S. S. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1998/2023, 6/3/2025
print
Τίτλος:
S. S. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1998/2023, 6/3/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

(Υπόθεση Αρ. 1998/2023 (i-Justice))

 

6 Μαρτίου 2025

 

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

          ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                                 S. S.

                                                                             Αιτήτρια

                                                    ΚΑΙ

             ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για Νατάσα Χαραλαμπίδου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτήτρια

Χ. Δημητρίου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, η αιτήτρια αξιώνει-

 

«Α. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι πράξη κήρυξης της Αιτήτριας σε απαγορευμένη μετανάστη καθώς και τα Διατάγματα κράτησης και απέλασης ημερομηνίας 20/11/2023 τα οποία εκδόθηκαν από τους Καθ’ ων η αίτηση εναντίον της αιτήτριας δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 6(1)(Κ) και 14 του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου ΚΕΦ. 105 - ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1, είναι άκυρα, αντισυνταγματικά παράνομα και στερούνται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος και όπως διατάξει την ακύρωση τους και την άμεση απελευθέρωση της αιτήτριας.

 

Β. Δήλωση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση για έκδοση νέας αιτιολογημένης απόφασης κατά πόσο η κράτηση της αιτήτριας θα έπρεπε να παρέμενε σε ισχύ μετά την επανάνοιξη του φακέλου της στην Υπηρεσία Ασύλου με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 16Ε του περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(Ι)/2000, είναι αντισυνταγματική, παράνομη, άκυρη, στερημένη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος και έχει παραληφθεί να διενεργηθεί καθ’ υπέρβαση εξουσίας και/ή χωρίς καθόλου δικαιοδοσία και είναι αποτέλεσμα έλλειψης έρευνας, νομικής και πραγματικής πλάνης και κακής εφαρμογής του Νόμου.».

 

Η αιτήτρια, υπήκοος Γουϊνέας, υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας την 21.1.2020, η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 7.9.2023 (ερυθρό 37 στον φάκελο της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος κατατέθηκε και σημειώθηκε ως «Τεκμήριο 2» κατά τις διευκρινίσεις). Όπως προκύπτει από το έγγραφο επικοινωνίας με την αιτήτρια (ερυθρά 22-23 στο Τεκμήριο 2), η Υπηρεσία Ασύλου, στο πλαίσιο εξέτασης της εν λόγω αίτησης, προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να επικοινωνήσει τηλεφωνικώς με την αιτήτρια, σε συγκεκριμένο τηλεφωνικό αριθμό στις 29.3.2023 με σκοπό τον προγραμματισμό της συνέντευξής της για τις 6.6.2023 (ερυθρό 22) και ακολούθως, στον ίδιο αριθμό τηλεφώνου, στις 12.4.2023, 25.4.2023 και 17.7.2023 για προγραμματισμό της συνέντευξής της (ερυθρό 23), επίσης ανεπιτυχώς.

 

Εν τέλει, επικοινωνία με την αιτήτρια δεν επιτεύχθηκε και η Υπηρεσία Ασύλου συνέταξε επιστολή, η οποία φέρει ημερομηνία 3.8.2023, απευθυνόμενη προς την αιτήτρια, στην τελευταία, δηλωθείσα από την ίδια, διεύθυνση, με την οποία καλείτο η αιτήτρια όπως παρευρεθεί σε συνέντευξη στις 6.9.2023 ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου (ερ. 28 στο Τεκμήριο 2). Στη βάση των ενώπιον μου τεθέντων, η εν λόγω επιστολή δεν φαίνεται να έχει ταχυδρομηθεί στην αιτήτρια.

 

Τελικά, στις 7.9.2023, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, συνέταξε έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία γίνεται εισήγηση για κλείσιμο του φακέλου της αιτήτριας και διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησής της, εφόσον αυτή «Στις 29/03/2023, 12/04/2023, 25/04/2023 και 17/07/2023 κλήθηκε τηλεφωνικώς για να παραστεί σε συνέντευξη, χωρίς ωστόσο να καταστεί δυνατός ο εντοπισμός της (Π.Β. ερυθ 22-23). Στις 03/08/2023, η ΑΔΠ [σημ.: η αιτήτρια] κλήθηκε μέσω ταχυδρομικής επιστολής στην τελευταία δηλωθείσα διεύθυνση της, για να παραστεί σε συνέντευξη προγραμματισμένη για τις 06/09/2023 (Π.Β. ερυθ.24-28). Παρά τις προσπάθειες τηλεφωνικής επικοινωνίας και την αποσταλθείσα επιστολή, η ΑΔΠ δεν προσήλθε στην προκαθορισμένη ημερομηνία συνέντευξης της» (ερ. 35 και 34 στο Τεκμήριο 2).

 

Ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, αυθημερόν, μέσω δεόντως εξουσιοδοτημένου λειτουργού να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου, εξέτασε την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και αποφάσισε το κλείσιμο του φακέλου και διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης της αιτήτριας για διεθνή προστασία, δυνάμει του άρθρου 16Β(1) και 16Β(2) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο (ερ. 36 στο Τεκμήριο 2). Την ίδια ημέρα, ήτοι στις 7.9.2023, συντάχθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου επιστολή προς την αιτήτρια, στην οποία περιέχεται ενημέρωση τόσο για το κλείσιμο του φακέλου και τη διακοπή εξέτασης της αίτησης της αιτήτριας δυνάμει του άρθρου 16Β(1)(i) του Νόμου 6(Ι)/2000, όσο και για τα μέσα θεραπείας, καθώς επίσης και για την έκδοση απόφασης επιστροφής εναντίον της και την υποχρέωσή της για εθελοντική αναχώρηση εντός επτά ημερών. Επιπλέον, με την ίδια επιστολή, ενημερώνεται η αιτήτρια ότι τόσο η απόφαση επιστροφής όσο και η εθελοντική περίοδος αναχώρησης αναστέλλονται μέχρι τη λήξη των αναφερόμενων προθεσμιών, χωρίς την υποβολή προσφυγής ή μέχρι την έκδοση δικαστικής απόφασης από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας (ΔΔΔΠ) σε περίπτωση καταχώρησης προσφυγής. Η εν λόγω επιστολή φέρει σφραγίδα «POSTAL 27 SEP 2023 Asylum Service Ministry of Interior», ωστόσο όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο της Υπηρεσίας Ασύλου (ερυθρό 38 στο Τεκμήριο 2), αυτή ταχυδρομήθηκε με συστημένο ταχυδρομείο στις 6.10.2023, με αριθμό αποστολής RB007956379CY.    

 

Στις 19.11.2023, η αιτήτρια συνελήφθη στην Πάφο για παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία και εναντίον της εκδόθηκαν τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης, ημερομηνίας 20.11.2023, δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ.105), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, καθότι αυτή, όπως αναφέρεται στα διατάγματα, ήταν απαγορευμένη μετανάστης, εφόσον παρέμεινε στη Δημοκρατία παράνομα από 26.10.2023, όταν και παρήλθε η ημερομηνία αναχώρησής της από τη χώρα.

 

Την 21.11.2023, ήτοι την αμέσως επόμενη ημέρα της έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, η αιτήτρια υπέβαλε αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου της/μεταγενέστερη αίτηση, ισχυριζόμενη ότι ποτέ δεν έλαβε γνώση και ποτέ δεν παρευρέθηκε σε συνέντευξη ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και ότι ο φάκελός της έκλεισε με σιωπηρή απόσυρση, χωρίς ποτέ να έχει εξεταστεί. Ισχυρίστηκε επίσης η αιτήτρια ότι αμέσως μόλις αντιλήφθηκε το κλείσιμο του φακέλου της και την απόρριψη της αίτησής της, υπέβαλε αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου της δυνάμει του άρθρου 16Ε του Νόμου 6(Ι)/2000, ώστε να εξεταστεί η αίτησή της. Από το διοικητικό φάκελο, προκύπτει ότι η αίτηση της αιτήτριας, κρίθηκε παραδεκτή στις 7.12.2023.  

 

Στις 27.11.2023, καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή κατά της απόφασης κήρυξης της αιτήτριας ως απαγορευμένης μετανάστη και της έκδοσης των διαταγμάτων κράτησης και απέλασής της, ημερομηνίας 20.11.2023.

 

Εκκρεμούσης της προσφυγής, το επίδικο διάταγμα κράτησης ακυρώθηκε από τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («η Διευθύντρια») και αντικαταστάθηκε από νέο διάταγμα κράτησης, ημερομηνίας 17.1.2024, δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του Νόμου 6(Ι)/2000, το δε επίδικο διάταγμα απέλασης ανεστάλη μέχρι το τέλος της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματος ασύλου της αιτήτριας.

 

Συνεπεία της πιο πάνω εξέλιξης, η συνήγορος της αιτήτριας έθεσε ζήτημα ύπαρξης καταλοίπου ζημίας λόγω παράνομης κράτησης της αιτήτριας για το διάστημα από την έκδοση του επίδικου διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 20.11.2023 ή τουλάχιστον από τις 7.12.2023 που ο φάκελος της αιτήτριας επανάνοιξε με βάση τις διατάξεις του άρθρου 16Ε του Νόμου 6(Ι)/2000, μέχρι και την προαναφερθείσα ημερομηνία 17.1.2024, όταν και το εν λόγω διάταγμα αντικαταστάθηκε από το νέο, εκδοθέν δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ του Νόμου 6(Ι)/2000, διάταγμα κράτησης.

 

Ως εκ των πιο πάνω, δόθηκαν οδηγίες από το παρόν Δικαστήριο για καταχώρηση συμπληρωματικών γραπτών αγορεύσεων αποκλειστικά και μόνον όσον αφορά στο ζήτημα της ύπαρξης ζημιογόνου καταλοίπου και η υπόθεση ορίστηκε για διευκρινίσεις στις 20.11.2024. Προς υποστήριξη της επιχειρηματολογίας της, η συνήγορος της αιτήτριας επικαλέστηκε, μεταξύ άλλων, και την απόφαση του ΔΔΔΠ στην S.S. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. ΔΚ 4/2024, ημερομηνίας 20.3.2024, προσφυγή που η ίδια αιτήτρια είχε καταχωρήσει κατά της απόφασης έκδοσης του προαναφερθέντος διατάγματος κράτησής της, ημερομηνίας 17.1.2024, το οποίο είχε εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου. Στην εν λόγω υπόθεση, το Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση έκδοσης του διατάγματος κράτησης της αιτήτριας, ημερομηνίας 17.1.2024 και διέταξε την άμεση απελευθέρωσή της, αφού έκρινε ότι η αίτηση διεθνούς προστασίας της αιτήτριας δεν εξετάστηκε δεόντως από τους καθ’ ων η αίτηση και απορρίφθηκε από δική τους υπαιτιότητα, χωρίς η αιτήτρια να έχει γνώση επ’ αυτού κατά τον ουσιώδη χρόνο της σύλληψής της και της έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων. Εκτενής αναφορά στην εν λόγω απόφαση, γίνεται κατωτέρω.

 

Κατά συνέπεια, ως υποβάλλει η κα Χαραλαμπίδου, με βάση τα πιο πάνω, προκύπτει ότι παράνομα εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα κράτησης της αιτήτριας, η οποία, συνακόλουθα, παράνομα τέθηκε υπό κράτηση για το διάστημα από 20.11.2023 μέχρι και την προαναφερθείσα ημερομηνία 17.1.2024. Η δε προσφυγή της θα πρέπει να επιτύχει, εφόσον η αιτήτρια, όπως άλλωστε και το ΔΔΔΠ διαπίστωσε, ουδέποτε έλαβε γνώση της διακοπής της εξέτασης της αίτησής της για διεθνή προστασία, κάτι που στοιχειοθετείται από τη μη λήψη από την ίδια, της επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία η Υπηρεσία γνωστοποιούσε σε αυτήν την απόφασή της για κλείσιμο του φακέλου της και διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησής της για διεθνή προστασία. Συνεπώς, κατά την κα Χαραλαμπίδου, πεπλανημένα κρίθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση ότι η αιτήτρια κατά το χρόνο σύλληψής της και έκδοσης της επίδικης απόφασης, ήταν απαγορευμένη μετανάστης.

 

Στον αντίποδα, η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση αντιτείνει ότι η αιτήτρια όχι μόνο δεν στοιχειοθέτησε, αλλ’ ούτε καν δικογράφησε οποιοδήποτε ισχυρισμό περί καταλοίπου ζημίας. Με αποτέλεσμα, η προσφυγή, ως έχουσα απωλέσει το αντικείμενό της, να υπόκειται σε απόρριψη, εφόσον το επίδικο διάταγμα κράτησης έχει ανακληθεί, το δε διάταγμα απέλασης έχει ανασταλεί, σε κάθε δε περίπτωση, η αιτήτρια, κατά το χρόνο έκδοσης της επίδικης απόφασης, ήταν απαγορευμένη μετανάστης.

 

Στην απόφαση του ΔΔΔΠ στην S.S., ανωτέρω, λέχθηκαν και τα εξής, άμεσα σχετικά με το υπό συζήτηση ζήτημα (η υπογράμμιση έχει προστεθεί):

 

«Ανατρέχοντας στο διοικητικό φάκελο της Υπηρεσίας Ασύλου, Τεκμήριο Β, το Δικαστήριο κάλεσε τα μέρη να τοποθετηθούν ως προς το ερυθρό 38 το οποίο αποτελεί κατάσταση απεσταλθένων αποφάσεων μέσω των Κυπριακών Ταχυδρομείων και φέρει τίτλο «Οκτώβριος 2023 - Απόφαση» μεταξύ των οποίων φαίνεται και το όνομα της Αιτήτριας. Μετά από έρευνα που διεξήγαγαν από κοινού τα μέρη με την χρήση του αριθμού δελτίου ταχυδρομικής αποστολής, προέκυψε ότι η εν λόγω επιστολή [πρόκειται για την επίδικη επιστολή ημερομηνίας 7.9.2023] ταχυδρομήθηκε εν τέλει στις 06/10/2023 και μέχρι και την 25/11/2023 ημερομηνία μεταγενέστερη της σύλληψης της Αιτήτριας δεν παραλήφθηκε από την Αιτήτρια, ωστόσο αποτελεί θέση της κ. Δημητρίου, παραπέμποντας στο άρθρο 2 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1 ότι επίδοση με ταχυδρομείο λογίζεται ότι γίνεται με την κανονική αποστολή προπληρωμή και ταχυδρόμηση επιστολής που περιέχεται το έγγραφο και εκτός αν αποδεικνύεται το αντίθετο ότι επιτεύχθηκε κατά το χρόνο κατά τον οποίο η επιστολή θα παραδιδόταν με την συνηθισμένη πορεία του ταχυδρομείου.

[.]

Αποτελεί ουσιαστική και κύρια θέση της Αιτήτριας ότι αυτή ουδέποτε έλαβε γνώση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου για κλείσιμο του φακέλου και διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης της, συνεπεία σιωπηρής απόσυρσης της αίτησης διεθνούς προστασίας ή υπαναχώρησης της Αιτήτριας από αυτή, παρά μόνο κατά την σύλληψή της, ισχυρισμός ο οποίος κρίνω ότι θα πρέπει να εξεταστεί πρώτος.

 

Το άρθρο 8(2)(α) του περί Προσφύγων Νόμου προνοεί ότι

 

«Ο τόπος διαμονής αιτητή καθορίζεται στην βεβαίωση υποβολής αίτησης. Ο αιτητής, σε περίπτωση αλλαγής του τόπου διαμονής του, υποχρεούται να ενημερώσει το συντομότερο δυνατό το Κλιμάκιο, συμπληρώνοντας έντυπο κατά τον τύπο που αποφασίζεται από τον Προϊστάμενο.».

 

Το άρθρο 16Β(2)(β) του Νόμου προνοεί ότι η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρεί ότι ο/η αιτητής/τρια, σιωπηρά, έχει αποσύρει την αίτηση του όταν διαπιστώνει ότι

 

«(β) διέφυγε ή αναχώρησε χωρίς άδεια από το μέρος όπου ζούσε ή βρισκόταν υπό κράτηση, χωρίς να έρθει σε επαφή με την Υπηρεσία Ασύλου εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, ή δεν εκπλήρωσε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος την υποχρέωση αναφοράς ή άλλες υποχρεώσεις επικοινωνίας, όπως την προβλεπόμενη στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 8, εκτός εάν ο αιτητής αποδείξει ότι αυτό οφειλόταν σε συνθήκες ανεξάρτητες από τη θέλησή του».

 

Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι ο/η κάθε αιτητής/ρια έχει υποχρέωση να ενημερώσει χωρίς καθυστέρηση την αρμόδια αρχή σε περίπτωση αλλαγής του χώρου διαμονής του/της και των στοιχείων επικοινωνίας του/της και, αντίστοιχα, η αρμόδια αρχή έχει το δικαίωμα να συμπεράνει σε περίπτωση αλλαγής αυτών χωρίς ενημέρωση της από τον/τη αιτητή/τρια, ότι αυτός/τη έχει αποσύρει την αίτησή του/της ή ότι έχει υπαναχωρήσει από αυτήν.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η Αιτήτρια φαίνεται να συμμορφώθηκε με τις απαιτήσεις του Νόμου, γνωστοποιώντας από το έτος 2021 (ερυθρό 2 στο Τεκμήριο Α), την αλλαγή στη διεύθυνση διαμονής της, συμπληρώνοντας και υποβάλλοντας ενυπόγραφα το Έντυπο Δήλωσης Αλλαγής Διεύθυνσης καθώς και για τον αριθμό τηλεφωνικής επικοινωνίας δηλώνοντας τον αριθμό [.], η δε αρμόδια αρχή, Υπηρεσία Ασύλου, καταχώρησε στο ηλεκτρονικό της σύστημα την αλλαγή διεύθυνσης διαμονής πλην όμως όχι τον επικαιροποιημένο αριθμό κινητού τηλεφώνου, με αριθμό τηλεφώνου να καταγράφεται στο σύστημα το [.] αντί του δηλωθέντος από την Αιτήτρια αριθμού [.].

 

Όπως προκύπτει από το Τεκμήριο Β, η Υπηρεσία Ασύλου προσπάθησε σε διάφορες ημερομηνίες και ώρες (τέσσερις στο σύνολο όπως αναφέρονται με λεπτομέρεια πιο πάνω) να επικοινωνήσει με την Αιτήτρια για προγραμματισμό της συνέντευξης της, πλην όμως καλώντας στον αρχικό αριθμό τηλεφώνου και όχι στον νέο δηλωθέν από την Αιτήτρια αριθμό και αυτό ανεπιτυχώς.    

 

Αναφορικά δε με την επιστολή ημερομηνίας 03/08/2023 η οποία απευθύνεται προς την Αιτήτρια στην τελευταία δηλωθείσα από την Αιτήτρια διεύθυνση διαμονής σύμφωνα με την οποία καλείται όπως παρευρεθεί σε συνέντευξη σε συγκεκριμένη ημερομηνία, διαπιστώνω ότι πράγματι δεν προκύπτει από πουθενά η αποστολή της και παραμένει αμφισβητούμενο γεγονός το κατά πόσο εν τέλει αυτή απεστάλη στην Αιτήτρια. Παρ' όλα αυτά κρίνω ότι δεν καθίσταται μοιραίο για την έκβαση της υπόθεσης, εφόσον ο ισχυρισμός αυτός θα μπορούσε να εξεταστεί σε προσφυγή ενώπιον Δικαστηρίου στα πλαίσια εξέτασης της νομιμότητας της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου για διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας και κλείσιμο του φακέλου της, η οποία όπως προκύπτει επίσης από το διοικητικό φάκελο περιέχεται στην επιστολή της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 07/09/2023 και σύμφωνα με το ερυθρό 38 του Τεκμηρίου Β αλλά και τις δηλώσεις των μερών αυτή απεστάλη μέσω συστημένου ταχυδρομείου στις 06/10/2023. Ωστόσο δεν παραγνωρίζω το γεγονός ότι επί της επιστολής ημερομηνίας 07/09/2023 τίθεται σφραγίδα με την οποία φαίνεται η επιστολή αυτή να έχει ταχυδρομηθεί στις 27/09/2023 και όλοι οι λοιποί χειρισμοί των Καθ' ων η αίτηση βασίζονται επί αυτής της ημερομηνίας και όχι της πραγματικής ημερομηνίας αποστολής που είναι η 6η Οκτωβρίου 2023.

 

Στην απόφαση Socrates Theodorou v. The Abbot of Kykko Monastery Mr. Chrysostomos and others (1965) 1 C.L.R. 9, κρίθηκε ότι εάν αποδειχθεί ότι η επιστολή έχει ταχυδρομηθεί και δεν έχει επιστραφεί από το ταχυδρομείο, αυτό συνιστά, εκ πρώτης όψεως, απόδειξη της παράδοσης της στο πρόσωπο προς το οποίο αυτή απευθύνεται. Συνεπώς, όπου η προσβαλλόμενη πράξη αποστέλλεται με σύνηθες ταχυδρομείο, θεωρείται κατά τεκμήριο ότι αυτή έχει φθάσει στον προορισμό της εντός εύλογου χρόνου εφόσον δεν επεστράφη (βλ Παπαδόπουλος κ.α. ν. Δημοκρατίας, υπόθεση αρ. 657/2012, ημερομηνίας 27.06.2014 και Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 415.). Δημιουργείται δηλαδή μαχητό τεκμήριο παράδοσης της στο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται.

 

Ωστόσο, σύμφωνα με το ηλεκτρονικό δελτίο αποστολής της επιστολής ημερομηνίας 07/09/2023 το οποίο κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας από κοινού από τις συνηγόρους των μερών, σε σχέση με την πορεία της αποστολής της επιστολής, προκύπτουν τα ακόλουθα:

 

Η επιστολή, ταχυδρομήθηκε στις 06/10/2023 από Λευκωσία προς Πάφο, στις 09/10/2023 έγινε πρώτη ανεπιτυχής προσπάθεια παράδοσης της στον παραλήπτη της, στις 21/11/2023 έγινε δεύτερη ανεπιτυχής προσπάθεια παράδοσης της στον παραλήπτη της και την 22/11/2023 απεστάλη από την Πάφο προς την Λευκωσία για επιστροφή στον αποστολέα της, ο οποίος όπως προκύπτει από το συγκεκριμένο έγγραφο, την παρέλαβε τελικά στις 08/12/2023, παρόλα αυτά δεν βρίσκεται εντός του διοικητικού φακέλου, ως η υποχρέωση των Καθ' ων η αίτηση για αρχειοθέτηση της στο διοικητικό φάκελο.

 

Υπενθυμίζω ότι η Αιτήτρια συνελήφθη για παράνομη παραμονή στο έδαφος της Δημοκρατίας στις 19/11/2023 ημερομηνία προγενέστερη της προσπάθειας παράδοσης της επιστολής με την οποία η Υπηρεσία Ασύλου της γνωστοποιούσε την απόφασή της για κλείσιμο του φακέλου της και διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης της για διεθνή προστασία, επιβεβαιώνοντας πως δεν ήταν εφικτή η παράδοση της επιστολής εφόσον εκ των πραγμάτων δεν βρισκόταν στην διεύθυνση διαμονής της στις 21/11/2023, αλλά ήτο ήδη υπό κράτηση.

 

Τούτων λεχθέντων, κρίνω ότι ο ισχυρισμός της συνηγόρου της Αιτήτριας σύμφωνα με τον οποίο η τελευταία ουδέποτε έλαβε γνώση της διακοπής της εξέτασης της αίτησης της για διεθνή προστασία ευσταθεί, εφόσον  αποδεικνύεται η μη λήψη της επιστολής από την ιδία.

 

Σύμφωνα με τα πιο πάνω, αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι Καθ' ων η αίτηση (i) προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν με την Αιτήτρια για προγραμματισμό της συνέντευξης της σε προηγούμενο καταχωρημένο αριθμό τηλεφώνου χωρίς να έχουν οι ίδιοι επικαιροποιήσει το ηλεκτρονικό τους σύστημα, (ii) προσπάθησαν να αποστείλουν επιστολή προς την Αιτήτρια για προγραμματισμένη συνέντευξη η οποία δεν προκύπτει να έχει εν τέλει ταχυδρομηθεί ή με οποιοδήποτε τρόπο κοινοποιηθεί στην Αιτήτρια και (iii) ενώ η προσπάθεια παράδοσης της επιστολής ημερομηνίας 07/09/2023 προς την Αιτήτρια εκκρεμούσε, η Αιτήτρια είχε ήδη συλληφθεί για το αδίκημα της παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία από 19/11/2023. Ως εκ τούτου κρίνω ότι οι Καθ' ων η αίτηση ενεργούσαν υπό πλάνη, λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, πλάνη η οποία επενεργεί σε βάρος της Αιτήτριας.

 

Παραπέμπω στην απόφαση Κυρμίτσης ν Δημοκρατίας (1993) 4 ΑΑΔ 1900 όπως λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:

 

«Όπως είχε λεχθεί στην υπόθεση Δημοκρατία v. Όλγας Μαυρομμάτη και Άλλου (1991) 3 Α.Α.Δ. 543, ακόμη και η υπόνοια πως η πλάνη λειτούργησε σε βάρος του εφεσίβλητου είναι αρκετή για να ακυρωθεί η πράξη. Η ύπαρξη πλάνης ανατρέπει και το βάθρο της αιτιολογίας. Στο σημείο αυτό ο καθηγητής Δ. Κόρσος "Διοικητικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος" Τεύχος Α', σελ. 150 αναφέρει:

 

"Αλλ' ακόμη η αιτιολογία πρέπει, όπως είπαμε, να είναι ακριβής και όχι πεπλανημένη. Αιτιολογία στηριζομένη επί πραγματικών περιστατικών ανυποστάτων, ελέγχεται ως πλημμελής και οδηγεί στην ακύρωση της επί των ανυπάρκτων αυτών περιστατικών στηριζομένης διοικητικής πράξεως."».

[.]

Κρίνω ότι και σε αυτό το σημείο ότι οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν πεπλανημένα και πλημμελώς εφόσον δεν προκύπτει από πουθενά η οποιαδήποτε απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 25/09/2023 την οποία αναγράφουν στο διάταγμα κράτησης. Η μοναδική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου φέρει ημερομηνία 07/09/2023 η οποία όπως ήδη αναφέρθηκε ταχυδρομήθηκε όχι στις 27/09/2023 ως η επ' αυτής σφραγίδα αλλά στις 06/10/2023 και εκκρεμούσης της παράδοσης της η Αιτήτρια συνελήφθη. Την 25/09/2023 ουδεμία απόφαση προκύπτει να έχει εκδοθεί από την Υπηρεσία Ασύλου.

[.]

Προς εξέταση του δεύτερου κριτηρίου εφαρμογής του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ), σημειώνω τα ακόλουθα. Σύμφωνα με τα ενώπιον μου στοιχεία, προκύπτει ότι η Αιτήτρια την 19/11/2023 εντοπίστηκε από μέλη της ΥΑΜ Πάφου και μετά από έλεγχο διαπιστώθηκε ότι αυτή βρίσκεται στην Δημοκρατία παράνομα από 26/10/2023 εφόσον από 07/09/2023 η αίτησή της για διεθνή προστασία αποσύρθηκε σιωπηρά. Δεν παραγνωρίζω ότι από το περιεχόμενο των ενώπιον μου στοιχείων δεν προκύπτει ξεκάθαρα από που συμπεραίνεται ότι από 26/10/2023 η Αιτήτρια βρίσκεται στην Δημοκρατία παράνομα, εφόσον η ενημερωτική επιστολή ημερομηνίας 07/09/2023 ταχυδρομήθηκε στις 06/10/2023 παρέχοντάς της περίοδο οικοθελούς αναχώρησης 7 ημερών και δικαίωμα προσβολής της απόφασης 15 ημερών με σαφή ενημέρωση ότι οι αναφερόμενες προθεσμίες αναστέλονται ως πιο πάνω αναφέρω. Εκκρεμούσης της παράδοσης της εν λόγω επιστολής η Αιτήτρια την 19/11/2023 συνελήφθη και κρατήθηκε αφού εκδόθηκαν εναντίον της διατάγματα κράτησης και απέλασης ημερ. 20/11/2023. Την 21/11/2023 η Αιτήτρια υπέβαλε αιτηση επανανοίγματος/ μεταγενέστερη αίτηση ασύλου.

[.]

Στην παρούσα υπόθεση, λαμβάνοντας υπόψη ότι η Αιτήτρια συνελήφθη στις 19/11/2023 και μόλις ενημερώθηκε για το κλείσιμο του φακέλου της στις 21/11/2023 υπέβαλε αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου της/μεταγενέστερη αίτηση ασύλου, αιτούμενη την εξέταση της αίτησής της, θεωρώ ότι δεν διαφαίνεται περίπτωση όπου υποβάλλεται αίτηση με σκοπό την καθυστέρηση ή τη ματαίωση της εκτέλεσης της απόφασης επιστροφής. Κατά την λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, η Αιτήτρια δεν είχε υποβληθεί σε συνέντευξη ώστε να υπάρξει κάποια ένδειξη ως προς τον πυρήνα του αιτήματος ασύλου και κατ' επέκταση ως προς τη γνησιότητα αυτής.».

 

Τονίζεται ότι η πιο πάνω απόφαση δεν έχει εφεσιβληθεί και έχει καταστεί τελεσίδικη.

 

Προκύπτει δε από τα πιο πάνω ευρήματα της απόφασης, τα οποία εξάλλου υποστηρίζονται και από το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων, ότι η αιτήτρια, κατά το χρόνο σύλληψής της και της έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, δεν γνώριζε για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου για κλείσιμο του φακέλου της και για διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησής της για διεθνή προστασία. Είναι δε χαρακτηριστικό, όπως τονίστηκε και από το ΔΔΔΠ, ότι ενώ εκκρεμούσε η προσπάθεια παράδοσης της επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου προς την αιτήτρια, ημερομηνίας 7.9.2023, η αιτήτρια συνελήφθη στις 19.11.2023 και εκδόθηκαν εναντίον της τα επίδικα διατάγματα στις 20.11.2023. Με αποτέλεσμα, δεδομένης και της μη λήψης της εν λόγω επιστολής από την ίδια, για λόγους που ανάγονται στη σφαίρα ευθύνης των καθ’ ων η αίτηση, παράνομα και πεπλανημένα η αιτήτρια να θεωρηθεί παράνομη μετανάστης και να εκδοθούν εναντίον της τα επίδικα διατάγματα, τα οποία επίσης έχουν εκδοθεί υπό πλάνη ως προς το καθεστώς της αιτήτριας στη Δημοκρατία και χωρίς τη διενέργεια προηγούμενης δέουσας έρευνας.

 

Ως εκ των πιο πάνω, η αιτήτρια, από 20.11.2023 μέχρι και τις 17.1.2024, ημερομηνία που το επίδικο διάταγμα κράτησης ανακλήθηκε, παρέμεινε υπό κράτηση δυνάμει μη νομίμως εκδοθέντος διατάγματος, κατά παράβαση του δικαιώματός της για ελευθερία και αυτό στοιχειοθετεί ζημιογόνο κατάλοιπο και το απαιτούμενο έννομο συμφέρον της για προώθηση της προσφυγής της, παρά την ανάκληση του εν λόγω διατάγματος και την αντικατάστασή του από διάταγμα κράτησης που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ του Νόμου 6(Ι)/2000. Όπως επισημάνθηκε στην Stoyanov ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 147/2012, 2.7.2018:

 

«[.] η θεώρηση ότι νομίμως κρίθηκε ο εφεσείων ως απαγορευμένος μετανάστης, δε νομιμοποιεί άνευ ετέρου την κράτηση και απέλασή του. Απαιτείται η έκδοση νόμιμου διατάγματος κράτησης και απέλασης. Με δεδομένο ότι ο εφεσείων κρατήθηκε, έστω για μικρό χρονικό διάστημα, κατά παράβαση του δικαιώματος του για ελευθερία, θεωρούμε ότι διατηρεί το απαιτούμενο έννομο συμφέρον για προώθηση της προσφυγής του παρά την ανάκληση των εν λόγω διαταγμάτων. Μόνο σε περίπτωση ακύρωσης των σχετικών διαταγμάτων από το Δικαστήριο θα μπορέσει να διεκδικήσει αποζημιώσεις για την παραβίαση των δικαιωμάτων του.»

 

Υπό το φως των πιο πάνω, με βάση τα γεγονότα της περίπτωσης, αλλά και τα ευρήματα της τελεσίδικης απόφασης του ΔΔΔΠ, κρίνω ότι και στην υπό κρίση υπόθεση, η δίκη δεν καταργείται και έχει η αιτήτρια το απαιτούμενο έννομο συμφέρον προς προώθηση της προσφυγής της.

 

Ταυτόχρονα δε, τα πιο πάνω αναπόφευκτα σφραγίζουν και την τύχη της υπό εξέταση προσφυγής, εφόσον, για τους λόγους που καταγράφηκαν εν εκτάσει στην ακυρωτική, τελεσίδικη, απόφαση του ΔΔΔΠ και οι οποίοι άλλωστε στοιχειοθετούνται από τους διοικητικούς φακέλους που τέθηκαν ενώπιον μου και δη τον φάκελο της Υπηρεσίας Ασύλου (Τεκμήριο 2), η αιτήτρια, εξ’ υπαιτιότητας των καθ’ ων η αίτηση, δεν γνώριζε ούτε για την ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου προγραμματισθείσα ημερομηνία συνέντευξής της, ούτε για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου να διακόψει την εξέταση και να απορρίψει την αίτησή της για διεθνή προστασία, ημερομηνίας 7.9.2023, ούτε, συνακόλουθα, για το γεγονός ότι αυτή, λόγω ακριβώς της απόρριψης της εν λόγω αίτησής της, είχε καταστεί απαγορευμένη μετανάστης, γεγονός που απέληξε στην έκδοση των επίδικων διαταγμάτων. Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι εν συνεχεία, στις 7.12.2023, κρίθηκε παραδεκτή η αίτηση της αιτήτριας για επανάνοιγμα του φακέλου της, η οποία είχε υποβληθεί στις 21.11.2023. Σχετικές είναι οι σελιδώσεις 103 και 102 στον φάκελο του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (κατατέθηκε και σημειώθηκε ως «Τεκμήριο 1»), όπου περιέχεται το σημείωμα της Λειτουργού Μετανάστευσης προς τη Διευθύντρια, ημερομηνίας 16.1.2024. 

 

Κατά συνέπεια, η απόφαση κήρυξης της αιτήτριας ως απαγορευμένης μετανάστη, καθώς και η συνακόλουθη απόφαση έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και απέλασής της, πάσχουν ως πεπλανημένες και ως προϊόν μη διενέργειας της δέουσας έρευνας, υποκείμενες ωσαύτως σε ακύρωση.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει και οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ακυρώνονται, με €2000 έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση πλέον Φ.Π.Α..

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο