G. A. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 4566/23, 27/3/2025
print
Τίτλος:
G. A. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 4566/23, 27/3/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

(Υπόθεση Αρ. 47/2025 (i-Justice))

 

27 Μαρτίου 2025

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1.   I. C.

2.   A. G.

                                                                             Αιτητές

                                                    ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Α. Δ. Δημητρίου, για Αιτητές

Σ. Πλατής, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, οι αιτητές στρέφονται κατά της νομιμότητας και εγκυρότητας της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, που περιέχεται σε σχετική επιστολή του Τμήματος Μετανάστευσης («το Τμήμα»), ημερομηνίας 9.12.2024, και σύμφωνα με την οποία απερρίφθη το αίτημα της αιτήτριας να της χορηγηθεί άδεια παραμονής και εργασίας στην Κυπριακή Δημοκρατία ως σύζυγος Κύπριου πολίτη.

 

Η αιτήτρια είναι υπήκοος Λευκορωσίας, γεννηθείσα κατά το έτος 1985, η οποία τέλεσε πολιτικό γάμο με τον αιτητή στις 16.4.2018, στο Δημαρχείο Λευκωσίας.   

 

Ο αιτητής είναι Κύπριος πολίτης, τουρκοκυπριακής καταγωγής.

 

Στην αιτήτρια είχε παραχωρηθεί προσωρινή άδεια διαμονής, ως σύζυγος Κύπριου πολίτη, με ισχύ μέχρι τις 13.6.2024.

 

Στις 2.5.2024, η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για άδεια διαμονής και εργασίας ως σύζυγος Κύπριου πολίτη, η οποία απορρίφθηκε από το Τμήμα στις 29.7.2024, καθότι, ως αναφέρεται στη σχετική επιστολή που τής γνωστοποιήθηκε, αυτή διέμενε στις κατεχόμενες περιοχές της Δημοκρατίας.

 

Εν συνεχεία, στις 4.9.2024, η αιτήτρια υπέβαλε νέα αίτηση για άδεια διαμονής και εργασίας ως σύζυγος Κύπριου πολίτη, η οποία επίσης απορρίφθηκε από το Τμήμα, η δε απορριπτική απόφαση γνωστοποιήθηκε σε αυτήν δι’ επιστολής του Τμήματος, ημερομηνίας 9.12.2024. Στην εν λόγω επιστολή αναφερόταν ότι η αίτηση απορρίφθηκε για τον ίδιο λόγο που είχε απορριφθεί και η αρχική αίτηση της αιτήτριας.

 

Κατά της αμέσως πιο πάνω απόφασης, καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή, στις 17.1.2025.

 

Η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση ήγειρε δια του δικογράφου της ένστασης και προώθησε δια της γραπτής της αγόρευσης, δυο προδικαστικές ενστάσεις, ισχυριζόμενη ότι (α) η προσβαλλόμενη πράξη είναι βεβαιωτική, στερούμενη ωσαύτως εκτελεστότητας και (β) ο αιτητής αρ. 2 δεν έχει το απαιτούμενο έννομο συμφέρον προς καταχώρηση και προώθηση της παρούσας.

 

Οι προδικαστικές ενστάσεις κρίνονται αβάσιμες.

 

Εν πρώτοις, ως προς την ύπαρξη του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος του αιτητή αρ. 2, ζήτημα που εξετάζεται κατά προτεραιότητα (The Onisi Ltd ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 202A/2010, ημερ. 13.2.2017, Κουλέντη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 92/2014, ημερ. 2.12.2020), υπενθυμίζεται ότι αυτός είναι παντρεμένος με την αιτήτρια αρ. 1, ενώ προκύπτει από τα ενώπιον μου τεθέντα (και ούτε έχει αμφισβητηθεί από την άλλη πλευρά) ότι οι αιτητές έχουν αποκτήσει και ένα ανήλικο τέκνο. Συνεπώς, η επίδικη απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση της αιτήτριας αρ. 1 για άδεια παραμονής και εργασίας στη Δημοκρατία ως σύζυγος του αιτητή αρ. 2, επηρεάζει και αφορά άμεσα και προσωπικά τον τελευταίο, εφόσον δια της εν λόγω απόφασης επηρεάζεται η οικογενειακή του ζωή και το δικαίωμα διαβίωσής του με τη σύζυγό του/αιτήτρια και το τέκνο τους στην οικογενειακή εστία (LIYANA HEWAGE KANTHIE κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1578/2005, ημερ. 21.5.2007). Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι έκαστος σύζυγος έχει ίδιον συμφέρον για την προστασία της οικογενειακής ζωής (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 474).

 

Συνεπώς, η εν λόγω προδικαστική κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται.

                           

Παρομοίως, και η έτερη προδικαστική ένσταση περί προσβαλλόμενης βεβαιωτικής πράξης, στερείται ερείσματος και θα πρέπει να απορριφθεί. Σύμφωνα με τους καθ’ ων η αίτηση, η επίδικη πράξη ημερομηνίας 9.12.2024, είναι βεβαιωτική της αρχικής απορριπτικής απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, ημερομηνίας 29.7.2024.

 

Κατά πάγια νομολογία, βεβαιωτική είναι απόφαση με όμοιο περιεχόμενο και νομικό αποτέλεσμα με προηγούμενη απόφαση της ίδιας αρχής ή οργάνου, απευθυνόμενης στο ίδιο άτομο. Απόφαση ταυτόσημη με προηγούμενη απόφαση διοικητικής αρχής ή οργάνου, μπορεί να προσλάβει εκτελεστό χαρακτήρα μόνο σε περίπτωση που αυτή είναι το απαύγασμα νέας έρευνας. Νέα έρευνα επιβάλλεται όταν προσκομίζονται νέα ουσιώδη νομικά ή πραγματικά στοιχεία (Αγαθάγγελος Κατσαρή κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 94/20, ημερ. 5.3.2025, Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054). Στην Κατσαρή, ανωτέρω, λέχθηκαν τα εξής ως προς το τι συνιστά νέα έρευνα:

 

«Νέα έρευνα υπάρχει εάν πριν την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως, λαμβάνει χώραν εξέταση στοιχείων κρίσεως, «νεωστί  προκυπτόντων ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων, άτινα νυν λαμβάνονται διά πρώτην φοράν προσθέτως υπόψιν». (Βλ. Στασινόπουλος, Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων, Έκδοση 1982, σελ. 170 και Union Generale Armenienne de Bienfaisance of Lausanne και Υπουργείου Οικονομικών, Τμήμα Εσωτερικών Ε.Δ.Δ. 62/2018, ημερομηνίας 20.06.2024). Στην προκειμένη περίπτωση κανένα στοιχείο, νομικό ή πραγματικό, δεν υποβλήθηκε από τους εφεσείοντες το οποίο θα μπορούσε εξ αντικειμένου να δικαιολογήσει τη διεξαγωγή νέας έρευνας. Ούτε η απόφαση που προσβλήθηκε, ήτοι η επιστολή της Διευθύντριας, ημερομηνίας 9.01.2017, υπήρξε το προϊόν νέας έρευνας. Η απόφαση αντανακλούσε την εμμονή της Διοίκησης στην προηγούμενη θέση της, ότι οι εφεσείοντες, λόγω της εργασίας που εκτελούσαν, δεν πληρούσαν τα κριτήρια που έθετε η συμφωνία, ημερομηνίας 23.12.2013, για να συγκαταλεγούν στους καταλόγους των ωρομίσθιων που ελάμβαναν μειωμένο επίδομα.».

 

Επιπρόσθετα, στην Λάκης Χριστοδούλου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ. 1, επαναβεβαιώθηκε η αρχή ότι, για να έχει εκτελεστό χαρακτήρα η πράξη, χρειάζονται νέα δεδομένα που, είτε προϋπήρχαν και για κάποιο λόγο δεν είχαν τεθεί ενώπιον της Διοίκησης και για πρώτη φορά λαμβάνονται υπόψη, είτε ανέκυψαν μετά και που επηρεάζουν, κατά τον διοικούμενο, την παραγωγή της πράξης, επιδιώκοντας επανεξέτασή της (Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 394, Σασακάρος ν. Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 106, Δημοκρατία ν. LIMA CARNA PROPERTY LIMITED, Ε.Δ.Δ. 1/2021, ημερ. 13.3.2025, Lavar Shipping Co. Ltd v. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 260).

 

Εν προκειμένω, οι ίδιοι οι καθ’ ων η αίτηση αναφέρουν στην επιστολή του Τμήματος, ημερομηνίας 9.12.2024, όπου και περιέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η αίτηση της αιτήτριας απορρίφθηκε «μετά από δέουσα έρευνα». Συνεπώς, δεν μπορεί η ίδια η Διοίκηση να ισχυρίζεται, αφενός, ότι διενήργησε τη δέουσα έρευνα ως προς την εξέταση της αίτησης της αιτήτριας και, αφετέρου, ο συνήγορός της να προβάλλει, εν είδει προδικαστικής ενστάσεως, τη θέση ότι δεν έγινε καμία νέα έρευνα αναφορικά με την εξέταση της εν λόγω αίτησης. Το κατά πόσον η διενεργηθείσα έρευνα ήταν η δέουσα, είναι ζήτημα που θα εξεταστεί στη συνέχεια. Ωστόσο, το γεγονός ότι η νέα, περιεχόμενη στην επιστολή ημερομηνίας 9.12.2024, πράξη έχει το ίδιο ουσιαστικά περιεχόμενο με την αρχική, απορριπτική, απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, ημερομηνίας 29.7.2024, δεν οδηγεί από μόνο του και/ή άνευ ετέρου στο συμπέρασμα ότι δεν διενεργήθηκε νέα έρευνα εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, ούτε ότι η νέα αυτή πράξη είναι βεβαιωτικού χαρακτήρα, ως εισηγείται ο κ. Πλατής.

Επιπρόσθετα όμως, θα πρέπει να επισημανθούν και τα εξής: οι ίδιοι οι καθ’ ων η αίτηση, δια της αρχικής απορριπτικής απόφασής τους, ημερομηνίας 29.7.2024, με την οποία διαπιστώθηκε ότι η αιτήτρια διέμενε σε μη ελεγχόμενες περιοχές της Δημοκρατίας, ζήτησαν από την αιτήτρια όπως εντός τριάντα (30) ημερών αποταθεί για διευθέτηση της παραμονής της στη Δημοκρατία με άλλο τρόπο. Πράγματι, η αιτήτρια υπέβαλε νέα αίτηση και, όπως προκύπτει από τα ενώπιον μου τεθέντα ότι η αιτήτρια, στο πλαίσιο υποβολής αυτής της δεύτερης αίτησής της για εξασφάλιση άδειας διαμονής και απασχόλησης στη Δημοκρατία ως σύζυγος Κύπριου πολίτη, επισύναψε σε αυτήν και έγγραφο υπογεγραμμένης συμφωνίας ενοικίασης (“rental agreement”), με ημερομηνία 2.9.2024 και ισχύ μέχρι την 1.9.2026, μεταξύ συγκεκριμένης εκμισθώτριας και αυτής και του αιτητή αρ. 2, ως μισθωτών. Στην εν λόγω συμφωνία, αναφερόταν ως διεύθυνση του ενοικιαζόμενου υποστατικού (διαμέρισμα) η οδός [.], Διαμ. [.], Τ.Κ. [.], Έγκωμη, Λευκωσία. Αυτό προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε και σημειώθηκε ως «Τεκμήριο 1Α» κατά τις διευκρινίσεις, στις σελιδώσεις 220 έως 176 του οποίου, εντοπίζεται καταχωρημένη η αίτηση της αιτήτριας, η οποία υποβλήθηκε στις 4.9.2024, μαζί με συνημμένα έγγραφα, περιλαμβανομένης και της προαναφερθείσας συμφωνίας ενοικίασης. Αναμφίβολα, δεδομένης βεβαίως και της φύσης και/ή του σκοπού της αίτησης, το συγκεκριμένο έγγραφο αποτελούσε ένα νέο και ουσιώδες στοιχείο, το οποίο δεν είχε τεθεί ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση κατά την υποβολή και εξέταση της πρώτης αίτησης της αιτήτριας, εφόσον αυτό ανέκυψε μεταγενέστερα, και το οποίο ασφαλώς σχετίζεται με την εξέταση της δεύτερης αίτησης της αιτήτριας. Συνεπώς, πρόκειται για ένα νέο στοιχείο που υποβλήθηκε από την αιτήτρια και το οποίο, όπως λέχθηκε και στην Κατσαρή, ανωτέρω, «θα μπορούσε εξ αντικειμένου να δικαιολογήσει τη διεξαγωγή νέας έρευνας».

 

Ενόψει των πιο πάνω, και υπό το φως βεβαίως της προεκτεθείσας νομολογίας, προκύπτει ότι, πράγματι, η νέα απορριπτική απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, ως αυτή περιέχεται στην επιστολή του Τμήματος, ημερομηνίας 9.12.2024, συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, υποκείμενη ωσαύτως στον ακυρωτικό έλεγχο του παρόντος Δικαστηρίου.

 

Συνεπώς, και η δεύτερη προδικαστική ένσταση απορρίπτεται ως αβάσιμη.

 

Επιπρόσθετα, όμως, τα πιο πάνω, αναπόφευκτα, στοιχειοθετούν και βάσιμους λόγους ακύρωσης, οι οποίοι έγκεινται στην έλλειψη δέουσας έρευνας, σε εμφιλοχωρήσασα πλάνη, αλλά και σε ανεπαρκή αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Έχω εξετάσει προσεκτικά το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και από πουθενά δεν προκύπτει ότι οι καθ’ ων η αίτηση, στο πλαίσιο εξέτασης της δεύτερης αίτησης της αιτήτριας, έλαβαν υπόψη τους, ως όφειλαν, το προαναφερθέν έγγραφο υπογεγραμμένης συμφωνίας ενοικίασης με ημερομηνία 2.9.2024 και ισχύ μέχρι την 1.9.2026. Επρόκειτο για ένα καθόλα σημαντικό και/ή ουσιώδες έγγραφο εφόσον αυτό, ως εκ της φύσης του, σχετίζεται άμεσα με την υπό εξέταση αίτηση της αιτήτριας και το λόγο απόρριψής της, ήτοι το γεγονός ότι η αιτήτρια διέμενε στις κατεχόμενες περιοχές της Δημοκρατίας.

 

Βεβαίως δεν παραγνωρίζω ότι στη νέα αίτησή της, η αιτήτρια κατέγραψε την, κατ’ ισχυρισμόν, νέα διεύθυνση διαμονής της, στο μέρος «Διεύθυνση επικοινωνίας στη Δημοκρατία» και όχι στο μέρος «Διεύθυνση διαμονής στη Δημοκρατία», όπου ανέγραψε απλά τη λέξη «Nicosia». Ωστόσο αυτό από μόνο του δεν αναιρεί την υποχρέωση που είχαν οι καθ’ ων η αίτηση να διενεργήσουν τη δέουσα έρευνα προκειμένου να διαπιστώσουν αν πράγματι οι αιτητές ζουν στη διεύθυνση που αναφέρεται στη συμφωνία ενοικίασης ημερομηνίας, ήτοι στην οδό [.], Διαμ. [.], Τ.Κ. [.], Έγκωμη, Λευκωσία. Από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει η διενέργεια μιας τέτοιας έρευνας, ούτε και ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση με παρέπεμψε σε οποιοδήποτε σχετικό έγγραφο ή/και στοιχείο. Σε αντίθεση με ό,τι έπραξε ο κ. Πλατής κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, όπου προσκόμισε δυο έγγραφα της Κυπριακής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΚΥΠ), ημερομηνίας 27.3.2024 και 4.12.2019, τα οποία κατατέθηκαν και σημειώθηκαν ως Τεκμήρια 2 και 3 αντίστοιχα, και στα οποία αναγράφετο, στο μεν Τεκμήριο 2 (διαβαθμισμένο ως «Απόρρητο»), ότι οι αιτητές διαμένουν στα κατεχόμενα, στο δε Τεκμήριο 3 (διαβαθμισμένο ως «Εμπιστευτικό»), ότι αυτοί διέμεναν στις ελεύθερες περιοχές. Και στις δυο όμως περιπτώσεις, προκύπτει ότι είχε διενεργηθεί έρευνα από τους καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με το συγκεκριμένο ζήτημα, έρευνα που κάλυπτε και την εξέταση της πρώτης υποβληθείσας αίτησης, σε αντίθεση με ό,τι προκύπτει σε σχέση με την εξέταση της δεύτερης αίτησης της αιτήτριας. Όφειλαν οι καθ’ ων η αίτηση να εξετάσουν και/ή να λάβουν υπόψη τους το γεγονός της σύναψης νέου συμβολαίου ενοικίασης των αιτητών σε διαμέρισμα ευρισκόμενο στις ελέυθερες περιοχές, ωστόσο κανένα εκ των ενώπιον μου τεθέντων στοιχείων δεν καταδεικνύει την, έστω στοιχειωδώς διενεργηθείσα, προς αυτή την κατεύθυνση έρευνα. Όπως λέχθηκε στην Reyes v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 181/2012, ημερ. 24.10.2018, σε κάθε περίπτωση, οι αρχές του Διοικητικού Δικαίου υποβάλλουν τη διεξαγωγή έρευνας με σκοπό τη διαπίστωση όλων των συναφών ουσιωδών γεγονότων. Η δε έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ποικίλει αναλόγως με το υπό εξέταση ζήτημα και ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης. Η διερεύνηση των ουσιωδών θεμάτων, τα οποία παρέχουν τη βάση για ασφαλή συμπεράσματα, συνιστούν το κριτήριο για το χαρακτηρισμό μιας έρευνας ως πλήρους. Η δε επάρκεια της ελέγχεται ως προς τη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το υπό εξέταση ζήτημα (Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (2008) 3 Α.Α.Δ. 100).

 

Εν προκειμένω, λαμβάνοντας υπόψη τα γεγονότα της παρούσας, ως έχουν ήδη προεκτεθεί, υπό το φως και της πιο πάνω νομολογίας, εντοπίζεται κενό έρευνας, με αποτέλεσμα η απόφαση να πάσχει. Διαφορετική ενδεχομένως να ήταν η κατάληξή μου, εάν τα εκ διενεργηθείσας έρευνας απορρέοντα στοιχεία εντάσσονταν στην όλη εικόνα και απορρίπτονταν αιτιολογημένα (βλ. Reyes, ανωτέρω). Εκ των πραγμάτων όμως, δεν είναι σε θέση το Δικαστήριο τούτο να εκτιμήσει στη βάση ποιων στοιχείων λήφθηκε η επίδικη απόφαση.

 

Με αποτέλεσμα, να εντοπίζεται και κενό αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης. Πράγματι, δεν στοιχειοθετείται επαρκώς, αλλ’ ούτε και από τα στοιχεία του φακέλου υποστηρίζεται, η επίδικη κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση, σύμφωνα με την οποία η αίτηση της αιτήτριας απορρίπτεται για τον ίδιο λόγο που είχε απορριφθεί η αρχική της αίτηση, ότι δηλαδή αυτή διαμένει στις κατεχόμενες περιοχές της Δημοκρατίας. Σύμφωνα με το άρθρο 28(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), «η  αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης πρέπει να είναι σαφής, ώστε να μην αφήνει αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης». Θα πρέπει να περιέχονται σε αυτήν τα συγκεκριμένα στοιχεία επί των οποίων στηρίχθηκε η ουσιαστική κρίση της Διοίκησης, να παρατίθενται οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι που αποτέλεσαν το έρεισμα της διοικητικής απόφασης, ως και τα κριτήρια βάσει των οποίων η Διοίκηση άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια, ούτως ώστε και καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, L.A.S. BOATING LTD v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 37/2017, ημερ. 26.10.2023). Αντίθετα, αιτιολογία που διατυπώνεται κατά τρόπο γενικό και αόριστο, ούτως ώστε να μην προκύπτει πως και στη βάση ποιων στοιχείων διαμορφώθηκε η κρίση της Διοίκησης, είναι αόριστη και ελλιπής, εφόσον το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του συγκεκριμένα στοιχεία επιδεκτικά δικαστικής εκτίμησης και άσκησης δικαστικού ελέγχου (Χρίστος Πετρώνδας ν. Δημοκρατίας (1969) 3 Α.Α.Δ. 214, Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1348). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 29 του Νόμου 158(Ι)/1999, η αιτιολογία μιας πράξης μπορεί να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου (Θεοδωρίδου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 146, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171, Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Ωστόσο, κατά πάγια επίσης νομολογία, η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το διοικητικό φάκελο επιτρέπεται μόνον όταν τα απαιτούμενα στοιχεία προκύπτουν από το φάκελο κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο και προκύπτει με ακρίβεια τι είχε υπόψη του το διοικητικό όργανο κατά τη λήψη της απόφασής του (Χρίστος Παναγιωτίδης ν. Δημοκρατίας  (1998) 3 Α.Α.Δ. 342). Κάτι τέτοιο, εντούτοις, δεν συμβαίνει στην υπό εξέταση περίπτωση, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί.

 

Αξίζει πιστεύω να επισημανθεί στο σημείο αυτό ότι, δεν συνιστά έργο του Δικαστηρίου η συλλογή και πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου για να κρίνει αν η απόφαση της Διοίκησης είναι επαρκώς αιτιολογημένη και, κατ’ επέκταση, το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας, (Κ.A. Preston v. Υπουργείου Εσωτερικών, Ε.Δ.Δ. 189/19, ημερ. 10.12.2020, Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.1997). Το Δικαστήριο δεν είναι υπόχρεο να ανατρέξει στο διοικητικό φάκελο, χωρίς μάλιστα να έχει γίνει και οποιαδήποτε συγκεκριμένη παραπομπή από τους καθ’ ων σε στοιχεία εντός του εν λόγω φακέλου, προκειμένου να διαπιστώσει το κατά πόσον στοιχειοθετείται αιτιολογία της πράξης ή αν προηγήθηκε η δέουσα έρευνα. Αυτό, υπό το φως και της προεκτεθείσας νομολογίας, θα ξέφευγε της ίδιας της φύσης του αναθεωρητικού ελέγχου του Δικαστηρίου τούτου.

 

Τέλος, βάσει των πιο πάνω διαπιστώσεων, ούτε και το ενδεχόμενο πλάνης των καθ' ων η αίτηση κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης μπορεί να αποκλειστεί. Ουδείς μπορεί να γνωρίζει ποια ενδεχομένως να ήταν η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση εάν εξέταζαν και/ή ελάμβαναν υπόψη τους και το προαναφερθέν ενοικιαστήριο έγγραφο, ημερομηνίας μεταγενέστερης της απόρριψης της πρώτης αίτησης της αιτήτριας. Κατά πάγια δε νομολογία, η πιθανολόγηση και μόνο της πλάνης είναι αρκετή για την ακύρωση της πράξης (Βραχίμης Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 546).

 

Συνεπώς, ενόψει των πιο πάνω, καταλήγω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω μη διενέργειας της δέουσας έρευνας, έλλειψης αιτιολογίας, ενώ και το ενδεχόμενο εμφιλοχωρήσασας πλάνης δεν μπορεί να αποκλειστεί.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €2000 έξοδα υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο