
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Υπόθεση Αρ. 1157/2020
6 Ιουνίου, 2025
[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]
Αναφορικά με το/α Άρθρο/α 146 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, τον Περί Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα Περί Κοινωνικών Παροχών Νόμο το 2014 (Ν. 109(Ι)/2014) άρθρα 2, 7, 13,14, 32 και 35Α, και το άρθρο 14(2) του Περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου Ν. 131 (1)2015.
Α.Α
Αιτητή,
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, διά Υπουργείου Εργασίας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων
Καθ' ων η Αίτηση
.........
Αλέξανδρος Χ. Αλεξάνδρου, Δικηγόρος για Αιτητή
Παντελής Κωνσταντίνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για τους Καθ' ων η αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Ο Αιτητής, γεννηθείς την 05.07.1980, έγγαμος και πατέρας ενός ανήλικου τέκνου, ήταν λήπτης Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος (εφεξής το «Ε.Ε.Ε.») από τον 6/2016.
Κατά την τακτική επανεξέταση της αίτησης από την Υπηρεσία Διαχείρισης Επιδομάτων Προνοίας (εφεξής η «Υ.Δ.Ε.Π.») διαπιστώθηκε κατοχή καταθέσεων πέραν του ορίου (€7.000) που, κατά τους Καθ’ ων η αίτηση επέτρεπε η οικογενειακή μονάδα του Αιτητή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13(β) του Περί Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα Περί Κοινωνικών Παροχών Νόμου του 2014 (Ν. 109(Ι)/2014) (εφεξής ο «Νόμος»).
Συναφώς, με επιστολή της ημερομηνίας 30.03.2020 η Υ.Δ.Ε.Π. ζήτησε από τον Αιτητή όπως εντός 20 ημερών ενημερώσει γραπτώς την Υ.Δ.Ε.Π. «θέματα που πιθανόν να επηρεάζουν το ύψος των καταθέσεων που λήφθηκε από την Υπηρεσία».
Κατά την ένσταση των Καθ΄ων η αίτηση, σύμφωνα με την πληροφόρηση που λήφθηκε από τα Αδειοδοτημένα Πιστωτικά Ιδρύματα (Α.Π.Ι.) κατά την επανεξέταση της αίτησης του Αιτητή για παροχή Ε.Ε.Ε., ο Αιτητής ήταν δικαιούχος σε ένα (1) τραπεζικό λογαριασμό με τρέχον υπόλοιπο καταθέσεων €9.961,88 και μέγιστο υπόλοιπο καταθέσεων κατά τους 12 τελευταίους μήνες ύψους €1.518,24.
Στις 30.03.2020 λήφθηκε στην Υ.Δ.Ε.Π. σχετική επιστολή από τον Αιτητή, στην οποίαν επισύναψε διάφορα πιστοποιητικά. Εκεί αναφερόταν ότι περί το έτος 2016 ο Αιτητής δανείστηκε από τρία πρόσωπα συνολικό χρηματικό ποσό ύψους €10.000 προκειμένου να κατατεθεί ως εγγύηση για να αφεθεί ελεύθερος στα πλαίσια Ποινικής Υπόθεσης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου. Η εν λόγω υπόθεση ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο 2020 και το Δικαστήριο διέταξε να επιστραφεί το ποσό της εγγύησης και μόλις το ποσό πιστώθηκε από το Γενικό Λογιστήριο στον τραπεζικό του λογαριασμό, ο Αιτητής επέστρεψε, όπως ισχυρίστηκε τα ποσά που χρωστούσε στους τρεις δανειστές του. Από τους διοικητικούς φακέλους προκύπτει ότι ο Αιτητής παρέδωσε δύο ακόμα επιστολές ημερ. 02.04.2020 (Ερ. 15-16 σε Τεκμήριο 2) και 23.04.2020 (Ερ. 26) επιμένοντας στις θέσεις τους ότι τα χρήματα δεν ήταν δικά του και ζητώντας το θέμα να επανεξεταστεί άμεσα λόγω των σοβαρών οικονομικών προβλημάτων αυτού και της οικογενείας του.
Στο σημείωμα λειτουργού της Υ.Δ.Ε.Π, το οποίο συντάχθηκε στις 04.05.2020 που ακολούθησε τις ως άνω επιστολές, καταγράφονται τα ακόλουθα:
«Ισχυρισμοί αιτητή: Ο αιτητής μέσω επιστολής του ημερομηνίας 06.04.2020, αναφέρει ότι τα χρήματα τα οποία κατατέθηκαν στον λογαριασμό του, αποτελούν επιστροφή εγγύησης, την οποία κατέβαλε στο δικαστήριο για την αποφυλάκισή του, όταν ολοκληρώθηκε η εκδίκαση της υπόθεσής του. Μάλιστα ο αιτητής αναφέρει ότι τα χρήματα αυτά συγκεντρώθηκαν από γνωστούς του και τους τα επέστρεψε ήδη. Ο αιτητής επισυνάπτει χειρόγραφες επιστολές από 3 άτομα τα οποία ισχυρίζονται ότι έδωσαν χρηματικό ποσό για την κάλυψη της εγγύησης.
Κατά πόσο οι ισχυρισμοί ευσταθούν: Ο αιτητής είχε προσκομίσει στις 22/03/2020 στοιχεία τα οποία καταδεικνύουν ότι τα χρήματα τα οποία κατατέθηκαν στον λογαριασμό του, αφορούν σε πληρωμή από το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας (επισυνάπτεται παράρτημα 2). Παρόλα αυτά, δεν έχει προσκομίσει ικανοποιητικά στοιχεία τα οποία να αποδεικνύουν ότι τα χρήματα αυτά, δεν αποτελούν χρηματοοικονομικά στοιχεία του ιδίου, όπως ορίζεται από το άρθρο 12 της Νομοθεσίας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει διασύνδεση με τα τραπεζικά ιδρύματα αναφορικά με λογαριασμούς της συζύγου του αιτητή, οπόταν δεν υπάρχει ολοκληρωμένη εικόνα για τα χρηματοοικονομικά στοιχεία της οικογενειακής μονάδας.
Εισήγηση: Υπό το φως των στοιχείων τα οποία περιγράφονται στο παρόν σημείωμα και βάσει του άρθρου 12, της Νομοθεσίας, γίνεται εισήγηση για μη αποδοχή των ισχυρισμών του αιτητή σχετικά με το ύψος των καταθέσεων.
Περαιτέρω στοιχεία βρίσκονται στον διοικητικό φάκελο».
Ως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο (Ερ. 58-55 σε Τεκμήριο 1 και 46-43 σε Τεκμήριο 2), ο Αιτητής φαίνεται να έστειλε και άλλη επιστολή στις 05.05.2020 (με σφραγίδα καταχώρισης 18.05.2020) όπου ζητεί την άμεση εξέταση του θέματός του λόγω των σοβαρών οικονομικών και οικογενειακών προβλημάτων του (περιλαμβανομένων προβλημάτων της ανήλικης θυγατέρας του με εμπλοκή επιστημόνων ειδικής/υποστηρικτικής αγωγής) συναποστέλλοντας τραπεζικές καταστάσεις του ιδίου και της συζύγου του (Ερ. 58 και 57 του Τεκμηρίου 1 και Ερ. 46 και 45 του Τεκμηρίου 2 αντίστοιχα) και καλώντας τους Καθ’ ων η αίτηση να διερευνήσουν τα στοιχεία και σε περίπτωση που ψεύδεται να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της νομοθεσίας.
Στις 26.05.2020, η Προϊστάμενη της Υ.Δ.Ε.Π. ενέκρινε της εισήγηση του σημειώματος ημερ. 04.05.2020 και ακολούθως εστάλη επιστολή στον Αιτητή ημερ. 23.06.2020, με την οποία πληροφορείτο ότι η παροχή του ΕΕΕ τερματίζεται λόγω ότι οι καταθέσεις του υπερβαίνουν το επιτρεπόμενο όριο που ορίζεται στη νομοθεσία.
Ο Αιτητής υπέβαλε ένσταση κατά της απόφασης της Υ.Δ.Ε.Π. για απόρριψη της αίτησης που είχε υποβάλει για παροχή Ε.Ε.Ε.
Στις 28.09.2020 ετοιμάστηκε έντυπο αξιολόγησης ένστασης-Έκθεση γεγονότων από λειτουργό των Καθ’ ων η αίτηση. Εκεί αναφέρθηκε:
Ισχυρισμοί αιτητή: Στην ένσταση ημερ. παραλαβής 21/7/2020 η οποία υποβλήθηκε μέσω δικηγόρου (Ερ. 37-33) αναφέρεται ότι το ποσό καταθέσεων προήλθε από έμβασμα που αποτελούσε επιστροφή εγγύησης στα πλαίσια ποινική υπόθεσης με αρ. 6985/2016 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου το έτος 2016. Συγκεκριμένα το έτος 2016, όπως αναφέρεται, ο αιτητής κατηγορήθηκε για υπόθεση που αφορούσε (…) και το Δικαστήριο τον απέλυσε με όρους μεταξύ των οποίων ήταν η καταβολή του ποσού των €10.000 σε μετρητά. Ο ίδιος δεν είχε το ποσό αυτό και ο πατέρας του με άλλους δύο φίλους του αιτητή συγκέντρωσαν το ποσό το οποίο καταβλήθηκε στο Δικαστήριο για να αφεθεί ελεύθερος ο αιτητής. Η εκδίκαση της υπόθεση έγινε στις 31/1/2020 και το Δικαστήριο διέταξε την επιστροφή του ποσού των €10.000. Το ποσό εμβάστηκε στην Τράπεζα και αμέσως αιτητης έκανε ανάληψη ολόκληρου του ποσού το οποίο επέστρεψε στους δανειστές του. Με την ένσταση προσκομίσθηκαν βεβαιώσεις από τον κ. Ν.Ν., κ. Χ.Γ. και κ. Γ.Α. σύμφωνα με τις οποίες δάνεισαν το ποσό των €5.000, €3.000 και €2.000 στον αιτητή για να τον εγγυηθούν για δίκη που είχε και ότι όταν έγινε η δίκη τους επέστρεψε το ποσό που του δάνεισαν (Ερ. 35-33).
Στην αίτηση προσκομίσθηκε κίνηση του λογαριασμού του αιτητή (Ερ. 46) στην οποία φαίνεται ότι στις 14/2/2020 έγινε έμβασμα στο λογαριασμό από το Γενικό Λογιστήριο του ποσού των €9.950 ποσό το οποίο έγινε ανάληψη από τον ίδιο στις 19/2/2020.
Κατά πόσο οι ισχυρισμοί ευσταθούν:
Εισήγηση:
Εισηγούμαι απόρριψη της ένστασης αφού φαίνεται ότι όταν τερματίστηκε το ΕΕΕ οι καταθέσεις υπέρβαιναν -το όριο της Νομοθεσίας και επιπρόσθετα δεν προσκομίσθηκαν επαρκή στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι καταθέσεις δεν ανήκουν στον αιτητή αλλά στους δανειστές του.
Μετά από εξέταση της ένστασης και όλων των εγγράφων που επισυνάπτονται σε αυτή :
α) απορρίπτω/εγκρίνω την ένσταση και επικυρώνω/ακυρώνω] [εν όλω /εν μέρει την προσβληθείσα απόφαση……………………………..
β) τροποποιώ την προσβληθείσα απόφαση………………………………
γ) εκδίδω νέα απόφαση ως ακολούθως…………………………………
δ) παραπέμπω την υπόθεση στον Πρoϊστάμεvo Υπηρεσίας με εντολή να………………………………….
Υπ. Ημερ: 29.9.20».
Με την ανωτέρω σημείωση επί του εντύπου αξιολόγησης ένστασης, στις 29.09.2020 η Υπουργός Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων επικύρωσε την απόφαση της Προϊσταμένης της Υ.Δ.Ε.Π. και απέρριψε την ένσταση του Αιτητή, ο οποίος ενημερώθηκε για την απόφαση με επιστολή ημερομηνίας 30.09.2020, η οποία προσβάλλεται με την παρούσα. Στην εν λόγω επιστολή αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«2. Σύμφωνα με το άρθρο 13 του περί Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών Νόμου (Νόμος 109(1)/2014), δεν καθίσταται δικαιούχο για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος οποιοδήποτε πρόσωπο ή αιτητής που είτε κατέχει χρηματοοικονομικά στοιχεία ο ίδιος ή/και οποιοδήποτε άλλο μέλος της οικογενειακής μονάδας και το ύψος των καταθέσεων υπερβαίνει το ποσό των €5.000 αυξανόμενο κατά €1.000 για κάθε πρόσθετο μέλος της οικογενειακής μονάδας.
3. Το όριο καταθέσεων για την οικογενειακή σας μονάδα, με βάση τις πιο πάνω αναφερόμενες πρόνοιες της Νομοθεσίας, είναι €7.000.
4. Σύμφωνα με στοιχεία που λήφθηκαν από τα Αδειοδοτημένα Πιστωτικά Ιδρύματα κατά το χρόνο εξέτασης της αίτησης σας, μετά από εξουσιοδότηση, δική σας και των μελών της οικογενειακής σας μονάδας, το συνολικό ύψος των καταθέσεων της οικογενειακής σας μονάδας υπερέβαινε κατά τον ουσιώδη χρόνο το αναφερόμενο πιο πάνω επιτρεπόμενο όριο.
5. Με βάση τα πιο πάνω, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα στοιχεία που τέθηκαν κατά την εξέταση της ένστασης, αποφασίστηκε η απόρριψη της ένστασής σας κατά της απόφασης για απόρριψη της αίτησης σας για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, εφόσον οι καταθέσεις σας υπερβαίνουν το επιτρεπόμενο όριο καταθέσεων που ορίζονται στο άρθρο 13 (β) του Νόμου 109(Ι)/2014.
6. Επιπρόσθετα σύμφωνα με το άρθρο 14 του Νόμου 109(Ι)/2014, σε περίπτωση που αιτητής ή/και δικαιούχος ή/και οποιοδήποτε μέλος της οικογενειακής του μονάδας αποξένωσε ακίνητη ιδιοκτησία ή/και κινητή περιουσία ή/και χρηματοοικονομικά στοιχεία κατά τους τελευταίους δώδεκα (12) μήνες πριν από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, η περιουσία αυτή λαμβάνεται υπόψη όπως προβλέπεται στα άρθρα 12 και 13, εκτός στην περίπτωση που προσκομίζονται ικανοποιητικές επεξηγήσεις για το επιβεβλημένο ή το αναγκαίο της αποξένωσης αυτής. Νοείται ότι μπορούν να ληφθούν υπόψη και περιουσιακά στοιχεία που αποξενώθηκαν σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την 1/1/2014. Περαιτέρω, στην περίπτωση αποξένωσης περιουσίας σε οποιοδήποτε χρόνο, ο αιτητής ή και δικαιούχος οφείλει να ενημερώσει για το γεγονός αυτό την Προϊστάμενη της Υπηρεσίας Διαχείρισης Επιδομάτων Πρόνοιας.
7. Σύμφωνα με στοιχεία που προσκομίσθηκαν στην αίτηση και ένσταση υπήρξε αποξένωση καταθέσεων, από τους τραπεζικούς λογαριασμούς στους οποίους είστε δικαιούχος εσείς ή/και τα μέλη της οικογενειακής σας μονάδας. Οι επεξηγήσεις που προσκομίσατε δεν έχουν ικανοποιήσει για το επιβεβλημένο ή το αναγκαίο της αποξένωσης αυτής».
Με την αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Αιτητή εγείρονται δύο λόγοι ακύρωσης: Ότι η προσβαλλόμενη είναι προϊόν ελλιπούς έρευνας. Περαιτέρω, ότι είναι αναιτιολόγητη.
Αντίθετη η εκδοχή του ευπαίδευτου συνηγόρου των Καθ’ ων η αίτηση, ο οποίος επιχειρηματολογεί υπέρ του άρτιου της έρευνας και αιτιολογίας της προσβαλλόμενης και γενικά της διερεύνησης κατά την προηγηθείσα διοικητική διαδικασία.
Έχω διεξέλθει τα επιχειρήματα των μερών και το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων και θεωρώ ότι από τα ενώπιον μου στοιχεία αμφότεροι λόγοι ακύρωσης ευσταθούν για τους ακόλουθους λόγους:
Ο Αιτητής εξ αρχής είχε θέσει στη διοίκηση με σχετικό έγγραφο υλικό, ότι το ποσό των €10.000 που πιστώθηκε στον τραπεζικό του λογαριασμό, ήταν επιστροφή ποσού εγγυητικής λόγω της εναντίον του ποινικής υπόθεσης, ότι το ποσό το είχε δανειστεί από τρία πρόσωπα και ότι τους το επέστρεψε άμεσα. Παρά τις συνεχείς επιστολές του με τις οποίες εξηγούσε τα υπ’ αυτού ισχυριζόμενα γεγονότα και/ή υπέβαλλε περαιτέρω στοιχεία καλώντας όπως του ζητήσουν ό,τι άλλο οι Καθ΄ων η αίτηση χρειάζονται για σκοπούς άμεσης εξέτασης της αίτησής του (βλ επιστολή Ερ. 26 Τεκμηρίου 2), εντούτοις ουδέποτε του ζητήθηκε οτιδήποτε όπως πχ καταστάσεις λογαριασμού της συζύγου του ή άλλο στοιχείο τεκμηρίωσης. Οι προς αυτόν αναφορές τους ήταν απορριπτικές χωρίς οποιαδήποτε επεξήγηση τι ήταν αυτό που έχριζε περαιτέρω τεκμηρίωσης εκ μέρους του.
Στο σημείωμα ημερ. 04.05.2020, το οποίο ενέκρινε η προϊσταμένη της Υ.Δ.Ε.Π και ακολούθως, επικυρώθηκε από την Υπουργό, άρα ήταν προπαρασκευαστικό της τελικής προσβαλλόμενης, καταγράφεται ότι «δεν υπάρχει διασύνδεση με τα τραπεζικά ιδρύματα αναφορικά με λογαριασμούς της συζύγου του αιτητή, οπόταν δεν υπάρχει ολοκληρωμένη εικόνα για τα χρηματοοικονομικά στοιχεία της οικογενειακής μονάδας».
Παρά την ως άνω διαπίστωση των Καθ΄ων η αίτηση περί μη ολοκληρωμένης εικόνας λόγω έλλειψης στοιχείων/μη διασύνδεσης με τράπεζες αναφορικά με τη σύζυγο, ουδέποτε προκύπτει οι Καθ΄ων η αίτηση να ζήτησαν από τον Αιτητή οποιοδήποτε τεκμηριωτικό στοιχείο ως προς τους λογαριασμούς της συζύγου του.
Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης και δη με το ιστορικό που ανέφερα πιο πάνω, όπου ο Αιτητής απέστελλε επίμονα ανά τακτά διαστήματα επιστολές οχλώντας τους Καθ’ ων η αίτηση και υποβάλλοντας περαιτέρω έγγραφα ζητώντας να του πουν τι άλλο επιθυμούν ώστε να πειστούν περί την ειλικρίνεια της αίτησής του και των ισχυρισμών του, θεωρώ ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν εξετέλεσαν τελικά ορθώς το καθήκον τους να διερευνήσουν συνολικά την υπόθεση του.
Η εκάστοτε επάρκεια έρευνας συνδέεται πάντα με τα εκάστοτε δεδομένα της κάθε υπόθεσης [Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.α (2002) 3 ΑΑΔ 345] και προφανώς συνδέεται με την στάση της διοίκησης και του διοικούμενου ως φαίνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου. Αποτελεί καθήκον της διοίκησης να προβαίνει στην αναγκαία έρευνα για την εξακρίβωση των πραγματικών γεγονότων, υπό το πρίσμα των οποίων αποφασίζει [Photos Photiades and Co. v. The Republic (1964) C.L.R. 102]. Εν προκειμένω η έρευνα εκ μέρους της διοίκησης κρίνεται ελλιπής ακριβώς ενόψει τόσο των επιλογών της αλλά και της προηγούμενης επιστολογραφίας και τεκμηρίωσης εκ μέρους του Αιτητή και των ενώπιόν της εγγράφων.
Το ανωτέρω συμπέρασμά μου περί πλημμελούς έρευνας, αλλά και εσφαλμένης και αντιφατικής αιτιολογίας, επιβεβαιώνεται και από τρεις ακόμα διαπιστώσεις:
Πρώτον, παρά την ως άνω αναφορά των Καθ΄ων η αίτηση στο εν λόγω σημείωμα ημερ. 04.05.2020 (περί μη ολοκληρωμένης εικόνας λόγω έλλειψης στοιχείων/μη διασύνδεσης με τραπεζικά στοιχεία συζύγου), ως διαπιστώνω και κατέγραψα και πιο πάνω στην παράθεση των γεγονότων, με την επιστολή του ημερ. 05.05.2020, ο Αιτητής είχε επισυνάψει αντίγραφο τραπεζικής κατάστασης και της συζύγου του για την περίοδο 01.01.2019-19.05.2020 (Ερ. 57 του Τεκμηρίου 1 και Ερ. 45 του Τεκμηρίου 2 αντίστοιχα) από όπου φαίνεται ότι ο λογαριασμός της περιέχει μηδενικό υπόλοιπο ενώ για όλη την εν λόγω περίοδο κινήθηκαν συνολικά περί τα 486 ευρώ. Ουδέν σχολιάζεται ως προς την κατάσταση λογαριασμού αυτή ούτε ζητείται από τους Καθ’ ων η αίτηση κάτι επιπρόσθετο.
Δεύτερον, παρά την ίδια ως άνω αναφορά στο σημείωμα ημερ. 04.05.2020, προκύπτει (Παράρτημα 2 έγγραφο 1/22 σε ένσταση) ότι οι Καθ΄ων η αίτηση είχαν λάβει με την αίτηση του Αιτητή για το Ε.Ε.Ε., έντυπο εξουσιοδότησης από τον Αιτητή και από τη σύζυγό του που τους επέτρεπε να έχουν πρόσβαση στα τραπεζικά δεδομένα αμφοτέρων. Δεν γίνεται αντιληπτό για ποιον λόγο δεν αξιοποιήθηκε η δυνατότητα για να ληφθούν πληροφορίες και εάν δεν ικανοποιούσαν να ζητηθούν εξηγήσεις.
Τρίτον, παρά την (ίδια) ως άνω αναφορά στο σημείωμα, στην επιστολή ημερομηνίας 30.09.2020, με την οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή η προσβαλλόμενη, στην παράγραφο 4 αναφέρεται, πλήρως θεωρώ αντιφατικά με τα ως άνω αναφερόμενα:
«Σύμφωνα με στοιχεία που λήφθηκαν από τα Αδειοδοτημένα Πιστωτικά Ιδρύματα κατά το χρόνο εξέτασης της αίτησης σας, μετά από εξουσιοδότηση, δική σας και των μελών της οικογενειακής σας μονάδας, το συνολικό ύψος των καταθέσεων της οικογενειακής σας μονάδας υπερέβαινε κατά τον ουσιώδη χρόνο το αναφερόμενο πιο πάνω επιτρεπόμενο όριο».
Στην εν λόγω άρα επιστολή, αντιφατικά με την αναφορά του σημειώματος, πλέον αναφέρεται ότι οι Καθ’ ων η αίτηση ερεύνησαν τα στοιχεία και της συζύγου και επιμένουν ότι το ύψος της κατάθεσης ήταν πέραν του επιτρεπόμενου, όμως τελικά αυτό που δεν τους έπεισε ήταν ότι η αποξένωση του ποσού ήταν δικαιολογημένη (παράγραφος 7 επιστολής ημερ. 30.09.2020), χωρίς όμως να αποτείνονται για να αναφέρουν στον Αιτητή, πριν απορρίψουν την ένστασή του, τι δεν τους πείθει ή τι άλλο επιθυμούν να τους προσκομίσει από τα πρόσωπα που ο Αιτητής ανέφερε ότι δανείστηκε ή άλλως.
Θεωρώ ότι τα ανωτέρω υποστηρίζουν το ελλειμματικό της έρευνας και αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης. Η πλημμέλεια έρευνας είναι θεωρώ εμφανής υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, η δε τελική αιτιολογία της πράξης, ως προκύπτει από τα ως άνω αντιφατικά στοιχεία του διοικητικού φακέλου, κλονίζεται [Γεωργιάδης ν. Λοϊζίδη κ.α (2013) 3 ΑΑΔ 695]. Ως προς την αντιφατική αιτιολογία, στο σύγγραμμα του Μ. Ν. Πικραμένου, «Η αιτιολογία των διοικητικών πράξεων και ο ακυρωτικός δικαστικός έλεγχος» 2012, σελ. 307 αναφέρεται:
«Επισημαίνεται δε ότι στα γενικά ελαττώματα της αιτιολογίας μίας διοικητικής πράξη περιλαμβάνεται και η αντιφατική αιτιολογία, η οποία συνίσταται στην παρείσφρηση αντιφάσεων κατά τη διαμόρφωση των συλλογισμών που επενδύουν την αιτιολογία της πράξης, οι οποίες επιδρούν στη νομιμότητά της καθότι υποδηλώνουν σφάλματα κατά την εκτίμηση και αποτύπωση στοιχείων του πραγματικού».
Για τους ως άνω λόγους, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται. Επιδικάζονται 1.800 ευρώ έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ΄ ων η αίτηση.
Φ. Καμένος, ΔΔΔ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο