
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Υπόθεση Αρ. 1469/2024
16 Ιουλίου, 2025
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
J. L., από τη Γεροσκήπου
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
(1) ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
(2) ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
Καθ' ων η Αίτηση
Δρ.Μ. Ζιβανάρης για Ε. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για τον Αιτητή.
Σ. Πλατής, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για τους Καθ' ων η Αίτηση.
___________________
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡ. 5.12.2024
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.: Η παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου υπ’ αρ. ΑΠ96.386 ημερομηνίας 22.05.2024, δια της οποίας το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να επιβεβαιώσει την Απόφαση με αρ. ΕΜ94.859 ημερομηνίας 08.06.2023 για στέρηση από τον Αιτητή της ιδιότητας του πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ταυτόχρονα με την προσφυγή, ο αιτητής προχώρησε και στην καταχώρηση της επίδικης ενδιάμεσης αίτησης ημερομηνίας 5.12.2024, με την οποία ζητούσε :
«Α. Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου με το οποίο να αναστέλλεται η ισχύς της (i) απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου υπ’ αρ. ΑΠ96.386 ημερομηνίας 22/05/2024, δια της οποίας το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να επιβεβαιώσει την Απόφαση με αρ. ΕΜ94.859 ημερομηνίας 08/06/2023 για στέρηση της ιδιότητας του πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας από τον Αιτητή και, (ii) του Διάταγματος του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 22/08/2024, (οι «Προσβαλλόμενες Πράξεις») δια των οποίων ο Αιτητής αποστερήθηκε την ιδιότητα του πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας, δυνάμει του άρθρου 113(3)(ε) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002 έως 2024, Ν. 141(Ι)/2002 (ως τροποποιήθηκε), μέχρι την αποπεράτωση της προσφυγής με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο και/ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.
Β. Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου που να αναγνωρίζει ότι ο Αιτητής εξακολουθεί να είναι πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας μέχρι την αποπεράτωση της προσφυγής με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο και/ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.»
Ως προκύπτει από τo περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων και τα σχετικά έγγραφα που συνοδεύουν την Ένσταση στην Ενδιάμεση Αίτηση και κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα σχετικά με την παρούσα γεγονότα έχουν ως ακολούθως.
1. Ο Αιτητής, υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας απέκτησε την κυπριακή υπηκοότητα με κατ' εξαίρεση Πολιτογράφηση ως εξαρτώμενος σύζυγος της επενδύτριας Zxxxx Txxx στη βάση του άρθρου 111Α(2) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου 141(1)/2002, δυνάμει της Απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 78.674 ημερομηνίας 15.4.2015. Η σύζυγος του αιτητή απέκτησε την κυπριακή υπηκοότητα ως επενδύτρια δυνάμει της ίδιας απόφασης. Αμφότεροι, μετά την απόκτηση της υπηκοότητας, προχώρησαν μέσω του εκπροσώπου τους, του δικηγορικού γραφείου Ηρακλής Ν. Κυριακίδης Δ.Ε.Π.Ε., σε αλλαγή των ονομάτων τους στην Κυπριακή Δημοκρατία.
2. Με επιστολή ημερομηνίας 10.6.2020, ο Αρχηγός Αστυνομίας ενημέρωσε το Υπουργείο Εσωτερικών ότι στις 28.5.2020 λήφθηκε μήνυμα από την INTERPOL Πεκίνου με το οποίο ενημέρωσαν τις κυπριακές αρχές πως εναντίον του Αιτητή εκδόθηκε «Ερυθρά Αγγελία» στις 22.7.2020 σχετικά με υπόθεση δωροδοκίας. Με την επιστολή, η Αστυνομία Κύπρου ζήτησε από το Υπουργείο Εσωτερικών να την ενημερώσει κατά πόσο το υπό αναφορά πρόσωπο ήταν γνωστό στα αρχεία του. Οι πληροφορίες που ζήτησε ο Αρχηγός Αστυνομίας με την ανωτέρω επιστολή ημερομηνίας 10.6.2020 αποστάλθηκαν από το Υπουργείο Εσωτερικών με επιστολή ημερομηνίας 22.7.2020. Με την ίδια επιστολή ζητήθηκε από την Αστυνομία να διαβιβάσει στο Υπουργείο Εσωτερικών αντίγραφο της Ερυθράς Αγγελίας της INTERPOL εναντίον του Αιτητή. Κατά την ίδια ημερομηνία, αποστάλθηκε, επίσης, επιστολή στην προϊστάμενη της Μονάδας Καταπολέμησης Αδικημάτων Συγκάλυψης (ΜΟΚΑΣ), με την οποία ζητήθηκε να ενημερώσει το Υπουργείο Εσωτερικών κατά πόσον η Υπηρεσία κατέχει οποιεσδήποτε πληροφορίες για τον αιτητή και για τη σύζυγο του.
3. Ακολούθησε ανταλλαγή επιστολών μεταξύ Αστυνομίας και Υπουργείου Εσωτερικών αναφορικά με τα αδικήματα για τα οποία καταζητείται ο αιτητής στη Κίνα, ούτως ώστε να διαφανεί κατά πόσον ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 113(3)(ε) του Νόμου για αποστέρηση της κυπριακής υπηκοότητας του.
3.1 Το εδάφιο (2) του προαναφερθέντος άρθρου προβλέπει ότι το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί με Διάταγμα να στερήσει οποιοδήποτε τέτοιο πολίτη από την Ιδιότητα του πολίτη της Δημοκρατίας, εάν ικανοποιηθεί ότι η εγγραφή ή το πιστοποιητικό πολιτογράφησης αποκτήθηκε με δόλο, ψευδείς παραστάσεις ή απόκρυψη οποιουδήποτε ουσιώδους γεγονότος.
3.2 Το εδάφιο (3) του προαναφερθέντος άρθρου προβλέπει ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται με Διάταγμά του να στερήσει από οποιονδήποτε πολίτη της Δημοκρατίας που είναι πολιτογραφημένο πρόσωπο δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 111 ή του άρθρου 111Α ή εγγεγραμμένο πρόσωπο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 110, την ιδιότητα του πολίτη της Δημοκρατίας, εάν ικανοποιηθεί ότι το πρόσωπο αυτό- «(ε) σε διάστημα δέκα (10) ετών από την εγγραφή η την πολιτογράφησή του καταζητείται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο από τη EUROPOL ή σε διεθνές επίπεδο από την INTERPOL για σοβαρό ποινικό αδίκημα, το οποίο επισύρει ποινή φυλάκισης πέντε (5) ετών και άνω ή για άλλο σοβαρό αδίκημα ή για αδίκημα ατιμωτικό ή που ενέχει ηθική αισχρότητα:
Νοείται ότι, το αδίκημα για τη διάπραξη του οποίου καταζητείται το εν λόγω πρόσωπο συνιστά αδίκημα και στη Δημοκρατία το οποίο, ως ανωτέρω αναφέρεται, επισύρει ποινή φυλάκισης,»
4. Με επιστολή ημερομηνίας 12.8.2022 επιβεβαιώθηκε από τον Αρχηγό Αστυνομίας ότι τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται συνιστούν αδίκημα και στη Δημοκρατία. Συγκεκριμένα, συνιστούν το αδίκημα του δεκασμού δημόσιου λειτουργού κατά παράβαση του άρθρου 100(β), του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου Κεφ. 154, που επισύρει ποινή φυλάκισης επτά (7) ετών ή χρηματική ποινή μέχρι εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000) ή και τις δύο αυτές ποινές.
5. Ως εκ τούτου, διαπιστώθηκε ότι ο αιτητής καταζητείται σε διεθνές επίπεδο από την INTERPOL για σοβαρά ποινικά αδικήματα που επισύρουν ποινή φυλάκισης πέντε (5) ετών και άνω και τα οποία συνιστούν ποινικό αδίκημα και στη Δημοκρατία, που επισύρει ποινή φυλάκισης. Ακόμη, έχοντας υπόψιν ότι ο αιτητής απέκτησε την κυπριακή υπηκοότητα δυνάμει της Απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 15.4.2015, διαπιστώθηκε ότι η επιστολή της Αστυνομίας Κύπρου ημερομηνίας 10.6.2020, με την οποία είχε ενημερώσει ότι ο αιτητής καταζητείται μέσω της INTERPOL λήφθηκε σε διάστημα δέκα (10) ετών από την πολιτογράφησή του ως προβλέπει η νομοθεσία.
6. Δεδομένων των ανωτέρω ο Υπουργός Εσωτερικών υπέβαλε στο Υπουργικό Συμβούλιο Πρότασή ημερομηνίας 30.5.2023 με την οποία εισηγήθηκε στέρηση της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας από τον αιτητή Lx Jxxxxxx (Τxxxxxxxx Λx - Jxxxxxx Lxx) σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 113(3)(ε) του Νόμου. Η ανωτέρω Πρόταση προς το Υπουργικό Συμβούλιου ημερομηνίας 30.5.2023 τέθηκε ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 8.6.2023, το οποίο με την Απόφαση με αρ. ΕΜ94.859 αποφάσισε να εγκρίνει την έκδοση Διατάγματος με το οποίο να στερήσει την ιδιότητα του πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας από τον αιτητή και να εξουσιοδοτήσει τη Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου να τον ενημερώσει γραπτώς για το λόγο βάσει του οποίου πρόκειται να εκδοθεί Διάταγμα, καθώς και για το δικαίωμα του να απευθυνθεί στην Ανεξάρτητη Επιτροπή Εξέτασης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 113(5) του Νόμου.
7. Η Γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου με επιστολή ημερομηνίας 26.6.2023 προς τους δηλωμένους ως νομικούς εκπροσώπους του επηρεαζόμενου, ενημέρωσε για την προαναφερθείσα απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Ειδικότερα, αναφέρεται ότι η Γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου απέστειλε την υπό αναφορά επιστολή, ως η πρακτική που ακολουθείται, στον πάροχο υπηρεσιών που υπέβαλε την αίτηση του ζεύγους, το οποίο στη προκειμένη περίπτωση κρίθηκε ότι είναι το δικηγορικό γραφείο Α. Καριτζής & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.. Διαπιστώνεται δε ότι, η αίτηση του ζεύγους υποβλήθηκε στα πλαίσια Συλλογικού Σχεδίου Επενδύσεων, ως αυτό καθοριζόταν από την Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 76.668 και ημερομηνίας 19.3.2014, στο οποίο συμμετείχαν επενδυτές, που εκπροσωπούνταν από διάφορα δικηγορικά γραφεία και το οποίο (Συλλογικό Σχέδιο Επενδύσεων) διαμορφώθηκε από το δικηγορικό γραφείο Χριστόδουλος Γ. Βασιλειάδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε.. Ως φαίνεται από την επιστολές του δικηγορικού γραφείου A. Καριτζής & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. ημερομηνίας 9.10.2014 και 9.2.2015, κρίθηκε ότι ο αιτητής και σύζυγος του εκπροσωπούνταν από αυτό.
8. Σχολιάζοντας οι Καθ’ων η αίτηση τους ισχυρισμούς που παρατίθενται εκ μέρους του αιτητή στις παραγράφους 27 μέχρι και 36 της ενόρκου δηλώσεως που συνοδεύει την υπό κρίση Αίτηση και αφορά τις ενέργειες της διοίκησης προς ενημέρωση του επηρεαζόμενου επισημαίνουν ότι εν γένει η ενημερωτική επιστολή του Γραμματέα Υ.Σ. αποστέλλεται στον πάροχο υπηρεσιών που εκπροσώπησε το επηρεαζόμενο πρόσωπο κατά την υποβολή αίτησης για κατ' εξαίρεση πολιτογράφηση, εκτός εάν στο μεσοδιάστημα ενημερώθηκε το Υπουργείο Εσωτερικών ότι το επηρεαζόμενο πρόσωπο εκπροσωπείται από άλλο πάροχο υπηρεσιών, κάτι που εν προκειμένω δεν συνέβη.
9. Ακόμη, αναφέρεται από τους Καθ’ων η αίτηση ότι, στις 22.7.2015 υπέβαλε αίτηση για κατ' εξαίρεση πολιτογράφηση στη βάση του άρθρου 111Α(2) του Νόμου ο ενήλικος υιός του αιτητή, Lx Zxxxxxx, ως ενήλικο τέκνο πολιτογραφημένης επενδύτριας, μέσω του δικηγορικού γραφείου Ηρακλής Ν. Κυριακίδης Δ.Ε.Π.Ε., Όμως, ούτε τότε, αλλά ούτε και σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο στάδιο προσκομίστηκε οποιουδήποτε τύπου ενημέρωση ή εξουσιοδότηση με την οποία να πληροφορούνταν το Υπουργείο Εσωτερικών ότι o αιτητής εκπροσωπείτο από οποιονδήποτε άλλο πάροχο υπηρεσιών πέραν του δικηγορικού γραφείου Α. Καριτζής & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. Επισημαίνεται ότι, το δικηγορικό γραφείο Α. Καριτζής & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., με τη λήψη της επιστολής της Γραμματέως του Υπουργικού Συμβουλίου (σ.σ. η οποία επιστολή δεν επιστράφηκε στη Γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου ως μη παραδοθείσα), δεν ενημέρωσε τη Γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου ή το Υπουργείο Εσωτερικών ότι δεν εκπροσωπούσε πλέον τον αιτητή. Ως τα σχετικά γεγονότα τα οποία παρουσιάζονται από τους Καθ’ων η αίτηση, το εν λόγω δικηγορικό γραφείο ενημέρωσε το Υπουργείο Εσωτερικών ότι δεν είχε οποιαδήποτε επαφή με το ζεύγος με ηλεκτρονικό μήνυμα στις 5.9.2024, δηλαδή μετά την έκδοση του προσβαλλόμενου Διατάγματος.
10. Στις 29.4.2024 στάλθηκε από το Υπουργείο Εσωτερικών ηλεκτρονικό μήνυμα προς την τότε πρόεδρο της Ανεξάρτητης Επιτροπής Εξέτασης Αποστέρησης Υπηκοότητας με το οποίο ζητήθηκε να ενημερώσει το Υπουργείο Εσωτερικών κατά πόσον o αιτητή είχε υποβάλει οποιαδήποτε σχετική ένσταση. Η πρόεδρος της Ανεξάρτητης Επιτροπής απάντησε με ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 30.4.2024 με το οποίο ενημέρωσε το Υπουργείο Εσωτερικών ότι δεν είχε παραλάβει ένσταση από τον αιτητή ή εκ μέρους του.
11. Λαμβάνοντας υπόψιν τα ανωτέρω ο Υπουργός Εσωτερικών υπέβαλε στο Υπουργικό Συμβούλιο Πρόταση ημερομηνίας 16.5.2024 με την οποία ενημέρωσε το Υπουργικό Συμβούλιο ότι o αιτητής, παρόλο που είχε ενημερωθεί δεόντως από τη Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου για την Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. ΕΜ94.859 και ημερομηνίας 8.6.2023 σχετικά με την πρόθεση του Υπουργικού Συμβουλίου να εκδώσει Διάταγμα Στέρησης της Ιδιότητας του Πολίτη της Δημοκρατίας εναντίον του, καθώς και για το δικαίωμα του να απευθυνθεί στην Ανεξάρτητη Επιτροπή εντούτοις δεν είχε υποβάλει τέτοια ένσταση και εισηγήθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο, (α) να επιβεβαιώσει την απόφαση με αρ. ΕΜ94.859 και ημερομηνίας 8.6.2023 για αποστέρηση της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας από τον αιτητή στη βάση του εδαφίου (3)(ε) του άρθρου 113 του Νόμου, επειδή ικανοποιήθηκε ότι ο αναφερόμενος καταζητείται σε διεθνές επίπεδο από την INTERPOL για σοβαρά ποινικά αδικήματα, τα οποία επισύρουν ποινή φυλάκισης πέντε (5) ετών και άνω, και τα οποία συνιστούν αδίκημα και στην Κυπριακή Δημοκρατία, το οποίο επισύρει ποινή φυλάκισης, και (β) να προχωρήσει με την έκδοση Διατάγματος Στέρησης της Ιδιότητας του Πολίτη της Δημοκρατίας από τον αιτητή.
12. Το Υπουργικό Συμβούλιο με την Απόφαση του με αρ. ΑΠ96.386 και ημερομηνίας 22.5.2014 αποφάσισε να επιβεβαιώσει την Απόφαση με ΕΜ94.859 ημερομηνίας 8.6.2023 για στέρηση της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας από τον αιτητή στη βάση του εδαφίου (3)(ε) του άρθρου 113 του Νόμου, επειδή ικανοποιήθηκε ότι αυτός, εντός των 10 ετών από την πολιτογράφηση του καταζητείται σε διεθνές επίπεδο από την INTERPOL για σοβαρά ποινικά αδικήματα που επισύρουν ποινή φυλάκισης άνω των πέντε (5) ετών και τα οποία συνιστούν αδίκημα και στην Κυπριακή Δημοκρατία, το οποίο επισύρει ποινή φυλάκισης. Επίσης, εξουσιοδότησε τον Υπουργό Εσωτερικών να προβεί στην έκδοση του σχετικού Διατάγματος. Ο Υπουργός Εσωτερικών προχώρησε με την έκδοση του επίδικού Διατάγματος Στέρησης Υπηκοότητας στις 22.8.2024.
13. Το Διάταγμα ημερ. 22.8.2024 στάλθηκε με συστημένο ταχυδρομείο στις 28.8.2024 και αντίγραφο με ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 2.9.2024 στους καταγραμμένους ως εκπροσώπους του επηρεαζόμενου προσώπου ήτοι το δικηγορικό γραφείο Α. Καριτζής & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. ούτως ώστε να παραδοθεί στο επηρεαζόμενο πρόσωπο και οι δικηγόροι να ενημερώσουν το επηρεαζόμενο πρόσωπο σχετικά με το περιεχόμενο του. Στις 5.9.2024 το εν λόγω δικηγορικό γραφείο απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα στο οποίο ανέφερε ότι από ερεύνα στα αρχεία τους προέκυψε ότι είχαν εκπροσωπήσει την σύζυγο του αιτητή στο πλαίσιο και για τους σκοπούς της αίτησης της, αλλά έκτοτε δεν είχαν οποιαδήποτε επικοινωνία μαζί της. Το εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα απαντήθηκε από το Υπουργείο Εσωτερικών με ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 13.9.2024, στο οποίο αναφέρθηκε ότι, σύμφωνα με τα αρχεία του Υπουργείου Εσωτερικών, εκτός από την σύζυγο του αιτητή, είχαν επίσης εκπροσωπήσει και τον ίδιο στην αίτηση του για κατ' εξαίρεση πολιτογράφηση, η οποία είχε υποβληθεί ταυτοχρόνως με την επενδύτρια και ότι και οι δύο αιτήσεις είχαν υποβληθεί από το δικηγορικό τους γραφείο. Ακόμη, προβάλλεται από τους Καθ’ ων η αίτηση ότι στο διοικητικό φάκελο του Υπουργείου Εσωτερικών δεν εντοπίζεται καμία άλλη επιστολή που να ενημερώνει ότι για παύση της εκπροσώπησης του ζεύγους από το εν λόγω γραφείο ή για την ανάληψη της εκπροσώπησης από άλλο πάροχο υπηρεσιών. Συνεπώς, ζητήθηκε από το δικηγορικό γραφείο να προωθήσει την επιστολή, καθώς και το Διάταγμα Στέρησης Υπηκοότητας στους πελάτες τους.
14. Στις 8.10.2024 η Γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου διαβίβασε στο δικηγόρο Ελευθέριο Οικονόμου - δικηγόρο του αιτητή στη παρούσα, με επιστολή που κοινοποιήθηκε στο Υπουργείο Εσωτερικών, αντίγραφο της Απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. ΑΠ96.386 και ημερομηνίας 22.5.2024, όπως και στις 9.10.2024 αντίγραφο της επιστολής της ημερομηνίας 26.6.2023 προς το δικηγορικό γραφείο Α. Καριτζής & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε..
15. Ακολούθως, στις 17.10.2024, το δικηγορικό γραφείο Κληρίδης & Τρύφωνος, μέσω του δικηγόρου Χριστόδουλου Κληρίδη διαβίβασε σχετική εξουσιοδότηση από τον πελάτη του και με επιστολή του προς το Υπουργείο Εσωτερικών ζήτησε να λάβει αντίγραφα της αίτησης και οποιωνδήποτε άλλων εγγράφων σχετίζονται με την αίτηση του αιτητή και το Διάταγμα Στέρησης Υπηκοότητας. Η Γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου, με επιστολή της ημερ. 21.10.2024, διαβίβασε αντίγραφα των σχετικών επιστολών στον δικηγόρο Χρ. Κληρίδη.
16. Στις 8.11.2024, οι δικηγόροι του αιτητή στα πλαίσια της παρούσης προσφυγής, με ηλεκτρονικό μήνυμα, ζήτησαν επιθεώρηση του φακέλου του επηρεαζόμενου που τηρείται στο Υπουργείο Εσωτερικών και η επιθεώρηση έλαβε χώρα στις 12.11.2024, χωρίς ωστόσο να τους επιτραπεί η πρόσβαση σε πληροφορίες που σχετίζονται ή παρέχονται από σώματα ασφαλείας.
Ολοκληρώνοντας την παράθεση των γεγονότων της υπόθεσης, σημειώνω ότι, στην ένορκο δήλωση ενός εκ των δικηγόρων του αιτητή η οποία συνοδεύει την υπό κρίση Αίτηση και ειδικότερα στις παραγράφους 27 μέχρι και 35 αυτής, παρουσιάζονται διαφοροποιημένα τα γεγονότα τα οποία συνθέτουν την παρούσα υπόθεση, κύρια ως προς τις συνθήκες ενημέρωσης του αιτητή και/ή των δικηγόρων του για την επαπειλούμενη στέρηση της ιδιότητας του πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Εξετάζοντας το περιεχόμενο της ενδιάμεσης αίτησης, διαπιστώνω ότι αυτή εδράζεται τόσο σε ισχυρισμό ύπαρξης έκδηλης παρανομίας στις ενέργειες των Καθ’ ων η αίτηση, όσο και σε ισχυρισμό ότι, η προσβαλλόμενη πράξη προκαλεί ανεπανόρθωτη ζημιά στον αιτητή.
Συγκεκριμένα, ο αιτητής υποστηρίζει ότι, οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι έκδηλα παράνομες, αφού ο ίδιος ουδέποτε ενημερώθηκε αναφορικά με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. ΕΜ94.859 ημερομηνίας 8.06.2023 για τη στέρηση της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας, όπως και το δικαίωμα του να απευθυνθεί με ένσταση στην Ανεξάρτητη Επιτροπή Εξέτασης Αποστέρησης Υπηκοότητας. Είναι η θέση του αιτητή, ως προς το πρόδηλο της παρανομίας της προσβαλλόμενης πράξης, ότι η αποστολή της ενημερωτικής επιστολής ημερομηνίας 26/06/2023 στο δικηγορικό γραφείο A. Karitzis & Associates LLC και όχι στον ίδιο τον αιτητή δεν συνιστά επαρκή ενημέρωση του αναφορικά με το δικαίωμα ακρόασης του ενώπιον της Επιτροπής, είχε ως αποτέλεσμα ο αιτητής να στερηθεί του δικαιώματος ακρόασης του, κατά παράβαση ουσιώδους τύπου ως προβλέπεται ρητά από τις πρόνοιες του άρθρου 113(5) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου και συνιστά έκδηλη παρανομία η οποία μπορεί να οδηγήσει σε επιτυχία την παρούσα.
Ακόμα, προβάλλεται από τους δικηγόρους του αιτητή ότι, η αποστέρηση της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατία, καθώς και της ιδιότητας του πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιφέρει την αποστέρηση σημαντικών κεκτημένων δικαιωμάτων του συγκεκριμένου φυσικού προσώπου που δεν δύναται να αποτιμηθούν σε χρήματα και ενδέχεται να προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον πελάτη τους. Αυτό από μόνο του, υποστηρίζουν με αναφορές στην αγόρευση τους σε ψηφίσματα οργάνων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Γενικής Συνέλευσης του Ο.Η.Ε. και Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Ο.Η.Ε.), συνιστά ανεπανόρθωτη ζημιά με αποτέλεσμα να είναι αναγκαία η αναστολή των αποτελεσμάτων της απόφασης στέρησης της υπηκοότητας του αιτητή και η διατήρηση της υπηκοότητας του μέχρι την τελική απόφαση του Δικαστηρίου.
Συγχρόνως, υποστηρίζουν, αποτελεί θεμελιώδη αρχή του διεθνούς δικαίου και του δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ότι, η δικαστική προσβολή μίας απόφασης αποστέρησης υπηκοότητας, πρέπει να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα μέχρι την αποπεράτωση της εν λόγω δικαστικής διαδικασίας. Η θέση του Αιτητή είναι ότι, τόσο το συμφέρον της δικαιοσύνης όσο και το δημόσιο συμφέρον επιτάσσουν όπως εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα και εγκριθεί η αιτούμενη αναστολή ισχύος των προσβαλλόμενων πράξεων.
Αντίθετα, η θέση των Καθ’ ων η Αίτηση είναι ότι απόφαση αποστέρησης της κυπριακής υπηκοότητας του αιτητή είναι ορθή και νόμιμη, και ότι σε κάθε περίπτωση δεν επιτρέπεται η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος αναστολής. Ειδικότερα, ως καταγράφεται στην Ένσταση, τόσο λόγοι δημοσίου συμφέροντος όσο και η πάγια νομολογία των Δικαστηρίων μας, δεν επιτρέπουν την έκδοση δικαστικού διατάγματος αναστολής της προσβαλλόμενης πράξης, αφού αυτά τα οποία επικαλείται η πλευρά του αιτητή «άπτονται της ουσίας της υπόθεσης».
Ειδικότερα, εγείρονται λόγοι ένστασης ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή περί ύπαρξης έκδηλης παρανομίας των επίδικων διαταγμάτων ουδόλως υποστηρίζονται από τα γεγονότα της υπόθεσης. Όπως χαρακτηριστικά καταγράφεται στην ένορκη δήλωση της Λειτουργού του Υπουργείου Εσωτερικών η οποία συνοδεύει την Ένσταση «Σε ό,τι αφορά τους ισχυρισμούς των παραγράφων 27 μέχρι και 36 της Ε/Δ Οικονόμου, ως με συμβουλεύει ο Δικηγόρος της Δημοκρατίας που χειρίζεται την παρούσα υπόθεση, οι εν λόγω ισχυρισμοί παραμένουν μετέωροι και αναπόδεικτοι. Περαιτέρω, αυτά είναι θέματα που άπτονται της ουσίας της υπόθεσης και θα εξεταστούν στο στάδιο της προσφυγής και όχι σε αυτό το ενδιάμεσο στάδιο. Είναι πάγια δε νομολογημένο ότι η έκδηλη παρανομία, θα πρέπει να προκύπτει από υλικό αντικειμενικό και αναντίλεκτο, που δεν υπόκειται σε υποκειμενική κρίση, ήτοι αναφύεται στις περιπτώσεις που η συντελεσθείσα παρανομία είναι τόσο εξόφθαλμη και προκύπτει αδιαμφισβήτητα χωρίς να χρειάζεται ερμηνεία ή στάθμιση αντικρουόμενων ισχυρισμών.».
Αναφορικά δε με τη θέση του ευπαίδευτου δικηγόρου του αιτητή ότι, η συνεχιζόμενη κράτηση προκαλεί ανεπανόρθωτη ζημιά στον πελάτη του, απαντά ότι, μέσω της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την Αίτηση αυτή δεν αποδεικνύεται. Όπως καταγράφεται στην Ένσταση των Καθ’ ων η Αίτηση, έχει νομολογηθεί ότι μπορεί να χορηγηθεί προσωρινό διάταγμα όταν υπάρχει σαφής απόδειξη ανεπανόρθωτης ζημίας η οποία πρέπει να εξειδικεύεται στα δικόγραφα με σαφή τρόπο, ενώ το βάρος τόσο της επίκλησης όσο και της απόδειξης ανεπανόρθωτης ζημίας είναι ευθύνη του αιτητή. Όπως υποδεικνύουν οι Καθ’ ων η αίτηση, o διάδικος που επικαλείται ότι θα επέλθει ανεπανόρθωτη ζημία, θα πρέπει να αποδείξει με την αναγκαία μαρτυρία, με την οποία να εισηγείται και να αποδεικνύει ότι η ζημία που θα υποστεί δεν μπορεί να τύχει αποκατάστασης με τις θεραπείες που θα χορηγηθούν με την επιτυχία της προσφυγής του ή ακόμη με άλλο τρόπο. Στην βάση της επιχειρηματολογίας του αιτητή, τονιζουν, δεν αποδεικνύεται, ούτε καν πιθανολογείται η επέλευση ανεπανόρθωτης ζημίας.
Συνοψίζοντας τη θέση των Καθ’ ων η Αίτηση, αυτοί υποστηρίζουν ότι η αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος πρέπει να απορριφθεί επειδή o αιτητής απέτυχε να αποδείξει ότι υφίσταται οποιοσδήποτε λόγος προς έκδοση ως απαιτείται από τη νομολογία, είτε ότι υφίσταται έκδηλη παρανομία είτε ότι προκύπτει ανεπανόρθωτη ζημιά. Ότι δηλαδή, η Ένορκη Δήλωση, που καταχωρήθηκε προς υποστήριξη της αίτησής της για έκδοση προσωρινού διατάγματος, δεν περιέχει στοιχεία ικανά να θεμελιώσουν κανένα νομικό ισχυρισμό, αφού οι ισχυρισμοί που περιέχονται στην ένορκη δήλωση, κατά τη Νομική Υπηρεσία απορρίπτονται ως απαράδεκτοι, είναι αόριστοι και ασαφείς, και άπτονται της ουσίας της προσφυγής, η εξέταση της οποίας δεν είναι επιτρεπτή στο προκαταρκτικό αυτό στάδιο, αφού υπάρχουν γεγονότα και νομικά ζητήματα που χρήζουν ενδελεχούς εξέτασης.
Τέλος καταγράφεται η θέση των Καθ’ ων η Αίτηση ότι, το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία και/ή αρμοδιότητα να προχωρήσει στην εξέταση και/ή έκδοση των αιτούμενων υπό στοιχείων (Α) και (Β) αιτητικών της επίδικης αίτησης. Τυχόν έγκριση, όπως ισχυρίζονται, των αιτούμενων υπό στοιχείων (Α) και (Β) αιτητικών της επίδικης αίτησης «θα συνιστά στην ουσία έκδοσης θετικής διοικητικής πράξης από το Σεβαστό Δικαστήριο, σε αντίθεση με την καθιερωμένη αρχή της διάκρισης των εξουσιών και/ή το Δικαστήριο δεν είναι δυνατόν να υποκαταστήσει τη διοίκηση, και δη για ζήτημα, το οποίο δυνάμει του Νόμου, παρέχεται ευρεία διακριτική ευχέρεια στη διοίκηση να αποφασίσει».
Αρχίζοντας από το συγκεκριμένο ζήτημα, το οποίο άπτεται της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου να αποφασίσει επί της αιτήσεως, θα διαφωνήσω με την πιο πάνω θέση των Καθ’ ων η Αίτηση ότι στην ουσία, μέσω της αίτησης αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης, επιδιώκεται η έκδοση θετικής διοικητικής πράξης. Είναι πιστεύω σαφές ότι, αυτό που ζητείται από τη πλευρά του αιτητή είναι η αναστολή εκτέλεσης της συγκεκριμένης δυσμενούς πράξης των Καθ' ων η αίτηση και όχι η υποκατάσταση της διοίκησης, δηλαδή η έκδοση οποιασδήποτε θετικής διοικητικής πράξης, ούτε άλλωστε οι προσβαλλόμενες είναι αρνητικές πράξεις, ώστε η παρεμβολή μιας ενδεχόμενης έγκρισης της παρούσας να μπορούσε να εκληφθεί από το Αναθεωρητικό Δικαστήριο ότι θα οδηγούσε σε έκδοση θετικής πράξης (Γεωργίου ν. Δημοκρατίας κ.ά (1991) 4 ΑΑΔ 3056).
Προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω την ουσία της υπό εκδίκαση αιτήσεως, ως προς την πλήρωση της προϋπόθεσης που έχει αναδειχθεί κατά κόρον, ήτοι την ύπαρξης έκδηλης παρανομίας, ότι δηλαδή ο αιτητής δεν έτυχε οιασδήποτε προηγούμενης ενημέρωσης και ότι στερήθηκε το δικαίωμα του να απευθυνθεί με ένσταση στην Ανεξάρτητη Επιτροπή Εξέτασης Αποστέρησης Υπηκοότητας.
Σχολιάζοντας τους λόγους τους οποίους προβάλει ο αιτητής για επιτυχία της αίτησης του ως προς την ύπαρξη έκδηλης παρανομίας, σε αντιδιαστολή με τις θέσεις της Νομικής Υπηρεσίας, διαπιστώνω ότι τα επιχειρήματα τα οποία προβάλλονται απαιτούν διερεύνηση των δεδομένων και ουσιαστική εξέταση των διοικητικών φακέλων της υπόθεσης ούτως ώστε να διευκρινιστούν τα πραγματικά γεγονότα τα οποία τυγχάνουν επίκλησης εκατέρωθεν, αφού δεν εντοπίζω οφθαλμοφανή παρανομία, αυταπόδεικτη και άμεσα αναγνωρίσιμη, η οποία να κρίνεται ως «έκδηλη». Όπως απαιτείται από τη πλούσια σχετική νομολογία, η διαπίστωση έκδηλης παρανομίας η οποία δικαιολογεί την έκδοση αντίστοιχου προσωρινού διατάγματος, έχει την έννοια ότι η παρανομία είναι αυταπόδεικτη και οφθαλμοφανής και καταδεικνύεται χωρίς να απαιτείται να διερευνηθούν οποιαδήποτε αντιφατικά γεγονότα και ισχυρισμοί. Αν δεν αναδύεται αυτόματα, πρέπει να προκύπτει ως αντικειμενικά αναντίλεκτη και μη υποκείμενη σε στάθμιση και έκφραση κρίσης. Σε διαδικασία έκδοσης προσωρινού διατάγματος θα πρέπει να αποφεύγεται η απόφανση επί των εγειρόμενων θεμάτων με εκδήλωση της τελικής κρίσης του Δικαστηρίου, έτσι ώστε να μην καθίσταται μάταιη η εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης.
Οι αρχές της νομολογίας αναφορικά με την διαπίστωση έκδηλης παρανομίας είναι πολύ καλά γνωστές. Ήδη πρόσφατα, μέσω της Απόφασης του Εφετείου ημερομηνίας 18 Ιουλίου 2024, στις Εφέσεις κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 13/2024 & 14/2024 i-Justice, ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ν. ΚΥΠΡΟΥ ΝEWCYTECH BUSINESS SOLUTIONS LTD κ.α., τονίστηκαν τα ακόλουθα :
«Είναι, καταρχάς, ορθόν ότι διάγνωση έκδηλης παρανομίας συνεπάγεται, κατά τη νομολογία, την κρίση επί της κυρίως προσφυγής επί της ουσίας της. Ως αναφέρθηκε, χαρακτηριστικά, στην Λοϊζίδης v. Υπουργού Εξωτερικών, (1995) 3 Α.Α.Δ. 233:
«Επί έκδηλης παρανομίας προσωρινό διάταγμα εκδίδεται όποιες και αν είναι οι επιπτώσεις και μάλιστα κατά κανόνα η ιδία η προσφυγή διεκπεραιώνεται επί της ουσίας: (βλ. Sofocleous ν. Republic (1971) 3 C.L.R. 345 και Frangos and Others v. Republic (ανωτέρω).» .
Η έκδηλη παρανομία αντιδιαστέλλεται από την (απλή) παρανομία (βλ. Κροκίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, (1990) 3 Α.Α.Δ. 1857) και είναι αυταπόδεικτη και άμεσα αναγνωρίσιμη χωρίς χρεία διερεύνησης γεγονότων ή αντιφατικών δεδομένων (βλ. Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 3/2020 Δημοκρατία ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, απόφαση ημερ. 28.1.2022). Το δε πρόδηλα βάσιμο ενός προβαλλόμενου λόγου ακύρωσης σημαίνει κάτι περισσότερο από τη σοβαρή πιθανολόγηση της βασιμότητας (βλ. Β.Α. Γκέρτσος και Π.Η. Τσόγκας, Η προσωρινή Δικαστική Προστασία στη Διοικητική Δίκη (2013) σελ. 234).
Για να τίθεται, με άλλα λόγια, θέμα έκδηλης παρανομίας, θα πρέπει η παραβίαση να είναι οφθαλμοφανής, χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων, η δε παρανομία θα πρέπει να αναδύεται αυτόματα ή, αν δε συμβαίνει τούτο, να προκύπτει στη βάση του υπάρχοντος διαθέσιμου υλικού, ως αντικειμενικά αναντίλεκτη, χωρίς να είναι αναγκαία η διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων (βλ. Νικολάου ν. Ε.Δ.Υ. (1992), 4 Α.Α.Δ. 3959, Κροκίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), Economides v. Republic, (1982) CLR 837 και Frangos & Others v. Republic (1982), 3 CLR 53). Στην Τούμπας κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.ά., (2013) 3 Α.Α.Δ. 387 επεξηγήθηκε:
«Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, παρανομία για να θεωρηθεί έκδηλη θα πρέπει να είναι αυταπόδεικτη και άμεσα αναγνωρίσιμη, με άλλα λόγια, χειροπιαστή παρανομία που να αναγνωρίζεται από την εκ πρώτης όψεως εξέταση της υπόθεσης. [Βλ. Μοyο (πιο πάνω), Frangos a.ο. v. The Minister of Interior a.o. (1982) 3 C.L.R. 53, Economides v. Republic (1982) 3 C.L.R. 837, Κροκίδου ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω)]. Με τον όρο υποδηλώνεται η περίπτωση που η παραβίαση είναι οφθαλμοφανής, χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων.» .
Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, η δικαιοδοσία έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση μιας προσφυγής ασκείται με φειδώ και μόνον όταν στοιχειοθετηθεί ότι υπάρχει είτε έκδηλη παρανομία στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης είτε πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς στον αιτητή, από τη μη έκδοση του διατάγματος (βλ. MOHAMMED NAZRUZ ISLAM v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 5917/2013, ημερ. 31.10.2013 και Singh v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 875/2012, ημερ. 12.7.2012). Στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου v. Marfin Popular Bank Public Co Ltd, (2007) 3 Α.Α.Δ 32, λέχθηκαν συναφώς τα εξής:
«Η εξαιρετική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την έκδοση προσωρινού διατάγματος, όπως είναι πάγια νομολογημένο, αναλαμβάνεται μόνο εφόσον διαπιστώνεται πως η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση είναι έκδηλα παράνομη ή εφόσον, στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, δικαιολογείται να εκδοθεί ενόψει επαπειλούμενης, εξαιτίας της, ανεπανόρθωτης βλάβης».
Προηγουμένως, στην Moyo & Another v. Republic (1988) 3 Α.Α.Δ. 1203, λέχθηκαν τα ακόλουθα (η έμφαση έχει προστεθεί):
«Σύμφωνα με τις καθιερωμένες αρχές η έκδοση προσωρινού διατάγματος στο πεδίο δικαιοδοσίας που πραγματευόμεθα αποτελεί εξαιρετικό μέτρο το οποίο δεν προβλέπεται άμεσα από το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Εξυπακούεται από τη φύση της δικαιοδοσίας που παρέχεται ως εξουσία συμφυής προς το αντικείμενο της διαδικασίας προς διασφάλιση κατά πρώτο λόγο της νομιμότητας, που αποτελεί το κριτήριο που θέτει το ίδιο το Άρθρο 146 για τη θεώρηση του επίδικου θέματος της προσφυγής. Παρέχεται εξουσία αναστολής εφόσον η πράξη ή απόφαση καταφαίνεται ως έκδηλα παράνομη. Κατά δεύτερο λόγο μπορεί να ανασταλεί η απόφαση προς διαφύλαξη της δραστικότητας της δικαιοδοσίας οποτεδήποτε καταφαίνεται ότι η εφαρμογή της απόφασης θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημία στον αιτητή δηλαδή ζημιά η οποία δεν μπορεί να θεραπευθεί σε περίπτωση που η πράξη κριθεί ακυρωτέα.
Η άσκηση δικαιοδοσίας για την παροχή προσωρινής θεραπείας στο πεδίο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας θεσμοποιείται από τον Καν. 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.».
Όπως έχω επισημάνει ανωτέρω, στη βάση του ενώπιον μου υπάρχοντος υλικού και όπως έχουν εκτεθεί ανωτέρω τα γεγονότα, ο ισχυρισμός περί «έκδηλης παρανομίας» όσον αφορά στην παρούσα περίπτωση, θα μπορούσε να προκύψει μόνο μετά από ενδελεχή διερεύνηση των εγγράφων, κάτι που εν προκειμένω είναι ανεπίτρεπτο από τη νομολογία μας, στο παρόν στάδιο (Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3056 και Πρόδρομος Α. Σέργη v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 98/14, ημερ. 5.3.2014). Αποτελεί διαχρονική γραμμή της ημεδαπής νομολογίας ότι τα νομικά ζητήματα, που συνιστούν την ουσία μιας υπόθεσης, πρέπει να επιλύονται κατά τη δίκη αυτής. Επίλυσή τους στο στάδιο της διαδικασίας για έκδοση προσωρινού διατάγματος αποτελεί σοβαρή και ανεπίτρεπτη επέμβαση στην πορεία της δίκης και στα επίδικα θέματα, που θα εξεταστούν από τον δικάζοντα Δικαστή (Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 837, Michael John Καλακουτής v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1141/2010, ημερ. 20.4.2011 και Betfair lnternational Plc ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 494/2013, ημερομηνίας 24.4.2013).
Εξετάζοντας στη συνέχεια και τον έτερο λόγο ο οποίος θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιτυχία την παρούσα αίτηση, διαπιστώνω ότι, το περιεχόμενο της Ένορκης Δήλωσης η οποία υποστηρίζει την επίδικη αίτηση αποτυγχάνει να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του αιτητή ότι ο ίδιος θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημία αν η εκτέλεση της απόφασης, ήτοι η ανάκληση της κυπριακής του υπηκοότητας, δεν ανασταλεί. Συμφωνώντας με τη θέση των Καθ’ ων η αίτηση, σημειώνω ότι, η ζημία θα πρέπει να αναφέρεται ειδικά και με σαφήνεια και οι κίνδυνοι πρόκλησης ζημίας πρέπει να στοιχειοθετούνται με κατάλληλη μαρτυρία, ενώ το βάρος απόδειξης κείται επί των ώμων του αιτητή (Colocassides & Associates and others ν. The Republic(1985) 3 C.L.R. 1780 και Mοyο and another ν. The Republic (1988) 3 C.L.R. 1203, 1209). Συγκεκριμένα, σε τέτοιες περιπτώσεις, η πρόκληση ανεπανόρθωτης βλάβης δεν πρέπει να παραμείνει σε επίπεδο ισχυρισμών, αλλά θα πρέπει να αποδεικνύεται με στοιχεία, ότι αν δεν ανασταλεί η εκτέλεση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης ο αιτητής θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημία (MOHAMMED NAZRUZ ISLAM ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 5917/2013, ημερ. 31.10.2013 και Singh ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 875/2012, ημερ12.7.2012). Συνεπώς, με δεδομένο το περιεχόμενο της Ένορκης Δήλωσης το οποίο ουδόλως υποδεικνύει με ποιο τρόπο ο αιτητής θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά, κρίνω ότι ούτε στη βάσει αυτής της επιχειρηματολογίας είναι δυνατό να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα αναστολής της προσβαλλόμενης πράξης.
Ολοκληρώνοντας, καταλήγω ότι, δεν έχει στοιχειοθετηθεί οιοσδήποτε λόγος επιτυχίας της υπό εξέταση ενδιάμεσης αίτησης με αποτέλεσμα αυτή να αποτυγχάνει και να απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των Καθ’ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή, τα οποία θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο στο τέλος της διαδικασίας.
Η υπόθεση ορίζεται στις 14.11.2025 ώρα 9:00 π.μ. με οδηγίες για καταχώρηση της Ένστασης των Καθ’ ων η αίτηση εντός 6 εβδομάδων από σήμερα και ακολούθως εντός άλλων 6 εβδομάδων καταχώρηση της γραπτής αγόρευσης εκ μέρους του Αιτητή.
Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο