I. M. A. A. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 658/2022, 17/4/2025
print
Τίτλος:
I. M. A. A. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 658/2022, 17/4/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

(Υπόθεση Αρ. 658/2022 (i-Justice))

 

17 Απριλίου 2025

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

I. M. A. A.

                                                                             Αιτήτρια

                                                    ΚΑΙ

1.        ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2.       ΑΝ. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Α. Χ’’ Γεωργίου, για Κλεόπα & Παρασκευά Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτήτρια

Ν. Νικολάου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, που καταχωρήθηκε στις 14.4.2022, η αιτήτρια ζητά-

«Α. Δήλωση και/ή απόφαση του σεβαστού Δικαστηρίου ότι η συνεχιζόμενη παράλειψη των Καθ’ ων η Αίτηση να εξετάσουν και να απαντήσουν κατά το άρθρο 146 του Συντάγματος και τους σχετικούς Νόμους επί του υποβληθέντος αιτήματος της Αιτήτριας ημερομηνίας 30/07/2009 για την παραχώρηση Κυπριακής Υπηκοότητας  δυνάμει Κυπριακής καταγωγής, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 141(Ι)/2002 έως και 2015 είναι παράνομη. Η Αιτήτρια ζητά επίσης όπως διαταχθεί από το σεβαστό Δικαστήριο ό,τι παραλείφθηκε να γίνει.».   

 

Η αιτήτρια είναι υπήκοος Ιορδανίας, γεννηθείσα κατά το έτος 1962, η οποία υπέβαλε στις 30.7.2009, αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δυνάμει Κυπριακής καταγωγής, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης Νόμου (Ν.141(Ι)/2002), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»).

 

Μέχρι και την ημερομηνία επιφύλαξης της απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, οι καθ' ων η αίτηση δεν είχαν ολοκληρώσει την εξέταση και/ή, εν πάση περιπτώσει, δεν απάντησαν επί του πιο πάνω αιτήματος της αιτήτριας. Ως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην ένσταση των καθ’ ων η αίτηση, και ακολούθως στην γραπτή τους αγόρευση, στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα»), εκκρεμεί μεγάλος αριθμός αιτήσεων για πολιτογράφηση, οι οποίες εξετάζονται με σειρά προτεραιότητας βάσει του χρόνου υποβολής τους. Λόγω δε της ιδιαιτερότητας της περίπτωσης της αιτήτριας, η αίτησή της χρήζει περαιτέρω διερεύνησης και θα υπάρξει ενημέρωσή της το συντομότερο.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση ήγειραν δια του δικογράφου της ενστάσεώς τους τρεις προδικαστικές ενστάσεις, ισχυριζόμενοι ότι (α) η προσφυγή είναι πρόωρη, καθότι δεν λήφθηκε ακόμη τελική απόφαση επί της αιτήσεως της αιτήτριας, (β) δεν υπάρχει παράλειψη καθότι το αίτημα βρίσκεται υπό εξέταση, (γ) η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη. Ωστόσο, οι εν λόγω προδικαστικές ενστάσεις, ορθώς, αποσύρθηκαν στη συνέχεια από την ευπαίδευτη συνήγορο των καθ’ ων η αίτηση. Συναφώς, είναι χρήσιμο να επισημανθεί στο σημείο αυτό ότι αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής δεν είναι οποιαδήποτε εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά η κατ’ ισχυρισμό παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας της Διοίκησης να εκδώσει εκτελεστή διοικητική πράξη, σε σχέση με το αίτημα της αιτήτριας, εντός ευλόγου χρόνου. Σε περιπτώσεις διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης, δεν υπάρχει οφειλόμενη ενέργεια προς έκδοση θετικής απόφασης, π.χ. ως εν προκειμένω, για παραχώρηση της Κυπριακής υπηκοότητας στην αιτήτρια. Σε αυτές, όμως, τις περιπτώσεις, η Διοίκηση οφείλει να ασκήσει τις αρμοδιότητές της εντός ευλόγου χρόνου, εκδίδοντας απόφαση (βλ. A.E., ανήλικη, δια του πατρός της S.E. και της μητρός της R.G., σαν νομίμων αντιπροσώπων της ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 113/2017, ημερ. 31.5.2018 και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην Ipekdal, υπό την ιδιότητά της ως φυσική μητέρα και/ή κηδεμόνας και/ή πλησιέστερη συγγενής και φίλη του ανήλικου τέκνου της Ipekdal v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 944/2018, ημερ. 3.6.2021).

 

Η πλευρά της αιτήτριας, με αναφορά σε νομολογία υποστηρικτική των θέσεων της, προβάλλει ότι η άρνηση και/ή παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση να εξετάσουν την αίτηση της αιτήτριας για παραχώρηση της Κυπριακής υπηκοότητας, αντίκειται στα άρθρα 10 και 11 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), συνιστά υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας και παραβιάζει τις αρχές της νομιμότητας, της καλής πίστης, της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου προς τη Διοίκηση. Επιπρόσθετα, υποβάλλεται ότι οι καθ’ ων η αίτηση παρέλειψαν να ασκήσουν τη διακριτική τους εξουσία, κατά παράβαση του άρθρου 44 του Νόμου 158(Ι)/1999.

 

Αντικρούοντας τους πιο πάνω ισχυρισμούς, οι καθ’ ων η αίτηση προβάλλουν ότι η Διοίκηση σε καμία περίπτωση δεν παρέλειψε να ενεργήσει ως όφειλε, εφόσον η χορήγηση της Κυπριακής ιθαγένειας δεν είναι πράξη δέσμιας αρμοδιότητας, αλλά διακριτικής ευχέρειας. Συνεπώς, δεν υπήρχε υποχρέωση της Διοίκησης να προβεί «ευθύς αμέσως» στη λήψη θετικής ή αρνητικής απόφασης, ενώ ούτε και μπορεί να λεχθεί ότι παρήλθε ο εύλογος χρόνος, εντός του οποίου απαιτείται να εξεταστεί η επίδικη αίτηση, ούτε και, συνακόλουθα, παραβιάστηκαν οι διατάξεις του άρθρου 10 του Νόμου 158(Ι)/1999. Αντιθέτως, ως υποβάλλει η κα Νικολάου, η όποια καθυστέρηση είναι εύλογη ένεκα της φύσης του αιτήματος της αιτήτριας και των συνθηκών που το περιβάλλουν και απαιτείτο σειρά ενεργειών από τους καθ’ ων η αίτηση, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι πληρούνταν εν προκειμένω οι υπό του άρθρου 109 του Νόμου προβλεπόμενες προϋποθέσεις. Εξηγεί η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση ότι στο Τμήμα εκκρεμεί μεγάλος αριθμός παρόμοιων αιτήσεων από πρόσωπα Αραβικής υπηκοότητας, που ισχυρίζονται ότι είναι απόγονοι τουρκοκυπρίων πολιτών, ως και η αιτήτρια. Οι εν λόγω αιτήσεις παραμένουν σε εκκρεμότητα, καθότι ηγέρθησαν και υπάρχουν αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον τα άτομα αυτά είναι πράγματι απόγονοι τουρκοκυπρίων, καθότι σε κάποιες περιπτώσεις οι αρχές των Αραβικών χωρών από τις οποίες κατάγονται οι πλείστοι αιτητές, εκδίδουν πιστοποιητικά γέννησης και άλλα παρόμοια έγγραφα στη βάση μαρτυρίας των ίδιων των αιτητών κκαι όχι σύμφωνα με στοιχεία που διαθέτουν στα αρχεία τους, ενώ έχουν εντοπιστεί και πλαστά Ιορδανικά έγγραφα. Οι συγκεκριμένες δε πληροφορίες περιήλθαν στην ατίληψη των καθ’ ων η αίτηση κατά τη διενέργεια της έρευνας των τελευταίων στο εξωτερικό και στο εσωτερικό. Συνεπώς, συνεχίζει η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, ενόψει των πιο πάνω και των ιδιαίτερων συνθηκών που δημιουργούνται, η εξέταση αυτού του είδους των αιτήσεων, περιλαμβανομένης και αυτής της αιτήτριας, καθίσταται δυσχερής και χρονοβόρα και δεν στοιχειοθετείται οποιαδήποτε ηθελημένη ολιγωρία εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση.

 

Επομένως, καταλήγει η πλευρά των καθ' ων η αίτηση, ούτε και παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης υπήρξε.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων.

 

Στην απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην ΚΟΣΑΡΕΒΑ ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1453/2015, ημερ. 7.6.2016, της οποίας η προσέγγιση ακολουθήθηκε στη συνέχεια και σε άλλες αποφάσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου, λέχθηκαν τα ακόλουθα επί του υπό συζήτηση θέματος, τα οποία τυγχάνουν εφαρμογής και εν προκειμένω (προστέθηκε η υπογράμμιση):

 

«Ως εκ των ανωτέρω, η επίδικη στην προσφυγή αίτηση, που υποβλήθηκε από την αιτήτρια για πολιτογράφησή της ως Κύπριας, δεν εμπίπτει στην εμβέλεια του άρθρου 29 του Συντάγματος, ούτε  βεβαίως του άρθρου 36 του Νόμου 158(Ι)/99. Η διοίκηση έχει διακριτική ευχέρεια να εκδώσει  θετική ή αρνητική απόφαση στην αίτηση αυτή και η υποχρέωσή της, ως μόνη οφειλόμενη ενέργεια (για την οποία δυνατόν να σημειωθεί παράλειψη), είναι, πρώτον να ασκήσει αυτή την αρμοδιότητα και δεύτερον να την ασκήσει εντός εύλογου χρόνου. Σχετικά είναι τα άρθρα 8-11 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(Ι)/1999). Ειδικότερα για το θέμα του εύλογου χρόνου, μέσα στον οποίο η διοίκηση οφείλει να ασκεί τις αρμοδιότητές της, σχετικό είναι το άρθρο 10 του  περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(Ι)/1999), στο οποίο επίσης εύστοχα αναφέρθηκε η ευπαίδευτη Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, σύμφωνα με το οποίο το διοικητικό όργανο πρέπει να ασκεί την αρμοδιότητά του μέσα σε εύλογο χρόνο. Το εύλογο δε του χρόνου αυτού κρίνεται πάντοτε από τις εκάστοτε περιστάσεις, (σύμφωνα με το άρθρο 10, «εξαρτάται από τις εκάστοτε ειδικές συνθήκες»). 

 

Αξίζει πιστεύω, σε συνέχεια των ανωτέρω, να συμπληρώσω, ότι οι διοικούμενοι δεν μένουν χωρίς θεραπεία, όταν η διοίκηση παραλείπει να ασκήσει τις αποφασιστικές της αρμοδιότητές εντός εύλογου χρόνου, για την έκδοση είτε θετικής είτε αρνητικής απόφασης, δυνάμει τέτοιας αίτησης, στην οποία παρέχεται διακριτική ευχέρεια στη διοίκηση εκ του νόμου ως προς το αποτέλεσμα. Σε τέτοια περίπτωση δύναται ο διοικούμενος να καταχωρίσει προσφυγή κατά παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας, βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος αιτούμενος την άρση της παράλειψης άσκησης των αρμοδιοτήτων του διοικητικού οργάνου εντός εύλογου χρόνου. Σε τέτοια προσφυγή βέβαια, ελέγχονται από το Δικαστήριο οι ειδικές περιστάσεις που περιβάλλουν τα γεγονότα της αίτησης, σε συνάρτηση με τις απαιτήσεις του νομοθέτη, για την κρίση του Δικαστηρίου, ως προς την παρέλευση ή όχι του εύλογου χρόνου.».

 

Έχοντας λοιπόν ως αφετηρία ότι σε περιπτώσεις αποφάσης κατ’ ενάσκηση διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης (ως είναι εν προκειμένω η αίτηση για παραχώρηση της Κυπριακής υπηκοότητας στην αιτήτρια), δεν υπάρχει οφειλόμενη ενέργεια προς έκδοση θετικής απόφασης και ότι σε αυτές τις περιπτώσεις η Διοίκηση οφείλει να ασκήσει τις αρμοδιότητές της εντός ευλόγου χρόνου, εκδίδοντας απόφαση (βλ. Ipekdal, ανωτέρω, A.E., ανήλικη, ανωτέρω και ΚΟΣΑΡΕΒΑ, ανωτέρω), αυτό που απομένει να εξεταστεί είναι το ζήτημα του χρόνου που μεσολάβησε από την υποβολή του αιτήματος μέχρι και σήμερα, που η εξέτασή του παραμένει σε εκκρεμότητα, σε συνάρτηση με την υποχρέωση της Διοίκησης να ασκεί τις αρμοδιότητές της εντός ευλόγου χρόνου.

 

Υπενθυμίζεται εν πρώτοις ότι η αίτηση της αιτήτριας για παραχώρηση της Κυπριακής υπηκοότητας δυνάμει Κυπριακής καταγωγής υποβλήθηκε στις 30.7.2009 και η παρούσα προσφυγή καταχωρήθηκε στις 14.4.2022. Μέχρι δε και την επιφύλαξη της υπό του Δικαστηρίου τούτου απόφασής του, στις 15.4.2025, αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι δεν είχε ολοκληρωθεί η εξέταση της υπό αναφορά αίτησης της αιτήτριας και, εν πάση περιπτώσει, ουδεμία απόφαση λήφθηκε επ’ αυτής και/ή η Διοίκηση ουδεμία απάντηση, θετική ή αρνητική, έδωσε επ’ αυτού στην αιτήτρια. Αυτό, εξάλλου, δήλωσε και η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση κατά τις διευκρινίσεις της υπόθεσης, μετά από σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου.

 

Επί των πιο πάνω, η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση επικαλείται, τόσο δια της ενστάσεώς της αλλά και εν συνεχεία δια της γραπτής της αγόρευσης, τις προαναφερθείσες ιδιάζουσες συνθήκες, τις δυσχέρειες και τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει η εξέταση αιτήσεων ως αυτή της αιτήτριας, προς υποστήριξη του ισχυρισμού ότι δεν στοιχειοθετείται οποιαδήποτε ηθελημένη ολιγωρία εκ μέρους της Διοίκησης.

 

Στο άρθρο 10 του Νόμου 158(Ι)/1999, προβλέπεται ότι «Το διοικητικό όργανο πρέπει να ασκεί την αρμοδιότητά του μέσα σε εύλογο χρόνο, ώστε η απόφασή του να είναι επίκαιρη σε σχέση με τα πραγματικά ή νομικά γεγονότα στα οποία αναφέρεται. Ο καθορισμός του εύλογου χρόνου εξαρτάται από τις εκάστοτε ειδικές συνθήκες.».

 

Σε πλήρη συμβατότητα με το νόμο και η ημεδαπή νομολογία. Στην Δημοτική Επιτροπή Αγ. Δομετίου ν. Χριστόφορος Α. Χριστοφόρου κ.α. (1994) 3 Α.Α.Δ. 434, λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:

 

«Ο Νόμος δεν καθορίζει χρονικό διάστημα εντός του οποίου η Αρχή πρέπει να εξετάσει την αίτηση, να ικανοποιηθεί και να εκδώσει την απόφασή της. Ο νομοθέτης επιβάλλει στην Αρχή υποχρέωση να εξετάσει την αίτηση και, αν ικανοποιηθεί ότι η προβλεπόμενη εργασία ή οποιοδήποτε άλλο ζήτημα σχετικό με την άδεια που ζητείται είναι σύμφωνο με τις διατάξεις του Νόμου και των Κανονισμών, να εκδώσει την άδεια.

 

Η ενέργεια πρέπει να λαμβάνεται σε εύλογο χρόνο. Ο εύλογος χρόνος εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έκταση της οικοδομής, η έκταση της αναγκαίας έρευνας, οι Αρχές οι οποίες είναι αναγκαίο να ερευνήσουν, είναι μερικά από τα στοιχεία τα οποία λαμβάνονται υπόψη. Το κριτήριο του ευλόγου χρόνου είναι αντικειμενικό. Ο τελικός κριτής τούτου είναι το Δικαστήριο.»

 

Παρομοίως, στην Αλέξης Τρύφωνος ν. Δημοκρατίας, (2003) 4 ΑΑΔ 1154, επισημάνθηκε από το Δικαστήριο ότι η εξέταση αίτησης πρέπει να διενεργείται και η απόφαση της αρμόδιας αρχής πρέπει να λαμβάνεται εντός ευλόγου χρόνου, ο οποίος εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Εν πάση περιπτώσει, τόνισε περαιτέρω το Δικαστήριο, η Διοίκηση έχει υποχρέωση να ενεργεί το συντομότερο δυνατό, μέσα στα πλαίσια της χρηστής διοίκησης. Εξάλλου, όπως έχει επίσης νομολογηθεί, αποτελεί δικαίωμα του διοικούμενου να απευθύνεται στην αρμόδια αρχή και υποχρέωση της τελευταίας να εξετάζει το αίτημα και να απαντά χωρίς καθυστέρηση (βλ. Archigos Kommatos Dikeosinis ν. Republic (1986) 3(Α) C.L.R. 187 και την πρόσφατη απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην Λ.Τ. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 106/2023 (i-Justice), ημερ. 12.3.2025). Και τούτο, προς διασφάλιση της αρχής της χρηστής διοίκησης, κατ’ εφαρμογή της οποίας, η δημόσια αρχή οφείλει να επιλαμβάνεται γραπτών αιτήσεων που έχουν δικαίωμα να αναμένουν απάντηση σε αυτές (βλ. Papadopoulos and Others ν. Municipality of Nicosia (1986) 3(C) C.L.R. 2046).

 

Εν προκειμένω, έχω εξετάσει με προσοχή όλα τα ενώπιον μου στοιχεία και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η τόσο μεγάλη καθυστέρηση των καθ’ ων η αίτηση να εξετάσουν και, σε κάθε περίπτωση, να απαντήσουν στην αιτήτρια δεν δικαιολογείται. Πράγματι, λαμβανομένων υπόψη και των περιστατικών της υπόθεσης, κρίνω ότι, χωρίς οποιαδήποτε επαρκή και/ή βάσιμο λόγο, οι καθ’ ων η αίτηση εξακολουθούν, για περίπου δεκαέξι (16) έτη (και σχεδόν δεκατρία (13) από την καταχώρηση της προσφυγής), να μην αποφασίζουν και να μην απαντούν στην αιτήτρια αναφορικά με το υποβληθέν αίτημά της. Από το σύνολο δε των στοιχείων που έχουν τεθεί ενώπιον μου, προκύπτει ότι από το έτος 2009, όταν και υποβλήθηκε η αίτηση, ουδεμία ουσιαστική απάντηση δόθηκε στην αιτήτρια ως προς την πορεία εξέτασης ή/και την έκβαση αυτής.

 

Δεν παραγνωρίζω τις ιδιαιτερότητες των περιπτώσεων ως η υπό κρίση, καθώς και τις δυσχέρειες που αντιμετώπιζε και αντιμετωπίζει η Διοίκηση ως προς την εξέταση που θα πρέπει να διενεργηθεί πριν από την έγκριση ή απόρριψη τέτοιου είδους αιτήσεων. Ωστόσο, το διάστημα των δεκαέξι (16) ετών που διέρρευσε χωρίς να έχει υπάρξει ακόμα οποιαδήποτε απάντηση στην αιτήτρια, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να δικαιολογηθεί και, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορώ να εντοπίσω οποιοδήποτε επαρκή και βάσιμο λόγο για τον οποίο οι καθ’ ων η αίτηση δεν έδωσαν οποιαδήποτε, έστω και αρνητική, απάντηση στην αιτήτρια αναφορικά με το υποβληθέν αίτημά της, εδώ και δεκαέξι περίπου χρόνια. Παρομοίως, και τα δεκατρία (13) σχεδόν χρόνια που μεσολάβησαν από την υποβολή της αίτησης μέχρι την καταχώρηση της προσφυγής, δεν δικαιολογούνται.

 

Κατά συνέπεια, στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης, εφόσον οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν κατ’ εσφαλμένη ενάσκηση της διακριτικής τους εξουσίας, αλλά και κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 10 του Νόμου 158(Ι)/1999, αλλά και των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης.

 

Με τις πιο πάνω διαπιστώσεις σφραγίζεται η τύχη της παρούσας.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση να απαντήσουν στο προεκτεθέν αίτημα της αιτήτριας κηρύσσεται άκυρη με βάση το Άρθρο 146.4(γ) του Συντάγματος και ό,τι έχει παραληφθεί, δέον όπως εκτελεστεί. Επιδικάζονται €2000 έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α..

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο