
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Υπόθεση αρ. 562/2018
11 Μαρτίου, 2025
[Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.]
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Μ. Π.
Αιτήτρια,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΥΓΕΙΑΣ
Καθ’ ων η αίτηση.
------------
Φ. Νικολάου, για Τάσσος Παπαδόπουλος και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την αιτήτρια.
Κ. Παπαδοπούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.: Η αιτήτρια αμφισβητεί με την παρούσα προσφυγή την κοινοποιηθείσα με επιστολή ημερομηνίας 07.02.2018 απόφαση των καθ’ ων η αίτηση να απορρίψουν το αίτημά της για εκ των υστέρων κάλυψη εξόδων θεραπείας της στον ιδιωτικό τομέα.
Τα ουσιώδη για την υπόθεση γεγονότα, όπως αυτά περιγράφονται από τους διαδίκους και προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, έχουν ως ακολούθως:
Με επιστολή της ημερομηνίας 15.10.2016, η αιτήτρια αιτήθηκε όπως εγκριθεί για παραπομπή στον ιδιωτικό τομέα για ρομποτική γυναικολογική επέμβαση (αφαίρεση ινομυώματος) λόγω πολλαπλών σοβαρών θεμάτων υγείας. Συμφώνως της ιατρικής βεβαίωσης ιδιώτη ιατρού (μαιευτήρας-χειρουργός γυναικολόγος), την οποία επεσύναψε στην αίτηση, η ρομποτική αφαίρεση του ινομυώματος συνεστήθη λόγω του βεβαρημένου ιστορικού της αιτήτριας, ενώ όπως η ίδια επεσήμανε στην επιστολή της, περί το τέλος του 2014 είχε υποβληθεί σε αποτυχημένη προσπάθεια λαπαροσκοπικής επέμβασης στο Μακάρειο νοσοκομείο.
Με επιστολές με ημερομηνίες 24.10.2016 και 04.11.2016, η αιτήτρια ζήτησε επίσπευση της εξέτασης του αιτήματός της, επισυνάπτοντας περαιτέρω ιατρικές βεβαιώσεις, μεταξύ αυτών, δεύτερου ιδιώτη ιατρού, μαιευτήρα-χειρουργού γυναικολόγου, ο οποίος αναφέρθηκε στα προβλήματα που η αιτήτρια παρουσίαζε και, σημειώνοντας ότι 2 χρόνια προηγουμένως έγινε ανεπιτυχώς προσπάθεια λαπαροσκοπικής αντιμετώπισης αυτών στο Μακάρειο νοσοκομείο, επεσήμανε ότι «επειδή η ανωτέρω δεν έχει παιδιά οπότε θέλει να διατηρήσει την μήτρα της και λόγω της παχυσαρκίας συνίσταται όπως το πρόβλημα της αντιμετωπιστεί με ρομποτική επέμβαση».
Το αίτημα εξετάστηκε από την Επιτροπή Ειδικών Γυναικολογίας/Μαιευτικής, η οποία σε συνεδρία της ημερομηνίας 24.11.2016 μελέτησε την περίπτωση βάσει του ισχύοντος τότε Σχεδίου Οικονομικής Αρωγής για Υπηρεσίες Υγείας που δεν προσφέρονται στον Δημόσιο Τομέα και δεν ενέκρινε την επέμβαση ρομποτικής.
Με νέα επιστολή, ημερομηνίας 06.12.2016, η αιτήτρια αιτήθηκε την έγκριση επιδότησης για χειρουργική επέμβαση στο εξωτερικό, αίτημα το οποίο εξετάστηκε και απορρίφθηκε από την Επιτροπή Ειδικών Γυναικολογίας/Μαιευτικής στις 07.02.2017.
Σημειώνεται ότι από τον διοικητικό φάκελο που προσκομίστηκε στο Δικαστήριο δεν προκύπτει κατά πόσον οι ανωτέρω αποφάσεις της Επιτροπής Ειδικών Γυναικολογίας/Μαιευτικής, με ημερομηνίες 24.11.2016 και 07.02.2017, κοινοποιήθηκαν στην αιτήτρια.
Στις 16.12.2016 η αιτήτρια υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση σε ιδιωτική κλινική στη Θεσσαλονίκη και με επιστολές της με ημερομηνίες 06.02.2017, 28.03.2017 και 28.06.2017, στις οποίες επεσύναψε σχετικά ιατρικά πιστοποιητικά, ζήτησε την εκ των υστέρων κάλυψη των εξόδων της. Το σχετικό ιατρικό σημείωμα, ημερομηνίας 30.06.2017, του χειρουργού γυναικολόγου που πραγματοποίησε την επέμβαση αναφέρει τα ακόλουθα:
«Η ασθενής κα […] στις 16 Δεκεμβρίου 2016 υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση (ρομποτικά υποβοηθούμενη λαπαροσκοπική αφαίρεση ενδοτοιχωματικού ινομυώματος μήτρας) στη Θεσσαλονίκη, στην ιδιωτική κλινική […]
Έπασχε από εξαμήνου με εμπύρετα με κοιλιακό άλγος και νοσηλεύτηκε αρκετές φορές σε νοσηλευτικά ιδρύματα της Κύπρου. Η ασθενής έχρηζε εκτεταμένης χειρουργικής επέμβασης η οποία ήταν αυξημένου κινδύνου και μπορούσε να χρειαστεί πολυμερή νοσηλεία καθώς και χρήση εντατικής μονάδας για αντιμετώπιση επιπλοκών που ίσως παρουσιαστούν, διότι η ασθενής έχει:
1. Πολλές συμφύσεις ενδοκοιλιακά (σύμφωνα με χειρουργική έκθεση από συνάδελφο όταν έκανε λαπαροσκόπηση στην ασθενή στο Μακάριο στη Λευκωσία) και θα γινόταν εκτεταμένη συμφυσεόλυση.
2. Πολύ αυξημένο ΔΜΣ (είναι 125 κιλά)
3. Ο οργανισμός της είναι πολύ εξασθενημένος μετά από αντιβιώσεις που της χορηγήθηκαν κατά τη νοσηλεία της στα νοσηλευτικά ιδρύματα της Κύπρου.
4. Ιστορικό υψηλής ενδοκρανιακής πίεσης».
Το αίτημα εξετάστηκε στις 14.09.2017 από την Επιτροπή Ειδικών Ιατρών Γυναικολογίας, η οποία γνωμάτευσε πως η επέμβαση αφαίρεσης ινομυώματος δύναται να διενεργηθεί στα δημόσια νοσηλευτήρια. Ως εκ τούτου, με επιστολή της Γενικής Διευθύντριας του Υπουργείου Υγείας (εφεξής η Γενική Διευθύντρια) ημερομηνίας 05.10.2017, η αιτήτρια πληροφορήθηκε ότι το αίτημά της δεν ήταν δυνατόν να ικανοποιηθεί δοθέντος ότι, βάσει του άρθρου 2 του ισχύοντος Σχεδίου Παροχής Οικονομικής Αρωγής για Υπηρεσίες Υγείας που δεν προσφέρονται στον Δημόσιο Τομέα (εφεξής το Σχέδιο), ασθενής αποστέλλεται εκτός κρατικών νοσηλευτηρίων για διάγνωση ή θεραπεία εάν η πάθησή του δεν μπορεί να τύχει αποτελεσματικής διάγνωσης ή θεραπείας στα κρατικά νοσηλευτήρια. Με την εν λόγω επιστολή η αιτήτρια πληροφορήθηκε επίσης για το δικαίωμα, βάσει του άρθρου 11 του Σχεδίου, να ζητήσει, εντός προθεσμίας 21 ημερών, επανεξέταση του αιτήματός της, δικαίωμα το οποίο η αιτήτρια άσκησε με επιστολή ημερομηνίας 19.10.2017.
Το αίτημα εξετάστηκε από την Επιτροπή Αναθεωρητικού Χειρουργικής, σε συνεδρία της ημερομηνίας 24.01.2018. Η Επιτροπή κατέγραψε τα ακόλουθα στα σχετικά πρακτικά (με έντονο χρώμα είναι τα πεδία του σχετικού εντύπου με το οποίο τηρούνται τα πρακτικά και η υπογράμμιση της Επιτροπής):
«Ε. ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΙΔΙΚΩΝ με αναφορά στο Σχέδιο: Τα μέλη του Αναθεωρητικού Συμβουλίου, μελέτησαν την περίπτωση της πιο πάνω ασθενούς με βάση το άρθρο 10 του Σχεδίου Παροχής Οικονομικής Αρωγής για Υπηρεσίες Υγείας που δεν προσφέρονται στο Δημόσιο Τομέα καθώς και την εισήγηση της Επ. Ειδικών Γυναικολογίας (ερ. 62) στην παρουσία του Δρ. […] – Δ/ντή Γυναικολογικής Κλινικής του ΝΑΜ ΙΙΙ και αναφέρουν ότι στην ασθενή προτάθηκε λόγω συμφύσεων να υποβληθεί σε ανοικτή λαπαροτομή για αφαίρεση ινομυώματος. Η ασθενής επέμενε για ρομποτική αφαίρεση του ινομυώματος στην οποία υποβλήθηκε σε κέντρο του εξωτερικού. Στα κρατικά νοσηλευτήρια προσφέρεται η ανοικτή μέθοδος.
1. Η πάθηση μπορεί να τύχει αποτελεσματικής διάγνωσης ή θεραπείας στα κρατικά νοσηλευτήρια: ΝΑΙ/ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ: Υπάρχει επαρκής εμπειρία.
2. Η διάγνωση ή θεραπεία μπορεί να παρασχεθεί από τα κρατικά νοσηλευτήρια μέσα στα χρονικά όρια που από ιατρική άποψη επιβάλλει η κατάσταση της υγείας του ασθενούς και η πιθανή εξέλιξη της υγείας του: ΝΑΙ/ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ: Τα επείγοντα αντιμετωπίζονται άμεσα.
3. Μετάκληση ειδικού ιατρού εντός κρατικού νοσηλευτηρίου για διάγνωση/θεραπεία/επέμβαση: ΔΕΝ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ – ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ:
ΣΤ. Χρονικό πλαίσιο παροχής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης
Α. Πολύ επείγον Β. Επείγον Γ. Κανονικό ».
Με επιστολή ημερομηνίας 07.02.2018, η αιτήτρια πληροφορήθηκε πως η Αρμόδια Αρχή, αφού έλαβε υπόψη τη γνωμοδότηση/έκθεση του Αναθεωρητικού Συμβουλίου καθώς και την έκθεση του θεράποντα ιατρού της, αποφάσισε τη μη ικανοποίηση του αιτήματός της για επιδότηση για θεραπεία στον ιδιωτικό τομέα.
Εναντίον της εν λόγω απόφασης καταχώρισε την παρούσα προσφυγή. Διατείνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει ένεκα, πρώτον, κακής σύνθεσης / συγκρότησης της Επιτροπής Αναθεωρητικού Χειρουργικής και μη τήρησης άρτιων πρακτικών κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 24.01.2018. Δεύτερον, λόγω παραβίασης ουσιώδους τύπου συνεπεία μη υποβολής τεκμηριωμένης έκθεσης από το Αναθεωρητικό Συμβούλιο προς τον Υπουργό Υγείας. Τρίτον, λόγω αναρμοδιότητας του αποφασίζοντος οργάνου. Τέταρτον, ένεκα άκρως αόριστης, ανεπαρκούς, εσφαλμένης και πεπλανημένης αιτιολογίας, μη διεξαγωγής δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα.
Οι καθ’ ων η αίτηση απορρίπτουν τους λόγους ακύρωσης και αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή, νόμιμη και σύμφωνη με τις σχετικές πρόνοιες του Σχεδίου, το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και επαρκώς αιτιολογημένη.
Αξιολογώντας κατά προτεραιότητα τον σχετικό με την αρμοδιότητα του αποφασίζοντος οργάνου λόγο ακύρωσης, οι εισηγήσεις των ευπαιδεύτων δικηγόρων της αιτήτριας, ότι δηλαδή το Σχέδιο δεν παρέχει δυνατότητα εκχώρησης εξουσιών από τον Υπουργό Υγείας στον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου, ότι εν πάση περιπτώσει τέτοια εκχώρηση δεν είχε παρουσιαστεί με την Ένσταση και ότι η επίδικη πράξη υπογράφεται από Λειτουργό του Υπουργείου εκ μέρους της Γενικής Διευθύντριας και ως εκ τούτου από αναρμόδιο όργανο, δεν με βρίσκουν σύμφωνη. Το επιτρεπτό της εξουσιοδότησης άσκησης εκ μέρους της Γενικής Διευθύντριας όλων των εξουσιών του Υπουργού Υγείας δυνάμει του Σχεδίου διακηρύχθηκε από το Εφετείο στην απόφαση Δημοκρατία ν Gazioglu Ahmet, ΕΔΔ υπ’ αρ. 11/2022, ημερ. 20.06.2024, με παραπομπή στις πρόνοιες του άρθρου 3(2) του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου (Ν. 23/1962). Οι καθ’ ων η αίτηση προσκόμισαν με τη γραπτή τους αγόρευση όλες τις σχετικές εξουσιοδοτήσεις του εκάστοτε Υπουργού Υγείας προς τη Γενική Διευθύντρια, τις οποίες η πλευρά της αιτήτριας δεν αμφισβητεί. Την επιστολή, ημερομηνίας 07.02.2018, με την οποία η προσβαλλόμενη πράξη κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια, υπογράφει πράγματι Λειτουργός του Υπουργείου «για Γενική Διευθύντρια». Στον διοικητικό φάκελο, όμως, εντοπίζεται σχετικό Σημείωμα της εν λόγω Λειτουργού προς τη Γενική Διευθύντρια (Ερ. 53), με το οποίο υποβλήθηκε η γνωμοδότηση της Επιτροπής Αναθεωρητικού Χειρουργικής για λήψη απόφασης. Στο εν λόγω Σημείωμα, δίπλα από τις λέξεις «Γενική Διευθύντρια», υπάρχει η χειρόγραφη σημείωση «Εγκρίνεται η απόρριψη του αιτήματος», η ημερομηνία 07.02.2018 και υπογραφή. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί από τη Γενική Διευθύντρια, κατόπιν σχετικής εξουσιοδότησης του Υπουργού Υγείας.
Αξιολογώντας, ακολούθως, τις θέσεις της αιτήτριας περί κακής σύνθεσης / συγκρότησης της Επιτροπής Αναθεωρητικού Χειρουργικής, θα πρέπει καταρχάς να υπομνησθεί ότι το ζήτημα της συγκρότησης ενός συλλογικού διοικητικού οργάνου, ήτοι του ορισμού όλων των μελών του που προβλέπει ο νόμος, διακρίνεται από τη σύνθεση αυτού, η οποία αναφέρεται σε συγκεκριμένη περίπτωση λειτουργίας του, ήτοι στη συμμετοχή των μελών του σε συγκεκριμένη συνεδρίαση του οργάνου. Παρά το γεγονός ότι οι ευπαίδευτοι δικηγόροι της αιτήτριας εγείρουν, στην επικεφαλίδα του πρώτου λόγου ακύρωσης, ζήτημα τόσο κακής σύνθεσης όσο και κακής συγκρότησης της Επιτροπής, εντούτοις η σχετική επιχειρηματολογία τους περιορίζεται στη σύνθεση αυτής κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 24.01.2018 και τα τηρηθέντα για την εν λόγω συνεδρία πρακτικά.
Εν πάση περιπτώσει, ως ζήτημα δημοσίας τάξεως που δύναται να εξετασθεί και αυτεπαγγέλτως, δεν έχω εντοπίσει οποιαδήποτε πλημμέλεια ως προς τη συγκρότηση της Επιτροπής. Ειδικότερα, συμφώνως του άρθρου 10 του Σχεδίου:
«1. Ο Υπουργός διορίζει πενταμελές Αναθεωρητικό Ιατρικό Συμβούλιο, αναφερόμενο στο εξής «το Συμβούλιο», το οποίο εξετάζει προσφυγές ασθενών των οποίων το αίτημα δεν ικανοποιήθηκε, και το οποίο απαρτίζεται από τέσσερις (4) Κυβερνητικούς Ιατρούς που κατέχουν θέση Διευθυντή Κλινικής και ένα Ειδικό Ιατρό του ιδιωτικού τομέα από κατάλογο που υποβάλλει ο Παγκύπριος Ιατρικός Σύλλογος. Νοείται ότι στο Συμβούλιο δεν μπορούν να μετέχουν ιατροί που συνδέονται με την πρωτοβάθμια εξέταση του αιτήματος.
2 Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου είναι κυβερνητικός ιατρός, κάτοχος της ειδικότητας της Παθολογίας, τα δύο μέλη που είναι κυβερνητικοί ιατροί, είναι κάτοχοι της ειδικότητας της Γενικής Χειρουργικής και της Καρδιολογίας, αντίστοιχα και τα άλλα δύο μέλη από ειδικότητες κατάλληλες για την περίπτωση από κατάλογο ειδικών, που θα έχει εγκριθεί από τον Υπουργό Υγείας, για το σκοπό αυτό (ένας από τον ιδιωτικό και ένας από το δημόσιο τομέα).
3 Όταν ο Πρόεδρος ή οποιοδήποτε μέλος του Συμβουλίου είναι ο θεράπων ιατρός ή μέλος της Επιτροπής, η απόφαση της οποίας αποτελεί το αντικείμενο ιεραρχικής προσφυγής, ο Πρόεδρος ή το μέλος, ανάλογα με την περίπτωση, δε συμμετέχει στη συνεδρία του Συμβουλίου.
4 Τα αναφερόμενα στο άρθρο 7, παρ. 1, παρ. 2 και παρ. 4 ισχύουν και για το Συμβούλιο.
5 Σε περίπτωση που λόγω απρόβλεπτου κωλύματος μέλος του Συμβουλίου δεν μπορεί να παραστεί σε συνεδρία, το Συμβούλιο συνεδριάζει εφόσον παρίστανται τρία μέλη, εκ των οποίων το ένα μέλος κατέχει ειδικότητα κατάλληλη για την περίπτωση. Αν το μέλος που απουσιάζει είναι ο Πρόεδρος, για την προεδρία του Συμβουλίου εφαρμόζεται κατ' αναλογίαν η παράγραφος (3) του άρθρου 7.
6 Το Συμβούλιο υποβάλλει εντός 21 ημερών τεκμηριωμένη έκθεση προς τον Υπουργό Υγείας στην οποία αναφέρει τους λόγους που συστήνει αποδοχή ή μη της γνωμοδότησης της Επιτροπής.».
Οι καθ’ ων η αίτηση έχουν προσκομίσει τις σχετικές αποφάσεις με τις οποίες ο Δρ. Χ.Ζ., Διευθυντής Παθολογικής Κλινικής, διορίστηκε ως Πρόεδρος του Αναθεωρητικού Συμβουλίου και ως μέλη αυτού οι Δρ. Β.Γ. (Διευθυντής Καρδιολογικής Κλινικής), Δρ. Α.Χ. (Διευθυντής Χειρουργικής Κλινικής), Δρ. Α.Χ. (Διευθυντής Γυναικολογικής Κλινικής) και Δρ. Γ.Σ (ιδιώτης γυναικολόγος).
Ως εκ τούτου, η συγκρότηση του Αναθεωρητικού Συμβουλίου (που στα σχετικά πρακτικά ονομάζεται Επιτροπή Αναθεωρητικού Χειρουργικής), κρίνεται νόμιμη.
Ως προς τη σύνθεση, όμως, του Συμβουλίου κατά την επίδικη συνεδρία του, ημερομηνίας 24.01.2018, η εικόνα δεν είναι σαφής. Συγκεκριμένα, όπως ορθώς επισημαίνουν οι ευπαίδευτοι δικηγόροι της αιτήτριας, στα πρακτικά της εν λόγω συνεδρίας καταγράφονται μεν τα ονόματα και των 5 μελών του Συμβουλίου, πλην όμως τα πρακτικά υπογράφονται μόνο από τα 3 μέλη. Ειδικότερα, απουσιάζει η υπογραφή του Προέδρου του Συμβουλίου και του ιδιώτη γυναικολόγου. Τα πρακτικά δεν προσφέρουν οποιαδήποτε πληροφόρηση ως προς τον λόγο της μη υπογραφής τους από τα εν λόγω 2 μέλη, κατά πόσον δηλαδή αυτό οφείλεται σε απουσία τους από τη συγκεκριμένη συνεδρία ή σε ενδεχόμενη διαφωνία τους με τη γνωμοδότηση των υπολοίπων μελών (της πλειοψηφίας) του Συμβουλίου.
Σύμφωνα με το άρθρο 7(1) του Σχεδίου, το οποίο αφορά στη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής και το οποίο τυγχάνει, βάσει του άρθρου 10(4), ανωτέρω, εφαρμογής και στην ενώπιον του Αναθεωρητικού Συμβουλίου διαδικασία, η Επιτροπή συνέρχεται μία φορά την εβδομάδα και σε περιπτώσεις έκτακτων / επειγόντων περιστατικών η Επιτροπή συνέρχεται άμεσα.
Οι καθ’ ων η αίτηση δεν έχουν πληροφορήσει το Δικαστήριο κατά πόσον η συνεδρία της 24.01.2018 ήταν τακτική ή έκτακτη. Στον διοικητικό φάκελο (Ερ.49-45) εντοπίζονται προσκλήσεις προς όλα τα μέλη για την εν λόγω συνεδρία (γεγονός που παραπέμπει σε έκτακτη συνεδρία), στις οποίες καταγράφεται η επισήμανση «Σε περίπτωση κωλύματος, παρακαλώ απαντήστε γραπτώς». Αποδεικτικά επιτυχούς αποστολής των εν λόγω προσκλήσεων με τηλεομοιότυπο εντοπίζονται (Ερ. 51-50) μόνο για τα 2 από τα 5 μέλη (για τον Δρα Γ.Σ. και για τον Δρα Α.Χ.). Για τον Πρόεδρο, δηλαδή, του Συμβουλίου, ο οποίος δεν υπογράφει τα πρακτικά της επίδικης συνεδρίας, δεν εντοπίζεται αποδεικτικό αποστολής της πρόσκλησης και εν πάση περιπτώσει, ακόμα δηλαδή κι αν ήθελε θεωρηθεί ότι επρόκειτο περί τακτικής συνεδρίας, δεν εντοπίζεται ούτε για τον Πρόεδρο ούτε για τον Δρα Γ.Σ., ο οποίος επίσης δεν υπογράφει τα πρακτικά, οποιαδήποτε γραπτή απάντηση περί κωλύματός τους να παρευρεθούν στη συνεδρία.
Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 7(4) του Σχεδίου (το οποίο επίσης εφαρμόζεται βάσει του άρθρου 10(4), ανωτέρω), οι αποφάσεις της Επιτροπής λαμβάνονται είτε ομόφωνα είτε κατά πλειοψηφία, με το μέλος που τυχόν διαφωνεί σε περίπτωση που η απόφαση δεν είναι ομόφωνη, να μπορεί να εκθέσει τους λόγους της διαφωνίας του. Η καταγραφή, δηλαδή, της θέσης του διαφωνούντος μέλους είναι δυνητική και όχι υποχρεωτική.
Ως εκ τούτου, από τα στοιχεία που έχουν προσκομιστεί στο Δικαστήριο και λόγω έλλειψης άρτιων πρακτικών, δεν μπορεί να διαπιστωθεί το νόμιμο ή μη της σύνθεσης του Αναθεωρητικού Συμβουλίου κατά την επίδικη συνεδρία του καθότι είναι άγνωστο κατά πόσον τα 2 μέλη που δεν υπογράφουν τα πρακτικά ήταν ή όχι παρόντα και απλώς διαφώνησαν με τη γνωμάτευση, χωρίς να επιθυμούν να εκθέσουν τους λόγους της διαφωνίας τους, ή εάν απουσίαζαν από τη συνεδρία, με τον συγκεκριμένο λόγο της απουσίας τους να μην καταγράφεται στα πρακτικά, κατά παράβαση τόσο του άρθρου 10(5) του Σχεδίου, το οποίο επιτρέπει την απουσία μόνο σε περίπτωση «απρόβλεπτου κωλύματος», αλλά και του άρθρου 21(3) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/99).
Η εισήγηση της ευπαίδευτης δικηγόρου των καθ’ ων η αίτηση πως η σύνθεση του Συμβουλίου ήταν νόμιμη λόγω ύπαρξης απαρτίας, συγκρούεται με τη σχετική επί του θέματος νομολογία.
Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, σύμφωνα με τη σχετική γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία έχει κωδικοποιηθεί στο άρθρο 21(3) του Ν.158(Ι)/99, για να συνεδριάσει νόμιμα ένα συλλογικό όργανο πρέπει να κληθούν νομότυπα και εμπρόθεσμα όλα τα μέλη του στη συνεδρία, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που το συλλογικό όργανο συνεδριάζει σε τακτές ημέρες και ώρες. Το εν λόγω θέμα έχει απασχολήσει κατ’ επανάληψη το Ανώτατο Δικαστήριο, η δε νομολογία έχει προ πολλού αποκρυσταλλωθεί και συνοψίζεται στην Αναστασίου ν Ε.Τ.Ε.Κ. (2003) 3 Α.Α.Δ. 616.
Όπως επεξηγεί ο Ε. Π. Σπηλιωτόπουλος στο Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου[1]:
«[…] η πρόσκληση των μελών η οποία καθορίζει την ημέρα, την ώρα και τον τόπο της συνεδρίασης καθώς και την ημερήσια διάταξη πρέπει να αποδεικνύεται από έγγραφα, που είναι προγενέστερα της ημερομηνίας της συνεδρίασης (π.χ. αποδεικτικό επίδοσης, βεβαίωση του καλούμενου, υπογραφή από το μέλος βιβλίου πρόσκλησης κ.λπ. ΣΕ 3220/1982). Η πρόσκληση μπορεί να γίνει και με τηλεφώνημα ή με άλλο πρόσφορο μέσο, εφόσον αποδεικνύεται από σχετική σημείωση σε ειδικό βιβλίο, η οποία φέρει χρονολογία και την υπογραφή του προσώπου που έκανε το τηλεγράφημα ή το τηλεφώνημα κ.λπ.».
Επιπρόσθετα, επισημαίνοντας ότι η υποχρέωση συμμετοχής στις συνεδρίες συλλογικού διοικητικού οργάνου όλων των μελών που το συγκροτούν εκπηγάζει από το οφειλόμενο καθήκον άσκησης της εκ του νόμου καθορισμένης αρμοδιότητας του οργάνου, με το δικαίωμα του πολίτη να ικανοποιείται μόνο όταν η απόφαση για το θέμα που τον αφορά λήφθηκε κατόπιν συζήτησης από αρμόδιο όργανο που συνεδρίασε με νόμιμη σύνθεση, θα πρέπει να υπομνησθεί ότι τα κριθέντα στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αντέννα Λτδ ν Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2013) 3 Α.Α.Δ, 242, καθιστούν αναγκαία την καταγραφή στα πρακτικά του συγκεκριμένου λόγου απουσίας μέλους του οργάνου από δεόντως συγκληθείσα συνεδρία του, ώστε το δικαιολογημένο αυτής να κριθεί εξ' αντικειμένου από το Δικαστήριο. Τούτο δε έχει ιδιαίτερη σημασία εν προκειμένω, καθότι απουσιάζει η υπογραφή από τα σχετικά πρακτικά και η καταγραφή του λόγω ενδεχόμενης απουσίας του ιδιώτη γυναικολόγου, του ειδικού δηλαδή ιατρού σε σχέση με το αίτημα της αιτήτριας.
Περαιτέρω, όπως επισημάνθηκε στην Αγαθοκλέους v Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας (2016) 3 ΑΑΔ 359, η απαρτία δεν επιλύει το πρόβλημα. Η επιταγή της νόμιμης σύνθεσης και νόμιμης συνεδρίας αποτελεί προϋπόθεση για να εξεταστεί σε δεύτερο στάδιο η απαρτία.
Περαιτέρω αποτελεί σταθερό νομολογιακό αξίωμα ότι τα πρακτικά, κατά νομοθετική πλέον απαίτηση (άρθρο 24 του Ν. 158(Ι)/ 1999), πρέπει να είναι λεπτομερή και άρτια, εφόσον αποτελούν τη μόνη αυθεντική πηγή για τα όσα συνθέτουν την διοικητική διαδικασία και ως εκ τούτου συνιστούν προϋπόθεση της χρηστής διοίκησης. Χωρίς αυτά καθίσταται ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος και η προσβληθείσα διοικητική απόφαση οδηγείται αναπόφευκτα σε ακύρωση (Χρυσάφη v. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 550, Α & Χ Κτηματική Λτδ ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Χλώρακας (2017) 3 ΑΑΔ 872).
Η κατάληξη ως προς το βάσιμο του λόγου ακύρωσης περί μη τήρησης άρτιων πρακτικών, ανατρέχει στη ρίζα της επίδικης διοικητικής διαδικασίας και ως εκ τούτου δεν παρίσταται ανάγκη να εξεταστούν και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης που εγείρονται (Δρ. Σωτήρης Χατζηγεωργίου ν Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, ΕΔΔ υπ’ αρ. 128/2018, ημερ. 06.03.2024).
Εν πάση, όμως, περιπτώσει, με βάση τα όσα έχουν τεθεί ενώπιόν μου, διαπιστώνω επιπλέον τα ακόλουθα:
Η αναφορά στη γνωμάτευση του Αναθεωρητικού Συμβουλίου (την οποία επανέλαβε η Λειτουργός στο σχετικό Σημείωμά της προς τη Γενική Διευθύντρια) πως η αιτήτρια «επέμενε για ρομποτική αφαίρεση του ινομυώματος» δεν είναι ακριβής. Τη ρομποτική επέμβαση εισηγήθηκαν 3 ιδιώτες χειρουργοί γυναικολόγοι βάσει του βεβαρημένου ιατρικού ιστορικού της αιτήτριας. Επισημαίνοντας πως η θεμελίωση ακόμα και του ενδεχόμενου πλάνης στοιχειοθετεί λόγο ακυρότητας (Χρ. Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228, Γεωργία Νικολάου Κουτσόφτα ν Δημοκρατίας, ΕΔΔ υπ’ αρ. 110/2016, ημερ. 21.09.2023, Χρυσάνθη Σταυρινού ν ΕΔΥ, ΕΔΔ υπ’ αρ. 20/2021, ημερ. 12.2024), δεν μπορεί υπό τις περιστάσεις να αποκλεισθεί εν προκειμένω το ενδεχόμενο πλάνης ως προς τους λόγους που η αιτήτρια προχώρησε στη σχετική επέμβαση στον ιδιωτικό τομέα, αιτούμενη την εκ των υστέρων κάλυψη των εξόδων της.
Επισημαίνεται, επιπλέον, ότι η αιτιολογία μίας διοικητικής πράξεως συνίσταται στην έκθεση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών λόγων, που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της, καθώς και στην παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια, με την ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων να απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου. Αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης. Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότητα να αντιληφθεί επί τη βάσει ποιων στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Φράγκου ν Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).
Σημειώνοντας ότι, βάσει του άρθρου 2 του Σχεδίου, οικονομική αρωγή παρέχεται σε ασθενή σε περίπτωση που η πάθησή του δεν μπορεί να τύχει αποτελεσματικής θεραπείας στα κρατικά νοσηλευτήρια, δεν έχω αντιληφθεί κατά πόσον η επισήμανση στη γνωμάτευση του Αναθεωρητικού Συμβουλίου πως υπάρχει επαρκής εμπειρία στα κρατικά νοσηλευτήρια για τη σκοπούμενη θεραπεία (αφαίρεση ινομυώματος μήτρας με ανοικτή λαπαροτομή) αφορά σε ασθενείς με το βεβαρημένο ιατρικό ιστορικό της αιτήτριας. Δεν είναι, δηλαδή, σαφές κατά πόσον η γνωμάτευση στηρίζεται στη διαφορετική εκτίμηση των ιατρών του Αναθεωρητικού Συμβουλίου από αυτή των ιδιωτών ιατρών, συγκεκριμένα ως προς την ενδεδειγμένη για την αιτήτρια θεραπεία, ώστε να ισχύει η αρχή πως σε περίπτωση διχογνωμίας επί τεχνικών θεμάτων υπερισχύει η κρίση της διοίκησης (Δημοκρατία ν Gazioglu Ahmet, ανωτέρω) ή κατά πόσον αναφέρεται γενικά στη μέθοδο που προσφέρεται στα κρατικά νοσηλευτήρια.
Με βάση όλα τα ανωτέρω η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Υπέρ της αιτήτριας και εναντίον της καθ’ ης η αίτηση επιδικάζονται έξοδα ύψους €1.800, πλέον ΦΠΑ.
Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.
[1] Ε.Π. Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Τόμος Ι, 15η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017, παρ. 127.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο