
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Υπόθεση αρ. 1290/2018
17 Μαρτίου, 2025
[Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.]
Αναφορικά με τα Άρθρα 28 και 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Μ. Φ.
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ’ ης η αίτηση.
------------
Σ. Δαμιανού (κα), για Βελάρης & Βελάρης Δ.Ε.Π.Ε., για τον αιτητή.
Κ. Στιβαρού (κα) και Κ. Αγαθαγγέλου, για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για την καθ’ ης η αίτηση.
Καμία εμφάνιση για ενδιαφερόμενο μέρος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.: Ο αιτητής αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης της καθ’ ης η αίτηση για προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους, Ν.Π. (εφεξής το Ε/Μ), στη θέση Ανώτερου Τεχνικού–Τεχνικού Μηχανικού (Υποσταθμοί Μεταφοράς/Διανομής), Επιχειρησιακή Μονάδα Δικτύων – Γραφείο Περιφέρειας Λευκωσίας – Κερύνειας – Μόρφου (Κλ. Α9), από την 01.07.2018, στη θέση και/ή αντί του ιδίου.
Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στη συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου της καθ’ ης η αίτηση, ημερομηνίας 19.06.2018, αφού προηγήθηκε η προβλεπόμενη από τη σχετική νομοθεσία διαδικασία.
Συγκεκριμένα, η Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής για Προαγωγές του Γραφειακού και Τεχνικού Προσωπικού, κατά τη συνεδρίαση της στις 27.04.2018, επιλήφθηκε των αιτήσεων των υπαλλήλων που επέδειξαν ενδιαφέρον για προαγωγή στην επίδικη θέση και επέλεξε ως επικρατέστερους 3 υποψηφίους (τον αιτητή, το Ε/Μ και έναν τρίτο υποψήφιο), αφού έλαβε υπόψη, ως αναφέρεται στα σχετικά πρακτικά, τα παραδεδεγμένα κριτήρια προαγωγής (πείρα, αξία, ικανότητα, αρχαιότητα, προσόντα των υποψηφίων, επίδοση), τις εμπιστευτικές εκθέσεις/φύλλα αξιολόγησης, καθώς και τις συστάσεις και απόψεις των προϊσταμένων Διευθυντών των υποψηφίων.
Η Εισήγηση της Μεικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής υποβλήθηκε στην Συμβουλευτική Υπεπιτροπή της Αρχής για Θέματα Προσωπικού, η οποία επιλήφθηκε του θέματος κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 30.05.2018, κατά την οποία κλήθηκε ο Γενικός Διευθυντής της Αρχής για να υποβάλει τη σύστασή του, η οποία ήταν (για ό,τι εδώ αφορά) η ακόλουθη (ως καταγράφεται στα σχετικά πρακτικά – η υπογράμμιση τίθεται από το Δικαστήριο):
«Έχω μελετήσει προσεκτικά όλα τα ενώπιον μου στοιχεία που περιέχονται στους προσωπικούς φακέλους και στις εμπιστευτικές εκθέσεις των υπό κρίσιν υποψηφίων, με ιδιαίτερη έμφαση τα τελευταία δέκα χρόνια ήτοι 2007-2016.
[…]
Με βάση όλα τα ενώπιον μου στοιχεία, είμαι της γνώμης ότι ο καταλληλότερος υποψήφιος για την κρινόμενη θέση είναι ο Ν.Π. και ως εκ τούτου τον συστήνω για προαγωγή.
Καταλήγοντας στην πιο πάνω σύσταση μου, υπέρ της προαγωγής στην κρινόμενη του Ν.Π. έλαβα υπόψη μου το γεγονός ότι υστερεί ηλικιακά έναντι του Μ.Φ..
Ως προς τη γενική αξία, όπως προκύπτει από τις υπηρεσιακές τους εκθέσεις/φύλλα αξιολόγησης, παρατηρώ ότι ο Ν.Π. είναι ισοδύναμος σε αξία με τον Μ.Φ., κατά τα έτη 2007-2016 αφού έχει εξασφαλίσει συνολικά 1Α περισσότερο από τον Μ.Φ..».
Λαμβάνοντας υπόψη την ανωτέρω σύσταση και τα κριτήρια προαγωγής, η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή αποφάσισε ομόφωνα να συστήσει στο Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής την προαγωγή του Ε/Μ στην επίδικη θέση, επαναλαμβάνοντας αυτολεξεί τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, σημειώνοντας δηλαδή ότι το Ε/Μ υστερεί ηλικιακά έναντι του αιτητή και ότι ως προς τη γενική αξία οι δύο υποψήφιοι είναι ισοδύναμοι.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής αποφάσισε την προαγωγή του Ε/Μ στη συνεδρία του ημερομηνίας 19.06.2018, κατά την οποία κλήθηκε ο Γενικός Διευθυντής της Αρχής για να προβεί στις συστάσεις και απόψεις του. Ο Γενικός Διευθυντή πρότεινε το Ε/Μ για προαγωγή, υιοθετώντας και επαναλαμβάνοντας τα όσα εξέφρασε ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής στη συνεδρία της ημερομηνίας 30.05.2018. Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε ομόφωνα να προσφέρει προαγωγή στο Ε/Μ, λαμβάνοντας υπόψη τα παραδεδεγμένα κριτήρια προαγωγής, τις ομόφωνες συστάσεις και εισηγήσεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, με την οποία, ως καταγράφεται στα σχετικά πρακτικά, συμφώνησε και υιοθέτησε. Καταλήγοντας δε στην απόφαση υπέρ τη προαγωγής του Ε/Μ, το Διοικητικό Συμβούλιο επίσης επανέλαβε αυτολεξεί τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, σημείωσε δηλαδή ότι το Ε/Μ υστερεί ηλικιακά έναντι του αιτητή και ότι ως προς τη γενική αξία οι δύο υποψήφιοι είναι ισοδύναμοι.
Διά της γραπτής αγόρευσης της ευπαίδευτης δικηγόρου του, ο αιτητής επισημαίνει, καταρχάς, πως τόσο ο ίδιος όσο και το Ε/Μ προήχθησαν στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση (Ανώτερου Τεχνίτη/Βοηθού Επιστάτη) την ίδια ημερομηνία, ήτοι την 01.04.2003, πλην όμως ο αιτητής, γεννηθείς το 1959, διορίστηκε στην Αρχή την 01.12.1988 ενώ το Ε/Μ, γεννηθείς το 1965, την 01.10.1991. Η σύσταση του Γενικού Διευθυντή, η οποία επέδρασε ουσιωδώς στην τελική απόφαση της Αρχής, αποτελεί καθαρά την προσωπική του προτίμηση, παρά αντικειμενική κρίση καθότι, ενώ ο Διευθυντής διαπιστώνει την ισοδυναμία των 2 υποψηφίων σε αξία, εντούτοις επιλέγει το Ε/Μ αντί του αιτητή, χωρίς ουσιαστικά να αιτιολογεί την απόφασή του, αναφερόμενος στην ηλικία του αιτητή και όχι στην αρχαιότητά του έναντι του Ε/Μ. Έτσι, όμως, κατά την εισήγηση, ο Διευθυντής αφενός δεν δικαιολογεί την επιλογή του στη βάση των αποδεκτών κριτηρίων και αφετέρου δεν δικαιολογεί την απόκλιση του από το κριτήριο της αρχαιότητας, το οποίο επενεργεί υπέρ του αιτητή. Την εν λόγω δε σύσταση υιοθέτησαν αυτολεξεί, χωρίς περαιτέρω έρευνα ή αιτιολογία και κατά παράβαση της ορθής άσκησης της διακριτικής τους ευχέρειας, τόσο η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, όσο και το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής, παρά τις αναφορές στα σχετικά πρακτικά σε ενδελεχή δική τους έρευνα, αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων.
Επισημαίνοντας, ακολούθως, τη διαπιστωμένη και από την καθ’ ης η αίτηση ισοδυναμία των διαδίκων σε αξία, ο αιτητής υποβάλλει ότι η προσβαλλόμενη πράξη έχει ληφθεί κατά παράβαση των περί της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 291/86) και συγκεκριμένα κατά παράβαση του Κανονισμού 23(2), ως προς τα παραδεδεγμένα κριτήρια προαγωγής και του Κανονισμού 25, ως προς τον τρόπο υπολογισμού της αρχαιότητας μεταξύ των υπαλλήλων της Αρχής, καθότι εσφαλμένα και αναιτιολόγητα δεν λήφθηκε υπόψη η κατά 2 χρόνια υπέρτερη δική του αρχαιότητα και η εξ αυτής συνακόλουθη πείρα έναντι του Ε/Μ, ο οποίος δεν είχε οποιαδήποτε υπεροχή που να αιτιολογεί την επιλογή του. Ως εκ τούτου, είναι επιπλέον η θέση του αιτητή πως το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής ενήργησε εκτός των επιτρεπτών ορίων της διακριτικής του ευχέρειας και χωρίς να διεξάγει ουσιαστική έρευνα επί των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων.
Η ευπαίδευτη δικηγόρος της καθ’ ης η αίτηση απορρίπτει τους λόγους ακύρωσης και αντιτείνει πως το Ε/Μ είχε υπέρ του την καθόλα νόμιμη σύσταση του Διευθυντή και της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής. Περαιτέρω, η κα Στιβαρού αναγνωρίζει την ισοδυναμία του αιτητή και του Ε/Μ σε προσόντα και αποδέχεται την υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα, πλην όμως εισηγείται πως το Ε/Μ παρουσιάζει, έστω οριακά, καλύτερη υπηρεσιακή εικόνα (1Α περισσότερο στις αξιολογήσεις των προηγούμενων της προαγωγής 10 ετών), και ως εκ τούτου λειτουργεί υπέρ του το τεκμήριο της υπεροχής σε πείρα. Επιπλέον, είναι η θέση της πως, με το νέο σύστημα των Εκθέσεων Αξιολόγησης που εφαρμόζεται στην Αρχή από το 1990, και η μικρή διαφορά στη βαθμολογία έχει σημασία. Η δε σύσταση του Διευθυντή δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένη, αρκεί να βρίσκεται σε αρμονία με τους φακέλους, όπως συμβαίνει, κατά την εισήγηση, εν προκειμένω, αφού ο Διευθυντής αφενός αναφέρθηκε στο γεγονός ότι το Ε/Μ υστερεί ηλικιακά έναντι του αιτητή, όμως στη γενική βαθμολογία το Ε/Μ έχει εξασφαλίσει 1Α περισσότερο από τον αιτητή. Ως εκ τούτου, κατά τη θέση της ευπαίδευτης δικηγόρου της καθ’ ης η αίτηση, η αρχαιότητα του αιτητή δεν μπορούσε από μόνη της να του δώσει προβάδισμα καθότι, για να είναι παράγοντας βαρύνουσας σημασία η αρχαιότητα, θα πρέπει σε όλα τα άλλα κριτήρια οι υποψήφιοι να είναι ίσοι.
Αξιολογώντας τις εκατέρωθεν θέσεις θα πρέπει καταρχάς να επισημάνω, με κάθε σεβασμό προς την ευπαίδευτη δικηγόρο της καθ’ ης η αίτηση, πως η εισήγηση ότι το Ε/Μ υπερέχει, έστω και οριακά, του αιτητή σε αξία παραγνωρίζει, αφενός, το γεγονός ότι τόσο ο Διευθυντής, όσο και η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή και το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής, αναγνώρισαν την ισοδυναμία των δύο υποψηφίων σε βαθμολογημένη αξία και, αφετέρου, την πάγια επί του θέματος νομολογία.
Στην απόφαση Χρίστος Κόκκινος ν ΑΗΚ, ΕΔΔ αρ. 63/17, ημερ. 24.10.2023 το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο[1], παραπέμποντας σε σχετικές προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επεσήμανε πως η προσέγγιση της νομολογίας «υποδεικνύει ότι μικρές διαφορές στις επιμέρους αξιολογήσεις έχουν κατ' επανάληψη κριθεί οριακές ώστε να παραμένει ουσιαστικά ισοδυναμία».
Βάσει της συγκριτικής εικόνας των υποψηφίων και με δεδομένη την ισοδυναμία του αιτητή και του Ε/Μ σε αξία και προσόντα αλλά και σε ικανότητα και επίδοση, βάσει των αναφορών των άμεσα προϊσταμένων τους, ο αιτητής έχει δίκαιο να διαμαρτύρεται για την παραγνώριση της δικής του υπέρτερης, κατά 2 έτη, αρχαιότητας. Η εν λόγω αρχαιότητα, η οποία βάσει του Κανονισμού 23(2) της Κ.Δ.Π. 291/86 περιλαμβάνεται στα παραδεδεγμένα κριτήρια προαγωγής, παραγνωρίστηκε καταρχάς από τον Διευθυντή, ο οποίος δεν αναφέρθηκε σε αυτήν και δεν τη συνεκτίμησε, μαζί με τα υπόλοιπα κριτήρια, αλλά περιορίστηκε στην αναφορά ότι το Ε/Μ υστερεί ηλικιακά του αιτητή. Θα πρέπει δε να υπομνησθεί πως κάθε σύσταση ελέγχεται δικαστικά όσον αφορά την αντιστοιχία της με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου (Δάμαλου-Χατζηγεωργίου κ.ά. ν ΑΤΗΚ, Αναθ. Εφ. αρ. 93/2014 και 104/2014, ημερ. 01.02.2022). Εν προκειμένω η υπέρ του Ε/Μ σύσταση δεν αντιστοιχεί με τα στοιχεία του φακέλου και τη συγκριτική εικόνα των διαδίκων. Την εν λόγω δε πάσχουσα σύσταση, ως ορθώς παρατηρεί η ευπαίδευτη δικηγόρος του αιτητή, υιοθέτησαν αυτολεξεί η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή και το Διοικητικό Συμβούλιου της Αρχής, χωρίς όμως οποιαδήποτε περαιτέρω εξειδίκευση, πέραν της γενικής αναφοράς ότι αξιολογήθηκαν όλα τα στοιχεία των υποψηφίων που είχαν τεθεί ενώπιόν τους. Με δεδομένη δε την υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα - η οποία, ως αναγνωρίζεται και από την ευπαίδευτη δικηγόρο της καθ’ ης η αίτηση, έχει τη σημασία της μεταξύ ισοδύναμων κατά τα άλλα υποψηφίων - δεν έχει αιτιολογηθεί η κρίση ότι το Ε/Μ ήταν καταλληλότερο για προαγωγή και ποιο συγκεκριμένα κριτήριο προαγωγής προσμέτρησε υπέρ του.
Ως εκ τούτου, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Υπέρ του αιτητή και εναντίον της καθ’ ης η αίτηση επιδικάζονται έξοδα ύψους €1.800, πλέον ΦΠΑ.
Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.
[1] Στη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του συμφώνως του άρθρου 23(3)(β)(i) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο