
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 1416/2021 και 1419/2021)
4 Ιουνίου 2025
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ.1416/2021)
R. H. Αιτήτρια
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
Καθ’ ων η Αίτηση
(Υπόθεση Αρ. 1419/2021)
Y. T. Αιτητής
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
Καθ’ ων η Αίτηση
Δ. Νικολετόπουλος, για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητές
Ι. Χαραλάμπους (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Οι δυο συνεκδικαζόμενες προσφυγές στρέφονται κατά δυο αποφάσεων των καθ’ ων η αίτηση, που περιέχονται σε σχετικές επιστολές του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα»), ημερομηνίας 20.9.2021 και σύμφωνα με τις οποίες απορρίφθηκαν τόσο το αίτημα της αιτήτριας (προσφυγή αρ. 1416/2021) όσο και του συζύγου της (αιτητή στην προσφυγή αρ. 1419/2021) για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση.
Η αιτήτρια στην προσφυγή αρ. 1416/2021, Συριακής υπηκοότητας, υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση στις 3.3.2017, η οποία απορρίφθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση, η δε απορριπτική απόφαση γνωστοποιήθηκε σε αυτήν δια της προαναφερθείσας επιστολής ημερομηνίας 20.9.2021. Όπως αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή, η αίτηση της αιτήτριας «[.] τέθηκε ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών και εξετάσθηκε με τη δέουσα προσοχή αλλά δεν κατέστη δυνατό να εγκριθεί». Πέραν τούτου, ουδέν.
Προηγουμένως, στις 8.3.2002, είχε απαγορευτεί στην αιτήτρια η είσοδος στην Κυπριακή Δημοκρατία, ενώ αργότερα, στις 16.4.2002, αυτή αφίχθηκε εκ νέου στη Δημοκρατία και παρέμεινε στη χώρα παράνομα, αφού το Τμήμα, με επιστολές του ημερομηνίας 22.5.2002, 26.7.2002 και 2.9.2003, είχε απορρίψει το αίτημά της για παραμονή στη Δημοκρατία, καλώντας της ταυτόχρονα να συμμορφωθεί με τις υποδείξεις των αρχών και να αποχωρήσει από τη χώρα. Τελικά, η αιτήτρια διευθέτησε την παραμονή της στη Δημοκρατία κατά το έτος 2004 και συνέχισε να παραμένει στη χώρα νόμιμα βάσει σχετικών αδειών διαμονής, με την τελευταία εξ’ αυτών να έχει ισχύ μέχρι και την 16.1.2021.
Ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 1419/2021 είναι ο σύζυγος της αιτήτριας, Κουρδικής καταγωγής, ο οποίος αφίχθηκε για πρώτη φορά στη Δημοκρατία στις 7.10.1999, με το καθεστώς του επισκέπτη. Συνέχισε να παραμένει στη χώρα βάσει σχετικής άδειας που είχε ισχύ μέχρι και τις 28.2.2001, ενώ στη συνέχεια αυτός παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία, με αποτέλεσμα να συλληφθεί για παράνομη παραμονή και να εκδοθεί εναντίον του διάταγμα κράτησής του με σκοπό την απέλαση. Ωστόσο, ο αιτητής δεν απελάθηκε, αλλά παρέμεινε στη Δημοκρατία στη βάση μέτρων που είχαν ληφθεί από το Τμήμα, για υλοποίηση απόφασης του Υπουργείου Εσωτερικών όπως διευθετηθούν άδειες παραμονής Κούρδων που ανήκαν σε συγκεκριμένο κατάλογο.
Εν συνεχεία, ο αιτητής αναχώρησε από την Κύπρο με προορισμό τη Συρία, όπου τέλεσε γάμο με την αιτήτρια και, κατά τον Μάρτιο του έτους 2002, επέστρεψε μαζί με τη σύζυγο του, στην οποία όμως, ως ήδη ελέχθη, δεν επιτράπηκε η είσοδος στη χώρα.
O αιτητής συνέχισε να παραμένει στη Δημοκρατία ως επισκέπτης, βάσει σχετικής άδειας με ισχύ μέχρι τις 2.7.2003, ενώ με τη λήξη της εν λόγω άδειας, αυτός και η αιτήτρια συνέχισαν να παραμένουν στη χώρα παράνομα. Στη συνέχεια, ωστόσο, χορηγήθηκε στον αιτητή και στην αιτήτρια άδεια παραμονής, η οποία ανανεωνόταν κατά διαστήματα, με την τελευταία εξ’ αυτών να έχει ισχύ μέχρι τις 10.4.2008.
Όπως προκύπτει από επιστολή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ) Πάφου προς τον Διοικητή της ΥΑΜ, ημερομηνίας 18.2.2008, ο αιτητής συνελήφθηκε δυνάμει δικαστικού εντάλματος στις 15.2.2008 και παρέμεινε υπό κράτηση για εξέταση πληροφορίας ότι ενέχετο σε κύκλωμα διακίνησης Σύριων και Ιρανών λαθρομεταναστών μέσω των κατεχομένων και για πώληση πλαστών διαβατηρίων που κατασκευάζονταν στην Τουρκία. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, αλλά και του δικογράφου της ένστασης (παράρτημα 12), το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, στις 15.2.2008, απέρριψε το αίτημα για προφυλάκιση του αιτητή και διέταξε όπως αυτός αφεθεί ελεύθερος.
Στις 7.5.2009, απορρίφθηκε αίτημα του αιτητή όπως του χορηγηθεί άδεια επί μακρού διαμένοντος στη χώρα, λόγω παράνομης παραμονής. Ο δε αιτητής συνέχισε να παραμένει στη Δημοκρατία βάσει σχετικών αδειών, για σκοπούς εργασίας, με την τελευταία εξ’ αυτών να έχει ισχύ μέχρι και τις 16.1.2021.
Στις 3.6.2013, ο αιτητής υπέβαλε, για πρώτη φορά, αίτηση για απόκτηση της κυπριακής ιθαγένειας με πολιτογράφηση, η οποία απορρίφθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών, επειδή κρίθηκε ότι δεν πληρούσε τα τυπικά προσόντα διαμονής στη Δημοκρατία. Ο τελευταίος ενημερώθηκε δι’ επιστολής του Τμήματος, ημερομηνίας 19.5.2017.
Στις 27.11.2017, ο αιτητής υπέβαλε για δεύτερη φορά αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση, η οποία και πάλι απορρίφθηκε, καθότι, ως αναφέρεται στη σχετική επιστολή του Τμήματος προς αυτόν, ημερομηνίας 20.9.2021, δεν είχε διαπιστωθεί πέραν πάσης αμφιβολίας ότι είναι άτομο καλού χαρακτήρα, αφού στο παρελθόν είχε απασχολήσει την Αστυνομία για διάφορα ποινικά αδικήματα.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών, δια της ενιαίας γραπτής του αγόρευσης, προωθεί ισχυρισμούς περί εμφιλοχωρήσασας πλάνης, μη διενέργειας δέουσας έρευνας, έλλειψης αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, ιδίως όσον αφορά στην απόφαση αναφορικά με την αιτήτρια, κακοπιστίας της Διοίκησης και μη χρηστής διοίκησης. Τονίζει ιδιαίτερα ο συνήγορος των αιτητών ότι, στην περίπτωση του αιτητή, υπήρξε παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας, δεδομένου ότι οι καθ’ ων η αίτηση, προκειμένου να υποστηρίξουν την κατάληξή τους αναφορικά με τον χαρακτήρα του αιτητή, επικαλέστηκαν την εμπλοκή του σε υπόθεση του έτους 2008, κατά την οποία, ωστόσο, ο αιτητής τελικά αφέθηκε ελεύθερος, εφόσον δεν στοιχειοθετήθηκε υπόθεση εναντίον του.
Από την πλευρά τους, οι καθ' ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, λήφθηκε δε αυτή σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος, τη σχετική νομοθεσία και τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας και είναι δεόντως αιτιολογημένη, δυνάμενη να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατ' ορθήν ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης και δεν διαπιστώνεται ούτε κατάχρηση εξουσίας, αλλ’ ούτε παραβίαση της αρχής της καλής πίστης. Όλοι δε οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί που προβάλλει η πλευρά των αιτητών, είναι αβάσιμοι και, ως τέτοιοι, υποκείμενοι σε απόρριψη.
Τονίζουν, μεταξύ άλλων, οι καθ' ων η αίτηση ότι το ζήτημα της παραχώρησης υπηκοότητας σε αλλοδαπό εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του κράτους, ως έκφανση της άσκησης την κρατικής του κυριαρχίας και, εφόσον η Διοίκηση ενήργησε καλόπιστα, η κρίση της ως προς την έγκριση ή απόρριψη ενός τέτοιου αιτήματος, αναγνωρίζεται κατά τα λοιπά ως απόλυτη. Εν προκειμένω, σύμφωνα με το σχετικό ισχυρισμό, οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν καλόπιστα και καθόλα ορθά κατέληξαν στην απόρριψη της αίτησης του αιτητή, στηριζόμενοι στις οικείες νομοθετικές διατάξεις και δη στη διαπίστωση ότι αυτός δεν είναι άτομο καλού χαρακτήρα, αφού προηγουμένως διενήργησαν τη δέουσα έρευνα και αιτιολόγησαν πλήρως την απόφασή τους, ενώ ορθώς απορρίφθηκε και η αίτηση της αιτήτριας συζύγου του, ως προσώπου που είναι εξαρτώμενο του αιτητή.
Στο άρθρο 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου (Ν.141(Ι)/2002), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), προβλέπεται η διακριτική ευχέρεια του Υπουργού να χορηγήσει πιστοποιητικό πολιτογράφησης σε οποιοδήποτε αλλοδαπό ενήλικα, «ο οποίος ικανοποιεί τον Υπουργό ότι κατέχει τα προσόντα για πολιτογράφηση σύμφωνα με τις διατάξεις του Τρίτου Πίνακα».
Σύμφωνα λοιπόν με τον Τρίτο Πίνακα του Νόμου, που τιτλοφορείται «Προσόντα για Πολιτογράφηση», και στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 111 του Νόμου, στο βαθμό που εδώ ενδιαφέρει-
«1. Με την τήρηση των διατάξεων της αμέσως προηγούμενης παραγράφου, τα προσόντα για πολιτογράφηση αλλοδαπού που αιτείται τέτοια πολιτογράφηση, είναι τα ακόλουθα:
(α) Διαµονή στη Δηµοκρατία για όλο το χρονικό διάστηµα των αµέσως προηγούµενων 12 µηνών από την ηµεροµηνία της αίτησης, και
(β) κατά τη διάρκεια των αµέσως προηγούµενων από το πιο πάνω αναφερόµενο δωδεκάµηνο χρονικό διάστηµα επτά ετών, είτε διέµενε στη Δηµοκρατία, είτε διετέλεσε στη δηµόσια υπηρεσία της Δηµοκρατίας, είτε µερικώς το ένα και µερικώς το άλλο, για χρονικά διαστήµατα που αθροισµένα να µην είναι λιγότερα των τεσσάρων ετών:
[.]
(γ) είναι καλού χαρακτήρα, [.]».
Επισημαίνεται εν πρώτοις ότι, με βάση την προεκτεθείσα διάταξη, είναι ξεκάθαρο ότι ο Νόμος παρέχει στον Υπουργό τη διακριτική εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση. Αυτό, βεβαίως, σε πλήρη συμβατότητα με την πάγια και διαχρονική νομολογία επί του θέματος, η οποία πλειστάκις επιβεβαιώθηκε σε επίπεδο Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφορικά με την ευρεία διακριτική ευχέρεια της Δημοκρατίας να επιλέγει τους πολίτες της. Αναφορά μπορεί να γίνει στην ISSA E.E.ALYATIM ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 33/11, ημερ. 25.10.2016 και στην Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66, όπου τονίστηκε ότι, το δικαίωμα αλλοδαπού να αποταθεί για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας, δεν συνεπάγεται και απόλυτο δικαίωμα απόκτησης της υπηκοότητας και ότι, εφόσον η διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης ασκείται καλόπιστα, το Δικαστήριο δεν δύναται να αμφισβητήσει περαιτέρω την απόφαση. Κατά τα λοιπά, η κάθε υπόθεση εξετάζεται επί των γεγονότων της. Όπως χαρακτηριστικά τονίστηκε στην Reyes v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 181/12, ημερ. 24.10.2018, με αναφορά και στην Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307, εφόσον τηρείται η αρχή της καλής πίστης, η κρίση της Δημοκρατίας να επιλέξει τα άτομα στα οποία θα παράσχει την υπηκοότητά της, αναγνωρίζεται κατά τα άλλα ως απόλυτη, το δε τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας παραμένει έγκυρο, μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224).
Συνεπώς, αυτό που εξετάζεται σε περιπτώσεις ως η υπό κρίση είναι το κατά πόσον η Διοίκηση, κατά την ενάσκηση της διακριτικής της ευχέρειας, ενεργεί καλόπιστα. Εν προκειμένω, ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό εξέταση υπόθεση, ως αυτά έχουν τεθεί ενώπιον μου, κρίνω ότι κατά την υπό των καθ’ ων η αίτηση διενεργηθείσα εξέταση της αίτησης της αιτήτριας (προσφυγή αρ. 1416/2021), η οποία και απέληξε στην επίδικη απορριπτική απόφαση, παραβιάστηκε η αρχή της καλής πίστης, με αποτέλεσμα να χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου. Και τούτο, καθότι διαπιστώνεται σαφέστατο κενό αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης, αλλά και έρευνας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση. Ως έχει ήδη λεχθεί, το μόνο που λέχθηκε στην επίδικη απόφαση προς την αιτήτρια, ημερομηνίας 20.9.2021, είναι ότι η αίτησή της «δεν κατέστη δυνατό να εγκριθεί». Ουδείς λόγος παρατίθεται για τη συγκεκριμένη κατάληξη, ενώ απουσιάζει παντελώς η όποια αναφορά σε πραγματικά γεγονότα και σε νομική βάση, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτη η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου. Πρόκειται δηλαδή για κλασσική περίπτωση έλλειψης αιτιολογίας, η οποία αναπόφευκτα κλονίζει το τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης, που, κατά πάγια νομολογία, παραμένει έγκυρο, μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (Suleiman, ανωτέρω). Ούτε και μπορεί να συμπληρωθεί η αιτιολογία απόρριψης της αίτησης της αιτήτριας από τα στοιχεία του φακέλου: το μόνο σχετικό που εντοπίζεται στον διοικητικό φάκελο, περιέχεται άλλωστε και ως παράρτημα 5 στο δικόγραφο της ένστασης, είναι το σημείωμα της Λειτουργού του Τμήματος προς τον Υπουργό Εσωτερικών, ημερομηνίας 24.4.2020, με το περιεχόμενο του οποίου ο Υπουργός συμφώνησε στις 16.8.2021, και στο οποίο γίνεται εισήγηση για απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας, «λόγω του ότι είναι εξαρτώμενη του [ενν. του αιτητή], παρόλο που πληροί τα τυπικά προσόντα και έχει καθαρό ποινικό μητρώο». Σαφώς και το περιεχόμενο της εν λόγω εισήγησης όσον αφορά την απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας στερείται παντελούς αιτιολογίας, ενώ διαπιστώνεται και η αυθαίρετη εισαγωγή ενός εξωγενούς στοιχείου κρίσης, το οποίο πουθενά στο Νόμο δεν προβλέπεται, ήτοι το γεγονός ότι η αιτήτρια είναι εξαρτώμενη του αιτητή.
Ενόψει των πιο πάνω, κρίνω ότι το τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης, έχει ανατραπεί. Η αρχή της καλής πίστης επέβαλλε την αιτιολόγηση της τελικής κατάληξης των καθ’ ων η αίτηση κατά τρόπο που να καθίσταται αντιληπτό το σκεπτικό απόρριψης της αίτησης, προκειμένου να καθίσταται ευχερής η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου που είναι και το ζητούμενο (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, L.A.S. BOATING LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, ΕΔΔ 38/2016, ημερ. 1.7.2022, ANDRELIA PAPHOS LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 49/2019, ημερ. 23.10.2023).
Ούτε, βεβαίως, και συνιστά έργο του Δικαστηρίου η συλλογή και πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου για να εντοπίσει την όποια πραγματική και νομική βάση της προσβαλλόμενης απόφασης και/ή να κρίνει αν η απόφαση της Διοίκησης είναι επαρκώς αιτιολογημένη (Συμεωνίδου κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία (1997) 3 Α.Α.Δ. 145).
Ως εκ των πιο πάνω, κρίνεται βάσιμος ο εγειρόμενος λόγος ακύρωσης περί έλλειψης αιτιολογίας της απόφασης απόρριψης της αίτησης της αιτήτριας. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη δια της προσφυγής αρ. 1416/2021 απόφαση, πάσχει και υπόκειται σε ακύρωση.
Όσον αφορά στην προσφυγή αρ. 1419/2021, υπενθυμίζεται ότι η αίτηση του αιτητή απορρίφθηκε, καθότι κρίθηκε ότι δεν είχε διαπιστωθεί πέραν πάσης αμφιβολίας ότι αυτός ήταν άτομο καλού χαρακτήρα, «[.] εφόσον στο παρελθόν έχετε απασχολήσει την Αστυνομία για διάφορα ποινικά αδικήματα». Αυτό αναφέρεται και στο προαναφερθέν σημείωμα που υποβλήθηκε στον Υπουργό, ημερομηνίας 24.4.2020, δια του οποίου γίνεται εισήγηση για απόρριψη της αίτησης του αιτητή. Στο ίδιο σημείωμα (αρ. σελίδωσης 310-308 στον διοικητικό φάκελο), αναφέρεται επίσης ότι ο Διοικητής της ΚΥΠ είχε πληροφορήσει το Τμήμα ότι ο αιτητής «[.] απασχόλησε την ΚΥΠ για θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες της καθώς επίσης απασχόλησε και την Αστυνομία για ποινικά αδικήματα». Περαιτέρω, στο διοικητικό φάκελο, περιέχεται επιστολή με τη διαβάθμιση «ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ» του Αρχηγού Αστυνομίας προς τον Αν. Διευθυντή του Τμήματος, ημερομηνίας 21.2.2020 (αρ. σελίδωσης 295-294), στην οποία αναφέρονται και τα εξής, σε σχέση με τον αιτητή:
«-Κατά το έτος 2008 διερευνήθηκε εναντίον του υπόθεση Πλαστογραφίας κατόπιν πληροφορίας για κατοχή και πώληση πλαστών διαβατηρίων χωρίς ωστόσο να προκύψει οτιδήποτε εναντίον του.
-Κατά τα έτη 2010-2011 απασχόλησε την Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού με τρεις υποθέσεις οι οποίες αφορούσαν τα αδικήματα 1) της Διατήρησης Επαγγελματικού Υποστατικού χωρίς Άδεια του Δημοτικού Συμβουλίου και 2) Εμπορίας Βιομηχανοποιημένου Καπνού χωρίς Άδεια της Αρμόδιας Αρχής. Οι εν λόγω υποθέσεις εκδικάστηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού και επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο χρηματικές ποινές.
-Για το εν λόγω πρόσωπο διαβιβάστηκαν κατά το έτος 2011 πληροφορίες για εμπλοκή σε πολιτικά θέματα που αφορούν τη χώρα καταγωγής του και συμμετοχή του σε διάφορες εκδηλώσεις για απομάκρυνση του Σύριου Προέδρου.
-Κατά το έτος 2013 απασχόλησε την Αστυνομική Διεύθυνση Επαρχίας Λεμεσού με μια υπόθεση η οποία αφορά τροχαία αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκε και του επιβλήθηκε χρηματικό πρόστιμο και βαθμοί ποινής».
Συνεπώς, προκύπτει από τα πιο πάνω ότι ο αιτητής απασχόλησε την Αστυνομία και για άλλες υποθέσεις και όχι μόνο για την υπόθεση πλαστογραφίας του έτους 2008, ως διατείνεται ο δικηγόρος του. Μάλιστα, σε δυο εξ’ αυτών κρίθηκε ένοχος και του επιβλήθηκαν ποινές.
Δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω την εγκυρότητα των πηγών και/ή της πληροφόρησης των καθ’ ων η αίτηση ως προς τα αμέσως πιο πάνω (Anghel Viorel v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1064/2012, ημερ. 20.5.2014). Πρόκειται για πληροφορίες που έχουν συγκεντρωθεί από μια καθόλα αρμόδια προς τούτο κρατική αρχή, η οποία, ως εκ της φύσεως της, αποτελεί μια έγκυρη και αξιόπιστη πηγή, και αυτές οι πληροφορίες μπορούν ωσαύτως να αποτελέσουν επαρκές νομιμοποιητικό έρεισμα αιτιολόγησης της επίδικης απορριπτικής απόφασης (Krisztian Befeki v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 293/2012, ημερ. 7.3.2012).
Άμεσα σχετική με το υπό συζήτηση θέμα είναι η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Eddine v. Δημοκρατία (2008) 3 Α.Α.Δ. 95, όπου το Δικαστήριο θεώρησε ως επαρκείς ακόμη και γενικές ενδείξεις περί ενδεχόμενου προβλήματος στη βάση πληροφοριών που ευλόγως προκαλούν ανησυχία: «Αρκεί να παρέχεται επαρκώς πραγματικό έρεισμα για την αρνητική απόφαση εφόσον υπάρχουν και συγκεντρώνονται από κατάλληλες βέβαια πηγές πληροφορίες που προκαλούν ανησυχία. Ακόμη και γενικές ενδείξεις μπορούν δικαιολογημένα να αιτιολογήσουν αρνητική απόφαση, η όποια δε αμφιβολία επενεργεί υπέρ της Δημοκρατίας, στα πλαίσια του προεξάρχοντος κυριαρχικού της δικαιώματος να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν στο έδαφος της (βλ. Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 και Ananda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583)» (βλ. Svetoslav Stoyanov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 718/2012, ημερ. 26.2.2014 και Anghel Viorel, ανωτέρω). Περαιτέρω, στην Florin Puscasu ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 771/2012, ημερ. 12.9.2014, το Ανώτατο Δικαστήριο, με αναφορά και στην Eddine, ανωτέρω, επεσήμανε ότι το Δικαστήριο δεν ερευνά και δεν υποκαθιστά την διακριτική ευχέρεια που ασκεί η Διοίκηση όταν υπεισέρχεται στην εικόνα ζήτημα εσωτερικής τάξης ή εθνικής ασφάλειας (βλ. Kapsaskis κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. αρ. 290/2012 κ.α., ημερ. 20.2.2013, Kolomoets v. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 443 και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην MR. M. M. I. Ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 341/2021, ημερ. 12.12.2023).
Εν προκειμένω, η όλη συμπεριφορά του αιτητή κατά το χρόνο διαμονής του στη Δημοκρατία ήταν τέτοια, που ορθώς αποτέλεσε γνώμονα αποτίμησης του χαρακτήρα του. Εξάλλου, ζητούμενο, σε κάθε περίπτωση, είναι το κατά πόσον ο αιτητής πληροί τα νομοθετικώς προαπαιτούμενα, περιλαμβανομένου βεβαίως και του καλού χαρακτήρα, τα οποία συνυπολογίζονται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε υπόθεσης. Στην υπό κρίση περίπτωση, ο αιτητής θεωρήθηκε, αιτιολογημένα και εμπεριστατωμένα από τους καθ’ ων η αίτηση, ότι δεν πληρούσε τα σχετικά κριτήρια και δόθηκε προς τούτο επαρκές πραγματικό έρεισμα, εφόσον, ως έχει ήδη λεχθεί, συγκεντρώθηκαν και πληροφορίες από κατάλληλες πηγές, όπως η ΚΥΠ. Άμεσα σχετική είναι η απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην INAD M. AL. HAMDAN v Δημοκρατίας, ΕΔΔ 141/2018, ημερομηνίας 6.3.2024, όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Όσα προέταξε ο Εφεσείων περί των απελάσεων του από τη Δημοκρατία, υπό την έννοια ότι τούτες προέκυψαν ως πραγματικό γεγονός πολλά έτη πριν και έτσι κακώς συνυπολογίστηκαν από τους Εφεσίβλητους, απαντήθηκαν εύστοχα και με επάρκεια από το Διοικητικό Δικαστήριο.
Το Διοικητικό Δικαστήριο θεώρησε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις, με υπόψη πάντοτε και το Άρθρο 111, Ν.141(Ι)/02, η όλη συμπεριφορά του Εφεσείοντα αναφορικώς προς αμφότερες τις απελάσεις, ασχέτως του χρόνου που τούτες συνέβησαν, ήταν τέτοια που ορθώς αποτέλεσε γνώμονα αποτίμησης του χαρακτήρα του, όπως εξάλλου και οι συναρτώμενες προς τη συμπεριφορά αυτή, παραβιάσεις των όρων προσωρινής άδειας παραμονής του στην Κύπρο[..].
Το Διοικητικό Δικαστήριο εξέτασε και τα αφορώντα στη διερεύνηση των περί εμπλοκής του Εφεσείοντα σε παράνομες δραστηριότητες στη βάση πληροφοριών που εξασφαλίσθηκαν από την ΚΥΠ.[..]
Διόλου δεν παραβλέπουμε, ότι ο Εφεσείων πρότεινε πως αν όντως υπήρχαν τέτοιες πληροφορίες οι Εφεσίβλητοι έπρεπε να του είχαν προσάψει ανάλογες κατηγορίες, κάτι που δεν έγινε.
Τούτο, όμως, δεν ήταν αναγκαίο.
Δεν αποτελεί απαρεγκλίτως κριτήριο αξιοπιστίας και αποφασιστικότητας των αρμοδίων αρχών, η απόφαση τους να διώξουν, ή όχι, ποινικά έναν αιτητή ή μια αιτήτρια, σε παρόμοιες ή όμοιες περιστάσεις, ενώ εξετάζουν αίτημα απόκτησης της Κυπριακής Υπηκοότητας με πολιτογράφηση.
Αυτό, γιατί, ζητούμενο είναι, σε κάθε περίπτωση, αν ο αιτητής ή η αιτήτρια -και στην προκειμένη ο Εφεσείων - πληρούν τα νομοθετικώς προαπαιτούμενα τα οποία, συνυπολογιζόμενα, υπό τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε υπόθεσης, μπορεί να οδηγήσουν προς τη μια ή την άλλη απάντηση.
Στην υπό κρίση περίπτωση, ο Εφεσείων θεωρήθηκε, αιτιολογημένα και εμπεριστατωμένα από τους Εφεσίβλητους, ότι δεν πληρούσε τα σχετικά κριτήρια. Δόθηκε μάλιστα προς τούτο και επαρκές πραγματικό έρεισμα εφόσον, κατά νομολογιακή ευχέρεια, συγκεντρώθηκαν πληροφορίες από κατάλληλες πηγές - όπως η ΚΥΠ - που ευλόγως θεωρήθηκαν από τους Εφεσίβλητους ότι προκαλούν ανησυχία εν σχέσει προς την παρουσία τού εν λόγω ατόμου στην Κύπρο (Eddine ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 95, 98).».
Δεν πρέπει να λησμονείται, εξάλλου, ότι η απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας συνιστά το ύψιστο καθεστώς που μπορεί να λάβει ένας αλλοδαπός στη Δημοκρατία και αποτελεί βασικό κυριαρχικό δικαίωμα του κράτους να αποφασίσει για τα άτομα που αποτελούν υπηκόους του (Oleg Nagorny v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 205/19, ημερ. 25.10.2024, Rami Makhlouf κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 21/17, ημερ. 10.9.2024, Ήρωα v. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307). Πρόσφατα, στην Aylin Arakelian v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 130/20, ημερ. 10.3.2025, με αναφορά στην Hamdan v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ.141/18, ημερ. 6.3.2024, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:
«Η πολιτογράφηση είναι μια εξουσία η οποία ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του Κράτους το οποίο και μπορεί να παραχωρήσει υπηκοότητα σε πρόσωπα που επιθυμεί, με μόνο περιορισμό την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης (Mohamad ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ.18, 21).
Δεν αναγνωρίζεται απόλυτο δικαίωμα πολιτογράφησης στην Κυπριακή Δημοκρατία, παρά μονάχα προσδοκία πως, διά της δέουσας υποβολής αίτησης, το αίτημα θα αξιολογηθεί προσηκόντως και θα τύχει ανάλογης, καλόπιστης, και εξατομικευμένης κρίσης, κατ' ενάσκηση, πάντα, της παρεχόμενης προς τη Διοίκηση ευρείας διακριτικής ευχέρειας (Alyatim ν. Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ. 496, 500-501, Amer ν. Δημοκρατίας (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 66, 69, Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307, 315-316, Ananda Marga Ltd v. Republic (1985) 3(D) C.L.R. 2583, 2587).».
Υπό το φως των πιο πάνω και λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη την ευρεία διακριτική ευχέρεια που έχει η Διοίκηση κατά την εξέταση αιτήσεως ως η υπό κρίση, καταλήγω ότι και στην παρούσα περίπτωση, οι πληροφορίες που είχαν ενώπιον τους οι καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με τις ενέργειες και το ιστορικό του αιτητή στη Δημοκρατία, και δη αναφορικά με τις προηγούμενες καταδίκες και επιβληθείσες σε αυτόν ποινές, αποτελούν επαρκή νομιμοποιητική βάση για την απόρριψη του αιτήματός του, εφαρμόζοντας εν προκειμένω τις διατάξεις του άρθρου 111 του Νόμου.
Τα πιο πάνω στοιχειοθετούν την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση και τον λόγο απόρριψης της αίτησης του αιτητή επειδή αυτός δεν πληρούσε το προβλεπόμενο κριτήριο του καλού χαρακτήρα. Συνακόλουθα, αβάσιμα προβάλλεται από το συνήγορο του αιτητή ισχυρισμός περί παραβίασης του τεκμηρίου της αθωότητας του αιτητή.
Υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι κατά πάγια νομολογία, ακόμα και η υφ’ ενός αιτητή κατοχή όλων των υπό του Νόμου προβλεπόμενων τυπικών προσόντων για πολιτογράφηση, απλώς γεννά το δικαίωμα υποβολής αιτήματος για πολιτογράφηση, αλλά «δεν οδηγεί αυτομάτως στην έγκριση της πολιτογράφησης» (AYMAN M. KAMMIS ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 96/2011, ημερ. 26.3.2015, Νabil Mohamed Adel Fattah Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66, Sohrab Bigvand v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1178/2008, ημερ. 12.11.2009).
Έχει κατ’ επανάληψη τονιστεί από την ημεδαπή νομολογία ότι το ζήτημα της πολιτογράφησης άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας να επιλέγει τους πολίτες της και, επομένως, το ακυρωτικό Δικαστήριο δύσκολα επεμβαίνει στην άσκηση τέτοιας εξουσίας (βλ. Tulin Sabahatin Veysel κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 184/2008, ημερ. 6.7.2010 και Boulatnikova v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1082/2005, ημερ. 31.5.2007). Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Yousife Mohamad v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α. (2010) 3 Α.Α.Δ. 18, «η πολιτογράφηση είναι μία εξουσία η οποία ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του κράτους το οποίο και μπορεί να παραχωρήσει υπηκοότητα σε πρόσωπα τα οποία επιθυμεί με μόνο περιορισμό της την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης». Σημειώνεται ότι το σκεπτικό της Yousife Mohamad, ανωτέρω, υιοθετήθηκε μεταγενέστερα από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κυπριακή Δημοκρατία κ.α. ν. Ζ.Μ. (2011) 3 Α.Α.Δ. 20 (βλ. επίσης MOJTABA E.G. MEIDAN ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1644/2010, ημερ. 15.10.2013).
Στην Ήρωα, ανωτέρω, λέχθηκαν τα εξής άμεσα σχετικά με το υπό εξέταση ζήτημα (η υπογράμμιση έχει προστεθεί):
«Το αναφερθέν άρθρο 5(2) του Νόμου δεν παρέχει στον αλλοδαπό δικαίωμα πολιτογράφησης. Του παρέχει το δικαίωμα να αποταθεί για πολιτογράφηση όπου θεωρεί ότι συντρέχουν οι τιθέμενες σ' αυτό προϋποθέσεις. Και παρέχει στον Υπουργό την εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα. Οπότε ο Υπουργός «μπορεί να μεριμνήσει» για την πολιτογράφηση αλλοδαπού. Πρόκειται για κρατική εξουσία η οποία, σε αυτές τις περιπτώσεις, ασκείται νόμιμα εφόσον ασκείται καλόπιστα. Ο ασκών την εξουσία δεν παύει να ενεργεί καλόπιστα όπου η απόφαση του για τη μη πολιτογράφηση αλλοδαπού στηρίζεται μόνο σε λογική αμφιβολία και όχι σε ο,τιδήποτε πέραν αυτής. Εφόσον λοιπόν τηρείται η προϋπόθεση της καλής πίστης, η κρίση της διοίκησης αναγνωρίζεται ως προς τα άλλα να είναι απόλυτη.[...]
Το γεγονός ότι ο αιτητής κατέχει και πληροί τα προσόντα που προνοούνται από τη νομοθεσία, δεν νοηματοδοτεί αφ' εαυτού δικαίωμα πολιτογράφησης. Ο Υπουργός Εσωτερικών πέραν από τις προϋποθέσεις που τάσσει ο Νόμος, εξετάζει το δημόσιο συμφέρον και συνεκτιμά όλα τα ενώπιόν του στοιχεία, για να κρίνει αν εξυπηρετούνται τα συμφέροντα της πολιτείας. Πάντοτε μέσα στα πλαίσια του δικαιώματος κάθε κυρίαρχου κράτους να επιλέγει τους πολίτες του. Δεν επαρκεί μόνο να συντρέχουν οι τυπικές προϋποθέσεις του Νόμου. Πέραν από τη διερεύνηση τυχόν λόγων που συγκεντρώνονται στο πρόσωπο του αιτητή, και αφορούν στη δημόσια τάξη και ασφάλεια, επιβάλλεται περαιτέρω διερεύνηση και άλλων παραγόντων, όπως η δυνατότητα ενσωμάτωσης του αιτητή στο κυπριακό περιβάλλον, η ειλικρινής επιθυμία του αιτητή να καταστεί Κύπριος πολίτης κλπ.».
Τα πιο πάνω τυγχάνουν εφαρμογής και στην περίπτωση του αιτητή. Με βάση το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων, δεν εντοπίζω οτιδήποτε που να καταδεικνύει ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν κακόπιστα, ενώ δεν διαπιστώνεται να έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη στην κρίση των καθ’ ων, οι οποίοι ενήργησαν εντός των ορίων της, ευρείας εν προκειμένω, διακριτικής τους ευχέρειας.
Υπό το φως των αρχών και κατευθυντήριων που έχουν εκτεθεί ανωτέρω, με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης και έχοντας βεβαίως ως αφετηρία ότι η πολιτογράφηση είναι μία εξουσία που ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του κράτους, το οποίο και μπορεί να παραχωρήσει υπηκοότητα σε πρόσωπα τα οποία επιθυμεί, με μόνο περιορισμό της την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης, τα όσα αναφέρει ο συνήγορος του αιτητή στη γραπτή του αγόρευση, δεν μπορούν να κλονίσουν το τεκμήριο νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, ούτε και να υποστηρίξουν την επιχειρηματολογία του περί απόφασης παράνομης και παραβιάζουσας την αρχή της καλής πίστης.
Περαιτέρω, ως αβάσιμος θα πρέπει να απορριφθεί και ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση απόρριψης της αίτησης του αιτητή, πάσχει λόγω μη επαρκούς αιτιολόγησής της.
Εξετάζοντας την, περιεχόμενη στην προαναφερθείσα επιστολή ημερομηνίας 20.9.2021, απόφαση, κρίνω ότι αυτή είναι επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, δυνάμενη ωσαύτως να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο, ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά επιτάσσει (Στέφανος Φράγκου, ανωτέρω). Στην εν λόγω απόφαση, περιέχεται η νομική βάση, το σκεπτικό και οι λόγοι για τους οποίους απορρίφθηκε η αίτηση του αιτητή. Συμπληρώνεται δε η αιτιολογία της πράξης από το περιεχόμενο του οικείου διοικητικού φακέλου και τα παραρτήματα του δικογράφου της ένστασης, από τα οποία προκύπτει με σαφήνεια το ιστορικό και η συμπεριφορά του αιτητή στη Δημοκρατία και, κατ’ επέκταση, οι λόγοι απόρριψης της αίτησής του από τη Διοίκηση (Σανταφιανός ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 108/2015, ημερ. 3.6.2022, S.A., ανωτέρω, D.J.G., ανωτέρω, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171, Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371).
Τέλος, η υπό του κ. Νικολετόπουλου αναφορά στην απόφαση απόρριψης της πρώτης αίτησης του αιτητή, ημερομηνίας 19.5.2017, όπου αναφερόταν ότι η οικεία νομοθεσία παρέχει στον αιτητή τη δυνατότητα να υποβάλει νέα αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας, ουδόλως επιδρά στην παρούσα υπόθεση και στο κύρος της εδώ προσβαλλόμενης πράξης και ούτε μπορεί να προσθέσει στην επιχειρηματολογία του: εξάλλου, ακόμα και στην εν λόγω επιστολή, γινόταν ρητή αναφορά στην ανάγκη να «πληρούνται οι πρόνοιες του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111» του Νόμου, κάτι που εν προκειμένω διαπιστώθηκε ότι δεν συνέβαινε.
Συνεπώς, κρίνω ότι στην περίπτωση του αιτητή, οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν νόμιμα και εντός των ορίων της διακριτικής εξουσίας που τους παρέχει ο Νόμος και δε διακρίνω οτιδήποτε μεμπτό στην τελική τους κατάληξη. Με αποτέλεσμα να μην υφίσταται πεδίο επέμβασης του Δικαστηρίου, εφόσον δεν στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης.
Με βάση τα πιο πάνω, η προσφυγή αρ. 1416/2021 επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση απόρριψης της αίτησης της αιτήτριας, ακυρώνεται, με έξοδα πλέον Φ.Π.Α., υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Η προσφυγή αρ. 1419/2021 αποσυνενώνεται, αποτυγχάνει και απορρίπτεται, η δε προσβαλλόμενη απόφαση απόρριψης της αίτησης του αιτητή, επικυρώνεται, με έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο