
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 764/2020)
20 Μαρτίου 2025
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Λ. Τ.
Αιτήτρια
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ’ ης η Αίτηση
Γ. Βαλιαντής, για Λ. Παπαφιλίππου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτήτρια
Κ. Παπαδοπούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Καθ’ ης η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Προσβάλλεται ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος η απόφαση της καθ’ ης η αίτηση, Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.), η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 19.6.2020 και σύμφωνα με την οποία, προήχθη στη μόνιμη θέση Νοσηλευτικού Λειτουργού Α’, Γενικός Νοσηλευτικός Κλάδος, Υπουργείο Υγείας («η επίδικη θέση»), από 15.6.2020, το ενδιαφερόμενο μέρος («Ε.Μ.») Μ. Ε. αντί και/ή στη θέση της αιτήτριας.
Από τη μελέτη των γεγονότων της υπόθεσης, προκύπτει ότι η διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης ξεκίνησε όταν η Ε.Δ.Υ. έλαβε επιστολή της Γενικής Διευθύντριας του Υπουργείου Υγείας («η Γενική Διευθύντρια»), ημερομηνίας 29.7.2019, με την οποία υποβαλλόταν πρόταση για την πλήρωση δεκαέξι (16) μόνιμων θέσεων Νοσηλευτικού Λειτουργού Α’, Γενικός Νοσηλευτικός Κλάδος, Υπουργείο Υγείας (θέση Προαγωγής).
Ακολούθως, η Ε.Δ.Υ., στη συνεδρία της με ημερομηνία 9.8.2019, αποφάσισε να επιληφθεί του θέματος πλήρωσης των θέσεων σε μεταγενέστερη ημερομηνία και στη συνεδρία να κληθεί να παραστεί και η Γενική Διευθύντρια.
Πράγματι, στη συνεδρία της Ε.Δ.Υ., ημερομηνίας 22.5.2020, παρέστη η Γενική Διευθύντρια, η οποία σύστησε για προαγωγή δεκαέξι υποψήφιες, μεταξύ των οποίων και την αιτήτρια, όχι όμως και το Ε.Μ., και ακολούθως, αποχώρησε από τη συνεδρία.
Ακολούθησε η υπό της Ε.Δ.Υ. γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων και, στη βάση των ενώπιον της στοιχείων, η Επιτροπή αποφάσισε να προσφέρει προαγωγή στις δεκαπέντε εκ των δεκαέξι συστηθεισών υποψηφίων, όχι όμως και στην αιτήτρια και αντ’ αυτής, επέλεξε το Ε.Μ. ως πιο κατάλληλη και αποφάσισε να προσφέρει σε αυτήν, όπως και στις λοιπές 15 υποψήφιες, προαγωγή στην επίδικη θέση από 15.6.2020.
Η αιτήτρια αντέδρασε και κατά της πιο πάνω απόφασης καταχώρησε, στις 24.8.2020, την υπό εξέταση προσφυγή.
Στον πυρήνα της επιχειρηματολογίας του συνηγόρου της αιτήτριας, βρίσκεται ο ισχυρισμός ότι η Ε.Δ.Υ. παράνομα και αναιτιολόγητα παρέλειψε να δώσει ειδική και επαρκή και πειστική αιτιολογία για την απόκλισή της από τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας. Κατά τον κ. Βαλιαντή, η Ε.Δ.Υ. όχι μόνον απέτυχε να παράσχει ειδική και/ή τη δέουσα υπό τις περιστάσεις αιτιολογία, αλλά και χρησιμοποίησε μη ενιαίο μέτρο κρίσης αναφορικά με την αξιολόγηση των υποψηφίων. Συναφώς, εγείρεται και ο ισχυρισμός ότι η υπό της Ε.Δ.Υ. δοθείσα αιτιολογία, πάσχει ως αντιφατική, κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης.
Έτερος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης, έγκειται στον ισχυρισμό ότι η επίδικη απόφαση πάσχει λόγω πλάνης περί τα πράγματα, αλλά και παραγνώρισης της πείρας και της αρχαιότητας της αιτήτριας, η οποία εξουδετερώθηκε από την Ε.Δ.Υ. «με ένα κριτήριο που ήταν εκτός του σχεδίου υπηρεσίας», ήτοι λαμβάνοντας υπόψη το επιπρόσθετο προσόν του Ε.Μ., που δεν προβλέπεται από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας.
Η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατόπιν διενέργειας της δέουσας έρευνας, καθόλα ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία, είναι δε αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής. Κατά τη συνήγορο των καθ’ ων η αίτηση, η Ε.Δ.Υ. αιτιολόγησε επαρκώς, εξειδικευμένα και, εν πάση περιπτώσει, δεόντως, την απόκλισή της από τη δοθείσα σύσταση, η δε απόφασή της αυτή, όσο και η τελική της απόφαση, υπήρξαν καθόλα σύννομες και βρίσκονται σε συμβατότητα και/ή ουδόλως συγκρούονται με τα στοιχεία των οικείων διοικητικών φακέλων, ήσαν δε αυτές, σε κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτές. Καταλήγει η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση, τονίζοντας ότι η αιτήτρια, σε καμία περίπτωση δεν κατόρθωσε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του Ε.Μ. και υποβάλλει την εισήγηση για απόρριψη της προσφυγής.
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα των οικείων διοικητικών φακέλων και, γενικότερα, όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε κατά είτε υπέρ της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.
Η Γενική Διευθύντρια, στην δοθείσα σύστασή της, ανέφερε και τα εξής:
«Προκειμένου να προβώ στη σύστασή μου, μελέτησα το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων και διαβουλεύτηκα και έλαβα υπόψη μου τις απόψεις των οικείων προϊστάμενών τους.
2. Έχοντας υπόψη μου τα πιο πάνω, καθώς και τα απαιτούμενα, από το Σχέδιο Υπηρεσίας, προσόντα της υπό πλήρωση θέσης, και αφού έλαβα επίσης υπόψη μου τα καθιερωμένα από το Νόμο κριτήρια, δηλαδή την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα, κρίνω ως καταλληλότερες και συστήνω για προαγωγή τις:
[.]
16. Τ. Λ.
3. Συστήνοντας τις πιο πάνω υποψήφιες, έλαβα υπόψη μου ότι αυτές ουδενός υστερούν σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση σ' αυτές των τελευταίων ετών, στις οποίες αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα.
[.]
5. Έχω επίσης λάβει υπόψη ότι αριθμός υποψηφίων που δεν συστήνονται διαθέτουν επιπρόσθετα μη απαιτούμενα αλλά σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης προσόντα και ο λόγος που δεν συστήνονται είναι ότι αυτοί υστερούν σημαντικά των συστηθεισών σε αρχαιότητα. Ειδικότερα, οι μη συστηθέντες με α/α 210, 211, 226 [σημ.: το Ε.Μ.], 243, 244, 249, 253, 254, 257, 261, 263, 265, 268, 275, 282, 283, 284, 286, 299, 300 και 350 κατέχουν ακαδημαϊκά προσόντα μεταπτυχιακού επιπέδου, προσόντα τα οποία, αν και δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα η πρόσθετο προσόν, είναι σχετικά με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης και απέδωσα σ' αυτά τη δέουσα βαρύτητα. Εντούτοις, κρίνω ότι αυτά τα προσόντα των μη συστηθέντων, από μόνα τους, δεν είναι ικανά να κλίνουν την πλάστιγγα υπέρ των κατόχων τους, καθότι αυτοί υστερούν σε αρχαιότητα έναντι των συστηθεισών και δεν υπερέχουν σε αξία.».
Εν πρώτοις, διαπιστώνω ότι η δοθείσα σύσταση, αναφορικά με τις δυο διαδίκους, βρίσκεται σε συμβατότητα με τα στοιχεία των οικείων διοικητικών φακέλων, εφόσον, πράγματι, η αιτήτρια υπερέχει έναντι του Ε.Μ. σε αρχαιότητα που ανάγεται στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση (Νοσηλευτικού Λειτουργού), κατά έναν χρόνο και ενάμιση περίπου μήνα, καθότι αυτή προήχθη στην εν λόγω θέση στις 15.2.2007, ενώ το Ε.Μ. την 1.4.2008. Στο κριτήριο της αξίας, οι δυο υποψήφιες είναι ίσοδύναμες, ενώ ως προς τα προσόντα, το Ε.Μ. διαθέτει μεταπτυχιακό τίτλο «Master in Public Health», ο οποίος αναγνωρίστηκε ως τίτλος ισότιμος προς μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master, από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.. Ωστόσο, το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης δεν προβλέπει οτιδήποτε σχετικό με την κατοχή ακαδημαϊκού τίτλου, είτε ως απαιτούμενου προσόντος, είτε ως πλεονεκτήματος. Με αποτέλεσμα να εφαρμόζεται εν προκειμένω η πάγια επί του θέματος νομολογία, σύμφωνα με την οποία πρόσθετα προσόντα που δεν προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας, αλλά είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης, αξιολογούνται και σταθμίζονται από το διορίζον όργανο, το οποίο, κατά την ενάσκηση της σχετικής διακριτικής του ευχέρειας, αποφεύγει, αφενός, να δώσει σε αυτά υπερβολική βαρύτητα, αλλά, και από την άλλη, η σημασία που θα τους αποδώσει να είναι εντελώς οριακή. Σε αυτά τα πλαίσια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει (Γιαννάκης Κολώνας κ.α. ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 94/2016 κ.α. ημερ. 26.7.2023, Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406).
Από την άλλη, η αρχαιότητα δεν έχει παύσει να αποτελεί ένα θεσμοθετημένο κριτήριο, ενώ και η πείρα, ως απορρέουσα από αυτή την αρχαιότητα, την τονίζει, προσθέτοντας στην αξία (Περικλέους ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2/2014, ημερ. 13.1.2020, Δημοκρατία ν. Ταλιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 391, Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406). Όπως λέχθηκε στην Μαρία Κωνσταντίνου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 124/2014 και 134/2014, ημερ. 6.12.2017, η αρχαιότητα παραμένει ένα αναγνωρισμένο, νόμιμο και θεσμοθετημένο κριτήριο και πρέπει να συνυπολογίζεται, διότι ουδέποτε έπαυσε να έχει τη σημασία της (Ζωδιάτης, ανωτέρω και Ταλιώτη, ανωτέρω). Κατά πάγια νομολογία, η αρχαιότητα, ως θεσμοθετημένο στοιχείο κρίσης, δύναται να διαδραματίσει καθοριστικό και/ή ρυθμιστικό ρόλο, εφόσον στα λοιπά στοιχεία κρίσης οι υποψήφιοι είναι ουσιαστικά ισοδύναμοι (Αναστασία Βιολάρη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 162/2010, ημερ. 11.4.2017, Βασιλειάδης ν. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 403).
Περαιτέρω, οι θέσεις της ημεδαπής νομολογίας ως προς την τελική και συνολική στάθμιση των δεδομένων σε περιπτώσεις ως η υπό κρίση, είναι αποκρυσταλλωμένες: αυτό που έχει σημασία είναι η ουσιαστική συνεξέταση των στοιχείων κρίσης, με κριτήριο τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου και όχι ένας μηχανιστικός υπολογισμός ή μια αριθμητική συνεξέταση που απολήγει σε επέμβαση στην εύλογη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης (Σωτήρης Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 8/16, ημερ. 16.2.2023). Είναι εσφαλμένη η προσέγγιση ότι μπορεί στην ουσία να γίνεται μια αριθμητική ή μαθηματική συνεξέταση των στοιχείων, κατά τρόπο που το ένα στοιχείο υπέρ του ενός υποψηφίου, να εξουδετερώνεται από κάποιο άλλο στοιχείο υπέρ του άλλου υποψηφίου. Τέτοια άσκηση αναμφίβολα παραπέμπει σε μηχανιστικό υπολογισμό, από τον οποίο όμως ελλείπει το στοιχείο της διακριτικής ευχέρειας και της καθολικής κρίσης υπό το φως του συνόλου των παραμέτρων (Σωτήρης Κολέττας ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 32/16, ημερ. 20.6.2023, Χρίστος Σολομωνίδης, ανωτέρω). Εκείνο που έχει σημασία, είναι η διαπίστωση της εύλογης και ουσιαστικής στάθμισης των δεδομένων, εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου και δεν απαιτείται μικροσκοπική εξέταση από το Δικαστήριο, εφόσον το ζητούμενο δεν είναι η υποκατάσταση της Διοίκησης από το Δικαστήριο (Σωτήρης Αναστασιάδης, ανωτέρω).
Ως εκ των πιο πάνω, η σύσταση της Γενικής Διευθύντριας κρίνεται ορθή, νόμιμη και συμβατή τόσο με τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων όσο και με τις νομολογιακές κατευθυντήριες. Προκύπτει ότι η Διευθύντρια, κατά τη διαμόρφωση της σύστασής της, μελέτησε όλα τα ενώπιον της δεδομένα, με τη σύσταση να εμπεριέχει τα κατά νομολογία απαραίτητα γνωρίσματα νομιμότητας και ουσίας (Χατζηχάννα ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 108/2016, ημερ. 2.10.2023, Δημοκρατία ν. Κυρατζιή-Κτωρίδου, Α.Ε. 311/16, ημερ. 8.5.2023). Με αποτέλεσμα, η εν λόγω σύσταση να προσθέτει στην αξία της αιτήτριας και να θέτει αυτήν σε υπέρτερη θέση έναντι του Ε.Μ.: κατά πάγια νομολογία, η σύσταση επαυξάνει και/ή προσθέτει στην αξία ενός υποψηφίου ως ανεξάρτητος και αυτοτελής δείκτης (Κωνσταντίνος Πηλείδης ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 95/2017, ημερ. 19.12.2023, Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, Ροζάννα-Αμφιτρίτη Κούτσιου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 168/10, ημερ. 10.9.2015, Παντελής Λοϊζου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1994) 3 Α.Α.Δ. 663). Αποτελεί δε η σύσταση, ως εκ της ιδιαίτερης γνώσης του Διευθυντή, για την καταλληλότητα των υποψηφίων να ανταποκριθούν στα καθήκοντα της θέσης, επαυξητικό παράγοντα της αξίας τους (Σπανού ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 390 και Ευριδίκη Λάμπρου ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 141/2019, ημερ. 9.10.2024). Όπως τέθηκε το ζήτημα στην Σάββας Σπύρου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 127/2015 και 134/2015, ημερ. 4.7.2022, η νόμιμη σύσταση του Διευθυντή, που αποτελεί σημαίνον, ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης, εφόσον στοχεύει στην ορθή καθοδήγηση του διορίζοντος οργάνου προς επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου και άπτεται της αξίας των υποψηφίων, ενισχύει τα υπόλοιπα κριτήρια.
Συνακόλουθα, απαιτείτο ειδική, καθαρή, επαρκής και πειστική αιτιολογία από την Ε.Δ.Υ. για την απόκλιση από την εν λόγω σύσταση, ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά επιτάσσει (Κώστας Μανούχος ν. Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (2013) Α.Δ.Δ. 613, Δημοκρατία κ.α. ν. Ασσιώτη κ.α. (2010) 3 Α.Δ.Δ. 395, Σωτηρίου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2009) 3 Α.Α.Δ. 445, Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, (2009) 3 ΑΑΔ 164). Κάτι, ωστόσο, που δεν έγινε στην υπό εξέταση περίπτωση. Η Ε.Δ.Υ., στην επίδικη απόφασή της αναφέρει τα εξής σχετικά:
«H Επιτροπή εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία από το Φάκελο Πλήρωσης της θέσης, καθώς και από τους Προσωπικούς Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων, και έλαβε επίσης υπόψη τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας.
Η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων στο σύνολό τους, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια.
Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων καθώς και την αρχαιότητά τους, η οποία φαίνεται στον ενώπιον της κατάλογο των υποψηφίων.
Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη τα τρία κριτήρια -αξία, προσόντα, αρχαιότητα-, σταθμίζοντας και συνεκτιμώντας αυτά στο σύνολό τους και αποδίδοντας σ’ αυτά και σε καθένα από αυτά την ανάλογη βαρύτητα, και αφού έλαβε υπόψη και τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας, έκρινε ότι οι παρακάτω υπερέχουν των άλλων υποψηφίων, τις επέλεξε ως τις πιο κατάλληλες και αποφάσισε να προσφέρει σ' αυτές προαγωγή στη μόνιμη θέση Νοσηλευτικού Λειτουργού Α’, Γενικός Νοσηλευτικός Κλάδος, Υπουργείο Υγείας, από 15.6.20:
[.]
Η Επιτροπή δεν μπόρεσε να υιοθετήσει τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας για την υποψήφια με α/α 205, Τ. Λ., η οποία κατείχε τη θέση Ανώτερης Νοσηλευτικού Λειτουργού από 15.2.07, δεν κατέχει, όμως πανεπιστημιακό προσόν και αντ' αυτής επέλεξε για προαγωγή, από 15.6.20, την υποψήφια με α/α 226, Μ. Ε., η οποία υστερεί έναντι της Τσουρή σε αρχαιότητα, καθότι κατείχε τη θέση Ανώτερης Νοσηλευτικού Λειτουργού από 1.4.08, ωστόσο δεν υστερεί σε αξία και διαθέτει επιπρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν μεταπτυχιακού επιπέδου, το οποίο, παρόλο που δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελεί πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, είναι σχετικό με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης και αποδίδεται σ’ αυτό η δέουσα βαρύτητα.
Επιλέγοντας τις πιο πάνω υποψήφιες, πλην της Μ. Ε., η οποία επιλέγηκε για τους λόγους που καταγράφονται πιο πάνω, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτές ουδενός υστερούν σε αξία, υπερέχουν έναντι των μη επιλεγέντων ανθυποψηφίων τους σε αρχαιότητα, η οποία ανάγεται στην ημερομηνία κατοχής της θέσης Ανώτερου/ης Νοσηλευτικού Λειτουργού, και διαθέτουν την υπέρ τους σύσταση της Γενικής Διευθύντριας.
Η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι αριθμός υποψηφίων που δεν επιλέγηκαν διαθέτει ακαδημαϊκά προσόντα μεταπτυχιακού επιπέδου, τα οποία, αν και δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, είναι σχετικά με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης και αποδίδεται σ' αυτά η δέουσα βαρύτητα, εντούτοις αυτοί δεν υπερέχουν σε αξία, υστερούν έναντι των επιλεγεισών σε αρχαιότητα, με εξαίρεση την υποψήφια με α/α 156, για την οποία γίνεται ιδιαίτερη αναφορά πιο κάτω, και δεν διαθέτουν την υπέρ τους σύσταση της Γενικής Διευθύντριας.».
Η αμέσως πιο πάνω απόκλιση από τη δοθείσα σύσταση κάθε άλλο παρά εξειδικευμένη και επαρκής μπορεί να χαρακτηριστεί και, πάντως, σε καμία περίπτωση δεν κρίνεται πειστική. Αυτό προκύπτει ευκρινώς από το ίδιο το σώμα της επίδικης απόφασης, από το οποίο φαίνεται ότι η Ε.Δ.Υ. δεν ακολούθησε ενιαίο μέτρο κρίσης και αξιολόγησης των υποψηφίων: ενώ η ίδια η Επιτροπή αναφέρει ότι έλαβε υπόψη της το γεγονός ότι αριθμός υποψηφίων που δεν επιλέγηκαν, διαθέτει ακαδημαϊκά προσόντα μεταπτυχιακού επιπέδου, τα οποία, αν και δεν απαιτούνται από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας, είναι σχετικά με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης και αποδίδεται σ' αυτά η δέουσα βαρύτητα, εντούτοις αυτοί δεν υπερέχουν σε αξία και υστερούν έναντι των επιλεγεισών σε αρχαιότητα, για την αιτήτρια, η οποία επίσης υπερέχει σε αρχαιότητα και δεν υστερεί σε αξία, όπως ακριβώς και οι επιλεγείσες, δεν ακολουθήθηκε το ίδιο σκεπτικό, αλλά επέλεξε η Ε.Δ.Υ., σε αντίθεση με ό,τι έπραξε για τις λοιπές 15 συστηθείσες, να προσδώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στην υπό του Ε.Μ. κατοχή του προαναφερθέντος μεταπτυχιακού, αντί στην υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα. Εν ολίγοις, η κατοχή ακαδημαϊκού προσόντος μεταπτυχιακού επιπέδου, σύμφωνα πάντα με την Ε.Δ.Υ., κρίθηκε ότι υπερισχύει της αρχαιότητας και στάθηκε αρκετή για να ανατρέψει τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας, μόνον όσον αφορά την αιτήτρια, όχι όμως όσον αφορά στις λοιπές 15 συστηθείσες, των οποίων η υπεροχή σε αρχαιότητα, υπεροχή που είχε και η συστηθείσα αιτήτρια έναντι του Ε.Μ., ήταν αρκετή για να μην ανατραπεί η υπέρ τους δοθείσα σύσταση και εν τέλει να επιλεγούν για προαγωγή, παρά το γεγονός ότι «αριθμός υποψηφίων που δεν επιλέγηκαν διαθέτει ακαδημαϊκά προσόντα μεταπτυχιακού επιπέδου, τα οποία, αν και δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας είναι σχετικά με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης» (βλ. πιο πάνω απόσπασμα της επίδικης απόφασης).
Αυτή βεβαίως η μεθοδολογία της Ε.Δ.Υ., η οποία και απέληξε στην μη υιοθέτηση της σύστασης της Γενικής Διευθύντριας, μόνον αναφορικά με την αιτήτρια, κάθε άλλο παρά ειδική, καθαρή και πειστική απόκλιση από τη δοθείσα σύσταση συνιστά.
Όπως λέχθηκε στην Δημοκρατία ν. Μαρίλια Παντζαρή Ελισσαίου κ.α., (2003) 3 Α.Α.Δ. 168-
«Το διορίζον όργανο πρέπει να υιοθετεί ενιαίο μέτρο κρίσεως κατά την αξιολόγηση των υποψηφίων. [.] Η παράβαση του ενιαίου μέτρου κρίσεως αποτελεί κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας και επισύρει ακυρότητα της διοικητικής πράξεων».
Η υποχρέωση της Διοίκησης να ακολουθεί, κατά την ενάσκηση της διακριτικής της ευχέρειας, ενιαίο μέτρο κρίσης και να υιοθετεί σταθερά κριτήρια για όλους τους διοικούμενους, εξασφαλίζοντας ομοιόμορφη διοικητική λειτουργία και την ίση μεταχείρισή τους, τονίστηκε και πιο πρόσφατα, στην Κύπρος Πρωτοπαπάς ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 39/2017, ημερ. 17.10.2023, στην οποία έγινε αναφορά και στο Σύγγραμμα του Ν. Χρ. Χαραλάμπους, Η Δράση και ο Έλεγχος της Δημόσιας Διοίκησης (2η έκδοση, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη) 2004, σελ. 313-314, όπου αναφέρονται τα εξής:
«Η άσκηση της διακριτικής εξουσίας με βάση γενική πολιτική και κριτήρια, που έχουν προκαθοριστεί, υποβοηθεί το αρμόδιο όργανο να ακολουθεί στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας ενιαίο μέτρο κρίσης. Η υιοθέτηση σταθερών κριτηρίων αποτελεί σύννομη και παραδεκτή πρακτική, νοουμένου ότι δεν υπεισέρχονται εξωγενείς παράγοντες στον καθορισμό τους. Αφού καθοριστούν τα κριτήρια, η διοίκηση δεσμεύεται να τα τηρήσει. Απόκλιση χωρεί μόνο όπου αποχρώντες λόγοι δικαιολογούν τέτοια ενέργεια και δεδομένου ότι παρέχεται επαρκής αιτιολογία για μια τέτοια ενέργεια. Έχει υποδειχθεί από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι ο καθορισμός διοικητικής πολιτικής «εξασφαλίζει το πλεονέκτημα της ομοιόμορφης διοικητικής λειτουργίας και της ίσης μεταχείρισης» (βλ. Σελεάρης ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 602, 608 και Vasiliou v. Republic (1982) 3 CLR 220).».
Παρομοίως, και στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί, διαπιστώνεται η εκ μέρους της Ε.Δ.Υ. παράβαση του ενιαίου μέτρου κρίσης των υποψηφίων και η αδικαιολόγητη μη υιοθέτηση σταθερών κριτηρίων αξιολόγησης, κατά παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης και κατά τρόπον που επιφέρει ακυρότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.
Η δε σύσταση της Γενικής Διευθύντριας παραγνωρίστηκε κατά τρόπο ανεπίτρεπτο, με ένα ατελές σκεπτικό και χωρίς επαρκή, εξειδικευμένη και πειστική αιτιολογία, όπως η προεκτεθείσα νομολογία επιτάσσει.
Κατά συνέπεια, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με €2000 έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α..
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο