
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 1287/2020)
21 Μαρτίου 2025
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
A. B.
Αιτητής
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
Καθ’ ων η Αίτηση
Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για Νικολέττα Χαραλαμπίδου Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή
Ν. Νικολάου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο αιτητής, υπήκοος Γκάνας, προσβάλλει ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος, την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, που περιέχεται σε σχετική επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα»), ημερομηνίας 20.10.2020 και σύμφωνα με την οποία απερρίφθη το αίτημά του για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δι’ εγγραφής.
Ο αιτητής, γεννηθείς κατά το έτος 1963, αφίχθηκε για πρώτη φορά, νόμιμα, στην Κυπριακή Δημοκρατία, στις 11.10.2004, για σκοπούς φοίτησης και του παρασχέθηκε σχετική άδεια εισόδου. Έκτοτε, το Τμήμα ανανέωνε τις σχετικές, μη διαδοχικές, άδειες προσωρινής παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία, αρχικά για σκοπούς φοίτησης και ακολούθως για σκοπούς εργασίας, με την τελευταία εξ’ αυτών να έχει ισχύ μέχρι και τις 3.10.2008.
Κατά τις 16.7.2007, ο αιτητής υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου, αίτημα για παραχώρηση σε αυτόν του καθεστώτος διεθνούς προστασίας και στις 6.3.2009, τού χορηγήθηκε από το Τμήμα άδεια παραμονής και εργασίας στη Δημοκρατία ως αιτητή ασύλου.
Ακολούθως, στις 9.3.2009, ο αιτητής τέλεσε στο Δημαρχείο της κατεχόμενης Λύσης πολιτικό γάμο με Κύπρια υπήκοο και στις 27.4.2009, αυτός απέσυρε την προσφυγή του ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου που εν τω μεταξύ είχε απορρίψει την αίτηση του αιτητή για χορήγηση ασύλου.
Στις 30.8.2012, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δι’ εγγραφής.
Εκκρεμούσης της εξέτασης της αίτησης, ο αιτητής συνέχισε να διαμένει και να εργάζεται στη Δημοκρατία βάσει σχετικών, μη διαδοχικών, αδειών παραμονής, εκδοθεισών υπό του Τμήματος, με την τελευταία εξ’ αυτών να έχει ισχύ μέχρι και τις 28.6.2021.
Στις 5.2.2018, το Τμήμα ενημερώθηκε γραπτώς από την Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ) Λευκωσίας σχετικά με την εξακρίβωση της γνησιότητας του γάμου του αιτητή με την προαναφερθείσα σύζυγό του. Σύμφωνα με την σχετική έκθεση της ΥΑΜ, δεν επιβεβαιωνόταν η αρμονική συμβίωση του ζεύγους.
Τελικά, ο γάμος του αιτητή με την προαναφερθείσα Κύπρια υπήκοο, λύθηκε με απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 19.6.2018.
Με απόφασή του που περιέχεται σε επιστολή προς τον αιτητή ημερομηνίας 20.10.2020, το Τμήμα απέρριψε την αίτηση του αιτητή στη βάση του άρθρου 110(2)(α) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου (Ν.141(Ι)/2002), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), καθότι, ως αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή, ο αιτητής είναι διαζευγμένος από τις 19.6.2018 και, επιπρόσθετα, είχε παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία, βάσει της δεύτερης επιφύλαξης του άρθρου 110(2) του Νόμου.
Κατά της πιο πάνω, απορριπτικής, απόφασης, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή, στις 31.12.2020.
Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή προωθεί εν πρώτοις τον ισχυρισμό ότι οι καθ’ ων η αίτηση, υπό καθεστώς νομικής και πραγματικής πλάνης, εφάρμοσαν, κατά την εξέταση της περίπτωσης του αιτητή, κριτήρια εξωγενή και/ή άσχετα προς το Νόμο και/ή το οικείο δίκαιο.
Περαιτέρω, και σε άμεση συνάρτηση με τον ισχυρισμό περί παραβίασης της αρχής της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε μετά το πέρας του εύλογου χρόνου, μετά από αδικαιολόγητη και/ή παρατεταμένη καθυστέρηση και χωρίς να ληφθεί υπόψη το ορθό, ισχύον κατά τον ουσιώδη χρόνο, πραγματικό και νομικό υπόβαθρο σε σχέση με τις περιστάσεις του αιτητή.
Έτερος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης που προωθείται, έγκειται στον ισχυρισμό περί έλλειψης επαρκούς και/ή της δέουσας αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, ενώ εγείρονται και ισχυρισμοί περί κακής και/ή κακόπιστης ενάσκησης της διακριτικής ευχέρειας των καθ’ ων η αίτηση, παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου, καθώς και των άρθρων 8 και 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.).
Από την πλευρά τους, οι καθ’ ων η αίτηση, αντικρούοντας τα πιο πάνω, προβάλλουν ότι, σε κάθε περίπτωση, η Διοίκηση, κατά την εξέταση της αίτησης του αιτητή, ενήργησε καλόπιστα, η δε επίδικη απόφαση λήφθηκε εντός ευλόγου, υπό τις περιστάσεις, χρόνου, από το αρμόδιο προς τούτο όργανο, κατ’ ορθήν ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας των καθ’ ων η αίτηση και σύμφωνα με τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας, είναι δε αυτή δεόντως αιτιολογημένη και ουδεμία πλάνη έχει εμφιλοχωρήσει, ούτε και υπήρξε οποιαδήποτε παραβίαση των αρχών του Διοικητικού Δικαίου.
Τονίζουν οι καθ’ ων η αίτηση ότι το ζήτημα της παραχώρησης της Κυπριακής υπηκοότητας σε αλλοδαπό, εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Υπουργού Εσωτερικών, ως έκφανση της άσκησης την κρατικής κυριαρχίας της Δημοκρατίας, ο δε Νόμος παρέχει στον Υπουργό τη διακριτική εξουσία να αποδεχθεί ένα τέτοιο αίτημα, αλλά δεν παρέχει στον αλλοδαπό δικαίωμα απόκτησης της Κυπριακής υπηκοότητας. Τέτοια δε εξουσία ασκείται νόμιμα από τη Διοίκηση, εφόσον ασκείται καλόπιστα. Στην υπό εξέταση περίπτωση, σύμφωνα με την ευπαίδευτη συνήγορο της Δημοκρατίας, οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν καλόπιστα και, καθόλα ορθά και, εν πάση περιπτώσει, εύλογα κατέληξαν στην απόρριψη της αίτησης του αιτητή, στηριζόμενοι στο σύνολο των στοιχείων που είχαν ενώπιον τους, τα οποία και αξιολογήθηκαν δεόντως.
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.
Σύμφωνα με την προαναφερθείσα επιστολή ημερομηνίας 20.10.2020, όπου και περιέχεται η επίδικη απόφαση, η εν λόγω απόφαση λήφθηκε δυνάμει της δεύτερης επιφύλαξης του άρθρου 110(2) του Νόμου. Σύμφωνα με το άρθρο 110(2), στο βαθμό που εδώ ενδιαφέρει, -
«(2) Τηρουµένων των διατάξεων του εδαφίου (4), ο Υπουργός µπορεί, όταν υποβληθεί αίτηση κατά τον καθορισµένο τρόπο και δοθεί διαβεβαίωση πίστεως στη Δηµοκρατία στον τύπο ο οποίος καθορίζεται στο Δεύτερο Πίνακα, να µεριµνήσει για την εγγραφή ως πολίτη της Δηµοκρατίας, οιουδήποτε προσώπου, που είναι ενήλικο και πλήρους ικανότητας πρόσωπο και που ικανοποιεί τον Υπουργό ότι-
(α) Είναι ο/η σύζυγος ή ο χήρος ή η χήρα πολίτη της Δηµοκρατίας ή, ήταν ο/η σύζυγος προσώπου το οποίο, αν δεν είχε αποβιώσει, θα είχε καταστεί ή θα είχε δικαίωµα να καταστεί πολίτης της Δηµοκρατίας·
(β) διαµένει µε το/τη σύζυγο του στην Κύπρο για χρονικό διάστηµα όχι µικρότερο των τριών χρόνων·
[...]
Νοείται περαιτέρω ότι οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου δεν εφαρµόζονται στις περιπτώσεις που ο αλλοδαπός εισέρχεται ή παραµένει παράνοµα στη Δημοκρατία:
Νοείται έτι περαιτέρω ότι, ο Υπουργός δύναται να εξαιρέσει από την εφαρμογή των διατάξεων της πιο πάνω επιφύλαξης αλλοδαπό/ή σύζυγο Κύπριου πολίτη που παρέµενε παράνοµα στις ελεγχόµενες από τη Δηµοκρατία περιοχές:».
Επισημαίνεται εν πρώτοις ότι, από την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 110(2), είναι ξεκάθαρο ότι ο Νόμος παρέχει στον Υπουργό τη διακριτική εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δι’ εγγραφής. Αυτό, βεβαίως, σε πλήρη συμβατότητα με την πάγια και διαχρονική νομολογία επί του θέματος, η οποία πλειστάκις επιβεβαιώθηκε σε επίπεδο Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφορικά με την ευρεία διακριτική ευχέρεια της Δημοκρατίας να επιλέγει τους πολίτες της. Αναφορά μπορεί να γίνει στην ISSA E.E.ALYATIM ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 33/11, ημερ. 25.10.2016 και στην Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66, όπου τονίστηκε ότι, το δικαίωμα αλλοδαπού να αποταθεί για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας, δεν συνεπάγεται και απόλυτο δικαίωμα απόκτησης της υπηκοότητας και ότι, εφόσον η διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης ασκείται καλόπιστα, το Δικαστήριο δεν δύναται να αμφισβητήσει περαιτέρω την απόφαση. Κατά τα λοιπά, η κάθε υπόθεση εξετάζεται επί των γεγονότων της. Όπως χαρακτηριστικά τονίστηκε στην Reyes v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 181/12, ημερ. 24.10.2018, με αναφορά και στην Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307, εφόσον τηρείται η αρχή της καλής πίστης, η κρίση της Δημοκρατίας να επιλέξει τα άτομα στα οποία θα παράσχει την υπηκοότητά της, αναγνωρίζεται κατά τα άλλα ως απόλυτη, το δε τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας παραμένει έγκυρο, μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224).
Συνεπώς, αυτό που θα πρέπει να εξεταστεί εν προκειμένω, είναι το κατά πόσον στην υπό κρίση περίπτωση, οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν καλόπιστα. Το ζήτημα της καλόπιστης δράσης της Διοίκησης στην υπό κρίση περίπτωση, συνδέεται, σύμφωνα και με τη σχετική επιχειρηματολογία της συνηγόρου του αιτητή, με το ζήτημα της έκδοσης της επίδικης απόφασης εντός ευλόγου χρόνου. Σε περιπτώσεις διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης, δεν υπάρχει οφειλόμενη ενέργεια προς έκδοση θετικής απόφασης, π.χ. υποχρέωση για εγγραφή ενός αιτητή ως πολίτη της Δημοκρατίας, όπως είναι εδώ η περίπτωση. Σε αυτές όμως τις περιπτώσεις, η Διοίκηση οφείλει να ασκήσει τις αρμοδιότητές της εντός ευλόγου χρόνου, εκδίδοντας απόφαση, είτε θετική είτε αρνητική. Στην απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην ΚΟΣΑΡΕΒΑ ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1453/2015, ημερ. 7.6.2016, λέχθηκαν τα ακόλουθα επί παρομοίου θέματος, τα οποία τυγχάνουν εφαρμογής και εν προκειμένω (προστέθηκε η υπογράμμιση):
«Ως εκ των ανωτέρω, η επίδικη στην προσφυγή αίτηση, που υποβλήθηκε από την αιτήτρια για πολιτογράφησή της ως Κύπριας, δεν εμπίπτει στην εμβέλεια του άρθρου 29 του Συντάγματος, ούτε βεβαίως του άρθρου 36 του Νόμου 158(Ι)/99. Η διοίκηση έχει διακριτική ευχέρεια να εκδώσει θετική ή αρνητική απόφαση στην αίτηση αυτή και η υποχρέωσή της, ως μόνη οφειλόμενη ενέργεια (για την οποία δυνατόν να σημειωθεί παράλειψη), είναι, πρώτον να ασκήσει αυτή την αρμοδιότητα και δεύτερον να την ασκήσει εντός εύλογου χρόνου. Σχετικά είναι τα άρθρα 8-11 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(Ι)/1999). Ειδικότερα για το θέμα του εύλογου χρόνου, μέσα στον οποίο η διοίκηση οφείλει να ασκεί τις αρμοδιότητές της, σχετικό είναι το άρθρο 10 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(Ι)/1999), στο οποίο επίσης εύστοχα αναφέρθηκε η ευπαίδευτη Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, σύμφωνα με το οποίο το διοικητικό όργανο πρέπει να ασκεί την αρμοδιότητά του μέσα σε εύλογο χρόνο. Το εύλογο δε του χρόνου αυτού κρίνεται πάντοτε από τις εκάστοτε περιστάσεις, (σύμφωνα με το άρθρο 10, «εξαρτάται από τις εκάστοτε ειδικές συνθήκες»).».
Επομένως, αυτό που θα πρέπει να εξεταστεί, είναι το ζήτημα του χρόνου που μεσολάβησε από την υποβολή του αιτήματος του αιτητή (30.8.2012), μέχρι την 20.10.2020, όταν και εκδόθηκε η επίδικη απορριπτική απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, σε συνάρτηση με την υποχρέωση της Διοίκησης να ασκεί τις αρμοδιότητές της εντός ευλόγου χρόνου. Το ουσιώδες και καθοριστικό ερώτημα είναι κατά πόσον έχει παρέλθει ο εύλογος χρόνος, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης, για την εξέταση της αίτησης του αιτητή (Mehmet Maher Cemal Eddin v. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 97/2019, ημερ. 14.11.2023).
Από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης (βλ. και παράρτημα 9 στο δικόγραφο της ένστασης), προκύπτει ότι η πρώτη φορά που οι καθ’ ων η αίτηση ασχολήθηκαν με την εξέταση της αίτησης του αιτητή ήταν κατά το έτος 2018, όταν και διενεργήθηκε έλεγχος από την ΥΑΜ αναφορικά με την εξακρίβωση της γνησιότητας του γάμου του αιτητή με την Κύπρια υπήκοο. Όπως δε προκύπτει από την σχετική έκθεση της ΥΑΜ, ημερομηνίας 5.2.2018, γινόταν εισήγηση προς τον Διοικητή της ΥΑΜ για απόρριψη της αίτησης του αιτητή για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δι’ εγγραφής, για τους λόγους που εκεί εκτίθενται. Ωστόσο, κρίνω ότι το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα των περίπου πέντε και μισό (5 ½) χρόνων (από 30.8.2012 όταν και υποβλήθηκε η αίτηση) για την έναρξη της εξέτασης της αίτησης του αιτητή, δεν δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις. Ούτε και αποκαλύπτεται από τον διοικητικό φάκελο οποιαδήποτε άλλη προγενέστερη ενέργεια, έστω εσωτερικής φύσης ή οποιαδήποτε ενασχόληση των καθ' ων η αίτηση με την εξέταση της αίτησης του αιτητή, πριν από το έτος 2018. Συνεπώς, το συμπέρασμα που αναδύεται από το ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρικό υλικό, το οποίο είναι ο διοικητικός φάκελος της υπόθεσης, είναι ότι οι καθ’ ων η αίτηση παρέμειναν, αδικαιολόγητα και ανεπίτρεπτα, εντελώς άπρακτοι ως προς την εξέταση της αίτησης για χρονικό διάστημα περίπου 5 ½ χρόνων. Η δε αναφορά στη γραπτή αγόρευση των καθ’ ων η αίτηση σε σοβαρά και σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει το Τμήμα αναφορικά με τη διαχείριση και διεκπεραίωση αιτήσεων ως η υπό αναφορά, ένεκα κυρίως της συσσώρευσης μεγάλου αριθμού τέτοιων αιτήσεων κατά τα τελευταία χρόνια, δεν μπορεί να αναιρέσει τη διαπίστωση ότι, πράγματι, όσον αφορά την υπό κρίση περίπτωση, παρήλθε ο εύλογος χρόνος για την εξέταση της αίτησης του αιτητή, πόσω δε μάλλον για την απάντηση στην εν λόγω αίτηση, η οποία δόθηκε περίπου οκτώ (8) χρόνια μετά. Συναφώς, θα πρέπει να υπομνησθεί στο σημείο αυτό ότι η διάλυση του γάμου του αιτητή επήλθε κατά το έτος 2018 (19.6.2018) και αυτό ακολούθως αποτέλεσε τον κύριο λόγο απόρριψης της αίτησής του, η οποία, κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα εξακολουθούσε να εκκρεμεί. Συνεπώς, ουδόλως μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να ήταν διαφορετική η κατάληξη της εν λόγω αίτησης, εάν η εξέταση και ολοκλήρωση αυτής λάμβανε χώρα εντός ευλόγου χρόνου και, συνακόλουθα, πριν από την παρέλευση των σχεδόν έξι (6) χρόνων που είχαν μεσολαβήσει από την υποβολή της μέχρι και τις 19.6.2018, όταν και διαλύθηκε ο γάμος του αιτητή. Μάλιστα δε, η τελική, επίδικη, απόφαση επί της εν λόγω αιτήσεως δόθηκε δυο και πλέον χρόνια αργότερα, στις 20.10.2020.
Επιπρόσθετα, σε σχέση με τις αναφορές και την επίκληση διάφορων παραγόντων που γίνονται στη γραπτή αγόρευση των καθ' ων η αίτηση και τα οποία, κατά τη συνήγορο των καθ' ων η αίτηση, δικαιολογούν, ως εύλογο, τον διαρρεύσαντα χρόνο για λήψη απόφασης σε σχέση με την αίτηση του αιτητή, δέον όπως υπομνησθεί ότι η γραπτή αγόρευση και οι εκεί αναφορές στα όποια γεγονότα, «δεν συνιστούν per se τεκμηρίωση αυτών» (Mehmet Maher, ανωτέρω), αλλά ισχυρισμούς, οι οποίοι οφείλουν να αντανακλούν το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, από το οποίο και πρέπει να αποδεικνύονται. Κατά τη νομολογία, ο διοικητικός φάκελος αποτελεί τον μοναδικό οδηγό ως προς την ύπαρξη δεδομένων και γεγονότων (Στέλιος Νεοφύτου κ.α. ν. Υπουργός Άμυνας κ.α. Ε.Δ.Δ. 60/20, ημερ. 12.3.2025, Δημοκρατία ν. Δ. Αυλωνίτης και Υιοί Λτδ (2000) 3 Α.Α.Δ. 137).
Στο άρθρο 10 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), προβλέπεται ότι,-
«Το διοικητικό όργανο πρέπει να ασκεί την αρμοδιότητά του μέσα σε εύλογο χρόνο, ώστε η απόφασή του να είναι επίκαιρη σε σχέση με τα πραγματικά ή νομικά γεγονότα στα οποία αναφέρεται. Ο καθορισμός του εύλογου χρόνου εξαρτάται από τις εκάστοτε ειδικές συνθήκες.».
Σε πλήρη συμβατότητα με το νόμο και η ημεδαπή νομολογία. Στην Δημοτική Επιτροπή Αγ. Δομετίου ν. Χριστοφόρου κ.α. (1994) 3 Α.Α.Δ., 434, λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:
«Ο Νόμος δεν καθορίζει χρονικό διάστημα εντός του οποίου η Αρχή πρέπει να εξετάσει την αίτηση, να ικανοποιηθεί και να εκδώσει την απόφασή της. Ο νομοθέτης επιβάλλει στην Αρχή υποχρέωση να εξετάσει την αίτηση και, αν ικανοποιηθεί ότι η προβλεπόμενη εργασία ή οποιοδήποτε άλλο ζήτημα σχετικό με την άδεια που ζητείται είναι σύμφωνο με τις διατάξεις του Νόμου και των Κανονισμών, να εκδώσει την άδεια.
Η ενέργεια πρέπει να λαμβάνεται σε εύλογο χρόνο. Ο εύλογος χρόνος εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έκταση της οικοδομής, η έκταση της αναγκαίας έρευνας, οι Αρχές οι οποίες είναι αναγκαίο να ερευνήσουν, είναι μερικά από τα στοιχεία τα οποία λαμβάνονται υπόψη. Το κριτήριο του ευλόγου χρόνου είναι αντικειμενικό. Ο τελικός κριτής τούτου είναι το Δικαστήριο.».
Παρομοίως, στην Αλέξης Τρύφωνος ν. Δημοκρατίας, (2003) 4 Α.Α.Δ. 1154, επισημάνθηκε από το Δικαστήριο ότι η εξέταση αίτησης πρέπει να διενεργείται και η απόφαση της αρμόδιας αρχής πρέπει να λαμβάνεται εντός ευλόγου χρόνου, ο οποίος εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Εν πάση περιπτώσει, τόνισε περαιτέρω το Δικαστήριο, η Διοίκηση έχει υποχρέωση να ενεργεί το συντομότερο δυνατό, μέσα στα πλαίσια της χρηστής διοίκησης.
Εν προκειμένω, υπό το φως των πιο πάνω νομολογιακών κατευθυντήριων και έχοντας εξετάσει όλα τα ενώπιον μου στοιχεία, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η καθυστέρηση των καθ' ων η αίτηση να εξετάσουν και, εν τέλει, να απαντήσουν στο αίτημα του αιτητή οκτώ (8) περίπου χρόνια μετά, δεν δικαιολογείται.
Δεν παραγνωρίζω και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι το ζήτημα της παραχώρησης της Κυπριακής υπηκοότητας, ως εκ της φύσης και δη της σοβαρότητας του αιτήματος, απαιτεί ορθή αξιολόγηση, ενδελεχή έρευνα και αναζήτηση διάφορων πληροφοριών εκ μέρους όχι μόνο του Τμήματος, αλλά και άλλων κρατικών υπηρεσιών. Συναφώς, δεν πρέπει να λησμονείται ότι η απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας συνιστά το ύψιστο καθεστώς που μπορεί να λάβει ένας αλλοδαπός στη Δημοκρατία και αποτελεί βασικό κυριαρχικό δικαίωμα του κράτους να αποφασίσει για τα άτομα που αποτελούν υπηκόους του (Ήρωα v. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307, Aylin Arakelian v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 130/20, ημερ. 10.3.2025, Hamdan v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ.141/18, ημερ. 6.3.2024. Αυτή δε η ιδιαίτερη εξέταση που πρέπει να προηγηθεί όσον αφορά στην έγκριση ή απόρριψη τέτοιου είδους αιτήσεων, θα πρέπει να ιδωθεί σε συνάρτηση με τις πραγματικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε και αντιμετωπίζει το Τμήμα, λόγω του μεγάλου αριθμού εκκρεμουσών αιτήσεων αυτού του είδους, τις οποίες δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω.
Ωστόσο, τα πιο πάνω δεν μπορούν να αναιρέσουν την διαπίστωση περί παρέλευσης του ευλόγου χρόνου στην υπό κρίση περίπτωση λόγω της υπερβολικής και αδικαιολόγητης, σύμφωνα με τα ενώπιον μου δεδομένα, καθυστέρησης που σημειώθηκε όσον αφορά στην εξέταση και απάντηση των καθ’ ων η αίτηση επί της αίτησης του αιτητή. Εκκρεμούσης δε αυτής της καθυστέρησης στην εξέταση της αίτησης, διαμορφώθηκαν δεδομένα που στοιχειοθέτησαν λόγους απόρριψή της.
Κατά συνέπεια, στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης, εφόσον οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν κατ’ εσφαλμένη ενάσκηση της διακριτικής τους εξουσίας, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 10 του Νόμου 158(Ι)/1999, αλλά και των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης.
Με τις πιο πάνω διαπιστώσεις σφραγίζεται η τύχη της παρούσας κα παρέλκει η εξέταση άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €2000 έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α..
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο