
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Υπόθεση Αρ. 732/2017
18 Μαρτίου 2025
[Ε. ΜΙΧΑΗΛ, Δ/στης Δ.Δ.]
Θ. Κ.
Αιτητής
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Καθ’ ου η Αίτηση
…………………………….
Μικαέλλα Ε. Ευθυμίου (κα) για Δράκος & Ευθυμίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον αιτητή.
Γεώργιος Χατζηπροδρόμου για Γενικό Εισαγγελέα, για τον καθ’ ου η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Η παρούσα προσφυγή παραπέμφθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο κατόπιν επιτυχίας της Ε.Δ.Δ. 129/2019 που άσκησε ο καθ’ ου η αίτηση και παραμερισμού της πρωτόδικης απόφασης ημερομηνίας 4.7.2019.
Ο αιτητής με την προσφυγή του ζητά τις ακόλουθες θεραπείες:
«Α) Διακήρυξη του Δικαστηρίου πως η απόφαση και ή πράξη των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων των καθ' ων η αίτηση που λήφθηκε την 18.11.2016 και κατέστη εκτελεστή με την απόφαση για απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής του αιτητή ημερ. 6.12.2016 που κοινοποιήθηκε στον Αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 8.3.2017 που λήφθηκε αργότερα με την οποία απέρριψαν την αίτηση του Αιτητή ημερ. 2.9.2016 για καταβολή σύνταξης ανικανότητας δυνάμει του Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος.
Β) Διακήρυξη του Δικαστηρίου πως η απόφαση της Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων των Καθ' ων η αίτηση να απορρίψει την Ιεραρχική Προσφυγή του Αιτητή είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος.
Γ) Δήλωση του Δικαστηρίου με την οποία να διακηρύσσεται πως ο Αιτητής είναι δικαιούχος συντάξεως ανικανότητος δυνάμει του Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου.»
Στις 2.9.2016 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για επίδομα ασθένειας για την περίοδο από 31.8.2016 μέχρι 30.11.2016. Αφού εξετάστηκε από το ιατρικό συμβούλιο, το αίτημά του εγκρίθηκε από 31.8.2016 για το ποσό των €197,93 εβδομαδιαίως αλλά, απορρίφθηκε για την περίοδο από 17.11.2016 μέχρι 30.11.2016 γιατι κρίθηκε ικανός για εργασία. Ο αιτητής ενημερώθηκε με επιστολή ημερομηνίας 18.11.2016. Στις 6.12.2016 Ο αιτητής άσκησε ιεραρχική προσφυγή στον καθ’ ου η αίτηση ζητώντας επανεξέταση. Αφού η ιεραρχική του προσφυγή εξετάστηκε από δευτεροβάθμιο ιατρικό συμβούλιο, απορρίφθηκε.
Οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής συνοψίζονται σε πλάνη περί τα πράγματα, έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και υπέρβαση εξουσίας.
Το Εφετείο στην απόφασή του ημερομηνίας 13.3.2024 επισήμανε τα ακόλουθα:
«Σημειώνεται ότι, δεν ασκήθηκε αντέφεση από την πλευρά του εφεσίβλητου, ούτε αμφισβητήθηκε από τον εφεσίβλητο, καθ' οιονδήποτε τρόπο, το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, η αίτηση του εφεσείοντα ημερομηνίας 2.9.2016 αφορούσε στην καταβολή επιδόματος ασθενείας (σελ. 3 της πρωτόδικης απόφασης).
Συνεπώς, αφετηρία εξέτασης της βασιμότητας της παρούσης εφέσεως αποτελεί το αδιαμφισβήτητο, πλέον, γεγονός ότι, την παρούσα περίπτωση (αίτηση για καταβολή επιδόματος ασθενείας) διέπει, όντως, ο Κανονισμός 8Α(1) των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ιατρικά Συμβούλια, Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο και Ειδικοί Ιατροί) Κανονισμών του 2010 και 2013 (εφεξής οι «Κανονισμοί»), ο οποίος διαλαμβάνει τα ακόλουθα (με δικούς μας τονισμούς):
«Όταν ο λόγος παραπομπής σε Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο αφορά την εκτίμηση ικανότητας προς εργασία αιτητή επιδόματος ασθενείας ή επιδόματος σωματικής βλάβης, ο Πρόεδρος του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου εξετάζει την ενώπιον του υπόθεση συνεκτιμώντας το περιεχόμενο του σχετικού φακέλου και τα στοιχεία, τις πληροφορίες και τις τυχόν εξετάσεις που περιέχονται στην ιεραρχική προσφυγή και που αφορούν τον ουσιώδη χρόνο υποβολής της αίτησης για επίδομα ασθενείας ή επίδομα σωματικής βλάβης, χωρίς να προβεί σε εξέταση του ίδιου του αιτητή, εκτός αν με, μεταγενέστερα του χρόνου αυτού, ιατρικά πιστοποιητικά υποδεικνύεται ότι η ασθένεια ή η σωματική βλάβη, ανάλογα με την περίπτωση, εξακολουθεί να υπάρχει, κατά το χρόνο εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής.»
Αφού μελετήσαμε τις εκατέρωθεν θέσεις, ως αυτές διατυπώθηκαν στα περιγράμματα αγόρευσης των διαδίκων, καθώς και το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, διαπιστώνουμε τα ακόλουθα:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο σαφώς κατέληξε στο (ακυρωτικό) εύρημα του, υιοθετώντας τη θέση περί υποχρέωσης της εφεσείουσας για νέα ιατρική εξέταση του εφεσίβλητου από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο και καταλήγοντας, στην απουσία τέτοιας και μόνο (παρά το ότι ο εφεσίβλητος υποστηρίζει το αντίθετο, ήτοι ότι υπήρξε από το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδοχή του ισχυρισμού περί μη δέουσας έρευνας υπό γενικότερη οπτική), σε ακύρωση λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας (βλ. ανωτέρω). Θέση, όμως, η οποία σαφώς έρχεται σε κάθετη αντίθεση με τις επιταγές της κανονιστικής διάταξης 8Α των Κανονισμών (βλ. ανωτέρω), με την οποία πρωτοδίκως δεν υπήρξε οποιαδήποτε ενασχόληση και στην οποία ρητώς ορίζεται ότι, τέτοια εξέταση δεν λαμβάνει χώρα, εκτός στην περίπτωση μεταγενέστερων του χρόνου υποβολής της αίτησης ιατρικών πιστοποιητικών (που δεικνύουν εξακολούθηση της ασθένειας ή βλάβης κατά το χρόνο εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής), κάτι που δεν συντρέχει, ως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης (βλ. Τεκμήριο 1-συνημμένα ιατρικά πιστοποιητικά στην ιεραρχική προσφυγή του εφεσίβλητου ημερ. 6.12.2016), στην παρούσα περίπτωση. Η πιο πάνω διαπίστωση οδηγεί σε αποδοχή του υπό εξέταση λόγου έφεσης, ανεξαρτήτως του κατά πόσον, στην παρούσα περίπτωση, τηρήθηκαν άλλες προϋποθέσεις του Κανονισμού 8Α των Κανονισμών και, συγκεκριμένα, (α) κατά πόσον η ιατρική εξέταση του ζητήματος κατά την Ιεραρχική Προσφυγή διενεργήθηκε και η συνακόλουθη ιατρική γνωμάτευση δόθηκε στην Υπουργό Εργασίας, Προνοίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (εφεξής η «Υπουργός») από αρμόδιο προς τούτο πρόσωπο και (β) εάν συνεκτιμήθηκε «το περιεχόμενο του σχετικού φακέλου και τα στοιχεία, τις πληροφορίες και τις τυχόν εξετάσεις που περιέχονται στην ιεραρχική προσφυγή», ζητήματα, τα οποία δεν εξετάστηκαν πρωτοδίκως και εναπόκειται, εν πρώτοις, στο πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την επανεξέταση του, να αξιολογήσει, αν δικονομικά δύνανται και σε ποιο βαθμό να τύχουν εξέτασης και να αποφανθεί αναλόγως.
Συνεπώς, με βάση τα προαναφερθέντα και στο πιο πάνω πλαίσιο, ο λόγος έφεσης γίνεται αποδεκτός. Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση, περιλαμβανομένης της διαταγής εξόδων αυτής, παραμερίζεται.
Η υπόθεση παραπέμπεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο που εκδίκασε αυτή, για εξέταση, πρόσθετα ή/ και στο πλαίσιο των προηγηθεισών επισημάνσεων μας, των ζητημάτων που προωθήθηκαν από τον εφεσίβλητο (βλ. σελ. 4 έως και 6 στην (πρωτόδικη) γραπτή αγόρευση για τον εφεσίβλητο) και που δεν έτυχαν εξέτασης, ήτοι του ισχυρισμού περί έλλειψης δέουσας έρευνας (υπό την σκοπιά που εγέρθηκε από τον εφεσίβλητο και δεν εξετάστηκε), μη δέουσας αιτιολογίας, καθώς και υπέρβασης/κατάχρησης εξουσίας από την Υπουργό.»
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε με πλάνη περί τα πράγματα και έλλειψη δέουσας έρευνας αφού δεν λήφθηκαν υπόψη τρία ιατρικά πιστοποιητικά που υπέβαλε ο αιτητής. Στον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε, εντοπίζω ιατρική έκθεση ημερομηνίας 31.8.2016, 16.5.2012, 19.10.2012 και 20.2.2013. Όλα είναι τεκμήρια στην ιεραρχική προσφυγή που υπέβαλε ο αιτητής μέσω του δικηγόρου του.
Ο Κανονισμός 8Α(1) των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ιατρικά Συμβούλια. Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο και Ειδικοί Ιατροί) Κανονισμών, Κ.Δ.Π. 286/2010 (στο εξής οι «Κανονισμοί») οποίος όπως επισήμανε το Εφετείο στην απόφασή του τυγχάνει εφαρμογής, προνοεί ότι η εξέταση από το δευτεροβάθμιο ιατρικό συμβούλιο περιορίζεται σε εξέταση τυχόν εξετάσεων που αφορούν τον ουσιώδη χρόνο υποβολής της αίτησης εκτός αν με ιατρικά πιστοποιητικά μεταγενέστερα του χρόνου υποβολής της αίτησης, υποδεικνύεται ότι η ασθένεια εξακολουθεί να υπάρχει. Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και όπως είναι παραδεκτό και από τον αιτητή εφόσον αυτό αναφέρει στην τρίτη παράγραφο της ιεραρχικής του προσφυγής, η επίμαχη αίτηση είναι ημερομηνίας 2.9.2016. Συνεπώς, σύμφωνα με την πρόνοια του Κανονισμού για να οφείλει το δευτεροβάθμιο ιατρικό συμβούλιο να εξετάσει το ίδιο τον αιτητή θα πρέπει να είχαν τεθεί υπόψη του μέσω της ιεραρχικής προσφυγής ιατρικά πιστοποιητικά μεταγενέστερα της 2.9.2016. Τέτοια ιατρικά πιστοποιητικά δεν τέθηκαν υπόψη του. Συνεπώς, ουδεμία πλάνη ή έλλειψη δέουσας έρευνας διαπιστώνεται.
Ούτε η εισήγηση του αιτητή για υπέρβαση εξουσίας του καθ’ ου η αίτηση ευσταθεί. Ο περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμος, Ν. 41/1980, στον οποίο παραπέμπει ο αιτητής καταργήθηκε από τον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο, Ν. 59(Ι)/2010. Εν πάση περιπτώσει, το αντίστοιχο Άρθρο 78 που επικαλείται ο αιτητής είναι στον νέο Νόμο το Άρθρο 83 που προνοεί τα ακόλουθα:
«83.-(1) Όποιος δεν ικανοποιείται από απόφαση του ∆ιευθυντή, η οποία εκδίδεται δυνάµει των διατάξεων του παρόντος Νόµου, δύναται, µέσα σε δεκαπέντε (15) ηµέρες από τη γνωστοποίηση σ’ αυτόν της απόφασης, να την προσβάλει µε γραπτή αίτησή του στον Υπουργό, στην οποία να εκθέτει τους λόγους στους οποίους στηρίζει την προσφυγή.
(2) Ο Υπουργός εξετάζει χωρίς υπαίτια βραδύτητα την ενώπιόν του προσφυγή, αποφασίζει γι’ αυτή και γνωστοποιεί χωρίς καθυστέρηση την απόφασή του στον προσφεύγοντα:
Νοείται ότι, ο Υπουργός, πριν να εκδώσει την απόφασή του, δύναται, κατά την κρίση του, να ακούσει ή να δώσει την ευκαιρία στον προσφεύγοντα να υποστηρίξει τους λόγους στους οποίους βασίζεται η προσφυγή:
Νοείται περαιτέρω ότι, ο Υπουργός, δύναται να αναθέσει σε λειτουργό ή επιτροπή λειτουργών του Υπουργείου του, να εξετάσει ορισµένα θέµατα που αναφύονται στην προσφυγή και να υποβάλει στον Υπουργό το πόρισµα τέτοιας εξέτασης, προτού αυτός εκδώσει την απόφασή του για την προσφυγή.
(3) Όταν ο λόγος ή ένας από τους λόγους της προσφυγής αφορά σε γνωµάτευση ή απόφαση Ιατρικού Συµβουλίου, ο Υπουργός παραπέµπει την υπόθεση για επανεξέταση από το ∆ευτεροβάθµιο Ιατρικό Συµβούλιο.»
Έχω την άποψη ότι η δυνατότητα του Υπουργού να ακούσει ένα προσφεύγοντα προτού εκδώσει απόφαση – την οποία επικαλείται ο αιτητής – δεν αφορά προσφυγές που αφορούν απόφαση ιατρικού συμβουλίου οι οποίες παραπέμπονται βάσει του εδαφίου (3) σε δευτεροβάθμιο ιατρικό συμβούλιο. Ακόμα, όμως, και εάν η δυνατότητα αυτή τύγχανε εφαρμογής και σε τέτοιες προσφυγές πρόκειται περί διακριτικής ευχέρειας που μπορεί να ασκήσει ο Υπουργός και όχι νομικής υποχρέωσης. Συνεπώς, δεν πρόκειται περί παρανομίας.
Για τους πιο πάνω λόγους καταλήγω ότι η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €1700 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Ε. ΜΙΧΑΗΛ, Δ.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο