Ε. Π. ν. Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου, Υπόθεση Αρ. 167/2020, 20/3/2025
print
Τίτλος:
Ε. Π. ν. Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου, Υπόθεση Αρ. 167/2020, 20/3/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                                 Υπόθεση Αρ. 167/2020

                                             

     20 Μαρτίου, 2025

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

Αναφορικά με το Άρθρο/τα Άρθρα (α) 1Α, 28, 30, 35, 146 και 150 του Συντάγματος

 

 

 

     Ε. Π. από Λευκωσία

 

Αιτήτρια

                         και

 

Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου

         

Καθ’ ου η Αίτηση

 

.........

 

Ξένια Ευγενίου για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης δ.ε.π.ε,  δικηγόροι για Αιτήτρια

Ιωάννα Μιχαήλ για Τάσσος Παπαδόπουλος και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε, δικηγόροι για τους Καθ' ου η αίτηση

Νεόφυτος Ξάνθου για Ορφανίδης, Χριστοφίδης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε, δικηγόροι για το ΕΜ

                                               

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.:  Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια αιτείται ακύρωσης της απόφασης του Καθ΄ ου η αίτηση, η οποία της γνωστοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 20.01.2020, με την οποία το Καθ’ ου η αίτηση διόρισε, αντί της Αιτήτριας, το Ενδιαφερόμενο Μέρος (εφεξής «ΕΜ») Λ. Μ. στη θέση Επιστημονικού Λειτουργού. Τα γεγονότα:

 

Κατά τη συνεδρία της υπ' αρ. 10/19 και ημερομηνίας 04.06.2019 η Διοικούσα Επιτροπή του Καθ’ ου η αίτηση, επιλήφθηκε του Σημειώματος του Διευθυντή Α.Φ.25 ημερομηνίας 27.03.2019 και αποφάσισε όπως, για σκοπούς κάλυψης των αναγκών του Καθ’ ου η αίτηση, προκηρυχθούν, μεταξύ άλλων, 1 θέση Επιστημονικού Λειτουργού (η επίδικη) καθορίζοντας την προτεινόμενη διαδικασία για την πλήρωση της. Στο πρακτικό της εν λόγω συνεδρίας αναφέρθηκε:

 

«Ενόψει του γεγονότος πως οι διαδικασίες πρόσληψης αναμένεται να ολοκληρωθούν (καταρτισμός καταλόγου για προσλήψεις) περί το τέλος του έτους, με το πέρας της καθορισμένης διαδικασίας θα καταρτιστεί ως είθισται πίνακας διοριστέων σύμφωνα με την τελική σειρά κατάταξης τους. Με βάση τον πίνακα αυτό θα γίνει η πλήρωση των θέσεων που δημοσιεύονται καθώς και των θέσεων που προκύπτουν στο διάστημα δύο ετών από την ημερομηνία καταρτισμού του πίνακα.

(…)

 

Αποφασίστηκε επίσης όπως εγκριθούν τα προσχέδια προκηρύξεων της θέσης Επιστημονικού Λειτουργού και των θέσεων ΒΓΛ [Παρ. 8] καθώς και η προτεινόμενη διαδικασίας πλήρωσης των θέσεων για τις θέσεις του Επιστημονικού Λειτουργού και των ΒΓΛ ως ακολούθως:

 

1.        Όλοι οι υποψήφιοι να προσκληθούν σε γραπτές εξετάσεις, βάσει των σχετικών παραγράφων των «Απαιτούμενών Προσόντων» των οικείων Σχεδίων Υπηρεσίας.

2.        Οι γραπτές εξετάσεις θα διεξαχθούν όπως και σε προηγούμενες περιπτώσεις από το Κέντρο Επιστημονικής Επιμόρφωσης, Αξιολόγησης και Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου Κύπρου (ΚΕΠΕΑΑ). Να καταβληθεί προσπάθεια ώστε η εξέταση να πραγματοποιηθεί από το ΚΕΠΕΑΑ τον ερχόμενο Ιούλιο.

 

3.        Με το πέρας της καθορισμένης διαδικασίας να καταρτιστεί πίνακας διοριστέων σύμφωνα με την τελική σειρά κατάταξης τους. Με βάση τον πίνακα αυτό θα γίνει η πλήρωση των θέσεων που δημοσιεύονται καθώς και των θέσεων που προκύπτουν στο διάστημα δύο ετών από την ημερομηνία καταρτισμού του πίνακα.

 

4.        Επιτυχόντες να θεωρούνται όσοι από τους υποψήφιους συγκεντρώσουν βαθμολογία τουλάχιστον 50% στο σύνολο και τουλάχιστον 40% στα επιμέρους θέματα, βάσει των απαιτήσεων που θέτει και το ΚΕΠΕΑΑ

 

Ειδικά όσον αφορά την αξιολόγηση των υποψηφίων και με βάση την πρακτική που ακολουθήθηκε κατά τις προηγούμενες πληρώσεις θέσεων να τηρηθεί το ακόλουθο πλαίσιο:

 

I. Θέση Επιστημονικού Λειτουργού

Γραπτή Εξέταση                                                                  75%

Μεταπτυχιακό, όπως προβλέπεται στο σχέδιο υπηρεσίας         5%

Προφορική Εξέταση                                                               20%

Η γραπτή εξέταση να αποτελείται από τα ακόλουθα θέματα:

Νέα Ελληνικά                          Πολύ καλή γνώση                  35%

Αγγλικά                                     Πολύ καλή γνώση           35%

Τεστ διοικητικής ικανότητας               ——-—                           30%

Με βάση τα αποτελέσματα των δύο εξετάσεων να προσκληθούν σε προφορική συνέντευξη οι οκτώ (8) πρώτοι υποψήφιοι.        

 

(….)»

 

Ακολούθως, στις 14.06.2019 το Καθ’ ου η αίτηση προκήρυξε, με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, την πλήρωση της επίδικης θέσης. Ειδικότερα ως προς τα προσόντα και τη Σημείωση (2), που έχουν σημασία για τους σκοπούς της παρούσας, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Απαιτούμενα Προσόντα:

1.        Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης όπως καθορίζεται στην περί ΕΤΕΚ νομοθεσία. Για την υπό πλήρωση θέση οι ανάγκες της υπηρεσίας απαιτούν όπως οι υποψήφιοι κατέχουν Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν στην Πολιτική Μηχανική.

 

2.        Επιτυχία σε γραπτή και προφορική εξέταση του Επιμελητηρίου. Η γραπτή εξέταση θα πραγματοποιηθεί στις 27.07.2019.

3.        Ακεραιότητα χαρακτήρα, διοικητική και οργανωτική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία.

4.        Πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και της Αγγλικής γλώσσας ή της Γαλλικής ή της Γερμανικής Γλώσσας.

5.        Τριετής τουλάχιστον επαγγελματική πείρα μετά από απόκτηση του απαιτούμενου προσόντος που αναφέρεται στην παράγραφο (1).

6.        Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στους τομείς της μηχανικής, διοίκησης, οικονομικών ή άλλων σχετικών θεμάτων θα θεωρείται επιπρόσθετο προσόν,

7.        Εγγραφή στο Μητρώο Μελών του ΕΤΕΚ, μέχρι και την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων.

(…)

Σημειώσεις:

(1)       (…).

(2)       Με το πέρας της καθορισμένης διαδικασίας επιλογής των υποψηφίων θα καταρτιστεί πίνακας διοριστέων σύμφωνα με τη τελική σειρά κατάταξής τους. Με βάση τον πίνακα αυτό θα γίνει η πλήρωση των θέσεων που δημοσιεύονται καθώς και των θέσεων που προκύπτουν από την ημερομηνία καταρτισμού του πίνακα και για χρονικό διάστημα δύο ετών.

(3)       (…).».

 

Στις 27.07.2019 διενεργήθηκαν οι γραπτές εξετάσεις και στη βάση των αποτελεσμάτων τους συντάχθηκαν οι πίνακες των υποψηφίων που θα καλούνταν σε συνέντευξη. Ως αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό της συνεδρίας της Επιτροπής Προσωπικού του Καθ’ ου η αίτηση ημερ. 04.10.2019, ακολούθως διενεργήθηκε έλεγχος των προσόντων των υποψηφίων. Συγκεκριμένα στο εν λόγω πρακτικό (Παράρτημα Ζ σε Ένσταση) αναφέρθηκε:

 

«Η Επιτροπή μελέτησε τις αιτήσεις που υποβλήθηκαν και ενημερώθηκε σε σχέση με τα αποτελέσματα της σχετικής εξέτασης που προβλεπόταν από τα οικεία Σχέδια Υπηρεσίας, η οποία πραγματοποιήθηκε από το Κέντρο Επιστημονικής Επιμόρφωσης Αξιολόγησης και Ανάπτυξης (Κ.ΕΠ.Ε.Α.Α) του Πανεπιστημίου Κύπρου το Σάββατο 27 Ιουλίου.

 

Με βάση τα πιο πάνω, και αφού διενεργήθηκε έλεγχος σε σχέση με την ικανοποίηση των απαιτούμενων προσόντων καταρτίστηκαν τρεις σχετικοί, πίνακες για σκοπούς πραγματοποίησης των συνεντεύξεων προς πλήρωση των κενών θέσεων.

 

Τα μέλη της Επιτροπής προχώρησαν στη συνέχεια σε αξιολόγηση των αιτήσεων των ατόμων που περιλήφθηκαν στους πιο πάνω αναφερόμενους πίνακες προκειμένου να διαπιστωθεί η κατοχή των επιπρόσθετων προσόντων που αποτελούν πλεονέκτημα βάσει των οικείων σχεδίων υπηρεσίας και για τις τρεις κατηγορίες θέσεων. Ειδικά όσον αφορά στην περίπτωση των Επιστημονικών Λειτουργών διευκρινίζεται πως ο έλεγχος επεκτάθηκε στην κατοχή αναγνωρισμένου μεταπτυχιακού τίτλου.

 

Σε σχέση με τις θέσεις ΒΓΛ και ΒΓΛΛ (…)

 

Με βάση όλα τα προαναφερόμενα, η Επιτροπή Προσωπικού αποφάσισε να εισηγηθεί στη ΔΕ τους πίνακες των υποψηφίων που θα προσκληθούν στην προφορική συνέντευξη ως ακολούθως:

 

1.        Τον πίνακα με τους 8 υποψήφιους για τη θέση Επιστημονικού Λειτουργού σύμφωνα με τη βαθμολογία τους στην γραπτή εξέταση (σύμφωνα με απόφαση της ΔΕ) καθώς και την ενημέρωση για την κατοχή των Απαιτούμενων και των επιπρόσθετων προσόντων του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας για τη θέση [Παρ. 1].

2.        Τον πίνακα των υποψηφίων για τη θέση ΒΓΛ (…)

 

Σημειώνεται ότι για σκοπούς υποβολής της εισήγησης λήφθηκαν υπόψη τα ακόλουθα:

 

• Σε σχέση με την θέση Επιστημονικού Λεπτουργού και την κατοχή μεταπτυχιακού τίτλου, λήφθηκε υπόψη σχετική απόφαση του ΕΤΕΚ κατά την προηγούμενη διαδικασία πλήρωσης θέσης Επιστημονικού Λειτουργού, με βάση την οποία τα πτυχία τετραετούς φοίτησης Meng και η αναγνώριση ισοτιμίας και αντιστοιχίας τίτλου σπουδών που παρέχεται από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. ή από τα ίδια τα πανεπιστήμια και αφορά τα πτυχία πενταετούς φοίτησης των Ελληνικών πολυτεχνείων, θεωρούνται ότι δεν ικανοποιούν το κριτήριο του επιπρόσθετου προσόντος. Σημειώνεται ότι κανένας από τους 8 υποψηφίους δεν προσκόμισε τη σχετική βεβαίωση ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ».

 

Στον σχετικό πίνακα που επισυνάπτεται ως Παράρτημα στην κατάταξη καταγράφεται πρώτη η Αιτήτρια με βαθμό γραπτής εξέτασης 84,63. Στη στήλη «Επιπρόσθετα Προσόντα-Μεταπτυχιακό» αναφέρεται «ΝΑΙ - Master στο Δομοστατικό Σχεδιασμό από Μετσόβιο και ΜΒΑ». Το ΕΜ καταγράφεται ως έκτη στην κατάταξη με βαθμό γραπτής εξέτασης 79,70. Στη στήλη «Επιπρόσθετα Προσόντα-Μεταπτυχιακό» αναφέρεται «ΌΧΙ - Πτυχίο Meng».

 

Με Σημείωμα του Διευθυντή του Καθ’ ου η αίτηση ημερομηνίας 04.10.2019, η Διοικούσα Επιτροπή του Καθ’ ου η αίτηση κλήθηκε να λάβει σχετική απόφαση επί της εισήγησης της Επιτροπής Προσωπικού ως προς τον κατάλογο των οκτώ (8) υποψηφίων έτσι ώστε να κληθούν σε προφορική συνέντευξη. Η Διοικούσα Επιτροπή του Καθ’ ου η αίτηση επιλήφθηκε του εν λόγω Σημειώματος του Διευθυντή στη συνεδρία της υπ' αρ. 17/19 ημερομηνίας 08.10.2019 κατά την οποία αποφασίστηκε όπως υιοθετηθεί η  Εισήγηση της Επιτροπής Προσωπικού και εγκριθεί ο κατάλογος των οκτώ (8) υποψηφίων έτσι ώστε να κληθούν σε προφορική εξέταση.

 

Ακολούθως, στη συνεδρία της υπ' αρ. 20/19 και ημερομηνίας 01.11.2019, η Διοικούσα Επιτροπή δέχθηκε ενώπιον της για προφορική εξέταση τους υποψήφιους που προσκλήθηκαν και προσήλθαν. Η Αιτήτρια βαθμολογήθηκε με 10,6/20 ενώ το ΕΜ με 20/ 20. Αφότου ολοκληρώθηκε η διαδικασία διεξαγωγής των προφορικών συνεντεύξεων, καταρτίστηκε ο κατάλογος με την τελική κατάταξη των υποψηφίων, όπου την υψηλότερη κατάταξη των υποψηφίων συγκέντρωσε το ΕΜ με βαθμό 79.77 ενώ η Αιτήτρια έλαβε 79.07 με αποτέλεσμα το ΕΜ να εξασφαλίσει την επίδικη θέση. Η Αιτήτρια ενημερώθηκε για την απόφαση του Καθ’ ου η αίτηση με σχετική επιστολή του Καθ’ ου η αίτηση ημερ. 20.01.2020, την οποία, ως αναφέρθηκε ήδη, προσβάλλει με την παρούσα.

 

Διά της αγόρευσης των ευπαίδευτων συνηγόρων της, η Αιτήτρια εγείρει λόγους ακύρωσης ως προς την αρτιότητα του πρακτικού, αιτιολογία και έρευνα, εφόσον, μεταξύ άλλων, κατά τη θέση της, δε δόθηκε ειδική αιτιολογία για την παραγνώριση των δύο αναγνωρισμένων μεταπτυχιακών συναφών με τα καθήκοντα της θέσης που διέθετε η Αιτήτρια έναντι της επιλογής του ΕΜ που δε διέθετε κανένα, τα οποία αποτελούσαν και πλεονέκτημα βάσει του σχεδίου υπηρεσίας, το ότι δεν έγινε οποιαδήποτε σύγκριση μεταξύ των ανθυποψηφίων και ότι παραγνωρίστηκαν στοιχεία αντικειμενικής αξίας όπως είναι τα αποτελέσματα στις γραπτές εξετάσεις και τα προσόντα προς χάριν των υποκειμενικών που ήταν η εντύπωση στην προφορική εξέταση, όλα αυτά κατά την εισήγηση παραβιάζοντα τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του πολίτη και την αρχή της καλής πίστης. Περαιτέρω, βάλλει η Αιτήτρια και κατά της σύνθεσης/συγκρότησης/λειτουργίας του Καθ’ ου η αίτηση εξαιτίας της, κατά την εισήγηση, παράτυπης απουσίας ενός μέλους από την συνεδρία υπ' αρ. 20/19.

 

Το Καθ’ ου η αίτηση και το ΕΜ, υπεραμύνονται της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, υποβάλλοντας ότι ο διορισμός αποφασίστηκε βάσει προκαθορισμένης διαδικασίας και από τον κατάλογο τελικής κατάταξης των υποψηφίων και ότι ουδέν μεμπτόν επισυνέβη ως προς τη διαδικασία και αιτιολογία αξιολόγησης των υποψηφίων ή διερεύνησης των ενώπιόν του Καθ’ ου η αίτηση στοιχείων. Μάλιστα θέτουν ζήτημα εννόμου συμφέροντος της Αιτήτριας να εγείρει λόγους ακύρωσης ως προς τη διαδικασία εφόσον, κατά τη θέση τους, η διαδικασία κατάταξης σε πίνακα διοριστέων περιγράφετο στη Σημείωση (2) της δημοσιευθείσας προκήρυξης της επίδικης θέσης, η δε Αιτήτρια συμμετείχε αδιαμαρτύρητα στη διεκδίκηση της θέσης με αποτέλεσμα η συμπεριφορά της να συνιστά ανεπίτρεπτη παράλληλη επιδοκιμασία και αποδοκιμασία. Περαιτέρω, με παραπομπή σε, κατά την εισήγηση, σχετική νομολογία υποβάλλουν, ότι ουδεμία παρατυπία ως προς τη σύνθεση/συγκρότηση/λειτουργία του Καθ’ ου η αίτηση υπάρχει.

 

Εξέτασα με την απαραίτητη προσοχή τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς. Καταλήγω να αποδεχτώ τη βασιμότητα της προσφυγής. Εξηγώ τους λόγους:

 

Ως προς το ζήτημα τήρησης αρτίου πρακτικού και πλημμέλειας σύνθεσης /συγκρότησης/λειτουργίας του Καθ’ ου η αίτηση, διαπιστώνω ότι πράγματι στο σχετικό πρακτικό 20/19 ημερ. 01.11.2019, στο οποίο, κατά το Καθ’ ου η αίτηση εξεδόθη η προσβαλλόμενη, καταγράφεται ως προς την απουσία δύο εκ των μελών της Διοικούσας Επιτροπής τα ακόλουθα:

 

«Απόντες:

Σ.Σ.                                  Γενικός Ταμίας (Απουσίαζε για το λόγο ότι βρισκόταν στο εξωτερικό)

Ά. Γ. Ι.                            Μέλος (Απουσίαζε λόγω άλλης ειλημμένης υποχρέωσης)»

 

Στον κατατεθέντα διοικητικό φάκελο-Τεκμήριο 1 και στην ένσταση-Παράρτημα Ι και όπισθεν του πρακτικού αρ. 20/19 εντοπίζονται σχετικές επικοινωνίες μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Σύμφωνα με το Καθ’ ου η αίτηση είναι οι προσκλήσεις στη συνεδρία 20/19. Εκεί μπορώ να διακρίνω μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ημερομηνίας 31.10.2019 από το Καθ΄ ου η αίτηση προς τα μέλη της Διοικούσας Επιτροπής, όπου αναφέρεται ότι επισυνάπτονται οι ημερήσιες διατάξεις για τις συνεδρίες 19/19 και 20/19. Επισυνάπτεται επίσης μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ημερομηνίας 15.06.2020 του μέλους Ά.Γ.Ι. το οποίο είναι κενό ενώ δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε επικοινωνία εκ μέρους του μέλους (γενικού ταμεία) Σ.Σ.

 

Από τα ανωτέρω εξάγονται, θεωρώ, δύο προφανή συμπεράσματα:

 

Πρώτον ότι η καταγραφή επί του πρακτικού της επίδικης συνεδρίας 20/19 των λόγων απουσίας των δύο αυτών μελών, δεν προκύπτει από πουθενά. Δεν προκύπτει πόθεν, το Καθ’ ου η αίτηση, έτυχε ενημέρωσης ότι ο μεν Σ.Σ. θα απουσιάζει λόγω ότι ήταν στο εξωτερικό η δε Ά.Γ.Ι. λόγω ειλημμένης υποχρέωσης. Ειδικά δε για την τελευταία, στην οποία επικεντρώνεται το παράπονο της Αιτήτριας, το απαντητικό κενό ηλεκτρονικό της μήνυμα προκύπτει να ακολούθησε 7 και πλέον μήνες της επίδικης συνεδρίας ημερ. 01.11.2019 εφόσον εστάλη στις 15.06.2020. Οι εν λόγω ελλείψεις και/ή ασυνέπειες που προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο, καθιστούν θεωρώ, πράγματι, πλημμελές το πρακτικό της επίδικης συνεδρίας ημερ. 01.11.2019. Και άρα τον ισχυρισμό της Αιτήτριας περί πλημμελούς πρακτικού (άρθρο 24 του Ν. 158(I)/1999) ως βάσιμο.

 

Δεύτερον, συναφές θεωρώ με τα όσα ανέφερα στο πρώτο συμπέρασμα, η ειδοποίηση της συνεδρίας εστάλη της αμέσως προηγούμενη ημέρα της συνεδρίας. Σε περίπτωση που όλα τα μέλη της Διοικούσας Επιτροπής ήταν παρόντα αυτό δε θα είχε επίπτωση στη νομιμότητα της κλήσης και άρα σύνθεσης. Όμως στην παρούσα, όπου τα δύο μέλη απουσίαζαν, χωρίς να καταγράφεται λήψη της ειδοποίησης της συνεδρίας (πλην μόνο για την Ά.Γ.Ι. και αυτό μετά 7μιση μήνες), θεωρώ ότι η ειδοποίηση, αν και αποσταλείσα πριν τη συνεδρία, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εμπρόθεσμη. Άλλωστε ελλείψει συγκεκριμένης, ρητά προβλεπόμενης προθεσμίας μεταξύ συνεδρίας και ειδοποίησης, το εμπρόθεσμο [άρθρο 21(3) του Ν. 158(I)/1999] είναι ζήτημα ευλόγου συνδεόμενο με το έγκαιρο (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 110-111 με σχετικές και τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Συν. Υπ. Αρ. 953/06, 992/06 και 1006/06 Χαράλαμπος Κασπαρή ν. ΑΤΗΚ ημερ. 15.01.2010 και στις Συν. Υπ.Αρ. 485/2011, 520/2011, 709/2011 και 710/2011 Μιχαηλίδης κ.α. ν. ΑΤΗΚ, ημερ. 30.05.2014), και θεωρώ ότι η αποστολή ειδοποίησης μία μόλις μέρα πριν, δεν μπορεί να πληροί την προϋπόθεση αυτή.

 

Το ότι η αποστολή της σχετικής ειδοποίησης δεν έγινε εγκαίρως (και άρα εμπροθέσμως) ειδικότερα για την περίπτωση της πρακτικής που φαίνεται να ακολουθούσε το Καθ’ ου η αίτηση, επιβεβαιώνεται και με αναδρομή σε άλλες περιπτώσεις συνεδριών της Διοικούσας Επιτροπής, όπου φαίνεται οι ειδοποιήσεις να εστάλησαν 5-6 ημέρες πριν τις αντίστοιχες συνεδρίες (σχετικά τα Παραρτήματα Στ, Θ και ΙΑ στα οποία φαίνεται ότι για τις συνεδρίες της Διοικούσας Επιτροπής ημερομηνίας 16.07.2019, 08.10.2019 και 12.11.2019 εστάλησαν ειδοποιήσεις 11.07.2019, 03.10.2019 και 06.11.2019 αντίστοιχα).

 

Οι ανωτέρω δε πλημμέλειες δε θεωρώ ότι διασώζονται λόγω της ύπαρξης απαρτίας, ως με καλούν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι για Καθ’ ου η αίτηση και ΕΜ να δεχτώ παραπέμποντας στην απόφαση Αναθ. Έφεση Αρ. 42/2015 ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ A.D.T.-ΩΜΕΓΑ Α.Τ.Ε. κ.ά. ν. Δημοκρατίας ημερ. 12.1.2022. Ως επεξηγήθηκε στην απόφαση του Εφετείου στην Έφ. Δ.Δ Αρ. 185/2019 Chr K Timecode Productions Limited v. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, ημερ. 23.04.2024 με ειδική αναφορά στην A.D.T.-ΩΜΕΓΑ Α.Τ.Ε., η παρανομία ως προς νομοθετική διάταξη που άπτεται της σύνθεσης δε διασώζεται από το νόμιμο της απαρτίας. Παραπέμπω και στην απόφαση μου στις Συν. Υποθέσεις Αρ. 1554/2019 και 1787/2019 Αριάδνη Χαραλάμπους κ.α ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας 07.10.2024, στην οποία αναφέρθηκα στις εν λόγω δύο αποφάσεις και τα οποία υιοθετώ και στην παρούσα σημειώνοντας βέβαια ότι στην παρούσα οι παρατυπίες άπτονται παράβασης των άρθρων 21(3) και 24 του Ν. 158(I)/1999:

 

«Την προσέγγιση ότι η παρανομία ως προς νομοθετική διάταξη που άπτεται της σύνθεσης δε διασώζεται από το νόμιμο της απαρτίας, ακολούθησε πρόσφατα και το Εφετείο στην Έφ. Δ.Δ Αρ. 185/2019 Chr K Timecode Productions Limited v. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, ημερ. 23.04.2024. Στην εν λόγω περίπτωση επίδικη ήταν η μη πρόσκληση απουσιάζοντος μέλους και το Εφετείο, με αναφορά στην A.D.T.-ΩΜΕΓΑ Α.Τ.Ε. έκρινε ότι :

 

«ακόμα και αν στις δύο επίδικες απαρτίες το Κεντρικό Συμβούλιο ήταν υπό νόμιμη απαρτία παρά την αδικαιολόγητη απουσία μέλους, ως διατείνεται η Εφεσίβλητη επικαλούμενη την Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 42/2015 ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ A.D.T. - ΩΜΕΓΑ Α.Τ.Ε. κ.ά. ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 12.1.2022, το νόμιμο της απαρτίας δεν συνιστά θεραπεία της παρανομίας η οποία προκαλείται από τη μη πρόσκληση του απουσιάζοντος μέλους».

 

Δεδομένων των πιο πάνω, οι σχετικοί ισχυρισμοί της Αιτήτριας περί πλημμελούς σύνθεσης και πρακτικού κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, ευσταθούν. Παρά τις εν λόγω ακυρωτικές διαπιστώσεις, θεωρώ σκόπιμο, να εξετάσω και τους λόγους ακύρωσης περί πλημμελούς αιτιολογίας και έρευνας.

 

Κατά τη θέση της Αιτήτριας, δε δόθηκε ειδική αιτιολογία για την παραγνώριση των δύο αναγνωρισμένων μεταπτυχιακών συναφών με τα καθήκοντα της θέσης που διέθετε η Αιτήτρια έναντι της επιλογής του ΕΜ (που δε διέθετε μεταπτυχιακό), τα οποία αποτελούσαν και πλεονέκτημα βάσει του σχεδίου υπηρεσίας, δεν έγινε οποιαδήποτε σύγκριση μεταξύ των ανθυποψηφίων και παραγνωρίστηκαν στοιχεία αντικειμενικής αξίας όπως είναι τα αποτελέσματα στις γραπτές εξετάσεις, όπου η Αιτήτρια είχε καταταγεί πρώτη και τα προσόντα προς χάριν υποκειμενικών κριτηρίων όπως ήταν η εντύπωση στην προφορική εξέταση.

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι Καθ’ ου και ΕΜ θέτουν ότι ο διορισμός αποφασίστηκε βάσει προκαθορισμένης διαδικασίας από τον κατάλογο τελικής κατάταξης των υποψηφίων χωρίς οποιαδήποτε παρατυπία ή πλημμέλεια στη διερεύνηση και αιτιολογία, αμφισβητούν δε, ως ανέφερα, το έννομο συμφέρον της Αιτήτριας να εγείρει λόγους ακύρωσης ως προς τη διαδικασία εφόσον, κατά τη θέση τους, η διαδικασία κατάταξης σε πίνακα περιγράφετο στη σημείωση (2), και η Αιτήτρια συμμετείχε αδιαμαρτύρητα στη διεκδίκηση της θέσης με αποτέλεσμα η συμπεριφορά της να συνιστά ανεπίτρεπτη παράλληλη επιδοκιμασία και αποδοκιμασία.

 

Και εδώ η κρίση μου συνάδει με τα επιχειρήματα της Αιτήτριας. Καταρχάς στη Σημείωση (2) της δημοσιευθείσας προκήρυξης της επίδικης θέσης, δεν αναφέρεται οτιδήποτε, το οποίο θα έπρεπε να κινητοποιήσει την Αιτήτρια να προσέλθει στη διαδικασία διορισμού με επιφύλαξη των δικαιωμάτων της. Η γενική αναφορά περί καταρτισμού «πίνακα διοριστέων» μετά το πέρας της «καθορισμένης διαδικασίας» δεν αποκαλύπτει ούτε ποια ήταν η καθορισμένη διαδικασία (και αν ήταν νόμιμη) ούτε πως αυτή εφαρμόστηκε.

 

Ανεξάρτητα τούτου, τελικά, το όλο ζήτημα τόσο ως προς το έννομο συμφέρον λόγω παράλληλης αποδοκιμασίας-επιδοκιμασίας όσο και ως προς την ουσία των εκατέρωθεν επιχειρημάτων, απαντάται, θεωρώ, από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναθ. Έφεση Αρ. 153/2006 Κυπριακή Δημοκρατία ν. Γιώργου Θεοδώρου κ.α (2008) 3 ΑΑΔ 149,  στην οποία παραπέμπομαι από την πλευρά της Αιτήτριας, όπου μάλιστα, ο εκεί αιτητής ήταν ενήμερος για τη βαρύτητα των κριτηρίων (ενώ στην παρούσα δεν προκύπτει κάτι τέτοιο) και πάλι όμως δεν έγινε δεκτό ότι στερείτο της δυνατότητας να την αμφισβητήσει. Εκεί λοιπόν αναφέρθηκε (παρατίθεται εκτενές απόσπασμα λόγω της σχετικότητας του, με τις υπογραμμίσεις και εμφάσεις να είναι του Δικαστηρίου):

 

«Επί του προκειμένου ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, με το σκεπτικό του οποίου και συμφωνούμε, έκρινε τα ακόλουθα:

 

«…η συμμετοχή του αιτητή στη διαδικασία ενώπιον της Συμβουλευτικής μαζί με τους υπόλοιπους υποψηφίους έστω και αν ήταν ενημερωμένος για τη βαρύτητα των κριτηρίων, δεν του αποστερεί τη δυνατότητα να θέτει θέμα παρανομίας στον τρόπο βαθμολόγησης του πλεονεκτήματος ή αξιολόγησης της απόδοσης του στις γραπτές εξετάσεις. Δεν είναι εξάλλου λογικά αναμενόμενο για έναν υποψήφιο να προσέρχεται στην διαδικασία αξιολόγησης του με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του ως προς τη διαδικασία.  Δεν θεωρώ ότι οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής εδώ προσκρούουν με οποιοδήποτε τρόπο στο δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας

 

Έχει αποφασισθεί ότι η αριθμοποίηση κριτηρίων που δεν προβλέπεται θεσμικά είναι επιτρεπτή (δέστε Κουντούρη κ.ά. v. Α.Η.Κ., Υπόθ. Αρ. 1436/99 κ.ά., ημερ. 22.5.01), αλλά ότι η αντίστοιχη βαρύτητα που δίδεται σε αυτά επιδέχεται έλεγχο, όπως σε κάθε περίπτωση (Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 9/2003, ημερ. 28.3.05).

 

Το πρόβλημα που δημιουργείται στην παρούσα περίπτωση, όπως ορθά επεσήμανε και ο πρωτόδικος Δικαστής, ήταν ότι στην αριθμοποίηση συμπεριλήφθηκε και το πλεονέκτημα, χωρίς επιπλέον να δίδεται αιτιολόγηση για την αποτίμησή του με 5 μόνο μονάδες, ενώ για τη μη επιλογή υποψηφίου, ο οποίος έχει το πλεονέκτημα, απαιτείται, σύμφωνα με τη νομολογία, να δίδεται ειδική αιτιολογία. Ο σχολιασμός του ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή και η κατάληξή του επί του προκειμένου μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους.

 

Παραθέτουμε το πιο κάτω σχετικό απόσπασμα αυτούσιο:

 

«Δεν παραγνωρίζω βέβαια το γεγονός ότι το διοικητικό όργανο έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια σε ό,τι αφορά την αντίστοιχη βαρύτητα που δίδεται στα στοιχεία κρίσης. Όμως αυτή η βαρύτητα πρέπει να αντικατοπτρίζει και τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας σε συνδυασμό με τη φύση των καθηκόντων της θέσης. Ο πυρήνας της θέσης δεν ήταν τα διοικητικά αλλά τα λογιστικά καθήκοντα, στην άσκηση των οποίων όπως ρητά εξειδικεύει το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, η διετής λογιστική/ελεγκτική πείρα ως πλεονέκτημα, είχε βαρύνουσα σημασία. Επίσης οι γραπτές εξετάσεις που διεξήχθησαν από τη Συμβουλευτική, αν και αναδεικνύονται από τη νομολογία σε αντικειμενικό μέσο αξιολόγησης κάποιων ικανοτήτων ή γνώσεων των υποψηφίων και παρά το ότι προκαθορίστηκε η βαρύτητα τους στο 60% της αξιολόγησης, η ΕΔΥ δεν φαίνεται να συνυπολόγισε την απόδοση των υποψηφίων σε αυτές στο στάδιο του τελικού καταλόγου, ενώ έλαβε σοβαρά υπόψη τα αποτελέσματα των προφορικών συνεντεύξεων των υποψηφίων που διεξήχθησαν επίσης από τη Συμβουλευτική.

 

Δεν εξηγείται διαφορετικά πώς ο αιτητής που κατετάγη 45ος στα γραπτά με βαθμολογία 41,7 και κατείχε και το πλεονέκτημα δεν συστήθηκε έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους 2 που κατετάγη 74η (βαθμολογία 39) και του ενδιαφερόμενου μέρους 10 που κατετάγη 67ος (βαθμολογία 39,5) και δεν διέθεταν το πλεονέκτημα.»

 

Διαπιστώνουμε και εμείς, όπως ο πρωτόδικος Δικαστής, ότι η αποτίμηση του πλεονεκτήματος με 5 μόνο μονάδες δεν έχει νομική βάση και επέδρασε ουσιαστικά στον αποκλεισμό του από τον κατάλογο των συστηθέντων και είχε δυσμενή κατάληξη στη συγκριτική αξιολόγησή του έναντι ιδιαίτερα των δύο συγκεκριμένων Ε.Μ. που συγκέντρωσαν 70 και 72,5 συνολικούς βαθμούς έναντι 63,7 του αιτητή».

 

Στην παρούσα περίπτωση, ακόμα περισσότερο θεωρώ, η διαδικασία ήταν προβληματική. Προκαθορίστηκε η αριθμοποίηση ποσοστιαία, θέτοντας για το επιπρόσθετο προσόν[1] 5% έναντι 20% της προφορικής συνέντευξης και κατ’ αυτόν τον τρόπο, τεθέντα όλα στην ίδια κλίμακα μαζί και με την γραπτή εξέταση, παρακάμφθηκε η παγίως νομολογημένη υποχρέωση όπως η επιλογή υποψηφίου μη κατέχοντος πλεονέκτημα να αιτιολογείται ειδικώς έναντι του κατέχοντος.

 

Παράλληλα με τον τρόπο αυτό λήφθηκε υπόψη, όχι ως πλεονέκτημα αλλά και γενικώς, μόνο το ένα από τα δύο μεταπτυχιακά της Αιτήτριας, παρότι, από την ταξινόμησή τους στον πίνακα των προσόντων (βλ. Πίνακες σε Παραρτήματα Ζ και Ι) φαίνεται να κρίθηκαν ότι αμφότερα ήταν επιπρόσθετα προσόντα (εν τη έννοια της δημοσίευσης). Παρ’ όλα αυτά, η Αιτήτρια έλαβε μόνο το 5% και, δεδομένης της αξιολόγησης στην προφορική συνέντευξη, η υπεροχή της στις γραπτές εξετάσεις και σε κατοχή επιπροσθέτων προσόντων υπερκεράστηκε, ως ανέφερα όχι απλά χωρίς την απαραίτητη ειδική αιτιολογία αλλά και σε διάσταση με την ως άνω νομολογιακή επιταγή βάσει της οποίας κρίθηκε ότι η αποτίμηση του πλεονεκτήματος με 5 μονάδες (εδώ μάλιστα ποσοστιαία και κατ’ αποκλεισμό του ενός επιπρόσθετου προσόντος), δεν έχει νομική βάση, επιδρώντας και εδώ, όπως και στη Θεοδώρου σε δυσμενή κατάληξη στη συγκριτική αξιολόγησή της Αιτήτριας έναντι του ΕΜ.

 

Δεδομένων των ανωτέρω, συμφωνώ και με τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας περί πλημμέλειας αιτιολογίας, έρευνας και παράβασης της ως άνω νομολογίας.

 

Ως εκ των ανωτέρω, η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη ακυρώνεται με έξοδα 2.000 ευρώ πλέον Φ.Π.Α υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση.

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ

 



[1] Σημειώνω ότι στη δημοσίευση η κατοχή μεταπτυχιακού σε συγκεκριμένους τομείς θεωρείται ως επιπρόσθετο προσόν. Οι διάδικοι αναφέρονται σε αυτό ως πλεονέκτημα και από την όλη θέση του στη δημοσίευση, δε διαφωνώ ότι αποτελούσε τέτοιο.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο