Χ. Ι. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ ΓΗΣ, Υπόθεση Αρ. 1164/2022, 13/6/2025
print
Τίτλος:
Χ. Ι. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ ΓΗΣ, Υπόθεση Αρ. 1164/2022, 13/6/2025

 

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                        

(Υπόθεση Αρ. 1164/2022 (i-Justice))

 

 13 Ιουνίου 2025

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                               Χ. Ι.                      

                                                                             Αιτητής

                                                ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ ΓΗΣ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Δ. Καρά (κα), μαζί με Π. Θεοχάρη (κα), για Αντώνης Κ. Καράς Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή

Ν. Κλεάνθους (κα), για Χρίστο Μ. Τριανταφυλλίδη, για Καθ’ ων η Αίτηση

Β. Κασαπιάν (κα), για Χρίστος Πατσαλίδης Δ.Ε.Π.Ε., για Ενδιαφερόμενο Μέρος

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, προσβάλλεται ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος η απόφαση του καθ’ ου η αίτηση, Κυπριακού Οργανισμού Αναπτύξεως Γης («ο Οργανισμός»), η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 13.5.2022 και σύμφωνα με την οποία διορίστηκε το ενδιαφερόμενο μέρος («Ε.Μ.») Χ. Μ., στη μόνιμη θέση Προϊσταμένου Τεχνικών Υπηρεσιών, στον Κυπριακό Οργανισμό Αναπτύξεως Γης («η επίδικη θέση»), από 5.5.2022, αντί και/ή στη θέση του αιτητή.

 

Η επίδικη θέση προκηρύχθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 13.8.2021.

 

Στη συνεδρία του, ημερομηνίας 9.9.2021, το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού αποφάσισε ότι θα αξιολογήσει το ίδιο τις αιτήσεις των υποψηφίων και δη το ποιοι υποψήφιοι πληρούσαν τα υπό του οικείου σχεδίου υπηρεσίας απαιτούμενα προσόντα και, περαιτέρω, ότι θα αξιολογήσει τους υποψηφίους δια της διενέργειας προφορικής εξέτασης. Ακολούθως, στη συνεδρία του, ημερομηνίας 21.9.2021, το Διοικητικό Συμβούλιο προχώρησε στην ερμηνεία των προνοιών του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης και καθόρισε ποια στοιχεία θεωρούνται αποδεικτικά, σε σχέση με συγκεκριμένες πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας.

 

Ακολούθησε συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 4.1.2022, κατά την οποία καταγράφηκαν οι αρχές στη βάση των οποίων θα αξιολογούνταν οι αιτήσεις των υποψηφίων, καθώς και τα προσόντα των υποψηφίων.

 

Εν συνεχεία, στη συνεδρία του ημερομηνίας 15.2.2022, το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού εξέτασε τις αιτήσεις των υποψηφίων που είχαν κληθεί σε πρώτη προφορική συνέντευξη, μεταξύ των οποίων και ο αιτητής και το Ε.Μ., επιβεβαιώνοντας ότι οι κληθέντες υποψήφιοι κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης. Στην ίδια συνεδρία, καθορίστηκαν τα κριτήρια στη βάση των οποίων θα εκρίνετο ποιοι υποψήφιοι κατείχαν το πλεονέκτημα της επίδικης θέσης, καθώς και οι ερωτήσεις που θα υποβάλλονταν στουν υποψηφίους κατά τη συνέντευξη. Ακολούθησε, στην ίδια πάντα συνεδρία, η διενέργεια της προφορικής συνέντευξης, στη βάση των αποτελεσμάτων της οποίας αποφασίστηκε όπως κληθούν σε δεύτερο γύρο προφορικής συνέντευξης ο αιτητής, το Ε.Μ. και ακόμα μια υποψήφια.

 

Το περιεχόμενο των ερωτήσεων που θα υποβάλλονταν κατά τον εν λόγω δεύτερο γύρο, καθορίστηκε στη συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού, ημερομηνίας 10.3.2022. Κατά την ίδια συνεδρία, διενεργήθηκε ο δεύτερος γύρος της προφορικής συνέντευξης και το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε κατά πλειοψηφία να προσφέρει στο Ε.Μ. διορισμό στην επίδικη θέση από 5.5.2022.

Ο αιτητής, όταν ενημερώθηκε για την επίδικη απόφαση, δι’ επιστολής του Οργανισμού ημερομηνίας 5.5.2022, αντέδρασε, καταχωρώντας την υπό εξέταση προσφυγή.

 

Στη γραπτή αγόρευση των δικηγόρων του αιτητη, προωθούνται λόγοι ακύρωσης περί ανεπαρκούς αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης, μη διενέργειας της δέουσας έρευνας τόσο σε σχέση με το πλεονέκτημα της πείρας που αναγνωρίστηκε στο Ε.Μ., όσο και σε σχέση με την υπό του αιτητή κατοχή και του πλεονεκτήματος του μεταπτυχιακού τίτλου, η οποία, κατά τη σχετική εισήγηση, παραγνωρίστηκε, εμφιλοχώρησης πλάνης και υπέρμετρης βαρύτητας που δόθηκε στο κριτήριο της προφορικής συνέντευξης.

 

Από την πλευρά της, η συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση, αντικρούοντας τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης, ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και σύννομα, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας, κατ’ ορθήν ενάσκηση της διακριτικής εξουσίας της Διοίκησης και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής. Όλα τα γεγονότα αξιολογήθηκαν δεόντως και η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως βεβαίως και η προηγηθείσα διαδικασία που απέληξε στον επίδικο διορισμό, είναι σύννομες και, σε κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτές.

 

Υπέρ της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης επιχειρηματολόγησαν και οι συνήγοροι για το Ε.Μ., οι οποίοι προέβαλαν εν πολλοίς θέσεις παρόμοιες με αυτές των καθ’ ων η αίτηση.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των θέσεων των δυο πλευρών, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της επίδικης πράξης.

 

Προκύπτει από το σύνολο των ενώπιον μου τεθέντων, ότι η επιλογή του Ε.Μ. έναντι του αιτητή για διορισμό στην επίδικη θέση, στηρίχθηκε στην οριακή υπεροχή του σε απόδοση κατά τη διενέργεια του δεύτερου γύρου συνεντεύξεων ενώπιον του  Διοικητικού Συμβουλίου, όπου το Ε.Μ. κατά πλειοψηφία αξιολογήθηκε ως «Εξαίρετος» και ο αιτητής, επίσης κατά πλειοψηφία, ως «Πολύ Καλός». Σημειώνεται ότι κατά την πρώτη συνέντευξη, αιτητής και Ε.Μ. είχαν αξιολογηθεί ως «Εξαίρετοι».

 

Κατά τα λοιπά, τόσο ο αιτητής όσο και το Ε.Μ. κατέχουν τα απαιτούμενα υπό του οικείου σχεδίου υπηρεσίας προσόντα, ενώ ως προς το υπό του σχεδίου υπηρεσίας προβλεπόμενο πλεονέκτημα, κρίθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση ότι αιτητής και Ε.Μ., το κατέχουν «βάσει πείρας πέραν της απαιτούμενης».

Συναφώς, εγείρεται ισχυρισμός από την πλευρά του αιτητή ότι εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα πιστώθηκε στο Ε.Μ. το πλεονέκτημα της πενταετούς πείρας που προβλέπεται στο οικείο σχέδιο υπηρεσίας. Δεν με βρίσκει σύμφωνο η θέση αυτή, εφόσον στη βάση των ενώπιον μου τεθέντων, δεν έχω πεισθεί ότι η κρίση των καθ’ ων η αίτηση επί του συγκεκριμένου θέματος δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή, με αποτέλεσμα να μη χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε πρωτογενή ερμηνεία των σχεδίων υπηρεσίας. Η διαπίστωση της κατοχής των απαιτούμενων προσόντων αποτελεί καθήκον του διορίζοντος οργάνου και το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει, εκτός αν η κρίση αυτή δεν είναι εύλογα επιτρεπτή, ούτε και υποκαθιστά τη δική του κρίση στην κρίση του αρμοδίου οργάνου (Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, Δημοκρατία κ.α. v. Γερμανού κ.α. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93, Αδάμου κ.α. v. Πούλλου (2009) 3 Α.Α.Δ. 541, Καμπανέλλας v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λάρνακας (2010) 3 Α.Α.Δ. 159 και Δημοκρατία κ.ά. v. Ασσιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 395). Ούτως ή άλλως, όπως θα διαφανεί πιο κάτω, η κρίση επί του συγκεκριμένου ζητήματος δεν θα μπορούσε να επιδράσει ουσιωδώς στην έκβαση της υπό κρίση προσφυγής.

 

Ο αιτητής, και αυτό άλλωστε αποτελεί παραδεκτό γεγονός, όπως προκύπτει και από το σχετικό κατάλογο καταγραφής προσόντων που ετοίμασε το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού (παράρτημα 8 στο δικόγραφο της ένστασης), πέραν της κατοχής του πλεονεκτήματος λόγω πείρας, κατείχε το πλεονέκτημα και επειδή διέθετε μεταπτυχιακό τίτλο που αποκτήθηκε μετά από σπουδές ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους: συγκεκριμένα, ο αιτητής κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο στην Αρχιτεκτονική, τον οποίο εξασφάλισε από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ο οποίος αναγνωρίστηκε από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. στις 17.8.2010. Επιπρόσθετα δε, ο αιτητής κατέχει και δυο πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, ήτοι Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης στο πρόγραμμα «Περιβαλλοντικός Σχεδιασμός Πόλεως και Κτηρίων» (Σχολή Θετικών Επιστημών και Τεχνολογίας, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο) και Master in Business Administration (Cyprus International Institute of Management (CIIM)). Αντίθετα, το Ε.Μ. δεν διαθέτει οποιοδήποτε πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν. Συνεπώς, με αυτά τα δεδομένα, εύλογα γεννάται το ερώτημα εάν τα υπό αναφορά προσόντα του αιτητή λήφθηκαν υπόψη από τους καθ’ ων η αίτηση και, αν ναι, σε ποια έκταση και ποια σημασία δόθηκε σε αυτά. Επ’ αυτού, ουδέν καταγράφεται στην επίδικη απόφαση.

 

Ως προς την απόδοση των δυο υποψηφίων στην προφορική συνέντευξη, είναι σαφές ότι πρόκειται για μια οριακή διαφορά, η οποία ως τέτοια χαρακτηρίστηκε και από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Χαράλαμπος Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432 και Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 164) και η όποια διαφορά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως σημαντική και/ή να αποβεί καθοριστική για την τελική κρίση. Συγκεκριμένα, στην Ειρήνη Χριστοδούλου, ανωτέρω, λέχθηκαν τα εξής:

 

«Η διαφορά στην αξιολόγηση της συνέντευξης είναι οριακή, αφού το μεν ενδιαφερόμενο μέρος αξιολογήθηκε ως «εξαίρετη», ενώ η αιτήτρια ως «πάρα πολύ καλή».

 

Αν όλα τα στοιχεία συνυπολογιστούν, ουσιαστικά η οριακή αλλά, κατά τα φαινόμενα, καθοριστικής σημασίας υπεροχή στη συνέντευξη, αντικειμενικά δεν είναι πλέον μετρήσιμη.  Στην παρούσα περίπτωση η σύσταση παραγνωρίστηκε με μόνη αναφορά στην οριακή υπεροχή στην προφορική εξέταση και παρά την υπεροχή της αιτήτριας σε προσόντα και αρχαιότητα.

 

Είναι αλήθεια ότι η αξιολόγηση στην προφορική εξέταση έχει σημασία όταν πρόκειται για θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, αλλά, από την άλλη, δεν μπορεί η αξιολόγηση αυτή, όταν ιδίως είναι οριακής σημασίας, αλλά και βαρύνεται με την αντίθετη άποψη του προϊσταμένου, αλλά και με τη διαφορετική αξιολόγηση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, να επικαλύπτει τα πάντα και να γίνεται ο μόνος ουσιαστικά παράγων που λαμβάνεται υπ' όψιν.

 

Παραγνωρίστηκε εν προκειμένω η σύσταση του προϊσταμένου χωρίς επαρκή, ειδική και πειστική αιτιολογία, ενώ δόθηκε παράνομα βαρύνουσα σημασία στην οριακή διαφορά της απόδοσης των υποψηφίων κατά τη συνέντευξη, έστω κι' αν πρόκειται για θέση ψηλά στην ιεραρχία. Η Επιτροπή δεν έλαβε υπ' όψιν την αντίθετη αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τη σύσταση του προϊσταμένου, την οριακή, έστω, υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα, αλλά και την κατοχή από αυτή πρόσθετου προσόντος σχετικού με τα καθήκοντα της θέσης.

[.]

Το γεγονός  ότι κατ' ανάλογο τρόπο με την υπόθεση Σπανού, ανωτέρω,  αντιμετωπίστηκε και το θέμα της διαφοράς της απόδοσης των υποψηφίων σε προφορική εξέταση και στην περίπτωση παραγνώρισης προβλεπόμενου από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης πλεονεκτήματος δείχνει, κατά την άποψή μας, την αποφασιστικότητα της νομολογίας να περιορίσει τη σημασία της συνέντευξης έναντι, λίγο πολύ, αντικειμενικών κριτηρίων όπως η κατοχή του πλεονεκτήματος ή η σύσταση του προϊσταμένου. Θυμίζουμε ότι προς παραγνώριση τόσο της σύστασης, όσο και του πλεονεκτήματος απαιτείται ειδική, επαρκής αιτιολογία. Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Δημοκρατία κ.ά. ν. Γερμανού κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93, 104, 105, η καλύτερη απόδοση στη συνέντευξη δεν εκτοπίζει την κατοχή του πλεονεκτήματος.

 

Είναι αλήθεια ότι η αξιολόγηση στην προφορική εξέταση έχει σημασία όταν πρόκειται για θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, αλλά, από την άλλη, δεν μπορεί η αξιολόγηση αυτή, όταν ιδίως είναι οριακής σημασίας, αλλά και βαρύνεται με την αντίθετη άποψη του προϊσταμένου, αλλά και με τη διαφορετική αξιολόγηση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, να επικαλύπτει τα πάντα και να γίνεται ο μόνος ουσιαστικά παράγων που λαμβάνεται υπ' όψιν.».

 

Ως προς το υπό του σχεδίου υπηρεσίας προβλεπόμενο πλεονέκτημα, όπως έχει ήδη λεχθεί ανωτέρω, αποτελεί παραδεκτό γεγονός και προκύπτει και από τα παραρτήματα της ένστασης ότι ο αιτητής, σε αντίθεση με το Ε.Μ., πέραν της κατοχής του πλεονεκτήματος λόγω πείρας, κατείχε το πλεονέκτημα και επειδή διέθετε μεταπτυχιακό τίτλο που αποκτήθηκε μετά από σπουδές ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους: συγκεκριμένα, ο αιτητής κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο στην Αρχιτεκτονική, τον οποίο εξασφάλισε από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ο οποίος αναγνωρίστηκε από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. στις 17.8.2010. Οι καθ’ ων η αίτηση αποφάσισαν ότι για όλους τους υποψηφίους θα ληφθεί υπόψη μόνον το υπό του σχεδίου υπηρεσίας προβλεπόμενο πλεονέκτημα της πείρας. Αυτό, ωστόσο, και ανεξάρτητα από την ορθότητα της συγκεκριμένης προσέγγισης των καθ’ ων η αίτηση, δεν αναιρεί σε καμία περίπτωση το πραγματικό γεγονός της κατοχής του πλεονεκτήματος από τον αιτητή και λόγω του προαναφερθέντος ακαδημαϊκού τίτλου που αυτός διέθετε. Έχει κατ’ επανάληψη τονιστεί μέσα από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι το υπό του οικείου σχεδίου υπηρεσίας προβλεπόμενο πλεονέκτημα αποτελεί παράγοντα ουσιώδους σημασίας για τον καθορισμό των διεκδικήσεων των υποψηφίων για διορισμό ή προαγωγή σε δημόσια θέση (Ιωάννης Ν. Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 455). Η κατοχή ενός τέτοιου προσόντος κρίνεται αντικειμενικά ως σημαντικό στοιχείο για την επιτυχή εκπλήρωση των υποχρεώσεων της θέσης που θα πληρωθεί και επαυξάνει ουσιωδώς τις διεκδικήσεις του κατόχου για κατάληψη της θέσης (βλ. Ανδρέας Γεωργίου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1822 και Ανδρέας Γεωργίου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1443). Στην Ιάκωβος Δημητρίου ν. Δημοκρατίας, (1995) 4 Α.Α.Δ. 1150, τονίστηκε ότι το πλεονέκτημα δίδει προβάδισμα στον υποψήφιο που το κατέχει. Ο κάτοχος του πλεονεκτήματος υπερέχει του υποψήφιου που δεν το διαθέτει και γι’ αυτό, όταν το διοικητικό όργανο δεν επιλέγει υποψήφιο που διαθέτει το πλεονέκτημα, οφείλει να αιτιολογήσει ειδικά την απόφαση του.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην Φρόσω Χατζηλουκά ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2775, ημερ. 29.6.2001, τόνισε ότι πλεονέκτημα δίδει στον υποψήφιο που το διαθέτει προβάδισμα έναντι άλλων που δεν το έχουν, ενώ στην Χαράλαμπος Μορίτσης ν. Φιλίππας Καρσερά, (2009) 3 Α.Α.Δ. 109, και πάλι από την Ολομέλεια, τονίστηκε εκ νέου ότι η κατοχή πρόσθετου προσόντος που προβλέπει το σχέδιο υπηρεσίας έχει ουσιώδη σημασία και επαυξάνει σημαντικά τις διεκδικήσεις. Άμεσα σχετικά και διαφωτιστικά επί του υπό συζήτηση θέματος και τα όσα λέχθηκαν από την Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου στην Λοΐζου Παναγή κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α. (2011) 3 Α.Α.Δ. 163-

 

«Όπως ορθά επεσήμανε ο δικηγόρος του Εφεσίβλητου, το πλεονέκτημα σύμφωνα με τη νομολογία αποτελεί σημαντικό στοιχείο στο οποίο αποδίδεται ουσιώδης σημασία. Ο κάτοχος πλεονεκτήματος αποκτά προβάδισμα έναντι ανθυποψηφίου που δεν κατέχει πλεονέκτημα (βλ. Κωνσταντινίδη ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α ΑΑΔ 455 και Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1995) 4Β ΑΑΔ 1150, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν από την Ολομέλεια στις υποθέσεις Μορίτση ν. Καρσερά, ανωτέρω, και Δημοκρατία ν. Γερμανού, ανωτέρω)».

 

Λίγο αργότερα, στην Χαραλάμπους ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, (2011) 3 Α.Α.Δ. 273 (απόφαση Ολομέλειας), τονίστηκαν τα εξής σχετικά:

 

«Σε σχέση με τη σημασία της κατοχής από το ενδιαφερόμενο μέρος του προβλεπόμενου από το σχέδιο υπηρεσίας πρόσθετου προσόντος της "Γνώσης άλλων ξένων γλωσσών", υπενθυμίζουμε την πάγια αρχή της νομολογίας μας, αρχή η οποία επισημαίνεται και στην πρωτόδικη απόφαση, ότι η κατοχή ενός τέτοιου προσόντος "επαυξάνει ουσιωδώς τις διεκδικήσεις του κατόχου για κατάληψη της θέσης" (I. Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 455) και "δίδει σε αυτόν που το διαθέτει προβάδισμα έναντι άλλων που δεν το έχουν" (Φρόσω Χατζηλουκά ν. Δημοκρατίας (2001) 3(B) ΑΑΔ 43)».

 

Συνεπώς, και υπό το φως της προεκτεθείσας νομολογίας, σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να παραγνωριστεί ότι εν προκειμένω ο αιτητής, σε αντίθεση με το Ε.Μ., διέθετε και το υπό του σχεδίου υπηρεσίας προβλεπόμενο πλεονέκτημα της κατοχής μεταπτυχιακού τίτλου. Επαναλαμβάνω δε ότι, ακόμα και αν ήθελε κριθεί ότι ορθώς αποφασίστηκε όπως μετρήσει για πλεονέκτημα μόνο η πείρα, δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να παραγνωριστεί το αντικειμενικό γεγονός ότι ο αιτητής διέθετε, ως ακαδημαϊκό προσόν, και το δεύτερο πλεονέκτημα, στο οποίο και έπρεπε να αποδοθεί η δέουσα βαρύτητα και να προσμετήσει στην τελική κρίση των καθ’ ων η αίτηση. Δεν προκύπτει, ωστόσο, να έγινε αυτό, εφόσον πέραν της λεκτικής και/ή περιγραφικής αναφοράς στο εν λόγω προσόν του αιτητή, από κανένα έγγραφο και από κανένα στοιχείο που τέθηκε ενώπιον μου δεν φαίνεται πως οι καθ’ ων η αίτηση αξιολόγησαν και/ή έλαβαν υπόψη και/ή προσμέτρησαν στην τελική τους κρίση την κατοχή του εν λόγω πλεονεκτήματος από τον αιτητή, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).

 

Αμεσα σχετική με το υπό συζήτηση ζήτημα, και δη ως προς την αξιολόγηση του πλεονεκτήματος αλλά και των πρόσθετων προσόντων, είναι η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Σολομωνίδη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε.135/2013, ημερ. 3.2.2020, ECLI:CY:AD:2020:C44, όπου λέχθηκαν τα εξής (η υπογράμμιση έχει προστεθεί):

 

«Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω  εγείρεται το ερώτημα κατά πόσο το πρόσθετο προσόν που διέθετε ο εφεσείων - πέραν του πλεονεκτήματος - και το οποίο αναγνωρίστηκε από την ΕΔΥ ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, μπορούσε να προσδώσει σε αυτόν υπεροχή στο κριτήριο των προσόντων. Αυτό βεβαίως, ήταν ένα θέμα στο οποίο αρμόδια να δώσει απάντηση ήταν η ΕΔΥ, η όποια απάντηση της οποίας ενδεχομένως να διαφοροποιούσε τα δεδομένα έχοντας υπόψη και το προβάδισμα αρχαιότητας του Εφεσείοντα. Η ΕΔΥ όμως, όπως ήδη λέχθηκε, αρκέστηκε στην αναφορά ότι ο Εφεσείων κατείχε δύο μεταπτυχιακά διπλώματα σχετικά με τα καθήκοντα της Θέσης, το ένα από τα οποία του προσέδιδε το πλεονέκτημα και το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εντόπισε το κενό, σ΄ ό,τι αφορά το δεύτερο μεταπτυχιακό, στην κρίση της ΕΔΥ η οποία είχε καθήκον να διερευνήσει το θέμα.  Δεν συμμεριζόμαστε επομένως την άποψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι εφόσον αποδόθηκε στον εφεσείοντα το πλεονέκτημα με βάση το ένα μεταπτυχιακό προσόν, το δεύτερο το οποίο κρίθηκε ότι ήταν επίσης σχετικό δεν μπορούσε ουσιαστικά να έχει οποιαδήποτε βαρύτητα.

 

Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, τα μη απαιτούμενα πρόσθετα ακαδημαϊκά  προσόντα, εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της Θέσης, λαμβάνονται υπόψη και συνεκτιμούνται από την αρμόδια αρχή η οποία οφείλει να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία τους αποφεύγοντας δύο άκρα. Αφενός να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική ώστε να φθάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής και, αφετέρου, να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης (βλ. Πούρος κ.ά. v. Xατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 374). Tα πρόσθετα προσόντα δεν μπορούν να παραγνωριστούν εφόσον αποτελούν στοιχείο εξέτασης και απόφασης επί της ικανότητας ενός υποψηφίου για την καλύτερη διεκπεραίωση των καθηκόντων της θέσης (βλ XXX Καραγεώργη v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Αναθ. Έφεση Αρ. 49/2013, ημερ. 9.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:C293).

 

Έχοντας υπόψιν την πιο πάνω νομολογία, θεωρούμε ότι η απλή λεκτική αναφορά της ΕΔΥ ότι ο Εφεσείων κατείχε δύο σχετικά μεταπτυχιακά διπλώματα εκ των οποίων το ένα ανταποκρινόταν στην απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας για το πλεονέκτημα, δεν είναι αρκετή. Τέτοια λεκτική αναφορά δεν συνιστούσε ουσιαστικά οποιαδήποτε αξιολόγηση. Με αυτό ως δεδομένο, θεωρούμε ότι η ΕΔΥ στέρησε στο Δικαστήριο να αντιληφθεί το συγκεκριμένο συσχετισμό που έγινε μεταξύ Εφεσείοντα και ΕΜ αναφορικά με το κριτήριο των προσόντων, λαμβανομένου υπόψιν ότι οι διάδικοι κρίθηκε πως ήταν περίπου ισοδύναμοι (βλ. Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας (2009)  3 Α.Α.Δ. 164). Με αποτέλεσμα να υποβιβαστεί ουσιαστικά το δεύτερο πρόσθετο προσόν του Εφεσείοντα στο επίπεδο της εντελώς οριακής σημασίας, χωρίς καμιά βαρύτητα στους συσχετισμούς και τη γενική αξιολόγηση των διαφόρων παραγόντων.  Παραπέμπουμε επί του προκειμένου στη Δημοκρατία v. Σκλάβου (2007) 3 Α.Α.Δ. 473 όπου λέχθηκε πως «. ελλείπει η οφειλόμενη όπως κρίνουμε αιτιολόγηση που θα καθιστούσε εφικτό και το δικαστικό έλεγχο, ώστε εκείνα που όντως εμφανίζονται ως πρόσθετα, να δικαιολογείται να θεωρηθούν ως μη προσθέτοντα στις διεκδικήσεις του Μ. Σκλάβου με αναφορά στο θεσμοθετημένο κριτήριο των προσόντων». Όπως παραπέμπουμε και στη Δημοκρατία v. Μιχαηλίδη (2011) 3(Β) Α.Α.Δ. 871,  όπου τονίστηκε ότι η επιφανειακή αντιμετώπιση ενός πρόσθετου προσόντος που δημιουργείται με τη σύνηθη χρήση απλής φραστικής αναφοράς σε αυτό δημιουργεί ουσιώδες έλλειμμα αιτιολογίας. Παραθέτουμε επί του προκειμένου αυτούσιο το πιο κάτω απόσπασμα από την εν λόγω αυθεντία:

 

«Δεν νοείται αναφορά στην υπηρεσιακή εικόνα, χωρίς στον όρο να περιλαμβάνονται και τα προσόντα, ως μέρος της. Είναι δε αυτονόητο πως όταν ο νόμος αναφέρεται και στα προσόντα ως κριτήριο για την επιλογή του καταλληλότερου εννοεί προσόντα που δεν απαιτούνται. Δεν δικαιολογούνται συνεπώς οι σκέψεις στο περίγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας περί ισοδυναμίας  «όταν τα άλλα δύο στοιχεία είναι ίσα»  ή οι διατυπώσεις που εμφανίζονται να παραγνωρίζουν πως το δίπλωμα του εφεσίβλητου ασφαλώς του έδιδε υπεροχή στα προσόντα».

 

Η ΕΔΥ λοιπόν, ενώ αναγνώρισε ότι το δεύτερο μεταπτυχιακό προσόν του εφεσείοντα ήταν συναφές με τα καθήκοντα της Θέσης, δεν προέβη σε αξιολόγηση του και ως εκ τούτου αποστέρησε από το Δικαστήριο τη δυνατότητα ελέγχου της σημασίας του δεύτερου μεταπτυχιακού προσόντος του εφεσείοντα. Όπως δε γίνεται αντιληπτό δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να προβεί σε εκτιμήσεις αναφορικά με το πρόσθετο προσόν του Εφεσείοντα ή να εξετάσει τη βαρύτητα του σε συνάρτηση με το Σχέδιο Υπηρεσίας ή ακόμη να αποφασίσει κατά πόσο αυτό το προσόν, σε συνδυασμό με το σημαντικό προβάδισμα αρχαιότητας, θα μπορούσε να αντισταθμίσει την διαπιστωθείσα από την ΕΔΥ υπεροχή του ΕΜ στη προφορική εξέταση. Παραμένει όμως κενό που δικαιολογεί τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης και την ακύρωση της επίδικης διοικητικής πράξης.».

 

Βεβαίως, καθίσταται αντιληπτό ότι τα πιο πάνω εφαρμόζονται και στο θέμα των πρόσθετων ακαδημαϊκών προσόντων του αιτητή, πέραν του πλεονεκτήματος, για τα οποία επίσης καμία αξιολόγηση, πέραν της λεκτικής αναφοράς, δεν έγινε από τους καθ΄ων η αίτηση, ως αν αυτά να μην υπήρχαν, σε αντίθεση με όσα η νομολογία πάγια και διαχρονικά επιτάσσει επί του θέματος. Ως έχει προαναφερθεί, ο αιτητής, σε αντίθεση με το Ε.Μ., διέθετε επίσης τα ακαδημαϊκά προσόντα Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης στο πρόγραμμα «Περιβαλλοντικός Σχεδιασμός Πόλεως και Κτηρίων» (Σχολή Θετικών Επιστημών και Τεχνολογίας, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο) και Master in Business Administration (Cyprus International Institute of Management (CIIM)). Υπενθυμίζεται ότι τα μη απαιτούμενα πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης, λαμβάνονται υπόψη και συνεκτιμούνται από την αρμόδια αρχή η οποία οφείλει να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία τους αποφεύγοντας δύο άκρα. Αφενός να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική ώστε να φθάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής και, αφετέρου, να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης (Σολομωνίδη, ανωτέρω, Πούρος κ.ά. v. Xατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 374). Tα πρόσθετα προσόντα δεν μπορούν να παραγνωριστούν εφόσον αποτελούν στοιχείο εξέτασης και απόφασης επί της ικανότητας ενός υποψηφίου για την καλύτερη διεκπεραίωση των καθηκόντων της θέσης (Καραγεώργη v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 49/2013, ημερ. 9.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:C293). Εν προκειμένω, καμία αξιολόγηση των εν λόγω προσόντων του αιτητή δεν φαίνεται να έγινε από τους καθ’ ων η αίτηση, ούτως ώστε να προκύπτει και/ή να καθίσταται αντιληπτό στο Δικαστήριο τούτο ποια σημασία και/ή βαρύτητα τους δόθηκε και πως αυτά επηρέασαν την τελική κρίση των καθ’ ων η αίτηση. Αντίθετα, οι καθ’ ων η αίτηση, ανεπίτρεπτα προσέδωσαν υπέρμετρη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων κατά το δεύτερο γύρο των προφορικών συνεντεύξεων, παραγνωρίζοντας τα λοιπά στοιχεία που είχαν ενώπιον τους και όφειλαν να λάβουν υπόψη.

 

Με βάση τα πιο πάνω, διαπιστώνεται η μη διενέργεια της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, αλλά και κενό αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, ενώ ούτε και το ενδεχόμενο πλάνης μπορεί να αποκλειστεί.

 

Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, καταλήγω ότι στοιχειοθετούνται λόγοι ακύρωσης και, συνακόλουθα, χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €2000 έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α..

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο