
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 610/2021 και 627/2021)
14 Μαρτίου 2025
[ΜΙΧΑΗΛ, Δ/στης Δ.Δ.]
(Υπόθεση Αρ. 610/2021)
Ε. Σ.
Αιτητής
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ, ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ ΚΑΙ/Ή ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ ΚΑΙ/Ή ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ (ΕΔΥ)
Καθ’ ων η Αίτηση
………………………….
(Υπόθεση Αρ. 627/2021)
Α. Α.
Αιτήτρια
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ (ΕΔΥ)
Καθ’ ης η Αίτηση
………………………….
Κώστας Δ. Καμένος, για τον αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 610/2021.
Άννα Π. Πηλείδου (κα) για την αιτήτρια στην Υπόθεση Αρ. 627/2021.
Κυριακή Παπαδοπούλου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για την καθ’ ης η αίτηση.
Αγγελική Σιαξατέ (κα) για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για το ενδιαφερόμενο μέρος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Οι υπό κρίση προσφυγές στρέφονται κατά της απόφασης της καθ’ ης η αίτηση ως δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 4.6.2021 να διορίσει κατόπιν επανεξέτασης στη μόνιμη θέση ανώτερου λειτουργού εθνικής εποπτικής αρχής, Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας (Τομέας Τεχνικής Εποπτείας), που μετονομάστηκε σε ανώτερο λειτουργό αεροναυτιλίας, αναδρομικά από τις 15.11.2016 το ενδιαφερόμενο μέρος Α. Η. αντί των αιτητών.
Η καθ’ ης η αίτηση με απόφασή της που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 9.12.2016 προήγαγε το ενδιαφερόμενο μέρος στην επίδικη θέση από 15.11.2016. Αργότερα, κατόπιν νομικής γνωμάτευσης, αποφάσισε στις 22.8.2017 την ανάκληση της προηγούμενης απόφασή της και προχώρησε σε επανεξέταση καταλήγοντας σε απόφαση προαγωγής του ιδίου προσώπου. Κατά της απόφασης οι αιτητές άσκησαν τις προσφυγές υπ’ αριθμό 1390/2017 και 1518/2017, αντίστοιχα. Το Δικαστήριο στις 30.4.2020 ακύρωσε την προαγωγή. Καθηκόντως, η καθ’ ης η αίτηση προχώρησε σε διαδικασία επανεξέτασης η οποία κατέληξε στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.
Οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής Σ. συνοψίζονται σε παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης εξαιτίας της επανάληψης – ως εισηγείται ο αιτητής – των ιδίων σφαλμάτων ως στην αρχική διαδικασία, ουσιώδη πλάνη περί τα πράγματα λόγω υπολογισμού προσόντος που δεν κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος και παράλειψη προσόντων που κατέχει ο αιτητής, πλάνη περί τον νόμο λόγω εφαρμογής εσφαλμένου ουσιώδους χρόνου και έλλειψη αιτιολογίας και δέουσας έρευνας.
Η αιτήτρια Α. εισηγείται ότι κατά παράβαση του δεδικασμένου δεν έγινε η δέουσα έρευνα κατά πόσο ικανοποιούσε το πλεονέκτημα της διετούς πείρας, υπό πλάνη δεν λήφθηκε υπόψη η πείρα της μέχρι τις 24.8.2012 που ασκούσε τα καθήκοντα στην Εθνική Εποπτική Αρχή αλλά αντί αυτού λήφθηκε μέχρι τις 6.12.2010, τελευταία μέρα υποβολής των αιτήσεων, δεν αξιολογήθηκαν ορθά όλα τα πρόσθετα προσόντα της αιτήτριας ενώ εσφαλμένα αξιολογήθηκε στην περίπτωση του ενδιαφερόμενου μέρους το προσόν που τον καθιστούσε προσοντούχο για την επίδικη θέση και ως πρόσθετο και έλλειψη αιτιολογίας.
Το Διοικητικό Δικαστήριο στην απόφαση ημερομηνίας 30.4.2020 στις Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 1390/2017 κ.α. έκρινε σε σχέση με τον αιτητή Σ. τα εξής:
«Όπως σαφέστατα προκύπτει από το πρακτικό λήψης της επίδικης απόφασης, και δεδομένης της συγκριτικής εικόνας αιτητή και Ε.Μ. στα θεσμοθετημένα στοιχεία κρίσης, υπήρξε καθοριστικής σημασίας για την επιλογή του Ε.Μ. η, σύμφωνα με την Ε.Δ.Υ., υπεροχή του σε προσόντα, καθώς και η υψηλότερη βαθμολόγησή του από την Επιτροπή στην ενώπιον της προφορική συνέντευξη. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι για την απόδοσή του στην εν λόγω συνέντευξη, το Ε.Μ. βαθμολογήθηκε ως «Εξαίρετος» και ο αιτητής ως «Πάρα Πολύ Καλός», ενώ προηγουμένως, η Συμβουλευτική Επιτροπή είχε αξιολογήσει τον αιτητή ως «Εξαίρετο» και το Ε.Μ. ως «Σχεδόν Εξαίρετο». Επισημαίνεται επίσης ότι ο αιτητής είχε υπέρ του και τη σύσταση του Διευθυντή, η οποία, κατά πάγια νομολογία, προσθέτει στην αξία του υποψηφίου. […] Ως προς τα του υπό του οικείου σχεδίου υπηρεσίας προβλεπόμενα, αιτητής και Ε.Μ. κρίθηκαν ότι διέθεταν την απαιτούμενη οκταετή τουλάχιστον πείρα «σε υπεύθυνη θέση στον έλεγχο εναέριας κυκλοφορίας ή/και στην εποπτεία υπηρεσιών αεροναυτιλίας ή/και στα τεχνικά συστήματα διαχείρισης εναέριας κυκλοφορίας», όχι όμως και την διετή τουλάχιστον (πέραν της προαναφερόμενης οκταετούς) πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, η οποία αποτελούσε πλεονέκτημα.
Δεν παραγνωρίζω ότι κατά πάγια νομολογία, προκειμένου για θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, η προφορική εξέταση μπορεί να διαδραματίσει ουσιώδη ρόλο και να έχει σημαντική βαρύτητα, η δε διακριτική ευχέρεια της Ε.Δ.Υ. είναι ευρεία. […] Η καλύτερη απόδοση ενός υποψηφίου στην ενώπιον της Ε.Δ.Υ. προφορική συνέντευξη αποτελεί ένα ουσιώδες στοιχείο το οποίο προσθέτει στην αξία του και στο οποίο η Ε.Δ.Υ. αποδίδει σημασία, όπερ και έπραξε και εν προκειμένω […] Από την άλλη, βεβαίως, δεν μπορώ παρά να επισημάνω ότι στην υπό κρίση περίπτωση η διαφορά στην αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην ενώπιον της Ε.Δ.Υ. προφορική συνέντευξη (όπως και προηγουμένως ενώπιον της Συμβουλευτικής) ήταν οριακή εφόσον ο μεν αιτητής αξιολογήθηκε από την Ε.Δ.Υ. ως «Πάρα Πολύ Καλός» και το Ε.Μ. ως «Εξαίρετος». […]
Σύμφωνα με τα ενώπιον μου στοιχεία, πέραν των υπό του σχεδίου υπηρεσίας απαιτούμενων προσόντων, που κατέχουν αιτητής και Ε.Μ. (σημειώνεται ότι διαθέτουν και οι δυο τον τίτλο Diploma of Technician Engineer από το Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο), είναι και οι δύο κάτοχοι του τίτλου BEng in Electrical Engineering and Electronics Engineering, ενώ το Ε.Μ. είναι κάτοχος του τίτλου Master of Science in Communication Engineering and Digital Electronics. Από την άλλη, ο αιτητής διαθέτει και τα προσόντα Detection Radar Engineer και Avionics Engineer. Είναι δε και οι δυο μέλη του Ε.Τ.Ε.Κ. στον κλάδο Ηλεκτρονικής Μηχανικής, περιλαμβανομένης της Μηχανικής της πληροφορικής.
[…]
Ωστόσο, εν προκειμένω, πέραν της γενικόλογης αναφοράς της Ε.Δ.Υ. ότι ο αιτητής «υστερεί σε προσόντα» έναντι του Ε.Μ., καμία αναφορά και καμία αξιολόγηση δεν φαίνεται να έγινε υπό της Επιτροπής αναφορικά με τα προεκτεθέντα πρόσθετα προσόντα του αιτητή, με αποτέλεσμα να μην αφήνονται περιθώρια στο Δικαστήριο να αντιληφθεί εάν τα εν λόγω προσόντα πράγματι αξιολογήθηκαν και/ή συνεκτιμήθηκαν, σε ποιο βαθμό ελήφθησαν υπόψη και αν επέδρασαν στην τελική διαμόρφωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Εν προκειμένω, η καθ' ης η αίτηση είχε καθήκον να διερευνήσει το θέμα και να συνεκτιμήσει τα εν λόγω προσόντα, ούτως ώστε να προκύπτει η αιτιολογία της τελικής της κατάληξης και να καθίσταται ευχερής η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου.
Απαιτούνταν συγκεκριμένη αξιολόγηση των υπό αναφορά προσόντων, σε συνάρτηση και με τα υπό του οικείου σχεδίου υπηρεσίας προβλεπόμενα, αλλά και σχετική αναφορά επ' αυτού στην επίδικη απόφαση, ούτως ώστε να διαφανεί κατά πόσον τα εν λόγω προσόντα ήταν σχετικά και/ή προσέθεταν στη γενικότερη αξιολόγηση του αιτητή και, εν πάση περιπτώσει, πως αυτά επέδρασαν στην τελική κατάληξη, προκειμένου να καταστεί πειστική και η τελική κρίση της Ε.Δ.Υ. […] Ιδιαίτερα δε από τη στιγμή που αποφάσισε η Ε.Δ.Υ. να παραγνωρίσει και/ή να μην ακολουθήσει την υπέρ του αιτητή σύσταση του Διευθυντή, θεωρώ ότι καθίστατο επιτακτική η κατά τον πιο πάνω τρόπο αξιολόγηση των εν λόγω προσόντων του αιτητή από την Ε.Δ.Υ. ανεξαρτήτως της όποιας βαρύτητας και/ή πρόσθετης αξίας θα προσέδιδε τελικά σε αυτά η εν λόγω αξιολόγηση.»
Η καθ’ ης η αίτηση κατά την επανεξέταση οφείλει να διορθώσει την παρανομία που εντοπίστηκε από το Δικαστήριο και να λάβει νέα απόφαση. Σε συνεδρία της ημερομηνίας 10.6.2020 αποφάσισε ότι οι παρανομία ανάγεται στο στάδιο της εξέτασης του θέματος από τη συμβουλευτική επιτροπή και επέστρεψε το θέμα ενώπιόν της για επανεξέταση και υποβολή νέας έκθεσης.
Παρά την πιο πάνω διαπίστωση της καθ’ ης η αίτηση, η συμβουλευτική επιτροπή περιορίστηκε σε επανεξέταση του θέματος μόνο σε σχέση με την αιτήτρια Α. και δεν ασχολήθηκε καθόλου με τον αιτητή Σ.. Είναι γεγονός ότι η απόφαση του Δικαστηρίου σε σχέση με τον εν λόγω αιτητή δεν ανατρέχει στη διαδικασία ενώπιον της συμβουλευτικής επιτροπής αλλά ενώπιον της καθ’ ης η αίτηση. Συνεπώς, παρόλο που η καθ’ ης η αίτηση στη συνεδρία της ημερομηνίας 10.6.2020 δεν επεσήμανε τη διάκριση δεν θεωρώ ότι συνιστά παρανομία που οδηγεί σε ακύρωση νοουμένου ότι επανεξετάστηκαν τα ζητήματα που εντόπισε το Δικαστήριο από την ίδια την καθ’ ης η αίτηση.
Στη συνεδρία της καθ’ ης η αίτηση ημερομηνίας 27.4.2021 αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά με τον εν λόγω αιτητή:
«Καταλήγοντας στην επιλογή του Η. Α., η Επιτροπή δεν μπόρεσε να υιοθετήσει τη σύσταση του Διευθυντή για τον Σ. Ε., λόγω του ότι αυτός έχει αξιολογηθεί σε χαμηλότερο επίπεδο στην ενώπιόν της προφορική εξέταση (Πάρα πολύ καλός) και υστερεί σε προσόντα. Ειδικότερα, η Επιτροπή σημείωσε ότι ο Σ. Ε. κατέχει Diploma of Technician Engineer in Electrical Engineering από το Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο και Bachelor of Engineering in Electronic Communication από το University of Salford, U.K., προσόντα τα οποία είναι σχετικά με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης, ενώ ο Η. Α. κατέχει Diploma of Technician Engineer in Electrical Engineering από το Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο, Bachelor of Engineering in Electrical and Electronic Engineering από το UMIST and The Victoria University of Manchester, U.K., καθώς και Master of Science in Communication Engineering and Digital Electronics από το UMIST and The Victoria University of Manchester, U.K., προσόντα τα οποία επίσης είναι σχετικά με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης. Ως εκ τούτου, ο επιλεγείς υπερτερεί σε ακαδημαϊκά προσόντα έναντι του Σ., καθώς κατέχει και μεταπτυχιακό δίπλωμα, ενώ ο Σ. δεν κατέχει μεταπτυχιακό δίπλωμα. Περαιτέρω η Επιτροπή σημείωσε ότι ο Σ. αξιολογήθηκε σε οριακά υψηλότερο επίπεδο κατά την τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής (Εξαίρετος έναντι του Σχεδόν εξαίρετου Η.). Λαμβάνοντας όμως υπόψη όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, καθώς και το γεγονός ότι είναι νομολογημένο ότι η αξιολόγηση στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, που αποτελεί ξεχωριστό στοιχείο κρίσης, είναι ιδιαίτερης σημασίας όταν πρόκειται για θέσεις Πρώτο Διορισμού και Προαγωγής ψηλά στην ιεραρχία του Τμήματος, όπως είναι η παρούσα (Πούρος ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ.), η Επιτροπή έκρινε ότι ο επιλεγείς γενικά υπερέχει και κρίνεται ως καταλληλότερος.
Όσον αφορά τη μη υιοθέτηση της υπέρ του Σ. Ε. σύστασης του Αν. Διευθυντή, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας σημείωσε ότι η επίδικη θέση ευρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία του Τμήματος και, σύμφωνα με σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δύναται να αποδοθεί αυξημένη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις, όπου η προσωπικότητα και οι ικανότητες του υποψηφίου είναι σημαντικές ιδιότητες για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, ενώ σύμφωνα με τη σχετική νομολογία η Επιτροπή, σε τέτοιες περιπτώσεις, κατά την επιλογή του καταλληλότερου από τους υποψηφίους για προαγωγή, έχει ευρεία διακριτική εξουσία. Σχετική είναι και η Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναθεωρητική Έφεση αρ. 91/2014, Παπά και Φραντζής ν. Δημοκρατίας, όπου, μεταξύ άλλων, αναφέρονται τα πιο κάτω:
[…]»
Όπως προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα, η καθ’ ης η αίτηση ενήργησε κατά παράβαση του δεδικασμένου. Το Δικαστήριο είχε εντοπίσει στην απόφασή του δύο παρανομίες στη διαδικασία που προηγήθηκε: την απόδοση υπέρμετρης βαρύτητας στην οριακή διαφορά αξιολόγησης των δύο υποψηφίων στην προφορική εξέταση και την έλλειψη αναφοράς σε συγκεκριμένα προσόντα του αιτητή (detection radar engineer και avionics engineer) που σε συνδυασμό με την απόφαση για μη υιοθέτηση της υπέρ του σύστασης του διευθυντή καθιστούσε την απόφαση αναιτιολόγητη. Τα σημεία αυτά δεν φαίνεται να αντιμετωπίστηκαν από την καθ’ ης η αίτηση. Τα προσόντα του αιτητή και πάλι δεν αξιολογήθηκαν και, όπως προκύπτει από τους συνοπτικούς πίνακες, ούτε καν περιλήφθηκαν σε αυτούς. Αυτό από μόνο του τεκμηριώνει την παράβαση του δεδικασμένου αλλά εντοπίζω, επιπρόσθετα, μία διαφορετική προσέγγιση της καθ’ ης η αίτηση στον τρόπο αξιολόγησης της απόδοσης υποψηφίων στην προφορική εξέταση που δεν φαίνεται να είναι σύμφωνη με το σκεπτικό του Δικαστηρίου. Εάν η καθ’ ης η αίτηση είχε την άποψη ότι έσφαλε το Δικαστήριο κρίνοντας ότι η αξιολόγηση των υποψηφίων στην προφορική συνέντευξη ήταν οριακή και ότι έχει μεγάλη διακριτική ευχέρεια η καθ’ ης η αίτηση σε θέσεις ιεραρχικά ψηλές, όφειλε να εφεσιβάλει την απόφαση. Το γεγονός, όμως, ότι δεν το έπραξε τη δεσμεύει ως προς τα ευρήματα του Δικαστηρίου όπως διατυπώθηκαν.
Στη βάση των πιο πάνω, η προσφυγή του αιτητή Σ. επιτυγχάνει.
Σχετικά με την αιτήτρια Α., το Δικαστήριο έκρινε τα ακόλουθα:
«Σε σχέση με την επιλογή του Ε.Μ. έναντι της αιτήτριας, η καθ' ης η αίτηση στην απόφασή της ανέφερε ότι η αιτήτρια έχει αξιολογηθεί τόσο από την Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και κατά την ενώπιον της Ε.Δ.Υ. προφορική συνέντευξη ως «Πάρα Πολύ Καλή», ήτοι σε χαμηλότερο επίπεδο από τον επιλεγέντα, στην ετήσια υπηρεσιακή έκθεση για το έτος 2015 αυτή βαθμολογήθηκε με 4 «Εξαίρετα» και 4 «Πολύ Ικανοποιητικά», σε αντίθεση με το Ε.Μ. που βαθμολογήθηκε με 8 «Εξαίρετα», ενώ στην αρχαιότητα, σύμφωνα πάντα με την Ε.Δ.Υ., η υπεροχή του Ε.Μ. έναντι της αιτήτριας είναι οριακή, δεδομένου ότι και οι δυο κατέχουν θέση με την ίδια μισθοδοτική κλίμακα, το μεν Ε.Μ. από 15.3.2002, η δε αιτήτρια από 1.6.2004. Όσον αφορά στα προσόντα, η Ε.Δ.Υ. ανέφερε τα εξής σε σχέση με την αιτήτρια:
«Σε ό,τι αφορά τα προσόντα, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι η Ασλανίδου διαθέτει, πέραν των απαιτούμενων προσόντων, Master of Science in Communications and Signal Processing, University of London, Imperial College of Science, Technology and Medicine, καθώς και Master of Business Administration (MBA), University of Cyprus, προσόντα τα οποία είναι σχετικά με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης. Κατέχει, επίσης, άδεια Χειριστή Ιδιωτικού Αεροσκάφους, άδεια Ελεγκτή Εναέριας Κυκλοφορίας με πιστοποιητικό ισχύος (α) στον έλεγχο αεροδρομίου, (β) στον έλεγχο προσεγγίσεως, (γ) στον έλεγχο περιοχής και (δ) στον έλεγχο περιοχής με ραντάρ, προσόντα τα οποία δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, είναι όμως σχετικά με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης και, ως εκ τούτου, τους δόθηκε η δέουσα βαρύτητα».
Ωστόσο, και σε αυτή την περίπτωση, η γενική αναφορά της Ε.Δ.Υ. ότι στα εν λόγω πρόσθετα προσόντα της αιτήτριας «δόθηκε η δέουσα βαρύτητα», δεν είναι επαρκής, αφού δεν αφήνονται περιθώρια στο Δικαστήριο να αντιληφθεί εάν τα εν λόγω προσόντα πράγματι αξιολογήθηκαν και/ή συνεκτιμήθηκαν, σε ποιο βαθμό ελήφθησαν υπόψη και αν επέδρασαν στην τελική διαμόρφωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Εν προκειμένω, η καθ' ης η αίτηση είχε καθήκον να αξιολογήσει και συνεκτιμήσει τα εν λόγω προσόντα με ρητή αναφορά στο σώμα της επίδικης απόφασης, κατά τρόπο που να προκύπτει η αιτιολογία της τελικής της κατάληξης και να καθίσταται ευχερής η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου. Απαιτούνταν συγκεκριμένη αξιολόγηση των υπό αναφορά προσόντων και σχετική αναφορά επ' αυτού στην επίδικη απόφαση, ούτως ώστε να διαφανεί κατά πόσον τα εν λόγω προσόντα ήταν σχετικά και/ή προσέθεταν στη γενικότερη αξιολόγηση της αιτήτριας και, εν πάση περιπτώσει, πως αυτά επέδρασαν στην τελική κατάληξη, προκειμένου να καταστεί πειστική και η τελική κρίση της Ε.Δ.Υ. […] Υπενθυμίζεται ότι από την πλευρά του, το Ε.Μ. διέθετε, ως επιπρόσθετο προσόν, τον τίτλο Master of Science in Communication Engineering and Digital Electronics. Υπενθυμίζεται επίσης ότι η διαφορά στην αξιολόγηση της απόδοσης αιτήτριας και Ε.Μ. στην ενώπιον της Ε.Δ.Υ. προφορική συνέντευξη (όπως και προηγουμένως ενώπιον της Συμβουλευτικής) ήταν οριακή εφόσον η μεν αιτήτρια αξιολογήθηκε από την Ε.Δ.Υ. ως «Πάρα Πολύ Καλή» και το Ε.Μ. ως «Εξαίρετος» […]
Επιπρόσθετα, ερωτήματα εγείρονται και ως προς την κρίση ότι η αιτήτρια δεν πληροί το υπό του σχεδίου υπηρεσίας προβλεπόμενο πλεονέκτημα της διετούς τουλάχιστον πείρας σχετικής με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης, πέραν την οκταετούς απαιτούμενης πείρας. Επ' αυτού, αναφέρεται στη σχετική έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, την οποία εν συνεχεία υιοθέτησε η Ε.Δ.Υ., ότι η Ασλανίδου «Δεν κατέχει το Πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας», χωρίς ωστόσο να δίδεται οποιαδήποτε εξήγηση προς τούτο: ήταν δε, θεωρώ, αναγκαία η αιτιολόγηση αυτής της διαπίστωσης, ιδιαίτερα από τη στιγμή που, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρονται στην εν λόγω έκθεση και προκύπτουν και από τα ενώπιον μου στοιχεία, η αιτήτρια από τον Αύγουστο του 2000 μέχρι τον Φεβρουάριο του 2009 εργοδοτείτο ως ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας και από τον Φεβρουάριο του 2009 μέχρι τις 6.12.2010 εκτελούσε καθήκοντα στην Εθνική Εποπτική Αρχή. Με αυτά τα δεδομένα, προκύπτει ότι η αιτήτρια διαθέτει και πείρα (άνω των δυο χρόνων), πέραν της απαιτούμενης οκταετούς: εύλογα δε γεννάται το ερώτημα γιατί αυτή η πείρα δεν είναι σχετική με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης και, παρόλο που, ως έχει ήδη προεκτεθεί, δεν αποτελεί έργο του Δικαστηρίου η ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας και η πρωτογενής αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων […] όφειλε η Συμβουλευτική και ακολούθως η Ε.Δ.Υ., να αιτιολογήσει την κατάληξή της αυτή, προκειμένου να καταστεί εφικτός και ο απαιτούμενος δικαστικός έλεγχος. Το δε ενδεχόμενο διαφορετικής τελικής κατάληξης της Ε.Δ.Υ., εφόσον κρινόταν ότι η αιτήτρια, πέραν των επιπρόσθετων προσόντων, διέθετε και το υπό του σχεδίου υπηρεσίας πλεονέκτημα, ουδόλως μπορεί να αποκλειστεί.
Ενόψει των πιο πάνω λοιπόν, κρίνω ότι και σε αυτή την περίπτωση υφίσταται ζήτημα κενού αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης, αλλά και μη διενέργειας της δέουσας έρευνας ως προς τα προσόντα της αιτήτριας, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αποκλειστεί ούτε και το ενδεχόμενο εμφιλοχωρήσασας πλάνης κατά τη λήψη της απόφασης αυτής.»
Σε συμμόρφωση με την απόφαση του Δικαστηρίου, η συμβουλευτική επιτροπή έπρεπε να επανεξετάσει κατά πόσο η αιτήτρια κατέχει το πλεονέκτημα που προνοεί το σχέδιο υπηρεσίας και η καθ’ ης η αίτηση να αξιολογήσει και αιτιολογήσει τα πρόσθετα προσόντα της αιτήτριας.
Αρχίζοντας από τη διερεύνηση κατοχής του πλεονεκτήματος, η σχετική πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας είναι η παράγραφος (2)(ε):
«Διετής τουλάχιστον πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, πέραν της οκταετούς απαιτούμενης στην παράγραφο (2) πιο πάνω, αποτελεί πλεονέκτημα.»
Η παράγραφος (2)(α) του σχεδίου υπηρεσίας προνοεί:
«Οκταετής τουλάχιστον πείρα σε υπεύθυνη θέση στον έλεγχο εναέριας κυκλοφορίας ή/και στην εποπτεία υπηρεσιών αεροναυτιλίας ή/και στα τεχνικά συστήματα διαχείρισης εναέριας κυκλοφορίας.»
Όπως αναφέρεται στη σελίδα 25 της απόφασης του Δικαστηρίου, η αιτήτρια από τον Αύγουστο του 2000 μέχρι τον Φεβρουάριο του 2009 εργοδοτείτο στη θέση ελεγκτή εναέριας κυκλοφορίας και από τον Φεβρουάριο του 2009 μέχρι τις 6.12.2010 εργοδοτείτο στην εθνική εποπτική αρχή.
Στην έκθεση της συμβουλευτικής επιτροπής ημερομηνίας 21.1.2021 καταγράφονται τα εξής:
«Κατά τη διάρκεια της δεύτερης συνάντησης στις 21/09/2020, η Συμβουλευτική Επιτροπή εξέτασε κατά πόσο η κα Α. κατείχε το Πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης και συγκεκριμένα διετή τουλάχιστον πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, πέραν της οκταετούς απαιτούμενης πείρας που απαιτείται στην παράγραφο 2 του Σχεδίου Υπηρεσίας.
Σχετικά διαπιστώθηκε ότι η κα Α. κατείχε οκτώ (8) χρόνια και έξι (6) Μήνες υπηρεσία στον έλεγχο εναέριας κυκλοφορίας καθώς και ένα (1) χρόνο και δέκα (10) μήνες υπηρεσία στην Εθνική Εποπτική Αρχή. Διευκρινίστηκε επίσης από την Συμβουλευτική Επιτροπή, ότι με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας, η πείρα που είχε αποκτήσει στην θέση του Ελεγκτή Εναέριας Κυκλοφορίας δεν μπορεί να προσμετρήσει στον χρόνο που απαιτείται για το πλεονέκτημα, καθώς τα καθήκοντα και ευθύνες που προβλέπονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης του Ελεγκτή Εναέριας Κυκλοφορίας, αφορούν την Παροχή Υπηρεσιών και έχουν ως ακολούθως:
(α) Ρυθμίζει την ασφαλή, κανονική και ταχεία ροή της εναέριας κυκλοφορίας μέσα σε Ζώνη Αεροδρομίου, Ζώνη Ελέγχου και Περιοχή Πληροφοριών Πτήσεων. Ελέγχει την κίνηση αεροσκαφών, προσώπων και οχημάτων στην Περιοχή Ελιγμών Αερολιμένα.
(β) Παρέχει πληροφορίες πτήσεων και συνεγείρει τις σωστικές υπηρεσίες σύμφωνα με τους ισχύοντες κανονισμούς και διαδικασίες.
(γ) Συνεργάζεται στενά με το προσωπικό άλλων υπηρεσιών που σχετίζονται με έλεγχο εναέριας κυκλοφορίας.
(δ) Εποπτεύει, καθοδηγεί και εκπαιδεύει κατώτερο προσωπικό.
(ε) Εκτελεί οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα του ανατεθούν.
Ενώ πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, αφορά την εκτέλεση καθηκόντων Εποπτείας στον Τεχνικό Τομέα της Εθνικής Εποπτικής Αρχής, και συγκεκριμένα:
(α) Την εποπτεία και αξιολόγηση Τεχνικών Συστημάτων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας, σύμφωνα με την Κοινοτική και Εθνική Νομοθεσία που αφορά τη διαλειτουργικότητα των συστημάτων αυτών.
(β) Επιβεβαιώνει ότι οι δηλώσεις Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΚ) συμμόρφωσης ή καταλληλότητας προς χρήση των συστημάτων και των συστατικών στοιχείων αυτών, καθώς και οι δηλώσεις ΕΚ ελέγχου συστημάτων πληρούν τις βασικές απαιτήσεις των Κανόνων Εφαρμογής για τη διαλειτουργικότητα.
Η Υπηρεσία της κας Α. στην Εθνική Εποπτική Αρχή, καλύπτει χρονικό διάστημα ενός (1) χρόνου και δέκα (10) μηνών και δεν πληροί την Σχετική Παράγραφο του Σχεδίου Υπηρεσίας. Συνεπώς η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν της απόδωσε το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας.»
Η καθ’ ης η αίτηση στη συνεδρία της της 2.3.2021 αποφάσισε να παραπέμψει ξανά το θέμα στη συμβουλευτική επιτροπή με τις εξής δύο παρατηρήσεις:
«i. Σ’ ό, τι αφορά την κατοχή του πλεονεκτήματος, από την Α. Α., διαπίστωσε ότι, η Συμβουλευτική Επιτροπή προέβη σε σύγκριση των καθηκόντων της θέσης Ελεγκτή Εναέριας Κυκλοφορίας μόνο με τα ειδικά καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης. Η Επιτροπή σημειώνει ότι η σύγκριση αυτή έπρεπε να γίνει με όλα τα καθήκοντα της θέσης, συμπεριλαμβανομένων και των γενικών καθηκόντων, όπως αυτά περιγράφονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας.
ii. Περαιτέρω η Επιτροπή, σημειώνοντας ότι κατοχή του πλεονεκτήματος από υποψήφιο απαιτεί, σύμφωνα με την απαίτηση (2)(ε) του Σχεδίου Υπηρεσίας για τον Τομέα Τεχνικής Εποπτείας, διετή τουλάχιστον πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, πέραν της οκταετούς απαιτούμενης, στην δε παρ. 2(α) αναφέρεται ότι απαιτείται οκταετής τουλάχιστον πείρα σε υπεύθυνη θέση στον έλεγχο εναέριας κυκλοφορίας ή/και στην εποπτεία υπηρεσιών αεροναυτιλίας ή/και στα τεχνικά συστήματα διαχείρισης εναέριας κυκλοφορίας, προβληματίζεται κατά πόσον η πείρα της Α. Α., η οποία άσκησε καθήκοντα Ελεγκτή Εναέριας Κυκλοφορίας, κατά έξι μήνες πέραν της οκταετούς απαιτούμενης πείρας, και καθήκοντα στην Εθνική Εποπτική Αρχή για ένα χρόνο και δέκα μήνες, ικανοποιεί την εν λόγω απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας.»
Η συμβουλευτική επιτροπή στη συμπληρωματική της έκθεση ημερομηνίας 9.4.2021 αφού παραθέτει όλα τα καθήκοντα των δύο συγκρινόμενων θέσεων, καταλήγει στα πιο κάτω:
«Εξετάζοντας ένα προς ένα τα καθήκοντα των υπό αναφορά δύο πιο πάνω Σχεδίων Υπηρεσίας, η Συμβουλευτική Επιτροπή επιβεβαιώνει την αρχική της άποψη ότι τα καθήκοντα που εκτελούσε η κα Α. στην θέση του Ελεγκτή Εναέριας Κυκλοφορίας αφορούσαν καθήκοντα παροχής υπηρεσιών στον Τομέα Αεροναυτιλίας και καμιά σχέση δεν έχουν με τα καθήκοντα που προβλέπονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης, τα οποία όπως αναφέρεται και πιο πάνω, αφορούν καθήκοντα εποπτείας της Παροχής Υπηρεσιών Αεροναυτιλίας. Συνεπώς, η πείρα που αποκτήθηκε από την κα Ασλανίδου στη θέση του Ελεγκτή Εναέριας Κυκλοφορίας δεν μπορεί να προσμετρήσει στον χρόνο που απαιτείται για το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης.
Σε ότι αφορά την δεύτερη (II) παρατήρηση η οποία αφορά τον προβληματισμό της Επιτροπής κατά πόσον η πείρα της κας Α. Α., η οποία άσκησε καθήκοντα Ελεγκτή Εναέριας Κυκλοφορίας, κατά έξι μήνες πέραν της οκταετούς απαιτούμενης πείρας και καθήκοντα στην Εθνική Εποπτική Αρχή για ένα χρόνο και δέκα μήνες, ικανοποιεί την απαίτηση (2)(ε) του Σχεδίου Υπηρεσίας για τον Τομέα Τεχνικής Εποπτείας, η Συμβουλευτική Επιτροπή επιβεβαιώνει την αρχική της αξιολόγηση αφού όπως αναφέρεται και πιο πάνω η πείρα της κας Α. στη θέση του Ελεγκτή Εναέριας Κυκλοφορίας αφορούσε την Παροχή Υπηρεσιών στον Έλεγχο Εναέριας Κυκλοφορίας, ενώ σύμφωνα με την απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας η κατοχή του πλεονεκτήματος απαιτεί διετή πείρα σχετική με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης η οποία αφορά καθήκοντα εποπτείας της Παροχής Υπηρεσιών Αεροναυτιλίας. Άποψη της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι ότι, τυχόν συμπερίληψη της πείρας που αποκτήθηκε από την κα Α. στον Έλεγχο Εναέριας Κυκλοφορίας, στην πείρα που απαιτείται για σκοπούς πλεονεκτήματος, αντιβαίνει ξεκάθαρα με τις πρόνοιες της παραγράφου (2)(ε) του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης.»
Η καθ’ ης η αίτηση σε συνεδρία της ημερομηνίας 21.4.2021 αποφάσισε να υιοθετήσει την έκθεση της συμβουλευτικής επιτροπής και στην τελική της συνεδρία στις 27.4.2021 επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος αιτιολογώντας την απόφασή της ως ακολούθως:
«Τέλος, ο επιλεγείς, συγκρινόμενος με την Α. Α., η οποία είναι δημόσιος υπάλληλος, όπως και ο Η., σημείωσε ότι αυτή έχει αξιολογηθεί τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, κατά την τελική της αξιολόγηση, όσο και από την Επιτροπή, στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, ως Πάρα πολύ καλή, σε χαμηλότερο δηλαδή επίπεδο από τον επιλεγέντα και στις δύο περιπτώσεις, υστερεί σε αξία, όπως η αξία αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση σε αυτές των τελευταίων προ του ουσιώδους χρόνου ετών, στις οποίες αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία, δεδομένου ότι η αξιολόγηση της Α. κατά το τελευταίο έτος μειώθηκε από 8 Εξαίρετα (το 2014) σε 4 Εξαίρετα και 4 Πολύ Ικανοποιητικά (το 2015), καθώς και σε αρχαιότητα, δεδομένου ότι κατέχουν θέση με την ίδια μισθοδοτική κλίμακα, ο μεν Η. από 15.3.2002, η δε Α. από 1.6.2004, στοιχείο στο οποίο όμως αποδίδεται, σύμφωνα με τη νομολογία, περιορισμένη σημασία λόγω του επιπέδου της θέσης, ψηλά στην ιεραρχία του Τμήματος και Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής. Σ’ ό,τι αφορά τα προσόντα, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι η Α. διαθέτει, πέραν των απαιτούμενων προσόντων, Master of Science in Communications and Signal Processing, University of London, Imperial College of Science, Technology and Medicine, καθώς και Master of Business Administration (MBA), University of Cyprus, προσόντα τα οποία είναι σχετικά με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης. Κατέχει, επίσης, άδεια Χειριστή Ιδιωτικού Αεροσκάφους, άδεια Ελεγκτή Εναέριας Κυκλοφορίας με πιστοποιητικό ισχύος (α) στον έλεγχο αεροδρομίου, (β) στον έλεγχο προσεγγίσεως, (γ) στον έλεγχο περιοχής, και (δ) στον έλεγχο περιοχής με ραντάρ, προσόντα τα οποία δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, είναι όμως σχετικά με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης και, ως εκ τούτου, τους δόθηκε η δέουσα βαρύτητα, συνεκτιμώμενα με τα υπόλοιπα κριτήρια. Ο επιλεγείς, όμως, δεν υστερεί σε προσόντα σε σύγκριση με την Α., καθότι κατέχει Diploma of Technician Engineer in Electrical Engineering από το Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο, Bachelor of Engineering in Electrical and Electronic Engineering από το UMIST and The Victoria University of Manchester, U.K., καθώς και Master of Science in Communication Engineering and Digital Electronics από το UMIST and The Victoria University of Manchester, U.K., προσόντα τα οποία επίσης είναι σχετικά με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, όπως αυτά παρατίθενται αναλυτικά πιο πάνω, η Επιτροπή έκρινε ότι ο επιλεγείς είναι καταλληλότερος για προαγωγή.»
Η εισήγηση της αιτήτριας ότι κατά παράβαση του δεδικασμένου δεν έγινε η δέουσα έρευνα σε σχέση με την κατοχή ή μη του πλεονεκτήματος δεν ευσταθεί. Η έρευνα έγινε συνεπώς η καθ’ ης η αίτηση συμμορφώθηκε με το δεδικασμένο. Ούτε η εισήγηση ότι κατά την εν λόγω διερεύνηση πεπλανημένα δεν λήφθηκε υπόψη η πείρα της αιτήτριας στην εθνική εποπτική αρχή μέχρι τις 24.8.2012 αντί μέχρι τις 6.12.2010 ευσταθεί. Η αξιολόγηση των υποψηφίων γίνεται με τελευταία χρονική προθεσμία την τελευταία μέρα υποβολής των αιτήσεων και είναι στη βάση εκείνης της ημερομηνίας που κρίνονται τα προσόντα που κατέχουν, η πείρα και όλα τα άλλα απαιτούμενα (βλ. Ανδρέου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 153). Ο λόγος είναι για να διασφαλίζεται η αρχή της ισότητας και να μην προστίθενται δεδομένα ή να μεταβάλλεται ατέρμονα η εικόνα των υποψηφίων.
Ουσιαστικά, αυτό που προκύπτει από την προσέγγιση της συμβουλευτικής επιτροπής και κατ’ επέκταση της καθ’ ης η αίτηση που την υιοθέτησε είναι ότι η πείρα της αιτήτριας στη θέση ελεγκτή εναέριας κυκλοφορίας κρίθηκε ως μη σχετική με τα καθήκοντα της θέσης ενώ η πείρα της στην εθνική εποπτική αρχή δεν αρκούσε για να ικανοποιήσει την ελάχιστη διάρκεια που απαιτεί το σχέδιο υπηρεσίας για το πλεονέκτημα.
Η πείρα της αιτήτριας στη θέση ελεγκτή εναέριας κυκλοφορίας ήταν αρκετή για να την καταστήσει υποψήφια για την επίδικη θέση εφόσον ικανοποιεί το πρώτο σκέλος της παραγράφου 2(α) του σχεδίου υπηρεσίας δηλαδή, της πείρας στον έλεγχο εναέριας κυκλοφορίας. Εντούτοις, τα ειδικά καθήκοντα της επίδικης θέσης – που υπενθυμίζεται είναι στον τομέα τεχνικής εποπτείας – δεν φαίνεται να ικανοποιούνται από τα καθήκοντα της θέσης που κατείχε η αιτήτρια στον έλεγχο εναέριας κυκλοφορίας και συνεπώς, η κατάληξη της συμβουλευτικής επιτροπής και της καθ’ ης η αίτηση ήταν εύλογη και αιτιολογημένη.
Ούτε η εισήγηση περί μη αξιολόγησης όλων των προσόντων που κατέχει η αιτήτρια και εσφαλμένης αξιολόγησης των απαιτούμενων προσόντων του ενδιαφερόμενου μέρους ευσταθεί. Και στις δύο περιπτώσεις τα πρόσθετα προσόντα αναγνωρίστηκαν ως σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης. Στην περίπτωση του ενδιαφερόμενου μέρους έγινε, αφενός, αναφορά στα πτυχία που κατέχει αλλά η αναφορά στα πρόσθετα προσόντα αφορούσε το μεταπτυχιακό.
Για τους πιο πάνω λόγους καταλήγω ότι η Υπόθεση Αρ. 610/2021 επιτυγχάνει και η Υπόθεση Αρ. 627/2021 αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην έκταση που αφορά τον αιτητή Σ. και επικυρώνεται στην έκταση που αφορά την αιτήτρια Α..
Επιδικάζονται €2.000 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του αιτητή Σ. και €1.700 έξοδα υπέρ της καθ’ ης η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας Α..
Ε. ΜΙΧΑΗΛ, Δ.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο