
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση αρ. 1549/2021)
6 Ιουνίου 2025
[ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
H. S.
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1.ΥΠΟΥΡΓEIOY ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2.ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Καθ’ ων η αίτηση
––––––––––––––––––––––––––––––––
Θ. Γεωργίου (κα), για Χρίστο Π. Χριστοδουλίδη, δικηγόρος για τον αιτητή.
Κ. Χριστοφή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, δικηγόρος για τους καθ’ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, ο αιτητής στρέφεται κατά της νομιμότητας της απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση που υπέβαλε για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση και η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 7.10.2021.
Προτού υπεισέλθω στην παράθεση των γεγονότων της υπόθεσης, οφείλει να επισημανθεί ότι τα όσα επιζητούνται ως θεραπεία, στα αιτητικά (Β) (Γ) (Δ) και (Ε) της Προσφυγής, δεν συνιστούν άλλη ξεχωριστή διοικητική πράξη, ώστε να δύναται να προσβληθεί δια ξεχωριστής θεραπείας αλλά λόγους ακύρωσης που άπτονται της νομιμότητας της ίδιας πάντοτε απόφασης που προσβάλλεται με το αντίστοιχο αιτητικό υπό παράγραφο (Α) της αιτήσεως ακυρώσεως. Ως εκ τούτου τα αιτητικά (Β) (Γ) (Δ) και (Ε) της αιτήσεως ακυρώσεως απορρίπτονται.
Ως προκύπτει από τα γεγονότα της ένστασης και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο αιτητής, υπήκοος Συρίας, αφίχθηκε στη Δημοκρατία στις 26.7.2006 με άδεια εισόδου για να εργασθεί ως εργάτης σε συγκεκριμένη επιχείρηση. Στον αιτητή παραχωρήθηκε σχετική άδεια προσωρινής διαμονής και εργασίας με ισχύ μέχρι τις 2.8.2007.
Εν συνέχεια, στις 5.9.2007 ο εργοδότης του αιτητή προέβηκε σε σχετική καταγγελία υποβάλλοντας ότι ο αιτητής εγκατέλειψε το χώρο διαμονης και εργασίας του και βρίσκεται σε άγνωστη διεύθυνση. Στις 25.9.2007- και αφού διαπιστώθηκε ότι ο αιτητής συνέχιζε να παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία- τα στοιχεία του καταχωρήθηκαν από την αστυνομία στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων (stop list) με σκοπό τον εντοπισμό του.
Ακολούθως στις 12.12.2008, ο αιτητής τέλεσε πολιτικό γάμο με ευρωπαία υπήκοο ρουμανικής καταγωγής και στις 14.4.2009 υπέβαλε αίτηση για έκδοση δελτίου διαμονής ως μέλος οικογένειας πολίτη της Ένωσης. Η άδεια αυτή παραχωρήθηκε εν τέλει στον αιτητή στις 15.11.2010 με ισχύ μέχρι τις 15.11.2015. Έκτοτε και παρά τη λύση του γάμου του αιτητή, η οποία έλαβε χώρα περί το 2015, η ισχύς της αδείας διαμονής του αιτητή ανανεώνετo στη βάση του καθεστώτος υπηκόου τρίτης χώρας που διατηρεί δικαίωμα διαμονής ως μέλος οικογένειας πολίτη της Ένωσης λόγω της συμπλήρωσης πέραν των τριών ετών γάμου με την ευρωπαία υπήκοο.
Στις 30.11.2018 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για απόκτηση κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση.
Στα πλαίσια της πιο πάνω αίτησης διεξήχθη προσωπική συνέντευξη του αιτητή και λήφθηκαν πληροφορίες από την Αστυνομία και στοιχεία από την ΙNTERPOL και στις 9.11.2020 υποβλήθηκε σημείωμα με θετική εισήγηση από τη λειτουργό εξέτασης. Ακολούθησε, στις 19.8.2021, η υποβολή εισήγησης για απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης του αιτητή από τη λειτουργό ελέγχου. Η αίτηση του αιτητή εξετάστηκε και απορρίφθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών στις 22.9.2021, ο οποίος υιοθέτησε την απορριπτική εισήγηση της λειτουργού ελέγχου.
Η απορριπτική απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερομηνίας 7.10.2021, με το ακόλουθο περιεχόμενο:
«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην αίτησή σας ημερ. 30/11/2018 για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση και να σας πληροφορήσω ότι η αίτησή σας τέθηκε ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών και εξετάσθηκε με τη δέουσα προσοχή αλλά δεν κατέστη δυνατό να εγκριθεί καθότι το 2007 όταν εγκαταλείψατε τον εργοδότη σας είχατε παραμείνει παράνομα στη Δημοκρατία για 2 χρόνια όταν αποταθήκατε ως μέλος Ευρωπαίου πολίτη λόγω γάμου. Επιπρόσθετα διαπιστώθηκε ότι δεν έχετε οποιοδήποτε δεσμό με τη Δημοκρατία.»
Κατά της νομιμότητας της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα Προσφυγή.
Προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης προβάλλεται από την πλευρά του αιτητή ότι η επίδικη απόφαση είναι προϊόν πλάνης, μη δέουσας έρευνας, ανεπαρκούς αιτιολογίας καθώς και ότι η διοίκηση ενήργησε κακόπιστα και κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης. Αποτελεί κύρια και βασική θέση του αιτητή επί της οποίας εδράζει τους πιο πάνω ισχυρισμούς του ότι η διοίκηση δεν μπορεί να δρα αντιφατικά και να επικαλείται δήθεν παράνομη παραμονή του αιτητή για απόρριψη της αίτησης του ενώ ο ίδιος πληρεί όλες τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την έγκριση τέτοιου αιτήματος, περιλαμβανομένου και τα επτά έτη νόμιμης παραμονής στη Δημοκρατία που απαιτεί η νομοθεσία για υποβολή τέτοιας αίτησης. Διατείνεται δε η πλευρά του αιτητή ότι εσφαλμένα λήφθηκε υπόψη ότι το 2007 ο αιτητής ήταν παράνομος ή ότι καταγγέλθηκε από τον εργοδότη του αφού -και πέραν του ότι ο ίδιος είχε ζητήσει έγγραφο αποδέσμευσης- «η ίδια διοίκηση με όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιον της ήρθε μεταγενέστερα και νομιμοποίησε τον αιτητή» καθώς και ότι υπάρχει κενό στη διαπίστωση ότι ο αιτητής ήταν παράνομος για δυο χρόνια αφού η καταγγελία του εργοδότη του αιτητή έγινε στις 20.9.2007 και ο αιτητής τέλεσε γάμο στο δημαρχείο στις 12.12.2008. Κατά τον αιτητή δεν λήφθηκε υπόψη ότι εργάζεται ανελλιπώς για 13 χρόνια στην ίδια εταιρεία ενώ η διαπίστωση ότι ο αιτητής δεν έχει οποιοδήποτε δεσμό με τη Δημοκρατία δεν συνάδει, ως διατείνεται, με τις αναφορές της λειτουργού εξέτασης. Καταληκτικά υποβάλλεται ότι εφόσον η γνώμη της λειτουργού ήταν θετική για πολιτογράφηση του αιτητή, είναι άξιον απορίας γιατί ο Υπουργός έλαβε αντίθετη απόφαση και ειδικά με αντιφατική και λανθασμένη αιτιολογία ήτοι ότι δήθεν ο αιτητής δεν έχει οποιοδήποτε δεσμό στη Δημοκρατία.
Αντίθετα η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη, επαρκώς αιτιολογημένη καθώς και ότι λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση της διακριτικής εξουσίας του Υπουργού Εσωτερικών χωρίς να έχει εμφιλοχωρήσει ουδεμία πλάνη κατά τη λήψη της. Επισημαίνει δε, ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή δεν στοιχειοθετούν κανένα λόγο ακυρότητας και δεν αποσείουν το βάρος απόδειξης που είναι στους ώμους του. Τονίζει δε, ότι η πολιτογράφηση αποτελεί εξουσία η όποια ανάγεται στην κυριαρχική φύση του κράτους ενώ η πλήρωση των τυπικών προσόντων δεν συνιστά τίποτα άλλο παρά μόνο προϋπόθεση για να εξεταστεί η αίτηση του αιτητή. Η δε διακριτική ευχέρεια του Υπουργού Εσωτερικών, συνεχίζει η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση, είναι η ευρύτερη δυνατή, με μόνο περιορισμό την καλή πίστη και το Δικαστήριο δύσκολα επεμβαίνει στην άσκηση τέτοιας εξουσίας. Επί της ουσίας αποτελεί θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου, την οποία υποστηρίζει με παραπομπή σε σχετικά ερυθρά του διοικητικού φακέλου, ότι οι καθ΄ων η αίτηση είχαν ενώπιον τους όλα τα δεδομένα του αιτητή καθώς και ότι ο αιτητής δεν είχε λάβει έγγραφο αποδέσμευσης, ως ισχυρίζεται, αλλά εγκατέλειψε τον προηγούμενο εργοδότη του χωρίς ειδοποίηση. Το δε γεγονός, συνεχίζει η κα. Χριστοφή, ότι ο αιτητής τέλεσε γάμο με ευρωπαία υπήκοο δεν αναιρεί την παράνομη διαμονή του στη Δημοκρατία αλλά ούτε και το γεγονός ότι στον αιτητή παρασχέθηκε, μετά την τέλεση του γάμου του και εξαιτίας των δικαιωμάτων που αυτός επέφερε, άδεια διαμονής ως σύζυγος ευρωπαίου πολίτη, συνεπάγεται ότι οι καθ΄ων η αίτηση αποδέχτηκαν την προηγούμενη παράνομη παραμονή του αιτητή στη Δημοκρατία. Καταληκτικά σημειώνεται ότι ο Υπουργός δεν είχε καμία υποχρέωση να ακολουθήσει την εισήγηση της λειτουργού εξέτασης, αποφάσισε δε την απόρριψη της αίτησης για τους λόγους που ξεκάθαρα καταγράφονται στο ερυθρό 126 του διοικητικού φακέλου ήτοι λόγω της διετούς παράνομης παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία και του γεγονότος ότι πέραν της εργασιακής του σχέσης δεν έχει οποιοδήποτε δεσμό με τη Δημοκρατία.
Κατά πάγια και διαχρονική νομολογία, το ζήτημα της πολιτογράφησης άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων του κράτους και επομένως η διοίκηση διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά την εξέταση των αιτημάτων αυτών, με μόνο περιορισμό να ενεργεί με καλή πίστη (EDA HANCER v. Δημοκρατίας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 116/20, ημερομηνίας 10/4/25) (Mohamad v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ.18, ISSAE.EALYATIM v. Δημοκρατίας (2016) 3Α.Α.Δ.496) Δημοκρατία κ.α. ν. Ζ.Μ. (2011) 3 Α.Α.Δ. 20).Ακόμα δε και η πλήρωση των τυπικών προϋποθέσεων δεν συνεπάγεται δίχως άλλο ότι ο αιτητής δικαιούται αυτόματα πιστοποιητικό πολιτογράφησης (Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307) Reyes και Δημοκρατίας (Αναθεωρητική Έφεση αρ. 181/12, ημερομηνίας 24/10/18) Nabil Mohamed Adel Fattah Amer v. Δημοκρατίας (2011 3 Α.Α.Δ 66).
Σχετικά είναι τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου 2002 (Ν.141(Ι)/2002), ως αυτό αποτελούσε το εφαρμοστέο νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, ως εδώ ενδιαφέρουν:
«Ο Υπουργός, όταν υποβληθεί σ' αυτόν αίτηση κατά τον καθορισμένο τύπο και τρόπο από οποιοδήποτε αλλοδαπό ενήλικα και με πλήρη ικανότητα, ο οποίος ικανοποιεί τον Υπουργό ότι κατέχει τα προσόντα για πολιτογράφηση σύμφωνα με τις διατάξεις του Τρίτου Πίνακα, δύναται να χορηγήσει σ' αυτόν πιστοποιητικό πολιτογράφησης.»
Συνεπώς και στη βάση των ανωτέρω, εν πρώτοις διαπιστώνω, ότι η θέση του αιτητή ότι ο ίδιος κατέχει τα τυπικά προσόντα που απαιτούνται για πολιτογράφηση περιλαμβανομένου και της επταετούς νόμιμης παραμονής στη Δημοκρατία που απαιτεί η νομοθεσία για υποβολή τέτοιας αίτησης, ουδόλως δύναται να επηρεάσει με οποιοδήποτε τρόπο τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και ουδόλως δύναται αφ΄εαυτής να καταδείξει κακοπιστία του Υπουργού, αφού, ως είναι παγίως νομολογημένο η πλήρωση των τυπικών προσόντων παρέχει μόνο το δικαίωμα για υποβολή αίτησης για πολιτογράφηση και όχι δικαίωμα έγκρισης τέτοιας αίτησης και απόκτησης άνευ έτερου της κυπριακής ιθαγένειας. Με άλλα λόγια το μόνο που παρέχεται σε αλλοδαπό είναι το δικαίωμα να αποταθεί για πολιτογράφηση και όχι δικαίωμα να πολιτογραφηθεί (Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307) Alyatim ν. Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ. 496, 500-501, Amer ν. Δημοκρατίας (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 66, 69). Αντίθετη δε προσέγγιση θα ήταν ασύμβατη με την έννοια κυριαρχίας του κράτους(VARSIK MKRTCHYAN v.Δημοκρατίας (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.18/17, ημερομηνίας 27/9/23).
Περαιτέρω και έχοντας κατά νου τις πιο πάνω νομολογιακά δοσμένες αρχές που διέπουν το υπό εξέταση ζήτημα, διαπιστώνω ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή, όπως αυτοί αναπτύχθηκαν στη γραπτή του αγόρευση και καταγράφηκαν ανωτέρω και οι οποίοι είναι συναφείς και αλληλένδετοι, δεν ευσταθούν και ως εκ τούτου απορρίπτονται σωρευτικώς και στην ολότητα τους.
Καταρχάς επισημαίνεται και ως ήδη έχει υποδειχθεί ανωτέρω, ότι αρχικώς η λειτουργός εξέτασης είχε υποβάλει στις 9.11.2020 θετική εισήγηση ως προς το αίτημα του αιτητή για πολιτογράφηση. Πλήν όμως και ως επιμαρτυρείται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης και δη από το ερυθρό 126 το όλο ζήτημα τέθηκε προς εξέταση και ενώπιον της αρμόδιας λειτουργού ελέγχου η οποία εξετάζοντας όλα τα δεδομένα της περίπτωσης του αιτητή υπέβαλε απορριπτική εισήγηση προς τον Υπουργό. Τα όσα δε επεξηγούνται με επάρκεια από την αρμόδια λειτουργό ελέγχου στις χειρόγραφες καταγραφές της ημερομηνίας 19.8.2021 και τα οποία υποστηρίζονται πλήρως από τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, καταδεικνύουν επακριβώς και με σαφήνεια τους λόγους για τους οποίους δεν μπορούσε να τύχει έγκρισης η αίτηση του αιτητή. Εν προκειμένω, κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν αυτούσια τα όσα η αρμόδια λειτουργός ελέγχου κατέγραψε:
«Εισηγούμαι απόρριψη. Το 2007 ο αλλοδαπός εγκατέλειψε τον εργοδότη του και παρέμεινε παράνομα για 2 χρ. όπου αποτάθηκε ως μέλος ευρωπαίου πολίτη λόγω γάμου. Επίσης φαίνεται ότι πέραν της εργασίας του δεν έχει οποιοδήποτε δεσμό με τη Δημοκρατία, δεν έχει σύζυγο, οικογένεια, σπίτι.»
Ο Υπουργός έχοντας ενώπιον του όλα τα δεδομένα και ασκώντας τις δοθείσες εξουσίες του οι οποίες άπτονται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν στο έδαφος της (Eddine v Δημοκρατίας 2008 (3 ΑΑΔ 95) Ήρωα v. Δημοκρατίας (2005)3 Α.Α.Δ. 307) VARSIK MKRTCHYAN (ανωτέρω) αποφάσισε (ως ξεκάθαρα προκύπτει από τα ερυθρά 126 και 129 του διοικητικού φακέλου) να υιοθετήσει στις 22.9.2021, την απορριπτική εισήγηση της λειτουργού ελέγχου. Υπενθυμίζεται δε ότι ως υπόμνησε και το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στην VARSIK MKRTCHYAN (ανωτέρω) «η συμφωνία του Υπουργού με την εισήγηση ακριβώς σημαίνει την υιοθέτηση της αιτιολογίας.» Επομένως και με δεδομένο ότι από τις ανωτέρω καταγραφές της λειτουργού ελέγχου προκύπτουν ευθέως οι λόγοι απόρριψης της αίτησης του αιτητή, με τις οποίες ο Υπουργός συμφώνησε δεν μπορεί να γίνει δεκτή η θέση του αιτητή, ότι δεν προκύπτουν οι λόγοι που ο Υπουργός κατέληξε σε αντίθετη απόφαση από την εισήγηση της λειτουργού εξέτασης.
Ούτε όμως ευσταθούν τα όσα ο αιτητής εισηγείται με σκοπό να πλήξει τη διαπίστωση περί παράνομης παραμονής του στη Δημοκρατία. Τουναντίον τα όσα καταγράφονται από τη λειτουργό ελέγχου περί της παράνομης παραμονής του αιτητή επιβεβαιώνονται με τρόπο αναντίλεκτο από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, το οποίο δεικνύει ότι ο αιτητής καταγγέλθηκε από τον εργοδότη του για εγκατάλειψη στις 5.9.2007 και έκτοτε παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία, εξού και τα στοιχεία του αναρτήθηκαν στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων (stop list) με σκοπό τον εντοπισμό του. Τούτο δε μέχρι και τις 15.11.2010 όταν και μετά την υποβολή αιτήσεως του ημερομηνίας 14.4.2009, του παραχωρήθηκε δελτίο διαμονής ως μέλους οικογένειας πολίτη της Ένωσης ένεκα του γάμου που τέλεσε στις 12.12.2008 με ευρωπαία υπήκοο.
Ο αιτητής δια της γραπτής του αγόρευσης αρκέστηκε να αναφέρει ότι εσφαλμένα λήφθηκε υπόψη ότι το 2007 ήταν παράνομος παραμένων αφού ήταν ο ίδιος που ζήτησε έγγραφο αποδέσμευσης από τον εργοδότη του ο οποίος εκδικητικά τον κατέγγειλε καθώς και ότι δεν είχε παράνομη παραμονή για 2 χρόνια, ως διαπιστώθηκε, αφού η καταγγελία του εργοδότη του αιτητή έγινε στις 20.9.2007 και ο αιτητής τέλεσε γάμο στο δημαρχείο στις 12.12.2008. Τούτες όμως οι αναφορές, ουδόλως μπορούν να επηρεάσουν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και να κλονίσουν τα όσα αναφέρονται από τη λειτουργό ελέγχου και τα όσα αναδύονται, ως προς αυτά, από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου. Αρκεί να σημειωθεί, ως ορθά επισημαίνει και η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση, ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή αναφορικά με την προηγουμένη εργασιακή του σχέση, ούτε μπορούν να αποτελέσουν μαρτυρία (Φυρίλλα v Δημοκρατίας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ.40/17, ημερομηνίας 1/11/23) αλλά ούτε και επιβεβαιώνονται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου. Τουναντίον από τα ενώπιον μου έγγραφα και δη την επιστολή της ΥΑΜ ημερομηνίας 20.9.2007 (ερυθρό 78) και την επιστολή του Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων ημερομηνίας 20.9.2007 (ερυθρό 74) προκύπτει ότι ο αιτητής εγκατέλειψε στις 5.9.2007 και χωρίς προειδοποίηση τόσο τον τόπο διαμονής όσο και το τόπο εργασίας του και ότι ουδέν παράπονο υπέβαλε εναντίον του εργοδότη του, ως νομοθετικά προβλέπετο. Ούτε και όμως ευσταθεί η εισήγηση ότι ο αιτητής παρέμενε παράνομα μέχρι τη τέλεση του γάμου του στη Δημοκρατία ήτοι μέχρι τις 12.12.20028 και επομένως δεν συμπληρώνονταν τα δυο χρόνια παράνομης παραμονής, ως διαπίστωσε η λειτουργός ελέγχου, αφού αυτό που σαφώς παραβλέπει η εισήγηση είναι ότι ο αιτητής νομιμοποίησε το καθεστώς παραμονής του στις 15.11.2010 όταν και του παραχωρήθηκε για πρώτη φορά δελτίο διαμονής στη Δημοκρατία ως μέλος οικογένειας πολίτη της Ένωσης και όχι με το γάμο που τέλεσε. Συναφώς απορριπτέα είναι και η ατεκμηρίωτη αναφορά του αιτητή ότι εσφαλμένα λήφθηκε υπόψη η παράνομη παραμονή του αιτητή στη Δημοκρατία αφού «η ίδια διοίκηση με όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιον της ήρθε μεταγενέστερα και νομιμοποίησε τον αιτητή». Ως και πάλι ορθα επισημαίνει η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση, η όποια μεταγενέστερη παραχώρηση άδειας διαμονής στον αιτητή, εξαιτίας του δικαιώματος παραμονής που απέκτησε από το γάμο του με ευρωπαία υπήκοο ουδόλως μπορεί να ακυρώσει όλα όσα μεσολάβησαν και να διαγράψει το πραγματικό γεγονός ότι η προηγούμενη παραμονή του αιτητή στη Δημοκρατία αρχομένης από την καταγγελία του πρώην εργοδότη του για εγκατάλειψη μέχρι και την έκδοση τέτοιας άδειας, ήταν παράνομη.
Ούτε όμως με βρίσκει σύμφωνη η έτερη θέση του αιτητή ότι εσφαλμένα λήφθηκαν υπόψη η παράνομη παραμονή του αιτητή και γεγονότα που έλαβαν χώρα σε απομακρυσμένη χρονικά περίοδο ήτοι κατά το 2007.Τούτο διότι η παράνομη παραμονή του αιτητή στο έδαφος της Δημοκρατίας, ανεξαρτήτως του χρονικού σημείου στο οποίο ανάγεται, ακόμα δε και στο μακρινό παρελθόν, αποτελεί καθόλα επιτρεπτό κριτήριο κρίσης. Επί τούτου απόλυτα σχετικά είναι τα όσα λέχθηκαν στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου VARSIK MKRTCHYAN v. Δημοκρατίας (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.18/17, ημερ. 27/9/23). Τα παραθέτω:
«Στις 27.1.2010 η Εφεσείουσα αιτήθηκε εκ νέου για απόκτηση της κυπριακής ιθαγένειας πλην όμως και πάλι υπήρξε απόρριψη στις 14.7.2014. Η επιστολή κοινοποίησης της άρνησης των Εφεσιβλήτων είχε ως εξής:
«Η Κυπριακή Δημοκρατία, ασκώντας τα κυριαρχικά της δικαιώματα και αφού έλαβε υπό ότι:
(α) δεν έχετε επαρκείς πόρους συντήρησης,
(β) παραμείνατε και εργαστήκατε παράνομα στη Δημοκρατία από 20.12.2000 μέχρι 14.6.2002,
(γ) υπάρχουν επιφυλάξεις ως προς τη γνησιότητα του γάμου σας με τον αποβιώσαντα Ε/Κ και
(δ) το καθεστώς ως χήρα Κύπριου πολίτη που κατέχετε είναι αρκούντως ικανοποιητικό για την περίπτωσή σας αποφάσισε ότι δεν υφίσταται οποιοσδήποτε ουσιαστικός λόγος για την πολιτογράφηση σας ως Κύπρια πολίτιδα».[..]
Όπως ετέθη και στη Mohamad ανωτέρω, η παράνομη παραμονή στο έδαφος της Δημοκρατίας, ακόμη και στο παρελθόν (πριν την ημερομηνία υποβολής της αίτησης) αποτελεί ένα επιτρεπτό κριτήριο κρίσης. Το ίδιο και οι λοιπές επιφυλάξεις και εξηγήσεις που δόθηκαν από τους Εφεσίβλητους. Υπενθυμίζουμε ότι εξετάζουμε την πράξη– και την επικυρωτική αυτής απόφαση – υπό το πρίσμα της θεώρησης της ύπαρξης καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης, όρια που ορθώς εκρίθη από το Δικαστήριο, πως οι Εφεσίβλητοι επ΄ουδενί παραβίασαν (Βλ. Meneka Madhumathi Senadhipathi S. Mudiyanselage κ.α ν. Δημο -κρατίας, ΕΔΔ76/16, 25.9.2023).»
(η έμφαση προστέθηκε)
Ούτε όμως ευσταθεί η γενική αναφορά του αιτητή ότι αγνοήθηκε σκόπιμα το γεγονός ότι ο αιτητής εργάζεται για 13 χρόνια στην ίδια εταιρεία, γεγονός που κατά την εισήγηση, καταδεικνύει την σταθερότητα του αιτητή. Εν προκειμένω, ο αιτητής δεν παραπέμπει σε οποιοδήποτε έγγραφο προς υποστήριξη του ισχυρισμού του αλλά ούτε και απο το διοικητικό φάκελο εντοπίζεται οποιοδήποτε έγγραφο που να δεικνύει ότι ο αιτητής πράγματι και για περίοδο 13 ετών εργάζετο στην ίδια εταιρεία, ως ο ίδιος ισχυρίζεται. Το μονό δε που εντοπίζεται είναι αναλυτική κατάσταση αποδοχών απο την Υπηρεσία Κοινωνικών Ασφαλίσεων για τα έτη 2019 και 2020 καθώς και πιστοποιητικό εργοδότησης από συγκεκριμένη εταιρεία δια του οποίου πιστοποιείται το ύψος των αποδοχών του αιτητή για τα ίδια, όμως, έτη (ερυθρά 109-11).
Περαιτέρω ο αιτητής διατείνεται ότι η επίδικη διαπίστωση ότι ο αιτητής δεν έχει οποιοδήποτε δεσμό στη Δημοκρατία είναι εσφαλμένη καθότι, ως ισχυρίζεται, αυτή καταρρίπτεται από τα λεγόμενα της λειτουργού εξέτασης όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι ο αιτητής εργάζεται ως ισιωτής αυτοκίνητων, ομιλεί αρκετά καλά την ελληνική γλώσσα, έχει καλές σχέσεις με κύπριους πολίτες και γενικότερα φαίνεται ότι αγαπά την Κύπρο και θέλει να ζήσει εδώ.
Δεν θα συμφωνήσω. Η αρμόδια λειτουργός ελέγχου προέβη σε ρητή μνεία ως προς τα στοιχεία που αιτιολογούν την κρίση ότι ο αιτητής δεν είχε οποιοδήποτε δεσμό με τη Δημοκρατία, καταγράφοντας με σαφήνεια ότι ο αιτητής δεν είχε οικογένεια και σύζυγο στη Δημοκρατία καθώς και δικό του σπίτι, διαπιστώσεις τις οποίες ο αιτητής ουδόλως αμφισβήτησε. Άλλωστε καθίσταται σαφές ότι τα όσα η λειτουργός εξέτασης ανέφερε στο δικό της σημείωμα ουδόλως και κατ΄ ουδένα τρόπο δεν αναιρούν τις διαπιστώσεις στις οποίες, μετέπειτα, προέβη η αρμόδια λειτουργος ελέγχου.
Επί της ουσίας, δεν εντοπίζω οτιδήποτε μεμπτό στην επίδικη κρίση και οι αιτιάσεις του αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση φέρει εσφαλμένη αιτιολογία καθώς και ότι λήφθηκε υπό πλάνη και χωρίς δέουσα έρευνα είναι ολωσδιόλου αβάσιμες. Τουναντίον αυτό που διαπιστώνεται είναι ότι εξετάστηκαν και λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη δεδομένα και ότι διενεργήθηκε η απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα αναφορικά με την αίτηση του αιτητή. Τα όσα δε παραθέτει ο αιτητής ουδόλως αντικρούουν τα όσα αδιαμφισβήτητα νομίμως καταγράφονται από τη λειτουργό ελέγχου, τα οποία αποτέλεσαν το έρεισμα για τη λήψη της απόφασης του Υπουργού και τα οποία σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση και τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, συμπληρώνουν την αιτιολογία καταδεικνύοντας αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης (Vassiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 185) Ηλιόπουλος ν. ΑΗΚ (2000) 3 Α.Α.Δ. 438).
Ούτε και όμως εντοπίζεται οποιαδήποτε παραβίαση της αρχής της καλής πίστης ή κατάχρηση ή κακοπιστία στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Υπουργού, η οποία υπενθυμίζεται ότι ως νομολογιακά επιτάσσεται, είναι ιδιαίτερα ευρεία. Αντιθέτως και στη βάση των όσων έχουν λεχθεί, διαπιστώνεται ότι η επίδικη απόφαση του Υπουργού για απόρριψη της αίτησης του αιτητή, δεν εκφεύγει της καλής πίστης και ήταν εύλογα επιτρεπτή υπό το φως, των ενώπιον της διοίκησης, στοιχείων. Το Δικαστήριο και με δεδομένο ότι ουδεμία πλάνη ή κακοπιστία έχει καταδειχθεί δεν μπορεί να επέμβει και να αμφισβητήσει την απορριπτική κρίση της διοίκησης, η οποία κατά πάγια νομολογία, αναγνωρίζεται ως προς τα άλλα να είναι απόλυτη (VARSIK MKRTCHYAN (ανωτέρω) Angela Siomina Ήρωα v. Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 307) RANJEET KAUR v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 298/19, ημερομηνίας 27/6/22).
Συνεπώς η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη και ουδείς λόγος ακύρωσης στοιχειοθετείται. Κατά συνέπεια, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €1.700 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.
Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.