Β. Μ. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 532/2022, 7/3/2025
print
Τίτλος:
Β. Μ. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 532/2022, 7/3/2025

 

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                        

 

(Υπόθεση Αρ. 532/2022 (i-Justice))

 

 7 Μαρτίου 2025

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

                                             Β. Μ.                      

                                                                             Αιτητής

                                                ΚΑΙ

         ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

      ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Καθ’ ων η Αίτηση

 

Γ. Ματσάγκος, για Τεκκής & Ματσάγκος Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή

Γ. Χατζηπροδρόμου, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

Κ. Γεωργιάδου (κα), για Δήμος & Λία Γεωργιάδη & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Ενδιαφερόμενο Μέρος

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Προσβάλλεται ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος η απόφαση της καθ’ ης η αίτηση, Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.), η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 4.3.2022 και σύμφωνα με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος (Ε.Μ.) Β. Β. προήχθη στη μόνιμη θέση Λειτουργού Αεροπορικών Κινήσεων Α’, Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας («η επίδικη θέση»), από 15.2.2022, αντί και/ή στη θέση του αιτητή.

 

Η διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης ξεκίνησε όταν η Ε.Δ.Υ. έλαβε επιστολή του Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων, ημερομηνίας 27.7.2021, με την οποία υποβαλλόταν πρόταση για την πλήρωση της εν λόγω θέσης.

 

Ακολούθως, η Ε.Δ.Υ., στη συνεδρία της με ημερομηνία 9.8.2021, αποφάσισε να επιληφθεί του θέματος πλήρωσης της θέσης σε μεταγενέστερη ημερομηνία και στη συνεδρία να κληθεί να παραστεί και η Διευθύντρια του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας («η Διευθύντρια»).

 

Εν συνεχεία, στη συνεδρία της Ε.Δ.Υ., ημερομηνίας 31.1.2022, η Διευθύντρια σύστησε για προαγωγή το Ε.Μ. και ακολούθως, αποχώρησε από τη συνεδρία. Στη συνέχεια, η Ε.Δ.Υ. προχώρησε στη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων και, στη βάση των ενώπιον της στοιχείων και αφού έλαβε υπόψη της και τη σύσταση της Διευθύντριας και τα τρία κριτήρια, ήτοι αξία, προσόντα και αρχαιότητα, έκρινε ότι το Ε.Μ. υπερείχε γενικά των άλλων υποψηφίων, τον επέλεξε ως τον πιο κατάλληλο και αποφάσισε να του προσφέρει προαγωγή στην επίδικη θέση από 15.2.2022.

 

Η επίδικη απόφαση δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 4.3.2022.

 

Ο αιτητής αντέδρασε και κατά της πιο πάνω απόφασης καταχώρησε  την υπό εξέταση προσφυγή, στις 31.3.2022.

 

Οι συνήγοροι του αιτητή προωθούν λόγους ακύρωσης που στρέφονται τόσο κατά της νομιμότητας και ορθότητας της δοθείσας σύστασης, όσο και της τελικής απόφασης της Ε.Δ.Υ..

 

Κατά τη σχετική εισήγηση, η σύσταση της Διευθύντριας πάσχει ως πεπλανημένη αναφορικά με την αξιολόγηση της αρχαιότητας του αιτητή και του Ε.Μ., καθότι υπό πλάνη κρίθηκε ότι αιτητής και Ε.Μ. είναι ουσιαστικά ισοδύναμοι στο συγκεκριμένο στοιχείο κρίσης, ως αναιτιολόγητη, αλλά και ως προϊόν μη διενέργειας της δέουσας έρευνας, εφόσον δεν διερευνήθηκαν επαρκώς οι προσωπικοί φάκελοι αιτητή και Ε.Μ. και δεν αποδόθηκε η δέουσα βαρύτητα στην υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα, αλλά και σε προσόντα, τα οποία δεν αξιολογήθηκαν.

 

Περαιτέρω, η πλευρά του αιτητή βάλλει και κατά της απόφασης της Ε.Δ.Υ., η οποία έλαβε υπόψιν και/ή στηρίχθηκε στην πάσχουσα σύσταση, αλλά και λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης, αναιτιολόγητα και χωρίς της διενέργεια της δέουσας έρευνας σε σχέση με την αρχαιότητα, αλλά και τα προσόντα του αιτητή, όπου αυτός υπερέχει έναντι του Ε.Μ..

 

Η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατόπιν διενέργειας της δέουσας έρευνας, καθόλα ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία, είναι δε αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής. Κατά τον συνήγορο των καθ’ ων η αίτηση, τόσο η δοθείσα σύσταση, όσο και η τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ., υπήρξαν καθόλα σύννομες και βρίσκονται σε συμβατότητα και/ή ουδόλως συγκρούονται με τα στοιχεία των οικείων διοικητικών φακέλων, ήσαν δε αυτές, σε κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτές. Καταλήγει η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση, τονίζοντας ότι ο αιτητής, σε καμία περίπτωση δεν κατόρθωσε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του Ε.Μ. και υποβάλλει την εισήγηση για απόρριψη της προσφυγής.

 

Υπέρ της νομιμότητας και ορθότητας της επίδικης απόφασης τάχθηκαν και οι συνήγοροι του Ε.Μ., οι οποίοι ρητά υιοθέτησαν την ένσταση και γραπτή αγόρευση των καθ’ ων η αίτηση.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα των οικείων διοικητικών φακέλων και, γενικότερα, όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε κατά είτε υπέρ της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Θα ξεκινήσω με την εξέταση των λόγων ακύρωσης που αφορούν στην κατ’ ισχυρισμό πάσχουσα σύσταση της Διευθύντριας, δεδομένου ότι η υποβληθείσα στο πλαίσιο της υπό εξέταση προαγωγικής διαδικασίας σύσταση, προηγήθηκε της επίδικης απόφασης της Ε.Δ.Υ., λήφθηκε δε αυτή υπόψιν από το διορίζον όργανο.

 

Επισημαίνεται εξ’ αρχής ότι η Ε.Δ.Υ., όπως άλλωστε ρητά αναφέρεται και στο πρακτικό της συνεδρίας της, ημερομηνίας 31.1.2022, επέλεξε το  Ε.Μ. ως τον πλέον κατάλληλο για προαγωγή στην επίδικη θέση, λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός ότι αυτός, σε αντίθεση με τον αιτητή, διέθετε υπέρ του τη σύσταση της Διευθύντριας. Συνεπώς, και δεδομένης της υπηρεσιακής εικόνας των υποψηφίων, σαφέστατα προκύπτει ότι υπήρξε καθοριστικής σημασίας για την επιλογή του Ε.Μ. έναντι του αιτητή, η υπέρ του σύσταση. Θα πρέπει, συνακόλουθα, να ελεγχθεί πρώτα η νομιμότητα και ορθότητα της εν λόγω σύστασης, την οποία η πλευρά του αιτητή αμφισβητεί.

 

Ως ήδη ελέχθη, η σύσταση δόθηκε από τη Διευθύντρια, η οποία παρέστη στη συνεδρία της Ε.Δ.Υ., κατά την οποία λήφθηκε η επίδικη απόφαση. Όπως αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό, η Διευθύντρια υπέβαλε τη σύστασή της και αποχώρησε από τη συνεδρία. Όπως επίσης καταγράφεται στο πρακτικό, στη διάθεση της Διευθύντριας τέθηκαν οι προσωπικοί φάκελοι και οι υπηρεσιακοί φάκελοι των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, τους οποίους έλαβε υπόψη της, είχε δε στη διάθεσή της, σύμφωνα πάντα με το εν λόγω πρακτικό, «επαρκή χρόνο για να μελετήσει τους εν λόγω Φακέλους».

 

Είναι νομολογημένο ότι η σύσταση εξετάζεται σε συσχετισμό με το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων, στη βάση των θεσμοθετημένων κριτηρίων (αξία, προσόντα, αρχαιότητα), ούτως ώστε η αιτιολογία της να προκύπτει μέσα από ό,τι αποτυπώνεται σε αυτούς (Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695). Η σύσταση του Διευθυντή πρέπει να εναρμονίζεται με τα στοιχεία των φακέλων διαφορετικά δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη (Δημήτριος Χατζηκωστή ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 72/2017, ημερ. 14.11.2023, Ρούσος ν. Ιωαννίδη κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549, Δημοκρατία κ.α. ν. Αγγελή κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 161), η δε εκτίμηση του Διευθυντή του Τμήματος για την απόδοση των υποψηφίων, αποτελεί βοήθημα για τη μόρφωση κρίσης από το διοικητικό όργανο, εν προκειμένω την Ε.Δ.Υ. (Χατζηκωστή, ανωτέρω, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου κ.α. (2006) 3 Α.Α.Δ. 265).

 

Εξετάζοντας το σχετικό πρακτικό της συνεδρίας ημερομηνίας 31.1.2022, διαπιστώνω ότι η Διευθύντρια, κατά την διαμόρφωση της σύστασής της, μελέτησε όλα τα ενώπιον της δεδομένα, με τη σύσταση να εμπεριέχει τα κατά νομολογία απαραίτητα γνωρίσματα νομιμότητας και ουσίας (Χατζηχάννα ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 108/2016, ημερ. 2.10.2023, Δημοκρατία ν. Κυρατζιή-Κτωρίδου, Α.Ε. 311/16, ημερ. 8.5.2023). Πρόκειται για μια επαρκώς αιτιολογημένη σύσταση, η οποία συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων των υποψηφίων. Προκύπτει από την εν λόγω σύσταση ότι η Διευθύντρια έκανε ειδική μνεία στο Ε.Μ., όπως και στον αιτητή, λαμβάνοντας υπόψη την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητά τους, αλλά και τα υπό του οικείου σχεδίου υπηρεσίας απαιτούμενα.

 

Η Διευθύντρια τόνισε εξ’ αρχής στη σύστασή της ότι, προκειμένου να προβεί σε αυτήν, διαβουλεύτηκε με τους Προϊσταμένους όλων των υποψηφίων και μελέτησε του προσωπικούς τους φακέλους και τους φακέλους των ετήσιων υπηρεσιακών τους εκθέσεων. Για να επισημάνει στη συνέχεια τα εξής:

 

«Αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, δηλώνω ότι προκειμένου να προβώ στη σύστασή μου έχω διαβουλευτεί με τους Προϊστάμενους όλων των υποψηφίων και έχω μελετήσει τόσο τους Προσωπικούς Φακέλους όσα και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών τους Εκθέσεων.

 

Με βάση τα πιο πάνω και έχοντας υπόψη τα νομοθετημένα κριτήρια στο σύνολό τους - αξία, προσόντα και αρχαιότητα - καθώς επίσης και τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας, κρίνω ως καταλληλότερο και συστήνω για προαγωγή στη θέση του Λειτουργού Αεροπορικών Κινήσεων Α’ τον:

 

1.     Β. Β.

 

Προβαίνοντας στη σύστασή μου, έχω λάβει υπόψη, σ’ ό,τι αφορά την

αξιολόγηση των υποψηφίων, ότι ο συστηνόμενος είναι ίσος σε αξία με τους λοιπούς υποψηφίους, όπως η αξία αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση σ' αυτές των τελευταίων χρόνων, αξιολογηθείς ως καθόλα εξαίρετος. Σε ό,τι αφορά την αρχαιότητα, έχω λάβει υπόψη ότι οι υποψήφιοι με α/α 1, Μ. Β., και με α/α 2, Β. Β., προηγούνται σε αρχαιότητα των λοιπών υποψηφίων, η οποία οφείλεται στην παρούσα τους θέση, θέση Λειτουργού Αεροπορικών Κινήσεων. Ωστόσο, δεν παρέλειψα να σημειώσω ότι ο υποψήφιος με α/α 1, Μ. Β., υπερέχει του υποψηφίου με α/α 2, Β. Β., σε αρχαιότητα, η οποία οφείλεται στην ημερομηνία γέννησής τους, αφού κατέχουν τη θέση Λειτουργού Αεροπορικών Κινήσεων από την ίδια ημερομηνία και, ως εκ τούτου, κρίνω την αρχαιότητα ως οριακή. Περαιτέρω, έχω λάβει υπόψη τη συνολική προσφορά του συστηνόμενου στο Τμήμα, καθώς και τον ζήλο, την απόδοση και προθυμία στην εκτέλεση των καθηκόντων του, αλλά και την υποστήριξη που προσφέρει στο Τμήμα πέραν από τα όσα προβλέπονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης που κατέχει. Παράλληλα, έχοντας κατά νου τις ευθύνες και τα καθήκοντα της θέσης που θα αναλάβει, κρίνω ότι ο Β. Β. είναι σε θέση να ανταπεξέλθει καλύτερα στα καθήκοντα της εν λόγω θέσης.».

 

Η δοθείσα σύσταση κρίνεται επαρκώς αιτιολογημένη, δυνάμενη ωσαύτως να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, L.A.S. BOATING LTD v. Δημοκρατία, Ε.Δ.Δ. 37/2017, ημερ. 26.10.2023), αλλά και ευλόγως επιτρεπτή, εφόσον δεν εκφεύγει των σχετικών νομολογιακών κατευθυντήριων και ούτε μπορεί να λεχθεί ότι δεν συνάδει αυτή με τα στοιχεία των φακέλων.

 

Σύμφωνα με τα ενώπιον μου στοιχεία και δη το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων, ο αιτητής και το Ε.Μ. είναι ισοδύναμοι στο κριτήριο της αξίας, όπως αυτή προκύπτει από τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις, με ιδιαίτερη έμφαση σε αυτές των τελευταίων χρόνων, στις οποίες αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα. Και οι δυο έχουν αξιολογηθεί ως καθόλα εξαίρετοι.

 

Ισοδυναμία παρατηρείται και ως προς τα προσόντα, εφόσον ούτε ο αιτητής ούτε το Ε.Μ. διαθέτουν πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα (πτυχία και μεταπτυχιακά ή διδακτορικό τίτλο), τα οποία και μόνον, κατά τη νομολογία, λογίζονται ότι έχουν ουσιαστική σημασία για σκοπούς συστάθμισης και αξιολόγησης, τα δε προσόντα στα οποία αναφέρονται οι συνήγοροι του αιτητή (Book-Keeping and Accounts Intermediate LCCI, άδεια πιλότου), σαφώς και δεν συνιστούν ακαδημαϊκά προσόντα (Έλενα Παπαθεοδότου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 832/2011, ημερ. 30.7.2014, ECLI:CY:AD:2014:D588, Σταύρος Λάμπρου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 783/2002, ημερ. 19.4.2004, Γιαννάκης Καναράς v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1509/2008, ημερ. 26.10.2010, Παναγιώτης Πουργουρίδης v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1386/2007, ημερ. 23.12.2008, Γεώργιος Ταλιώτης v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1317/2010, ημερ. 26.1.2012 και Μάριος Στεφανίδης v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1207/2011, ημερ.15.2.2013). Ούτε, βεβαίως, τα εν λόγω προσόντα προβλέπονται και/ή απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης, με αποτέλεσμα και αυτά να έχουν, ούτως ή άλλως, οριακή και/ή περιθωριακή σημασία (βλ. Δημοκρατία ν. Ανδρέου και άλλων (1993) 3 Α.Α.Δ. 153, Λουκά ν. Α.Η.Κ. (1996) 4 Α.Α.Δ. 1040, Πούρος, ανωτέρω, Σολομωνίδη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 135/2013, ημερ. 3.2.2020, ECLI:CY:AD:2020:C44 και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην Λαζαρίδου-Νικολάτου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1355/2017, ημερ. 30.10.2020)

 

Ως προς την αρχαιότητα, ο αιτητής και το Ε.Μ. προήχθησαν στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση (Λειτουργού Αεροπορικών Κινήσεων) στις 15.7.2010, ενώ οι όποιες διαφοροποιήσεις σε αρχαιότητα παρατηρούνται μεταξύ των δυο διαδίκων, είναι επουσιώδεις και/ή οριακής σημασίας και, σύμφωνα με τα ενώπιον μου τεθέντα, ανατρέχουν στην ημερομηνία γέννησης: πράγματι, με βάση τα ισχύοντα στη νομολογία, αρχαιότητα που ανάγεται στην ημερομηνία γέννησης, ή ακόμα και που οφείλεται σε υψηλότερη μισθολογική κλίμακα, ως είναι εν προκειμένω ο ισχυρισμός του αιτητή, ο οποίος και δεν αμφισβητείται, δεν είναι ουσιαστικής, αλλά πολύ περιορισμένης σημασίας (Δημοκρατία ν. Ασσιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 395, 409, Λεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 599/2012 κ.α., ημερ. 12.5.2016, ECLI:CY:AD:2016:D236). Εξάλλου, όπως έχει επίσης κατ’ επανάληψη νομολογηθεί, απομακρυσμένη αρχαιότητα και/ή αρχαιότητα που δεν ανάγεται στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση, αλλά σε προ-προηγούμενη θέση, ούτως ή άλλως, είναι οριακής σημασίας (Δημοκρατία ν. Γεώργιου Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56). Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Λαμπρινή Γωγάκη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 488/2013, ημερ. 11.7.2014, ECLI:CY:AD:2014:D513, «Αυτού του είδους αρχαιότητα έχει νομολογηθεί ως ήσσονος σημασίας που ενδεχομένως να αποκτά κάποια οριακή αξία εάν όλα τα υπόλοιπα κριτήρια είναι ίσα, (Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56, Θεοδώρα Δημητρίου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 376/2011, ημερ. 17.7.2012 και Χατζηχάννα ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 917/2000, ημερ. 18.1.2002).». Πόσω δε μάλλον στην υπό κρίση περίπτωση, που, όπως έχει ήδη λεχθεί, η υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα έναντι του Ε.Μ., ανάγεται σε μισθολογική κλίμακα και δη στην κλίμακα Α7, όπου ο αιτητής ανελίχθηκε πριν από το Ε.Μ..

 

Επιπρόσθετα δε, η Διευθύντρια τόνισε ότι έλαβε υπόψη της τη συνολική προσφορά του Ε.Μ. στο Τμήμα, καθώς και τον ζήλο, την απόδοση και προθυμία στην εκτέλεση των καθηκόντων του, αλλά και την υποστήριξη που προσφέρει στο Τμήμα «πέραν από τα όσα προβλέπονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης που κατέχει». Επ’ αυτού, δέον όπως υπομνησθεί η πάγια θέσης της ημεδαπής νομολογίας ότι ο Διευθυντής, ως εκ της θέσεώς του, γνωρίζει καλύτερα από όλους την υπηρεσιακή εικόνα των υφιστάμενών του και/ή των υπαλλήλων του τμήματός του. Η δε σύσταση αποτελεί, λόγω ακριβώς της ιδιαίτερης γνώσης του Διευθυντή για την καταλληλότητα των υποψηφίων να ανταποκριθούν στα καθήκοντα της θέσης, επαυξητικό παράγοντα της αξίας τους (βλ. και Σπανού ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 390 και Ευριδίκη Λάμπρου ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 141/2019, ημερ. 9.10.2024).

 

Ως εκ των πιο πάνω, καταλήγω ότι δεν διαπιστώνεται ούτε κενό έρευνας, ούτε αιτιολογίας, αλλ’ ούτε και πλάνη στη σύσταση της Διευθύντριας, ως προς τη συνολική αξιολόγηση των δυο υποψηφίων και την επιλογή του Ε.Μ.. Αντίθετα, η δοθείσα σύσταση κρίνεται ως ευλόγως επιτρεπτή και εντός των παραμέτρων που τάσσει η σχετική νομολογία.

 

Την εν λόγω σύσταση υιοθέτησε ακολούθως η Ε.Δ.Υ., η οποία, παραθέτοντας το δικό της σκεπτικό, επέλεξε το Ε.Μ. ως τον πλέον κατάλληλο για προαγωγή στην επίδικη θέση.

 

Επ’ αυτού, δεν μπορώ να συμφωνήσω με τη θέση του αιτητή ότι η Ε.Δ.Υ., πεπλανημένα, αναιτιολόγητα και χωρίς τη διενέργεια της δικής της έρευνας, επέλεξε το Ε.Μ.: αντίθετα, προκύπτει από το σχετικό πρακτικό λήψης της επίδικης απόφασης ότι η Επιτροπή διενήργησε δική της έρευνα και στη βάση των θεσμοθετημένων κριτηρίων επιλογής, αξιολόγησε τους υποψηφίους και επέλεξε το Ε.Μ. ως τον πλέον κατάλληλο για προαγωγή, λαμβάνοντας υπόψη και την σύσταση της Διευθύντριας.

 

Η τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ. συνάδει με το περιεχόμενο των φακέλων και σε κάθε περίπτωση είναι εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας και εντός των παραμέτρων που έχει θέσει η σχετική επί του θέματος νομολογία. Όπως έχει λεχθεί, ο αιτητής δεν υπερτερεί του Ε.Μ. σε αξία, ούτε σε προσόντα, η όποια δε υπεροχή του στην αρχαιότητα, σύμφωνα με τα όσα έχουν προεκτεθεί, είναι οριακής σημασίας και δεν μπορεί να προσδώσει σε αυτόν καθοριστικό προβάδισμα ούτε και έκδηλη υπεροχή έναντι του Ε.Μ..

 

Αντίθετα, είναι η δοθείσα σύσταση της Διευθύντριας υπέρ του Ε.Μ. που σαφώς και προσθέτει στην αξία του και θέτει αυτόν σε υπέρτερη θέση έναντι του αιτητή: κατά πάγια νομολογία, η σύσταση επαυξάνει και/ή προσθέτει στην αξία ενός υποψηφίου ως ανεξάρτητος και αυτοτελής δείκτης (Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, Ροζάννα-Αμφιτρίτη Κούτσιου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 168/10, ημερ. 10.9.2015, Παντελής Λοϊζου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1994) 3 Α.Α.Δ. 663). Επαναλαμβάνεται ότι η σύσταση αποτελεί, ως εκ της ιδιαίτερης γνώσης του Διευθυντή, για την καταλληλότητα των υποψηφίων να ανταποκριθούν στα καθήκοντα της θέσης, επαυξητικό παράγοντα της αξίας τους (Σπανού, ανωτέρω και Ευριδίκη Λάμπρου, ανωτέρω).

Ούτε όμως ως προς τα προσόντα, ζήτημα για το οποίο επιχειρηματολόγησαν οι συνήγοροι του αιτητή, προκύπτει να έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη στην κρίση της Ε.Δ.Υ.. Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, επαφίεται στο διορίζον όργανο να αξιολογήσει και σταθμίσει πρόσθετα προσόντα που δεν προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας, αλλά είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης, αποφεύγοντας από την μια να δώσει σε αυτά υπερβολική βαρύτητα, αλλά αποφεύγοντας από την άλλη η σημασία που θα τους αποδώσει να είναι εντελώς οριακή. Σε αυτά τα πλαίσια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ότι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων (Γιαννάκης Κολώνας κ.α. ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 94/2016 κ.α. ημερ. 26.7.2023, Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406). Οι πιο πάνω νομολογιακές κατευθυντήριες βεβαίως ισχύουν αναφορικά με τα ακαδημαϊκά προσόντα. Ωστόσο, εν προκειμένω, ως ήδη ελέχθη, ούτε ο αιτητής ούτε το Ε.Μ. κατέχουν τέτοια προσόντα, η δε υπό του αιτητή κατοχή του προσόντος Book-Keeping and Accounts Intermediate LCCI, καθώς και άδειας πιλότου, προσόντα μη ακαδημαϊκά και τα οποία δεν απαιτούνται και δεν προβλέπονται στο σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης, δεν μπορεί παρά να έχει οριακή και/ή περιθωριακή σημασία. Δεδομένης δε της προεκτεθείσας συνολικής συγκριτικής εικόνας αιτητή και Ε.Μ., θεωρώ ότι η υπό του αιτητή κατοχή των συγκεκριμένων προσόντων δεν μπορεί να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ του (Δ.Μ. κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 1505/2017 κ.α., ημερ. 16.11.2022). Αυτό, βεβαίως, δεν συνεπάγεται ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη και δεν αξιολόγησαν τα εν λόγω προσόντα του αιτητή. Συναφώς, στην Μαρία Παπά ν. Ανδρέας Φραντζής, Α.Ε. 91/2014, ημερ. 25.2.2021, ECLI:CY:AD:2021:C62, λέχθηκαν τα εξής (η υπογράμμιση έχει προστεθεί):

 

«Ως προς τα προσόντα των μερών, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της απόφασης της ΕΔΥ, πιο πάνω, σημειώθηκε ότι η εφεσείουσα δεν υστερεί του συστηθέντα εφεσίβλητου και καταγράφονται τα πρόσθετα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης προσόντα, χωρίς να γίνεται ρητή αναφορά σε όλα τα προσόντα. Όμως, τα επιπρόσθετα προσόντα του εφεσίβλητου βρίσκονταν ενώπιον της ΕΔΥ και λήφθηκαν δεόντως υπόψη (βλ. Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Αντωνίου, ΑΕ 124/2014 κ.ά., ημερομηνίας 6.12.2017).».

 

Εν προκειμένω, και δεδομένης της συνολικής υπηρεσιακής εικόνας αιτητή και Ε.Μ., δεν εντοπίζω να εκφεύγει των πιο πάνω ορίων η υπό της καθ’ ης η αίτηση αξιολόγηση των προσόντων, αλλά και της αρχαιότητας και των διαδίκων, με αποτέλεσμα να μη χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, το διορίζον όργανο, κατά τη διαδικασία επιλογής του πιο κατάλληλου υποψηφίου για συγκεκριμένη θέση, δύναται να αποδώσει περισσότερη σπουδαιότητα σε ένα παράγοντα από ό,τι σε άλλον, στο πλαίσιο ενάσκησης της διακριτικής του ευχέρειας (Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74, 82, lerides v. Republic (1980) 3 C.L.R. 165, 180, Θέσπις Παντζαρή ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υποθ. Αρ. 744/98, ημερ. 26.5.1999, Ανδρέας Χρίστου ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Υποθ. Αρ. 134/96, ημερ. 19.3.1997). Πεδίο δε για παρέμβαση του ακυρωτικού Δικαστηρίου παρέχεται μόνον εφόσον προκύπτει ότι η εξουσία ασκήθηκε εκτός της διακριτικής ευχέρειας του οργάνου και/ή κατά παράβαση των κανόνων της χρηστής διοίκησης. Εν προκειμένω, δεν εντοπίζεται κακή ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης.

 

Όπως, με βάση τα προεκτεθέντα, δεν εντοπίζεται κενό αιτιολογίας της επίδικης απόφασης. Από τα σχετικά πρακτικά και ειδικά αυτό της συνεδρίας 31.1.2022, όταν και λήφθηκε η επίδικη απόφαση, προκύπτουν με σαφήνεια το σκεπτικό και οι λόγοι που οδήγησαν στην επιλογή του Ε.Μ., έναντι του αιτητή, κατά τρόπο που να καθίσταται εφικτή η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου (Φράγκου, ανωτέρω). Προκύπτει από το εν λόγω πρακτικό ότι λήφθηκαν υπόψη και οι προσωπικοί φάκελοι των υποψηφίων, οι φάκελοι των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων και οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια, τα προσόντα και η αρχαιότητα των υποψηφίων. Από το πρακτικό της εν λόγω συνεδρίας, προκύπτει ευκρινώς το σκεπτικό της Ε.Δ.Υ. και η διενέργεια της δικής της, δέουσας έρευνας. Στην απόφασή της, η καθ’ ης η αίτηση καταγράφει τα κριτήρια αξιολόγησης και γενικότερα όλα όσα έλαβε υπόψη της προκειμένου να επιλέξει το Ε.Μ., ενώ προβαίνει και σε συγκριτική αντιπαραβολή του Ε.Μ. με τον αιτητή.

 

Ούτε κενό έρευνας εντοπίζεται. Υπενθυμίζεται ότι το κριτήριο για την επάρκεια και πληρότητα της έρευνας εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης και η εξουσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο νομιμότητας της διοικητικής πράξης, ως εύλογα επιτρεπτής υπό τις περιστάσεις και δεν προβαίνει σε πρωτογενή αξιολόγηση των στοιχείων των υποψηφίων και ούτε επεκτείνεται στην ουσιαστική κρίση του διοικητικού οργάνου, έστω και αν το ίδιο θα μπορούσε εύλογα να καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα (FIRST ELEMENTS EUROCONSULTANTS LTD ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 34/2012, ημερ. 15.12.2017). Επαρκής θεωρείται η έρευνα που επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος (Motorways Ltd ν. Υπουργού Οικονομικών κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447, 450), η δε έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία επί της έρευνας που θα ακολουθηθεί είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα και ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης (Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:A121).

 

Εν τέλει, οι θέσεις της ημεδαπής νομολογίας ως προς την τελική και συνολική στάθμιση των δεδομένων σε περιπτώσεις ως η υπό κρίση, είναι αποκρυσταλλωμένες: αυτό που έχει σημασία είναι η ουσιαστική συνεξέταση των στοιχείων κρίσης, με κριτήριο τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου και όχι ένας μηχανιστικός υπολογισμός ή μια αριθμητική συνεξέταση που απολήγει σε επέμβαση στην εύλογη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης (Σωτήρης Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 8/16, ημερ. 16.2.2023, ECLI:CY:AD:2023:C56). Είναι εσφαλμένη η προσέγγιση ότι μπορεί στην ουσία να γίνεται μια αριθμητική ή μαθηματική συνεξέταση των στοιχείων, κατά τρόπο που το ένα στοιχείο υπέρ του ενός υποψηφίου, να εξουδετερώνεται από κάποιο άλλο στοιχείο υπέρ του άλλου υποψηφίου. Τέτοια άσκηση αναμφίβολα παραπέμπει σε μηχανιστικό υπολογισμό, από τον οποίο όμως ελλείπει το στοιχείο της διακριτικής ευχέρειας και της καθολικής κρίσης υπό το φως του συνόλου των παραμέτρων (Σωτήρης Κολέττας ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 32/16, ημερ. 20.6.2023, ECLI:CY:AD:2023:C214, Χρίστος Σολομωνίδης, ανωτέρω). Εκείνο που έχει σημασία, είναι η διαπίστωση πως η Διοίκηση προέβη σε εύλογη και ουσιαστική στάθμιση των δεδομένων, εντός των πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας και δεν απαιτείται μικροσκοπική εξέταση από το Δικαστήριο, εφόσον το ζητούμενο δεν είναι η υποκατάσταση της Διοίκησης από το Δικαστήριο (Σωτήρης Αναστασιάδης, ανωτέρω).

 

Εν προκειμένω, κρίνω ότι οι καθ’ ων η αίτηση έδρασαν εντός ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας και εντός του πλαισίου που τάσσει η οικεία νομοθεσία. Δεν εντοπίζεται ούτε πλάνη, ούτε υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας, αλλ' ούτε, γενικότερα, οποιοσδήποτε λόγος που θα επέτρεπε την επέμβαση του Δικαστηρίου στην ουσιαστική κρίση του αποφασίζοντος οργάνου, το οποίο, ως προκύπτει από τα ενώπιον μου τεθέντα, πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης, εξέτασε όλα τα ενώπιον του στοιχεία.

 

Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγω ότι η Ε.Δ.Υ. ενήργησε εντός των θεσμοθετημένων κριτηρίων προαγωγής και, στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου στοιχείων, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπήρξε σύννομη και ορθή και, σε κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή (Θεοκλέους ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας κ.α., Αναθεωρ. Έφεση Αρ. 90/2013, ημερ. 26.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:C490, Αθηνά Καραγιάννη-Κλεάνθους ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 7/2011, ημερ. 21.12.2016).

 

Υπενθυμίζεται, τέλος, ότι το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει εκεί όπου απουσιάζει έκδηλη υπεροχή, ώστε να υποκαταστήσει την κρίση της Διοίκησης με τη δική του, εκτός αν πράγματι προκύπτει μια τέτοια έκδηλη υπεροχή (Μαρία Παπά, ανωτέρω). Επέμβαση του Δικαστηρίου είναι δυνατή μόνον όπου ικανοποιείται από τον αιτητή ότι υπερείχε έκδηλα του υποψηφίου που έχει επιλεγεί. Μόνο σε τέτοια περίπτωση το όργανο που έχει προβεί στην επιλογή, θεωρείται ότι έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και έχει κάνει κακή χρήση της (Γεώργιος Χωραττάς ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 43/2021, ημερ. 19.11.2024, Georghiou v. Republic (1976) 3 CLR 74, Γ.Μ. Παπαχατζή «Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου», σελ. 729, και Δημοκρατία κ.ά. ν. Παπαχριστοδούλου κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 329) Χρίστος Σολομωνίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 901/2010, ημερ. 8.10.2013, ΕΔΥ ν. Παπαχριστοδούλου (2002) 3 Α.Α.Δ. 329). Στην υπό κρίση περίπτωση, η Ε.Δ.Υ. άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια εντός των ορίων που της παρέχει ο Νόμος και σε καμία περίπτωση δεν έχει αποδειχθεί έκδηλη υπεροχή του αιτητή έναντι του Ε.Μ., ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του Δικαστηρίου (Χατζηκωστή ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 72/2017, ημερ. 14.11.2023).

 

Ούτε και διακρίνεται υπέρβαση των ορίων της διακριτικής εξουσίας της Διοίκησης (Χατζηχάννα, ανωτέρω, Σολομωνίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1/17, ημ. 18.9.2023, ECLI:CY:AD:2023:C286). Συναφώς τονίζεται ότι ο ακυρωτικός Δικαστής δεν υποκαθιστά την κρίση του αρμόδιου οργάνου με την δική του αναφορικά με την ορθότητα της πράξης (Χατζηκωστή, ανωτέρω). Η εξουσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της διοικητικής πράξης και τη διακρίβωση του κατά πόσον η Διοίκηση έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής της εξουσίας (Κολώνας κ.α., ανωτέρω).

 

Λαμβανομένων υπόψη όλων των πιο πάνω, καταλήγω ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακύρωσης και, συνακόλουθα, δεν χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1500 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο