Β. ΧΡ. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1189/2019, 16/4/2025
print
Τίτλος:
Β. ΧΡ. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1189/2019, 16/4/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                                                                       Υπόθεση Αρ. 1189/2019  

                                                   16 Απριλίου, 2025

 

                                             [ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

Β. ΧΡ.

                                                                                                                      Αιτητής,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ

                                                                             Καθ' ων η Αίτηση.

   

 __________________

 

Θ. Παπαθεοδώρου, δια Α.Χ. Αλεξάνδρου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. για Αιτητή.

Μ. Κοτσώνη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

  ___________________

                                                

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.: Ο Αιτητής με την υπό κρίση προσφυγή ζητά: «Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου, ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ' ων η αίτηση Υπ' αριθμό ΕΠ Φ. 782/261/824502/Σ.1527/ 15 Ιουν 2019/ ΓΕΕΦ/ΔΙΠΡΟ/2, διά της οποίας υιοθετήθηκε η εισήγηση και/ή γνωμάτευση της Τριμελούς Επιτροπής Ιατρών του Υγειονομικού Σώματος σύμφωνα με την οποία ο Αιτητής καθορίστηκε να εκτελεί υπηρεσίες με τη δέουσα προσοχή και αναλόγως συμπτωμάτων, είναι άκυρη και στερημένη οιουδήποτε έννομου αποτελέσματος».

 

Ως προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα του πρωτότυπου διοικητικού φακέλου ο οποίος έχει υποβληθεί στο Δικαστήριο, τα γεγονότα έχουν ως εξής:

 

Ο Αιτητής, προσελήφθη στην Εθνική Φρουρά την 12.06.1993, μετά από φοίτησή του στη Σχολή Μόνιμων Υπαξιωματικών στην Ελλάδα, και την 1.9.2004 προήχθη στον βαθμό του Αρχιλοχία.

 

Στις 19.11.2015  μετά από αίτημα του Αιτητή παραπέμφθηκε από το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς (ΓΕΕΦ) στο ιατροσυμβούλιο για εξέταση, το οποίο διαπίστωσε ότι «πάσχει από Χονδροπάθεια — Χονδρομαλάκυνση άμφω Επιγονατίδων και χρήζει χειρουργικής επέμβασης». Συνέστησε όπως ο Αιτητής εκτελεί γραφειακά καθήκοντα εργασίας, απαλλαχθεί από ασκήσεις, εφαρμόζει πρωινό οκτάωρο ωράριο εργασίας και επανεξετασθεί η κατάσταση της υγείας του σε 2 χρόνια.

 

Την 16.02.2016, ζητήθηκαν διευκρινίσεις επί των συστάσεων του ιατροσυμβουλίου ημερ. 19.11.2015 με αποτέλεσμα το ιατροσυμβούλιο να καλέσει τον Αιτητή και να τον εξετάσει την 16.06.2016. Για αποφυγή επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του, συνέστησε καθιστική εργασία όχι πέραν του πρωινού ωραρίου, μέχρι να τύχει χειρουργικής επέμβασης και αποθεραπείας και να επανεξεταστεί σε 18 μήνες.

 

Κατόπιν παρουσιάσεώς του Αιτητή στον Αρχηγό του ΓΕΕΦ την 28.09.2016 και λαμβάνοντας υπόψη τη σύσταση του ιατροσυμβουλίου, την 24.10.2016 καθορίστηκε όπως αυτός εκτελεί καθιστική εργασία, δεν του ανατίθενται υπηρεσίες που επιβαρύνουν το πρόβλημα των σκελών/γονάτων, και επανεξετασθεί από το ιατροσυμβούλιο σε 18 μήνες. Δόθηκαν οδηγίες στους προϊσταμένους του, να διερευνήσουν τυχόν υπηρεσίες που δύναται να ορίζεται ο εν λόγω Υπαξιωματικός, που δεν απαιτούν επιβάρυνση των σκελών, μέχρι να τύχει χειρουργικής επέμβασης και αποθεραπείας, ενώ παράλληλα δόθηκαν οδηγίες στη Διεύθυνση Υγειονομικού της Ε.Φ. (ΓΕΕΦ/ΔΥΓ) να προβεί σε άμεσες ενέργειες, προκειμένου ο Αιτητής να υποβληθεί σε φυσιοθεραπεία.

 

Την 6.04.2017, ο Διοικητής του στρατιωτικού σώματος όπου ήταν τοποθετημένος ο Αιτητής ανέφερε ότι ο εν λόγω Υπαξιωματικός ορίζεται να εκτελεί υπηρεσία Βοηθού Αξιωματικού Υπηρεσίας Διανυκτερεύσεως Μονάδας για τη διεκπεραίωση αποκλειστικά και μόνο θεμάτων από τον χώρο του γραφείου του.  Ακολούθησε η καταχώρηση προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου και η έκδοση Διατάγματος ημερομηνίας 9.03.2017 μέσω του οποίου ανεστάλη η απόφαση του ΓΕΕΦ ημερ. 24.10.2016, ενώ εν τέλει μετά από επιστολή της Νομικής Υπηρεσίας, ημερ. 6.09.2017 αποφασίστηκε η ανάκληση της εν λόγω απόφασης στις 17.11.2017.

 

Την 18.06.2018 ο Καθ΄ου η Αίτηση διαβίβασε στο ΓΕΕΦ έκθεση του ιατροσυμβουλίου που εξέτασε τον Αιτητή την 19.04.2018 σύμφωνα με την οποία διαπίστωσε ότι πάσχει από «Χονδροπάθεια  Χονδρομαλάκυνση άμφω Επιγονατίδων» και συνέστησε την αποφυγή παρατεταμένης ορθοστασίας, βαδίσματος, τρεξίματος και βαθιού καθίσματος. Την 29.06.2018, το ΓΕΕΦ διαβίβασε τη σύσταση του ιατροσυμβουλίου στη Διεύθυνση Υγειονομικού, προκειμένου να προβεί στις από μέρους της από τη σχετική νομοθεσία υποχρεώσεις, αναφορικά με τα καθήκοντα που πρέπει να εκτελεί ή να αποφεύγει ο εν λόγω Υπαξιωματικός, καθώς και τον χαρακτηρισμό του ή μη, ως «Υπαξιωματικού Ελαφράς Υπηρεσίας».

 

Την 23.10.2018, ο Αιτητής κλήθηκε και παρουσιάστηκε στην τριμελή επιτροπή στρατιωτικών ιατρών για εξέταση την 19.04.2019, ενώ η Διεύθυνση Υγειονομικού διαβίβασε στη Διεύθυνση Προσωπικού πρακτικό της τριμελούς επιτροπής στρατιωτικών ιατρών, σύμφωνα με το οποίο η Επιτροπή διαπίστωσε ότι πάσχει από «χονδροπάθεια χονδρομαλάκυνση άμφω επιγονατίδων υπό ιατρική παρακολούθηση» και συνέστησε:

«1. Αποφυγή παρατεταμένης ορθοστασίας, πορειών, αθλοπαιδιών.

2. Εκτέλεση υπηρεσιών με τη δέουσα προσοχή και αναλόγως συμπτωμάτων.

3. Αλλαγή της Υπηρεσιακής του κατάστασης.»

 

Με τη σύσταση της τριμελούς επιτροπής στρατιωτικών ιατρών συμφώνησε στις 19.04.2019 ο Αρχηγός του ΓΕΕΦ, ενώ διέταξε ο Αιτητής να παραπεμφθεί για Κρίση Σωματικής Ικανότητας.

 

Την 15.06.2019 το ΓΕΕΦ εισηγήθηκε στον Καθ’ ου η Αίτηση τον χαρακτηρισμό του ως «Υπαξιωματικού Ελαφράς Υπηρεσίας» και ενημέρωσε την Μονάδα του για τα καθήκοντα που πρέπει να εκτελεί ή να αποφεύγει ο Αιτητής, καθώς και για την εισήγηση που έγινε για την αλλαγή της υπηρεσιακής του κατάστασης.  

 

Την 27.11.2019, το ΥΠΑΜ ενημέρωσε το ΓΕΕΦ/ΕΓΑ ότι o Υπουργός  ενώπιον του οποίου τέθηκαν τα δεδομένα της περίπτωσης του Υπαξιωματικού, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται από τον κανονισμό 11 των περί Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις Υπαξιωματικών) Κανονισμών του 2017 και «λαμβάνοντας υπόψη τις συστάσεις του ιατροσυμβουλίου ημερομηνίας 23.10.2018, το οποίο κάνει απλή αναφορά για αποφυγή παρατεταμένης ορθοστασίας, πορειών, αθλοπαιδιών, αποφάσισε να μην εγκρίνει τον χαρακτηρισμό του (…) ως Υπαξιωματικού Ελαφράς Υπηρεσίας.». Συνεχίζοντας ο Καθ΄ου η Αίτηση αναφέρει ότι:

«2. Από τη σχετική μελέτη του θέματος προκύπτει ότι το πρόβλημα υγείας του εν λόγω Υπαξιωματικού μπορεί να βελτιωθεί και να αντιμετωπιστεί με κατάλληλη θεραπευτική αγωγή, την οποία όμως δεν έχει ακολουθήσει μέχρι σήμερα.

3. Ο Ανθυπασπιστής Γ΄(ΤΧ) Β. Χρχχχχχχχ έχει, όπως όλοι, το δικαίωμα να μην ακολουθήσει θεραπευτική αγωγή για το θέμα υγείας του αναλαμβάνοντας όμως παράλληλα και τις ευθύνες της απόφασης αυτής.»

 

Στις 7.08.2019, ο Αιτητής καταχώρισε την παρούσα προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο, όπου με την αγόρευση του προωθεί τους εξής λόγους ακύρωσης.

 

Καταρχήν προωθεί τη θέση ότι, η απόφαση του Υπουργού Άμυνας παραβιάζει το «Δικαίωμα στη ζωή» καθώς και την «Αρχή της Απαγόρευσης των Βασανιστηρίων» και ότι με την συμπεριφορά τους οι Καθ' ων η Αίτηση καταστρατηγούν και το θεμελιώδες δικαίωμα περί της απαγόρευσης της απάνθρωπης και/ή ταπεινωτικής μεταχείρισης, ως διασφαλίζεται από το εθνικό και ενωσιακό δίκαιο. Συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση σύμφωνα με την οποία ο Αιτητής καθορίστηκε να εκτελεί υπηρεσίες «με τη δέουσα προσοχή και αναλόγως συμπτωμάτων», επιφέρει σοβαρούς κινδύνους, με αποτέλεσμα καθημερινά να πλήττεται η υγεία του και να διασαλεύεται η σωματική ακεραιότητα του Αιτητή.

 

Ακόμα ισχυρίζεται ότι, η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση πάσχει λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας, αφού παρέπεμπαν τον Αιτητή σε τριμελή επιτροπή ιατρών του Υγειονομικού Σώματος για γνωμάτευση και όχι για λήψη τελικής απόφασης, ενώ με τη προσβαλλόμενη πράξη οι Καθ' ων η Αίτηση επανέλαβαν απλώς τη σύσταση της τριμελούς επιτροπής ιατρών του Υγειονομικού Σώματος η οποία δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επαρκή αιτιολόγηση, αφού η ίδια η σύσταση πάσχει από αοριστία αποτυγχάνοντας να προσδιορίσει ποια είναι η «δέουσα προσοχή» στην οποία γίνεται αναφορά και ποια είναι τα συγκεκριμένα «συμπτώματα» τα οποία θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Υποστηρίζει δε ότι, οι Καθ' ων η Αίτηση επανέλαβαν απλώς τη σύσταση της τριμελούς επιτροπής ιατρών του Υγειονομικού Σώματος η οποία δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επαρκή αιτιολόγηση αφού η ίδια η σύσταση πάσχει από αοριστία αποτυγχάνοντας να προσδιορίσει ποια είναι η «δέουσα προσοχή» στην οποία γίνεται αναφορά και ποια είναι τα συγκεκριμένα «συμπτώματα» τα οποία θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στη περίπτωση.

 

Περαιτέρω, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι, οι Καθ’ ων η Αίτηση προέβηκαν σε ανεπαρκή έρευνα, αφού είναι η θέση του ότι εμφιλοχώρησε πλάνη στην απόφαση ως προς τα πραγματικά γεγονότα που πλαισιώνουν την κατάσταση υγείας του, με αποτέλεσμα αυτή να πάσχει. Τέλος, ισχυρίζεται ότι, παραβιάζονται οι αρχές της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη, αφού οι Καθ' ων η Αίτηση, έχοντας σε γνώση τους ότι η εκτέλεση των υπηρεσιών από τον Αιτητή θα επιβάρυνε την κατάσταση της υγείας, αποφάσισαν με ένα γενικό και αόριστο αιτιολογικό να τον ορίσουν υπηρεσία.

 

Αντίθετα, η δικηγόρος των Καθ’ ων η Αίτηση υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, σύμφωνη με τις διατάξεις του Συντάγματος, των Νόμων, των Κανονισμών και τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου, ως αποτέλεσμα ορθής ενάσκησης των εξουσιών με τις οποίες περιβάλλονται οι Καθ’ ων η αίτηση κατ’ εφαρμογή των αρχών του διοικητικού δικαίου και λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα εντός εύλογου χρόνου με γνώμονα τα συμφέροντα του ασθενούς, αφού αξιολογήθηκαν όλα τα σχετικά γεγονότα και στοιχεία της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη. Αναφορικά δε με την αιτιολογία, αναφέρει ότι, αυτή συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου.  

 

Προχωρώ στην εξέταση των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης, κατά τη σειρά που προωθούνται από τον ευπαίδευτο δικηγόρο του Αιτητή.  

Καταρχήν, το Δικαστήριο θα εξετάσει τους ισχυρισμούς οι οποίοι προωθούνται μέσω της γραπτής αγόρευσης εκ μέρους του Αιτητή ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση προσβάλλει το δικαίωμα του στη ζωή και είναι αντίθετη με το άρθρο 7 του Συντάγματος, αλλά και το άρθρο 8 το οποίο απαγορεύει την υποβολή σε απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση. Συγκεκριμένα, η θέση του Αιτητή, εργαζόμενου στην Εθνική Φρουρά με τον βαθμό του Αρχιλοχία, είναι ότι η απόφαση του Υπουργού Άμυνας, διά της οποίας υιοθετήθηκε η εισήγηση - γνωμάτευση της Τριμελούς Επιτροπής Ιατρών του Υγειονομικού Σώματος σύμφωνα με την οποία αυτός καθορίστηκε να εκτελεί υπηρεσίες με τη δέουσα προσοχή και αναλόγως συμπτωμάτων, συνιστά εις βάρος του τέλεση βασανιστηρίων εκ μέρους της Δημοκρατίας, ενώ ακόμα ότι θέτει σε κίνδυνο τη σωματική του ακεραιότητα.

 

Τα ζητήματα που εγείρονται από τον Αιτητή έχουν εγερθεί και εξεταστεί από την αδελφή Δικαστή Γαβριήλ στην Μ. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Άμυνας, Υπόθεση Αρ. 1716/2018, ημερομηνίας 17/10/2022.  Παρατίθεται το σκεπτικό και η κατάληξη του Δικαστηρίου, με τα οποία συμφωνώ για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης.

 «Εν πάση περιπτώσει, ουδόλως αμφισβητείται το δικαίωμα του ατόμου να μην υποβάλλεται σε βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, δικαίωμα θεμελιώδες και απόλυτο, που δεν επιδέχεται οποιονδήποτε περιορισμό (Ramirez Sanchez ν. France App. no. 59450/00 (ECHR, 4 July 2006) και Labita ν. Italy App. no. 26772/95 (ECHR, 6 April 2000). Ο απόλυτος και θεμελιώδης χαρακτήρας του δικαιώματος αυτού, είναι καθολικά αναγνωρισμένος, μέσω της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά των Βασανιστηρίων και Άλλων τρόπων Σκληρής, Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης, της Αμερικανικής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, δεν έχω όμως διαπιστώσει την ύπαρξη απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης των Υπαξιωματικών που χαρακτηρίζονται ως Ελαφράς Υπηρεσίας, ούτε μπορώ να αντιληφθώ τον ισχυρισμό του πως, αυτή η ένταξη, του προκαλεί αισθήματα αγωνίας και μειονεξίας, έναντι των άλλων συναδέλφων του. Ο ισχυρισμός απορρίπτεται.

 

Απορριπτέος κρίνεται και ο ισχυρισμός του αιτητή πως η κατηγοριοποίηση και χαρακτηρισμός του ως Υπαξιωματικός Ελαφράς Υπηρεσίας, παραβιάζει την αρχή της ισότητας, αφού κατά τις θέσεις του, ήταν ήδη γνωστά στους καθ' ης η αίτηση τα προβλήματα υγείας που ο αιτητής αντιμετώπιζε και συνεπώς δεν θα έπρεπε να μεταχειρίζεται και να αντιμετωπίζεται διαφορετικά από ομοιόβαθμούς του Υπαξιωματικούς.

 

Ο αιτητής, ως εκ των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε, δεν εκτελούσε τα συνήθη καθήκοντα που εκτελούσαν οι άλλοι ομόβαθμοί του Υπαξιωματικοί, αλλά ετύγχανε εξαίρεσης, επί σειρά ετών, τα καθήκοντά του περιορίζονταν σε καθήκοντα γραφειακά, χωρίς υπηρεσίες διανυκτέρευσης ή 24ωρες υπηρεσίες. Επομένως, εφόσον ο αιτητής ήδη διαφοροποιούνταν στην εκτέλεση των καθηκόντων του, σε σχέση με τους ομοιόβαθμούς του, δεν μπορεί σήμερα να ζητά ομοιόμορφη μεταχείριση, αλλά ούτε και να επικαλείται παράβαση της αρχής της ισότητας, αλλά ούτε και παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης».

 

Ίδια ζητήματα εξετάστηκαν ακόμα και από την αδελφή Δικαστή Μιχαήλ στην Π. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Άμυνας, Υπόθεση Αρ. 327/2017, ημερομηνίας 21/7/2022, με το σκεπτικό και κατάληξη που επίσης συμφωνώ :

 

«Όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1, ο αιτητής κρίθηκε με απόφαση του Υπουργού Άμυνας ημερομηνίας 20.7.2010 ως αξιωματικός ελαφράς υπηρεσίας και απαλλάχτηκε από καθήκοντα εικοσιτετράωρης υπηρεσίας και καθήκοντα υπηρεσίας διανυκτέρευσης (βλ. ερυθρό 44).

 

Συνεπώς, η κατάσταση της υγείας του αιτητή και η ένταξή του συνεπεία αυτής σε κατηγορία διαφορετικής υπηρεσίας δεν επήλθε με την Κ.Δ.Π. 351/2016 ούτε με την προσβαλλόμενη απόφαση αλλά ήταν προγενέστερη κατάσταση την οποία ο αιτητής γνώριζε και αποδέχτηκε και μάλιστα ο ίδιος επεδίωξε να ενταχθεί σε κατηγορία διαφορετικής υπηρεσίας.

 

Επομένως, δεν προκύπτει ταπεινωτική ή απάνθρωπη μεταχείριση προς τον αιτητή από την ουσιαστικά εξακολούθηση ή διατήρηση της πρότερης κατάστασης που τον διαφοροποιούσε, ούτως ή άλλως, στο θέμα της υπηρεσίας. Ούτε θεωρώ ότι ισοδυναμεί με ταπεινωτική μεταχείριση ο διαχωρισμός των επετηρίδων εφόσον πρόκειται, ουσιαστικά, για ένα διοικητικό μέτρο στη βάση του οποίου κρίνονται οι ανελίξεις των στρατιωτικών χωρίς καμία χροιά άλλη από αυτή που είχε ήδη ζητήσει και αποδεχτεί ο αιτητής.

 

Σε ότι αφορά στην εισήγηση περί παραβίασης της αρχής της ισότητας επίσης κρίνω ότι δεν ευσταθεί αφού, ως έχει επαναληφθεί σε πολλές περιπτώσεις στη νομολογία, η αρχή της ισότητας δεν βασίζεται στην φαινομενική ισότητα αλλά στην ουσιαστική δηλαδή στην όμοια μεταχείριση όμοιων. Η υπηρεσία που προσφέρει ο αιτητής δεν είναι όμοια με την υπηρεσία όσων δεν κατατάσσονται στην κατηγορία της ελαφράς υπηρεσίας και επομένως, δεν προκύπτει παραβίαση της αρχής της ισότητας».

 

Λαμβάνοντας υπόψη το σχετικό υλικό το οποίο περιλαμβάνεται εντός του διοικητικού φακέλου, το Δικαστήριο δεν μπορεί να συμφωνήσει ότι στη παρούσα περίπτωση συντρέχει οιαδήποτε τέτοια παραβίαση, ενώ σημειώνω ότι η πλευρά του Αιτητή δεν έχει προσκομίσει οποιαδήποτε υποστηρικτική μαρτυρία προς τούτο. Στην παρούσα υπόθεση, ο Αιτητής ουδόλως έχει αποδείξει ότι όντως υφίσταται ταπεινωτική μεταχείριση με την επίδικη απόφαση και η οποία μάλιστα αποτελεί απειλή για το δικαίωμα του στη ζωή, ως ισχυρίζεται μέσω του δικηγόρου του. Συνεπώς, οι δύο πρώτοι αυτοί λόγοι ακύρωσης απορρίπτονται ως ατεκμηρίωτοι και κατ’ επέκτασιν αβάσιμοι.

 

Εξετάζοντας στη συνέχεια τη θέση του Αιτητή ότι, η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση «διά της οποίας υιοθετήθηκε η εισήγηση και/ή γνωμάτευση της Τριμελούς Επιτροπής Ιατρών του Υγειονομικού Σώματος σύμφωνα με την οποία ο Αιτητής καθορίστηκε να εκτελεί υπηρεσίες με τη δέουσα προσοχή και αναλόγως συμπτωμάτων», πάσχει λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας, καταγράφω τα εξής. Εν προκειμένω ο Αιτητής υποστηρίζει ότι, οι Καθ’ ων η Αίτηση τον παρέπεμπαν σε τριμελή επιτροπή ιατρών του Υγειονομικού Σώματος για γνωμάτευση και όχι για λήψη τελικής απόφασης, ενώ με τη προσβαλλόμενη πράξη οι Καθ' ων η Αίτηση επανέλαβαν απ λώς τη σύσταση της τριμελούς επιτροπής ιατρών του Υγειονομικού Σώματος, χωρίς έτσι να παρέχεται η δυνατότητα ανίχνευσης της κρίσης του οργάνου και της αιτιολογίας που έπρεπε να τη συνοδεύει ώστε να καθίσταται ευχερής ο δικαστικός έλεγχος. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ο Αιτητής ότι, η ίδια η σύσταση της τριμελούς επιτροπής ιατρών πάσχει από αοριστία αποτυγχάνοντας να προσδιορίσει ποια είναι η «δέουσα προσοχή» στην οποία γίνεται αναφορά και ποια είναι τα συγκεκριμένα «συμπτώματα» τα οποία θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη.  

 

Καταρχήν αναφέρω ότι, η νομολογία καθορίζει πως, η αιτιολογία που είναι πλήρης ή επαρκής είναι εκείνη που δίδει τα στοιχεία τα οποία είναι τα απαραίτητα προς έλεγχο της πράξης από το Δικαστήριο, προσδιορίζει τη βάση της απόφασης και τους λόγους που τη στοιχειοθετούν, ούτως ώστε να είναι δεκτική ελέγχου προς διαπίστωση απουσίας πλάνης περί το νόμο ή τα πράγματα, (Eleftheriou ν. Central Bank of Cyprus (1980) 3 C.L.R. 85, Motorways Ltd ν. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3 A.A.Δ. 447 και Ηροδότου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 220).

 

Εν προκειμένω, η Τριμελής Επιτροπή Ιατρών του Υγειονομικού Σώματος της Εθνικής Φρουράς βασίστηκε στο όλο ιστορικό του Αιτητή, ως εν συντομία καταγράφω στα γεγονότα της υπόθεσης ανωτέρω και περιλαμβάνεται στο διοικητικό φάκελο, και κατέγραψε τις επιστημονικές της διαπιστώσεις.  Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Πρακτικό της τριμελούς επιτροπής στρατιωτικών ιατρών, διαπιστώθηκε «χονδροπάθεια χονδρομαλάκυνση άμφω επιγονατίδων υπό ιατρική παρακολούθηση» και συνέστησε:

«1. Αποφυγή παρατεταμένης ορθοστασίας, πορειών, αθλοπαιδιών.

2. Εκτέλεση υπηρεσιών με τη δέουσα προσοχή και αναλόγως συμπτωμάτων.

3. Αλλαγή της Υπηρεσιακής του κατάστασης.»

 

Ως  γνωστόν, το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στη κρίση της διοίκησης, ούτε εξετάζει τεχνικές κρίσεις και ούτε υποκαθιστά τις απόψεις της διοίκησης επί ειδικών τεχνικών θεμάτων, τα οποία παραμένουν ανέλεγκτα, αλλά οπωσδήποτε το Δικαστήριο απαιτείται να εξετάσει κατά πόσο υπάρχει αιτιολογία της επίδικης απόφασης.  Ούτε και στη παρούσα περίπτωση το Δικαστήριο μπορεί να επέμβει και να ελέγξει την ορθότητα της τεχνικής κρίσης εν προκειμένω των ιατρών οι οποίοι έχουν συμμετοχή ως μέλη της Τριμελούς Επιτροπής Ιατρών.  

 

Σύμφωνα με το σύγγραμμα του Δρ. Κώστα Παρασκευά «Κυπριακό Διοικητικό Δίκαιο Γενικό Μέρος» Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2017, σελ. 272:

«Ο δικαστικός έλεγχος της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης περιορίζεται στην εξέταση νομικών συλλογισμών και στην τήρηση νομικών ορίων. Στις περιπτώσεις που η διοίκηση με νομοθετική εξουσιοδότηση προβαίνει στην επιλογή μιας από τις περισσότερες εξίσου νόμιμες λύσεις, το δικαστήριο δεν μπορεί να ελέγξει την επιλογή καθ’ εαυτήν, χωρίς να στερεί τη διακριτική ευχέρεια του αντικειμένου της.

Έργο του δικαστή, δεν είναι να υποκαταστήσει αλλά απλώς να ελέγξει την κρίση της διοίκησης. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι οι αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης πηγάζουν κατεξοχήν μέσα από αποφάσεις του ελληνικού Συμβουλίου της Επικράτειας και που αποτελούν γενικές αρχές του ελληνικού Διοικητικού Δικαίου και έχουν τύχει εφαρμογής σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το ακυρωτικό δικαστήριο δεν προβαίνει σε επανεκτίμηση των γεγονότων, ούτε υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης για να εξετάσει την ορθότητα της. Υπό κρίση είναι μόνο η νομιμότητα της απόφασης και η διαπίστωση του κατά πόσο το διοικητικό όργανο ενήργησε εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας.

Σύμφωνα με την πάγια θέση της κυπριακής νομολογίας το διοικητικό δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην απόφαση ενός διοικητικού οργάνου υποκαθιστώντας την με δική του διακριτική ευχέρεια εκτός αν η επίδικη απόφαση δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή με βάση τα ενώπιον του στοιχεία. Το δικαστήριο επεμβαίνει μόνο (α) όταν η διακριτική ευχέρεια έχει ασκηθεί με τρόπο πλημμελή, για παράδειγμα όταν η επίδικη απόφαση δεν μπορεί να στηριχθεί από την αιτιολογία της ή σε περίπτωση που ουσιαστικοί παράγοντες δεν είχαν ληφθεί υπόψη (β) όταν η απόφαση λήφθηκε κάτω από πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο».

 

Στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου ημερ. 20.06.2024 στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 11/2022, ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΥΓΕΙΑΣ κ.α. v. GAZIOGLU AHMET, επιβεβαιώθηκαν και τα ακόλουθα σχετικά (η υπογράμμιση προστίθεται):

«Όσον αφορά στον δεύτερο λόγο έφεσης, δεν συμμεριζόμαστε, με όλο τον σεβασμό, την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Είναι σαφές από το πρακτικό της συνεδρίασης του Αναθεωρητικού Συμβουλίου ημερομηνίας 28.6.2017 ότι, τα μέλη του (συμπεριλαμβανομένης και της Διευθύντριας της Αιματολογικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, καθώς και ιδιώτη αιματολόγου) εξέφρασαν ρητώς, αφού καταγράφουν ότι μελέτησαν το ζήτημα, την επιστημονική τους θέση για το κατά πόσο η πάθηση του αιτητή, αυτή εξετασθείσα εξατομικευμένα σε σχέση με την κατάσταση της υγείας του και με τα χρονικά όρια που αυτή επιβάλλει, εδύνατο να τύχει αποτελεσματικής θεραπείας (δια της συνδυασμένης χημειοθεραπείας και ακτινοθεραπείας) στα κρατικά νοσηλευτήρια της Κύπρου. Η ιατρική αυτή κρίση, η οποία είναι αυτή που οδήγησε στη λήψη της επίδικης απόφασης, είναι, ως εκ της φύσεως της, εξόχως τεχνικής φύσεως και, ως τέτοια, δεν είναι δεκτική παρέμβασης από το Δικαστήριο. Ως επεξηγήθηκε και στην απόφαση ημερομηνίας 28.1.2022 στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 50/2015 ΣΠΑΝΟΥΔΗ v. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ:

 «Επί της ουσίας, δεν υπάρχει δυνατότητα παρέμβασης σε σχέση με τα κλινικά ευρήματα και την κρίση των γιατρών των Ιατροσυμβουλίων, τα οποία αφορούν σε κατ' εξοχή επιστημονικά θέματα ειδικών γνώσεων. Το ακυρωτικό Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει στα επιστημονικά δεδομένα μιας απόφασης τεχνικής φύσης, όπως είναι η απόφαση του Ιατροσυμβουλίου, εκτός εάν το συμβούλιο ενήργησε με παράνομο τρόπο ή αν υπάρχει κατάχρηση εξουσίας (Eraclidou and another v. TheCompensation Officer through the Ministry of Labour and Social Insurance (1968) 3 CLR 44 και Παναγή ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 268/2005, ημερομηνίας 7.9.2006). Ούτε και ο εφεσείων ουσιαστικά αμφισβήτησε τα ιατρικά ευρήματα ως προς τις σωματικές του ικανότητες. Τα συναρτά μόνο με την ενασχόλησή του ως γκαρσόνι. Δεν προέταξε πως η κατάσταση της υγείας του δεν του επέτρεπε να διευθύνει το εστιατόριό του. Στην πραγματικότητα, η γνωμάτευση του ΔΙΣ επισφράγισε την απόφαση στην υπόθεση. Το ΔΙΣ, απαρτιζόμενο από τρεις γιατρούς, ήταν το αρμόδιο σώμα για να αποφασίσει οριστικά για το είδος και το μέγεθος της ανικανότητας του εφεσείοντα. Μετά τις διαπιστώσεις των γιατρών η απόρριψη του αιτήματος ήταν το αναπόφευκτο επακόλουθο. Η ανάγνωση του πορίσματος στο σύνολό του, μαζί με την εισήγηση για ικανότητα για εργασία, αποκαλύπτει ότι, υπό τις περιστάσεις, η απόφαση της Υπουργού με την παραπομπή στην γνωμάτευση του ΔΙΣ είναι αρκούντως αιτιολογημένη και αποτέλεσμα δέουσας έρευνας όλων των σχετικών παραγόντων (βλ. Χατζηρούσου v. Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 436, Δημοκρατία v. Ιωάννου (2004) 3 ΑΑΔ 243 και Τηλεμάχου ν. Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Αναθεωρητική Έφεση 144/2014, ημερομηνίας 20.7.2021, ECLI:CY:AD:2021:C349, ECLI:CY:AD:2021:C349).»

 

(………… … … )

Ως λέχθηκε, χαρακτηριστικά, στην απόφαση ημερομηνίας 15.12.2017 στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 34/2012 First Elements Euroconsultants Ltd v. Δημοκρατίας:

«Η αξιολόγηση του υλικού όμως, όχι μόνο δεν υποχρεώνει το διοικητικό Δικαστή να λάβει θέση επί των τεχνικών διχογνωμιών, αλλά, όπως σχολιάζεται στο σύγγραμμα της καθηγήτριας Ευαγγελίας Κουτούπα-Ρεγκάκου, Αόριστες και Τεχνικές Έννοιες στο Δημόσιο Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 1997, σ. 116: «δεν είναι και σε θέση να προβαίνει σε ιδίαν κρίση. Λόγω συνεπώς του προβαδίσματος της διοίκησης σε ειδικές τεχνικές γνώσεις, ο δικαστής θεωρεί τις τεχνικές κρίσεις καταρχήν αποδεκτές. Ο στόχος αυτού του δικαστικού αυτοπεριορισμού είναι να μην παρεμποδίζεται η διαδικασία έγκρισης τεχνικών εγκαταστάσεων αφενός και αφετέρου να μην καθίσταται ο διοικητικός δικαστής ιεραρχικός προϊστάμενος της εγκρίνουσας διοικητικής αρχής.»

 

Έχω ανατρέξει τα όσα προβάλει προς υποστήριξη του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης ο δικηγόρος του Αιτητή. Από τη μελέτη του διοικητικού φακέλου και των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, προκύπτει ότι όλα τα γεγονότα και στοιχεία αναφορικά με την κατάσταση της υγείας του Αιτητή ήταν ενώπιον των Καθ' ων η αίτηση και λήφθηκαν υπόψιν του αρμόδιου οργάνου. Εν προκειμένω, αυτό, υιοθετώντας τη σύσταση της Τριμελούς Επιτροπής Ιατρών του Υγειονομικού Σώματος της Εθνικής Φρουράς και δεδομένου του ιστορικού του Αιτητή, προέβη σε υιοθέτηση της σύστασης η οποία δεν τυγχάνει επιστημονικής αμφισβήτησης. Δεδομένης της πάγιας νομολογίας των Δικαστηρίων μας, η αιτιολογία θεωρείται νόμιμη εφόσον παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότητα να αντιληφθεί πώς και επί ποιων στοιχείων η διοίκηση κατέληξε στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Ράφτη ν. Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 345). Συνεπώς, δεν θα συμφωνήσω με τον ευπαίδευτο δικηγόρο του Αιτητή ότι, οι Καθ' ων η Αίτηση «προέβηκαν σε κάποια στοιχειώδη έρευνα μέσω της εξέτασης του Αιτητη από τριμελή επιτροπή ιατρών του Υγειονομικού Σώματος». Ανατρέχοντας στα ενώπιον μου στοιχεία, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι, το παρόν Δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τον αναθεωρητικό του έλεγχο και ότι η απόφαση της διοίκησης είναι δεόντως αιτιολογημένη.

 

Σε συνέχεια των διαπιστώσεων μου ότι, οι Καθ’ ων η Αίτηση αιτιολογημένα υιοθέτησαν τη σύσταση της Τριμελούς Επιτροπής Ιατρών και ότι όλα τα γεγονότα και στοιχεία αναφορικά με το ιστορικό του Αιτητή και την κατάσταση της υγείας του Αιτητή ήταν ενώπιον των Καθ' ων η αίτηση και λήφθηκαν υπόψη εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου, θα απορρίψω και τους επόμενους λόγους τους οποίους προωθεί ο Αιτητής, ήτοι της μη διεξαγωγής δέουσας έρευνας και της ύπαρξης πλάνης περί τα πράγματα. Σύμφωνα με το τεκμήριο της κανονικότητας, τεκμαίρεται ότι η διοίκηση, η οποία είχε ενώπιον της τους διοικητικούς φακέλους προέβη στην αναγκαία έρευνα, τεκμήριο το οποίο ουδόλως κατάφερε να κλονίσει ο Αιτητής στη παρούσα. Αντίθετα, διαπιστώνω ότι ο Αιτητής, ο οποίος έχει το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού του για ύπαρξη πλάνης, δεν εξηγεί που έγκειται η έλλειψη δέουσας έρευνας ούτε υποδεικνύει στο Δικαστήριο που εντοπίζει ακριβώς την πλάνη περί τα πράγματα, η οποία υποστηρίζει ότι έχει εμφιλοχωρήσει στην απόφαση των Καθ' ων η αίτηση. Για όλους τους πιο πάνω λόγους, κρίνω ότι η διοίκηση ενήργησε καθόλα νόμιμα και δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης του Δικαστηρίου.

 

Τέλος, θα σχολιάσω και τον προβαλλόμενο λόγο ακυρώσεως περί παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς τη διοίκηση. Διαπιστώνω από τα ενώπιον μου δεδομένα ότι, η πορεία των ενεργειών την οποία ακολουθήσε η διοίκηση, ως προς την αξιολόγηση της κατάσταση της υγείας του Αιτητή, η οποία περιγράφεται ανωτέρω, δεν κρίνεται ως ασυνεπής ή αντιφατική συμπεριφορά (venire contra factum proprium), ούτε προσβάλλει την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη απέναντί της ούτω ώστε να συνεπάγεται την παρανομία της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης. Εν προκειμένω οι Καθ’ ων η αίτηση, ως οι εσωτερικές διαδικασίες της Εθνικής Φρουράς παρέπεμψαν τον Αιτητή στη τριμελή επιτροπή ιατρών του αρμόδιου σώματος στρατού, η οποία διέγνωσε την κατάσταση υγείας του ως το σχετικό της πρακτικό, γνωμάτευση η οποία υιοθετήθηκε από τον Υπουργό και συνιστά την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Ολοκληρώνοντας τον σχολιασμό του τελευταίου λόγου ακύρωσης αλλά και την απόφαση, παραπέμπω και στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Σεραφείμ  Δ.Δ.Δ. (όπως ήταν τότε) στην Φ. Φ. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Άμυνας, Υπόθεση Αρ. 1720/2018, ημερομηνίας 19/10/2022, η οποία αφορούσε παρόμοιο ζήτημα με την παρούσα υπόθεση:

 «Όσον αφορά στον ισχυρισμό περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας και/ή κατάχρησης εξουσίας, κρίνω ότι, η καθ' ης η αίτηση, με την επίδικη απόφαση χαρακτηρισμού του αιτητή ως Υπαξιωματικού Ελαφράς Υπηρεσίας έδρασε εντός των πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας, ως αυτή παρέχεται με τον Κανονισμό 11 των Κανονισμών, ενώ  δεν τίθεται, βασίμως, βρίσκω, και ο ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, αφού, αφ' ενός η ένταξη σε Επετηρίδα Ελαφράς Υπηρεσίας συνεπεία της επίδικης απόφασης είναι εύλογη, όπως εύλογη είναι και η διαφοροποίηση στην ανέλιξη, ενόψει των διαφορετικών καθηκόντων που οι εν λόγω Υπαξιωματικοί, στην περίπτωση ο αιτητής, καλούνται να εκτελούν, σε σχέση με τα συνήθη.

 

Αβάσιμος, κρίνω, είναι και ο ισχυρισμός του αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας. Τα ιατρικά δεδομένα του αιτητή (βλ. ανωτέρω), με βάση τα οποία, σημειώνεται, ο ίδιος ο αιτητής είχε ζητήσει, πριν τη θέσπιση των Κανονισμών, γνωμάτευση από το Ιατροσυμβούλιο και με βάση τα οποία ο αιτητής απαλλάχθηκε από στρατιωτικές ασκήσεις, εργασίας πέραν του οκταώρου και εκτελούσε γραφειακά καθήκοντα, έχουν, κρίνω, επαρκώς διερευνηθεί, ληφθεί υπόψη και δικαιολογούν από μόνα τους επαρκώς την λήψη της επίδικης απόφασης.

 

Τέλος, ούτε ο ισχυρισμός του αιτητή ότι, η επίδικη υπό τη θεραπεία Α απόφαση παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης, καλής πίστης  και δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς τη διοίκηση, με βρίσκει σύμφωνο. Ως προαναφέρθηκε, η καθ' ης η αίτηση έδρασε στα πλαίσια των προβλεπομένων στους Κανονισμούς και, συνεπώς, δεν παραβιάζεται η χρηστή διοίκηση και η αρχή της καλής πίστης. Όσον αφορά στη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, υπενθυμίζεται ότι, το καθεστώς που διέπει τις διοικητικές αποφάσεις είναι, κατά κανόνα, το νομικό καθεστώς της στιγμής λήψης της απόφασης (βλ. και Άρθρο 9 του Ν. 158(Ι)/1999) και, στην παρούσα περίπτωση, ήταν τα οριζόμενα στους Κανονισμούς. Πρόσθετα και καταληκτικά, υπενθυμίζεται ότι, η αρχή της καλής πίστης δεν υπερφαλαγγίζει την αρχή της νομιμότητας στη λειτουργία της διοίκησης, ούτε μεταβάλλει τις αρχές δικαίου που διέπουν την άσκηση των εξουσιών που εναποτίθενται σε διοικητικό όργανο.

 

Όπως τονίστηκε και στη ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ v. ΠΑΠΑΦΩΤΗ (1997) 3 Α.Α.Δ. 191,εκεί σελ. 196:

 

            .................................

 

Όπως σημειώνεται στο "Eγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου", 7η Έκδοση, σελ. 73 από τον Ε.Π. Σπηλιωτόπουλο,

 

"Οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα και ισχύουν όταν δεν υπάρχει σχετικός κανόνας ο οποίος έχει θεσπιστεί με πράξη νομοθετικού οργάνου". (Βλ. και Κυπριακά Διϋλιστήρια Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας, Α.Ε. 2422-2423/17.5.2000, Α & S Antoniades & Co. v. Republic (1965) 3 CLR 673, 684 και Ακίνητα Λούλλας Ιωνίδου Λτδ ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος, Α.Ε. 2824/15.11.2001)».

 

 

Συνεπώς το Δικαστήριο θα απορρίψει και τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι, η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη αντίκειται στην αρχή της χρηστής διοίκησης της καλής πίστης  και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς τη διοίκηση, ως αβάσιμο.

 

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται στην ολότητα της και η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

Επιδικάζονται έξοδα εκ 1700 ευρώ υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.                            

Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο