
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση αρ. 714/2021)
24 Μαρτίου 2025
[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ AΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Μ. Θ.
Αιτήτρια
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Καθ’ ων η αίτηση.
……………………………
Σάββας Θεοφάνους, μαζί με κα Μιχαηλίδου (ασκ. δικηγόρο), για Μ. Ξ. Ιωάννου & Συνεργάτες, για την αιτήτρια.
Γεώργιος Χατζηπροδρόμου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Με την προσφυγή της, η αιτήτρια αξιώνει από το Δικαστήριο την εξής θεραπεία:-
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια και με την οποίαν οι Καθ’ ων η Αίτηση αποφάσισαν την απόρριψη της ένστασης κατά της απόφασης για Απόρριψη Αίτησης για το Σχέδιο Επανεγκατάστασης στα Κατεχόμενα λόγω του ότι δεν είχε επιβεβαιωθεί η μόνιμη και συνεχής διαμονής της στο κατεχόμενο χωριό της, ως ορίζεται στις πρόνοιες του προαναφερθέντος Σχεδίου είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος».
Με την Απόφαση του με αρ. ΕΜ87.668, ημερομηνίας 18.6.2019, το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να εγκρίνει το Αναθεωρημένο Σχέδιο Επανεγκατάστασης στα Κατεχόμενα, με ισχύ από την 1.7.2019, ενώ παράλληλα, εξουσιοδότησε την Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων να αποφασίζει σχετικά με την εφαρμογή κι ερμηνεία των προνοιών του προαναφερόμενου Σχεδίου.
Στόχος του Σχεδίου Επανεγκατάστασης στα Κατεχόμενα, είναι η παροχή οικονομικής βοήθειας σε Ελληνοκύπριους και μέλη της Μαρωνίτικης Κοινότητας, που έχουν εγκατασταθεί με σκοπό την μόνιμη διαμονή τους σε περιοχές που δεν τελούν υπό τον αποτελεσματικό έλεγχο της Κυπριακής Δημοκρατίας, στοχεύοντας στην αναζωογόνηση, διατήρηση κι ανάπτυξη των κατεχόμενων χωριών.
Δικαιούχοι του Σχεδίου, είναι μονήρη άτομα και συγκροτημένες οικογένειες που έχουν εγκατασταθεί με σκοπό την μόνιμη διαμονή στα κατεχόμενα χωριά τους, αφού συμπληρώσουν ένα χρόνο μόνιμης διαμονής μετά την εγκατάσταση τους και δεν λαμβάνουν Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα ή Δημόσιο Βοήθημα. Όπως αναφέρεται στο Σχέδιο, μόνιμη διαμονή, σημαίνει τη διαμονή στο κατεχόμενο χωριό, τις περισσότερες μέρες της βδομάδας, σε συνεχή βάση.
Η διαδικασία για την υποβολή της αίτησης, περιγράφεται επίσης στο προαναφερόμενο Σχέδιο. Σχετική αίτηση υποβάλλεται στην Υπηρεσία Ανθρωπιστικών Θεμάτων, μετά την εγκατάστασή τους για σκοπούς μόνιμης διαμονής στο κατεχόμενο χωριό τους, η οποία θα εξετάζεται, αφού συμπληρώσουν ένα χρόνο μόνιμης διαμονής και νοουμένου ότι ο εκάστοτε αιτητής, φέρει βεβαίωση μόνιμης εγκατάστασης και συνεχούς διαμονής ενός έτους από τον Πρόεδρο και όλα τα Μέλη του οικείου Κοινοτικού Συμβουλίου. Αρμόδια για την εξέταση των αιτήσεων, είναι η Επιτροπή που ορίζεται από την Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, η οποία υποβάλλει εισήγηση προς την Υπουργό, προς λήψη απόφασης, από την τελευταία. Σε περίπτωση που ο αιτητής δεν ικανοποιείται από την τελική απόφαση, μπορεί να υποβάλει ένσταση στην Υπουργό, προς έκδοση απόφασης.
Η αιτήτρια είχε υποβάλει αρχικά αίτηση, ημερομηνίας 29.1.2018, η οποία όμως δεν είχε τύχει εξέτασης, μέχρι την 1.7.2019, που είχαν τεθεί σε ισχύ οι νέες πρόνοιες του Αναθεωρημένου Σχεδίου Επανεγκατάστασης στα Κατεχόμενα. Σύμφωνα με τους όρους του Αναθεωρημένου Σχεδίου (παράγραφος ΣΤ), αιτητές που είχαν υποβάλει αίτηση στα πλαίσια του προηγούμενου Σχεδίου και δεν είχαν λάβει απάντηση επί της αίτησής τους, μέχρι την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του νέου Σχεδίου, έπρεπε να υποβάλουν νέα αίτηση, εντός τριών μηνών. Για το γεγονός αυτό, η αιτήτρια ενημερώθηκε με επιστολή ημερομηνίας 22.10.2019, εκ μέρους των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας.
Ανταποκρινόμενη η αιτήτρια, υπέβαλε αίτηση ημερομηνίας 2.6.2020, στην οποία δήλωσε πως διαμένει σε διαμέρισμα στο Ριζοκάρπασο, έναντι της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου στην είσοδο του χωριού. Η αίτησή της συνοδευόταν από υπεύθυνη δήλωση εκ μέρους του Προέδρου του Κοινοτικού Συμβουλίου, ο οποίος δήλωσε πως η αιτήτρια διατηρεί μόνιμη και συνεχή διαμονή στο Ριζοκάρπασο. Όμοια υπήρξε κι η δήλωση ακόμα δύο Μελών του Κοινοτικού Συμβουλίου, ενώ τρίτο Μέλος, δήλωσε πως δεν γνώριζε, κατά πόσον η αιτήτρια διέμενε μόνιμα στις κατεχόμενες περιοχές. Σημειώνεται πως το τέταρτο μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου, απεβίωσε.
Παρόλο ότι η αίτηση ελήφθη εκπρόθεσμα και όχι εντός του χρόνου των τριών μηνών από τον Οκτώβριο του 2019 που της είχε ζητηθεί, το Υπουργικό Συμβούλιο με την Απόφαση με αρ. ΕΜ90.397, ημερομηνίας 25.11.2020, εξουσιοδότησε την Υπουργό να την εξετάσει κατ’ εξαίρεση.
Η αξιολόγηση της υποβληθείσας αιτήσεως, έλαβε χώρα από τριμελή Επιτροπή που ορίστηκε από την Υπουργό, κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 17.12.2020. Κατά την αξιολόγηση της αίτησης, σημειώθηκε πως ο Πρόεδρος και δύο Μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου, επιβεβαίωσαν την μόνιμη και συνεχή διαμονή της αιτήτριας στο Ριζοκάρπασο, ενώ ένα Μέλος απεβίωσε και το τέταρτο Μέλος, δήλωσε πως δεν γνώριζε το κατά πόσον η αιτήτρια διαμένει μόνιμα στο κατεχόμενο χωριό.
Στις 17.12.2020, δύο Μέλη της Επιτροπής, εισηγήθηκαν προς την Υπουργό, την απόρριψη της αιτήσεως, ενώ το τρίτο Μέλος, δήλωσε πως επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον Πρόεδρο του Κοινοτικού Συμβουλίου, ο οποίος επιβεβαίωσε τη μόνιμη και συνεχή διαμονή της αιτήτριας, στο προαναφερόμενο χωριό. Στις 29.12.2020, η Υπουργός έδωσε οδηγίες όπως ζητηθεί εκ μέρους του Προέδρου του Κοινοτικού Συμβουλίου, να υποβάλει την θέση του αυτή και γραπτώς.
Προς συμμόρφωση με τις οδηγίες της Υπουργού, ο Πρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου απέστειλε επιστολή ημερομηνίας 3.2.2021, στην οποία ανέφερε πως για τους σκοπούς υποβολής της επίδικης αίτησης, η αιτήτρια παρουσίασε ενοικιαστήριο έγγραφο διαμερίσματος στο Ριζοκάρπασο, από Τούρκο έποικο, γεγονός που επιβεβαίωνε και Μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου που είναι εγκλωβισμένο και ως εκ τούτου, της δόθηκε βεβαίωση για μόνιμη και συνεχή διαμονή στο κατεχόμενο χωριό. Αναφέρει επίσης στις δύο τελευταίες γραμμές:-
«Σημειώνουμε ότι από τον Μάρτιο του 2020 λόγο [sic] της πανδημίας η Μ. Θ. δεν διαμένει στο Ριζοκάρπασον».
Κατά την δεύτερη συνεδρία ημερομηνίας 11.2.2021, η Επιτροπή εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης. Όπως αναφέρεται:-
«[...] Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Κοινοτάρχης της Ενορίας Ανάβρυση Ριζοκαρπάσου, κος Μ. Μ. με επιστολή του, ημερομηνίας 3/2/2021 (Παράρτημα ΙΙ), αναφέρει ότι η κα Θ. τον Δεκέμβριο του 2019 με την προσκόμιση της αίτησης της στο Κοινοτικό Συμβούλιο παρουσίασε και Ενοικιαστήριο Έγγραφο από Τούρκο Έποικο. Στην επιστολή σημειώνεται ότι η κα Θ. από τον Μάρτιο του 2020, λόγω της πανδημίας δεν διαμένει στο κατεχόμενο χωριό της».
Η Υπουργός Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αποφάσισε στις 12.2.2021, την απόρριψη της αιτήσεως, απόφαση που γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 12.2.2021. Όπως της αναφέρθηκε, δεν είχε επιβεβαιωθεί από τον Πρόεδρο και όλα τα Μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου η μόνιμη και συνεχής διαμονή της στο κατεχόμενο χωριό της.
Η αιτήτρια υπέβαλε ένσταση, ημερομηνίας 7.3.2021, στην οποία, αφού παραθέτει τα γεγονότα, προσθέτει πως:-
«[...]Β. Επικαλείσθαι ως λόγον απόρριψης της αίτησης μου το ότι δεν έχει επιβεβαιωθεί από τον πρόεδρον και όλα τα μέλη του Κοινοτικού συμβουλίου η μόνημη [sic] και συνεχής διαμονή μου στο Ριζοκάρπασο.
Ούτε αυτό ευσταθή διότι ο Πρόεδρος και τα μέλη του κοινοτικού συμβουλίου υπέγραψαν την αίτηση μου στην παρουσία μου, εκτός μίας κοπέλας η οποία απεβίωσεν.
Ναι από τις 16 Νοεμβρίου που έφυγα την τελευταίαν φοράν από το χωριό δεν ξαναπήγα. Είχα κάμει τεστ κορονοϊού [sic] για να περάσω στα κατεχόμενα, το οποίον μου στοίχισεν €65. Καταλαμβαίνετε ότι αυτόν μου είναι οικονομικά αδύνατον εφόσον δεν εργάζομαι και δεν λαμβάνω κανέναν δημόσιο βοήθημα [...]».
Η Υπουργός Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, λαμβάνοντας υπόψη και την απορριπτική εισήγηση του Γενικού Διευθυντή και του Λειτουργού του Υπουργείου, αποφάσισε στις 20.4.2021, την απόρριψη της αιτήσεως, απόφαση που γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή, ίδιας ημερομηνίας, το περιεχόμενο της οποίας παραθέτω αυτούσιο:-
«[...] 2. Αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα στοιχεία που τέθηκαν σε σχέση με την ένστασή σας, αποφασίσθηκε η απόρριψη της ένστασής σας, λόγω του ότι δεν έχει επιβεβαιωθεί η μόνιμη και συνεχής διαμονή σας στο κατεχόμενο χωριό σας, ως ορίζεται στις πρόνοιες του υπό αναφορά Σχεδίου».
Η νομιμότητα της πιο πάνω διοικητικής αποφάσεως, συνιστά το αντικείμενο της υπό εκδίκαση προσφυγής.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας, στην πολύ συνοπτική γραπτή του αγόρευση, προβάλλει ισχυρισμούς που άπτονται της νομιμότητας του ίδιου του Σχεδίου. Υποστήριξε πως στην Ένσταση, δεν προκύπτει ο τύπος του Σχεδίου, εάν είναι κανονιστική διοικητική πράξη και στη βάση ποιου Νόμου αυτή έχει εκδοθεί. Κατά τις θέσεις του, το επίδικο Σχέδιο έχει εκδοθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο όμως δεν έχει πρωτογενή νομοθετική εξουσία, αλλά θα πρέπει να εξουσιοδοτείται από την πρωτογενή νομοθεσία, με αποτέλεσμα, κατά την εισήγηση, να υπεισέρχεται ανεπίτρεπτα σε αρμοδιότητα της Βουλής, κατά παράβαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών.
Κατά δεύτερον, προβάλλεται η θέση πως η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο, ήτοι από την Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, τούτο, παρά την ύπαρξη του Ν. 17(Ι)/1993 και την ύπαρξη της Υπηρεσίας Ανθρωπιστικών Θεμάτων και του Επιτρόπου Προεδρίας, υπό την άμεση εποπτεία του Προέδρου της Δημοκρατίας και της Προεδρίας της Δημοκρατίας, όλων των θεμάτων των εγκλωβισμένων και παθόντων.
Τέλος, πολύ συνοπτικά, γίνεται αναφορά σε ύπαρξη πλάνης περί τα πράγματα εκ μέρους της διοίκησης που κατέληξε στην απόρριψη της υποβληθείσας αιτήσεως.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Δημοκρατίας, πρόταξε ζήτημα εκπρόθεσμης καταχώρησης της προσφυγής, θέση την οποία απέσυρε κατά το στάδιο των προφορικών διευκρινίσεων. Με αναφορά στο δόγμα της απαγόρευσης της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, ισχυρίστηκε πως η αιτήτρια κωλύεται να εγείρει ισχυρισμούς αναφορικά με τον τύπο του Σχεδίου. Επί της ουσίας, υποστήριξε πως ορθά απορρίφθηκε η επίδικη αίτηση, αφού δεν πληρούσε τις απαιτήσεις του Σχεδίου.
Προτού προχωρήσω να εξετάσω τους εγειρόμενους ισχυρισμούς, θα πρέπει να λεχθεί πως, το επίδικο Σχέδιο Επανεγκατάστασης στα Κατεχόμενα, εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο, στα πλαίσια έκδοσης της Απόφασης με αρ. ΕΜ87.668, κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 18.6.2019, αφού δόθηκε εξουσιοδότηση στην Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, να αποφασίζει σχετικά με την εφαρμογή και ερμηνεία των προνοιών του πιο πάνω Σχεδίου, για τους σκοπούς της επιτυχούς υλοποίησής του.
Όπως αναφέρεται στην παράγραφο (Α) αυτού, σκοπός του Σχεδίου, είναι η παροχή οικονομικής βοήθειας σε Ελληνοκύπριους και μέλη της Μαρωνίτικης Κοινότητας που έχουν εγκατασταθεί με σκοπό την μόνιμη διαμονή τους σε περιοχές που δεν τελούν υπό τον αποτελεσματικό έλεγχο της Δημοκρατίας, στοχεύοντας στην αναζωογόνηση, διατήρηση και ανάπτυξη των κατεχόμενων χωριών.
Εγέρθηκε εκ μέρους της αιτήτριας, ζήτημα νομιμότητας του ίδιου του Σχεδίου, αφού κατά τις εισηγήσεις, το Σχέδιο εκδόθηκε χωρίς να δίδεται τέτοια εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο από πρωτογενή νομοθεσία, ήτοι από οποιοδήποτε Νόμο.
Βάσει της πάγιας νομολογίας μας, η αιτιολόγηση των νομικών σημείων επί των οποίων βασίζεται η προσφυγή, συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για την εξέταση από το Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν την νομιμότητα μίας διοικητικής πράξης. Νομικά σημεία που δεν εξειδικεύονται με την απαραίτητη σαφήνεια στο δικόγραφο της προσφυγής, παραμένουν αναιτιολόγητα, αλλά κι ανεπίδεκτα δικαστικής εκτίμησης (Α.Ε. 156/12, Haghilo ν. Δημοκρατίας κ.ά., ημερομηνίας 27.2.2018, Α.Ε. 95/2012, Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, ημερομηνίας 6.7.2018, Ε.Δ.Δ. 178/2018, Χριστοδουλίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 13.5.2024).
Δεν είναι αποδεκτή παρέκκλιση από τη ρητή επιταγή του Κανονισμού 7, του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, που αναφέρει πως «Έκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών ταύτα πλήρως», ενώ η δικογραφία αποτελεί το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων. Οι τελικές αγορεύσεις που υποβάλλονται, εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα, τα οποία, όμως, προσδιορίζονται στην αίτηση ακυρώσεως που καλείται το δικαστήριο να επιλύσει (Δημοκρατία ν. Κουκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Γιασουμής ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 27, Κολοκάσης ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 23, Α.Ε. 33/2013, Mehmet ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 14.3.2019).
Έχω ανατρέξει στα νομικά σημεία της προσφυγής και δεν έχω εντοπίσει να περιλαμβάνεται οποιοσδήποτε λόγος ακύρωσης προς αυτή την κατεύθυνση. Ακόμα, ούτε και στην γραπτή αγόρευση της αιτήτριας διαπιστώνω να εξειδικεύονται οι γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί που προβάλλονται, ως προς την νομιμότητα του Σχεδίου, κατά τρόπο που δεν επιτρέπει τον δικαστικό έλεγχο.
Παρά την πιο πάνω διαπίστωση και λαμβάνοντας υπόψη την πρόταξη, εκ μέρους της Δημοκρατίας, του ζητήματος του δόγματος της απαγόρευσης της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, διαπιστώνω κώλυμα εκ μέρους της αιτήτριας να εγείρει ζητήματα που άπτονται της νομιμότητας του Σχεδίου, του οποίου η ίδια έκανε χρήση κι υπέβαλε αίτηση για λήψη οικονομικής βοήθειας.
Στο σύγγραμμα του Δ. Θ. Πυργάκη «Το έννομο συμφέρον στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας», Νομική Βιβλιοθήκη, 2017, σελ. 49 επ., αναφέρονται τα εξής:-
«Σύμφωνα με βασικό κανόνα που διέπει την ακυρωτική δίκη, η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται μόνον εάν η ακύρωσή της είναι λυσιτελής για τον αιτούντα, εάν δηλαδή θεραπεύει, τουλάχιστον για τον εφεξής χρόνο, την βλάβη που προκαλεί στα έννομα συμφέροντά του η πράξη αυτή [ΣτΕ 2068/2008, 4022/2006]. Ως αλυσιτελής, χαρακτηρίζεται επομένως η αίτηση ακυρώσεως, η οποία ακόμη και αν γίνει δεκτή δεν πρόκειται να οδηγήσει σε δικαίωση και ικανοποίηση του αιτούντος και επομένως ο αιτών δεν θα έχει καμία ωφέλεια από την ακύρωση της πράξης. Αυτό μπορεί να είναι συνέπεια της εν τω μεταξύ διαφορετικής γενικής νομοθετικής ρύθμισης του θέματος [ΣτΕ Ολ 3167-3168/2014, 1418/2013 7μ., Ολ 1372/2013] ή αλλαγής νομικών προϋποθέσεων στο πρόσωπο του αιτούντος ή στο επίδικο αντικείμενο.»
Τυχόν ακύρωση του ίδιου του Αναθεωρημένου Σχεδίου Επανεγκατάστασης στα Κατεχόμενα, δεν θα ωφελήσει την αιτήτρια, η οποία επιζητεί την λήψη οικονομικής βοήθειας, βάσει των προνοιών του. Κρίνεται, συνεπώς, πως η αιτήτρια εγείρει, αλυσιτελώς, ζήτημα που άπτεται της νομιμότητας του ίδιου του Σχεδίου, αφού εάν οι θέσεις της γίνουν αποδεκτές, το Σχέδιο θα ακυρωθεί στη ρίζα του κι η αιτήτρια δεν θα μπορεί να προσποριστεί το όφελος της οικονομικής βοήθειας που η ίδια αξίωνε.
Ανεξαρτήτως τούτου, της μη ύπαρξης δηλαδή εννόμου συμφέροντος προς προβολή του εγειρόμενου λόγου ακύρωσης, ως προς την νομιμότητα του Σχεδίου, θα πρέπει να λεχθεί πως διατηρώ τις επιφυλάξεις μου, ως προς την εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης απορριπτικής απόφασης, απόφαση η οποία ελήφθη βάσει των προνοιών του Σχεδίου, ζήτημα στο οποίο, όμως, καίτοι είναι δημοσίας τάξεως, δεν θα προβώ σε οποιοδήποτε εύρημα, λόγω μη έγερσης εκ μέρους της Δημοκρατίας.
Εγέρθηκε ο ισχυρισμός πως η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη από αναρμόδιο όργανο, ήτοι από την Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αντί από τον κατά τον Ν. 17(Ι)/1993 Επίτροπο Προεδρίας για Ανθρωπιστικά Θέματα.
Εν πρώτοις, ο προαναφερθείς Νόμος δεν τυγχάνει εφαρμογής στην προκείμενη περίπτωση, αφού σκοπός του Ν. 17(Ι)/1993 είναι η ρύθμιση και επίλυση των ζωτικών θεμάτων που άπτονται της διακρίβωσης της τύχης των αγνοουμένων μας και την παροχή σε αυτούς κάθε δυνατής βοήθειας.
Στην προκείμενη περίπτωση, σκοπός του Σχεδίου είναι η παροχή οικονομικής βοήθειας σε συγκεκριμένους δικαιούχους που ορίζονται στο Σχέδιο, στοχεύοντας στην αναζωογόνηση, διατήρηση και ανάπτυξη των κατεχόμενων χωριών μας. Εξάλλου, στο ίδιο το Σχέδιο, γίνεται αναφορά στην συμμετοχή στην τριμελή Επιτροπή που θα εξετάζει τις αιτήσεις και θα υποβάλλει εισήγηση προς το αρμόδιο αποφασίζον όργανο, ήτοι την Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, κι ενός εκπροσώπου από την Υπηρεσία Ανθρωπιστικών Θεμάτων.
Η Υπουργός Εργασίας, τέθηκε εκ της ίδιας της Απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, ως το αρμόδιο όργανο που αποφασίζει για την έγκριση των αιτήσεων που πληρούν τις προϋποθέσεις του Σχεδίου, αφού υποβληθεί σχετική εισήγηση από την τριμελή Επιτροπή που ορίζεται από την ίδια. Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός απορρίπτεται, ως αβάσιμος.
Απορριπτέτος τυγχάνει κι ο ισχυρισμός της αιτήτριας πως η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη υπό πραγματική πλάνη. Η Υπουργός Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, λαμβάνοντας υπόψη την απορριπτική εισήγηση της τριμελούς Επιτροπής, ορθά και νόμιμα κατέληξε στην προσβαλλόμενη απορριπτική απόφαση, λόγω του ότι ακριβώς, η αιτήτρια δεν πληρούσε τις απαιτήσεις που είχαν καθοριστεί στο ίδιο το Σχέδιο, αφού αφενός, το ένα Μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου είχε δηλώσει πως δεν ήταν εις γνώση του το κατά πόσον η αιτήτρια διάμενε μόνιμα και συνεχώς στο κατεχόμενο χωριό της, ενώ αφετέρου, ο Πρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου, δήλωσε πως από τον Μάρτιο του 2020, λόγω της πανδημίας, δεν διέμενε στο χωριό της, όπως άλλωστε και η ίδια το παραδέχθηκε, μέσω της ένστασης που υπέβαλε προς την Υπουργό.
Στο ίδιο το Σχέδιο, δεν παρέχεται οποιαδήποτε δυνατότητα για ύπαρξη εξαιρέσεων στην απαίτηση της μόνιμης και συνεχούς διαμονής, ως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο (Β) του Σχεδίου.
Υπό αυτά τα δεδομένα, κρίνεται ως εύλογη η απορριπτική κατάληξη που είχε η υποβληθείσα αίτηση.
Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.500 έξοδα εναντίον της αιτήτριας.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο