
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.4547/23
28 Μαρτίου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
D. Β.
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Κος Χρ. Χριστοδουλίδης, Δικηγόρος για Αιτητή
Κος Ι. Γεωργίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.15/11/23, η οποία κοινοποιήθηκε αυθημερόν, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 25/06/22 και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 14/07/22 (ερ.1-3, 48).
Στις 04/08/23 διεξήχθη συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία προς εξέταση του αιτήματός ασύλου, όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.36-48). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση- Εισήγηση και στις 06/09/23 η αίτηση διεθνή προστασία απορρίφθηκε (ερ.79-91).
Ακολούθως, ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας, η οποία του δόθηκε διά χειρός στις 15/11/23, σε γλώσσα κατανοητή από αυτόν (ερ.96, 3).
Στην επίδικη αίτηση ασύλου που υπέβαλε ο αιτητής καταγράφει ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής λόγω της διαμάχης που είχε ο πατέρας του με τον αδελφό του, το θείο του αιτητή. Οι γονείς του αιτητή δολοφονήθηκαν. Μετά την επίθεση που δέχθηκαν στην οικία τους με τους γονείς του, όπου αυτοί δολοφονήθηκαν, ο αιτητής σοκαρισμένος διέφυγε και ζήτησε βοήθεια από φίλο του πατέρα του, που τον φιλοξένησε, ωστόσο, όταν απήγαγαν τον υιό του και τον εκβίαζαν να τους παραδώσει τον αιτητή, αποφάσισε και τον έφερε σε επαφή με έναν Ιμάμη, που βοήθησε τον αιτητή να εγκαταλείψει τη Νιγηρία.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης που διενεργήθηκε ο αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε και διέμενε στο Lagos Island, στην ομώνυμη πολιτεία, είναι μουσουλμάνος, έχει ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, μιλάει Yoroba και αγγλικά, εργαζόταν ως κομμωτής, είναι άγαμος και άτεκνος, οι γονείς απεβίωσαν το 2022 και έχει έναν μικρότερο αδελφό, δεν αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα υγείας και δεν λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή.
Κατά την ελεύθερη αφήγησή ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω της κρίσης και ό,τι του συνέβη, ο οποίος, ως ανέφερε, από τη δολοφονία των γονέων και έπειτα είναι μόνος του και κανείς δεν μπορεί να τον προστατεύσει.
Καλούμενος ο αιτητής να παραθέσει περισσότερες λεπτομέρειες αναφορικά με την κρίση που τον ώθησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής ανέφερε πως πρόκειται για κάποιο οικογενειακό πρόβλημα, ως ανέφερε, καθώς ο πατέρας του (αιτητή) είχε 3 σπίτια και όταν ευρισκόταν σε ένα από αυτά στο Lagos του επιτέθηκαν κάποιοι και τον πυροβόλησαν σκοτώνοντάς τον, ενώ προσπάθησαν να δολοφονήσουν και τον αιτητή ο οποίος, όμως, προσπάθησε να διαφύγει. Μετά τη διαφυγή του αιτητή, ο ίδιος μετέβη σε έναν Ιμάμη, που του εξήγησε την κατάσταση και έτσι εν τέλει τον βοήθησε ώστε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του καθώς, ως ισχυρίστηκε, τα άτομα που δολοφόνησαν τον πατέρα του επρόκειτο για πολιτικούς οι οποίοι είχαν τη δυνατότητα να τον εντοπίσουν. Ερωτώμενος σχετικά ο αιτητής δήλωσε ότι δεν έχει αντιμετωπίσει άλλο σοβαρό πρόβλημα εκτός από τα προαναφερθέντα.
Στη συνέχεια, καλούμενος να παράσχει περισσότερες λεπτομέρειες αναφορικά με την ημέρα κατά την οποία δέχθηκε επίθεση ο πατέρας του και ο ίδιος ανέφερε πως πριν από την προαναφερθείσα κρίση ο πατέρας του αιτητή και ο αδελφός του είχαν μία διαφωνία και ισχυρίστηκε ότι ο θείος του είναι πολύ επικίνδυνος επειδή είναι πολιτικός. Καλούμενος εκ νέου να παράσχει λεπτομέρειες ο αιτητής δήλωσε ότι όταν έλαβε χώρα το περιστατικό ο ίδιος ήταν πολύ σοκαρισμένος και δεν γνώριζε τι να κάνει αφότου δραπέτευσε και μόλις συνάντησε τον Ιμάμη κατάφερε να αισθανθεί καλύτερα. Ερωτώμενος και πάλι σχετικά με το τι ακριβώς συνέβη στο περιστατικό, δήλωσε ότι ήταν βράδυ όταν οι άνδρες εισήλθαν στην οικία όπου διέμενε με τους γονείς του φορώντας μάσκες, είδε τους πυροβολισμούς εναντίον των γονιών του, ο ίδιος προσπάθησε να διαφύγει από μπαλκόνι της οικίας και στην προσπάθεια του τραυματίστηκε καθώς ευρισκόταν στον 3ο όροφο. Όσον αφορά τον Ιμάμη ο αιτητής δήλωσε ότι επειδή ήταν μουσουλμάνος και προσεύχονταν στο Τζαμί τον γνώριζε και τον βοήθησε. Ως αιτία που οδήγησε στην επίθεση όπου δολοφονήθηκαν οι γονείς του ο αιτητής ανέφερε τη διαφωνία που είχε ο πατέρας του με τον αδελφό του από το 2021, ο οποίος ήταν πολιτικός και επικίνδυνος, όπως οι περισσότεροι πολιτικοί, ως ο αιτητής ανέφερε, στη Νιγηρία.
Σε ερώτηση πως συνδυάζει την επίθεση από τους 3 άνδρες με τη διαφορά του πατέρα του με τον αδελφό του ο αιτητής δήλωσε ότι είναι επειδή ο θείος του, αδελφός του πατέρα του, κάλεσε την αδελφή του (θεία του αιτητή) και της ανέφερε πως επιθυμεί να σκοτώσει και τον αιτητή παρά το γεγονός ότι διέφυγε. Ακολούθως, ο αιτητής κλήθηκε να διευκρινίσει τις διαφορετικές δηλώσεις του από τη μία ότι ο θείος του είναι πολιτικός και από την άλλη ότι γνωρίζει πολιτικούς, όπου δήλωσε πως εργάζεται με πολιτικούς και ανέφερε πως του έδιναν συμβάσεις, χωρίς να προσδιορίσει με συγκεκριμένο τρόπο, ούτε το ποιοι ήταν αυτοί οι πολιτικοί, αλλά ανέφερε πως εργαζόταν και για τα 3 πολιτικά κόμματα τα οποία υφίστανται στη Νιγηρία. Ερωτώμενος σχετικά ο αιτητής ανέφερε ότι κατά τη διάρκεια των τεσσάρων μηνών ως την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής δεν συνέβη οτιδήποτε ούτε τον προσέγγισε οποιοσδήποτε, καθώς, ως ανέφερε, ευρισκόταν μόνο στο σπίτι και τον φρόντιζε ο Ιμάμης. Αναφορικά με το διαβατήριό του δήλωσε ότι είχε ήδη ένα το οποίο έληγε και το είχε αφήσει στην πατρική του οικία μετά την επίθεση και με τη βοήθεια του Ιμάμη εξέδωσε νέο διαβατήριο και visa (για τα κατεχόμενα). Καλούμενος να επεξηγήσει τι ακριβώς συνέβη αναφορικά με το διαβατήριο και τη visa, αφού είχε επ’ αυτού προβεί σε πολλαπλές αντιφατικές δηλώσεις σχετικά με την απόκτησή τους, ο αιτητής ανέφερε πως έχει δηλώσει με ποιο τρόπο εξέδωσε τα εν λόγω ταξιδιωτικά έγγραφα και απλώς στο αεροδρόμιο τα παρέλαβε.
Σε σχέση με ενδεχόμενη επιστροφής του στη Νιγηρία, ο αιτητής ανέφερε πως κινδυνεύει να τον σκοτώσουν, καθότι ο θείος του εργάζεται με πολιτικούς και μάλιστα ανέφερε πως ενδέχεται να τον κυνηγήσει και η κυβέρνηση. Ο λόγος που ο θείος του επιθυμεί να τον σκοτώσει είναι επειδή τα 3 σπίτια τα οποία κατείχε ο πατέρας του έχουν μεταβιβασθεί στον αιτητή, χωρίς ο ίδιος να γνωρίζει πότε αυτό συνέβη και ο θείος του τα επιθυμεί δικά του. Ο αιτητής επίσης ανέφερε πως ανεξάρτητα από τον προαναφερθέντα φόβο δεν έχει οικογένεια στη Νιγηρία και η οικονομία, ειδικά για τους νέους, δεν είναι ενθαρρυντική και θα είναι δύσκολο να ξεκινήσει τη ζωή του εάν επιστρέψει. Αναφορικά με το ενδεχόμενο ς εσωτερικής μετεγκατάστασης στην Abuja ο αιτητής ήταν αρνητικός καθότι θεωρεί πως ο κίνδυνος θα εξακολουθεί. Όταν επισημάνθηκε στον αιτητή η αντίφαση μεταξύ των όσων είχε καταγράψει στην αίτησή και στη συνέντευξή του, καθώς αρχικά αναφέρθηκε σε φίλο του πατέρα του και μία απαγωγή και έπειτα, κατά τη συνέντευξη, αναφέρθηκε μόνο στον Ιμάμη, ο αιτητής δήλωσε ότι απάντησε σε αυτά που ρωτήθηκε. Ωστόσο, ο αιτητής, αφού του ανεγνώσθη το πρακτικό της συνέντευξης, πρόσθεσε ένα μόνο σχόλιο ότι ένας φίλος του πατέρα του, που προσεύχονταν μαζί στο Τζαμί, τον παρέπεμψε στον Ιμάμη.
Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα του αιτητή στην αίτηση και τη συνέντευξη, κατέταξαν αυτούς στους ακόλουθους δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς.
1. Ταυτότητα, χώρα καταγωγής, προφίλ και τόπος διαμονής του αιτητή
2. Άγνωστοι εισέβαλλαν στην οικία του αιτητή, όπου δολοφόνησαν τους γονείς του και προσπάθησαν να δολοφονήσουν και τον ίδιο
Οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τον 1ο ουσιώδη ισχυρισμό απέρριψαν δε τον 2ο, καθώς κρίθηκε ότι, ως κρίθηκε, στερείται συνοχής και αξιοπιστίας.
Αναφορικά με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό κρίθηκε ότι το επί τούτου αφήγημα του αιτητή είχε κενά, αντιφάσεις, ασάφειες και μη ευλογοφανείς δηλώσεις και πως ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να αναφέρει καμία λεπτομέρεια για το περιστατικό της επίθεσης κατά την οποία δολοφόνησαν, ως ισχυρίστηκε, τους γονείς του και ούτε ήταν σε θέση να παραθέσει τον παραμικρό βιωματικό ισχυρισμό σε σχέση με αυτό αλλά και όσα ακολούθησαν του εν λόγω συμβάντος. Σε σχετικές ερωτήσεις που έγιναν οι δηλώσεις του αιτητή δεν ήταν ούτε συγκεκριμένες, ούτε λεπτομερείς, ούτε συνεκτικές σχετικά με το περιστατικό δολοφονίας των γονιών του και απόπειρας δολοφονίας του ίδιου και οι δηλώσεις του σχετικά με τα γεγονότα που ακολούθησαν δεν ήταν συνεκτικές και συγκεκριμένες.
Όσον αφορά την επίθεσης στην οικία του, κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να εκφράσει με συνέπεια τις συνθήκες, τα πραγματικά γεγονότα, τους άμεσους και έμμεσους δράστες της επίθεσης και τα όσα ακολούθησαν την επίθεση που φέρεται να έλαβε χώρα στην οικία του αλλά εντούτοις, το μόνο που ανέφερε σχετικώς ήταν ότι άγνωστοι μπήκαν στην οικία τους, πυροβόλησαν τους γονείς του και στη συνέχεια, ένας από αυτούς, επιχείρησε να τον σκοτώσει με μαχαίρι, αλλά ο αιτητής πήδηξε από το μπαλκόνι και διέφυγε. Σε ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν σχετικά με τα άτομα που εισέβαλαν στο σπίτι του, σκότωσαν τους γονείς του και αποπειράθηκαν να τον δολοφονήσουν ο αιτητής, ως κρίθηκε, δεν ήταν σε θέση να παράσχει συγκεκριμένες και λεπτομερείς πληροφορίες, ως θα ήταν αναμενόμενο με βάση τη φύση και τη σοβαρότητα των γεγονότων, καθώς και το προφίλ του αιτητή, ότι είναι ένας ώριμος άνδρας, με σχετικό υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Όταν του ζητήθηκε να παράσχει λεπτομέρειες ανέφερε ότι «είδε μόνο τους πυροβολισμούς», ότι «ένας ψηλός τύπος προσπάθησε να [τον] σκοτώσει με ένα μαχαίρι», ότι «πήδηξε στον δεύτερο όροφο» και έτρεξε στον Ιμάμη, δηλώσεις που, ως κρίθηκε, στερούνται συνέχειας, λεπτομερειών και βιωματικού στοιχείου.
Επιπλέον κρίθηκε πως ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να αναφερθεί αναλυτικά στη διαμάχη του πατέρα του με τον αδελφό του και θείο του αιτητή, δηλώνοντας ασυνάρτητα ότι «δεν ξέρω, γνωρίζονται πολύ καλά [...]» και σε περαιτέρω ερωτήσεις που τέθηκαν κατά τη συνέντευξή σχετικά με το περιεχόμενο της διαφοράς, ο αιτητής επαναλάμβανε το γεγονός ότι ο αδελφός του πατέρα του είναι «επικίνδυνος» και οι αποκρίσεις του σε ερωτήσεις σχετικά με το επάγγελμα του θείου του δεν ήταν συνεπείς, αφού αρχικά είχε δηλώσει ότι ο αδερφός του πατέρα του είναι πολιτικός και ότι «στη Νιγηρία οι περισσότεροι πολιτικοί είναι πολύ επικίνδυνοι», αργότερα κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του δήλωσε ότι ο αδερφός του πατέρα του «γνωρίζει πολιτικούς». Ο αιτητής κλήθηκε να διευκρινίσει εάν ο θείος του είναι πολιτικός ή γνωρίζει πολιτικούς και επίσης με ασυνέπεια δήλωσε ότι «δούλεψε με πολιτικούς». Όσον αφορά το είδος της εργασίας του θείου του, ο αιτητής και πάλι ασυνεπώς δήλωσε ότι «του δίνουν συμβόλαια, όπως έχουμε πολλούς κακούς, ακόμη και αυτοί οι πολιτικοί θέλουν αυτοί οι κακοί να τους ψηφίσουν». Ο αιτητής ρωτήθηκε ποιοι ήταν αυτοί οι πολιτικοί με τους οποίους δούλευε ο θείος του και δήλωσε πολύ γενικά και με ασυνέπεια «πολλοί, πολλοί πολιτικοί» και στη συνέχεια ότι στη Νιγηρία «έχουμε CAN, έχουμε PDP, έχουμε κόμμα IPOB, έχουμε πολλά κόμματα στη Νιγηρία, δουλεύει για όλα αυτά, είναι πολύ δημοφιλής άνθρωπος».
Ομοίως ασαφείς και γενικόλογες κρίθηκε πως ήταν οι δηλώσεις του αναφορικά με το πως γνώρισε τον Ιμάμη, πως και γιατί αυτός τον βοήθησε και πως εξασφάλισε τα ταξιδιωτικά του έγγραφα, επί των οποίων ο αιτητής υπήρξε κατά τόπους αντιφατικός. Επιπροσθέτως των ως άνω οι δηλώσεις του αιτητή στη συνέντευξή ήταν ασυνεπείς με τις δηλώσεις του κατά την κατάθεση της αίτησής του σε σχέση με τα όσα ακολούθησαν την ισχυριζόμενη επίθεση στην οικία του. Συγκεκριμένα, ο αιτητής είχε δηλώσει ότι αφού δραπέτευσε από το σπίτι του, έτρεξε στο σπίτι ενός φίλου του πατέρα του που κρατούσε τον αιτητή στο σπίτι του, αργότερα ο υιός αυτού του ατόμου απήχθη και οι απαγωγείς ζήτησαν από τον φίλο του πατέρα του τον αιτητή, τότε ο φίλος του πατέρα του πήγε τον αιτητή στον Ιμάμη ο οποίος στη συνέχεια βοήθησε τον αιτητή να φύγει από τη Νιγηρία. Όταν κλήθηκε να παράσχει διευκρινήσεις αναφορικά με την ως άνω αντίφαση δεν έδωσε ικανοποιητικές απαντήσεις και δεν ήταν συγκεκριμένος.
Για τους πιο πάνω λόγους κρίθηκε ότι ο 2ος ουσιώδης ισχυρισμός στερείται εσωτερικής συνοχής και, όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία, κρίθηκε ότι λόγω του προσωπικού χαρακτήρα του ισχυρισμού δε χρήζει περαιτέρω έρευνας σε διαθέσιμες πληροφορίες.
Συνεπεία των ως άνω ο 2ος ουσιώδης ισχυρισμός απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, και επί τη βάσει του ισχυρισμού που έχει γίνει αποδεκτός, ήτοι ότι του προφίλ του και του ότι δεν έχει στοιχεία ευαλωτότητας, κατόπιν ανασκόπησης της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής της (πολιτεία Lagos), κρίθηκε ότι δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα να εκτεθεί ο αιτητής σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη κατά την επιστροφή του.
Εκ των ως άνω η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη και εκδόθηκε κατά του αιτητή απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής.
Στην γραπτή του αγόρευση ο ευπαίδευτος συνήγορος του αναφέρει ότι δεν έγινε δέουσα έρευνα των ισχυρισμών του αιτητή σε εξατομικευμένη βάση, δεν έγιναν επαρκείς αλλά και βοηθητικές ερωτήσεις, πράγμα που, ως εισηγείται, οδήγησε σε λήψη της απόφασης υπό καθεστώς πλάνης, στερούμενη αιτιολογίας, χωρίς να αξιολογηθούν οι προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, και - τέλος – εισηγείται ότι λανθασμένα κρίθηκε ότι οι ισχυρισμοί του είναι αναξιόπιστοι και ότι δεν διατρέχει κίνδυνο στον τόπο διαμονής του, καθώς τα ευρήματα των καθ’ ων η αίτηση ότι ο αιτητής δεν χρήζει διεθνούς προστασίας και ότι επιστροφή του δεν αντίκειται στην αρχή της μη επαναπροώθησης δεν αιτιολογούνται.
Επιπροσθέτως των ως άνω, ζήτημα στο οποίο αναφέρθηκε και κατά τις διευκρινήσεις, ο συνήγορος του αιτητή ανέφερε ότι η εξουσιοδότηση (ερ.76) προς τον λειτουργό που έλαβε την επίδικη απόφαση (ερ.91) έγινε από τον πρώην Υπουργό Εσωτερικών, ο οποίος και έπαυσε από τα καθήκοντα του και, ως εξήγησε, εφόσον ο εξουσιοδοτών Υπουργός έπαυσε να ασκεί τα καθήκοντα του, από την 01/03/23, όταν και ανέλαβε ο νέος Υπουργός, εν προκειμένω θα έπρεπε να δοθεί νέα εξουσιοδότηση από τον νυν Υπουργό και - στην απουσία αυτής - θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο λαμβάνων την απόφαση λειτουργός ενέργησε αναρμοδίως, καθώς η εξουσιοδότηση από τον προηγούμενο Υπουργό έπαυσε να ισχύει κατά τον χρόνο που αυτός έπαυσε να ασκεί τα καθήκοντα του.
Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι ουδείς εκ των ισχυρισμών του αιτητή έχει δεόντως δικογραφηθεί και ουδείς αναπτύσσεται επαρκώς και δια τούτο θα πρέπει να απορριφθούν άπαντες ως ανεπίδεκτοι δικαστικής κρίσης, στη βάση σχετικής νομολογίας. Περαιτέρω, σημειώνουν ότι το βάρος απόδειξης ότι αυτός χρήζει διεθνούς προστασίας βρίσκεται στους ώμους του αιτητή και, κάνοντας αναφορές στην οικεία νομοθεσία και αποφάσεις του Δικαστηρίου, αναφέρουν ότι τα ευρήματα τους επί της αξιοπιστίας του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού είναι εύλογα, ορθά και απολύτως αιτιολογημένα, δεδομένης της γενικότητας και ασάφειας που χαρακτηρίζει τις δηλώσεις του αιτητή. Αναφορικά με τους ισχυρισμούς περί αναρμοδιότητας αναφέρουν ότι, δεδομένου και του τεκμηρίου κανονικότητας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο λειτουργός που έλαβε την επίδικη απόφαση ενήργησε αρμοδίως.
Έχω διέλθει με προσοχή των όσων αναφέρουν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών στις γραπτές αγορεύσεις, κατά τις διευκρινήσεις, καθώς και του περιεχόμενου του διοικητικού φάκελου.
Προέχει βεβαίως η ενασχόληση με το εγειρόμενο ζήτημα περί αναρμοδιότητας, το οποίο, παρότι εν προκειμένω δεν έχει θεωρώ δικογραφηθεί, ως ζήτημα δημοσίας τάξεως, εξετάζεται βεβαίως αυτεπαγγέλτως και σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ακόμα και κατ’ έφεση. Ως στην αυθεντία Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 ΑΑΔ 314, απόφαση Ολομέλειας, με πλούσιες αναφορές στην επί τούτου προηγούμενη νομολογία, έχει επιβεβαιωθεί, «το […] Δικαστήριο, τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό, εξετάζει αυτεπαγγέλτως μόνο ζητήματα που ανάγονται στη δημόσια τάξη. Ως τέτοια ζητήματα η Κυπριακή νομολογία έχει μέχρι τώρα αναγνωρίσει εκείνα που αφορούν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και επομένως το παραδεκτό της προσφυγής - το εμπρόθεσμο, την εκτελεστότητα, και το έννομο συμφέρον - όπως επίσης και την αρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την απόφαση: βλ. ενδεικτικά τη Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 255. Δεν έχει πάντως αποκλειστεί η επέκταση: βλ. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349.»
Λεχθέντων των ως άνω παρατηρώ εν προκειμένω τα εξής.
Αναφορικά με το ζήτημα λοιπόν περί αναρμοδιότητας στη βάση του ότι η εξουσιοδότηση προς τον λαμβάνοντα την επίδικη απόφαση δόθηκε από τον προηγούμενο Υπουργό και όχι τον νυν, στην απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου στη Δημοκρατία ν. A.H.T. Advances Heating Technologies, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.63/18, ημ.11/01/24, αναφέρονται τα εξής επί πανομοιότυπου με τον εδώ εγειρόμενο ισχυρισμού, τα οποία επιλύουν οριστικά και το επίδικο εδώ ζήτημα.
«Σχετική με το υπό εξέταση ζήτημα είναι η υπόθεση Κασσέρα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 27/16, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:C130, ECLI:CY:AD:2023:C130, όπου ο εφεσείοντας προέβαλε ότι η συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπασχε αφού, δεν είχε καταρτιστεί από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 2 και 35Α του περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 10/69). Στην εκεί υπόθεση, παρουσιάστηκε εκχώρηση με την οποία ο αρμόδιος Υπουργός εκχώρησε προς τον γενικό διευθυντή τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει του Νόμου. Ο εφεσείοντας, με δεδομένο ότι η εξουσιοδότηση δόθηκε πριν από πολλά χρόνια από προηγούμενο Υπουργό και όχι από τον εν ενεργεία Υπουργό κατά την περίοδο πλήρωσης των θέσεων, υποστήριξε πως η εξουσιοδότηση αυτή δεν μπορούσε να ισχύει, αφού η κάθε διαδικασία πλήρωσης θέσεων είναι ξεχωριστή και αυτόνομη. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, επισήμανε ότι δεν είναι αναμενόμενο να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος Υπουργός.
Επίσης σχετική με το υπό εξέταση επίδικο ζήτημα είναι και η πρόσφατη υπόθεση Φωτιάδου ν. Δημοκρατίας, Ε.Ε.Δ. 84/16, ημερ. 2.10.2023, όπου η εφεσείουσα προέβαλε ότι η σύνθεση της συμβουλευτικής επιτροπής που συστήθηκε για τις προαγωγές ήταν παράνομη καθότι, ο νέος υπουργός, ως εκ της αλλαγής που προέκυψε με τη αντικατάσταση του προηγούμενου, δεν προχώρησε σε επικαιροποιημένη εκχώρηση εξουσιών προς τη νέα γενική διευθύντρια. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, απορρίπτοντας το σχετικό λόγο έφεσης επισήμανε ότι, ο λόγος των αποφάσεων Κασσέρα (ανωτέρω) και Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης κ.α v. Παναγή κ.α Α.Ε. 47/2014 ημερ. 25.2.21, ECLI:CY:AD:2021:C71, ECLI:CY:AD:2021:C71, όπου στην τελευταία υπογραμμίστηκε το θεσμικά συνεχές ενός διοικητικού οργάνου, καλύπτει τα επίδικα ζητήματα, με την πρόσθετη επισήμανση ότι, «.το γεγονός ότι αντικαταστάθηκε ο Γενικός Διευθυντής, (στον οποίο δόθηκε εκχώρηση.), να μην επηρεάζει κατ' εφαρμογή του ίδιου σκεπτικού (αλλά και κατά κοινή λογική) τα αναλυόμενα».
Στην υπό εξέταση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε. Εξουσιοδότηση υπήρχε. Με αυτήν εξουσιοδοτήθηκε το πρόσωπο που υπέγραψε την σχετική επιστολή και με την οποία απαίτησε την καταβολή των πιο πάνω ποσών. Σε ακολουθία του λόγου τόσο της υπόθεσης Κασσέρα και όσο και της Φωτιάδου (ανωτέρω), δεν είναι αναμενόμενο να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος διευθυντής. Περαιτέρω, δεν είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε που να ανακαλεί την εξουσιοδότηση για την οποία γίνεται αναφορά πιο πάνω.»
Ενόψει της ως άνω δεσμευτικής για το παρόν Δικαστήριο νομολογίας επί του ζητήματος ο ως άνω ισχυρισμός απορρίπτεται, δεδομένου ότι η στο μεταξύ αλλαγή στο πρόσωπο του Υπουργού ουδόλως επενεργεί στο κύρος της εξουσιοδότησης (ερ.76) και εφόσον ουδέν ετέθη που να δεικνύει ότι η εξουσιοδότηση αυτή ανακλήθηκε ή έπαυσε να ισχύει για οιονδήποτε άλλο λόγο.
Δεδομένου ότι όλοι οι υπόλοιποι ισχυρισμοί του αιτητή συμπλέκονται με την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης προχωρώ με επί της ουσίας εξέταση της παρούσης, η οποία και τελείται σε κάθε περίπτωση (βλ. Έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. Αρ.107/2023, Q. B. T. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημ.11/02/25).
Προχωρώ λοιπόν σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.».
Στη σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρονται τα εξής:
«[Οι] δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305). […]
Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»
Ενόψει των ως άνω, διερχόμενος των ενώπιον μου στοιχείων ως έχουν καταγραφεί στο πρακτικό της επίδικης συνέντευξης, θα συμφωνήσω με το σύνολο των ευρημάτων και κατάληξης των καθ’ ων η αίτηση επί του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού του. Τούτο γιατί, πολύ απλά, ως μπορεί προκύπτει εξόφθαλμα από μια ανάγνωση του επίδικου πρακτικού της συνέντευξης, σε συνάρτηση και τα καταγραφέντα εκ του αιτητή επί της επίδικης αιτήσεως, το αφήγημα του βρίθει κενών, ασαφειών, στερείται χρονικής συνέχειας και τα λεγόμενα του, σε όλη τους την έκταση, αλλά και οι απαντήσεις που έδωσε σε ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν εμπεριέχουν πλήθος αοριστιών, κενών και αντιφάσεων και στερούνται καταφανώς κάθε ψήγματος εύλογα αναμενόμενων λεπτομερειών. Τα ως άνω καθίστανται θεωρώ αρκετά για να διαβρώσουν αναπόφευκτα και μοιραία κάθε ίχνος αξιοπιστίας των δηλώσεων του.
Δεν έχω τίποτε λοιπόν να προσθέσω στα όσα επί του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού ενδελεχώς καταγράφουν οι καθ’ ων η αίτηση στα ερ.84-87, στα πλαίσια της αξιολόγησης της αξιοπιστίας του ισχυρισμού, τα οποία καταγράφονται πιο πάνω, στην καταγραφή της επίδικης έκθεσης, τα οποία υιοθετώ πλήρως και σε όλη τους την έκταση και τα οποία δεν κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω. Ενδεικτικά σημειώνω ότι το αφήγημα του αιτητή ομοιάζει περισσότερο σε ένα συνονθύλευμα – ασυνάρτητων επί το πλείστο – ισχυρισμών, εκ του οποίου απουσιάζει κάθε μορφή συνεκτικής και εύλογα λεπτομερούς παράθεσης επί όλων των κατ’ ισχυρισμό συμβάντων στα οποία αναφέρεται, μεταξύ των οποίων η επίθεση κατά τη διάρκεια της οποίας δολοφονήθηκαν οι γονείς του, πως ο ίδιος κατάφερε να ξεφύγει των δραστών, τι έκανε ακολούθως, πως και γιατί τον βοήθησε ο Ιμάμης και πως αυτά συνδέονται με την ισχυριζόμενη διαμάχη του πατέρα του αιτητή με τον θείο του.
Σημειώνεται βεβαίως ότι, σε κάθε περίπτωση, με δεδομένο ότι στα πλαίσια της παρούσης εκπροσωπείται δεόντως από δικηγόρο, αν ήθελε να προσφέρει περαιτέρω μαρτυρία ή στοιχεία προς διευκρίνηση των όποιων κενών ή ελλείψεων διαπιστώθηκαν, για τα οποία είναι δεόντως ενήμερος, θα μπορούσε να το πράξει δια σχετικού διαβήματος. Εντούτοις ουδέν έπραξε. Στην απουσία λοιπόν περαιτέρω μαρτυρίας που θα συμπλήρωνε τα κενά και τις ελλείψεις, ως ανωτέρω λεπτομερώς καταγράφονται, είναι κατάληξη μου ότι τα κενά παραμένουν και συνεπώς ουδείς εκ των ισχυρισμών του αιτητή θα μπορούσε να γίνει αποδεκτός, καθότι οι σημαντικές ελλείψεις εσωτερικής συνοχής δεν αφήνουν περιθώριο αποδοχής τους.
Συνεπεία των ανωτέρω, ενόψει εδώ της παντελούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής των λεγομένων δεν θεωρώ ότι ήταν απαραίτητη η αναζήτηση πληροφορίων (ΠΧΚ) αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία. Ορθώς λοιπόν και απολύτως δικαιολογημένα θεωρώ ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν προέβησαν σε τέτοια έρευνα. Σχετικά με τούτο, στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», σελ.132, αναφέρεται ότι η αναζήτηση πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής (ΠΧΚ) «ενδέχεται να μην είναι απαραίτητ[η] σε περίπτωση αρνητικής διαπίστωσης περί της αξιοπιστίας βάσει καταφανούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής ή μη ικανοποιητικής επεξήγησης αποκλίσεων ή παραλλαγών σε ό,τι αφορά τα ουσιώδη στοιχεία μιας αίτησης ή, ακόμη περισσότερο, σε περίπτωση απόρριψης προσφυγής ως απαράδεκτης.».
Ενόψει της ως άνω κατάληξης μου απομένει μια αποτίμηση της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή (Lagos States).
Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, στην πολιτεία Lagos, στο διάστημα μεταξύ 24/02/24 και 21/02/25, καταγράφηκαν 208 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία επήλθαν 110 θάνατοι. Πιο αναλυτικά, 80 εξ αυτών καταγράφηκαν ως μάχες (82 θύματα), 28 ως περιστατικά χρήσης βίας κατά πολιτών (με 11 θύματα), 74 διαδηλώσεις (χωρίς θύματα) και 26 αναταραχές (17 θύματα)[1]. Ο πληθυσμός στο Lagos ανέρχεται περί τα 13 ½ εκατομμύρια κατοίκων [2].
Δεν παραγνωρίζω βεβαίως ότι στα περιστατικά ασφαλείας περιλαμβάνονται επιθέσεις σε άμαχο πληθυσμό και αδιακρίτως ασκούμενη βία και ο αριθμός των περιστατικών αυτών είναι συγκριτικά υψηλός, όμως θεωρώ πως δεν φτάνει σε επίπεδο που να συνηγορεί υπέρ της ύπαρξης «σοβαρής και προσωπικής απειλής» κατά του αιτητή εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην υπό κρίση περιοχή, δεδομένου και του ότι δεν εντοπίζω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο γι’ αυτόν, σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [3] (βλ. απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN). Άλλωστε, ως στην αιτ. σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.».
Προς τα ως άνω λαμβάνω υπόψη και το προφίλ του, ήτοι του ότι ο αιτητής είναι νεαρός, υγιής, με οικογενειακό δίκτυο (δεδομένης της ύπαρξης αδελφού του και της απόρριψης του ισχυρισμού περί δολοφονίας των γονέων του), επαρκή μόρφωση και προηγούμενη εργασιακή εμπειρία ως κομμωτής.
Έπεται ότι δεν τεκμηριώνεται βάσιμος φόβος «καταδίωξης [του αιτητή] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υφίστανται εδώ «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες οι έννοιες ορίζονται στα αρ.3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου αντίστοιχα.
Καταληκτικά σημειώνω ότι η Νιγηρία έχει καθοριστεί στην Κ.Δ.Π. 191/2024, η οποία εκδόθηκε δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας και στην παρούσα ουδέν στοιχείο προσκομίστηκε στη βάση του οποίου θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής […] στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση του αρ.12Βτρις (6).
Ουδέν λοιπόν ετέθη ενώπιον μου που να καθιστά τρωτή την επίδικη απόφαση, η οποία καταλήγω ότι είναι προϊόν δέουσας έρευνας, εξατομικευμένης αξιολόγησης των στοιχείων που την περιβάλλουν και επαρκώς αιτιολογημένη αναφορικά με κάθε πτυχή των αναγκών διεθνούς προστασίας. Η δε απόφαση επιστροφής (ερ.91), επί της οποίας καταγράφεται, παρά τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αιτητή, δεόντως σχετική εισήγηση στο ερ.79, είναι, δεδομένης της προηγούμενης κατάληξης των καθ’ ων η αίτηση (ερ.80-81) περί μη ύπαρξης αναγκών παροχής διεθνούς προστασίας, με την οποία συμφωνώ, αλλά και του ακλόνητου του τεκμηρίου ασφαλούς χώρας ιθαγενείας, ως ανωτέρω εξηγώ, απολύτως εύλογη υπό τις περιστάσεις και τα δεδομένα της υπόθεσης. Ουδεμία δε πλημμέλεια έχω εντοπίσει αναφορικά με την διάρκεια και επάρκεια της συνέντευξης, οι δε ερωτήσεις που υποβλήθηκαν στον αιτητή στα πλαίσια αυτής ήταν θεωρώ περισσότερο από αρκετές.
Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1]ACLED, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 24/02/24 έως 21/02/25,
ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles/Violence against civilians/Explosions-Remote violence/Riots/Protests;
ΠΕΡΙΟΧΗ: Africa – Nigeria-Lagos; διαθέσιμο στο: https://acleddata.com/explorer/
[2] Africa-Nigeria-Lagos; διαθέσιμο στο: https://www.citypopulation.de/en/nigeria/admin/
[3] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο