Ν. Χ. κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ κ.α., Υπόθεση αρ. 15/2019, 27/5/2025
print
Τίτλος:
Ν. Χ. κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ κ.α., Υπόθεση αρ. 15/2019, 27/5/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

(Υπόθεση αρ. 15/2019)

 

                        27 Μαΐου 2025

                           [ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1.  Ν. Χ.

2.  Α.Χ.

3.  Α. Κ.

                                                                                                  Αιτητών,

                                 και

 

          ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ

2.ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση

––––––––––––––––––––––––––––––––

Π. Πασχαλίδης, για Κλεόπας & Κλεόπας Δ.Ε.Π.Ε, δικηγόρος για τους αιτητές.

Π. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, δικηγόρος για τους καθ’ ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, οι αιτητές επιζητούν την ακόλουθη θεραπεία:

 

«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση η οποία κοινοποιήθηκε στους Αιτητές με επιστολές ημερ. 1 Νοεμβρίου 2018 — Παράρτημα Α - με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα τους για καταβολή αποζημίωσης, στους ίδιους ως ιδιοκτήτες του τεμαχίου με αρ. 1281, Φ/Σχ:30/06W2, με αριθμό έγγραφής 11/1286, στη τοποθεσία Δύο Καμίνια, Ενορία Απ. Βαρνάβα και Άγιου Μακάριου, Δήμο Στροβόλου, Λευκωσία, για το ποσοστό επηρεασμού του τεμαχίου από το δημόσιο οδικό δίκτυο, με σκοπό την κατασκευή νέου οδικού δικτύου και μετατροπής του υφιστάμενου οδικού δικτύου, είναι άκυρη και παράνομη ως αντίθετη στο Σύνταγμα και/ή το Νόμο και/ή τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου και συνεπώς στερείται οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος.»

 

Το ιστορικό της υπόθεσης, ως προκύπτει από τα γεγονότα της ένστασης καθώς και το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων, έχει ως ακολούθως:

 

Οι αιτητές είναι συνιδιοκτήτες του τεμαχίου με αριθμό 1281, Φ/Σχ. 30/06W2, Τμήμα 11, το οποίο ευρίσκεται στην ενορία Απόστολος Βαρνάβας και Άγιος Μακάριος στο Δήμο Στροβόλου και το οποίο ως είναι εκατέρωθεν παραδεκτό διαμορφώθηκε κατόπιν απαλλοτρίωσης που έλαβε χώρα το 1996 με σκοπό τη δημιουργία οδικού δικτύου στην περιοχή Γ.Σ.Π.

 

Στις 10.2.2006 οι αιτητές υπέβαλαν προς την αρμόδια Πολεοδομική Αρχή αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας για μετατροπή του χωραφιού τους σε οικόπεδο.

 

Στις 29.12.2006 η Πολεοδομική Αρχή αποφάσισε να εγκρίνει τη χορήγηση πολεοδομικής άδειας με αρ. ΛΕΥ/00344/2006, η οποία όμως προέβλεπε στους όρους χορήγησης της το διαχωρισμό του τεμαχίου σε ένα οικόπεδο και ένα χωράφι, αντί σε οικόπεδο ως το αίτημα των αιτητών λόγω διερχόμενου δρόμου στο εν λόγω τεμάχιο.

 

Επί της εκδοθείσας άδειας τίθετο και σημείωση προς τους αιτητές (όρος 502) σύμφωνα με την οποία αναφερόταν ότι η Πολεοδομική Αρχή διαπίστωνε ότι η ζημία που προέκυπτε στο τεμάχιο των αιτητών από την εφαρμογή του οδικού δικτύου ήταν ουσιώδης, αναφέροντας παράλληλα τη δυνατότητα των αιτητών με βάση τα άρθρα 67 και 68 του Νόμου του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, να υποβάλουν σχετική απαίτηση για αποζημίωση επί τη βάσει της διαδικασίας που προβλέπεται στους περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αποζημίωση) Κανονισμούς του 1990.

 

Αποτελεί παραδεκτό γεγονός, το οποίο επιβεβαιώνεται και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ότι οι αιτητές υπέβαλαν στις 25.6.2007 προς την Πολεοδομική Αρχή Ειδοποίηση Απαίτησης για Αποζημίωση, συνοδευόμενη από επιστολή των δικηγορών των αιτητών ίδιας ημερομηνίας καθώς και από έκθεση εκτίμησης ακινήτου από ανεξάρτητο εκτιμητή, η οποία διαβιβάστηκε στο Υπουργείο Εσωτερικών στις 22.1.2008 μαζί με σχετική έκθεση της Πολεοδομικής Αρχής.

 

Στις 16.10.2018, ο Υπουργός Εσωτερικών και έχοντας ενώπιον του, βάσει της προβλεπόμενης διαδικασίας στους περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αποζημίωση) Κανονισμούς του 1990 ΚΔΠ 56/90, τις απόψεις της Πολεοδομικής Aρχής και της Αν. Διευθυντρίας του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως καθώς και την εκτίμηση του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ημερομηνίας 11.4.2018[1] απέρριψε το αίτημα των αιτητών για καταβολή αποζημίωσης. Η πιο πάνω απόφαση του Υπουργού, η οποία συνιστά και το αντικείμενο της παρούσας Προσφυγής, κοινοποιήθηκε στους αιτητές με επιστολή ημερομηνίας 1.11.2018, με το ακόλουθο  περιεχόμενο:

 

« Ειδοποίηση απαίτησης για αποζημίωση των κ.κ. Ν. Χ". κ.α. με βάση το άρθρο 67 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, αναφορικά με τον επηρεασμό του τεμαχίου με αρ.1281, Φ/Σχ: ΧΧΧ/6.W2, ΧΧΧ/14.W1, στο Στρόβολο

Αναφέρομαι στο πιο πάνω Θέμα και επιθυμώ να σας πληροφορήσω ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, αφού μελέτησε τα πραγματικά και νομικά δεδομένα της υπόθεσης όπως αυτά υποβλήθηκαν ενώπιον του, ενεργώντας με βάση τις εξουσίες που του παρέχονται από τις πρόνοιες του άρθρου 67 του Νόμου, αποφάσισε όπως απορρίψει το αίτημα για Καταβολή αποζημίωσης στους ιδιοκτήτες του τεμαχίου, κρίνοντας ότι αποζημιώθηκαν επαρκώς με την απαλλοτρίωση που αφορούσε τη διαμόρφωση και κατασκευή οδικού δικτύου στην περιοχή ανέγερσης του σταδίου ΓΣΠ.»

 

Σημειώνεται ότι οι αιτητές με επιστολή τους ημερομηνίας 3.12.2018 ζήτησαν από τον Υπουργό όπως επανεξετάσει το όλο ζήτημα επί τη βάσει της νέας αίτησης και εκτίμησης που υπέβαλαν το 2016, χωρίς, όμως, να υπάρξει, ως προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία, οποιαδήποτε απόφαση επί τούτου.

 

Με τη γραπτή της αγόρευση, η πλευρά των αιτητών προέβαλε ισχυρισμούς  περί παραβίασης της αρχής της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της αρχής της ισότητας καθώς και ότι η επίδικη απόφαση συνιστά προϊόν πλάνης, κατάχρησης εξουσίας, μη νόμιμης αιτιολογίας, μη δέουσας έρευνας, παραβίασης του Συντάγματος και εσφαλμένης εφαρμογής της διαδικασίας που προνοείται στο άρθρο 68 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου.

 

Επιβάλλεται όμως και πριν από την εξέταση των εγειρόμενων ισχυρισμών των αιτητών, η κατά προτεραιότητα εξέταση της προδικαστικής ένστασης που προβλήθηκε στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ων η αίτηση και η οποία άπτεται του παραδεκτού της Προσφυγής και δη της ύπαρξης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου αφού δια αυτής εγείρεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εμπίπτει στα πλαίσια του αναθεωρητικού ελέγχου του Διοικητικού Δικαστηρίου αλλά αντίθετα υπάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και επομένως στη δικαιοδοσία των Επαρχιακών Δικαστηρίων.

 

Στο σημείο αυτό παρεμβάλλεται ότι η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση απέσυρε δια της γραπτής της αγόρευσης έτερη προδικαστική ένσταση, η οποία είχε εγερθεί με την ένσταση της περί καταχρηστικής ενέργειας των αιτητών να προωθούν παράλληλα με την παρούσα Προσφυγή και αίτημα επανεξέτασης της επίδικης απόφασης.

 

Ειδικότερα, οι καθ΄ων η αίτηση με τη γραπτή τους αγόρευση και προς υποστήριξη της προδικαστικής τους ένστασης υποβάλλουν ότι η απαίτηση των αιτητών προς το Υπουργείο Εσωτερικών η οποία συνιστά αξίωση καταβολής αποζημιώσεων συνεπεία πολεοδομικής απόφασης υποβλήθηκε και εξετάστηκε επί τη βάσει των άρθρων 67 και 68 του Νόμου περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 και επομένως η επίδικη απόφαση εκφεύγει του αναθεωρητικού ελέγχου αφού υπάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Με δεδομένο, συνεχίζει η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση,  ότι το απορριφθέν αίτημα των αιτητών αφορούσε σε ειδοποίηση απαίτησης για αποζημίωση με βάση το άρθρο 67 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου αναφορικά με την μείωση της οικονομικής αξίας του τεμαχίου τους και στη διαδικασία που προβλέπεται με βάση τους περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αποζημίωση) Κανονισμούς του 1990, εφαρμογής τυγχάνουν τα αποφασισθέντα στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανώτατου Δικαστηρίου Κοσμά ν. Δημοκρατίας (Αναθ. Έφεση αρ. 1/25, ημερομηνίας 1/7/21) και στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου A.Chacholis Developers LTD κ.α. ν. Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ294/12, ημερομηνίας 18/2/14), ECLI:CY:AD:2014:D120 οι οποίες αφορούσαν ίδιο νομικό ζήτημα και στα πλαίσια των οποίων κρίθηκε ότι η απόφαση του Υπουργού επί αξίωσης για καταβολή αποζημίωσης δυνάμει των άρθρων 67 και 68 του Νόμου περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972  δεν εμπίπτει  στον αναθεωρητικό έλεγχο αλλά στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

 

Η πλευρά των αιτητών δια της απαντητικής της γραπτής αγόρευσης απορρίπτοντας τη βασιμότητα της προδικαστικής ένστασης, ισχυρίζεται  ότι «το ζητούμενο από το παρών Δικαστήριο στη βάση της σχετικής προσφυγής του Αιτητή, δεν είναι να εξετάσει το ορθό ή όχι του να μην δοθεί αποζημίωση ή ανάποδα του να δοθεί αποζημίωση και σε ποιο ύψος αλλά να εξετάσει αν το Διοικητικό Όργανο κατά τη διαδικασία εξέτασης της υπόθεσης ενήργησε με γνώμονα τις εδραιωμένες αρχές τον Διοικητικού Δικαίου και εάν η όποια απόφαση τον αντικατοπτρίζει την εφαρμογή των αρχών αυτών». Αποτελεί θέση της πλευράς των αιτητών ότι δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι αποφάσεις Κοσμά και Chacholis (ανωτέρω) στις οποίες η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση  παραπέμπει και τούτο διότι η παρούσα Προσφυγή «θέτει διαφορετικά ζητήματα παραβίασης από αυτά που θέτουν οι εν λόγω υποθέσεις». Ειδικότερα υποβάλλεται ότι στην παρούσα υπόθεση και σε αντίθεση με τη Chacholis,  όπου  αναφέρεται ότι ο Υπουργός έλαβε υπόψη όλα τα δεδομένα της υπόθεσης και επομένως κατά την εισήγηση «είχε αναγνωριστεί ότι οι καθ΄ων η αίτηση είχαν λάβει υπόψιν τα δεδομένα της υπόθεσης» στην προκειμένη υπήρξε πλάνη ως προς τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης κατά την έκδοση της απόφασης καθώς και ότι στην υπό κρίση υπόθεση το αίτημα καταβολής αποζημίωσης δεν απορρίφθηκε επειδή, εν αντίθεση με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις στις εν λόγω δικαστικές αποφάσεις, δεν έχει επέλθει μείωση στην οικονομική αξία του ακίνητου αλλά απορρίφθηκε επί τη βάσει λανθασμένης αντίληψης των πραγματικών γεγονότων. Τέλος σημειώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει αιτιολογηθεί επαρκώς ενώ στις Κοσμά και Chacholis τα εκεί αρμόδια τμήματα είχαν δώσει αναλυτικές επεξηγήσεις για τον λόγο που κατέληξαν στην απόφαση τους.

 

Έχω εξετάσει με προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου. 

 

Η δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος περιορίζεται στην αναθεώρηση πράξεων, αποφάσεων ή παραλείψεων δημόσιας αρχής ή οργάνου, η οποία ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία στον τομέα του δημοσίου δικαίου.

 

Στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Δημοκρατία v Γεωργίου (ΕΔΔ αρ. 34/20, ημερομηνιας 24/1/25) επαναλήφθηκε με αναφορά στις πάγιες αρχές της νομολογίας, ότι το βασικό κριτήριο για να αποφασιστεί κατά πόσο μια πράξη εμπίπτει στη σφαίρα του δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου είναι η εγγενής φύση της πράξης σε συνδυασμό με το συμφέρον του κοινού στο συγκεκριμένο τομέα λειτουργίας της δημόσιας αρχής ή του οργάνου. Εάν η πράξη σκοπεί, κατά κύριο λόγο, στην προαγωγή δημόσιου σκοπού, αυτή ανάγεται στο πεδίο του δημοσίου δικαίου στη δε αντίθετη περίπτωση σε εκείνο του ιδιωτικού δικαίου (Δημοκρατία ν. Τόκα (1995) 3 Α.Α.Δ. 218).

 

Ως δε λέχθηκε στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Αιτ. Αρ. 2/2025 Αναφορικά με την Αίτηση του Δικηγόρου για τους εφεσείοντες στην Έφεση αρ.18/23 Π.Ν Κούρτελλος και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, ημερομηνίας 21.5.2025: «Πράξη ή απόφαση μπορεί να εκδοθεί από διοικητικό όργανο κατά την άσκηση της εκτελεστικής ή διοικητικής λειτουργίας του και εν τούτοις να εκφεύγει του ελέγχου του δικαστηρίου κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος, γιατί ο κύριος σκοπός που επιδιώκεται με την πράξη ή την απόφαση αυτή δεν είναι δημοσίου συμφέροντος, αλλά ο καθορισμός αστικών δικαιωμάτων των πολιτών.»

 

Κατά πάγια δε νομολογία η ρύθμιση των αστικών περιουσιακών δικαιωμάτων είναι θέμα που ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου  και δεν εμπίπτει στο πεδίο του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος (Παμπόρη και Δημοκρατία (ΕΔΔ αρ. 133/18, ημερομηνίας 19/6/24) Παντελίδου κ.α  v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας (1990) 3Α.Α.Δ 3397) Shoham (Cyprus) Ltd ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 404).

 

Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω τις πρόνοιες του άρθρου 67 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου  Ν.90/72 επί τη βάσει  των οποίων οι αιτητές υπέβαλαν ειδοποίηση απαίτησης για αποζημίωση και οι οποίες προβλέπουν ρητώς ότι σε περίπτωση που τα μέρη δεν δύνανται να καταλήξουν σε συμφωνία ως προς την τυχόν καταβλητέα αποζημίωση, τότε αρμόδιο για τον καθορισμό της αποζημίωσης είναι το Δικαστήριο, εάν τέτοιο διάβημα ληφθεί, φυσικά, από τους απαιτούντες:

 

«67.-(1) Ουδεμία απαίτησις δι’ αποζημίωσιν δυνάμει του παρόντος Μέρους γίνεται δεκτή και ουδεμία αποζημίωσις δυνάμει του παρόντος Μέρους καταβάλλεται εκτός εάν ειδοποίησις της τοιαύτης απαιτήσεως έχει επιδοθή εις την Πολεοδομικήν Αρχήν εντός προθεσμίας εξ μηνών, αρχομένης κατά την ημερομηνίαν της ειδοποιήσεως της πολεοδομικής αποφάσεως εις την οποίαν αναφέρεται, και η απαίτησις υποβληθή συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος Μέρους:[..]

(2)  Πάσα ειδοποίησις απαιτήσεως δυνάµει του παρόντος άρθρου δέον να γένηται συµφώνως προς Κανονισµούς εκδοθησοµένους δυνάµει του παρόντος Νόµου

(3) Εάν, εντός εξ μηνών από της υπό της Πολεοδομικής Αρχής λήψεως απαιτήσεως υποβληθείσης συμφώνως προς το παρόν άρθρον, η Πολεοδομική Αρχή και ο απαιτών δεν δυνηθώσι να καταλήξωσιν εις συμφωνίαν επί της δυνάμει του παρόντος Νόμου τυχόν καταβλητέας αποζημιώσεως, η αποζημίωσις αύτη καθορίζεται υπό του Δικαστηρίου:

Νοείται ότι οσάκις η Πολεοδομική Αρχή γνωστοποιή εις οιονδήποτε απαιτούντα ότι κατά την άποψιν αυτής ουδεμία αποζημίωσις δέον να καταβληθή και η τοιαύτη άποψις της Πολεοδομικής Αρχής δεν διαμφισβητήται υπό του αιτητού δι’ εγγράφου ειδοποιήσεως επιδιδομένης εις την Πολεοδομικήν Αρχήν εντός τριών μηνών από της γνωστοποιήσεως ταύτης, ο απαιτών θεωρείται ως συμφωνήσας εις το ότι ουδεμία αποζημίωσις δέον να καταβληθή.

(4) Πάσα προσφυγή εις το Δικαστήριον διά τον καθορισμόν υπό του Δικαστηρίου τυχόν καταβλητέας αποζημιώσεως θα γένηται συμφώνως προς Κανονισμούς εκδοθησομένους δυνάμει του παρόντος Νόμου.»

 

Σχετικά είναι και τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 68 του ίδιου Νόμου, αναφορικά με την εν λόγω καταβολή αποζημίωσης και του τρόπου καθορισμού της:

 

«68.—(1) Εάν καθ’ οιονδήποτε τρόπον ήθελε προκύψει ουσιώδης ζηµία εις βάρος ιδιοκτησίας τινός συνεπεία της εφαρµσγής των προνοιών του παρόντος Νόµου, δέον να καταβάλληται δικαία αποζηµίωσις.

 (2) Αποζηµίωσις καταβάλλεται δυνάµει και τηρουµένων των διατάξεων του παρόντος Μέρους, µόνον οσάκις αποδειχθή υπό του απαιτούντος αυτήν ότι, συνεπεία πολεοδοµικής αποφάσεως επηρεαζούσης την ακίνητον ιδοκτησίαν εν σχέσει προς την οποίαν υποβάλλεται η απαίτησις, επήλθεν ουσιώδης µείωσις της οικονοµικής αξίας της ιδιοκτησίας ταύτης.

 (3) Για τον υπολογισµό της αποζηµίωσης για ουσιώδη µείωση της οικονοµικής αξίας ακίνητης ιδιοκτησίας που επηρεάστηκε από πολεοδοµική απόφαση θα λαµβάνονται υπόψη οι κανόνες που εκτίθενται στο άρθρο 10 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόµου στο µέτρο που οι κανόνες αυτοί είναι εφαρµόσιµοι, όπως και όλα τα άλλα κατά περίπτωση περιστατικά. Οι διατάξεις του ίδιου Νόµου εφαρμόζονται επίσης σε ότι αφορά την καταβολή της αποζηµίωσης, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του παρόντος Νόµου

 

Σημειώνεται ότι όλα όσα αφορούν την υποβολή και την ακολουθητέα  διαδικασία σε σχέση με την Ειδοποίηση Απαίτησης για Αποζημίωση, ως βεβαίως και τον καθορισμό της αποζημίωσης και την περίπτωση προσφυγής σε Δικαστήριο προς αμφισβήτηση της απόφασης του Υπουργού καθορίζονται στους περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αποζημίωση) Κανονισμούς του 1990 ΚΔΠ 56/90 όπου στις ερμηνευτικές διατάξεις του Κανονισμού 2 ρητώς μάλιστα προβλέπεται ότι «Δικαστήριο» σημαίνει το αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο».

 

Εν προκειμένω καθίσταται αναντίλεκτο και αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι αιτητές στις 25.6.2007 υπέβαλαν Ειδοποίηση για Απαίτηση Αποζημίωσης δυνάμει του άρθρου 67 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου. Με την εν λόγω Ειδοποίηση (ερυθρά 68-67 του Τεκμήριου 1 Α) η οποία αποτελεί προδιατυπωμένο εκ του Κανονισμού έγγραφο, οι αιτητές αξίωναν καταβολή αποζημίωσης ποσού ύψους £214.415.00 (ως ήταν τότε) καθώς και επιπλέον δικηγορικά και εκτιμητικά έξοδα και τόκους από τις 29.12.2006 μέχρι την ημερομηνία πληρωμής, συνεπεία, ως και πάλι καταγράφετο στην εν λόγω Ειδοποίηση, της πολεοδομικής απόφασης για χορήγηση πολεοδομικής άδειας υπό επαχθείς όρους. Καθίσταται επίσης σαφές ότι αντικείμενο της παρούσας Προσφυγής, ως αυτό καθορίζεται άλλωστε και στην αιτουμένη θεραπεία είναι «η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα των αιτητών για καταβολή αποζημίωσης».

 

Η αξίωση όμως αυτή των αιτητών για καταβολή αποζημίωσης η οποία υποβλήθηκε στη βάση των άρθρων 67 και 68 του Νόμου αφορούσε ξεκάθαρα σε αστικά δικαιώματα των αιτητών σε ακίνητη ιδιοκτησία τους. Ομοίως και η απόρριψη της. Η απορριπτική αυτή απόφαση του Υπουργού επί της Ειδοποίησης Απαίτησης των αιτητών για αποζημίωση για τη μείωση της οικονομικής αξίας του ακινήτου τους, συνεπεία πολεοδομικής απόφασης, κείται σαφώς, ως εκ της φύσεως της, στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, αφού μοναδικό σκοπό έχει τον καθορισμό αστικών δικαιωμάτων των αιτητών και δη τον καθορισμό δίκαιας αποζημίωσης για τον οποίο δικαιοδοσία έχει μόνο το Επαρχιακό Δικαστήριο.

 

Το ζήτημα έχει ήδη κριθεί από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Στην υπόθεση A.Chacholis Developers LTD κ.α. ν. Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 294/12, ημερομηνίας 18/2/14), ECLI:CY:AD:2014:D120 το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η απορριπτική απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών επί της υποβληθείσας αξίωσης των εκεί αιτητών για καταβολή αποζημίωσης η οποία προέκυπτε λόγω όρων που τέθηκαν στην πολεοδομική άδεια που τους χορηγήθηκε δεν συνιστούσε πράξη εμπίπτουσα στον αναθεωρητικό έλεγχο του Άρθρου 146 του Συντάγματος, αλλά «απόφαση εν τη εννοία του άρθρου 67 του Νόμου, δημιουργική του δικαιώματος των Αιτητών για αξίωση αποζημίωσης ενώπιον αρμόδιου Δικαστηρίου για μείωση της οικονομικής αξίας της ιδιοκτησίας που επηρεάστηκε από την υπό κρίση πολεοδομική απόφαση».

 

Το κατά πόσο απορριπτική απόφαση του Υπουργείου Εσωτερικών σε ειδοποίηση απαίτησης για αποζημίωση υποβληθείσα στη βάση των άρθρων 67 και 68 του Νόμου εμπίπτει ή μη στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης στη δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου  Κοσμά κ.α v. Δημοκρατίας( Αναθεωρητική Έφεση αρ. 1/25 ημερομηνίας 1/7/2021)  όπου το Ανώτατο Δικαστήριο και με αναφορά στο δικαστικό λόγο της A.Chacholis (ανωτέρω) έκρινε ότι μια τέτοια απόφαση εμπίπτει στην σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου καθώς και ότι αρμόδιο Δικαστήριο για τον καθορισμό δίκαιης αποζημίωσης είναι το Επαρχιακό Δικαστήριο. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω το ακόλουθο απόσπασμα αν και εκτενές, από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθότι τα όσα λέχθηκαν τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής και στην παρούσα υπόθεση:

 

«Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, με αναφορά στην υπόθεση Chacholis (ανωτέρω), το σκεπτικό της οποίας υιοθέτησε για σκοπούς απόφασης του[..]Υπό το φως της διαπίστωσης του αυτής το πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε δεκτή τη δεύτερη προδικαστική ένσταση και απέρριψε την προσφυγή.

 

Πρωταρχικό ερώτημα που τίθεται εν προκειμένω, προς το σκοπό εξέτασης του ζητήματος κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, που ήταν η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είναι ο προσδιορισμός της συγκεκριμένης απόφασης που προσβάλλετο με την προσφυγή και σε τι αφορούσε.

 

Είναι προφανές ότι αντικείμενο της προσφυγής ήταν η απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής ημερομηνίας 14/9/2011 που λήφθηκε επί της Ειδοποίησης Απαίτησης των Εφεσειόντων για αποζημίωση για τη μείωση της οικονομικής αξίας του ακινήτου τους, που προέκυπτε από την άρνηση χορήγησης πολεοδομικής άδειας. Αυτό επιβεβαιώνεται από την ίδια την επιστολή όπου ξεκινά με την αναφορά «Αναφέρομαι στην ειδοποίηση απαίτησης αποζημίωσης που υποβλήθηκε από μέρους σας στις 6 Αυγούστου, 2009 επειδή η Πολεοδομική Αρχή αρνήθηκε τη χορήγηση πολεοδομικής άδειας...» αλλά και από το θέμα της επιστολής «Ειδοποίηση Απαίτησης αποζημίωσης με βάση το άρθρο 67 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, αναφορικά με το τεμάχιο με αρ. 199 ....» .

 

Ακόμη και οι ίδιοι οι Εφεσείοντες στην παράγραφο 5 των Γεγονότων της Προσφυγής τους στο Ανώτατο Δικαστήριο, αναφέρουν ότι υπέβαλαν αίτηση για αποζημίωση δυνάμει του άρθρου 67 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, η οποία απερρίφθη στις 14/9/2011.

 

Δεσπόζουσας σημασίας για το υπό εξέταση θέμα συνιστά επίσης και το περιεχόμενο της Ειδοποίησης Απαίτησης, την οποία εντοπίσαμε στο Διοικητικό Φάκελο, στον οποίον διαφαίνεται η όλη διαδικασία που διήλθε η αίτηση των Εφεσειόντων για αποζημίωση.

 

Σύμφωνα με την σφραγίδα, η αίτηση παραλήφθηκε στις 6/8/2009 από το Επαρχιακό Γραφείο της Πολεοδομίας και Οικήσεως Αμμοχώστου στη Λάρνακα. Αυτή υπεβλήθη απ’ όλους τους Εφεσείοντες, μέσω του Εφεσείοντα 1, η οποία είναι ένα τυπογραφημένο έντυπο αποτελούμενο από δύο σελίδες που φέρει τον τίτλο 

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ

ΟΙ ΠΕΡΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΝΟΜΟΙ

1972 ΜΕΧΡΙ 1990

(Άρθρο 67).»

Και στις δύο σελίδες υπάρχουν τα αριθμημένα στοιχεία 1 - 9 προς συμπλήρωση. Στο στοιχείο 1 στην πρώτη σελίδα στο αριστερό μέρος, αναγράφονται ιδιοχείρως τα ονόματα των Εφεσειόντων ως απαιτούντων και δίπλα το όνομα του δικηγόρου XXX Ιωαννίδη, κάτω από το στοιχείο που αναφέρεται στον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο τους.

Στο κάτω μέρος δίνονται τα στοιχεία του ακινήτου σε στήλες.

 

Στη δεύτερη σελίδα προσδιορίζεται, στο σχετικό στοιχείο, το συμφέρον των Εφεσειόντων επί του ακινήτου και στο στοιχείο 8 όπου ζητείτο να δηλωθεί κατά πόσο η απαίτηση για αποζημίωση οφείλεται «α) Σε απόρριψη της αίτησης για χορήγηση πολεοδομικής άδειας ή β) σε χορήγηση πολεοδομικής άδειας υπό επαχθείς όρους» πολύ καθαρά κυκλώνεται με πένα το (α) και μετά το διαζευκτικό «ή» στο τέλος της παραγράφου (α) υπάρχει σημειωμένη η ένδειξη √.

 

Στο δε στοιχείο 9 καθορίζεται το ποσό της απαίτησης σε €850.000.

 

Συνεπώς, στη βάση των πιο πάνω δεδομένων, όπως πολύ ορθά εντοπίζει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε επί της απαίτησης για αποζημίωση στη βάση του άρθρου 67 του πιο πάνω Νόμου, που παραθέτουμε αυτούσιο κατωτέρω για σκοπούς καλύτερης παρακολούθησης:[..]

Παραθέτουμε στη συνέχεια και το άρθρο 68[..]

 

Υπό το φως των γεγονότων της υπόθεσης η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εμπίπτει στην σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου ήταν ορθή στη βάση της πιο πάνω νομοθεσίας και της υπόθεσης Chacholis, που καθιστούν σαφές ότι αρμόδιο Δικαστήριο για τον καθορισμό δίκαιης αποζημίωσης είναι το Επαρχιακό Δικαστήριο».

 

Οι αιτητές δια μέσου της απαντητικής τους αγόρευσης ισχυρίστηκαν ότι η υπό κρίση υπόθεση πρέπει να διαφοροποιηθεί από τα όσα αποφασίστηκαν στις αποφάσεις Κοσμά και Chacholis. Τούτο δε χωρίς να εισηγούνται οι αιτητές ότι η επίδικη πράξη εμπίπτει εκ της φύσεως της στον τομέα δικαιοδοσίας του δημοσίου δίκαιου, για την οποία, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, πρέπει να ασκηθεί αναθεωρητικός έλεγχος, αλλά εισηγούμενοι απλώς ότι στην προκειμένη περίπτωση και εν αντιθέσει με τις πιο πάνω δικαστικές αποφάσεις υφίσταται πλάνη του οργάνου αναφορικά με τα γεγονότα της υπόθεσης καθώς και στο ότι η αιτιολογία που εν προκειμένω δόθηκε για την απόρριψη του αιτήματος τους διαφέρει από την αιτιολογία που δόθηκε στις προσβαλλόμενες αποφάσεις των υποθέσεων Κοσμά και Chacholis,

 

Δεν διαβλέπω όμως πως αυτά τα επιχειρήματα των αιτητών μπορούν να αλλοιώσουν την ουσία του πράγματος και να διαφοροποιήσουν τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης από το δεσμευτικό λόγο της απόφασης Κοσμά (ανωτέρω) και επομένως να μεταβάλουν και επί τη βάσει της κειμένης νομοθεσίας και της πάγιας νομολογίας, τη φύση της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Η δε εισήγηση των αιτητών ότι δια της παρούσας Προσφυγής δεν επιζητείται να εξεταστεί κατά πόσο ορθά ή μη δεν δόθηκε ποσό αποζημίωσης αλλά ο έλεγχος της νομιμότητας της πράξης με βάση τις αρχές του διοικητικού δικαίου εκθεμελιώνεται από την ίδια την αιτούμενη θεραπεία, ο προσδιορισμός της οποίας, ως είναι παγίως νομολογημένο, είναι άρρηκτα συνυφασμένος με τον καθορισμό της πράξης που προσβάλλεται (Οικονόμου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ 530και δια της οποίας επιζητείται να διακηρυχθεί ως άκυρη η απόφαση του Υπουργού να απορρίψει το αίτημα των αιτητών για καταβολή αποζημίωσης, απόφαση, που για τους λόγους που έχουν προαναφερθεί, εμπίπτει στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου.

 

Με άλλα λόγια αυτό που με κάθε σεβασμό παραβλέπει η όλη εισήγηση των αιτητών είναι ότι η εξέταση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης σε συνάρτηση με τους εκάστοτε εγειρόμενους λόγους ακύρωσης, ανεξαρτήτως δε ποιοι είναι αυτοί, προϋποθέτει, πάντοτε, η αιτούμενη θεραπεία να αφορά πράξη που να εμπίπτει στα πλαίσια του αναθεωρητικού ελέγχου. Άλλωστε θα ήτο τουλάχιστον αντινομικό η φύση της πράξεως, ως ιδιωτικού δικαίου στην προκειμένη περίπτωση και επομένως και η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, η οποία καθορίζεται άλλωστε και εκ του ίδιου του κανονιστικού πλαισίου που τη διέπει, να μεταβάλλεται είτε αναλόγως της αιτιολογίας που τη περιβάλλει είτε να αφήνεται να ρυθμίζεται από τις  επιθυμίες του εκάστοτε αιτητή, ως εν προκειμένω, όπου οι αιτητές ισχυρίζονται ότι αυτό που επιζητείται είναι ο έλεγχος της πράξης με βάση τις αρχές του διοικητικού δικαίου.

 

Είναι δε σαφές, από όλα όσα επεξηγήθηκαν, ότι το ζήτημα στην ολότητα του εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου καθώς και ότι αρμόδιο Δικαστήριο να κρίνει τα ζητήματα καθορισμού αποζημιώσεων είναι το Επαρχιακό Δικαστήριο.

 

Συνεπώς, η προδικαστική ένσταση που εγέρθηκε από τους καθ΄ων η αίτηση περί του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι μη δεκτικής προσβολής εν τη εννοία του άρθρου 146 του Συντάγματος γίνεται δεκτή.


Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Επιδικάζονται €1.500 έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

 

 

                     Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.

 

 

 



[1] βάσει της οποίας δεν προέκυπτε οποιοδήποτε ποσό αποζημίωσης αφού, ως μεταξύ άλλων καταγράφετο, ότι κατά την προηγηθείσα απαλλοτρίωση που αφορούσε την κατασκευή οδικού δικτύου στην περιοχή Γ.Σ.Π, πέραν της αποζημίωσης της απαλλοτριωθείσας έκτασης δόθηκε και επιβλαβής επίδραση 80% στην υπόλοιπη έκταση


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο