
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 1909/2022 (i-Justice))
13 Μαρτίου 2025
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
M. I.
Αιτητής
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2. ΑΝ. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Καθ’ ων η Αίτηση
Γ. Βασιλόπουλος, για Δρ. Χρίστος Π. Χριστοδουλίδης, για Αιτητή
Π. Βασιλείου, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο αιτητής βάλλει κατά της νομιμότητας και εγκυρότητας της απόφασης του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα»), που περιέχεται σε σχετική επιστολή ημερομηνίας 12.9.2022 και σύμφωνα με την οποία αυτός δεν έχει δικαίωμα υποβολής νέας αίτησης ως μέλος οικογένειας Κύπριου πολίτη, καθότι, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, δεν συμβίωνε με τη σύζυγό του. Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση, καλείτο ο αιτητής όπως αναχωρήσει άμεσα και εντός δεκατεσσάρων (14) ημερών από την Κυπριακή Δημοκρατία, διαφορετικά θα λαμβάνονταν μέτρα για την απομάκρυνσή του.
Ο αιτητής, υπήκοος Πακιστάν, αφίχθηκε στη Δημοκρατία παράνομα, σε άγνωστη ημερομηνία και από άγνωστο σημείο εισόδου. Στις 28.1.2010, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 3.2.2010. Στις 9.9.2019, υπέβαλε αίτηση επανανοίγματος του φακέλου του για παροχή διεθνούς προστασίας, η οποία κρίθηκε απαράδεκτη από την Υπηρεσία Ασύλου στις 12.8.2020.
Στις 14.10.2019, ο αιτητής τέλεσε πολιτικό γάμο με Τουρκοκύπρια και ακολούθως, στις 17.10.2019, αυτός αιτήθηκε την έκδοση άδειας προσωρινής διαμονής ως επισκέπτης μέλους οικογένειας Κύπριου πολίτη, η οποία απορρίφθηκε στις 11.3.2020, λόγω του ότι ο αιτητής δεν εργαζόταν στον εργοδότη που είχε δηλώσει.
Αργότερα, στις 24.7.2020, ο αιτητής υπέβαλε εκ νέου αίτηση για άδεια προσωρινής διαμονής επισκέπτη ως σύζυγος Κύπριας πολίτιδας, η οποία του παραχωρήθηκε με ισχύ μέχρι τις 24.7.2021.
Στις 9.12.2020, ο διοικητικός φάκελος του αιτητή διαβιβάστηκε στην Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης («ΥΑΜ»), με σκοπό τον έλεγχο της γνησιότητας του γάμου του. Σύμφωνα με τα ενώπιον μου τεθέντα, από τον έλεγχο που διενεργήθηκε, διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε συμβίωση του ζεύγους, εφόσον η σύζυγος του αιτητή διέμενε στις κατεχόμενες περιοχές της Δημοκρατίας και αυτός στις ελεύθερες περιοχές, μαζί με δύο ομοεθνείς του. Επιπρόσθετα, όπως αναγράφεται τόσο στο Σημείωμα/Έκθεση περί της γνησιότητας του γάμου του αιτητή, ημερομηνίας 28.2.2021 (παράρτημα 5 στο δικόγραφο της ένστασης), όσο και σε σχετική έκθεση της ΥΑΜ, ημερομηνίας 21.5.2022 (παράρτημα 7 στην ένσταση), ο αιτητής στις 22.10.2020 είχε αποκτήσει με τη σύζυγό του ένα παιδί, για το οποίο όμως αγνοούσε βασικές πληροφορίες, κάτι που προκάλεσε αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον αυτός ήταν πράγματι ο πατέρας του παιδιού. Σύμφωνα με τα ίδια τα λεγόμενά του, ο αιτητής είδε το παιδί δύο με τρεις φορές, ενώ η σύζυγός του δεν έρχεται σχεδόν καθόλου στις ελεύθερες περιοχές. Ως εκ των πιο πάνω και λόγω της ύπαρξης ενός ανήλικου τέκνου, η YAM εισηγήθηκε όπως ο διοικητικός φάκελος του αιτητή επαναδιαβιβαστεί σε μεταγενέστερο στάδιο για τη διενέργεια νέου ελέγχου.
Στις 6.9.2021, ο αιτητής αιτήθηκε εκ νέου για άδεια προσωρινής διαμονής επισκέπτη ως σύζυγος Κύπριας πολίτιδας, η οποία του παραχωρήθηκε με ισχύ μέχρι τις 6.9.2022.
Περαιτέρω, στις 21.10.2021, ο διοικητικός φάκελος του αιτητή επαναδιαβιβάστηκε στην YAM για έλεγχο γνησιότητας του γάμου του. Κατά τη διενέργεια του σχετικού ελέγχου, διαπιστώθηκε ότι εξακολουθούσε να μην υπάρχει συμβίωση μεταξύ του ζεύγους, αφού ο αιτητής διέμενε στις ελεύθερες περιοχές και η σύζυγός του στις κατεχόμενες περιοχές της Δημοκρατίας. Συναφώς, σύμφωνα με την προαναφερθείσα έκθεση της ΥΑΜ, ημερομηνίας 21.5.2022, όσο και από σημείωμα Λειτουργού του Τμήματος προς την Αν. Διευθύντρια, ημερομηνίας 22.8.2022, το ζεύγος, αφού παρουσιάστηκε στην YAM Λευκωσίας για συνέντευξη, υπέπεσε σε αντιφάσεις και προέβη σε ψευδείς δηλώσεις, με αποτέλεσμα οι απόψεις της YAM ως προς τη γνησιότητα του γάμου του αιτητή, να παραμείνουν οι ίδιες με αυτές που είχαν διαμορφωθεί κατά τον πρώτο έλεγχο της γνησιότητας του γάμου.
Ως εκ των πιο πάνω, το Τμήμα, στις 5.9.2022, προέβη στην ακύρωση της άδειας διαμονής του αιτητή, η δε επίδικη απόφαση εστάλη στον αιτητή δι’ επιστολής του Τμήματος ημερομηνίας 12.9.2022.
Κατά της πιο πάνω απόφασης, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή στις 14.10.2022.
Ο συνήγορος του αιτητή αναπτύσσει στη γραπτή του αγόρευση ισχυρισμούς περί παραβίασης των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105), περί νομικής και πραγματικής πλάνης των καθ’ ων η αίτηση και δη πλάνης κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου, αλλά και περί των περιστατικών της υπόθεσης, καθώς και, κυρίως, περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας και έλλειψης επαρκούς και/ή δέουσας αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης. Κατά το συνήγορο του αιτητή, η επίδικη απόφαση είναι ελαττωματική και ανεπίδεκτη δικαστικού ελέγχου, καθότι απουσιάζουν τα στοιχεία εκείνα, στη βάση των οποίων η Διοίκηση έδρασε και έκρινε ότι ο αιτητής δεν είχε δικαίωμα να αιτηθεί για εξασφάλιση άδειας παραμονής στη Δημοκρατία.
Επιπρόσθετα, σύμφωνα πάντα με την πλευρά του αιτητή, από πουθενά δεν προκύπτει οποιοδήποτε τελικό πόρισμα σε σχέση με τη γνησιότητα του γάμου του αιτητή και ουδέποτε οι καθ’ ων η αίτηση έκριναν το γάμο του αιτητή εικονικό, αλλ’ ούτε και παρέπεμψαν αυτόν στη Συμβουλευτική Επιτροπή για Εικονικούς Γάμους, ως προβλέπεται στα άρθρα 7Α και 7Β του Κεφ. 105. Αντίθετα, οι καθ’ ων η αίτηση κατά την απόρριψη του αιτήματος του αιτητή, στηρίχθηκαν αποκλειστικά στη μη συμβίωση του ζεύγους, με αποτέλεσμα να υφίσταται κενό έρευνας, αλλά και εμφιλοχωρήσασα πλάνη.
Τέλος, ο συνήγορος του αιτητή αναπτύσσει και ισχυρισμούς περί παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης.
Από την πλευρά τους, οι καθ’ ων η αίτηση, αντικρούοντας τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και σύννομα, μετά από διενέργεια πλήρους και/ή της δέουσας έρευνας, κατ’ ορθή ενάσκηση της διακριτικής τους εξουσίας και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής. Όλα τα γεγονότα αξιολογήθηκαν δεόντως και η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης υπήρξε πλήρης και/ή επαρκής και, εν πάση περιπτώσει, συμπληρώνεται από τον οικείο διοικητικό φάκελο.
Τονίζουν οι καθ’ ων η αίτηση ότι, στην περίπτωση του αιτητή, δεν πληρούνταν οι υπό του Νόμου προβλεπόμενες προϋποθέσεις για εξασφάλιση άδειας παραμονής του στη Δημοκρατία και καταλήγουν λέγοντας ότι σε καμία περίπτωση δεν έχουν παραβιαστεί οι αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης.
Προδικαστική ένσταση που είχε εγερθεί δια του δικογράφου της ένστασης, περί μη εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης πράξης, αποσύρθηκε, ορθώς, από τον ευπαίδευτο συνήγορο των καθ’ ων η αίτηση δια της γραπτής του αγόρευσης.
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.
Επισημαίνεται εξ’ αρχής ότι το δικαίωμα μιας χώρας να ρυθμίζει την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στο έδαφός της αποτελεί, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, έκφραση της κυριαρχίας της (βλ. ενδεικτικά Moyo and Another v. Republic (1988) 3 CLR 1203). Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Maria Slavova ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1272/2000, ημερ. 18.4.2002, «Η διακριτική εξουσία του κράτους να αποφασίζει επί θεμάτων που αφορούν την είσοδο και παραμονή αλλοδαπού στο έδαφος της χώρας δεν είναι απεριόριστη. Η διοίκηση έχει καθήκον να εξετάζει την κάθε περίπτωση με καλή πίστη και εφόσον η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης ασκείται καλόπιστα το δικαστήριο δεν έχει περιθώρια αμφισβήτησης της απόφασης. Βλ. Reyes v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 860/92, ημερ. 9.2.96, Amanda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 CLR 2583, Souleiman v. Republic (1987) 3 CLR 224 και Mushtag v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 251/94, ημερ. 21.7.95.». Η Δημοκρατία λοιπόν, στα πλαίσια του «προεξάρχοντος κυριαρχικού της δικαιώματος να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν στο έδαφος της» (βλ. Svetoslav Stoyanov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 718/2012, ημερ. 26.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:D151), έχει ευρεία διακριτική εξουσία να δέχεται αλλοδαπούς στην επικράτειά της, η δε εξουσία της αυτή, ως απόρροια της αρχής της εθνικής και εδαφικής της κυριαρχίας, της παρέχει και τη δυνατότητα να αποκλείει αλλοδαπούς από το έδαφός της (βλ. Ivan Todorov Todorov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 109/2000, ημερ. 14.12.2000). Αυτό τονίστηκε και στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Rami Makhlouf κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 21/17, ημερ. 10.9.2024, όπου λέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι «[.] η ευρεία διακριτική ευχέρεια του κράτους να δέχεται ή να αποκλείει αλλοδαπούς, ασχέτως εάν ακολούθησε η πολιτογράφησή τους, από την επικράτειά του. Αυτό, αποτελεί ένα από τους βασικούς πυλώνες της εθνικής και εδαφικής κυριαρχίας του.».
Με τα αμέσως πιο πάνω ως αφετηρία, προχωρώ στην εξέταση των εγειρόμενων λόγων ακύρωσης που προωθούνται.
Όπως έχει προαναφερθεί, οι καθ’ ων η αίτηση έλαβαν την επίδικη απόφαση, στη βάση της διαπίστωσης ότι ο αιτητής δεν συμβίωνε με τη σύζυγό του. Στην εν λόγω διαπίστωση, οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν, αφού προηγουμένως είχαν διενεργήσει δυο επιτόπιους ελέγχους, στις 28.2.2021 και στις 7.5.2022, στη δηλωθείσα διεύθυνση διαμονής του ζεύγους. Όπως αναφέρεται στη σχετική Έκθεση αναφορικά με τον πρώτο έλεγχο (παράρτημα 5 στο δικόγραφο της ένστασης), «[.] διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε συμβίωση του ζεύγους. Παρόλο που ο αλλοδαπός παραδέχτηκε ότι δεν συμβίωνε με την σύζυγο του από τον Οκτώβριο 2020, ηγέρθηκαν υποψίες ότι ουδέποτε υπήρξε συμβίωση ταυ ζεύγους και ότι ο γάμος τελέστηκε με αποκλειστικό σκοπό να εξασφαλίζει ο αλλοδαπός την νόμιμη παραμονή του στην Δημοκρατία. H Κύπρια διέμενε μόνιμα στις κατεχόμενες περιοχές ενώ σύμφωνα με το πιστοποιητικό γεννήσεως Ερ. (59) το ζεύγος απέκτησε από τον γάμο τους ένα παιδί. Λόγω του ότι ο αλλοδαπός δεν γνώριζε σημαντικές πληροφορίες που αφορούν το παιδί του, εύλογα ηγέρθηκαν αμφιβολίες κατά πάσο ο αλλοδαπός είναι ο πατέρας του παιδιού.».
Περαιτέρω, σύμφωνα με όσα αναφέρονται σε σχέση με τη διενέργεια του δεύτερου ελέγχου (παράρτημα 7),-
«[.] διενεργήθηκαν εξετάσεις στην δηλωθείσα διεύθυνση διαμονής του ζεύγους συμφ. Ερ. (32), οδό [.] 23, διαμέρισμα [.], Στρόβολος, χωρίς να εντοπιστεί οποιοδήποτε πρόσωπο.
Η ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος Κ. Τ., αριθμός τηλεφώνου [.], δήλωσε ότι o αλλοδαπός συνεχίζει να διαμένει στο εν λόγω διαμέρισμα και συγκατοικεί μαζί με ακόμη δύο ομοεθνείς του. Όσον αφορά την σύζυγο και το παιδί τους, σύμφωνα με τα λεγόμενα του αλλοδαπού, αυτοί διαμένουν στις κατεχόμενες περιοχές, αλλά συστηματικά τον επισκέπτονται και κάποτε διανυκτερεύουν και στο διαμέρισμα του.
Ακολούθως κλήθηκε τηλεφωνικώς ο αλλοδαπός στο τηλέφωνο αριθμός [.], o οποίος ισχυρίστηκε ότι συμβιώνει καθημερινά με την σύζυγο του και το παιδί τους στην δηλωθείσα διεύθυνση. Επίσης δήλωσε ότι αυτός βρισκόταν στην εργασία του και ότι η σύζυγος του με το παιδί τους, το πρωί πέρασαν στις κατεχόμενες περιοχές και θα επέστρεφαν περί ώρα 1800 της ιδίας ημέρας. Συμφώνησε να παρουσιαστούν στα γραφεία του Κλιμακίου Λευκωσίας μόλις επέστρεφε η σύζυγος του από τις κατεχόμενες περιοχές.
Έγιναν εξετάσεις μέσω λειτουργού του Τ.Α.Π.&Μ., σχετικά με τις διελεύσεις της συζύγου για το έτος 2022, οι οποίες είναι οι ακόλουθες: 22/01, 05/02, 06/02, 14/02, 05/03, 15/04, 18/4, 23/04. Σε όλες τις διελεύσεις της η σύζυγος λίγες ώρες αργότερα επέστρεφε στις κατεχόμενες περιοχές. Ειδικά στις διελεύσεις τον μήνα Απρίλιο παρέμενε μία ώρα και ακολούθως επέστρεφε.
Περί ώρα 1700 ο αλλοδαπός μαζί με την σύζυγο του παρουσιάστηκαν στα γραφεία του Κλιμακίου Λευκωσίας. Τους υποβλήθηκαν χωριστά ερωτήσεις προσωπικού χαρακτήρα και από τις απαντήσεις τους διαπιστώθηκε ότι δεν έχουν καθόλου κοινές δραστηριότητες. Σε ερώτηση σχετικά με τες ημερομηνίες διανυκτέρευσης της συζύγου στις ελεύθερες περιοχές υπέπεσαν στις δηλώσεις τους σε αντιφάσεις.
Αρχικά και η σύζυγος προέβη σε ψευδείς δηλώσεις και ισχυρίστηκε, όπως και ο αλλοδαπός κατά την τηλεφωνική επικοινωνία που είχαμε, ότι συχνά διανυκτερεύει στο διαμέρισμα του αλλοδαπού. Όταν πληροφορήθηκε ότι η Υπηρεσία μας γνώριζε τις ημερομηνίες διέλευσης της και ότι αυτές είναι σύντομης χρονικής διάρκειας, τότε πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι η μητέρα της είναι άρρωστη και δεν μπορεί να απουσιάζει για πολλή ώρα από το σπίτι. Ερωτηθείσα η σύζυγος γιατί κατά τις διελεύσεις της, δεν φέρνει μαζί της και το παιδί της, για το βλέπει ο αλλοδαπός, ως πατέρας που είναι, απάντησε ότι το παιδί αντιμετωπίζει πρόβλημα με την καρδία του και δεν μπορεί να μένει εκτός του σπιτιού για πολλή ώρα.
O αλλοδαπός, ο οποίος επίσης πληροφορήθηκε ότι από εξετάσεις που έγιναν μέσω των οδοφραγμάτων, διαπιστώθηκε ότι προβήκαν σε ψευδείς δηλώσεις σχετικά με τις συναντήσεις τους, αλλά και τις υποτιθέμενες διανυκτερεύσεις της συζύγου στο διαμέρισμα του, απάντησε με έντονο ύφος ότι δεν είναι υπόχρεος να υπόκειται σε οποιοδήποτε έλεγχο από την Υπηρεσία μας και ότι κανείς δεν μπορεί να τον διώξει από την Κύπρο γιατί είναι πατέρας Κύπριου Πολίτη.
Από εξετάσεις που διενεργήθηκαν στις 21/05/22 διαπιστώθηκε ότι η Κύπρια αμέσως μετά την συνέντευξη επέστρεψε στις κατεχόμενες περιοχές. Έκτοτε επισκέφθηκε τις ελεύθερες περιοχές στις 20/05/22 και παρέμεινε για δύο ώρες περίπου.».
Τα πιο πάνω αναφέρονται στην προαναφερθείσα έκθεση της ΥΑΜ προς την Αν. Διευθύντρια του Τμήματος, ημερομηνίας 21.5.2022.
Με βάση τα πιο πάνω, η ΥΑΜ κατέληξε ότι εξακολουθούσε να μην υπάρχει συμβίωση του ζεύγους.
Ακολούθησε σημείωμα Λειτουργού του Τμήματος προς την Αν. Διευθύντρια, ημερομηνίας 22.8.2022 (παράρτημα 7 στο δικόγραφο της ένστασης), στο οποίο, πέραν των πιο πάνω διαπιστώσεων, αναφερόταν επίσης ότι το παιδί που απέκτησε το ζεύγος είναι ακαθόριστης ιθαγένειας, καθώς και ότι ο αιτητής «[.] δεν γνώριζε λεπτομέρειες για το πρόβλημα υγείας τους παιδιού του, τον γιατρό που το παρακολουθεί ή την κλινική». Περαιτέρω, σύμφωνα με τα λεγόμενα του ιδίου του αιτητή, αυτός είδε το παιδί δυο με τρεις φορές, η σύζυγός του δεν έρχεται στις ελεύθερες περιοχές, με εξαίρεση δυο διελεύσεις «[.] που η μια ήταν όταν επισκέφτηκε την επαρχιακή Διοίκηση για την έκδοση πιστοποιητικού γεννήσεως του παιδιού». Έτι περαιτέρω, το ζεύγος, όταν παρουσιάστηκε στα γραφεία της ΥΑΜ Λευκωσίας για συνέντευξη, υπέπεσε σε αντιφάσεις και προέβη σε ψευδείς δηλώσεις, «[.] αφού αρχικά δήλωσαν ότι συμβιώνουν και όταν ο αστυνομικός τους ενημέρωσε ότι γνώριζε τις ημερομηνίες διέλευσης της Τουρκοκύπριας, τότε αυτή πρόβαλε άλλους ισχυρισμούς. Όσον αφορά τον αλλοδαπό, αυτός απάντησε με έντονο ύφος ότι δεν είναι υπόχρεος να υπόκειται σε οποιοδήποτε έλεγχο από την YAM και ότι κανείς δεν μπορεί να τον διώξει από την Κύπρο γιατί είναι πατέρας Κύπριου Πολίτη.».
Τέλος, δια του εν λόγω σημειώματος, υποβαλλόταν η εισήγηση για ακύρωση της άδειας διαμονής του αιτητή στη Δημοκρατία, καθότι αυτός δεν διατηρεί δικαίωμα διαμονής από Κύπριο Πολίτη, εισήγηση η οποία και έγινε δεκτή από την Αν. Διευθύντρια του Τμήματος.
Βεβαίως, δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω την εγκυρότητα των πηγών και/ή της πληροφόρησης των καθ' ων η αίτηση ως προς τα αμέσως πιο πάνω (Anghel Viorel v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1064/2012, ημερ. 20.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:D338). Πρόκειται για πληροφορίες που έχουν συγκεντρωθεί από μια καθόλα αρμόδια προς τούτο κρατική αρχή, η οποία, ως εκ της φύσεως της (Αστυνομία Κύπρου), αποτελεί μια έγκυρη και αξιόπιστη πηγή, και αυτές οι πληροφορίες μπορούν ωσαύτως να αποτελέσουν επαρκές νομιμοποιητικό έρεισμα αιτιολόγησης της επίδικης απορριπτικής απόφασης (βλ. και Krisztian Befeki v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 293/2012, ημερ. 7.3.2012, καθώς και τις αποφάσεις του Δικαστηρίου τούτου στην H.A.D. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 577/2021, ημερ. 18.2.2025 και TONU ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 415/2019, ημερ. 16.2.2022).
Άμεσα σχετική με το υπό συζήτηση θέμα είναι και η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Eddine v. Δημοκρατία (2008) 3 Α.Α.Δ. 95, όπου το Δικαστήριο θεώρησε ως επαρκείς ακόμη και γενικές ενδείξεις περί ενδεχόμενου προβλήματος στη βάση πληροφοριών που ευλόγως προκαλούν ανησυχία: «Αρκεί να παρέχεται επαρκώς πραγματικό έρεισμα για την αρνητική απόφαση εφόσον υπάρχουν και συγκεντρώνονται από κατάλληλες βέβαια πηγές πληροφορίες που προκαλούν ανησυχία. Ακόμη και γενικές ενδείξεις μπορούν δικαιολογημένα να αιτιολογήσουν αρνητική απόφαση, η όποια δε αμφιβολία επενεργεί υπέρ της Δημοκρατίας, στα πλαίσια του προεξάρχοντος κυριαρχικού της δικαιώματος να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν στο έδαφος της (Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203, Ananda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583)» (βλ. και Svetoslav Stoyanov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 718/2012, ημερ. 26.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:D151). Περαιτέρω, στην Florin Puscasu ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 771/2012, ημερ. 12.9.2014, ECLI:CY:AD:2014:D674, το Ανώτατο Δικαστήριο, με αναφορά και στην Eddine, ανωτέρω, επεσήμανε ότι το Δικαστήριο δεν ερευνά και δεν υποκαθιστά την διακριτική ευχέρεια που ασκεί η Διοίκηση όταν υπεισέρχεται στην εικόνα ζήτημα εσωτερικής τάξης (βλ. Kapsaskis κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. αρ. 290/2012 κ.α., ημερ. 20.2.2013, Kolomoets v. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 443 και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην MR. M. M. I. Ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 341/2021, ημερ. 12.12.2023).
Τέλος, σχετική είναι η πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στη Rahimzadeh ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ.119/20, ημερ. 25.2.2025, όπου τονίστηκε ότι νομίμως η Διοίκηση μπορεί να βασιστεί σε πληροφορίες από κατάλληλες πηγές, για να εξετάσει υποβληθέν προς τις αρχές της Δημοκρατίας αίτημα αλλοδαπού.
Υπό το φως των πιο πάνω και λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη την ευρεία διακριτική ευχέρεια που έχει η Διοίκηση κατά την εξέταση αιτήσεως ως η υπό κρίση, καταλήγω ότι και στην παρούσα περίπτωση, οι πληροφορίες που είχαν ενώπιον τους οι καθ' ων η αίτηση αναφορικά με τον αιτητή και ειδικότερα αναφορικά με τη μη συμβίωσή του με την Τουρκοκύπρια σύζυγό του, αποτελούν επαρκή νομιμοποιητική βάση για την απόρριψη του αιτήματός του.
Οι δε διαπιστώσεις των καθ’ ων η αίτηση περί μη συμβίωσης του ζεύγους, ήσαν ορθές και υποστηρίζονται από το σύνολο των ενώπιον μου τεθέντων. Ούτε και έχει παρουσιαστεί οτιδήποτε εκ μέρους του αιτητή που να μπορεί να αναιρέσει και/ή ανατρέψει με την απαιτούμενη επάρκεια τις πιο πάνω διαπιστώσεις των καθ’ ων η αίτηση, με αποτέλεσμα να παραμένει αναντίλεκτο γεγονός ότι ο αιτητής, κατά τη διάρκεια του γάμου του με την Τουρκοκύπρια, δεν συμβίωνε μαζί της. Είναι ακριβώς στη βάση της αμέσως πιο πάνω διαπίστωσης που απορρίφθηκε το αίτημα του αιτητή, όπως προκύπτει και από την επίδικη απόφαση που περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 12.9.2022, προς τον αιτητή.
Επιπρόσθετα, και σε άμεση συνάρτηση με τα αμέσως πιο πάνω, θα πρέπει να λεχθούν και τα εξής: αποτελεί βασικό ισχυρισμό του συνηγόρου του αιτητή ότι η περίπτωσή του δεν παραπέμφθηκε στην Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία ιδρύθηκε στη βάση των προνοιών των άρθρων 7Α και 7Β του Κεφ. 105, προτού αποφασιστεί η εικονικότητα του γάμου του με την Ευρωπαία πολίτη. Τα εν λόγω άρθρα, ωστόσο, ρυθμίζουν τα περί εικονικότητας ενός γάμου και δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα, εφόσον, ως προκύπτει και από την προεκτεθείσα επίδικη απόφαση, η απόρριψη του αιτήματος, δεν έγινε στη βάση της γνησιότητας ή μη του γάμου, αλλά στη βάση του ότι οι σύζυγοι δεν διέμεναν μαζί, ήτοι στη βάση της έλλειψης του στοιχείου της συμβίωσης.
Συνακόλουθα, τυγχάνουν εφαρμογής εν προκειμένω τα νομολογηθέντα στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Nisse v. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 23/2015, ημερ. 4.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:C436, όπου υπήρξε διαπίστωση ότι οι εκεί σύζυγοι δεν διέμεναν μαζί και ότι ο Ευρωπαίος σύζυγος βρισκόταν στο εξωτερικό, κάτι το οποίο συνιστούσε αναντίλεκτο γεγονός ότι το ζεύγος δεν συμβίωνε. Παρατίθεται το ακόλουθο απόσπασμα από την εν λόγω απόφαση:
«Σε ό,τι αφορά τον πρώτο Λόγο Έφεσης το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελ. 4 της Απόφασης του διαπίστωσε τα εξής:
«Παρατηρώ εξ αρχής πως τα όσα ο δικηγόρος της αιτήτριας προβάλλει σε σχέση με τη σημείωση από το λειτουργό των καθ’ ων η αίτηση ο οποίος διενήργησε έρευνα για τη γνησιότητα του γάμου, πως διατηρούσε αμφιβολίες σε σχέση με τη γνησιότητά του, δεν μπορούν να εγείρονται καθότι η απόρριψη του αιτήματος δεν έγινε στη βάση της γνησιότητας ή μη του γάμου αλλά στη βάση του ότι οι σύζυγοι δεν διαμένουν μαζί. Το δε άρθρο 4(2)(α) του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα της Δημοκρατίας του 2007, Ν. 9(Ι)/2007, («ο Νόμος») προβλέπει, μεταξύ άλλων, για συμβίωση «κάτω από την ίδια στέγη με τον εν λόγω πολίτη της Ένωσης στην χώρα προέλευσης», εν προκειμένω τη Γαλλία. Οπότε, ούτε η επίκληση των διατάξεων του εν λόγω άρθρου βοηθά την αιτήτρια. Η δε επί τόπου έρευνα και τα συναχθέντα συμπεράσματα προηγήθηκαν τόσο της επιστολής του συζύγου όσο και της προσκόμισης από την αιτήτρια, των ιατρικών βεβαιώσεων για την υγεία του συζύγου της. Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας στο στάδιο εκείνο, όταν δεν είχαν τεθεί ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση τα εκ των υστέρων προσκομισθέντα στοιχεία.»
(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού επεσήμανε ότι η απόρριψη του αιτήματος της Εφεσείουσας δεν είχε γίνει στη βάση της γνησιότητας ή μη του γάμου, αλλά στη βάση του ότι οι σύζυγοι δεν διαμένουν μαζί, επεσήμανε ότι ούτε η επίκληση των προνοιών του Άρθρου 4(2)(α) του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου 7(Ι)/2007, το οποίο προβλέπει, μεταξύ άλλων, για συμβίωση «κάτω από την ίδια στέγη με τον εν λόγω πολίτη της Ένωσης στη χώρα προέλευσης», που στην προκείμενη περίπτωση ήταν η Γαλλία, μπορούσαν να βοηθήσουν την περίπτωση της Εφεσείουσας».
Τα πιο πάνω τυγχάνουν εφαρμογής και στην υπό κρίση υπόθεση, όπου, από το υλικό που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι στους κατά καιρούς ελέγχους που το αρμόδιο Τμήμα διενεργούσε στην οικία του ζεύγους, διαπιστωνόταν η μη συμβίωση.
Κατά συνέπεια, κρίνεται εύλογη η κρίση της αρμόδιας αρχής ότι ο αιτητής δεν συμβίωνε με την Τουρκοκύπρια σύζυγό του και ούτε υπήρχε υποχρέωση παραπομπής της περίπτωσής του στην υπό του Κεφ. 105 προβλεπόμενη Συμβουλευτική Επιτροπή (βλ. και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην S.K. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 938/2020, ημερ. 30.10.2023, καθώς και την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Β.Κ. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 1600/2021 και 627/2023 (i-Justice), ημερ. 27.6.2023).
Περαιτέρω, στη βάση των προεκτεθέντων και δη των γεγονότων της υπόθεσης, δεν μπορεί να ευσταθεί ο οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί παραβίασης του δικαιώματος οικογενειακής ζωής του αιτητή. Εύλογα εν προκειμένω τίθεται το ερώτημα για ποια οικογενειακή ζωή μπορεί να γίνεται λόγος όταν οι σύζυγοι δεν συμβιώνουν, δεν έχουν κοινές δραστηριότητες, αγνοούν βασικές πληροφορίες ο ένας για τον άλλον, ενώ ο αιτητής αγνοεί βασικά στοιχεία για το παιδί του, το οποίο και δεν βλέπει συχνά, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται καν ο στοιχειώδης δεσμός.
Ενόψει των πιο πάνω, κρίνω ότι οι καθ’ ων η αίτηση καθόλα ορθά προχώρησαν στη λήψη της επίδικη απόφασης.
Δεν εντοπίζεται πλάνη, αλλ’ ούτε κενό έρευνας και αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του συνηγόρου του αιτητή κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται. Προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία και δη από τα παραρτήματα της ένστασης, ότι οι καθ’ ων η αίτηση διενήργησαν ενδελεχή και, εν πάση περιπτώσει, επαρκή και/ή τη δέουσα έρευνα πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης. Αυτό προκύπτει και από τους διενεργηθέντες ελέγχους αναφορικά με τη συμβίωση του ζεύγους, αλλά και από τα προαναφερθέντα σημειώματα και τις σχετικές εκθέσεις που είχαν ετοιμαστεί, στο πλαίσιο εξέτασης της γνησιότητας του γάμου του αιτητή και/ή της συμβίωσης του ζεύγους.
Ούτε και μπορώ να συμφωνήσω με τον ισχυρισμό της πλευράς του αιτητή περί ελλιπούς και/ή ανεπαρκούς αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης. Στην εν λόγω απόφαση, παρατίθενται με σαφήνεια οι λόγοι που οδήγησαν στη λήψη αυτής, ενώ δύναται κάλλιστα η απόφαση αυτή να συμπληρωθεί, και όντως συμπληρώνεται, από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και της ένστασης. Σύμφωνα με το άρθρο 29 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), η αιτιολογία μιας πράξης μπορεί να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου (βλ. Θεοδωρίδου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 146, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Κατά πάγια επίσης νομολογία, η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το διοικητικό φάκελο επιτρέπεται, μόνον όταν τα απαιτούμενα στοιχεία προκύπτουν από το φάκελο κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο και προκύπτει με ακρίβεια τι είχε υπόψη του το διοικητικό όργανο κατά τη λήψη της απόφασής του (βλ. Χρίστος Παναγιωτίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 342). Θεωρώ ότι αυτό συμβαίνει και στην υπό εξέταση περίπτωση, αφού από το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων και ειδικότερα από τις προαναφερθείσες εκθέσεις και τα σημειώματα, προκύπτει με σαφήνεια το σκεπτικό και οι λόγοι που οδήγησαν τους καθ’ ων η αίτηση στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και, βεβαίως, συμπληρώνεται η δοθείσα αιτιολογία. Εν προκειμένω, παρέχονται στο Δικαστήριο τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης, ούτως ώστε να καθιστά εφικτή η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου (Φράγκος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, L.A.S. BOATING LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 37/2017, ημερ. 26.10.2023).
Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, ούτε και παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης ή/και της καλής πίστης εντοπίζεται.
Δεδομένης της ύπαρξης συγκεκριμένου πλαισίου, δυνάμει του οποίου ενήργησαν οι καθ’ ων η αίτηση στην παρούσα υπόθεση, είναι αρκετό να υπομνησθεί εν προκειμένω ότι η αρχή της καλής πίστης, ναι μεν σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία, δεν υπερφαλαγγίζει, ωστόσο, και δεν μπορεί να μεταβάλει την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, ώστε να οδηγεί σε καταστρατήγηση της αρχής της νομιμότητας (βλ. Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191) και έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα (O LYKOS SERVICES AND SECURITY SYSTEMS-PRIVATE INVESTIGATORS LTD κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. αρ. 1/16, ημερ. 20.7.2021, Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ν. Γιαννάκης Τσικκουρής κ.α., Α.Ε.19/11, ημερ. 22.12.2016).
Ως εκ των πιο πάνω, και λαμβανομένου υπόψη του προεκτεθέντος ιστορικού και/ή του πραγματικού πλαισίου της υπόθεσης, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και σε κάθε περίπτωση εύλογα επιτρεπτή. Δεν στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης και, συνακόλουθα, δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.
Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1500 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο