S. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, Υπόθεση Αρ. 505/2021, 16/6/2025
print
Τίτλος:
S. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, Υπόθεση Αρ. 505/2021, 16/6/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

 

(Υπόθεση Αρ. 505/2021)

 

16 Ιουνίου 2025

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                                 S.

                                                                             Αιτήτρια

                                                  ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Σ. Παναγιώτου, για Στέλιος Π. Παναγιώτου Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτήτρια

Φ. Χριστοφίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, που καταχωρήθηκε στις 24.5.2021, η αιτήτρια βάλλει κατά της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, η οποία περιέχεται σε σχετική επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα»), ημερομηνίας 10.3.2021, και σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για έκδοση άδειας προσωρινής παραμονής της στην Κυπριακή Δημοκρατία ως επισκέπτριας, λόγω παράνομης παραμονής της στη Δημοκρατία.

 

Η αιτήτρια είναι υπήκοος Ινδίας, η οποία αφίχθηκε στη Δημοκρατία με άδεια εισόδου στις 25.6.2017, για να εργαστεί ως χειριστής τροφίμων. Προς τούτο, το Τμήμα, στις 2.11.2017, εξέδωσε προσωρινή άδεια διαμονής στην αιτήτρια, με ισχύ μέχρι τις 25.4.2018. Ακολούθως, η προσωρινή άδεια της αιτήτριας ανανεωνόταν κατά διαστήματα μετά από σχετικά αιτήματά της, με την τελευταία εξ’ αυτών να έχει ισχύ μέχρι τις 30.5.2020.

 

Περίπου τρεις μήνες μετά τη λήξη της τελευταίας άδειας διαμονής, εστάλη προς το Τμήμα επιστολή ημερομηνίας 26.8.2020 από κάποιον κ. Κ., ο οποίος ζητούσε έγκριση άδειας παραμονής της αιτήτριας στη Δημοκρατία για περίοδο έξι μηνών, με σκοπό την τέλεση γάμου με την αιτήτρια.

 

Το αίτημα απορρίφθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση στις 14.9.2020, καθότι η αιτήτρια είχε παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία από 30.5.2020.

 

Ωστόσο, η αιτήτρια μέσω επιστολής των δικηγόρων της αλλά και των ιδιωτών συμβούλων της, ημερομηνίας 17.9.2020 και 23.9.2020, αντίστοιχα, ζήτησε εκ νέου όπως της παραχωρηθεί άδεια παραμονής της στη Δημοκρατία ως επισκέπτριας, με σκοπό τη δυνατότητα πραγματοποίησης γάμου.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση ενέκριναν το αίτημα της αιτήτριας και, στην απαντητική επιστολή τους προς τους ιδιώτες συμβούλους της αιτήτριας, ημερομηνίας 4.11.2020, ενημέρωναν αυτούς ότι είχε αποφασιστεί να παραχωρηθεί σχετική παράταση τριών μηνών στην αιτήτρια «[.] νοουμένου ότι έχει εξασφαλίσει πιστοποιητικό ελευθερίας από τη χώρα της». Καλούσαν δε τους συμβούλους της αιτήτριας να συμβουλεύσουν αυτήν όπως αποταθεί εντός 30 ημερών στο Επαρχιακό Γραφείο Αλλοδαπών και Μετανάστευσης για να διευθετήσει την παραμονή της, προσκομίζοντας και τα σχετικά έγγραφα.

 

Ωστόσο, η αιτήτρια δεν ανταποκρίθηκε εντός του ταχθέντος χρονικού διαστήματος, αλλ’ αντ’ αυτού, οι ιδιώτες σύμβουλοί της επανήλθαν με νέα επιστολή, ημερομηνίας 20.11.2020 και, παραθέτοντας σχετικούς ισχυρισμούς, ζήτησαν εκ νέου από το Τμήμα όπως παρασχεθεί άδεια προσωρινής παραμονής στην αιτήτρια με σκοπό το γάμο.

 

Το αίτημα απορρίφθηκε και η απορριπτική, επίδικη, απόφαση γνωστοποιήθηκε στην πλευρά της αιτήτριας (προς τους ιδιώτες συμβούλους της) δι’ επιστολής του Τμήματος ημερομηνίας 10.3.2021. Ως αναφέρεται στην επιστολή, δόθηκε στην αιτήτρια η δυνατότητα να αιτηθεί προκειμένου να διευθετήσει την παραμονή της στη Δημοκρατία, αλλά δεν το έπραξε, ενώ «[.] ήταν δική της ευθύνη η έγκαιρη εξασφάλιση των απαραίτητων εγγράφων». Καλούσαν δε οι καθ’ ων η αίτηση τους συμβούλους της αιτήτριας να συμβουλεύσουν αυτήν όπως αναχωρήσει άμεσα από την Κύπρο, αλλιώς θα λαμβάνονταν μέτρα για την απομάκρυνσή της.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση προέβαλαν, αρχικώς δια της ενστάσεώς τους και ακολούθως δια της γραπτής αγόρευσης της συνηγόρου τους, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατόπιν διενέργειας της δέουσας έρευνας, καθόλα ορθά και νόμιμα, είναι δε αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής. Τονίστηκε από τους καθ’ ων η αίτηση η ευρεία διακριτική ευχέρεια του κράτους σε υποθέσεις ως η υπό κρίση, να αποφασίσει, στα πλαίσια ενάσκησης των κυριαρχικών του δικαιωμάτων, κατά πόσον θα επιτρέψει σε αλλοδαπό που δεν είναι Ευρωπαίος πολίτης, ως είναι η αιτήτρια εν προκειμένω, την είσοδο, παραμονή και διαμονή στο έδαφός του. Επιπρόσθετα, ο συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, μέσω της γραπτής αγόρευσής του, εστίασε στην έλλειψη, από την γραπτή αγόρευση του συνηγόρου της αιτήτριας, επαρκούς εξειδίκευσης και/ή τεκμηρίωσης οποιουδήποτε λόγου ακύρωσης εκ μέρους της αιτήτριας. Επ’ αυτού, δεν υπήρξε αντίλογος από την πλευρά της αιτήτριας, η οποία δεν καταχώρησε απαντητική γραπτή αγόρευση.

Πράγματι, έχοντας εξετάσει την γραπτή αγόρευση του συνηγόρου της αιτήτριας, διαπιστώνω ότι οι λόγοι ακύρωσης που εκτίθενται στα νομικά σημεία της αίτησης ακυρώσεως, αναπτύσσονται γενικά και εν πολλοίς αόριστα, εν πάση δε περιπτώσει χωρίς την απαιτούμενη συγκεκριμενοποίηση και στοιχειοθέτηση. Σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962, κάθε διάδικος υποχρεούται δια των εγγράφων προτάσεών του «να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως». Σε πλήρη συμβατότητα με τα πιο πάνω και η ημεδαπή νομολογία: στην Κυπριακή Δημοκρατία v. Svetlana Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, λέχθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι «Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων είναι απαραίτητη για την εξέταση των λόγων ακύρωσης από το δικαστήριο. Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια, αναπόφευκτα επηρεάζει τη νομική βάση των λόγων, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να κριθούν αναιτιολόγητοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης». Η δε γενικόλογη, αόριστη και εν πολλοίς ρητορική αναφορά σε σειρά επιχειρημάτων και/ή λόγων ακύρωσης, όπως έλλειψη δέουσας έρευνας, έλλειψη αιτιολογίας κλπ, χωρίς να δίδεται οποιοδήποτε στοιχείο ή/και επιχείρημα που να τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς, δεν είναι αρκετή (TAHIR MAHMOOD ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α., Υποθ. Αρ. 254/2006, ημερ. 15.5.2007).  Όπως λέχθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην ΛΕΩΦΟΡΕΙΑ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΛΙΜΙΤΕΔ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56, «Μόνο στοιχειοθετημένοι λόγοι ακύρωσης μπορεί να παράσχουν έρεισμα στο αίτημα για την ακύρωση της διοικητικής απόφασης που προσβάλλεται-(βλ. Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου, Υπόθεση Αρ. 1061/94, 30/6/95, Βαρνάβας Νικολάου και Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 380/94, 31/8/95, Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 212/95 και 259/95, 31/1/97. Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 281)». Εξάλλου, η ανάγκη για επαρκή στοιχειοθέτηση των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης επιτείνεται από το τεκμήριο νομιμότητας των πράξεων της Διοίκησης και το βάρος απόδειξης ότι συντρέχουν λόγοι ακυρώσεως, το φέρει ο αιτητής σε προσφυγή. Η απλή υιοθέτηση των δικογραφημένων λόγων ακυρώσεως δεν επαρκεί προς υποστήριξη ισχυρισμών όπως μη διενέργεια δέουσας έρευνας, εμφιλοχωρήσασας πλάνης, έλλειψης αιτιολογίας και κατάχρησης εξουσίας, οι οποίοι δεν εξετάζονται αυτεπαγγέλτως, αλλά στην βάση των γραπτών αγορεύσεων (βλ. και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην ZAFARDOAGOO ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1239/2016, ημερ. 26.6.2020 και την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Καρατασουσίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 836/2016, ημερ. 25.9.2020).

 

Εν πάση όμως περιπτώσει, προς ολοκλήρωση του σκεπτικού του Δικαστηρίου, επισημαίνω ότι, ούτως ή άλλως, δεν ευσταθούν οι ισχυρισμοί της πλευράς αιτήτριας περί παράνομης απόφασης της Διοίκησης, που παραβιάζει τις γενικές αρχές Διοικητικού Δικαίου, την αρχή της καλής πίστης, περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας, εμφιλοχώρησης πλάνης και μη επαρκούς αιτιολογίας.

 

Αποτελεί παραδεκτό γεγονός, προκύπτει άλλωστε από τα ενώπιον μου τεθέντα στοιχεία, ότι η αιτήτρια παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία μετά τις 30.5.2020, όταν και είχε λήξει η ισχύς της τελευταίας παραχωρηθείσας προς αυτήν προσωρινής άδειας διαμονής. Η αιτήτρια περίπου τρεις μήνες μετά, παραμένοντας παράνομα στη Δημοκρατία, δια της προαναφερθείσας επιστολής του κ. Κ., ημερ. 26.8.2020, αλλά και αργότερα μέσω των δικηγόρων της και των ιδιωτών συμβούλων της, αποτάθηκε στους καθ’ ων η αίτηση και ζήτησε την έκδοση νέας άδειας προσωρινής παραμονής. Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι δεν ευσταθούν οι ισχυρισμοί της πλευράς της αιτήτριας ότι αυτή δεν γνώριζε για το παράνομο της παραμονής της στη Δημοκρατία και/ή για τις ακολουθητέες διαδικασίες προκειμένου να νομιμοποιήσει την παραμονή της στη χώρα, εφόσον όπως ρητά αναφέρεται στην τελευταία παραχωρηθείσα προς την αιτήτρια προσωρινή άδεια διαμονής, ημερομηνίας 22.11.2019 (παράρτημα 7 στο δικόγραφο της ένστασης), τόσο στα Ελληνικά όσο και στα Αγγλικά, «Αίτηση για παράταση της άδειας διαμονής πρέπει να υποβάλλεται τουλάχιστον ένα μήνα πριν τη λήξη της».

 

Άμεσα σχετική με το υπό εξέταση ζήτημα, είναι η απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην ZAFARDOAGOO, ανωτέρω, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα (η υπογράμμιση έχει προστεθεί):

 

«Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18ΟΗ του Νόμου, που εδώ ενδιαφέρουν (η υπογράμμιση προστέθηκε)-

 

«(1) Ο Διευθυντής εκδίδει απόφαση επιστροφής για οποιοδήποτε υπήκοο τρίτης χώρας που παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στα εδάφια (2) μέχρι (5).

 

[.]

 

(4) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να αποφασίσει, ανά πάσα στιγμή, να χορηγήσει αυτόνομη άδεια διαμονής ή άλλη άδεια που παρέχει δικαίωμα παραμονής, για λόγους φιλευσπλαχνίας ή ανθρωπιστικούς λόγους, σε υπήκοο τρίτης χώρας ο οποίος παραμένει παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας. Στην περίπτωση αυτή -

 

(α) δεν εκδίδεται απόφαση επιστροφής· ή

 

(β) εφόσον η απόφαση επιστροφής έχει ήδη εκδοθεί, τότε αυτή ανακαλείται ή αναστέλλεται για τη διάρκεια της ισχύος του τίτλου διαμονής ή άλλης άδειας που παρέχει δικαίωμα παραμονής.

 

(5) Εφόσον εκκρεμεί διαδικασία ανανέωσης άδειας διαμονής ή οποιασδήποτε άλλης άδειας που παρέχει δικαίωμα παραμονής σε υπήκοο τρίτης χώρας, ο οποίος παραμένει παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας, ο Διευθυντής εξετάζει το ενδεχόμενο να μην εκδώσει απόφαση επιστροφής έως ότου ολοκληρωθεί η εκκρεμούσα διαδικασία, με την επιφύλαξη του εδαφίου (6).».

 

Σύμφωνα δε σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 18ΟΘ -

«Η απόφαση επιστροφής προβλέπει κατάλληλο χρονικό διάστημα για την οικειοθελή αναχώρηση που κυμαίνεται μεταξύ επτά και τριάντα ημερών, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στα εδάφια (2) και (4). Το χρονικό διάστημα που προβλέπεται στο παρόν εδάφιο δεν αποκλείει τη δυνατότητα των υπηκόων τρίτων χωρών να αναχωρήσουν ενωρίτερα.».

 

Τέλος, «απόφαση επιστροφής», σύμφωνα με το άρθρο 18ΟΔ του Νόμου, «σηµαίνει διοικητική απόφαση ή πράξη µε την οποία κηρύσσεται ή αναφέρεται ως παράνοµη η παραµονή υπηκόου τρίτης χώρας και του επιβάλλεται ή αναφέρεται υποχρέωση επιστροφής·».

 

Είναι σαφές από τα πιο πάνω ότι, κατά κανόνα, σε περίπτωση που υπήκοος τρίτης χώρας παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία, ο Διευθυντής του Τμήματος εκδίδει απόφαση επιστροφής. Εξαίρεση στον εν λόγω κανόνα αποτελούν οι προαναφερθείσες περιπτώσεις των εδαφίων (4) και (5) του υπό αναφορά άρθρου, σύμφωνα με τις οποίες η Διοίκηση δύναται να αποφασίσει διαφορετικά, στην δε υπό του εδαφίου (5) προβλεπόμενη περίπτωση, θα πρέπει να βρίσκεται σε εκκρεμότητα διαδικασία ανανέωσης άδειας διαμονής ή οποιασδήποτε άλλης άδειας που παρέχει δικαίωμα παραμονής, κάτι που, σύμφωνα με τα ενώπιον μου στοιχεία, δεν υφίστατο στην παρούσα, εφόσον η απόφαση επιστροφής του αιτητή λήφθηκε, αφού είχε προηγουμένως εξεταστεί και απορριφθεί η αίτησή του, με αποτέλεσμα ο αιτητής να παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία ήδη από 30.12.2015, όταν και έληξε η τελευταία άδεια παραμονής του. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι σύμφωνα με το άρθρο 6(1)(κ) του Κεφαλαίου 105, «παράνομος μετανάστης» είναι και «οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο εισέρχεται ή διαμένει στη Δημοκρατία κατά παράβαση οποιασδήποτε απαγόρευσης, όρου, περιορισμού ή επιφύλαξης που περιλαµβάνεται στο Νόµο αυτό ή σε οποιουσδήποτε Κανονισµούς που εκδόθηκαν βάσει του Νόµου αυτού ή σε οποιαδήποτε άδεια που παραχωρήθηκε ή εκδόθηκε βάσει του Νόµου αυτού ή των Κανονισµών αυτών·».

 

Είναι δε σε κάθε περίπτωση πρόδηλο από τις πιο πάνω διατάξεις ότι η απόφαση να μην εκδοθεί απόφαση επιστροφής παρανόμως παραμένοντα στη Δημοκρατία απόκειται στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης. Αυτό, βεβαίως, σε πλήρη σύμπνοια και συμβατότητα με την πάγια νομολογία, σύμφωνα με την οποία το δικαίωμα μιας χώρας να ρυθμίζει την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στο έδαφός της αποτελεί, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, έκφραση της κυριαρχίας της (βλ. ενδεικτικά Moyo and Another v. Republic (1988) 3 CLR 1203). Συναφώς, όπως λέχθηκε στην Reyes ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 860/92, ημερ. 9.2.1996,-

 

«Το άρθρο 32 του Συντάγματος ρητά αναγνωρίζει δικαίωμα στη Δημοκρατία να ρυθμίζει ζητήματα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Το δικαίωμα μιας χώρας να αρνείται είσοδο των αλλοδαπών αποτελεί, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, έκφραση της κυριαρχίας μιας χώρας. Αποτελεί ένα κυριαρχικό δικαίωμα το οποίο δεν μπορεί να περιοριστεί εκτός με δεσμευτική σύμβαση. Το δικαίωμα ενός κράτους να ρυθμίζει τη διάρκεια της παραμονής των αλλοδαπών στη χώρα περιέχει ωσαύτως, και το γνώρισμα της κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας της χώρας. Ο καθηγητής Jacobs στο σύγγραμμά του πάνω στην ερμηνεία και εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων παρατηρεί ότι ούτε η Σύμβαση ούτε τα Πρωτόκολλα της επιβάλλουν οποιουσδήποτε περιορισμούς πάνω στο δικαίωμα ενός κράτους να αποκλείσει ένα αλλοδαπό από τη χώρα (Moyo ν. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203, 1208 - απόφαση της Ολομέλειας).

 

Δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, η διακριτική ευχέρεια του κράτους να αποκλείσει αλλοδαπούς είναι πολύ ευρεία, αλλά όχι απόλυτη. Υπόκειται στην καλόπιστη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας. Εφόσον η διακριτική ευχέρεια ασκείται καλόπιστα, το δικαστήριο δεν αμφισβητεί περαιτέρω την απόφαση. Ένας αλλοδαπός, τηρουμένων οποιωνδήποτε δικαιωμάτων που παρέχονται σε μια σύμβαση ή διμερή συνθήκη, δεν έχει δικαίωμα εισόδου στη χώρα, το μόνο του δικαίωμα είναι η καλόπιστη εξέταση της αίτησης του για είσοδο στη χώρα. Αναγνώριση οποιοσδήποτε περαιτέρω υποχρέωσης εκ μέρους του κράτους θα ήταν ασυμβίβαστη με το κυρίαρχο δικαίωμα του κράτους να αποκλείει αλλοδαπούς.»

 

Στην Moyo, ανωτέρω, στην οποία αναφέρεται η πιο πάνω απόφαση, λέχθηκαν τα εξής σχετικά:

 

«Έχει με σταθερότητα νομολογηθεί ότι το δικαίωμα ενός αλλοδαπού για διαμονή σε μια χώρα δε διασφαλίζεται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Αντιθέτως σαφώς εξυπακούεται από το άρθρο 5(1)(στ) της Σύμβασης και το άρθρο 11.2(στ) του Συντάγματος ότι οι Υψηλοί Συμβαλλόμενοι και η Κυπριακή Δημοκρατία είχαν πρόθεση να επιφυλάξουν για τους εαυτούς τους την εξουσία απελάσεως αλλοδαπών από το έδαφος του. Ένα κράτος έχει διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει κατά πόσο θα απελάσει ένα αλλοδαπό που βρίσκεται στο έδαφος του, αλλά αυτό το δικαίωμα πρέπει να ασκείται με τρόπο που δεν παραβιάζει τα δικαιώματα του αλλοδαπού δυνάμει Διεθνών Συμβάσεων.».

 

Περαιτέρω, όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Maria Slavova ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1272/2000, ημερ. 18.4.2002, «Η διακριτική εξουσία του κράτους να αποφασίζει επί θεμάτων που αφορούν την είσοδο και παραμονή αλλοδαπού στο έδαφος της χώρας δεν είναι απεριόριστη. Η διοίκηση έχει καθήκον να εξετάζει την κάθε περίπτωση με καλή πίστη και εφόσον η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης ασκείται καλόπιστα το δικαστήριο δεν έχει περιθώρια αμφισβήτησης της απόφασης. Βλ. Reyes v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 860/92, ημερ. 9.2.96, Amanda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 CLR 2583, Souleiman v. Republic (1987) 3 CLR 224 και Mushtag v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 251/94, ημερ. 21.7.95.». Το δε ακυρωτικό Δικαστήριο δύσκολα επεμβαίνει στην άσκηση τέτοιας εξουσίας (βλ. Tulin Sabahatin Veysel κ.ά ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 184/2008, ημερ. 6.7.2010 και Boulatnikova v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1082/2005, ημερ. 31.5.2007).

 

Η Δημοκρατία λοιπόν, στα πλαίσια του «προεξάρχοντος κυριαρχικού της δικαιώματος να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν  στο έδαφος της» (βλ. Svetoslav Stoyanov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 718/2012, ημερ. 26.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:D151), έχει ευρεία διακριτική εξουσία να δέχεται αλλοδαπούς στην επικράτειά της, η δε εξουσία της αυτή, ως απόρροια της αρχής της εθνικής και εδαφικής της κυριαρχίας, της παρέχει και τη δυνατότητα να αποκλείει αλλοδαπούς από το έδαφός της (βλ. Ivan Todorov Todorov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 109/2000, ημερ. 14.12.2000). Πόσω δε μάλλον όταν ο αλλοδαπός, όπως εν προκειμένω ο αιτητής, παραμένει στη Δημοκρατία παράνομα. Εν πάση δε περιπτώσει, από τη στιγμή που ο αιτητής είχε χάσει το έρεισμα της παραμονής του στη Δημοκρατία, υπόκειτο και σε απόφαση επιστροφής στη χώρα του (βλ. ενδεικτικά AHMAD CHAUDHRY ADRESS ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 724/2004, ημερ. 19.6.2006).

 

Έχοντας εξετάσει προσεκτικά την υπό κρίση περίπτωση υπό το φως και των πιο νομολογιακών κατευθυντήριων, κρίνω ότι δεν στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης και αδίκως παραπονείται ο αιτητής, η δε επίδικη απόφαση είναι καθόλα ορθή και σύννομη.».

 

Τα πιο πάνω εφαρμόζονται και στην υπό εξέταση περίπτωση, όπου, ως έχει ήδη λεχθεί, η αιτήτρια, εφόσον είχε χάσει το έρεισμα της παραμονής της στη Δημοκρατία, παρέμενε στη χώρα παράνομα και, συνακόλουθα, υπόκειτο σε απόφαση επιστροφής στη χώρα της. Αυτή δε η παρανομία στην παραμονή της αιτήτριας στη Δημοκρατία για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, δεν θα μπορούσε να αναιρεθεί ούτε με την εκ των υστέρων παραχώρηση άδειας παραμονής, εφόσον, όπως λέχθηκε στην Δημοκρατία ν. NANA SIKHARULIDZE (2016) 3 Α.Α.Δ. 598-

 

«Ούτε η μη λήψη μέτρων εκ μέρους της Διοίκησης, σε σχέση με την παράνομη παραμονή, ενδύει με το μανδύα της νομιμότητας την χωρίς άδεια παραμονή της εφεσίβλητης. Το να μην ασκήσει η Διοίκηση της εξουσίες που της παρέχονται από το Νόμο δεν συνεπάγεται αποδοχή της παράνομης παραμονής. Όπως εύστοχα παρατηρείται στη Salangina:

 

«.η απόφαση για λήψη ή όχι τέτοιων μέτρων έχει αναφορά στα δικά της κριτήρια και όχι αποκλειστικά στα δεδομένα της εν λόγω παράνομης παραμονής. Δεν μπορούσαν λοιπόν να δημιουργούντο εύλογες προσδοκίες στην αιτήτρια για παραγνώριση της παράνομης παραμονής της για σκοπούς της Οδηγίας και του Νόμου ώστε να τίθετο θέμα αντιφατικής συμπεριφοράς».

 

Ούτε τίθεται θέμα αντίθεσης προς την αρχή της χρηστής διοίκησης ή της καλής πίστης ώστε να δημιουργείται πρόβλημα στη διοίκηση να επικαλεσθεί τις όποιες παραλείψεις της και να αρνηθεί στην αιτήτρια τα υπέρ της ωφελήματα και συνέπειες που προέκυψαν από την κατάσταση που δημιουργήθηκε. Θα μπορούσε, βέβαια, η Διοίκηση ασκώντας τη διακριτική της ευχέρεια, να παραχωρήσει εκ των υστέρων άδεια παραμονής αναδρομικά από τη λήξη της προηγούμενης. Σε τέτοια περίπτωση θα είχε έρεισμα η εισήγηση της εφεσίβλητης ότι η παραμονή της, κατά την κρίσιμη περίοδο, ήταν και νόμιμη και αδιάλειπτη. Αυτό, όμως, δεν έγινε με αποτέλεσμα, η εφεσίβλητη να μην ικανοποιεί την προϋπόθεση για πενταετή νόμιμη και αδιάλειπτη διαμονή αφού υπήρξαν περίοδοι που δεν καλύπτονταν από άδεια παραμονής και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν να προσμετρήσουν στον υπολογισμό της πενταετούς περιόδου.».

 

Συνεπώς, η διαμονή της αιτήτριας στη Δημοκρατία μετά την 30.5.2020, είχε, ούτως ή άλλως, καταστεί παράνομη. Ας σημειωθεί περαιτέρω ότι στην υπό κρίση περίπτωση, και παρά την παράνομη παραμονή της αιτήτριας στη χώρα, πράγματι δόθηκε η ευκαιρία στην πλευρά της αιτήτριας να νομιμοποιήσει την παραμονή της και οι καθ’ ων η αίτηση επέδειξαν καλή θέληση και/ή την πρόθεση να παράσχουν άδεια προσωρινής διαμονής στην αιτήτρια προκειμένου να τελέσει γάμο με τον σύντροφό της, εξ’ ου και, με την απόφασή τους ημερομηνίας 4.11.2020, έκαναν δεκτό το σχετικό αίτημα των συμβούλων της αιτήτριας, ημερομηνίας 23.9.2020, για παράταση προσωρινής παραμονής της αιτήτριας στη Δημοκρατία για τρεις (3) μήνες, εφόσον αυτή θα εξασφάλιζε πιστοποιητικό ελευθερίας από τη χώρα της και καλώντας τους να συμβουλεύσουν την αιτήτρια όπως αποταθεί εντός 30 ημερών στο Επαρχιακό Γραφείο Αλλοδαπών και Μετανάστευσης για να διευθετήσει την παραμονή της, προσκομίζοντας και τα σχετικά έγγραφα. Ωστόσο, η πλευρά της αιτήτριας δεν ανταποκρίθηκε και/ή παρουσιάστηκε αμελής στα όσα της ζητήθηκαν, εφόσον παρά την ευκαιρία που της είχε δοθεί, ούτε η αιτήτρια αλλ' ούτε και οι σύμβουλοί της προέβησαν στις δέουσες ενέργειες προκειμένου να εξασφαλίσουν δεόντως και νομίμως τη σχετική άδεια παραμονής της αιτήτριας στη Δημοκρατία. Γνώριζαν δε αυτοί ότι η εδώ παραμονή της αιτήτριας εμπεριείχε το στοιχείο της προσωρινότητας και/ή ήταν περιορισμένης διάρκειας (Kumudini v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 518/2010, ημερ. 19.8.2014, ECLI:CY:AD:2014:D611), γεγονός εξάλλου που τους υπέδειξε και η ίδια η Διοίκηση, μεταξύ άλλων, και με την επιστολή της ημερομηνίας 4.11.2020 (βλ. την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην RATNASINGAM ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 615/2018, ημερ. 28.6.2019 και την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Α.Τ.L. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1793/2018, ημερ. 21.7.2023).

 

Με αυτά τα δεδομένα, δεν μπορώ παρά να καταλήξω ότι η απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας υπήρξε νόμιμη και, σε κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή.

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι το ακυρωτικό Δικαστήριο δεν προβαίνει σε επανεκτίμηση γεγονότων, ούτε υποκαθιστά την κρίση της αρμόδιας διοικητικής αρχής με τη δική του κρίση και η δικαιοδοσία του περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, στη βάση των αρχών του Διοικητικού Δικαίου που διέπουν το θέμα (Latif ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 533, Khalifa ν. Αναθεωρητικής Αρχής (2006) 3 Α.Α.Δ. 402, Zahmatkesh ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 376).

 

Λαμβανομένων υπόψη των πιο πάνω, δε εντοπίζω ούτε κενό έρευνας, αλλ’ ούτε κενό αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία, αντιθέτως, θεωρώ πως είναι επαρκώς αιτιολογημένη, συμπληρώνεται δε αυτή από τα στοιχεία του οικείου διοικητικού φακέλου, αποκαλύπτοντας με σαφήνεια τους λόγους λήψης αυτής και δυνάμενη ωσαύτως να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο, ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά επιτάσσει (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, L.A.S. BOATING LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, ΕΔΔ 38/2016, ημερ. 1.7.2022, ANDRELIA PAPHOS LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 49/2019, ημερ. 23.10.2023). Όπως έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί, η αιτιολογία της διοικητικής πράξης μπορεί να είναι λακωνική, αρκεί να είναι επαρκής, έτσι ώστε να μπορεί να ασκηθεί δικαστικός έλεγχος, μπορεί δε να συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου (Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 303, Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 648, Latomia Estate Ltd, ανωτέρω, SURENDAN SUNDARARAJ κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1867/2012, ημερ. 11.9.2015, ECLI:CY:AD:2015:D596).

 

Περαιτέρω δε, στη βάση του συνόλου των προεκτεθέντων, κρίνω ότι στερείται ερείσματος ο οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί εμφιλοχώρησης πλάνης στην κρίση των καθ’ ων η αίτηση.

 

Συνακόλουθα, οι ισχυρισμοί περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας, εμφιλοχώρησης πλάνης, αλλά και περί ελλιπούς αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης απορρίπτονται ως αβάσιμοι.

 

Τέλος, ως αβάσιμοι θα πρέπει να απορριφθούν και οι, γενικοί και αόριστοι, ισχυρισμοί περί παραβίασης της αρχής της καλής πίστης, της αρχής της αναλογικότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία, οι αρχές αυτές δεν εφαρμόζονται in abstracto, ήτοι γενικά και αφηρημένα, αλλά έχουν άμεση συνάρτηση με τα δεδομένα της εκάστοτε υπό εξέταση υπόθεσης και δεν δίνουν δικαιώματα στον διοικούμενο, στις περιπτώσεις που ο τελευταίος ενεργεί κατά τρόπο που να προκαλεί ή να δημιουργεί καταστάσεις παράνομες ή παράτυπες ή όπου ο νόμος ή τα περιστατικά της υπόθεσης δεν επιτρέπουν τέτοια δικαιώματα (HIRANTA WASANA DE SILVA NAMBUKAR WASAM APPUBADUGE ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1252/2013, ημερ. 17.7.2013, Μίχαλος Δημητρίου Λτδ κ.α. ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 675 Πετρίδης κ.α. ν. Δήμου Πόλεως Χρυσοσχούς κ.α. (2010) 3 Α.Α.Δ. 501). Εν προκειμένω, πέραν του αδιαμφισβήτητου γεγονότος ότι η αιτήτρια, από δική της υπαιτιότητα, παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία, δεν εντοπίζω οτιδήποτε που θα μπορούσε να τεκμηριώσει, έστω στοιχειωδώς, ισχυρισμό ότι οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν κακόπιστα και/ή κατά κατάχρηση εξουσίας. Αντίθετα, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί, κρίνω ότι οι ενέργειες της Διοίκησης ήσαν καθόλα σύννομες και εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας.

 

Ως εκ των πιο πάνω, καταλήγω ότι δεν στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης και, συνακόλουθα, δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1300 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο