
Υπόθεση Αρ. 607/2020
17 Μαρτίου, 2025
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Γ. Τσ.
Αιτητή
v.
Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ως του κατά Νόμον Εκπροσώπου του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων
Καθ’ ου η Αίτηση
Κωστής Π. Χ" Κωστής, δικηγόρος για τoν Αιτητή.
Τατιάνα Ιακωβίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ’ ου η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής αιτείται:
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη ή και απόφαση του καθ' ου η αίτηση ημερομηνίας 28/5/2020 με την οποία απέρριψε την αίτηση του αιτητή ημερομηνίας 11/10/2019 για την χορήγηση επιδόματος ανεργίας είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη έννομου αποτελέσματος.».
Όπως φαίνεται στην Ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από τα έγγραφα τα οποία αποτελούν μέρος του διοικητικού φακέλου, τα γεγονότα της υπόθεσης είναι τα ακόλουθα.
Ο Αιτητής παρουσιάστηκε στο Επαρχιακό Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων Λεμεσού στις 11/10/2019 και αιτήθηκε επιδόματος ανεργίας, υπογράφοντας στο Μητρώο Ανέργων ως ικανός και διαθέσιμος για εργασία. Στον Αιτητή δόθηκε έντυπο ερωτηματολογίου ανεργιακού επιδόματος, για να συμπληρωθεί από τον τέως εργοδότη του και να επιστραφεί στις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Επίσης, του παραδόθηκε «κάρτα ανεργίας» στην οποία αναγραφόταν η επόμενη ημερομηνία, κατά την οποία θα έπρεπε να παρουσιαστεί εκ νέου στο Επαρχιακό Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων για ανανέωση της υπογραφής του στο Μητρώο Ανέργων. Στις 18/10/2019 ο Αιτητής επέστρεψε το ερωτηματολόγιο εργοδότη κατάλληλα συμπληρωμένο, ενώ στις 25/11/2019 παρουσιάστηκε στο Επαρχιακό Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων Λεμεσού και υπόγραψε στο Μητρώο Ανέργων ως ικανός και διαθέσιμος για εργασία. Ακολούθως, παρουσιάστηκε στο Επαρχιακό Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων Λεμεσού και υπόγραψε εκ νέου στις 3/1/2020 και 6/2/2020, ενώ από 17/3/2020 οι υπογραφές των αιτητών επιδόματος ανεργίας, λόγω της πανδημίας, καταχωρούνται από τους λειτουργούς των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων χωρίς την φυσική παρουσία των αιτητών, κάτι που ίσχυσε και στη περίπτωση του Αιτητή.
Μέσα στα πλαίσια εξέτασης της αίτησης, επειδή διαπιστώθηκε ότι ο Αιτητής ήταν ο μοναδικός διευθυντής και μέτοχος της εταιρείας «Υπεραγορά Τσεριώτης Λτδ», στην οποία εργαζόταν και απώλεσε την εργασία του δηλώνοντας ως λόγο την πώληση της εταιρείας, διενεργήθηκε διερεύνηση, ως πάγια τακτική στην περίπτωση διευθυντών/μετόχων εταιρειών οι οποίοι υποβάλλουν αίτηση για επίδομα ανεργίας, για να διαπιστωθεί κατά πόσο αληθεύουν οι πληροφορίες που δίδονται από τους αιτητές και εάν οι ίδιοι είναι ή όχι διαθέσιμοι για εργασία και δικαιούχοι επιδόματος ανεργίας.
Συγκεκριμένα, ως διαπιστώθηκε, σύμφωνα με ενυπόγραφη κατάθεση του Αιτητή στις 10/3/2020, η εταιρεία του διαχειριζόταν κατάστημα λιανικής πώλησης (φρουταρία), η οποία τον Αύγουστο του 2019 πωλήθηκε στην εταιρεία «Α & Κ FRESHNESS LTD», ενώ υποβλήθηκε αίτηση ακύρωσης στο Φ.Π.Α. και τερματισμός του ιδίου από εργοδότη από 30/9/2019 Όταν στις 11/10/2019 ο Αιτητής πραγματοποίησε εγγραφή στην Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης για εξεύρεση εργασίας και αιτήθηκε επιδόματος ανεργίας στο Επαρχιακό Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, δήλωσε ικανός και διαθέσιμος για εργασία, ενώ το επάγγελμα που ζήτησε ήταν «υπεύθυνος φρουταρίας». Ο ίδιος, ως υπεύθυνος φρουταρίας στην δική του επιχείρηση αμειβόταν με €1200 τον μήνα. Ωστόσο, όπως μεταξύ άλλων δηλώνει ο Αιτητής στην κατάθεσή του, «Ο μισθός που ζητώ είναι €2500 τον μήνα. Εάν μου προσφέρουν θέση εργασίας θα την δεκτώ μόνο εάν και εφόσον μου δώσουν τουλάχιστον €2500 τον μήνα, λόγω του ότι έχω πείρα και είμαι γνώστης του αντικειμένου. Δεν απασχολούμαι από την 1/10/2019».
Αφού ολοκληρώθηκε η διερεύνηση, στάλθηκε από τον Επαρχιακό Λειτουργό Κοινωνικών Ασφαλίσεων Λεμεσού επιστολή ημερομηνίας 2/4/2020 προς τον Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων στα Κεντρικά Γραφεία των Υ.Κ.Α. για λήψη απόφασης με συμπέρασμα ότι, «ο αιτητής δεν είναι διαθέσιμος για εργασία, λόγω του ότι θέτει περιορισμό στο θέμα του μισθού». Παραθέτω το ακριβές κείμενο με την εισήγηση από τον Επαρχιακό Λειτουργό (η έμφαση προστίθεται).
«Διευθυντή
Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων
ΘΕΜΑ : Ανεργιακό Επίδομα ΑΙΤΗΤΗΣ: Γχχχχχχχχχ Τχχχχχχχχχ,
Α.Δ.Τ. : ΧΧΧΧΧΧ Α.Κ.Α. : ΧΧΧΧΧΧ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ : Αρχ. Μακαρίου ΧΧ,
Αναφορικά με έρευνα που καταχωρήθηκε στον Ηλεκτρονικό Υπολογιστή επισυνάπτω σχετική έκθεση:
Λήφθηκε γραπτή κατάθεση από τον αιτητή στην οποία ανέφερε ότι είναι ο μοναδικός διευθυντής και μέτοχος της εταιρείας Υπεραγορά Τσεριώτης ΛΤΔ Α.Μ.Ε 269704/5/4711. Η εταιρεία διαχειριζόταν κατάστημα λιανικής πώλησης (φρουταρία). τον 08/2019 πωλήθηκε η επιχείρηση στην εταιρεία Α & Κ FRESHNESS LTD A.M.E 2061870/5/4721. Υποβλήθηκε αίτηση ακύρωσης στο ΦΠΑ και έγινε τερματισμός του εργοδότη στις 30/09/2019. Απασχολείτο από 21/01/2006 μέχρι 30/09/2019 ως υπεύθυνος στην φρουταρία και ο μισθός του ήταν 1200 ευρώ τον μήνα. Ενεγράφηκε ως άνεργος στο Γραφείο Εργασίας και στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις στις 11/10/2019. Ζήτησε εργασία ως υπεύθυνος φρουταρίας δεν του προσφέρθηκε θέση εργασίας εάν του προσφερόταν ανέφερε ότι θα την αποδεχόταν εάν και εφόσον του έδιναν τουλάχιστον 2500 ευρώ τον μήνα.
Λήφθηκε γραπτή κατάθεση από τον Σ. Σ. ΑΔΤ ΧΧΧΧΧ ο οποίος είναι γείτονας του αιτητή. Ανέφερε ότι γνωρίζει ότι ο αιτητής είναι άνεργος εδώ και μήνες λόγω του ότι πώλησε την επιχείρηση του. Τον βλέπει καθημερινά να βρίσκεται στο σπίτι του.
Ενόψει των πιο πάνω προκύπτει ότι ο αιτητής δεν είναι διαθέσιμος για εργασία λόγω του ότι θέτει περιορισμό στο θέμα του μισθό. Ο μισθός του αιτητή ήταν 1200 ευρώ τον μήνα και ζητά τουλάχιστον 2500 ευρώ τον μήνα για να δεχτεί θέση εργασίας.
(…. )
Για Επαρχιακό Λειτουργό Κοινωνικών Ασφαλίσεων Λεμεσού»
Το επόμενο, χρονολογικά, έγγραφο το οποίο εντοπίζεται στο διοικητικό φάκελο είναι η επιστολή μέσω της οποίας κοινοποιήθηκε στον Αιτητή η προσβαλλόμενη πράξη με ημερομηνία 28/5/2020, όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Κύριε/Κυρία
Αναφέρομαι στην αίτηση σας της 11/10/2019 για ΕΠΙΔΟΜΑ ΑΝΕΡΓΙΑΣ και σας πληροφορώ ότι αυτή απορρίφθηκε γιατί: ΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΠΟΥ ΘΕΤΕΤΕ ΚΑΘΙΣΤΟΥΝ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΔΥΣΚΟΛΗ ΕΩΣ ΑΔΥΝΑΤΗ ΤΗΝ ΕΡΓΟΔΟΤΗΣΗ ΣΑΣ.»
Κατά της ως άνω απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση, με την οποία έχει εν προκειμένω απορριφθεί η αίτηση ημερομηνίας 11/11/2019 για χορήγηση επιδόματος ανεργίας, προβάλλονται από τον Αιτητή οι ακόλουθοι λόγοι ακύρωσης, ως δικογραφούνται υπ’αριθμό 2, 3, 4, και 5 νομικοί λόγοι στην Αίτηση Ακυρώσεως. Συγκεκριμένα, προβάλλεται ως θέση του Αιτητή ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας, πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο και ότι στερείται της δέουσας αιτιολογίας. Ειδικότερα, μέσω της γραπτής αγόρευσης του δικηγόρο του, προωθείται ότι, η εν προκειμένω έρευνα από τον Καθ' ου η αίτηση δεν ήταν επαρκής, εφόσον δεν έχει διερευνηθεί κάθε πτυχή του θέματος που θα παρείχε τη βάση για ασφαλή συμπεράσματα, με αποτέλεσμα, αφενός, η προσβαλλόμενη απόφαση να καθίσταται αναιτιολόγητη και αφετέρου, το ενδεχόμενο πλάνης να μην δύναται, υπό τις περιστάσεις να αποκλεισθεί.
Προβάλλεται ακόμα από τον δικηγόρο του Αιτητή ότι, μόνη η δήλωση του Αιτητή για εξεύρεση εργασίας με μισθό ψηλότερο από αυτόν που λάμβανε προηγουμένως δεν έδιδε το δικαίωμα στον Καθ' ου η Αίτηση να απορρίψει την αίτηση του χωρίς τη δέουσα έρευνα. Ο Καθ' ου η αίτηση όφειλε, παρά τη δήλωση του Αιτητή, να του προσφέρει κατάλληλη θέση εργασίας και όχι να καταλήξει στο αυθαίρετο συμπέρασμα ότι δεν είναι διαθέσιμος για εργασία. Όπως προβάλει, «στο άρθρο 34, του Νόμου Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων του 2010 δηλώνονται ξεκάθαρα οι περιπτώσεις που κάποιος εκπίπτει από το δικαίωμα του για λήψη επιδόματος ανεργίας. Συγκεκριμένα στην παράγραφο 2 (β) του πιο πάνω αναφερόμενου Νόμου αναφέρετε ότι «παρόλο που του κοινοποιήθηκε από γραφείο ευρέσεως εργασίας ή άλλο αναγνωρισμένο γραφείο ή από ή εκ μέρους εργοδότη, η ύπαρξη κατάλληλης θέσης εργασίας, που κενώθηκε ή θα κενωθεί, αρνείται ή παραλείπει, χωρίς εύλογη αιτία, να υποβάλει αίτηση για τη θέση αυτή ή αρνείται να αποδεχτεί την προσφορά αυτής της θέσης».
Είναι η θέση του κ.Χατζηκωστή ότι, ο γενικός και αόριστος ισχυρισμός του Καθ' ου η αίτηση πως ο Αιτητής θέτει περιορισμό στο θέμα του μισθού, δεν παρέχει, το νομιμοποιητικό έρεισμα για απόρριψη του αιτήματος του και ούτε θα μπορούσε να δικαιολογήσει το συμπέρασμα ότι ο Αιτητής δεν είναι δικαιούχος επιδόματος ανεργίας. Ο Καθ' ου η αίτηση, πάντα ισχυρίζεται ο κ.Χατζηκωστής, όφειλε να κοινοποιήσει στον Αιτητή κατάλληλη εργασία και μόνο στην περίπτωση που αυτός δεν θα την αποδεχόταν θα μπορούσε να απορρίψει την αίτηση του, με την αιτιολογία ότι «θέτει περιορισμούς που καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη έως και αδύνατη την εργοδότηση του». Όπως υποδεικνύει, ουδέποτε κοινοποιήθηκε θέση εργασίας στον Αιτητή, αλλά ο Καθ' ου η Αίτηση ενεργώντας καθ' υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας απέρριψε την Αίτηση του θεωρώντας εκ των προτέρων ότι αυτός δεν θα την αποδεχόταν, λόγω της δήλωσης του για το ύψος του μισθού που επιθυμούσε.
Αντίθετη είναι η θέση των Καθ' ων η αίτηση ότι, τα διοικητικά όργανα που είχαν την ευθύνη για την αξιολόγηση των στοιχείων και των πληροφοριών που ο Αιτητής έθεσε ενώπιον των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ακολούθησαν τη σωστή διαδικασία, διενέργησαν δέουσα έρευνα και έλαβαν την επίδικη απόφαση σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου και τις αρχές της Νομολογίας. Η θέση της εκπροσώπου της Νομικής Υπηρεσίας είναι πως η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση είναι πλήρως αιτιολογημένη αφού φαίνεται καθαρά επί της απόφασης ο λόγος απόρριψης της αίτησης του Αιτητή, επομένως, υποστηρίζει, δεν τίθεται θέμα μη επαρκούς αιτιολογίας αφού αυτή συμπληρώνεται και από τα στοιχεία του φακέλου.
Η θέση η οποία καταγράφεται στην επιστολή της Διευθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερ. 15/12/2020 η οποία απεστάλη στη Νομική Υπηρεσία μετά την καταχώρηση της προσφυγής και η οποία αποτελεί μέρος του Διοικητικού Φακέλου και του δικογράφου της Ένστασης, ενώ επαναλαμβάνεται αυτούσια στη γραπτή αγόρευση της κας. Ιακωβίδου, παρουσιάζει το σκεπτικό της διοίκησης στην απόρριψη της αίτησης. Συγκεκριμένα, εκ των υστέρων βέβαια της καταχώρησης της παρούσας προσφυγής, δικαιολογεί τη στάση της ως εξής: «όπως ξεκάθαρα διαπιστώθηκε, ο αιτητής δεν αναζητεί απλά κατάλληλη εργασία σύμφωνα με τις πρόνοιες της Νομοθεσίας, δηλ. εργασία στο σύνηθες επάγγελμά του, στην περιοχή που συνήθως εργαζόταν, έναντι ανάλογων αποδοχών και ανάλογων όρων εργοδότησης σε
σχέση με την προηγούμενη θέση εργασίας που κατείχε ή που θα απολάμβανε
αν συνεχιζόταν η απασχόλησή του, αλλά εργασία με όρους κατά πολύ καλύτερους από την προηγούμενη εργασία του, δηλ. με μισθό τουλάχιστον πέραν του διπλάσιου του μισθού που λάμβανε στην προηγούμενη εργασία του, δηλ. αξιώνει υπερβολικές απαιτήσεις σε σχέση με πιθανή μελλοντική αμοιβή του και κατά συνέπεια θέτει ισχυρούς περιορισμούς όσον αφορά την εργασία που θα αποδεχόταν, κάτι που για τον Καθ’ ου η Αίτηση καταδεικνύει ότι, στην ουσία δεν ήταν διαθέσιμος για εργασία, αφού οι περιορισμοί που θέτει καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη έως αδύνατη την εργοδότησή του.»(η έμφαση και η υπογράμμιση ανήκουν στο κείμενο)
Προς εξέταση των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης και ειδικότερα καταπόσον διεξήχθη η δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, το Δικαστήριο πρωτίστως θα εξετάσει το νομοθετικό υπόβαθρο το οποίο διέπει τις σχετικές ενέργειες των Καθ’ ων η αίτηση και εν προκειμένω την προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι τον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμος του 2010 (Ν.59(1)/2010).
Στο Άρθρο 2 του Νόμου ορίζεται ποιος είναι αιτητής για λήψη σχετικού επιδόματος ανεργίας. Συγκεκριμένα, «2.-(1) «αιτητής» σημαίνει πρόσωπο που υποβάλλει αίτηση για παροχή, δυνάμει του παρόντος Νόμου.», κάτι το οποίο καθιστά τον Αιτητή στη παρούσα υπόθεση ως αιτητή σύμφωνα με τις πρόνοιες της νομοθεσίας, αφού είναι παραδεκτό ότι στις 11/11/2019 υπέβαλε την αίτηση του για χορήγηση σ’αυτόν επιδόματος ανεργίας.
Σύμφωνα με το άρθρο 31 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, επίδομα ανεργίας καταβάλλεται σε ασφαλισμένο μισθωτό πρόσωπο που ικανοποιεί τις σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις και είναι άνεργο, ικανό και διαθέσιμο για εργασία. Ως προβλέπεται στο Άρθρο 31 (4) (β): «Ως ημέρα ανεργίας θεωρείται κάθε ημέρα για την οποία ο αιτητής αποδεικνύει ότι είναι άνεργος, ικανός και διαθέσιμος για εργασία...»
Περαιτέρω, υπάρχει η ρητή πρόβλεψη της νομοθεσίας στο Άρθρο 34 (2) αναφορικά με την «Έκπτωση από το δικαίωμα για λήψη επιδόματος ανεργίας» ως εξής:
«34.-(1)(…)
(2) Πρόσωπο εκπίπτει από το δικαίωμά του για λήψη επιδόματος ανεργίας για περίοδο μέχρι έξι (6) εβδομάδων, εάν -
(α) έχει απολέσει την εργασία του λόγω υπαιτιότητάς του ή την έχει εγκαταλείψει εκούσια, χωρίς εύλογη αιτία, ή
(β) παρόλο που του κοινοποιήθηκε από γραφείο ευρέσεως εργασίας ή άλλο αναγνωρισμένο γραφείο ή από ή εκ μέρους εργοδότη, η ύπαρξη κατάλληλης θέσης εργασίας, που κενώθηκε ή θα κενωθεί, αρνείται ή παραλείπει, χωρίς εύλογη αιτία, να υποβάλει αίτηση για τη θέση αυτή ή αρνείται να αποδεχτεί την προσφορά αυτής της θέσης, ή
(γ) αμελεί να επωφεληθεί, χωρίς εύλογη αιτία, ευκαιρίας για κατάλληλη απασχόληση, ή
(δ) αρνείται ή παραλείπει, χωρίς εύλογη αιτία, να τύχει επαγγελματικής εκπαίδευσης, κατ’ εντολή του Διευθυντή.
Αυτό το οποίο οδήγησε στη προσβαλλόμενη πράξη είναι η διαπίστωση στην οποία προέβη η λειτουργός των Καθ' ων η αίτηση μέσα στα πλαίσια διεξαγωγής της απαραίτητης έρευνας, ούτως ώστε να διερευνηθεί κάθε πτυχή του θέματος και να ληφθεί απόφαση υπό το φως της νομοθεσίας ότι, ο Αιτητής δεν είναι διαθέσιμος για εργασία.
Εν προκειμένω, ο ίδιος ο Αιτητής είχε δηλώσει κατ΄επανάληψη διαθέσιμος στην αγορά εργασίας για προσφορά εργοδότησης στον τομέα του. Αυτό εξέφρασε αρχικά μέσω της Αίτησης του ημερομηνίας 11/10/2019, ακολούθως στις 11/10/2019 οπότε επέστρεψε στις Υ.Κ.Α. το ερωτηματολόγιο εργοδότη όπου δήλωσε τη θέση του ως «Διευθυντής» και τον μισθό τον οποίο λάμβανε κατά τον τερματισμό της απασχόλησης του επειδή η εργοδότρια εταιρεία τερμάτισε τις δραστηριότητες της, στη συνέχεια εκδήλωσε και πάλι τη διαθεσιμότητα του με φυσική παρουσία στο Επαρχιακό Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων Λεμεσού στις 3/1/2020 και στις 25/11/2019, ενώ τέλος, από 17/3/2020, λόγω της πανδημίας, οι καταχωρίσεις γίνονταν χωρίς την φυσική παρουσία των αιτητών ανεργιακού επιδόματος.
Ακολούθησε, η διερεύνηση της αίτησης από τις Υ.Κ.Α και η λήψη της κατάθεσης από τον Αιτητή, όπου αυτός προέβη στη προαναφερθείσα δήλωση πως «Εάν μου προσφέρουν θέση εργασίας θα την δεκτώ μόνο εάν και εφόσον μου δώσουν τουλάχιστον €2500 τον μήνα, λόγω του ότι έχω πείρα και είμαι γνώστης του αντικειμένου».
Το ζητούμενο προς διερεύνηση από τους Καθ' ων η αίτηση ήταν το κατά πόσο ο Αιτητής, με την δήλωση του αυτή αναιρούσε το περιεχόμενο της αίτησης του ότι ήταν «άνεργος αλλά ικανός και διαθέσιμος προς εργασία». Αυτή ακριβώς η δήλωση του ερμηνεύτηκε εκ μέρους των Καθ’ ων η Αίτηση ότι καθιστούσε τον Αιτητή ως μη διαθέσιμο για εργασία. Στην προαναφερθείσα επιστολή της Διευθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερ. 15/12/2020 η οποία απεστάλη στη Νομική Υπηρεσία και η οποία αποτελεί μέρος του Διοικητικού Φακέλου και μέρος του δικογράφου της Ένστασης και τυγχάνει επανάληψης στην Γραπτή της Αγόρευση της Νομικής Υπηρεσίας, προς νομιμοποίηση της διαπίστωσης ότι ο Αιτητής δεν είναι διαθέσιμος στην αγορά εργασίας, τυγχάνουν επίκλησης οι πρόνοιες των άρθρων 31 και 34 του Νόμου. Ειδικότερα ως προς το τελευταίο, προβάλλεται από τους Καθ’ ων η αίτηση ότι, «σύμφωνα με την ίδια Νομοθεσία (άρθρο 34) κατάλληλη εργασία για ένα πρόσωπο θεωρείται εργασία στο σύνηθες επάγγελμά του, στην περιοχή που εργαζόταν συνήθως, έναντι ανάλογων αποδοχών και ανάλογων όρων εργοδότησης σε σχέση με την προηγούμενη θέση εργασίας που κατείχε ή που θα απολάμβανε αν συνεχιζόταν η απασχόλησή του.».
Ανατρέχοντας στις εν λόγω πρόνοιες της νομοθεσίας, κρίνω ότι η επίκληση του άρθρου 31 όπως και του άρθρο 34 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου ουδόλως υποστηρίζει τη θέση των Καθ’ ων η Αίτηση ότι ο Αιτητής δεν ήταν πρόσωπο διαθέσιμο για εργασία. Ειδικά η πρόνοια του άρθρου 34 (ανωτέρω) ορίζει ρητά πότε υφίσταται έκπτωση από το δικαίωμα για λήψη επιδόματος ανεργίας και συγκεκριμένα, σε περίπτωση όπως την παρούσα, όταν κοινοποιήθηκε από γραφείο ευρέσεως εργασίας η ύπαρξη κατάλληλης θέσης εργασίας, που κενώθηκε ή θα κενωθεί, και το πρόσωπο, χωρίς εύλογη αιτία, αρνείται να αποδεχτεί την προσφορά αυτής της θέσης. Ως προκύπτει από τα έγγραφα του φακέλου (βλ. επιστολή ημερ. 2/4/2020 ανωτέρω), ουδέποτε προτάθηκε εργασία στον Αιτητή, ενώ επιβεβαιώθηκε από μαρτυρία γείτονα του ότι αυτός ήταν άνεργος για μήνες. Σε κάθε περίπτωση, δεν προκύπτει με την απαιτούμενη επάρκεια να έχει γίνει από τους Καθ' ων η αίτηση υπαγωγή των γεγονότων της παρούσας περίπτωσης στις εν λόγω διατάξεις, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτη η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου.
Η διαπίστωση αυτή του Δικαστηρίου έρχεται να επιβεβαιώσει ακριβώς τη θέση του Αιτητή, ως καταγράφεται στην αγόρευση του ότι, «εν προκειμένω έρευνα από τον Καθ' ου η Αίτηση πιστεύω ότι δεν ήταν επαρκής, εφόσον δεν έχει διερευνηθεί κάθε πτυχή του θέματος που θα παρείχε τη βάση για ασφαλή συμπεράσματα, με αποτέλεσμα, αφενός, η προσβαλλόμενη απόφαση να καθίσταται αναιτιολόγητη και αφετέρου, το ενδεχόμενο πλάνης να μην δύναται, υπό τις περιστάσεις να αποκλεισθεί». Προβάλλεται ακριβώς, από τον ευπαίδευτο συνήγορο του Αιτητή, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης σε σχέση με την ερμηνεία του σχετικού Νόμου.
Εξετάζοντας τον ισχυρισμό περί μη διεξαγωγής της δέουσας έρευνας, επαναλαμβάνω ότι, το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την Διοίκηση στην αναζήτηση και στάθμιση των στοιχείων που οδήγησαν στη λήψη της σχετικής απόφασης (Lord Sheratons Reproductions Ltd ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 187/12, ημερ. 28.3.2019, ECLI:CY:AD:2019:C112, ECLI:CY:AD:2019:C112).
Είναι παγίως νομολογημένο ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί, στην διενέργεια της διοικητικής έρευνας, ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω, η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Παραπέμπω μεταξύ άλλων στις Α.Ε υπ' αρ. 1518 μεταξύ Δημοκρατία v. Κοινότητας Πυργών, απόφαση ημερ. 01/11/1996, Α Ε. 1575, μεταξύ Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, απόφαση ημερ. 14/07/1997 και Nicolaou ν. Minister of lnterior and Another (1974) 3 CLR 189. Η έρευνα θεωρείται επαρκής εφόσον επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού και ουσιώδους γεγονότος, που παρέχει τη βάση για εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων (LORD SHERATONS REPRODUCTIONS, ανωτέρω, Motorways Ltd ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447, Χαράλαμπος Κύπρου Χωματένος ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 102/09, 14.3.2013 και Logicom Public Ltd v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών κ.α., Α.Ε. Αρ. 153/09, 14.1.2014).
Το κατά πόσο μια έρευνα ήταν επαρκής κρίνεται από τα συγκεκριμένα γεγονότα και εναπόκειται στην διοίκηση να καθορίσει τον ενδεδειγμένο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωση της σε κάθε υπό εξέταση περίπτωση, ωστόσο παράλειψη της διεξαγωγής δέουσας έρευνας συνιστά λόγο ακυρότητας. Συγκεκριμένα, παράλειψη δέουσας έρευνας η οποία προξενεί έλλειψη γνώσης των ουσιωδών γεγονότων όπως ορίζεται σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οδηγεί σε ακύρωση της διοικητικής πράξης, αφού σημασία έχει η συλλογή και η αξιολόγηση όλων των ουσιωδών στοιχείων να έχουν δημιουργήσει τη βάση για ασφαλή συμπεράσματα (Ράφτης ν Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345). Η μη διεξαγωγή της δέουσας έρευνας δυνατόν να οδηγήσει στην εμφιλοχώρηση πλάνης εκ μέρους της διοίκησης.
Στη παρούσα περίπτωση, είναι δυνατόν να έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη εκ μέρους της διοίκησης ως προς τη κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο Αιτητής, ο οποίος προκύπτει από τον φάκελο της υπόθεσης ότι, δήλωσε κατ’ επανάληψη ότι είναι διαθέσιμος για εργασία, ενώ είχε διαπιστωθεί από την διερεύνηση ότι ήταν όντως άνεργος.
Περαιτέρω δε, συνεχίζοντας την εξέταση των λόγων ακύρωσης τους οποίους προωθεί ο Αιτητής, προχωρώ στην εξέταση της θέσης ότι, ο γενικός και αόριστος ισχυρισμός του Καθ' ου η αίτηση πως ο Αιτητής θέτει περιορισμό στο θέμα του μισθού, δεν παρέχει επαρκή αιτιολογία. Η αιτιολογία η οποία δόθηκε για την απόρριψη της επίδικης αίτησης στις 28/5/2020 ήταν αποκλειστικά ότι «ΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΠΟΥ ΘΕΤΕΤΕ ΚΑΘΙΣΤΟΥΝ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΔΥΣΚΟΛΗ ΕΩΣ ΑΔΥΝΑΤΗ ΤΗΝ ΕΡΓΟΔΟΤΗΣΗ ΣΑΣ». Η αιτιολογία αυτή δεν μπορεί να οδηγήσει στο ασφαλές συμπέρασμα ως προς το νόμιμο λόγο για την απόρριψη της αιτήσεως για το αιτούμενο ανεργιακό επίδομα. Το όποιο σκεπτικό έχει αναλυθεί κατόπιν της έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης (βλ. Επιστολή Διευθύντριας Υ.Κ.Α. ημερ. 15/12/2020), έχει τεθεί εκ των υστέρων και δεν μπορεί να τυγχάνει επίκλησης προκειμένου να καλυφθεί το κενό αιτιολογίας αλλά και έρευνας.
Σχετική είναι η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ΤΤΟΦΙΝΗΣ ν. Κ.Δ. ΔΙΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ Ή ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ, Υπόθεση Αρ. 1013/2020, ημερ. 24/5/2022, από την οποία παραθέτω το πιο κάτω απόσπασμα.
«Συνεπώς, η αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης αναπόφευκτα κρίνεται εσφαλμένη, ελλιπής και πάσχουσα, εφόσον στερείται της αναγκαίας συγκεκριμενοποίησης, αλλά και της ορθής υπαγωγής των γεγονότων στις σχετικές νομοθετικές διατάξεις, μη δυνάμενη ωσαύτως να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο, ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά απαιτεί (βλ. Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270), ενώ ούτε και το ενδεχόμενο πλάνης μπορεί να αποκλειστεί. Η αναφορά σε εσφαλμένη νομική βάση, αλλά και η απουσία, από το σώμα της επίδικης απόφασης και από την επιστολή ημερομηνίας 16.9.2020, οποιασδήποτε αναφοράς στο ορθό νομικό έρεισμα αυτής, δημιουργεί σφάλμα και, κατ' επέκταση, κενό αιτιολογίας, αφού δεν προκύπτει να έχουν τύχει εφαρμογής οι διατάξεις και δη οι προϋποθέσεις που διέπουν την εξέταση και/ή έγκριση αίτησης επιδόματος ανεργίας και, εν πάση περιπτώσει, δεν προκύπτει με την απαιτούμενη επάρκεια να έχει γίνει από τους καθ' ων η αίτηση υπαγωγή των γεγονότων της παρούσας περίπτωσης στις εν λόγω διατάξεις, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτη η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου.
Ούτε βεβαίως και συνιστά έργο του Δικαστηρίου η συλλογή και πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου για να κρίνει αν η απόφαση της Διοίκησης είναι επαρκώς αιτιολογημένη και, κατ' επέκταση, το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας, ούτε και η χρήση διάσπαρτων στοιχείων από το διοικητικό φάκελο είναι πανάκεια, προκειμένου να καλυφθεί το κενό αιτιολογίας αλλά και έρευνας. Συναφώς, στην Συμεωνίδου κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, λέχθηκαν τα εξής, άμεσα σχετικά με το υπό συζήτηση θέμα:
«Και πρέπει να τονίσουμε εδώ πως η παραπομπή στα στοιχεία του φακέλου, ως συμπληρωματικών της αιτιολογίας, δεν αποτελεί πανάκεια. Υπάρχει αυτή η δυνατότητα όταν τα στοιχεία αυτά είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση. (Βλ. Vassiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατίας 1929-1959, σελ. 185). Επίσης δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου "για να κρίνει αν η απόφαση του διοικητικού οργάνου ήταν, παρά την αόριστη ή ελλιπή αιτιολογία λογικά εφικτή". (Βλ. την απόφαση της Ολομέλειας Ι.Γ. Μακρή Κτηματική Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 56)».
Τα πιο πάνω επαναλήφθηκαν στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κ.A. Preston v. Υπουργείου Εσωτερικών, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.189/19, ημερ. 10.12.2020, όπου λέχθηκε ότι δεν συνιστά έργο του Δικαστηρίου η συλλογή και πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου για να κρίνει αν η απόφαση της Διοίκησης είναι επαρκώς αιτιολογημένη και, κατ' επέκταση, το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας, ούτε και η χρήση διάσπαρτων στοιχείων από το διοικητικό φάκελο «είναι πανάκεια, όπως χαρακτηριστικά ελέχθη στη Συμεωνίδου, (ανωτέρω)», προκειμένου να καλυφθεί το κενό αιτιολογίας αλλά και έρευνας.
Παρόμοια ισχύουν και εν προκειμένω και δεδομένα το Δικαστήριο δεν είναι υπόχρεο να ανατρέξει στον διοικητικό φάκελο για να εντοπίσει, τα όποια, διάσπαρτα στοιχεία, προκειμένου να διαπιστώσει την επάρκεια της αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης. Κάτι τέτοιο, υπό το φως και της προεκτεθείσας νομολογίας, θα εξέφευγε των ορίων και της ίδιας της φύσης του αναθεωρητικού ελέγχου του Δικαστηρίου τούτου.»
Υπό τις περιστάσεις, θεωρώ ότι η αιτιολογία που δόθηκε από τους καθ' ων η αίτηση ότι, «οι περιορισμοί που θέτετε καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη έως αδύνατη την εργοδότηση σας» δεν είναι επαρκής και το Δικαστήριο δεν μπορεί να οδηγηθεί σε ασφαλή συμπεράσματα, εάν όντως ο Αιτητής ήταν ή όχι «διαθέσιμος για εργασία» ως απαιτεί η νομοθεσία.
Ενόψει των πιο πάνω, δεν μπορώ παρά να καταλήξω ότι η αιτιολογία της επίδικης απόφασης πάσχει ως ελλιπής και αόριστη, σε κάθε δε περίπτωση, είναι ανεπαρκής, εφόσον στερείται της αναγκαίας συγκεκριμενοποίησης και σαφήνειας, μη δυνάμενη ωσαύτως να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο (Μιχαλάκης Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1967) 3 Α.Α.Δ. 7, Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1967) 3 Α.Α.Δ. 1348, Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Ως εκ τούτου, και αυτός ο λόγος ακύρωσης ο οποίος προωθείται από τον Αιτητή επιτυγχάνει.
Ομοίως, όπως έχει διαπιστώσει ανωτέρω, ο ισχυρισμός περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας κρίνεται βάσιμος, ενώ ούτε και το ενδεχόμενο εμφιλοχωρήσασας πλάνης μπορεί να αποκλειστεί. Από τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, πιθανολογείται υπό τις περιστάσεις πλάνη περί τα πράγματα, λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και απαιτείται ενδελεχέστερη έρευνα προς εξασφάλιση σίγουρων συμπερασμάτων, βάσει των αρχών της χρηστής διοίκησης.
Ως συνέπεια τούτου, κρίνω ότι δεν μπορεί να διακριβωθεί κατά πόσο η προσβαλλόμενη πράξη λήφθηκε με βάση το ορθό πραγματικό και νομικό υπόβαθρο, ενώ θα έπρεπε οι Καθ' ων η αίτηση να αιτιολογήσουν με επάρκεια την απόφαση τους, παρέχοντας στον ακυρωτικό Δικαστή τα στοιχεία εκείνα ούτως ώστε να καταστεί ευχερής ο δικαστικός έλεγχος.
Για τους λόγους αυτούς, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται.
Επιδικάζονται €1800 έξοδα υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ' ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α. εάν υπάρχει.
Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο