R.R. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α., Υπόθεση Αρ. 116/2025, 14/3/2025
print
Τίτλος:
R.R. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α., Υπόθεση Αρ. 116/2025, 14/3/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                                 Υπόθεση Αρ. 116/2025 (K) iJustice

                                             

     14 Μαρτίου, 2025

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος και άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμος του 2015 (Ν. 131(I)/2015

 

R.R., από Ινδία

Αιτητής

 

Και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω

1. Υπουργός Εσωτερικών

2. Υφυπουργός Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας

3. Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης

                                                      Καθ' ων η Αίτηση

......... 

 

 

Θεανώ Γεωργίου για Δρ. Χρίστο Π. Χριστοδουλίδη, για Αιτητή

Μαρίνα Φιλίππου, Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για Καθ' ων η αίτηση.

                                               

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Ο Αιτητής είναι υπήκοος Ινδίας και αφίχθηκε στη Δημοκρατία την 18.06.2018 με άδεια φοιτητή, την οποία δεν  ανανέωσε. Στις 27.05.2019 συνελήφθη λόγω παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία όμως στις 28.05.2019 αποφασίστηκε να μην ληφθεί εναντίον του οποιοδήποτε μέτρο καθότι ήταν τότε ανήλικος. Την 06.09.2019 ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία, η οποία απορρίφθηκε στις 05.05.2021. Την 21.07.2022 έγινε επανάνοιγμα του φακέλου του Αιτητή. Στις 12.09.2022 η αίτηση του Αιτητή απορρίφθηκε πρωτοβάθμια. Στις 13.12.2023 καθώς και στις 12.06.2024 καταχώρησε αντίστοιχα αιτήματα για επανάνοιγμα του φακέλου του, τα οποία απορρίφθηκαν ως μεταγενέστερες αιτήσεις. Στις 13.09.2024 απορρίφθηκε η προσφυγή του από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Στις 09.07.2024 το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης έλαβε σχετική επιστολή από δικηγόρο, μέσω της οποίας ο Αιτητής ζήτησε όπως του παραχωρηθεί άδεια ούτως ώστε να αφεθεί ελεύθερος και να παντρευτεί. Σημειώνεται ότι ζητήθηκε το έντυπο διορισμού δικηγόρου, το οποίο δεν προκύπτει να προσκομίστηκε. Προκύπτει περαιτέρω ότι κατά τον χρόνο εκείνο (Ιούλιο 2024), ο Αιτητής είχε συλληφθεί λόγω μη πληρωμής ενταλμάτων προστίμου.

 

 

Στις 16.01.2025 εγκρίθηκε αναστολή εκτέλεσης των ενταλμάτων προστίμου από τον Γενικό Εισαγγελέα και ο Αιτητής αφέθηκε ελεύθερος, όμως την ίδια μέρα επανασυνελήφθη για παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία. Την 16.01.2025, μέσω επιστολής από τον δικηγόρο του Αιτητή προς τον Υφυπουργό Μετανάστευσης και Διεθνής Προστασίας, ο Αιτητής αιτήθηκε όπως εξεταστεί το αίτημα του να τελέσει γάμο με Κύπρια.

 

Την 30.01.2025 ο Αιτητής κηρύχθηκε απαγορευμένος μετανάστης και εναντίον του εκδόθηκε διάταγμα κράτησης και απέλασης, δυνάμει του Άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου. Τις πράξεις αυτές προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή.

 

Με τις αγορεύσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου του ο Αιτητής εγείρει αριθμό λόγων ακύρωσης.

 

Εγείρει καταρχάς ότι οι προσβαλλόμενες λήφθηκαν χωρίς  δέουσα  έρευνα, χωρίς  να  εξετάσουν  τα  αιτήματά  του  τα  οποία  προϋπήρχαν  της  έκδοσης  των προσβαλλομένων  και εκκρεμούσαν από 09.07.2024 και 13.01.2025 ή η σχέση του Αιτητή με την Κύπρια σύντροφό του (εφεξής η «ΚΠ»). Πέραν αυτού, θέτει ότι, δεν υπάρχει οποιοδήποτε έγγραφο στο οποίο να φαίνεται η έρευνα που έχει διεξαχθεί και πως κατέληξαν στις προσβαλλόμενες αποφάσεις παρά μόνο η έκθεση της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (εφεξής «ΥΑ&Μ»),στην οποία γίνεται αναφορά μόνο στις διάφορες διαδικασίες που είχε καταχωρήσει ο Αιτητής εν σχέση με την αίτηση ασύλου του και τίποτε άλλο.

 

Περαιτέρω εγείρεται ότι οι προσβαλλόμενες λήφθηκαν με πλάνη περί τα πράγματα και τον νόμο και υπήρξε παράλειψη άσκησης ή κακή  άσκησης  της  διακριτικής  ευχέρειας  των  καθ’ ων  η  αίτηση  και  των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου. Και στα πλαίσια του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης υποβάλλει ότι δε διερευνήθηκαν οι προσωπικές του συνθήκες και η σχέση του με την ΚΠ. Θέτει ότι, οι  Καθ'  ων  η  αίτηση,  χωρίς  να συνυπολογίσουν το γεγονός ότι ο Αιτητής διαμένει στη Δημοκρατία εδώ και 7 χρόνια όπου τους τελευταίους 12 μήνες συζεί με την ΚΠ και τα 2 παιδιά της με την οποία θα παντρευτεί, πρόβηκαν σε ενέργειες για κήρυξη της παραμονής του ως παράνομη και εξέδωσαν το επίδικο διάταγμα απέλασης, αποκλειστικά λόγω της ισχυριζόμενης παράνομης διαμονής του Αιτητή με αιτιολογία ότι συνέχισε να διαμένει στη Δημοκρατία μετά από ημερομηνία η οποία δεν υπάρχει όσο αφορά την ισχυριζόμενη υποχρέωση του για να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία και χωρίς να εξεταστεί η συγκεκριμένη περίπτωση του Αιτητή με γνώμονα τα δικά της ιδιαίτερα γεγονότα και χαρακτηριστικά.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, ο Αιτητής υποβάλλει ότι η  απόφαση είναι αναιτιολόγητη παράλληλα δε θέτει ότι δεν υπάρχει καταχωρημένη απόφαση, ήτοι πρακτικό απόφασης από το αρμόδιο όργανο, γεγονός που καθιστά  την  απόφαση του  επίσης αναιτιολόγητη.

 

Με τον επόμενο λόγο ακύρωσης, ο Αιτητής υποβάλλει ότι στην περίπτωσή του εφαρμόζεται ο περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμος του 2007 (Ν.7(Ι)/2007), κατ’ αναλογία σύμφωνα με τη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου λόγω της σχέσης του με την ΚΠ. Άνευ βλάβης του εν λόγω ισχυρισμού, θέτει ότι δεν παύει το δικαίωμα του Αιτητή να διαμένει στην Κύπρο ως συμβίος της ΚΠ  να  συναρτάται  με  το  δικαίωμα  προστασίας  της οικογενειακής  ζωής, όπως αυτό μπορεί να συναχθεί από τις αρχές ή άλλους κανόνες του κοινοτικού δικαίου. Αυτή η θέση στηρίζεται στο γεγονός ότι και οι δύο επιθυμούν τον γάμο, το οποίο αποδεικνύεται από τα τεκμήρια που έχουν προσκομιστεί στις επιστολές ημερ. 09.07.2024 και 13.01.2025.

 

Με τον τελευταίο λόγο ακύρωσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή υποβάλλει ότι οι προσβαλλόμενες παραβιάζουν την αρχή της  απαγόρευσης  της  επαναπροώθησης  και  το  βέλτιστο συμφέρων των παιδιών σύμφωνα με το άρθρο 18ΟΖ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ.105 λόγω ότι ο Αιτητής συμβιώνει με ΚΠ και τα 2 ανήλικα παιδιά της, έχει δικαίωμα να κατέχει άδεια παραμονής για να είναι δίπλα στα ανήλικα παιδιά και την ΚΠ.

 

Η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση υπερασπίζεται τη νομιμότητα και το ορθό των ενεργειών της.

 

Εξέτασα το  σύνολο  των ισχυρισμών του Αιτητή έχοντας υπόψη μου το περιεχόμενο του φακέλου της υπόθεσης.

 

Ουσιαστικά πλείστοι λόγοι ακύρωσης περιστρέφονται γύρω από το παράπονο του Αιτητή ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δε διερεύνησαν και έλαβαν υπόψη τα αιτήματά του ημερ. 09.07.2024 και 13.01.2025 και τη σχέση του Αιτητή με την ΚΠ και τα τέκνα της. Με τα εν λόγω αιτήματα, τα οποία πράγματι προϋπήρχαν της έκδοσης των εδώ προσβαλλομένων, ο Αιτητής  υπέβαλε ότι έχει σχέση με την ΚΠ και ότι συζεί μαζί της και τα τέκνα της ζητώντας «άδεια να την παντρευτεί».

 

Θεωρώ ότι τα αιτήματα αυτά, δε νομιμοποιούν την παραμονή του Αιτητή στη Δημοκρατία ούτε τον καθιστούν μέλος της οικογένειας της ΚΠ, ούτε τα τέκνα της τέκνα του. Προκειμένου κάποιος αλλοδαπός τρίτης χώρας να μπορεί να θεωρηθεί ως «μέλος οικογενείας» είτε δυνάμει του Κεφ. 105 είτε δυνάμει του Ν.7(Ι)/2007, πρέπει να πληροί συγκεκριμένες προϋποθέσεις, τις οποίες ο Αιτητής, πέραν της γενικής παραπομπής στο άρθρο 18ΟΖ του Κεφ. 105 και τον Ν. 7(Ι)/2007 δε δικογραφεί. Δε δικογραφεί δηλαδή πόθεν προκύπτει ότι η ύπαρξη σχέσης ή έστω η συμβίωση με την ΚΠ για χρονικό διάστημα που μάλιστα φαίνεται ολιγότερο των αναφερόμενων 12 μηνών[1] πριν την έκδοση των προσβαλλομένων καθιστά υπόχρεους τους Καθ’ ων η αίτηση να λάβουν υπόψη τα βέλτιστα συμφέροντα των τέκνων της ΚΠ ή να θεωρήσουν τον ίδιο μέλος της οικογενείας της ώστε να γίνει αντιληπτή η εισήγηση του ότι τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 18ΟΖ του Κεφ. 105 ή ο Ν. 7(Ι)/2007.

 

Ασφαλώς η παραπομπή σε νομολογία του Ανωτάτου ή Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου δε είναι αρκετή για να εντάξει την περίπτωση του Αιτητή στο πεδίο του εν λόγω άρθρου 18ΟΖ του Κεφ. 105 ή του Ν. 7(Ι)/2007. Και βεβαίως η εν λόγω νομολογία δεν φαίνεται καν να είναι σχετική με την υπό κρίση περίπτωση. Για παράδειγμα, στην απόφαση Shalaeva Svetlana ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 184, στην οποία παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή προκειμένου να εισηγηθεί ότι στην περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής ο Ν. 7(Ι)/2007, η σχέση που συνέδεε την εκεί αιτήτρια με Κύπριο πολίτη ήταν έγγαμη, είχε δηλαδή προηγηθεί γάμος, ο οποίος ίσχυε κατά τον εκεί επίδικο χρόνο[2], και το Δικαστήριο οδηγήθηκε στα συμπεράσματά του. Δεν ήταν περίπτωση σχέσης ή (μη καταχωρημένης σε οποιοδήποτε αρχείο) σχετικά σύντομης συμβίωσης ως η παρούσα. Περαιτέρω βέβαια της εν λόγω απόφασης Shalaeva ακολούθησαν άλλες όπου αμφισβητήθηκε η αυτόματη εφαρμογή του Ν. 7(Ι)/2007 (πάντα σε περιπτώσεις οικογενειών κυπρίων πολιτών) και τελικώς το ζήτημα ξεκαθάρισε ότι δεν εφαρμόζεται ο εν λόγω νόμος αλλά το Κεφ. 105. Όπως ανέφερε ο εντ. Ερωτοκρίτου στην Πρ. Αρ.170/2011 Irina Levacheva ν. Δημοκρατίας ημερ. 15.04.2013:

 

«Ο ακρογωνιαίος λίθος των επιχειρημάτων του δικηγόρου της Αιτήτριας, είναι ότι στην περίπτωση της εφαρμόζονται οι πρόνοιες της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ και ο εναρμονιστικός Νόμος 7(Ι)/2007.  Έχω μελετήσει τις εισηγήσεις που έγιναν από πλευράς Αιτήτριας, αλλά δεν συμφωνώ.

 

Μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η πιο πάνω Οδηγία ενσωματώθηκε για πρώτη φορά στην κυπριακή νομοθεσία με το Νόμο 92(Ι)/2003.  Κατά την εφαρμογή του, υπήρξε νομολογία πρωτόδικων δικαστών, ότι ο Νόμος 92(Ι)/2003 εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις μελών οικογενειών πολιτών της Δημοκρατίας (βλ. Saiedi v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1241/06, ημερ. 28.7.2006 (Νικολαΐδης, Δ.), Shalaeva v. Δημοκρατίας κ.α., Υπόθ. Αρ. 824/05, ημερ. 7.4.2008 (Νικολαΐδης, Δ.) και απόφαση πλειοψηφίας στην Shalaeva v. Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 184).  Όμως υπήρξε και αντίθετη νομολογία (βλ. Tekin v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 290/06, ημερ. 27.7.2007 (Κωνσταντινίδης, Δ.)).  Παρά την ύπαρξη της πιο πάνω απόφασης της Ολομέλειας (βλ. Shalaeva v. Δημοκρατίας, ανωτέρω), στη συνέχεια η Ολομέλεια εξέφρασε αμφιβολίες κατά πόσον ο Νόμος 92(Ι)/2003 όντως μπορούσε να εφαρμοστεί στα μέλη οικογενειών πολιτών της Δημοκρατίας (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ 598).  Το θέμα δεν χρειάζεται να με απασχολήσει περαιτέρω, αφού ο Νόμος 92(Ι)/2003 καταργήθηκε και θεσπίστηκε νέος εναρμονιστικός Νόμος, ο Ν. 7(Ι)/2007.  Μια από τις ουσιαστικές διαφορές του από τον προηγούμενο Νόμο, ήταν ότι στο άρθρο 2 εισήχθη ο εξής ορισμός, ο οποίος δεν υπήρχε στον προηγούμενο Νόμο:-

 

«"πολίτης της Ένωσης" σημαίνει κάθε πρόσωπο που έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άλλου από τη Δημοκρατία, κατά τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 17 της Συνθήκης, καθώς και κάθε πρόσωπο που έχει την ιθαγένεια κράτους συμβαλλόμενου μέρους του Ε.Ο.Χ·».

 

Το άρθρο 4 το οποίο προδιαγράφει για το πεδίο εφαρμογής του Νόμου, προβλέπει ότι:-

 

«4(1) Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται σε κάθε πολίτη της Ένωσης, ο οποίος αφίκνειται ή διαμένει στη Δημοκρατία καθώς και στα μέλη της οικογένειάς του, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, που τον συνοδεύουν κατά τη μετάβασή του στη Δημοκρατία ή που αφίκνεινται στη Δημοκρατία για να τον συναντήσουν.»

 

Από τη συνδυασμένη ανάγνωση των πιο πάνω προνοιών του Νόμου, προκύπτει ότι τα δικαιώματα που διασφαλίζονται από το Νόμο 7(Ι)/2007 και κατ' επέκταση και της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωση της Αιτήτριας, η οποία είναι σύζυγος πολίτη της Δημοκρατίας, ο οποίος εξαιρείται από τον ορισμό του «πολίτη της Ένωσης».

 

Η θέση αυτή επιβεβαιώθηκε και από τον Νικολαΐδη, Δ. (ο οποίος προηγουμένως είχε διαφορετική άποψη) στην υπόθεση Majed v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1099/09, ημερ. 7.2.2011.  Επί του θέματος υπάρχει και νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως έχει μετονομαστεί.  Σχετική είναι η υπόθεση Blaise Baheten Metock κ.α. ν. Minister for Justice, Equality and Law Reform, C-127/08, ημερ. 25.7.2008, σύμφωνα με την οποία το δικαίωμα που διασφαλίζει το άρθρο 3 της Οδηγίας ισχύει για όλους τους πολίτες της Ένωσης, οι οποίοι μεταβαίνουν ή διαμένουν σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του οποίου είναι υπήκοοι, καθώς και στα μέλη των οικογενειών τους που τους συνοδεύουν ή πηγαίνουν για να τους συναντήσουν (βλ. επίσης Secretary of State for the Home Department v. Hacene Akrich, C-109/01, ημερ. 23.9.2003).

 

Είναι φανερό από τα πιο πάνω, ότι καμιά πλάνη δεν διαπιστώνεται στην εφαρμογή του Κεφ. 105 αντί του Νόμου 7(Ι)/2007 και της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, όπως εισηγείται ο κ. Χρίστου».

 

Ακόμα βέβαια περισσότερο δεν μπορεί, στην παρούσα, να εγείρεται ζήτημα εφαρμογής ή παράβασης του Ν. 7(Ι)/2007, δεδομένου ότι ο Αιτητής δε δικογραφεί καν βάσει ποιας συγκεκριμένης πρόνοιας του νόμου αυτού έλκει τα ισχυριζόμενα δικαιώματα του ώστε να γίνει αντιληπτή η θέση του παρά μόνο κάνει γενική αναφορά ότι εφαρμόζεται στην περίπτωσή του.

 

Από την άλλη μεριά, δεν παραπέμπομαι σε οποιαδήποτε πρόνοια ούτε του Κεφ. 105, που να προκύπτει ότι η πιο πάνω σχέση του Αιτητή με την ΚΠ μπορεί να ενταχθεί στις περιπτώσεις που η διοίκηση λαμβάνει υπόψη την οικογενειακή ζωή και το βέλτιστο συμφέρον των τέκνων σύμφωνα με το άρθρο 18ΟΖ, άρθρο που εμπίπτει εντός των άρθρων 18ΟΔ μέχρι 18ΠΘ τα οποία εφαρμόζονται στους παρανόμως παραμένοντες υπηκόους τρίτης χώρας στο έδαφος της Δημοκρατίας. Στο σημείο αυτό σημειώνω ότι, το Κεφ. 105 περιλαμβάνει περιπτώσεις όπου εξηγείται ρητώς ποιοι θεωρούνται ως «μέλη οικογένειας» ενός αλλοδαπού τρίτης χώρας. Ένα παράδειγμα είναι οι περιπτώσεις που εμπίπτουν στα άρθρα 18ΚΙ μέχρι 18ΛΗ (προφανώς τα άρθρα αυτά δεν αφορούν τον Αιτητή, ούτε άλλωστε τα  επικαλείται) όπου το άρθρο 18Λ ρητώς προβλέπει για ποια μέλη οικογένειας εφαρμόζεται και από εκεί απουσιάζει σχέση ως η υπό κρίση. Ο Αιτητής λοιπόν δεν επικαλείται οποιαδήποτε νομοθετική πρόνοια του Κεφ. 105 ή νομολογία βάσει της οποίας δίδεται ερμηνεία ότι μια σχέση, ως η υπό κρίση, εμπίπτει στην έννοια των παραγράφων (α) και (β) του άρθρου 18ΟΖ του Κεφ. 105. Σε κάθε περίπτωση, από όσα μου υπεβλήθησαν, δε θεωρώ ότι η περίπτωση εντάσσεται στην έννοια αυτή, δε βλέπω δε σε ποια βάση έπρεπε η σχέση του Αιτητή να είχε διερευνηθεί περαιτέρω από τους Καθ΄ων η αίτηση ώστε να τίθεται θέμα πλημμέλειας έρευνας, αιτιολογίας και πλάνης, πόσο δε μάλλον παράβασης του Κεφ. 105 ή του Ν. 7(Ι)/2007.

 

Παράλληλα, ο συναφής ισχυρισμός του Αιτητή ότι το δικαίωμα του να διαμένει στην Κύπρο ως συμβίος της ΚΠ συναρτάται  με  το  δικαίωμα  προστασίας  της οικογενειακής  ζωής, όπως «αυτό μπορεί να συναχθεί από τις αρχές ή άλλους κανόνες του κοινοτικού δικαίου» θεωρώ ότι είναι επίσης αίολος και δεν είναι δυνατόν, χωρίς συγκεκριμένη παραπομπή σε νομοθετική πρόνοια να τύχει δέουσας εξέτασης και άρα απορριπτέος.

 

Απορριπτέος, περαιτέρω, είναι και ο ισχυρισμός ότι δεν υπάρχει καταχωρημένη απόφαση, ήτοι πρακτικό απόφασης από το αρμόδιο όργανο, γεγονός που καθιστά  την  απόφαση και επί τούτου αναιτιολόγητη. Ο ίδιος ο Αιτητής επεσύναψε ως Παράρτημα Α στην προσφυγή του τις επίδικες αποφάσεις, στις οποίες εκτίθεται ως αιτιολογία έκδοσής τους η παράνομη παραμονή του στη Δημοκρατία ως άλλωστε αναφέρεται και στο έγγραφο της ΥΑ&Μ Παράρτημα 5 στην ένσταση, το οποίο καταγράφει το μεταναστευτικό ιστορικό του Αιτητή και το γεγονός της παράνομης παραμονής του, που αποτέλεσε άλλωστε και έρεισμα των προσβαλλόμενων. Συνεπώς σαφώς και υπάρχουν καταχωρημένες αποφάσεις, οι οποίες περιέχουν την αιτιολογία για την κήρυξη του Αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη και την έκδοση των σχετικών διαταγμάτων.

 

Δε συμφωνώ όμως ούτε με τα όσα ο Αιτητής ισχυρίζεται με έρεισμα τη θεώρηση του ότι η διοίκηση έλαβε υπόψη και κατέγραψε επί πρακτικού εσφαλμένες ημερομηνίες παράνομης παραμονής του. Είναι εμφανές και δεδομένο από τον διοικητικό φάκελο και τη διοικητική ενέργεια ότι είχε ήδη απορριφθεί η αίτηση διεθνούς προστασίας και οι μεταγενέστερες αιτήσεις του Αιτητή, ενώ η περίπτωση έτυχε (και τελεσίδικου πλέον) ελέγχου και από το αρμόδιο ΔΔΔΠ, και όλα αυτά προηγήθηκαν της έκδοσης των προσβαλλομένων. Ως ανέφερα και στην πρόσφατη απόφαση στην Πρ. Αρ. 1466/2024 Z.B.T. v. Υφυπουργός Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας & Διευθύντριά του Τμήματος Μετανάστευσης ημερ. 20.12.2024, τα οποία υιοθετώ και για τους σκοπούς της παρούσας:

 

«Σημειώνω εδώ παρενθετικά ότι ακόμα κι αν η διοίκηση εσφαλμένα κατέγραφε επί του διατάγματος απέλασης ή επί της εισήγησης της Υ&ΑΜ τον χρόνο παράνομης παραμονής στην Δημοκρατία και ανεξάρτητα από το εάν νομικά θεωρείται ή όχι ως χρόνος παράνομης παραμονής ο χρόνος εκκρεμότητας  της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή, και πάλι είναι γεγονός ότι τουλάχιστον στην περίπτωση του Αιτητή, η παραμονή του ήταν σίγουρα παράνομη κατά τον χρόνο έκδοσης των εδώ προσβαλλομένων, συνεπώς ορθώς, όταν εξεδόθησαν, εξεδόθησαν οι προσβαλλόμενες λόγω αυτής.

 

Ως άλλωστε ανέφερα στην Υπ. Αρ. 1327/2023 M S M ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α. ημερ. 21.11.2023 με παραπομπή στην Οδηγία (άρθρα 6 και 8) και την απόφαση C-38/14 Samir Zaizoune (σκ. 31-34), η διακριτική ευχέρεια οι Καθ΄ ων η αίτηση να μην απελάσουν έναν απαγορευμένο μετανάστη λόγω παράνομης παραμονής, είναι περιορισμένη σε συγκεκριμένες εξαιρέσεις συνεπώς, εφόσον ο Αιτητής δεν εμπίπτει σε αυτές, το κράτος πρέπει πλέον υποχρεωτικά και όχι κατά διακριτική ευχέρεια να τον απελάσει το συντομότερο δυνατό (βλ. απόφαση C-430/11 Sagor ημερ. 06.12.2012 σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ως εκ τούτου η διάρκεια της παράνομης παραμονής δεν ασκεί στην παρούσα περίπτωση, επιρροή εν πάση περιπτώσει ουσιαστική, στις δυνατότητες της διοίκησης.

 

Υπό αυτό πλέγμα γεγονότων ως δεδομένο, δεν έσφαλαν σε οτιδήποτε ουσιαστικό οι Καθ΄ ων η αίτηση αλλά αντιθέτως έχοντας ενώπιόν τους μια περίπτωση παρανόμως παραμένοντος προσώπου, ορθώς και σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κεφ. 105 αλλά και όσα η Οδηγία τάσσει προς την υποχρέωση των κρατών μελών για άμεση απομάκρυνση των παρανόμως διαμενόντων αλλοδαπών, εξέδωσαν τις προσβαλλόμενες».

 

Ως εκ των ανωτέρω, πέραν της μη διαπίστωσης λόγου ακύρωσης ως προς την έρευνα, αιτιολογία και πρακτικό, δεν μπορεί να γίνεται στην υπό κρίση περίπτωση, λόγος παράλειψη άσκησης ή κακή  άσκησης  της  διακριτικής  ευχέρειας  και  των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, επιχειρήματα που σε κάθε περίπτωση δεν αναπτύσσονται με υπαγωγή σε συγκεκριμένα γεγονότα ή συμπεριφορές των Καθ΄ων η αίτηση πλην του ισχυρισμού περί πλημμελούς καταγραφής των ημερομηνιών ή μη λήψης υπόψη της σχέσης του με την ΚΠ, που όμως, ως ανέφερα ήδη, δεν μπορούν να πλήξουν τη νομιμότητα των προσβαλλομένων πράξεων.

 

Καταλήγοντας δε συμφωνώ ούτε ότι στην παρούσα περίπτωση παραβιάζεται η αρχή της μη επαναπροώθησης.    Η αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία απορρίφθηκε όπως απορρίφθηκαν και οι επόμενες δύο αιτήσεις επανανοίγματός αλλά και η προσφυγή του στο ΔΔΔΠ. Ο Αιτητής, στην υπό κρίση υπόθεση δεν έχει οποιαδήποτε ιδιότητα, ώστε να τυγχάνει εφαρμογής η αρχή της μη επαναπροώθησης.

 

Σε κάθε περίπτωση αν και ενδεχόμενα εκ του περισσού, δεδομένων όσων ανέφερα ήδη ως προς την έκβαση των αιτημάτων του Αιτητή για διεθνή προστασία, εν πάση περιπτώσει συμφωνώ με τη θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου των Καθ’ ων η αίτηση ότι η Ινδία από όπου ο Αιτητής κατάγεται, ανήκει στην ομάδα χωρών που με τα εκάστοτε Διατάγματα δυνάμει του άρθρου 12Βτρις των περί Προσφύγων Νόμων (ΚΔΠ 225/2021, Κ.Δ.Π. 202/2022, Κ.Δ.Π. 166/2023 και Κ.Δ.Π. 191/2024), έχουν χαρακτηριστεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας, εφόσον βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, στις οριζόμενες χώρες γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Ουδείς λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και οι προσβαλλόμενες επικυρώνονται με €1.500 έξοδα υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ

 



[1] Στα έγγραφα ημερομηνίας 08.01.2025 (μέρος Παραρτήματος Γ σε αίτηση ακυρώσεως), αναφέρεται ότι  η συμβίωση ξεκίνησε τον Φεβρουάριο 2024, ενώ ο Αιτητής τελούσε υπό κράτηση από τον Ιούλιο 2024.

[2] Το Δικαστήριο είχε συγκεκριμένα αναφέρει:

 

«Γιατί δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η εφεσείουσα παραμένει ακόμα παντρεμένη με το σύζυγό της, μέχρι την τελεσίδικη έκδοση διαζυγίου».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο