Μ.Κ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του Υπουργού Άμυνας κ.α., Υπόθεση Αρ. 707/2019, 21/5/2025
print
Τίτλος:
Μ.Κ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του Υπουργού Άμυνας κ.α., Υπόθεση Αρ. 707/2019, 21/5/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                                     Υπόθεση Αρ. 707/2019

                                             

       21 Μαΐου, 2025

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

Αναφορικά με τα Άρθρα 6, 28 και 146 του Συντάγματος

 

 

Μ.Κ

Αιτητής

 

και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του

1.   Υπουργού Άμυνας

2.   Ανωτέρου Συμβουλίου Κρίσεων

                                                      Καθ' ων η Αίτηση

......... 

 

Αναστασία Κουτσογιάννη για Χρίστος Πατσαλίδης Δ.Ε.Π.Ε, για Αιτητή

Γεώργιος Χατζηπροδρόμου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για Καθ' ων η αίτηση.

                                               

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Ο Αιτητής ήταν μόνιμος Αξιωματικός του Στρατού της Δημοκρατίας γεννηθείς στις 25.02.1962. Διορίστηκε στο Στρατό με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού από 18.07.1984 και έκτοτε αποσπάστηκε για υπηρεσία στην Εθνική Φρουρά. Ανελίχθηκε σε διάφορους βαθμούς της στρατιωτικής ιεραρχίας και από 30.12.2016 κατείχε το βαθμό του Συνταγματάρχη.

 

Στις 09.10.2018 στάληκε στον Αιτητή επιστολή, με την οποία πληροφορήθηκε ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού 43 των Περί του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις Αξιωματικών) Κανονισμών του 2016 (Κ.Δ.Π. 351/2016) (εφεξής οι «Κανονισμοί»), τον Φεβρουάριο του 2019 συμπλήρωνε την ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης στον Στρατό της Δημοκρατίας και ως εκ τούτου η ημερομηνία αφυπηρέτησής του, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 12 (6) των περί Συντάξεων Νόμων του 1997 έως (Αρ.2) του 2012, είναι η 1η Μαρτίου 2019, καλώντας τον να λάβει, πριν από την αφυπηρέτησή του, την άδεια ανάπαυσης που είχε εις πίστη του.

 

Περί τις 12.02.2019, ο Αιτητής έλαβε έγγραφό ημερομηνίας 08.02.2019 του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς (ΓΕΕΦ), στο οποίο επισυναπτόταν Πίνακας που περιλάμβανε τους Αξιωματικούς του Στρατού της Δημοκρατίας που, σύμφωνα με τον Κανονισμό 25 (1) των Κανονισμών, πληρούσαν τις προϋποθέσεις για κρίση από το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεως το έτος 2019, μεταξύ αυτών και ο Αιτητής.

 

Ο Υπουργός Άμυνας με απόφασή του ημερομηνίας 21.02.2019, αποφάσισε την αφυπηρέτηση του Αιτητή από τις τάξεις του Στρατού από 01.03.2019 και την απονομή σε αυτόν του τιμητικού βαθμού του Ταξιάρχου από την ημερομηνία που προηγείται της ημερομηνίας αφυπηρέτησής του, δηλαδή από τις 28.02.2019.

 

Με την παρούσα προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την ως άνω απόφαση ημερ. 21.02.2019, η οποία του κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 22.02.2019, καταλογίζοντας στους Καθ’ ων η αίτηση πλάνη και ανεπαρκή αιτιολογία, κακή άσκηση διακριτικής ευχέρειας, παράβαση των αρχών καλής πίστης, χρηστής διοίκησης και δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, επηρεασμό της εύλογης προσδοκίας και αντιφατικότητα στη στάση της διοίκησης. Περαιτέρω υποβάλλει ότι η προσβαλλόμενη και/ή ο Κανονισμός 31 των Κανονισμών είναι ultra vires και αντισυνταγματικός ως παραβιάζων το Άρθρο 28 του Συντάγματος.

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση, από τη μεριά τους, υπεραμύνονται της νομιμότητας και του αιτιολογημένου της προσβαλλομένης.

 

Ως προς τα εδώ λοιπόν επίδικα, βασικό παράπονο του Αιτητή, το οποίο αναπτύσσεται μέσω των ως άνω αναφερόμενων λόγων ακύρωσης, είναι ότι οι Καθ’ ων η αίτηση έσφαλαν με την αφυπηρέτηση του Αιτητή πριν τη κρίση του. Ο Αιτητής θεωρεί ότι, αφ’ ης στιγμής οι Καθ’ ων η αίτηση του απέστειλαν το έγγραφο ημερ. 08.02.2019, όφειλαν να τον είχαν κρίνει πριν την αφυπηρέτησή του κάτι που παρέλειψαν να πράξουν. Αντ’ αυτού, υποβάλλει, οι Καθ’ ων η αίτηση, με την προσβαλλόμενη η οποία του εστάλη λίγες ημέρες μετά,  τον αφυπηρέτησαν με αποτέλεσμα να μη του δοθεί δικαίωμα κρίσης, το οποίο οι ίδιοι οι Καθ’ ων η αίτηση του είχαν αναγνωρίσει με το έγγραφο ημερ. 08.02.2019.

 

Εξέτασα τις θέσεις του Αιτητή και καταλήγω στα ακόλουθα:

 

Καταρχάς, ο Αιτητής, ως και ο ίδιος δέχεται, ενημερώθηκε από τον Οκτώβρη 2018, περίπου 4 δηλαδή μήνες πριν το έγγραφο ημερ. 08.02.2019 ότι, βάσει της πρόνοιας συγκεκριμένου Κανονισμού (Κανονισμός 43) των Κανονισμών επίκειται η αφυπηρέτησή του από 01.03.2019. Ακολούθησε το έγγραφο 08.02.2019, το οποίο πληροφορεί για τους αξιωματικούς που πληρούν τις προϋποθέσεις να κριθούν το έτος 2019 και το οποίο, ως αναφέρουν οι Καθ’ ων η αίτηση συνετάχθη κατά τις απαιτήσεις του Κανονισμού 32(1) των Κανονισμών, που προνοεί ότι:

 

«32.-(1) Μέχρι τη 10η Φεβρουαρίου κάθε έτους συντάσσονται από το Γ.Ε.Ε.Φ. Πίνακες Αξιωματικών που πληρούν τις προϋποθέσεις κρίσης κατά την τακτική σύνοδο του αρμόδιου Συμβουλίου Κρίσεων, οι οποίοι κοινοποιούνται στους υπό κρίση Αξιωματικούς».

 

Όταν το έγγραφο συνετάχθη στις 08.02.2019, δηλαδή δύο μέρες πριν την εκπνοή της προθεσμίας του ως άνω Κανονισμού, ο Αιτητής δεν είχε ακόμα αφυπηρετήσει και, τυπικά τουλάχιστον, ορθώς και στη βάση της ρητής απαίτησης του ως άνω Κανονισμού, είχε περιληφθεί στους αξιωματικούς που πληρούν τις προϋποθέσεις κρίσης.

 

Σύμφωνα τώρα με τον Κανονισμό 31(2) των Κανονισμών:

 

(2) Σε τακτική σύνοδο το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων συνέρχεται όχι αργότερα από το τέλος του μηνός Μαρτίου και το Συμβούλιο Κρίσεων αμέσως μετά την ολοκλήρωση των εργασιών του Ανώτερου Συμβουλίου Κρίσεων και όχι αργότερα από το τέλος του μηνός Απριλίου:

Νοείται ότι η προθεσμία που καθορίζεται στην παρούσα παράγραφο αναφορικά με τις τακτικές συνόδους του Συμβουλίου Κρίσεων και του Ανώτερου Συμβουλίου Κρίσεων είναι ανατρεπτική, εξαιρουμένης της καθοριζόμενης προθεσμίας αναφορικά με τις τακτικές συνόδους των εν λόγω συμβουλίων για τα έτη 2016 και 2017 που είναι ενδεικτική».

 

Συνεπώς, στις 21.02.2019/22.02.2019, όταν εξεδόθη η προσβαλλόμενη/συνετάχθη η επιστολή προς πληροφόρηση του Αιτητή, αλλά ακόμα και την 28.02.2019 τελευταία ημέρα εργοδότησης και 01.03.2019 που εκκινούσε η αφυπηρέτησή του, το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων, δεν είχε εξαντλήσει την προθεσμία που βάσει του Κανονισμού 31( 2) όφειλε να είχε αποφασίσει συνεπώς δεν μπορεί καταρχάς να γίνεται λόγος για παράλειψη των Καθ’ ων η αίτηση να ενεργήσουν.

 

Δεν μπορεί συναφώς να γίνεται λόγος για παράλειψη ή για παράβαση των αρχών χρηστής διοίκησης/προστατευόμενης εμπιστοσύνης ή επηρεασμού της εύλογης προσδοκίας/αντιφατικότητας εκ μέρους της διοίκησης, ιδίως υπό τα δεδομένα ως διαμορφώθηκαν με την αποστολή της επιστολής Οκτωβρίου 2018, δηλαδή 4 μήνες πριν την κοινοποίηση του Πίνακα στις 12.02.2019 και του ελάχιστου χρόνου 10 ημερών που μεσολάβησε από τις 12.02.2019 έως τις 22.02.2019 που έλαβε την επιστολή με την προσβαλλόμενη απόφαση για αφυπηρέτηση του.

 

Ο Αιτητής όχι μόνο είχε έγκαιρα πληροφορηθεί ότι επίκειται η αφυπηρέτησή του αλλά στις 08.02.2019, 4 ημέρες πριν τη λήψη του Πίνακα, είχε συμπληρώσει σχετικό έντυπο για σκοπούς συνταξιοδότησής του (ερ. 136-5), ενώ οι 10 μόνο μέρες που μεσολάβησαν από τη λήψη του Πίνακα μέχρι τη λήψη τη επιστολής ημερ. 22.02.2019 είναι χρονικό διάστημα που, υπό τις ως άνω περιστάσεις δε θεωρώ ότι μπορεί να δημιουργήσει κατάσταση εμπιστοσύνης, πόσο μάλλον άξιας έννομης προστασίας υπέρ του Αιτητή ή εύλογη προσδοκία, βάσει της οποίας όφειλε η διοίκηση να ενεργήσει κατά τον τρόπο που ο Αιτητής θέτει.

 

Σχετικό το σύγγραμμα του Καθ. Στ. Δεληκωστόπουλου «Η προστασία της εμπιστοσύνης εν των διοικητικώ δίκαιω», 1969, Εκδ. Άλφα Δέλτα, σελ. 69 όπου ως προς τη σημασία του χρόνου για σκοπούς δημιουργίας προστατευόμενης εμπιστοσύνης/προσδοκίας αναφέρεται:

 

«Άναντίρρητον τυγχάνει ότι ή έπιμήκυνσις τού χρόνου καθ’ ον διαρκεί ώρισμένη νομική κατάστασις άπορρεύσασα έκ διοικητικής τίνος ενέργειας, επιδρά ενισχυτικώς έπί την δημιουργίαν πεποιθήσεως και εμπιστοσύνης παρά τω διοικουμένω. Γενικώς ή σταθερότης των δημιουργηθεισών νομικών και πραγματικών καταστάσεων, ή τις τελεί έν άμέσα συναρτήσει προς τον χρόνον θεωρείται ως σημαντικός παράγων έπηρεασμού τής έννοιας τής διοικητικής νομιμότητας. Ή έμπιστοσύνη κρίνεται έν τω πλαισίω τούτω έπί τοσούτο προστατεύσιμος όσον μακρότερος είναι ό χρόνος ύπάρξεως τών σχετικών καταστάσεων έφ’ ών αύτη έβασίσθη».

 

Συναφώς αλλά κι ανεξάρτητα των πιο πάνω, η θέση του Αιτητή ότι όφειλαν οι Καθ’ ων η αίτηση, να είχαν ενεργήσει άμεσα ώστε να τύχει κρίσης πριν την αφυπηρέτησή του δε συνδέεται με οποιαδήποτε έννομη συνέπεια ώστε να γίνει αντιληπτό ποιο θα ήταν τελικά το όφελος του Αιτητή ακόμα κι αν είχε κριθεί πριν την αφυπηρέτηση του, κάτι που βέβαια συναρτάται και με το λυσιτελές της παρούσας, υπό τα τεθέντα πάντα επιχειρήματα. Στην αγόρευση του ο Αιτητής θέτει μεν ότι αν κρινόταν, η ενδεχόμενη προαγωγή του θα μετατόπιζε τον χρόνο αφυπηρέτησής του κατά ένα έτος, όμως αυτό το επιχείρημα είναι εκ των πραγμάτων θνισιγενές εφόσον η «κρίση» καθ’ αυτή δεν εξομοιούται με «προαγωγή» αλλά απαιτείται άλλη, επακόλουθη πράξη της διοίκησης εφόσον βέβαια υπάρχει διαθέσιμη θέση, από τα δε όσα ο Αιτητής έθεσε αλλά και από το ενώπιόν μου υλικό όχι απλά δεν γίνεται επίκληση (ούτε διαπιστώνεται) διαδικασία προαγωγής έτους 2019 αλλά προκύπτει ότι και τα προηγούμενα έτη 2017 και 2018, που ο Αιτητής μάλιστα είχε κριθεί προακτέος κατ’ εκλογή, δεν προήχθη λόγω ανυπαρξίας κενών θέσεων (Τεκμήρια 1 και 2 σε αίτηση ακυρώσεως).

 

Συνεπώς, δεδομένων των πιο πάνω, οι ισχυρισμοί για κακή άσκηση διακριτικής ευχέρειας, παράβαση των αρχών καλής πίστης, χρηστής διοίκησης και δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, επηρεασμού της εύλογης προσδοκίας και αντιφατικότητα στη στάση της διοίκησης απορρίπτονται.

 

Απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός ότι ο Υπουργός τελούσε υπό πλάνη όταν εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και όφειλε να είχε αιτιολογήσει ειδικά ότι έλαβε υπόψη την περίληψη του Αιτητή στον Πίνακα των αξιωματικών που πληρούσαν τις προϋποθέσεις κρίσης. Η εν λόγω περίληψή του δεν αποτελούσε στοιχείο που βάσει των Κανονισμών λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς έκδοσης της προσβαλλόμενης ούτε ήταν κάτι που έπρεπε να σχολιαστεί ειδικά, αλλά εφαρμόστηκε συγκεκριμένη κανονιστική πρόνοια, αυτή του Κανονισμού 43 των Κανονισμών.

 

Περαιτέρω, δε με βρίσκει σύμφωνο ούτε η θέση του Αιτητή ότι ο Κανονισμός 31 είναι ultra vires και/ή αντισυνταγματικός. Εκτός του ότι δεν εξηγείται ο λόγος που ο εν λόγω Κανονισμός είναι ultra vires ούτε η διάταξη του εξουσιοδοτικού νόμου που παραβιάζεται, παρά αυτό συνδέεται με τον ισχυρισμό περί αντισυνταγματικότητας λόγω ανισότητας, δε θεωρώ εν προκειμένω ότι, στη βάση των όσων εγείρονται, η πρόνοια του Κανονισμού 31 είναι αντισυνταγματική.

 

Προβλέπει ένα μέρος της όλης διαδικασίας που αφορά τις κρίσεις των αξιωματικών, θέτοντας συγκεκριμένη προθεσμία στη διοίκηση να ενεργήσει, ως θέτουν και άλλες επιμέρους πρόνοιες των Κανονισμών προκειμένου ο εκάστοτε αξιωματικός να τύχει κρίσης και ακολούθως προαχθεί ή όχι.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι ο χρόνος έκδοσης της προσβαλλόμενης (πριν την κρίση του Αιτητή) απολήγει σε ανισότητα και παράλογα αποτελέσματα και εδώ ισχύουν και επαναλαμβάνονται όσα ανέφερα πιο πάνω στα πλαίσια των προηγούμενων λόγων ακύρωσης και δη αυτών που απαντούν σε όσα αναπτύσσονται υπό την πρώτη ενότητα στην αγόρευση (3-5) του Αιτητή.

 

Σημειώνω εξάλλου προς απάντηση στα περί ανισότητας λόγω ημερομηνίας γέννησης ότι δε βλέπω πως ο Κανονισμός 31, ο οποίος προβλέπει προθεσμία συνόδου του Ανωτέρου Συμβουλίου Κρίσεων θα μπορούσε να κριθεί αφ’ εαυτός αντισυνταγματικός δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη, η οποία εδράστηκε στο αντικειμενικό δεδομένο της ηλικίας του, δεν στηρίζεται σε αυτόν αλλά στον Κανονισμό 43, ο οποίος δεν είναι εν προκειμένω επίδικος.

 

Σε κάθε δε περίπτωση ισχυρισμός περί αντισυνταγματικότητας και δη ανισότητας πρέπει να είναι δεόντως τεκμηριωμένος [Μιχαηλίδης Γιώργος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 191] και στην παρούσα δεν παρατίθεται οποιαδήποτε τεκμηρίωση πέραν του ισχυρισμού περί ανισότητας έναντι αορίστως «συναδέλφων που γεννήθηκαν αργότερα την ίδια χρονιά» και χωρίς φυσικά καν έστω λεκτική αναφορά σε προαγωγή οποιουδήποτε εξ αυτών.

 

Καταλήγω ότι οι λόγοι ακύρωσης δεν ευσταθούν. Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη επικυρώνεται με 1.800 ευρώ έξοδα υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο