
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Υπόθεση Αρ. 555/2020
21 Μαΐου, 2025
[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]
Αναφορικά με τα Άρθρα 6, 28 και 146 του Συντάγματος
Α. Ν.
Αιτητής
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Υπουργού Άμυνας και/ή
Υπουργικού Συμβουλίου, και/ή
Ανωτέρου Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών
Καθ' ων η Αίτηση
.........
Κατερίνα Χατζηθεοδώρου για Αιτητή
Γεώργιος Χατζηπροδρόμου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για Καθ' ων η αίτηση.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Ο Αιτητής ήταν μόνιμος Αξιωματικός του Στρατού της Δημοκρατίας. Κατά την έκδοση των εδώ προσβαλλομένων κατείχε το βαθμό του Συνταγματάρχη.
Με επιστολή ημερ. 14.05.2020 πληροφορήθηκε περί τον τερματισμό της υπηρεσίας του καθώς και την προηγηθείσα κρίση του ως ευδοκίμως τερματίσαντος την υπηρεσία του, πράξεις που προσβάλλει με την παρούσα.
Επικαλείται ως λόγους ακύρωσης ότι διά των προσβαλλομένων έχει παραβιαστεί η αρχή της αμεροληψίας λόγω της συμμετοχής των τριών Υπουργών που αποτελούσαν τα μέλη του Συμβουλίου και στο Υπουργικό Συμβούλιο που κύρωσε αργότερα τους Πίνακες, το αναιτιολόγητο και ελλειμματικό στην έρευνα/πεπλανημένο, παραπέμποντας συναφώς στην απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου (Ε. Γαβριήλ, ΔΔΔ) στις Συνεκδ. υποθέσεις αρ. 620/2020 και αρ. 746/2020 Ζωνιά v. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερομηνίας 08.12.2020 (εφεξής οι «Συν. Υπ. αρ. 620/2020 κ.α Ζωνιά») καθώς και το δυσανάλογο και ληφθέν δυνάμει διατάξεων που περιορίζουν την εμβέλεια διατάξεων πρωτογενούς νομοθεσίας και δη του άρθρου 42 του Ν. 158(Ι)/1999.
Η πλευρά των Καθ’ ων η αίτηση απορρίπτει τους ισχυρισμούς του Αιτητή επιμένοντας στο ορθό νόμιμο και αιτιολογημένο των προσβαλλομένων.
Εξέτασα τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς και καταλήγω στα ακόλουθα:
Στην απόφαση στις Συν. Υπ. αρ. 620/2020 κ.α Ζωνιά», αναφέρθηκε (παραθέτω εκτενές απόσπασμα λόγω σχετικότητας με τα εδώ κρινόμενα):
«Το ζήτημα, έγκειται, όπως το έθεσε ο αιτητής, στο γεγονός ότι υφίσταται κακή σύνθεση του αποφασίζοντος οργάνου και/ή παραβιάζεται η αρχή της αμεροληψίας, αφού στο Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων, συμμετείχε ο Υπουργός Άμυνας, ο Υπουργός Εσωτερικών (εκ παραδρομής αναφέρεται ο αιτητής στον Υπουργό Οικονομικών) και ο Υπουργός Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, οι οποίοι συμμετέχουν επίσης και στο Υπουργικό Συμβούλιο που κυρώνει την απόφαση του Συμβουλίου.
Πράγματι, όπως προνοείται στις διατάξεις του Κανονισμού 30 (β), το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων, αποτελείται από τον Υπουργό Άμυνας, ως Πρόεδρο και δύο άλλους Υπουργούς, οι οποίοι διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, μετά από πρόταση του Υπουργού Άμυνας και τον Αρχηγό, ως μέλη. Στην προκείμενη περίπτωση, το Υπουργικό Συμβούλιο με την απόφαση του ημερομηνίας 27.2.2020, αποφάσισε τον διορισμό του Υπουργού Εσωτερικών και του Υπουργού Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, ως μελών του Ανώτερου Συμβουλίου Κρίσεων.
Το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων, απαρτιζόμενο από τον Υπουργό Άμυνας, τον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς και τους δύο πιο πάνω αναφερόμενους Υπουργούς, κατάρτισε τους Πίνακες των Αξιωματικών που κρίθηκαν κατά την Τακτική Σύνοδο ημερομηνίας 6.5.2020 και υπέβαλε αυτούς προς το Υπουργικό Συμβούλιο, στη βάση του Κανονισμού 35, για κύρωση.
Παραθέτω αυτούσιο το περιεχόμενο του Κανονισμού 35:-
«35.-(1) Οι Πίνακες των Αξιωματικών που κρίθηκαν από το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων, αφού υπογραφούν από τον πρόεδρο και τα μέλη του Ανώτερου Συμβουλίου Κρίσεων, υποβάλλονται στο Υπουργικό Συμβούλιο.
(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο-
(α) σε περίπτωση που συμφωνεί με τους αναφερόμενους στην παράγραφο (1) του παρόντος Κανονισμού Πίνακες, τους κυρώνει∙
(β) σε περίπτωση που διαφωνεί με την απόφαση του Ανώτερου Συμβουλίου Κρίσεων ως προς την κρίση Αξιωματικού, κατατάσσει τον Αξιωματικό στην κατάλληλη, κατά τη γνώμη του, διαβάθμιση κρίσης και κυρώνει τους Πίνακες.
(3) Μετά την κύρωση των Πινάκων από το Υπουργικό Συμβούλιο οι Πίνακες κοινοποιούνται στους κριθέντες Αξιωματικούς από τον Αρχηγό εντός δέκα (10) ημερών από την ημερομηνία λήψης των κυρωμένων Πινάκων.»
Στη βάση των πιο πάνω, προκύπτει ότι το Υπουργικό Συμβούλιο, κατά τη διαδικασία κύρωσης των Πινάκων που συντάσσονται από το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων και προκειμένου αυτοί να καταστούν οριστικοί, ως επιτάσσει ο Κανονισμός 36, έχει εξουσία, όχι μόνον να συμφωνήσει με το περιεχόμενο του Πίνακα, ήτοι με την κρίση ενός εκάστου Αξιωματικού, αλλά και να διαφωνήσει, τροποποιώντας ουσιαστικά στην κατάταξη του Αξιωματικού στη διαβάθμιση κρίσης που το ίδιο το Υπουργικό Συμβούλιο κρίνει ορθό.
Συνάγεται επομένως, ότι το Υπουργικό Συμβούλιο, κατά τη διαδικασία κύρωσης των Πινάκων του Ανώτερου Συμβουλίου Κρίσεων, ασκεί αποφασιστική αρμοδιότητα και όχι απλώς εγκριτική. Ασκεί ουσιαστική κρίση, έχοντας τη δυνατότητα αντικατάστασης της απόφασης του Ανώτερου Συμβουλίου Κρίσεων.
Συνεπώς, κατά την κρίση μου, εφόσον για την κύρωση των Πινάκων των Αξιωματικών που καταρτίζει σε πρώτο βαθμό το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων, ασκείται ουσιαστική κρίση σε δεύτερο βαθμό από το Υπουργικό Συμβούλιο, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί παράβαση της αρχής της αμεροληψίας, από μόνη τη συμμετοχή των τριών Υπουργών και στα δύο συλλογικά όργανα, αφού εκ των σχετικών Κανονισμών, τα δύο όργανα εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς και ασκείται επί του προκειμένου, ουσιαστική κρίση από το Υπουργικό Συμβούλιο, σε σχέση με την απόφαση του Ανώτερου Συμβουλίου Κρίσεων.
Όπως αναφέρεται και στο σύγγραμμα «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου, Τόμος 1, 15η έκδοση (2017), §128 σελ. 124:-
«Όταν οι σχετικές διατάξεις προβλέπουν δύο βαθμούς ουσιαστικής κρίσης της υπόθεσης, στο δευτεροβάθμιο συλλογικό όργανο ένα μέλος μπορεί να είναι πρόσωπο που είχε μετάσχει στο πρωτοβάθμιο όργανο, εκτός αν ρητώς ορίζεται από τη σχετική διάταξη η συμμετοχή περισσότερων [.]»
Στη βάση των πιο πάνω, ο ισχυρισμός του αιτητή απορρίπτεται.
(…)
Ο επόμενος ισχυρισμός που προωθήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή, άπτεται ελλιπούς έρευνας, αλλά και αιτιολογίας, ως προς την λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης για την επίδικη κρίση του.
Όπως έχει αναφερθεί, ο αιτητής πληρούσε τις προϋποθέσεις του Κανονισμού 25 και μπορούσε να τύχει κρίσης από το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων για σκοπούς ανέλιξής του στον επόμενο βαθμό, ήτοι στο βαθμό του Ταξίαρχου.
Παραθέτω κατωτέρω τις διατάξεις του Κανονισμού 38(5), που εδώ ενδιαφέρουν:-
«38.-(1) [.]
(5) Αξιωματικός βαθμού Συνταγματάρχη κρίνεται ως ακολούθως:
(α) Προακτέος κατ' εκλογή, εφόσον- [.]
(β) Προακτέος κατ' αρχαιότητα, εφόσον- [.]
(γ) Διατηρητέος, εφόσον- [.]
(δ) Ευδοκίμως τερματίσας την υπηρεσία του, εφόσον:
(ί) μέχρι την 1η Μαρτίου του έτους σύγκλησης του Ανώτερου Συμβουλίου Κρίσεων έχει συμπληρώσει το 55° έτος της ηλικίας του και έχει συμπληρωμένο το μέγιστο αριθμό μηνών που απαιτείται, με βάση τις διατάξεις του περί Συντάξεων Νόμου του 1997, για σκοπούς καταβολής ετήσιας σύνταξης∙
(ii) το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων, συνεκτιμώντας την όλη σταδιοδρομία του, κρίνει ότι υπηρέτησε ευδόκιμα, αλλά η αφυπηρέτησή του εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, όπως τούτο καθορίζεται στην υποπαράγραφο (β) της παραγράφου (8) του παρόντος Κανονισμού∙ και
(iii) δεν είναι ένοχος σοβαρού ποινικού αδικήματος ή σοβαρού πειθαρχικού παραπτώματος.
[.]
(8) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Κανονισμού, Αξιωματικοί βαθμού Συνταγματάρχη, Ταξιάρχου και Υποστρατήγου-
(α) κρίνονται από το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων, με βάση τη συνεκτίμηση όλων των στοιχείων που περιέχονται στους ατομικούς τους φακέλους, λαμβανομένης υπόψη και της τεκμηριωμένης και σαφώς αιτιολογημένης γνώμης των μελών του Ανώτερου Συμβουλίου Κρίσεων για τη συνολική σταδιοδρομία στο Στρατό ή/και στην Εθνική Φρουρά των κρινόμενων Αξιωματικών μέχρι το χρόνο της κρίσης:
Νοείται ότι τα πτυχία ή διπλώματα που κατέχει ο κρινόμενος Αξιωματικός λαμβάνονται υπόψη κατά την κρίση του, εφόσον δεν ήταν απαραίτητο προσόν για το διορισμό του'
(β) κρίνονται ως ευδοκίμως τερματίσαντες την υπηρεσία τους για λόγους δημόσιου συμφέροντος, με βάση τις πρόνοιες των παραγράφων (5), (6) και (7) του παρόντος Κανονισμού, και αφού, επιπρόσθετα, αξιολογηθεί η εν γένει κατάσταση, ο επιχειρησιακός σχεδιασμός, οι ανάγκες μετεξέλιξης και λοιπές απαιτήσεις του Στρατού ή/και της Εθνικής Φρουράς ή/και οι λειτουργικές, οργανωτικές και ποιοτικές ανάγκες της υπηρεσίας κατά Κλάδο και Κοινό Σώμα ή/και η ανάγκη παροχής δυνατότητας ανέλιξης Αξιωματικών κατώτερων βαθμών και αφού ληφθούν υπόψη και οι πιο κάτω παράγοντες:
(ί) Η όλη επαγγελματική κατάρτιση και σταδιοδρομία του Αξιωματικού, συμπεριλαμβανομένης της φοίτησης σε στρατιωτικές σχολές·
(ίί) η δυνατότητα για περαιτέρω προσφορά του Αξιωματικού·
(ίίί) τα έτη παραμονής στο βαθμό που κατέχει
(ίν) η ηλικία του Αξιωματικού.»
Εκ των πιο πάνω, καθίσταται σαφές ότι, προκειμένου Αξιωματικοί βαθμού Συνταγματάρχη, Ταξίαρχου και Υποστράτηγου, να κριθούν ως ευδοκίμως τερματίσαντες την υπηρεσία τους, θα πρέπει να εξειδικευθούν οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος, που δικαιολογούν τερματισμό υπηρεσίας και επιπροσθέτως, να αξιολογηθεί η εν γένει κατάσταση, ο επιχειρησιακός σχεδιασμός, οι ανάγκες μετεξέλιξης και λοιπές απαιτήσεις του Στρατού ή/και της Εθνικής Φρουράς ή/και οι λειτουργικές, οργανωτικές και ποιοτικές ανάγκες της υπηρεσίας κατά Κλάδο και Κοινό Σώμα ή/και η ανάγκη παροχής δυνατότητας ανέλιξης Αξιωματικών κατώτερων βαθμών.
Τούτα, εφόσον πρόσθετα ληφθούν υπόψη, όλη η επαγγελματική κατάρτιση και σταδιοδρομία του Αξιωματικού, η δυνατότητα για περαιτέρω προσφορά του στην υπηρεσία, τα έτη παραμονής του στο βαθμό που κατέχει και η ηλικία του.
Ανατρέχοντας στα πρακτικά συνεδρίας του Ανώτερου Συμβουλίου Κρίσεως, καταγράφονται τα πιο κάτω:-
«Συνταγματάρχης (ΠΖ) Ζωνιάς XXXX, Α.Μ 3002
Το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων, με βάση τις πρόνοιες της παραγράφου (8) (β) του Κανονισμού 38 των περί Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις Αξιωματικών) Κανονισμών του 2016 και 2018 (Κ.Δ.Π. 351/2016) που του δίνει την εξουσία να κρίνει ως ευδοκίμως τερματίσαντα την υπηρεσία του για λόγους δημοσίου συμφέροντος και αφού αξιολόγησε την εν γένει κατάσταση, τον επιχειρησιακό σχεδιασμό, τις ανάγκες μετεξέλιξης και τις λοιπές καταστάσεις του Στρατού και της Εθνικής Φρουράς ή/και λειτουργικές, οργανωτικές και ποιοτικές ανάγκες της υπηρεσίας κατά Κλάδο και Κοινό Σώμα ή/και η ανάγκη παροχής δυνατότητας ανέλιξης Αξιωματικών κατώτερων βαθμών και έλαβε υπόψη:
1. Την όλη επαγγελματική κατάρτιση και σταδιοδρομία του Αξιωματικού, συμπεριλαμβανομένης της φοίτησης σε στρατιωτικές σχολές
2. Τη δυνατότητα για περαιτέρω προσφορά του Αξιωματικού
3. Τα έτη παραμονής στο βαθμό που κατέχει
4. Η ηλικία του Αξιωματικού
Περαιτέρω έλαβε υπόψη, τις εξειδικευμένες ανάγκες της υπηρεσίας σε Αξιωματικούς, όπως διαμορφώνονται από την ανάγκη να έχει και να διατηρεί η Εθνική Φρουρά τη μαχητική εκείνη ικανότητα που θα της επέτρεπε να ανταποκρίνεται στην ανάγκη σχεδιασμού και διοίκησης ενός σύγχρονου στρατεύματος.
Ενημερώθηκε από τον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς ως εισηγητή και μέλος του Συμβουλίου, ο οποίος μετά από προσωπική του έρευνα παρουσίασε όλα τα πιο πάνω στοιχεία.
Μετά από διεξοδική ανάλυση όλων των πιο πάνω παραγόντων και διαπιστώσεων, το Συμβούλιο, κατέληξε ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις μιας χώρας, για να είναι σε θέση να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις, υπάρχει ανάγκη μεταξύ άλλων:
1. Την εξύψωση του ηθικού του συνόλου των Αξιωματικών σε όλες τις βαθμίδες, λόγω σημαντικής αύξησης των προαγωγών.
2. Την αποσυμφόρηση της πυραμίδας, αφού χαμηλόβαθμοι Αξιωματικοί (Από Ανθλγο μέχρι και Ανχη), παραμένουν καθηλωμένοι στον ίδιο βαθμό για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.
3. Στην ηγεσία των Σχηματισμών της Ε.Φ, να ανέλθουν νεότεροι Αξιωματικοί με νέες αντιλήψεις και ιδέες.
4. Οι χαμηλόβαθμοι Αξιωματικοί να έχουν την δυνατότητα ανέλιξης και να καταβάλουν κάθε προσπάθεια τόσο για την μαχητικής ικανότητα της Εθνικής Φρουράς, όσο και για περαιτέρω ατομική μόρφωση (απόκτηση πτυχίων, εκμάθηση ξένων γλωσσών, μεταπτυχιακά κ.τ.λ).
Αποφάσισε να ενεργοποιήσει τις πρόνοιες που αφορούν τον ευδοκίμως τερματισμό της υπηρεσίας για λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 38 (6),(δ) σύμφωνα με τον οποίο Αξιωματικός μπορεί να κριθεί ως ευδοκίμως τερματίσας την υπηρεσία εφόσον:
1. Μέχρι την 1η Μαρτίου του έτους σύγκλησης του Ανώτερου Συμβουλίου Κρίσεων έχει συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του και έχει συμπληρωμένο το μέγιστο αριθμό μηνών που απαιτείται, με βάση τις διατάξεις του περί Συντάξεων Νόμου του 1997, για σκοπούς καταβολής ετήσιας σύνταξης.
2. Το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων, συνεκτιμώντας την όλη σταδιοδρομία του, κρίνει ότι υπηρέτησε ευδόκιμα, αλλά η αφυπηρέτησή του εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, όπως τούτο καθορίζεται στην υποπαράγραφο (β) της παραγράφου (8) του παρόντος Κανονισμού, και
3. Δεν είναι ένοχος σοβαρού ποινικού αδικήματος ή σοβαρού πειθαρχικού παραπτώματος.
Ειδικότερα ως προς τον εν λόγω Αξιωματικό έλαβε υπόψη:
1. Ότι έχει συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του και έχει συμπληρωμένο το μέγιστο αριθμό μηνών που απαιτείται, με βάση τις διατάξεις του περί Συντάξεων Νόμου του 1997, για σκοπούς καταβολής ετήσιας σύνταξης.
2. Ότι δεν είναι ένοχος σοβαρού ποινικού αδικήματος ή σοβαρού πειθαρχικού παραπτώματος.
3. Όλα τα πιο πάνω που αφορούν την εξουσία του ευδοκίμως τερματίσας την υπηρεσία.
4. Την ενημέρωση από τον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς ως εισηγητή και μέλους του Ανώτερου Συμβουλίου.
να τον κρίνει ομόφωνα ως «ευδοκίμως τερματίσαντα» την υπηρεσία του για τον λόγο ότι η παραμονή του στο στράτευμα δεν παρέχει τη δυνατότητα ανέλιξης Αξιωματικών κατώτερων βαθμών και η αφυπηρέτησή του εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, όπως τούτο καθορίζεται στην υποπαράγραφο (β) της παραγράφου (8) του Κανονισμού 38.»
Τίποτε όμως από τα πιο πάνω αναφερόμενα, δεν αναδεικνύει την έρευνα που όφειλε το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων να εκπονήσει, προκειμένου να καταλήξει σε διαπιστώσεις από τις οποίες να μπορεί να ενεργοποιήσει τις διατάξεις του Κανονισμού 38(5)(δ) και να καταλήξει στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Από τις διατάξεις της δευτερογενούς νομοθεσίας, επιβάλλεται η προηγούμενη αξιολόγηση αριθμού παραγόντων, προτού το Συμβούλιο καταλήξει σε τερματισμό - ευδόκιμο έστω - υπηρεσίας Αξιωματικού. Κατά τον Κανονισμό 38(8)(β), θα έπρεπε να προηγηθεί της κρίσης, αξιολόγηση της εν γένει κατάστασης, του επιχειρησιακού σχεδιασμού. Θα έπρεπε να μελετηθούν οι ανάγκες μετεξέλιξης και οι λοιπές απαιτήσεις, ποιοτικές, ποσοτικές του Στρατού, κατά Κλάδο και Σώμα, ως επίσης να εξεταστεί και το κατά πόσον παρέχεται η δυνατότητα σε Αξιωματικούς κατώτερου βαθμού προς ανέλιξη. Ήταν επίσης ρητή υποχρέωση του Συμβουλίου, εκ των κανονιστικών διατάξεων, προτού ενεργοποιηθούν οι διατάξεις του εδαφίου (β) του Κανονισμού 38(8), να προηγηθεί εξατομικευμένη έρευνα για τον υπό κρίση Αξιωματικό, σε σχέση με την επαγγελματική του κατάρτιση και σταδιοδρομία και τη δυνατότητα για περαιτέρω προσφορά του στην υπηρεσία.
Απλή εξέταση των πρακτικών του Ανώτερου Συμβουλίου Κρίσεων, καταδεικνύει τη μη συμμόρφωση του Συμβουλίου με τα όσα επιτάσσονται εκ του σχετικού Κανονισμού, αφού τα όσα καταγράφονται, συνιστούν απλή επανάληψη του κανονιστικού πλαισίου, χωρίς να παρατίθενται συγκεκριμένα στοιχεία και δεδομένα εξατομικευμένα.
Αναφέρεται στα πρακτικά του Συμβουλίου, ότι ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς, μετά από προσωπική του έρευνα παρουσίασε όλα τα πιο πάνω απαιτούμενα στοιχεία, των οποίων έγινε διεξοδική ανάλυση. Πουθενά όμως δεν εντοπίζονται τα στοιχεία αυτά, ούτε περιγράφονται στα επίδικα πρακτικά, αλλά ούτε και περιέχονται στο Τεκμήριο 1 που κατατέθηκε κατά το στάδιο των προφορικών διευκρινίσεων.
Αναφέρθηκε, από το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων, η ενεργοποίηση των προνοιών του ευδόκιμου τερματισμού της υπηρεσίας του αιτητή, για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Μίας έννοιας πολυσχιδούς και πολυποίκιλης. Ως έννοια, όμως, δυσπροσδιόριστη, το έννομο συμφέρον θα πρέπει να εξειδικεύεται, με αναφορά σε συγκεκριμένα περιστατικά και να προσδιορίζεται με τρόπο που να καθιστά εφικτό το δικαστικό έλεγχο.
Εξέταση των πρακτικών του Ανώτερου Συμβουλίου Κρίσεων, δεν αποκαλύπτει τους λόγους δημοσίου συμφέροντος για τους οποίους οι καθ' ων η αίτηση οδηγήθηκαν στην επίδικη απόφαση. Η γενική και αόριστη αναφορά στις κανονιστικές διατάξεις, δεν αρκεί, αφού δεν επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο.
Η έννοια του δημοσίου συμφέροντος, που αποτέλεσε το εφαλτήριο για την έκδοση της επίδικης απόφασης, συνιστά αόριστη έννοια. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα του Χ. Χρυσανθάκη «Συμβούλιο της Επικρατείας - Εφαρμογές Διοικητικού Ουσιαστικού & Δικονομικού Δικαίου», Νομική Βιβλιοθήκη (2012), σελ. 533:-
« XVII. Οι αόριστες έννοιες
Έννοιες νομικές είναι εκείνες, με τις οποίες προσδιορίζονται οι προϋποθέσεις που τάσσονται από τον κανόνα δικαίου, προκειμένου να επέλθουν οι συνέπειές τους. Αξιολογικές νομικές έννοιες εννοούνται οι έννοιες οι οποίες σε αντίθεση με τις περιγραφικές αναφέρονται σε δεδομένα που δεν γίνονται αισθητά ή αντιληπτά από μόνα τους αλλά κάποιος μπορεί να τα καταλάβει μόνο σε συσχετισμό με τον κόσμο των κανόνων. Κατά τον καθηγητή Γ. Μητσόπουλο, η εξειδίκευση των αόριστων εννοιών χωρεί πάντοτε ενόψει των ατομικών και ιδιαίτερων στοιχείων της ατομικής περιπτώσεως, ώστε ο ορισμός της έννοιας να διαμορφώνεται κατά τέτοιον τρόπο ώστε να καθίσταται εφικτή η υπαγωγή της περιπτώσεως στην οριζόμενη έννοια. Η διάκριση των νομικών εννοιών σε ορισμένες και αόριστες συνδέεται προς το ζήτημα της εκτάσεως των ορίων του ερμηνευτή κατά την εξειδίκευση των νομικών εννοιών και όχι προς το ζήτημα της πραγματικής υπαγωγής η οποία και είναι και παραμένει πάντοτε καθαρώς λογική υπαγωγή. Η ορθή ή όχι εξειδίκευση της αόριστης έννοιας δεν είναι δυνατή χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα ατομικά και ιδιαίτερα στοιχεία της ατομικής περιπτώσεως, δεδομένου ότι εξαιτίας της ιδιορρυθμίας τους αποκτούν ιδιαίτερα γνωρίσματα ανάλογα των ατομικών και ιδιαίτερων γνωρισμάτων της συγκεκριμένης περίπτωσης.»
Η κατάληξη πως η συγκεκριμένη απόφαση εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, αποτελεί συμπέρασμα που προϋποθέτει την ύπαρξη δεδομένων, πάνω στη βάση των οποίων εξάγεται και εναπόκειται στην ίδια τη διοίκηση, τελικώς, να το προσδιορίσει. Η επίκληση, η διερεύνηση, αλλά και η εκτίμηση του δημοσίου συμφέροντος, συνιστούν αναπόσπαστα στοιχεία του δικαστικού ελέγχου της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης και η απουσία εξατομίκευσης, με αναφορά σε συγκεκριμένα περιστατικά και δεδομένα, οδηγεί σε ελλιπή αιτιολογία.
Για τους πιο πάνω λόγους, καταλήγω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αναφορικά με την κρίση του αιτητή ως «ευδοκίμως τερματίσαντας την υπηρεσία του», ακυρώνεται.
Υπό το φως των διατάξεων του Κανονισμού 22 και με δεδομένο το συγκεκριμένο αριθμό θέσεων προαγωγής, ενόψει της επιτυχίας της προσφυγής με αρ. 620/2020 με την οποία ακυρώθηκε η κρίση του αιτητή ως ευδοκίμως τερματίσαντα την υπηρεσία του, λόγω συνάφειας, συμπαρασύρεται σε ακυρότητα και η τελική απόφαση προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών, αφού τίθεται πλέον στο προσκήνιο ζήτημα επανεξέτασης».
Η ανωτέρω απόφαση αφορούσε την ίδια διαδικασία και επίδικο ήταν το ίδιο πρακτικό του Ανώτερου Συμβουλίου Κρίσεων ημερ. 06.05.2020 ως και στην παρούσα. Στη σημερινή μου απόφαση στις Συνεκδικαζόμενες Προσφυγές Αρ. 634/2020 κ.α Χατζησωτηρίου Κυριάκος κ.α ν. Δημοκρατίας, έχω ήδη σχολιάσει την περιπλοκή που δημιούργησε η μη συνεκδίκαση των συναφών εκκρεμουσών προσφυγών, οι οποίες προσέβαλλαν τις εν λόγω κρίσεις των αξιωματικών για την ίδια διαδικασία και ισχύουν τα ίδια και για την παρούσα.
Κατά τα λοιπά, διαπιστώνω ότι, με την αιτιολογημένη απόφασή του στις Συν. Υπ. αρ. 620/2020 κ.α Ζωνιά, το Δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλόμενη κρίση ως ελλειμματική και προϊόν πλημμελούς έρευνας, αφού πρώτα απέρριψε τον ισχυρισμό του εκεί αιτητή περί πλημμελούς σύνθεσης λόγω αμεροληψίας που και ο εδώ Αιτητής ισχυρίζεται. Η κρίση του Δικαστηρίου στις Συν. Υπ. αρ. 620/2020 κ.α Ζωνιά, τόσο ως προς την απόρριψη του ισχυρισμού περί πλημμελούς σύνθεσης λόγω αμεροληψίας όσο και ως προς την αιτιολογία/δέουσα έρευνα με βρίσκει σύμφωνο και θεωρώ ότι εφαρμόζεται και στα εδώ κρινόμενα, δεδομένου ότι η δοθείσα αιτιολόγηση που κρίθηκε ως πλημμελής αφορά τα ίδια ουσιώδη ζητήματα, τα οποία εντοπίζονται και στην παρούσα. Ως ανέφερα στην ως άνω σημερινή μου απόφαση στις Συνεκδικαζόμενες Προσφυγές Αρ. 634/2020 κ.α:
«Το Δικαστήριο στις Συν. Υπ. αρ. 620/2020 κ.α Ζωνιά εντόπισε πλημμέλεια αιτιολογίας και αυτή αφορούσε τόσο την αιτιολόγηση των λόγων δημοσίου συμφέροντος, για τους οποίους οι καθ' ων η αίτηση οδηγήθηκαν στις επίδικες αποφάσεις, όσο και ότι έπρεπε να προηγηθεί εξατομικευμένη έρευνα για τους αξιωματικούς, κρίνοντας ότι τα όσα αναφέρθηκαν συνιστούν απλή επανάληψη του κανονιστικού πλαισίου, χωρίς να παρατίθενται συγκεκριμένα στοιχεία και δεδομένα. Επίσης βέβαια κρίθηκε ότι, ενώ αναφέρεται στα πρακτικά του Συμβουλίου, ότι ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς, μετά από προσωπική του έρευνα παρουσίασε όλα τα πιο πάνω απαιτούμενα στοιχεία, των οποίων έγινε διεξοδική ανάλυση, όμως δεν εντοπίζονται πουθενά τα στοιχεία αυτά, ούτε περιγράφονται στα επίδικα πρακτικά, αλλά ούτε και περιέχονται στους διοικητικούς φακέλους.
Όλα αυτά ισχύουν και για τις εδώ επίδικες κρίσεις, ανεξάρτητα των επιμέρους διαφοροποιήσεων (..).
Η μόνη εξατομικευμένη καταγραφή αφορά τον Αιτητή Αντωνίου στην 635/2020 (για τον οποίο γίνεται αναφορά στη μη φοίτηση στις σχολές πολέμου και άμυνας) αλλά κατά τα λοιπά η απουσία καταγραφής των στοιχείων που παρουσίασε ο Αρχηγός, η οποία είχε εντοπιστεί στις Συν. Υπ. αρ. 620/2020 κ.α Ζωνιά, απουσιάζει.
(…)
Σημειώνω ότι, σε κάθε περίπτωση, ακόμα κι αν δεν ετύγχαναν εφαρμογής οι ως άνω αρχές και νομολογία, συμφωνώ απόλυτα με όσα αποφασίστηκαν περί της ελλειμματικής αιτιολόγησης/έρευνας (στα οποία παρέπεμψα πιο πάνω) στις Συν. Υπ. αρ. 620/2020 κ.α Ζωνιά υιοθετώντας αυτά και θεωρώντας ότι ισχύουν κατ’ αναλογία με τις υπό κρίση προσφυγές αρ. 634/2020-636/2020.
Δε πρέπει δε να διαλανθάνει ουδενός της προσοχής τα όσα, ακολούθως των προσβαλλόμενων στις πρ. αρ. 634-636/20 κρίσεων, αναφέρθηκαν ως προς τον τρόπο που αξιολογούνται ειδικά τα κριτήρια του επίδικου Κανονισμού 38(8) της Κ.Δ.Π. 351/2016 και στην επίσης τελεσίδικη απόφαση στην Πρ. Αρ. 1221/2020. Ασφαλώς βέβαια στην εν λόγω απόφαση επίδικο ήταν άλλο πρακτικό, αυτό της επανεξέτασης, όμως το σκεπτικό του Δικαστηρίου καθοδηγεί ως προς τον τρόπο που πρέπει ο εν λόγω (επίδικος και εδώ) κανονισμός 38(8) να εξετάζεται. Εκεί λοιπόν ελέχθη σχετικά με τα εδώ κρινόμενα (η υπογράμμιση του παρόντος):
«Σε ότι αφορά όμως την αποστρατεία, λόγω ευδόκιμου τερματισμού των υπηρεσιών, εναποτέθηκε διακριτική ευχέρεια στα αρμόδια όργανα του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων, αλλά και του Υπουργικού Συμβουλίου, νοουμένου ότι θα κρινόταν ότι το δημόσιο συμφέρον απαιτούσε κατά τον εκάστοτε ουσιώδη χρόνο να αποστρατευτούν αξιωματικοί άνω των 55 ετών πριν την συμπλήρωση του ορίου ηλικίας για αφυπηρέτηση τους και κατά την ενεργοποίηση αυτή θα υπήρχε και εξατομικευμένη κρίση πρόσθετα για το ποιοί από την κατηγορία αυτή (άνω των 55 ετών), θα πρέπει (αντί να κριθούν διατηρητέοι ή προακτέοι κατ' εκλογήν ή κατ' αρχαιότητα) να αποστρατευτούν ως ευδοκίμως τερματίσαντες την υπηρεσία τους. Εν προκειμένω το πρακτικό δεν αποκαλύπτει ποιες ήταν οι ανάγκες και οι επιχειρησιακοί σχεδιασμοί για το έτος 2020 και ο προγραμματισμός για το μέλλον και πως αυτοί θα επιτυγχάνονταν, αλλά περιορίστηκε στις γενικότερες ανάγκες των σύγχρονων στρατών, αναφορές που χαρακτηρίζονται από γενικότητα και αοριστία.
Όπως αναφέρεται στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 402-403 σε σχέση με το ζήτημα αυτό, απαιτείται εξειδίκευση του δημοσίου συμφέροντος στην απόφαση και όχι γενικές αναφορές. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
«η) Α π ο σ τ ρ α τ ε ί α των ε ύ δ ο κ ί μ ω ς τ ε ρ μ α τ ι σ ά ν τ ω ν τήν σ τ α δ ι ο δ ρ ο μ ί α ν τ ω ν.
Τό άρθρο, 12 του ν.δ. 2923 ]54, ως ετροποποιήθη, επιτρέπει την ητιολογημένην επί τη βάσει γενικωτέρων κριτηρίων απομάκρυνσιν εκ του στρατεύματος αξιωματικών, οίτινες θά ηδύναντο μεν να παραμείνωσιν εις το στράτευμα, ως μη στερούμενοι ουσιωδώς και μεγάλως των κατά νόμον προσόντων ή και να προαχθώσιν ενδεχομένως ως συγκεντρούντες άπαντα τά πρός τούτο προσόντα, άλλα των οποίων η περαιτέρω παραμονή κρίνεται μή αναγκαία ή μη προάγουσα το συμφέρον της υπηρεσίας : 137, 230, 1518, 1658, 2033 (57), 766, 772 (58) . Τα κριτήρια άτινα δέον νά λαμβάνωνται υπ' οψιν κατά τήν εφαρμογήν της διατάξεως ταύτης είναι κατ' αναγκην ευρύτατα καί άσχετα πρός τα διά την ποοαγωγήν ποοσόντα : 480, 639 (56), 136, 137, 149, 524-528 (57), 766, 772 (58), ων μόνον η ουσιώδης καί μεγάλη έλλειψις δύναται νά δικαιολογήση την κατά τας γενικάς διατάξεις αποστρατείαν ενεκεν ανεπαρκείας : 230, 310, 525, 639, 1518 (57). Αρα τά πρός έφαρμογήν τής διατάξεως ταύτης κριτήρια συνδέονται πρός τάς εις ανώτερα στελέχη ανάγκας του στρατεύματος, χρήζοντος πλαισιώσεως δι' αξιωματικών κατεχόντων ωρισμένας ιδιαιτέρας ικανότητας και ευρισκομένων μεταξύ των νεωτέρων, ων πρός τούτο η προώθησις αποσκοπείται : 40—44, 67, 68, 108, 109, 161, 180, 592 (56) 136, 310 (57).
Η τοιαύτη κρίσις χρήζει αιτιολογίας καθ' ο επαγομένη δυσμενή διά τον αξιωματικόν αποτέλεσμα, διά την πληρότητα δέ της αιτιολογίας δεν αρκεί ή απλή επανάληψις, της διατάξεως του νόμου ή γενική καί αόριστος τοιαύτη δυναμένη νά χρησιμοποιηθή εις πάσαν περίπτωσιν, αλλ' απαιτείται εξειδίκευσις του λόγου ως και η μνεία συγκεκριμένων γεγονότων ή στοιχείων : 40, 41, 67, 68, 81, 114- 118, 639 (56), 772 (58). Δέν είναι όμως αναγκαίον, όπως ή αιτιολογία περιέχηται εις το σώμα της αποφάσεως, αλλ' αρκεί η διατύπωσις των σχετικών λόγων να γίνηται εν ιδίω πρακτικώ της διασκέψεως του συμβουλίου : 40-44, 119 (56).».
Στην έλλειψη και πάλιν της απαιτούμενης συγκεκριμένης και όχι γενικής και αόριστης αξιολόγησης, των αναγκών για ενεργοποίηση των εξαιρετικών διατάξεων για ευδόκιμο τερματισμό υπηρεσιών, πριν την συμπλήρωση της ηλικίας αφυπηρέτησης κάποιων από τους Συνταγματάρχες, οι κρίσεις που ακολούθησαν εξατομικευμένα για ευδόκιμο τερματισμό συγκεκριμένων μόνο Συνταγματαρχών - και εδώ επίδικη είναι η εξατομικευμένη κρίση για τον αιτητή Ζωνιά - έγινε κατά παράβαση του Κανονισμού 38(8). (…) Πέραν όμως της συμμόρφωσης ως προς την απαίτηση να προηγηθεί αναφορά στο δημόσιο συμφέρον με ειδική αιτιολογία, δεν εξειδικεύτηκε με αναφορά στον κυπριακό στρατό, τις δυνατότητές του, τους αριθμούς, το υπάρχον φρόνημα, την πραγματοποιηθείσα εκπαίδευση, τις ανάγκες για το μέλλον κλπ., ζητήματα γνωστά στους αρμόδιους, τα οποία όμως δεν καταγράφηκαν στο Πρακτικό. Ό,τι δεν καταγράφεται στο Πρακτικό δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ισχύει, επειδή τα γνωρίζουν οι επαΐοντες επί αυτών.
Η επιτυχία του λόγου αυτού ακυρώσεως οδηγεί σε ακύρωση και την απόφαση που ακολούθησε, αυτήν της κρίσης του αιτητή ως ευδοκίμως τερματίσαντα την υπηρεσία του και τις επακολουθείσασες κρίσεις για τους προακτέους (Ε/Μ)».
Και εδώ για τον Αιτητή ισχύουν τα ίδια και δη όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω στη σημερινή μου απόφαση στις Συν. Πρ. Αρ. 634/2020 κ.α αναφορικά με την εκεί κρινόμενη προσφυγή αρ. 635/2020.
Σημειώνω παρενθετικά ότι η απόφαση ΑΕ 56/2012 Ηλία ν. Δημοκρατίας ημερ. 08.06.2018, στην οποία με παραπέμπει ο ευπαίδευτος συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση, δε θεωρώ ότι προσφέρει καθοδήγηση στην παρούσα. Τη διάκριση την έχει εξηγήσει το Διοικητικό Δικαστήριο (Α. Ζερβού, ΔΔΔ) στην απόφαση Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας ημερ.18.03.2022[1] ανάλυση την οποία υιοθετώ. Σε κάθε δε περίπτωση στα πλαίσια της Ηλία δεν είχε μεσολαβήσει ακυρωτική απόφαση με τα συγκεκριμένα ευρήματά της ως έγινε αναφορικά με το εδώ επίδικο πρακτικό του Ανώτερου Συμβουλίου Κρίσεων ημερ. 06.05.2020 και τη συγκεκριμένη διαδικασία κρίσεων/ προαγωγών με τις Συν. Υπ. αρ. 620/2020 κ.α Ζωνιά, απόφαση η οποία ενόψει των ευρημάτων, τελεσιδικίας και έννομων συνεπειών, καθιστούσε υπόχρεη τη διοίκηση προς συμμόρφωση με το ακυρωτικό αποτέλεσμα της[2].
Ως εκ των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει και παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων ακύρωσης. Οι προσβαλλόμενες ακυρώνονται με 1.800 ευρώ έξοδα υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση.
Φ. Καμένος, ΔΔΔ
[1] Εκεί αναφέρθηκε:
«Δοθέντος ότι η επιχειρηματολογία των καθ' ων η αίτηση προς απόρριψη των εγειρομένων λόγων ακύρωσης στηρίζεται κυρίως στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ηλία, ανωτέρω, η οποία υιοθετήθηκε μεταγενέστερα και στην απόφαση Ιωάννου ν Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 80/14, ημερ. 02.12.2020 στην οποία η κα Δρυμιώτου έχει παραπέμψει, θα πρέπει καταρχάς να επισημανθεί η ειδοποιός διαφορά στα πραγματικά περιστατικά των εν λόγω αποφάσεων σε σχέση με αυτά της παρούσας προσφυγή. Τόσο στην Ηλία όσο και στην Ιωάννου οι εκεί αιτητές, σε αντίθεση με τον αιτητή στην παρούσα, δεν ήταν απόφοιτοι Ανώτατου Στρατιωτικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος αλλά διορίστηκαν με απευθείας διορισμό ως Αξιωματικοί στο Στρατό της Δημοκρατίας και αποσπάσθηκαν για υπηρεσία στην Εθνική Φρουρά. Είναι σε αυτά τα πλαίσια που αξιολογήθηκε στην Ηλία η εκεί δοθείσα αιτιολογία και η διενεργηθείσα έρευνα, με το Δικαστήριο να διαπιστώνει, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' έφεση, πως η διαπίστωση του Ανωτάτου Συμβουλίου Kρίσεων ότι η καλύτερη εξυπηρέτηση των υπηρεσιακών αναγκών του στρατεύματος μέσω της στελέχωσης των σχηματισμών, συγκροτημάτων, μονάδων, επιτελικών θέσεων και άλλων υπηρεσιών με αποφοίτους ανωτάτων σχολών, ήταν υπό τις περιστάσεις επαρκής, χωρίς να παρίσταται ανάγκη οποιασδήποτε περαιτέρω εξειδίκευσης. Ως εκ τούτου, κρίνω πως οι εν λόγω αποφάσεις δεν εφαρμόζονται στην παρούσα ώστε, δίχως άλλο, να θεωρηθεί ότι και η δοθείσα εν προκειμένω αιτιολογία για τη λήψη της απόφασης για ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας αριθμού Αξιωματικών, μεταξύ αυτών και του αιτητή, ήταν επαρκής και η δέουσα υπό τις περιστάσεις».
[2] Η υποχρέωση της διοίκησης προς συμμόρφωση με το ακυρωτικό αποτέλεσμα της απόφασης στις Συν. Υπ. αρ. 620/2020 κ.α Ζωνιά, με απασχόλησε στα πλαίσια της απόφασης στις Συν. Πρ. Αρ. 634/2020 κ.α.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο