούλιο Κρίσεων, χωρίς να αντικρούσει αλλά ούτε καν να αναφερθεί έστω φραστικά στα όσα ο αιτητής παρέθεσε στην ιεραρχική προσφυγή του.
Ακολούθως ο αιτητής διατείνεται πως τα πειθαρχικά παραπτώματα με τα οποία αυτός εβαρύνετο δεν ήταν νομικά επιτρεπτό να ληφθούν υπόψη και να επηρεάσουν την απόφαση είτε του Συμβουλίου Κρίσεων είτε του Συμβουλίου Επανακρίσεων Υπαξιωματικών. Είναι συγκεκριμένα η θέση του αιτητή πως το γεγονός ότι ένας υπαξιωματικός βαρύνεται με πειθαρχικά παραπτώματα, δεν σημαίνει από μόνο του ότι ο υπαξιωματικός αυτός θα πρέπει να κριθεί και ως «παραμένων», αλλά θα πρέπει τα εν λόγω πειθαρχικά παραπτώματα ή οποιοδήποτε από αυτά, να κριθούν ως «σοβαρά», με αιτιολογημένη απόφαση του κατά περίπτωση αρμόδιου Συμβουλίου, κρίση που εν προκειμένω δεν υπήρξε. Για τον λόγο αυτό ο αιτητής εισηγείται περαιτέρω πως οι αποφάσεις των δύο Συμβουλίων είναι παντελώς αναιτιολόγητες και λήφθηκαν κατά παράβαση των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου και της αρχής της καλής πίστης, χωρίς τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας και επιπλέον είναι προϊόν πλάνης περί τον νόμο και τα πράγματα και έχουν ληφθεί κατά κατάχρηση και υπέρβαση εξουσίας.
Η πλευρά του καθ’ ου η αίτηση απορρίπτει τους λόγους ακύρωσης και προς υποστήριξη της νομιμότητας των αποφάσεων των δύο Συμβουλίων, αντιτείνει καταρχάς πως ενώπιον του Συμβουλίου Επανακρίσεων είχε τεθεί η ιεραρχική προσφυγή του αιτητή, η οποία τεκμαίρεται ότι λήφθηκε υπόψη και ως εκ τούτου η παράθεση των αναφερθέντων από τον αιτητή στο κείμενο της απόφασης του Συμβουλίου, θα ήταν μία άσκοπη, μηχανιστική και γραφειοκρατική ενέργεια. Κατά δεύτερον, είναι η θέση του καθ’ ου η αίτηση πως ορθά λήφθηκαν υπόψη από τα δύο Συμβούλια οι πειθαρχικές ποινές που επιβλήθηκαν στον αιτητή, η δε κρίση ως προς τη σοβαρότητα αυτών ανάγεται στην ουσιαστική κρίση της διοίκησης και ως τέτοια παραμένει δικαστικά ανέλεγκτη.
Αξιολογώντας τις εκατέρωθεν θέσεις, θα πρέπει καταρχάς να σημειωθεί σε σχέση με τις αιτούμενες με την προσφυγή θεραπείες πως, εφόσον ο αιτητής καταχώρισε προβλεπόμενη εκ του νόμου ιεραρχική προσφυγή εναντίον της κρίσης του Συμβουλίου Κρίσεων Υπαξιωματικών, η απόφαση του τελευταίου έχει αποβάλει την εκτελεστότητά της και έχει συγχωνευθεί με την απόφαση του Συμβουλίου Επανακρίσεων Υπαξιωματικών επί της εν λόγω ιεραρχικής προσφυγής, απόφαση η οποία αμφισβητείται με την υπό το στοιχείο (α) της προσφυγής αιτούμενη θεραπεία. Ως εκ τούτου, η αιτούμενη υπό το στοιχείο (β) της προσφυγής θεραπεία απορρίπτεται, δίχως άλλο, ως απαράδεκτη. Η απόφαση του Συμβουλίου Κρίσεων Υπαξιωματικών συμπροσβάλλεται και ελέγχεται στα πλαίσια ελέγχου της απόφασης του Συμβουλίου Επανακρίσεων Υπαξιωματικών, η οποία την έχει ενσωματώσει, γεγονός το οποίο αναγνωρίζει και η ευπαίδευτη δικηγόρος του αιτητή στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσής της.
Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά πάγια αρχή του διοικητικού δικαίου, πράξη ή απόφαση εναντίον της οποίας έγινε ένσταση ή ασκήθηκε ιεραρχική προσφυγή με βάση νομοθετική πρόνοια, χάνει την εκτελεστότητά της και συγχωνεύεται με την πράξη ή την απόφαση που λήφθηκε επί της ένστασης ή της ιεραρχικής προσφυγής και η τελευταία είναι η μόνη που μπορεί να προσβληθεί (Economides and Others v. Republic (1978) 3 C.L.R. 230, Strongiliotis v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1085, Kotsonis v. Republic (1986) 3 C.L.R. 2394 και Λυσιώτης ν Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 88).
Ακολούθως θα πρέπει να σημειώσω ότι οι αρχικώς εγερθείσες με την Ένσταση του καθ’ ου η αίτηση προδικαστικές ενστάσεις ως προς το παραδεκτό της παρούσας προσφυγής λόγω της κατ’ ισχυρισμό έλλειψης εννόμου συμφέροντος του αιτητή και αλυσιτέλειας της αιτούμενης θεραπείας, ορθώς αποσύρθηκαν από τον κ. Χριστοφίδη κατά την ακρόαση. Ο αιτητής έχει έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει την κρίση του ως «παραμένων» εφόσον η πλήρωση ή μη των σχετικών προϋποθέσεων των Κανονισμών είναι το επίδικο θέμα στην προσφυγή. Εφόσον δε, σύμφωνα με τον Κανονισμό 41, η υπηρεσία υπαξιωματικού τερματίζεται σε οποιοδήποτε στάδιο της υπηρεσίας του με απόφαση του Υπουργού Άμυνας λόγω κρίσεώς τους ως παραμένοντος και προκειμένου περί υπαξιωματικού βαθμού Λοχία, εφόσον κριθεί ως παραμένων και έχει άλλες 2 όμοιες κρίσεις στον βαθμό του, τότε η σκοπούμενη με την παρούσα προσφυγή θεραπεία δεν είναι αλυσιτελής.
Ως προς την ουσία της παρούσας διαφοράς και τους λόγους ακύρωσης που ο αιτητής εγείρει, θα πρέπει εν πρώτοις να υπομνησθεί ο μεταβιβαστικός χαρακτήρας της ιεραρχικής προσφυγής. Η ιεραρχική προσφυγή δεν έχει την έννοια της έφεσης και δεν αποσκοπεί στην αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του ιεραρχικά κατώτερου διοικητικού οργάνου με αναφορά στην βασιμότητα της συλλογιστικής που υποστηρίζει την απόφαση του, αλλά έχει την έννοια της επανεξέτασης της απόφασης από ένα δεύτερο όργανο ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα διόρθωσης τυχόν λαθών ή κατάχρησης εξουσίας από το πρώτο διοικητικό όργανο (Tsouloftas v Republic (1983) 3 C.L.R. 426, Παπαδόπουλος κ.ά. ν Δημοκρατίας (2017) 3 ΑΑΔ 706).
Όπως επεξηγεί ο Νίκος Χρ. Χαραλάμπους[1], με παραπομπή σε σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου:
«Η φύση και η έκταση της αρμοδιότητας του οργάνου που εξετάζει την ιεραρχική προσφυγή εξαρτάται από τις συγκεκριμένες διατάξεις του νόμου που προβλέπει την ιεραρχική προσφυγή. Κατά κανόνα, η ιεραρχική προσφυγή έχει μεταβιβαστικό αποτέλεσμα και το όργανο που εξετάζει την ιεραρχική προσφυγή υπεισέρχεται στη θέση του οργάνου που εξέδωσε την πράξη και ασκεί τόσο έλεγχο νομιμότητας όσο και έλεγχο ουσίας. Τέτοια είναι η εξουσία της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών. Στις περιπτώσεις αυτές, η εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής δεν λειτουργεί ως έφεση αλλά ως νέα διερεύνηση όλων των δεδομένων από το ιεραρχικά ανώτερο όργανο, ώστε να εξεταστούν όλα εξ υπαρχής, να διορθωθούν τα οποία λάθη ή παραλείψεις έγιναν ενδεχομένως από το διοικητικό όργανο και να καταλήξει στα δικά του ανεξάρτητα συμπεράσματα. Με άλλα λόγια η ιεραρχική προσφυγή δεν αποτελεί δικαστική διαδικασία και δεν αποσκοπεί στην εξέταση της ορθότητας της απόφασης του ιεραρχικά κατώτερου οργάνου, αλλά στη δημιουργία ενός δεύτερου σκέλους στη διαδικασία λήψης της απόφασης, που αποβλέπει στην εξάλειψη τυχόν λαθών από το κατώτερο όργανο. Ως εκ τούτου, το όργανο που εξετάζει την ιεραρχική προσφυγή δεν περιορίζεται στην αναθεώρηση των λόγων της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά εξετάζει την υπόθεση εξ υπαρχής και έχει την ίδια πρωτογενή αρμοδιότητα με το όργανο που την εξέδωσε. Μπορεί να διενεργήσει δική του έρευνα, να διευρύνει το πλαίσιο της έρευνας που διεξήγαγε το πρώτο όργανο, να ακούσει το ίδιο τους ενδιαφερόμενους και, εφόσον το επιτρέπει ο νόμος, όπως στην περίπτωση της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών, να λάβει υπόψη του και γεγονότα μεταγενέστερα της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης.»
Επιπλέον, όπως αναφέρει ο Μιχάλης Ν. Πικραμένος[2], στα ειδικά ελαττώματα της αιτιολογίας μίας διοικητικής πράξης συγκαταλέγεται και η μη απάντηση σε ουσιώδεις ισχυρισμούς κατά τη διοικητική διαδικασία. Ειδικότερα, όπως επεξηγεί:
«[…] σε ειδικές νομοθεσίες προβλέπεται, συχνά, η άσκηση ειδικής διοικητικής προσφυγής ή ενδικοφανούς προσφυγής από τον ενδιαφερόμενο, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, προκειμένου η υπόθεση να επανεξετασθεί στο πλαίσιο της Διοίκησης από ένα άλλο, συνήθως, όργανο. Το επιλαμβανόμενο όργανο οφείλει να απαντήσει αιτιολογημένα στους ισχυρισμούς του ασκούντος την προσφυγή (ειδική)».
Τούτων λεχθέντων, από τα ενώπιόν μου στοιχεία καταλήγω, σε συμφωνία με την ευπαίδευτη δικηγόρο του αιτητή, πως το καθ’ ου η αίτηση Συμβούλιο Επανακρίσεων Υπαξιωματικών δεν έχει συμμορφωθεί με τις ανωτέρω υποχρεώσεις του εφόσον η προσβαλλόμενη απόφασή του περιορίστηκε στην επανάληψη, με σχεδόν πανομοιότυπο λεκτικό, της απόφασης του Συμβουλίου Κρίσεων Υπαξιωματικών, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στους συγκεκριμένους λόγους τους οποίους ο αιτητής επικαλέστηκε στην ιεραρχική προσφυγή του. Η δε καταγραφή και αιτιολογημένη απάντηση επί αυτών ήταν υποχρέωση του Συμβουλίου Επανακρίσεων Υπαξιωματικών και όχι βεβαίως μία μηχανιστική και γραφειοκρατική ενέργεια, ως ατυχώς υπέβαλε η πλευρά του καθ’ ου η αίτηση.
Σημειώνεται ότι ανεπίτρεπτα, στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής, επιχειρήθηκε να δοθεί κάποια απάντηση στις θέσεις του αιτητή μέσω της Ένστασης και της παράθεσης των γεγονότων της υπόθεσης, τούτο όμως χωρίς να αποδεικνύεται από τον διοικητικό φάκελο πως τα όσα η πλευρά του καθ’ ου η αίτηση σχολιάζει στην Ένσταση αποτέλεσαν καθοιονδήποτε τρόπο κρίση ή εύρημα του Συμβουλίου Επανακρίσεων Υπαξιωματικών. Τυχόν δε αξιολόγηση αυτών από το Δικαστήριο θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη άσκηση πρωτογενούς ελέγχου και υποκατάσταση της διοίκησης. Σύμφωνα με το ανωτέρω σύγγραμμα του
Μιχάλη Ν. Πικραμμένου[3]:
«Ο αιτών έχει τη δυνατότητα να προβάλει ενώπιον του ακυρωτικού δικαστή πλημμέλειες κατά την επεξεργασία του πραγματικού της υπόθεσης από το αρμόδιο διοικητικό όργανο. Το ερώτημα είναι αν ο ακυρωτικός δικαστής έχει την εξουσία, κατά την εξέταση των σχετικών λόγων ακυρώσεως, να υποκαθιστά τη Διοίκηση και να απορρίπτει την αίτηση ακυρώσεως όταν διαπιστώνει, κατά τη διερεύνηση του φακέλου της υπόθεσης σε σχέση με τους προβαλλόμενους λόγους, ότι είναι ορθή η εξενεχθείσα κρίση της με άλλη όμως αιτιολογία η οποία μπορεί να μην αποτέλεσε τη βάση των σκέψεων του διοικητικού οργάνου αλλά πάντως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου. Είναι προφανές ότι σε καμία περίπτωση ο ακυρωτικός δικαστής δεν μπορεί να προβαίνει σε πρωτογενή εκτίμηση και αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών και επί τη βάσει συλλογιστικής που διαμορφώνει ο ίδιος, να οδηγείται ακολούθως σε απόρριψη της αιτήσεως καθ’ υποκατάσταση της εκτίμησης και αξιολόγησης του διοικητικού οργάνου. Αυτά τα όρια της εξουσίας του ακυρωτικού δικαστή είναι σύμφυτα με το χαρακτήρα της αιτήσεως ακυρώσεως ως ενδίκου βοηθήματος που εξετάζει αποκλειστικά τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και ασκεί οριακό έλεγχο στις επιλογές της Διοίκησης.»
Αντίστοιχα με τα εδώ επίδικα θέματα απασχόλησαν και τον Πρόεδρο του Διοικητικού Δικαστηρίου στην απόφαση Φουτσιτζής ν Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 1189/2018, ημερ. 15.05.2020, στην οποία η ευπαίδευτη δικηγόρος του αιτητή παρέπεμψε κατά την ακρόαση, απόφαση με την οποία συμφωνώ και υιοθετώ.
Βάσει των ανωτέρω η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.
Υπέρ του αιτητή και εναντίον του καθ’ ου η αίτηση επιδικάζονται έξοδα ύψους €1.800, πλέον ΦΠΑ.
Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.
[1] Εγχειρίδιο Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου, Δεύτερη Έκδοση, Λευκωσία, 2013, σελ 145.
[2] Η αιτιολογία των διοικητικών πράξεων και ο ακυρωτικός δικαστικός έλεγχος, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2012, σελ. 314.
[3] Σελ 339.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο