Γ. Γ. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1186/2021, 10/6/2025
print
Τίτλος:
Γ. Γ. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1186/2021, 10/6/2025

 

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                        

(Υπόθεση Αρ. 1186/2021)

 10 Ιουνίου 2025

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                             Γ. Γ.                         

                                                                             Αιτητής

                                                ΚΑΙ

         ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

      ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Β. Παρπαρίνος, μαζί με Θ. Δρόσου (κα), για Λούκας & Βίας Λ. Παρπαρίνος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή

Κ. Παπαδοπούλου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

Γ. Κανάρης, για Δημοσθένης Στεφανίδης Δ.Ε.Π.Ε., για Ενδιαφερόμενο Μέρος 2

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, προσβάλλεται ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος η απόφαση της καθ’ ης η αίτηση, Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.), η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 30.7.2021 και σύμφωνα με την οποία προήχθησαν, αντί και/ή στη θέση του αιτητή, τα ενδιαφερόμενα μέρη («Ε.Μ.») 1. Ε. Κ., 2. Α. Χ., 3. Χ. Σ., 4. Σ. Γ., 5. Μ. Ι., 6. Α. Κ. 7. Κ. Κ., 8. Ν. Ρ. και 9. Α. Χ., στη μόνιμη θέση Βοηθού Λειτουργού Διεκπεραίωσης, 1ης Τάξης, Τμήμα Υπηρεσιών Πληροφορικής, Υφυπουργείο Έρευνας, Καινοτομίας και Ψηφιακής Πολιτικής («η επίδικη θέση»), από 1.7.2021.

 

Η διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης ξεκίνησε όταν η Ε.Δ.Υ. έλαβε επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υφυπουργείου Έρευνας Καινοτομίας και Ψηφιακής Πολιτικής του Υπουργείου Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων («ο Γενικός Διευθυντής»), ημερομηνίας 30.2.2017, με την οποία ο τελευταίος ζητούσε την πλήρωση δυο κενών μόνιμων θέσεων Βοηθού Λειτουργού Διεκπεραίωσης 1ης τάξης, Τμήμα Υπηρεσιών Πληροφορικής, Υφυπουργείο Έρευνας, Καινοτομίας και Ψηφιακής Πολιτικής (θέση προαγωγής).

 

Η Ε.Δ.Υ., στη συνεδρία της ημερομηνίας 25.2.2021, αποφάσισε να επιληφθεί του θέματος πλήρωσης των πιο πάνω θέσεων σε ημερομηνία που θα οριζόταν αργότερα και στη συνεδρία να παραστεί και η Διευθύντρια Τμήματος Υπηρεσιών Πληροφορικής («η Διευθύντρια»).

 

Τελικά, στη συνεδρία της, ημερομηνίας 3.6.2021, η Ε.Δ.Υ. επέλεξε τα Ε.Μ. 1 και 2 ως τους πλέον κατάλληλους για προαγωγή και αποφάσισε να τους προσφέρει προαγωγή στην επίδικη θέση. Στην εν λόγω συνεδρία, είχε προσκληθεί και προσήλθε η Διευθύντρια, η οποία, αφού σύστησε για προαγωγή τα δυο Ε.Μ., αποχώρησε, πριν από την υπό της Ε.Δ.Υ αξιολόγηση των υποψηφίων και λήψη της επίδικης απόφασης. Εν συνεχεία, η Επιτροπή, στη βάση των ενώπιον της στοιχείων, προέβη στην αξιολόγηση των υποψηφίων και, αφού έλαβε υπόψη της και τη σύσταση της Διευθύντριας, κατέληξε ότι τα Ε.Μ. 1 και 2 υπερείχαν των υπόλοιπων υποψηφίων και τους επέλεξε ως τους πιο κατάλληλους, προσφέροντας τους προαγωγή στην επίδικη θέση.

 

Ακολούθως, με νέα επιστολή του προς την Ε.Δ.Υ., ημερομηνίας 30.3.2021, ο Γενικός Διευθυντής ζητούσε την πλήρωση ακόμα επτά κενών μόνιμων θέσεων Βοηθού Λειτουργού Διεκπεραίωσης 1ης τάξης, Τμήμα Υπηρεσιών Πληροφορικής, Υφυπουργείο Έρευνας, Καινοτομίας και Ψηφιακής Πολιτικής.

 

Η Ε.Δ.Υ., στη συνεδρία της ημερομηνίας 9.4.2021, αποφάσισε να επιληφθεί του θέματος πλήρωσης των πιο πάνω θέσεων σε ημερομηνία που θα οριζόταν αργότερα και στη συνεδρία να παραστεί και η Διευθύντρια.

 

Τελικά, στη συνεδρία της, ημερομηνίας 3.6.2021, η Ε.Δ.Υ. επέλεξε τα Ε.Μ. 3, 4, 5, 6, 7, 8 και 9 ως τους πλέον κατάλληλους για προαγωγή και αποφάσισε να τους προσφέρει προαγωγή στην επίδικη θέση. Στην εν λόγω συνεδρία, είχε προσκληθεί και προσήλθε η Διευθύντρια, η οποία, αφού σύστησε για προαγωγή τα επτά Ε.Μ., αποχώρησε, πριν από την υπό της Ε.Δ.Υ αξιολόγηση των υποψηφίων και λήψη της επίδικης απόφασης. Εν συνεχεία, η Επιτροπή, στη βάση των ενώπιον της στοιχείων, προέβη στην αξιολόγηση των υποψηφίων και, αφού έλαβε υπόψη της και τη σύσταση της Διευθύντριας, κατέληξε ότι τα Ε.Μ. 3 μέχρι και 9 υπερείχαν των υπόλοιπων υποψηφίων και τους επέλεξε ως τους πιο κατάλληλους, προσφέροντας τους προαγωγή στην επίδικη θέση.

 

Ο αιτητής αντέδρασε και κατά της απόφασης των πιο πάνω προαγωγών καταχώρησε την υπό κρίση προσφυγή, στις 8.10.2021.

 

Πριν από την εξέταση των εγειρόμενων λόγων ακύρωσης που προωθούνται, προέχει βεβαίως το ζήτημα που ηγέρθη προδικαστικώς από τους καθ’ ων η αίτηση, περί δυο προσβαλλόμενων διοικητικών πράξεων, μη συναφών μεταξύ τους, που απαραδέκτως προσβάλλονται με το ίδιο δικόγραφο. Επ’ αυτού, η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση προβάλλει ότι η υπό κρίση προσφυγή θα πρέπει να εξεταστεί μόνον ως προς την απόφαση προαγωγής των Ε.Μ. 1 και 2, ενώ για την απόφαση προαγωγής των Ε.Μ. 3 έως και 9, αυτή θα πρέπει να απορριφθεί, καθότι ακολουθήθηκαν δυο ξεχωριστές και αυτοτελείς προαγωγικές διαδικασίες που απέληξαν σε δυο αυτοτελείς διοικητικές πράξεις, οι οποίες στηρίζονται σε διαφορετικά γεγονότα, δεν συνιστούν μια σύνθετη διοικητική ενέργεια και η Ε.Δ.Υ., στην κάθε περίπτωση, προέβη σε σύγκριση διαφορετικών υποψηφίων.

 

Εκ διαμέτρου αντίθετη υπήρξε επί του συγκεκριμένου ζητήματος η θέση των συνηγόρων του αιτητή, οι οποίοι προέβαλαν ότι οι δυο πράξεις (απόφαση προαγωγής των Ε.Μ. 1 και 2, αφενός, και απόφαση προαγωγής των Ε.Μ. 3 έως και 9, αφετέρου) είναι συναφείς, καθότι αφορούν τον ίδιο αιτητή, βασίζονται στις ίδιες διατάξεις νόμου, φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία και εκδόθηκαν από το ίδιο διοικητικό όργανο, τα δε πραγματικά περιστατικά είναι παρόμοια. Ακόμα δε και αν ήθελε κριθεί το αντίθετο, το Δικαστήριο θα πρέπει να επιτρέψει τον διαχωρισμό δικογράφου, ούτως ώστε η νέα προσφυγή που θα προκύψει ως αποτέλεσμα του διαχωρισμού, να θεωρηθεί ως εμπροθέσμως καταχωρηθείσα.

 

Επί του συγκεκριμένου ζητήματος, η πλευρά του Ε.Μ. 2 δεν επιχειρηματολόγησε, παρά μόνον αρκέστηκε να υιοθετήσει τη γραπτή αγόρευση των καθ’ ων η αίτηση.

 

Στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης και του συνόλου των ενώπιον μου τεθέντων, διαπιστώνω τα εξής: αρχικά, με την επιστολή του Γενικού Διευθυντή προς τον Πρόεδρο της Ε.Δ.Υ., ημερομηνίας 3.2.2021, ζητήθηκε η πλήρωση δυο (2) θέσεων, ως η επίδικη. Για το συγκεκριμένο ζήτημα, η Ε.Δ.Υ. συνεδρίασε για πρώτη φορά στις 25.2.2021, ενώ ακολούθως, στη συνεδρία της ημερομηνίας 3.6.2021, αποφάσισε την πλήρωση των εν λόγω δυο θέσεων δια της επιλογής των Ε.Μ. 1 και 2. Όπως προκύπτει από το πρακτικό της σχετικής συνεδρίας και τον τίτλο του θέματος που συζητήθηκε κατά τη συγκεκριμένη συνεδρία, η όλη διαδικασία, για την οποία τηρήθηκε ξεχωριστός φάκελος (15.21.001.024.003.002.008.001), αφορούσε την πλήρωση μόνο των δυο θέσεων, η Διευθύντρια παρέσχε τη σύστασή της υπέρ δυο υποψηφίων (Ε.Μ. 1 και 2) και η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε για την πλήρωση των δυο θέσεων.

 

Η απόφαση προαγωγής των Ε.Μ. 3 μέχρι 9 ήταν αποτέλεσμα άλλης, ξεχωριστής διαδικασίας, η οποία ξεκίνησε με την επιστολή του Γενικού Διευθυντή προς τον Πρόεδρο της Ε.Δ.Υ., ημερομηνίας 30.3.2021, για την πλήρωση επτά (7) θέσεων ως η επίδικη. Για τη συγκεκριμένη προαγωγική διαδικασία, η Ε.Δ.Υ. συνεδρίασε για πρώτη φορά στις 9.4.2021, ενώ ακολούθως, στη συνεδρία της ημερομηνίας 3.6.2021, αποφάσισε την πλήρωση των εν λόγω επτά θέσεων δια της επιλογής των Ε.Μ. 3, 4, 5, 6, 7, 8 και 9. Και πάλι, όπως προκύπτει από το πρακτικό της σχετικής συνεδρίας και τον τίτλο του θέματος που συζητήθηκε κατά τη συγκεκριμένη συνεδρία, η όλη διαδικασία, για την οποία τηρήθηκε ξεχωριστός φάκελος (15.21.001.024.003.002.008.002), αφορούσε την πλήρωση επτά θέσεων, η Διευθύντρια παρέσχε τη σύστασή της υπέρ επτά υποψηφίων (Ε.Μ. 3 μέχρι 9) και η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε για την πλήρωση των εν λόγω επτά θέσεων. Τονίζεται δε ότι για τις υπό αναφορά δυο αποφάσεις της Ε.Δ.Υ., υπήρξαν και ξεχωριστές δημοσιεύσεις στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

 

Είναι σαφές, κατά την κρίση μου, ότι πρόκειται για δυο αυτοτελείς διοικητικές πράξεις, για τις οποίες υπήρξαν ξεχωριστές προτάσεις και, γενικότερα, οι οποίες ήσαν το αποτέλεσμα δυο ξεχωριστών και/ή διαφορετικών διαδικασιών, στο πλαίσιο των οποίων η Διευθύντρια αλλά και η Ε.Δ.Υ., συνέκριναν κάθε φορά διαφορετικούς υποψήφιους, εφόσον τα πρόσωπα που είχαν προαχθεί κατά την πρώτη διαδικασία, δεν ήσαν υποψήφιοι κατά τη δεύτερη διαδικασία. Οι δυο προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν είναι συναφείς, εφόσον δεν ήσαν το αποτέλεσμα της ίδιας διοικητικής διαδικασίας, ούτε η μια αποτελούσε προϋπόθεση της άλλης (βλ. Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258). Τυχόν αποδοχή διαφορετικής προσέγγισης, όχι μόνο θα αντέβαινε στην πάγια επί του θέματος νομολογία, αλλά και θα επέφερε πρόσθετη πολυπλοκότητα και θα καθιστούσε ιδιαίτερα δυσχερή την εξέταση των επίδικων θεμάτων.

Ως εκ των πιο πάνω, κρίνω ότι εν προκειμένω πρόκειται για δυο αυτοτελείς και μη συναφείς διοικητικές πράξεις που προσβάλλονται με την ίδια προσφυγή και, συνακόλουθα, η αίτηση ακυρώσεως θεωρείται ως παραδεκτώς ασκούμενη μόνον ως προς την πρώτη των προσβαλλομένων πράξεων (βλ. και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας της Ελλάδας 1929-1959). Για τον λόγο αυτό, η προσφυγή κατά της απόφασης προαγωγής των Ε.Μ. 3 μέχρι 9, δεν μπορεί να εξεταστεί.

 

Το ζήτημα των μη συναφών διοικητικών πράξεων που συμπροσβάλλονται με το ίδιο δικόγραφο, έχει επανειλημμένα εξεταστεί σε επίπεδο Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όπως υποδείχθηκε στην Χαράλαμπος Κιτής κ.α. ν. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 734, σε περίπτωση μη συναφών διοικητικών πράξεων που συμπροσβάλλονται με το ίδιο δικόγραφο, η προσφυγή είναι παραδεκτή μόνο ως προς την πρώτη, προτασσόμενη στο δικόγραφο, πράξη, όχι όμως ως προς τις υπόλοιπες, για τις οποίες το Δικαστήριο, δεδομένου ότι το θέμα είναι διαδικαστικό και θεραπεύσιμο, θα πρέπει να επιτρέψει τον διαχωρισμό του δικογράφου και την καταχώριση νέας προσφυγής εντός της ταχθείσας προθεσμίας, ώστε να παραμείνει το δικαίωμα του αιτητή να προσβάλει και την προαγωγή και των λοιπών Ε.Μ., παρά την εσφαλμένη συμπερίληψη, στην αίτηση ακυρώσεως, δύο ξεχωριστών αποφάσεων (βλ. και Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258 και την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Ιωακείμ κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 96/2018 κ.α., ημερ. 24.3.2022, ECLI:CY:AD:2022:A53).

 

Συνεπώς, και αντλώντας καθοδήγηση από τις πιο πάνω νομολογιακές κατευθυντήριες, διατάσσεται ο χωρισμός του δικογράφου: να καταχωριστεί μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από σήμερα νέα προσφυγή που να αφορά στην προσβολή της προαγωγής των Ε.Μ. 3 έως και 9. Η προσφυγή, εφόσον καταχωριστεί εντός του χρονικού διαστήματος των 15 ημερών, θα θεωρείται ως εμπροθέσμως καταχωρηθείσα βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

Προχωρώ στην εξέταση των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης που προωθεί η πλευρά του αιτητή, σε σχέση με την απόφαση προαγωγής των Ε.Μ. 1 και 2.

 

Με αναφορά στα θεσμοθετημένα κριτήρια επιλογής, οι συνήγοροι του αιτητή εγείρουν θέμα πάσχουσας σύστασης, η οποία συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων και την οποία εσφαλμένα υιοθέτησε και/ή έλαβε υπόψη της η Ε.Δ.Υ., με αποτέλεσμα να πάσχει και η τελική, επίδικη απόφαση, ως πεπλανημένη και/ή το προϊόν μη δέουσας έρευνας.

 

Από την πλευρά της, η συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση, αντικρούοντας τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης, αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατόπιν διενέργειας της δέουσας έρευνας, καθόλα ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία, είναι δε αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής. Τόσο η σύσταση, όσο και η τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ., βρίσκονται σε συμβατότητα με τα στοιχεία των οικείων διοικητικών φακέλων και η καθ’ ης η αίτηση ορθώς αξιολόγησε την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα αιτητή και Ε.Μ., προσδίδοντας σε αυτά τη δέουσα βαρύτητα.

 

Καταλήγει η ευπαίδευτη συνήγορος για την καθ’ ης η αίτηση, τονίζοντας ότι ο αιτητής σε καμία περίπτωση δεν κατόρθωσε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι των Ε.Μ. και υποβάλλοντας την εισήγηση περί απόρριψης της παρούσας προσφυγής.

 

Υπέρ της νομιμότητας και ορθότητας της επίδικης απόφασης επιχειρηματολογεί και ο ευπαίδευτος συνήγορος για το Ε.Μ. 2, ο οποίος προβάλλει εν πολλοίς παρόμοιες θέσεις με αυτές της πλευράς των καθ’ ων η αίτηση.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα των οικείων διοικητικών φακέλων και, γενικότερα, όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε κατά είτε υπέρ της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Η συγκριτική εικόνα αιτητή και Ε.Μ. 1 και 2 στα θεσμοθετημένα στοιχεία κρίσης, όπως αυτή προκύπτει από τους διοικητικούς φακέλους στους οποίους και έχω ανατρέξει, αποκαλύπτει τα εξής:

 

Ως προς την αξία, όπως αυτή προκύπτει από τις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης των τελευταίων πέντε ετών, στις οποίες δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση, ο αιτητής αξιολογήθηκε ως καθόλα «Εξαίρετος», εκτός από το έτος 2019, που αξιολογήθηκε με 7 «Εξαίρετα» και 1 «Ικανοποιητικά» και το έτος 2020, που αξιολογήθηκε με 7 «Εξαίρετα» και 1 «Πολύ Ικανοποιητικά». Σημειώνεται ότι στις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησής του μέχρι και το έτος 2018, ο αιτητής δεν βαθμολογείτο στο κριτήριο «Διευθυντική/Διοικητική Ικανότητα» λόγω της θέσης και κλίμακας που ήταν διορισμένος. Το Ε.Μ. 1, στις αντίστοιχες ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης, βαθμολογήθηκε ως καθόλα «Εξαίρετη», ενώ το Ε.Μ. 2 αξιολογήθηκε ως καθόλα «Εξαίρετος», εκτός από το έτος 2021, που αξιολογήθηκε με 7 «Εξαίρετα» και 1 «Πολύ Ικανοποιητικά». Σημειώνεται ότι και τα δυο Ε.Μ., σε αντίθεση με τον αιτητή, κατά τα τελευταία πέντε έτη βαθμολογούνταν στο κριτήριο «Διευθυντική/Διοικητική Ικανότητα» λόγω της θέσης και κλίμακας (Α7) που ήσαν διορισμένοι.

 

Στο κριτήριο των προσόντων, ο αιτητής διαθέτει τον ακαδημαϊκό τίτλο B.Sc. in Computer Studies, ο οποίος είναι αναγνωρισμένος από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. ως ισότιμος προς Πτυχίο Πανεπιστημιακού επιπέδου, ενώ επιπρόσθετα, αυτός συμπλήρωσε με επιτυχία συμπληρωματικό πρόγραμμα σπουδών στο Information Technology. Το Ε.Μ. 1 δεν διαθέτει οποιαδήποτε πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, ενώ το Ε.Μ. 2 διαθέτει το επιπρόσθετο προσόν Associate of Science Degree in Computer Engineering. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης, δεν απαιτούνται πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, αλλά μοναδικά απαιτούμενα προσόντα είναι η δεκαπενταετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Βοηθού Λειτουργού Διεκπεραίωσης, 2ης Τάξης, από την οποία πενταετής τουλάχιστον υπηρεσία στην Κλίμακα Α7, ή δεκαπενταετής τουλάχιστον συνολική υπηρεσία στις θέσεις Βοηθού Λειτουργού Διεκπεραίωσης, 2ης Τάξης, και Βοηθού Λειτουργού Μηχανογράφησης 1ης και 2ης Τάξης, από την οποία πενταετής τουλάχιστον υπηρεσία στην Κλίμακα Α7.

 

Τέλος, στο κριτήριο της αρχαιότητας, προκύπτει ότι ο αιτητής υπερέχει έναντι του Ε.Μ. 1 κατά ένα έτος στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση και έναντι του Ε.Μ. 2 κατά ένα μήνα και 15 μέρες.

 

Τα Ε.Μ. 1 και 2 διαθέτουν υπέρ τους τη σύσταση της Διευθύντριας, η οποία βεβαίως προσθέτει στην αξία ενός υποψηφίου ως ανεξάρτητος και αυτοτελής δείκτης (Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, Ροζάννα-Αμφιτρίτη Κούτσιου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 168/10, ημερ. 10.9.2015, Παντελής Λοϊζου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1994) 3 Α.Α.Δ. 663). Με την προϋπόθεση, όμως, ότι αυτή είναι έγκυρη και συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων.

 

Εν προκειμένω, η Διευθύντρια, συστήνοντας τα Ε.Μ. 1 και 2, ανέφερε τα εξής (η έμφαση έχει προστεθεί):

 

«Προκειμένου να προβώ σε συστάσεις, έλαβα υπόψη μου το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων και έλαβα επίσης υπόψη μου την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητά τους.

 

Να σημειωθεί επίσης ότι για την ετοιμασία των συστάσεων που ακολουθούν έλαβα υπόψη μου, πέραν των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, και την άποψη των άμεσα προϊστάμενων τους.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα καθιερωμένα κριτήρια για προαγωγή στο σύνολο τους -αξία, προσόντα, αρχαιότητα- καθώς και τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης, κρίνω ως καταλληλότερους για προαγωγή στη θέση Βοηθού Λειτουργού Διεκπεραίωσης, 1ης Τάξης, τους υποψηφίους με α/α 12 και 13, Χ. Α. και Κ. Ε., αντίστοιχα.

 

Όσον αφορά την αξία των υποψηφίων, όπως αυτή προκύπτει από τις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, στο σύνολό τους, με έμφαση στα πέντε τελευταία έτη, στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, θεωρώ ότι οι συστηθέντες υπερέχουν από τους υπόλοιπους υποψηφίους, αφού λόγω προϋπηρεσίας τους, εντάχθηκαν στην κλίμακα Α7 σε προγενέστερο χρόνο από τους υπόλοιπους υποψηφίους και, ως εκ τούτου, αξιολογούνταν στο σημείο 8 «ΔΙΕΥΘΥΝΤΙΚΕΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΕΣ», ο Χ. για τα τρία τελευταία έτη και η Κ. πέραν των πέντε τελευταίων ετών. Επιπρόσθετα, από έρευνα που έκανα προκύπτει ότι οι Χ. και Κ. έχουν εμπειρία πριν τον διορισμό τους, η οποία προσθέτει στην αξία τους.

 

Σ’ ό,τι αφορά την αρχαιότητα έλαβα υπόψη ότι ο Χ. υπερέχει έναντι των υποψηφίων με α/α 14-24 κατά τουλάχιστον εννέα μήνες στην παρούσα τους θέση ενώ υστερεί σε αρχαιότητα έναντι των υποψηφίων με α/α 1-11, κατά ενάμιση μήνα στην παρούσα θέση, ενώ η Κ. υπερέχει έναντι των υποψηφίων με α/α 14-19, εφόσον κατείχε προηγουμένως τη θέση Βοηθού Γραμματειακού Λειτουργού στη δημόσια υπηρεσία και έναντι των υποψηφίων με α/α 20 και 24 στην παρούσα τους θέση και υστερεί έναντι των υποψηφίων με α/α 1-11, κατά ένα έτος στην παρούσα θέση.

 

Όσον αφορά τα προσόντα, έλαβα υπόψη μου ότι ο Χ., όπως και οι υποψήφιοι με α/α 1-5, 7-11, 14,15,17,19 και 24, διαθέτει επιπρόσθετο προσόν, το οποίο δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, είναι όμως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης.

 

Εν πάση περιπτώσει, οι συστηθέντες κατά τα τελευταία χρόνια είναι καθόλα εξαίρετοι και σε μια γενική συνεκτίμηση όλων των ενώπιον μου στοιχείων, κρίνω ότι υπερτερούν των λοιπών υποψηφίων. Γνωρίζοντάς τους και προσωπικά, πιστεύω ότι είναι ικανότεροι και καταλληλότεροι από τους υπολοίπους, σε σχέση με τα αναβαθμισμένα καθήκοντα που θα αναλάβουν και προβλέπονται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης.

 

Πιστεύω ότι οι υποψήφιοι τους οποίους συστήνω θα βοηθήσουν πάρα πολύ στο έργο του Τμήματος Υπηρεσιών Πληροφορικής.».

 

Το πρώτο που παρατηρείται, είναι η εσφαλμένη και/ή πεπλανημένη αναφορά της Διευθύντριας στην αξιολόγηση των υποψηφίων κατά τα τελευταία χρόνια: εσφαλμένα και/ή υπό πλάνη η Διευθύντρια ανέφερε ότι «[.] οι συστηθέντες κατά τα τελευταία χρόνια είναι καθόλα εξαίρετοι», εφόσον, ως ήδη ελέχθη πιο πάνω, το Ε.Μ. 2, κατα το έτος 2021, αξιολογήθηκε με 7 «Εξαίρετα» και 1 «Πολύ Ικανοποιητικά». Επιπρόσθετα δε, και πάλιν όσον αφορά τις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης, διαπιστώνεται η χρήση άνισου μέτρου κρίσης από τη Διευθύντρια, η οποία έλαβε υπόψη της υπέρ των Ε.Μ. 1 και 2, το γεγονός ότι αυτοί, λόγω της προγενέστερης ένταξής τους στην κλίμακα Α7, αξιολογούνταν στο σημείο 8 «Διευθυντική/Διοικητική Ικανότητα», σε αντίθεση με τον αιτητή: πρόκειται για εξωγενές στοιχείο κρίσης το οποίο, εν πάση περιπτώσει, ανεπίτρεπτα λήφθηκε υπόψη από τη Διευθύντρια στο πλαίσιο αξιολόγησης της αξίας των υποψηφίων στη βάση των ετήσιων εκθέσεων αξιολόγησης. Μάλιστα, επισημαίνεται ότι η Ε.Δ.Υ. στη συνέχεια, όπως αβίαστα προκύπτει από το σχετικό πρακτικό της απόφασής της, δεν ακολούθησε το συγκεκριμένο σκεπτικό της Διευθύντριας, εφόσον ουδεμία αναφορά έκανε στο συγκεκριμένο σημείο και, εν πάση περιπτώσει, οι εκ μέρους της Ε.Δ.Υ. λόγοι επιλογής των Ε.Μ. δεν στηρίχθηκαν στο συγκεκριμένο συλλογισμό, ότι δηλαδή τα Ε.Μ., σε αντίθεση με τον αιτητή, αξιολογούνταν στο σημείο 8 της Έκθεσης Αξιολόγησης.

 

Επιπρόσθετα, η Διευθύντρια δεν φαίνεται επί της ουσίας να προσέδωσε οποιαδήποτε βαρύτητα στην υπό του αιτητή εμφανή υπεροχή σε προσόντα έναντι των Ε.Μ. 1 και 2. Υπενθυμίζεται ότι ο αιτητής διαθέτει τίτλο Πανεπιστημιακού επιπέδου (B.Sc. in Computer Studies), ο οποίος είναι αναγνωρισμένος από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. ως ισότιμος προς Πτυχίο Πανεπιστημιακού επιπέδου, ενώ επιπρόσθετα, αυτός συμπλήρωσε με επιτυχία συμπληρωματικό πρόγραμμα σπουδών στο Information Technology. Το Ε.Μ. 1 δεν διαθέτει οποιαδήποτε πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, ενώ το Ε.Μ. 2 διαθέτει το επιπρόσθετο προσόν Associate of Science Degree in Computer Engineering. Η απλή λεκτική αναφορά της Διευθύντριας ότι έλαβε υπόψη της ότι ο αιτητής και τα Ε.Μ. όπως και άλλοι υποψήφιοι διαθέτουν πρόσθετο προσόν, δεν είναι επαρκής και δεν ανταποκρίνεται στις πάγιες νομολογιακές επιταγές: το διοικητικό όργανο αξιολογεί και σταθμίζει τα πρόσθετα προσόντα που δεν προβλέπονται από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας, αποφεύγοντας δυο άκρα, ήτοι, αφενός, να μη δοθεί σε αυτά υπερβολική βαρύτητα, ώστε να ισοδυναμούν με απόδοση έκδηλης υπεροχής, αλλά, αφετέρου, η σημασία που τους δίδεται να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Μέσα σε αυτά τα όρια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση των στοιχείων (Σολομωνίδη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε.135/2013, ημερ. 3.2.2020, ECLI:CY:AD:2020:C44, Πανίκος Πούρος κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, Γιαννάκης Κολώνας κ.α. ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 94/2016 κ.α. ημερ. 26.7.2023, Γιώργος Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406). Εν προκειμένω, και δεδομένης της συνολικής υπηρεσιακής εικόνας αιτητή και Ε.Μ., δεν καθίσταται αντιληπτό αν και ποια βαρύτητα δόθηκε στην εμφανή υπεροχή του αιτητή σε προσόντα, με αποτέλεσμα να μπορεί να λεχθεί ότι η σημασία που δόθηκε στα εν λόγω προσόντα από την Διευθύντρια να χαρακτηρίζεται οριακή ή/και μηδαμινή. Ωστόσο, η αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων κατά τον τρόπο που επιτάσσει η νομολογία, ήταν αναγκαία, δεδομένης και της υπηρεσιακής εικόνας των υποψηφίων στα λοιπά στοιχεία κρίσης. Υπενθυμίζεται ότι ο αιτητής, εκτός από τα προσόντα, υπερέχει και σε αρχαιότητα, ενώ όσον αφορά στις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης, ο αιτητής υστερεί στην Έκθεση του 2019, όπου αξιολογήθηκε στο σημείο 8 «Διευθυντική/Διοικητική Ικανότητα», με 7 «Εξαίρετα» και 1 «Ικανοποιητικά», ενώ τόσο το Ε.Μ. 2 όσο και ο αιτητής, κατά το έτος 2021 και το έτος 2020 αντίστοιχα, αξιολογήθηκαν με 7 «Εξαίρετα» και 1 «Πολύ Ικανοποιητικά».

 

Ενόψει των πιο πάνω, κρίνω ότι η δοθείσα σύσταση πάσχει λόγω μη διενέργειας της δέουσας έρευνας και μη επαρκούς αιτιολογίας, ενώ προκύπτει και η εμφιλοχώρηση πλάνης στην κρίση της Διευθύντριας, δεδομένων των όσων έχουν προεκτεθεί σε σχέση με τις Ετήσιες Εκθέσεις Αξιολόγησης των υποψηφίων, όπου εσφαλμένα η Διευθύντρια θεώρησε ότι το Ε.Μ. 2 ήταν καθόλα εξαίρετος και εσφαλμένα στηρίχθηκε σε  άνισο μέτρο και/ή εξωγενές στοιχείο κρίσης σε σχέση με το σημείο 8 της Έκθεσης, «Διευθυντική/Διοικητική Ικανότητα». Είναι γνωστή η νομολογία, σύμφωνα με την οποία, πλάνη περί τα πραγματικά γεγονότα, είναι αρκετή για να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, νοουμένου ότι η πλάνη αφορά ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης, όπως ακριβώς συμβαίνει και εν προκειμένω (βλ. μεταξύ άλλων, Δημοκρατία ν. Κασσέρα (1994) 3 Α.Α.Δ. 27 σελ. 31, Περικλέους ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 174, Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 863, 869-870, Παπαδόπουλος κ.α. ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (2002) 3 Α.Α.Δ. 276 και CYPOIL FUEL TANKERS LIMITED ν. Δημοκρατίας (2007) 4 Α.Α.Δ. 188). Στην ουσία, η παρανομία έγκειται στο ότι εμφιλοχωρεί πλάνη στη σειρά των συλλογισμών του διοικητικού οργάνου (βλ. Παπαϊωάννου κ.α. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1991) 3 ΑΑΔ 713, Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 ΑΑΔ 228 και Δημοκρατίας ν. Μαυρομμάτη κ.α. (1991) 3 ΑΑΔ 543).

Υπενθυμίζεται εξάλλου ότι ακόμα και η πιθανότητα πλάνης αναφορικά με ουσιώδη γεγονότα, οδηγεί επίσης σε ακύρωση (βλ. Δήμος Στροβόλου ν. Πήττα κ.α. (2001) 3 (Α) Α.Α.Δ. 55) και η αρχή αυτή αποσκοπεί στο να διασφαλίσει ότι το Δικαστήριο, με τη διαπίστωση πλάνης, δεν θα προσπαθήσει να υποκαταστήσει την πρωτογενή κρίση της Διοίκησης, πιθανολογώντας ως προς το ποιος τελικά θα ήταν ο καλύτερος υποψήφιος, αν δεν μεσολαβούσε η διαπίστωση πλάνης (βλ. Ανδρέας Πολυνείκης κ.α. ν. Οργανισμός Ασφάλισης Υγείας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 422/2008 και 623/2008, ημερ. 30.6.2010). Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών δεδομένων της παρούσας, ως αυτά έχουν προεκτεθεί, δε χωρεί αμφιβολία ότι η πιθανότητα πλάνης, ούτως ή άλλως, σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί.

 

Είναι δε εύλογο να λεχθεί ότι ουδείς μπορεί να γνωρίζει ποια θα ήταν η σύσταση της Διευθύντριας εάν δεν υπήρχαν οι πιο πάνω πλημμέλειες. Συνεπώς, διαπιστώνεται κενό έρευνας και αιτιολογίας, αλλά και  εμφιλοχωρήσασα πλάνη στο συλλογισμό της Διευθύντριας, που αναπόφευκτα επιδρούν στο κύρος της προσβαλλόμενης απόφασης (Γιάννος Παναγιωτάκης ν. Δημοκρατίας, (2017) 3 Α.Α.Δ. 397).

 

Κατά συνέπεια, για τους πιο πάνω λόγους, ο προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης περί πάσχουσας σύστασης κρίνεται βάσιμος.

Η διαπίστωση περί πάσχουσας σύστασης επιδρά καταλυτικά στο κύρος και τη νομιμότητα της επίδικης απόφασης, εφόσον η σύσταση της Διευθύντριας λήφθηκε υπόψη από Ε.Δ.Υ., η οποία, όπως ξεκάθαρα αναφέρεται στη δική της απόφαση, κατά τη διαμόρφωση της δικής της κρίσης, έλαβε υπόψη της την δοθείσα σύσταση και έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι τα Ε.Μ. 1 και 2 υπερέχουν σε αξία λόγω ακριβώς της υπερ τους σύστασης. Παρατηρώ δε ότι καμία αναφορά δεν γίνεται από την Ε.Δ.Υ. στα εμφανώς υπέρτερα προσόντα του αιτητή, την ίδια μάλιστα στιγμή που η Επιτροπή επιλέγει να αναφερθεί συγκεκριμένα στο προσόν του Ε.Μ. 2. Με αποτέλεσμα να μην προκύπτει κατά πόσον πράγματι λήφθηκαν υπόψη τα προσόντα του αιτητή και να καθίσταται ανέφικτη η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου, που είναι και το ζητούμενο (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).

 

Βεβαίως, είναι γνωστές στο Δικαστήριο τούτο οι θέσεις της ημεδαπής νομολογίας ως προς την τελική και συνολική στάθμιση των δεδομένων σε περιπτώσεις ως η υπό κρίση: αυτό που έχει σημασία είναι η ουσιαστική συνεξέταση των στοιχείων κρίσης, με κριτήριο τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου και όχι ένας μηχανιστικός υπολογισμός ή μια αριθμητική συνεξέταση που απολήγει σε επέμβαση στην εύλογη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης (Σωτήρης Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 8/16, ημερ. 16.2.2023, ECLI:CY:AD:2023:C56). Είναι εσφαλμένη η προσέγγιση ότι μπορεί στην ουσία να γίνεται μια αριθμητική ή μαθηματική συνεξέταση των στοιχείων, κατά τρόπο που το ένα στοιχείο υπέρ του ενός υποψηφίου, να εξουδετερώνεται από κάποιο άλλο στοιχείο υπέρ του άλλου υποψηφίου. Τέτοια άσκηση αναμφίβολα παραπέμπει σε μηχανιστικό υπολογισμό, από τον οποίο όμως ελλείπει το στοιχείο της διακριτικής ευχέρειας και της καθολικής κρίσης υπό το φως του συνόλου των παραμέτρων (Σωτήρης Κολέττας ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 32/16, ημερ. 20.6.2023, ECLI:CY:AD:2023:C214, Χρίστος Σολομωνίδης, ανωτέρω). Ωστόσο, εν προκειμένω το θέμα δεν συνίσταται στην όποια αριθμητική αποτίμηση των στοιχείων κρίσης των υποψηφίων, αλλά στην εμφανή πλάνη που εμφιλοχώρησε στην υπό της Διευθύντριας δοθείσα σύσταση και η οποία αναπόφευκτα επέδρασε στην τελική κρίση της Ε.Δ.Υ.. Και βεβαίως, ουδείς μπορεί να γνωρίζει ποια θα ήταν η τελική απόφαση της καθ' ης η αίτηση, εάν δεν υφίσταντο οι πιο πάνω πλημμέλειες στη σύσταση.

 

Ενόψει λοιπόν των πιο πάνω διαπιστώσεων, καταλήγω ότι στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης και, συνακόλουθα, χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €2000 έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α..

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο