D. D. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Υπόθεση Αρ. 525/2025, 10/7/2025
print
Τίτλος:
D. D. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Υπόθεση Αρ. 525/2025, 10/7/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                         

                                                                                 Υπόθεση Αρ. 525/2025

 

                                                  10 Ιουλίου, 2025

 

                                             [ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]

 

               ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

D. D.

                                                                                                                      Αιτητής,

                       

                             v.

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης

                                                                           Καθ' ων η Αίτηση

   

 __________________

Παναγιώτης Γιαννακάς, δικηγόρος του Αιτητή.

 

Παντελής Κωνσταντίνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για τους Καθ' ων η Αίτηση.

  ___________________

                                                

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.: Με την παρούσα Προσφυγή, ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 29/04/2025 με την οποία κηρύχθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης και εναντίον του εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης ίδιας ημερομηνίας. Τα γεγονότα της υπόθεσης, ως προκύπτουν από τα σχετικά έγγραφα του διοικητικού φακέλου και καταγράφεται στην ένσταση των Καθ' ων η αίτηση, έχουν ως ακολούθως.

 

Ο Αιτητής είναι υπήκοος Αλβανίας με ημερομηνία γέννησης 12/11/1971, ο οποίος στις 5/12/2017 υπέβαλε αίτηση Διεθνούς Προστασίας, η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 21/01/2020. Στις 12/02/2020 ο αιτητής υπέβαλε στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας την προσφυγή με αρ. 178/2020, η οποία απορρίφθηκε στις 24/11/2021.

 

Έκτοτε ο αιτητής παρέμενε παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας, μέχρι που στις 29/4/2025 συνελήφθη στη Λάρνακα. Τότε διαπιστώθηκε ότι αυτός δεν διαμένει στη δηλωθείσα διεύθυνση του, ενώ αρνήθηκε να αναφέρει τον τόπο διαμονής του το δεδομένο χρόνο. Περεταίρω, αρνήθηκε να συνεργαστεί για τον επαναπατρισμό του, ακόμα και αν του παραχωρηθεί χρηματικό κίνητρο, με αποτέλεσμα να κριθεί από τους Καθ' ων η αίτηση ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής. Την ίδια ημέρα εκδόθηκαν κατά του αιτητή διάταγμα κράτησης και διάταγμα απέλασης, δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης νόμου.

 

Όπως αναφέρει ο δικηγόρος του, αλλά δεν επιβεβαιώνεται από την Νομική Υπηρεσία, ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση για παροχή σ’ αυτόν διεθνούς προστασίας. Ως πάντα ο ισχυρισμός του αιτητή, το μεταγενέστερο αίτημα καταχωρίστηκε στην Υπηρεσία Ασύλου μετά την καταχώριση της παρούσας προσφυγής και ήδη έτυχε απόρριψης, ενώ ακολούθησε νέα προσφυγή η οποία εξετάζεται από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας ως «ταχείας εκδίκασης» και επί τούτης στις 30/06/2025 επιφυλάχθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου.

 

Ο Αιτητής, μέσω του δικηγόρου του, καταχώρησε στις 14/05/2024 την παρούσα προσφυγή, η οποία προσβάλει τη νομιμότητα των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ημερομηνίας 29/04/2025, τα οποία εκκρεμούν εναντίον του, ενώ η εκτέλεση της απέλασης έχει ανασταλεί μέχρι την εκδίκαση της παρούσας.

 

Μέσα από την εκτενέστατη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή, προωθούνται οι ακόλουθοι λόγοι ακύρωσης.

 

Καταρχήν, ο αιτητής ισχυρίζεται παράβαση της αρχής της νομιμότητας και πλάνη περί το νόμο. Είναι η θέση του ότι, έχουν παραβιαστεί και οι διατάξεις του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου και της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ ως προς τη διαδικασία που ακολουθήθηκε για την έκδοση των προσβαλλόμενων διατάξεων και την παύση της, ισχυριζόμενης κατά τον ίδιο, παράνομης παραμονής της. Προβάλει ότι, το βάρος απόδειξης ότι υπήρχε κίνδυνος διαφυγής είναι στους ώμους των Καθ’ ων η Αίτηση και είναι η θέση του ότι δεν το έχουν αποσείσει με την απλή αναφορά ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, χωρίς να εξηγήσουν γιατί υφίσταται τέτοιος κίνδυνος που να δικαιολογεί την εξαίρεση από τον κανόνα και συνεπώς, ισχυρίζεται, η κράτηση του αιτητή είναι παράνομη. 

 

Ως δεύτερο λόγο, ο αιτητής προβάλει σωρευτικά ισχυρισμούς περί, έλλειψης δέουσας έρευνας, πλάνης περί τα πράγματα, παραβίασης του δικαιώματος ακρόασης και ότι πρόκειται περί αναιτιολόγητης απόφασης  των Καθ’ ων η Αίτηση. Επικαλούμενος τα γεγονότα ισχυρίζεται ότι, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις εκδόθηκαν αυτοματοποιημένα και μηχανικά μόνο και μόνο λόγω ότι έχει εκδοθεί απόφαση από Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας και καμία άλλη έρευνα δεν διενεργήθηκε εκ μέρους των Καθ’ ων η Αίτηση σε σχέση με τις περιστάσεις της υπόθεσης, η οποία θα έπρεπε να διενεργηθεί βάσει των αρχών της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ.

 

Περαιτέρω, ισχυρίζεται παραβίαση των αρχών που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης και των γενικών αρχών του ενωσιακού και του διοικητικού δικαίου. Ειδικότερα, ο αιτητής ισχυρίζεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και έλλειψη των στοιχείων αναγκαιότητας και αναλογικότητας της κράτησής του, καθώς και τη μη εξέταση εναλλακτικών μέτρων.

 

Τέλος, ισχυρίζεται ότι απέλαση του συνιστά έμμεση επαναπροώθηση (non-refoulement) και υφίσταται σοβαρός κίνδυνος να υποστεί  σοβαρότατες ζημίες για τη ζωή και τα δικαιώματά του υπό τα άρθρα 2 και 3 της ΕΣΔΑ, συνέπειες που αναφέρει στη βάση της ανεξάρτητης, από το προσφυγικό δίκαιο αρχής της μη επαναπροώθησης. 

 

Αντίθετες είναι η θέσεις των Καθ’ ων η αίτηση. Ο δικηγόρος της Νομικής Υπηρεσίας προς υποστήριξη της θέσης του ότι, η παρούσα προσφυγή πρέπει να απορριφθεί, αναφέρει ότι, η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση, έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, καθώς και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.

 

Ειδικότερα, ως προς τις επικλήσεις του αιτητή για ενέργειες στις οποίες προέβη, δηλώνει άγνοια και σε κάθε περίπτωση παρατηρεί ότι, αυτές ακολούθησαν τη σύλληψη του στις 29/4/2025 και την έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων και αφού ήδη ο αιτητής ήταν παράνομος μετανάστης στο έδαφος της Δημοκρατίας από τις 24/11/2021, οπότε η προσφυγή του απορρίφθηκε από το ΔΔΔΠ. Τα οποιαδήποτε διαβήματα, προβάλουν οι Καθ’ ων η αίτηση, από εκείνη την ημέρα και μετά για επανάνοιγμα του φακέλου του με σκοπό να εξεταστεί ξανά η αίτηση του, δεν αναστέλλουν την παράνομη παραμονή και κρίνονται εκ του περισσού για σκοπούς που αφορούν τον έλεγχο των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης τα οποία σύννομα έχουν εκδοθεί και δεν αναστέλλεται η εκτέλεση τους.

 

Ακόμα, σημειώνει, οποιοιδήποτε ισχυρισμοί που αφορούν αίτημα για διεθνή προστασία του αιτητή και απειλής κατά της ζωής του έχουν ήδη απασχολήσει το ΔΔΔΠ και απαράδεχτα προβάλλονται στην παρούσα διαδικασία, αφού αυτό που κρίνεται είναι η νομιμότητα των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης από το υπουργείο εσωτερικών, ενώ ο παρεμπίπτον έλεγχος της απόφασης του ΔΔΔΠ απαγορεύεται. Τονίζει δε ότι, κανένα έντυπο καταχώρησης επανανοίγματος προς απόδειξη των ισχυρισμών του αιτητη έχει προσκομιστεί.

 

Τέλος, είναι η θέση του κ.Κωνσταντίνου ότι, ο αιτητής είχε τη δυνατότητα να αποχωρήσει οικειοθελώς από την Δημοκρατία μετά την απόρριψη της αίτησης του για διεθνή προστασία και δεν το έπραξε. Η πρόθεση του να παραμείνει εντός της Δημοκρατίας με κάθε μέσο είναι, υποστηρίζει, ολοφάνερη, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να εφαρμοστούν μέτρα λιγότερο επαχθή της κράτησης ώστε να επιτευχθεί η απομάκρυνσή του, αφού δεν διαμένει ούτε στη διεύθυνση που έχει δηλώσει και για την οποία ήταν υποχρεωμένος να ενημερώσει τη διοίκηση σε περίπτωση αλλαγής διεύθυνσης κάτι που επίσης δεν έκανε ως όφειλε. Δεδομένου ότι δεν έχει αυτοτελές δικαίωμα παραμονής στη δημοκρατία, είναι απαγορευμένος μετανάστης, και το ιστορικό της υπόθεσης παρουσιάζει στοιχεία που κατατείνουν να δείξουν προσπάθεια χειραγώγησης της νομοθεσίας για παραμονή εντός της Δημοκρατίας, δεν υπήρχε δυνατότητα εναλλακτικών μέτρων πλην της κράτησης εξαιτίας των πραγματικών περιστατικών για προώθηση της απέλασης του.

 

Προτού εξετάσω τα όσα προβάλλονται από τον ευπαίδευτο δικηγόρο του Αιτητή, υπενθυμίζω ότι, τα μόνο πραγματικά γεγονότα τα οποία και στοιχειοθετούν την ενώπιον του Δικαστηρίου υπόθεση είναι αυτά τα οποία καταγράφονται στο διοικητικό φάκελο και οποιοιδήποτε ισχυρισμοί γεγονότων που εκτίθενται από το δικηγόρο του αιτητή και οι οποίοι δεν συνάδουν με το περιεχόμενο του σχετικού διοικητικού φακέλου δεν λαμβάνονται υπόψη, καθ' ότι, ως έχει πολλάκις νομολογηθεί, η αγόρευση σε υποθέσεις διοικητικού δικαίου δεν είναι μέσο για θεμελίωση πραγματικών δεδομένων και περαιτέρω, δεν είναι επιτρεπτή η προσαγωγή μαρτυρίας χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου.

 

Καταρχήν, σημειώνω την αιτιολογία της κράτησης και της απέλασης, όπως καταγράφεται στα προσβαλλόμενα διατάγματα, ότι δηλαδή ο Αιτητής κατέστη παράνομος μετανάστης «καθότι παρέμεινε στη Δημοκρατία παράνομα από τις 24/11/2021, όταν απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου από το Διεθνές Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.».

 

Ακολούθως της σύλληψης του, όπως καταγράφω στα γεγονότα της υπόθεσης ανωτέρω, ο αιτητής διατείνεται ότι, μετά την έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων καταχώρησε μεταγενέστερη αίτηση στην Υπηρεσία Ασύλου η οποία απερρίφθη και συνακόλουθα νέα προσφυγή κατά της απορριπτικής απόφασης στο Διεθνές Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, η οποία, όπως πάντα υποστηρίζει ο δικηγόρος του, εκκρεμεί ενώ έχει ήδη επιφυλαχθεί απόφαση.

 

Το ζήτημα των συνεπειών της μεταγενέστερης αίτησης στο νομικό καθεστώς του Αιτητή έχει απασχολήσει κατ΄επανάληψη το Διοικητικό Δικαστήριο (βλ. Α.Η. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 2239/202 2 (Κ) (i-Justice), ημερ. 25.01.2023, THI HONG ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 2090/2022 (Κ) (i-Justice), ημερ. 30.12.2022, D.S. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 578/2023 (Κ) (i-Justice), ημερ. 01.06.2023), ενώ το ζήτημα έχει κριθεί διεξοδικά στην απόφαση Sohel Madber ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Έφεση κατά απόφασης του ΔΔ αρ. 8/2022, ημερ. 17.11.2022, όπου καθορίστηκε ότι μεταγενέστερο αίτημα για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ξεκινά με το δεδομένο πως ο Αιτητής δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας, ενώ χαρακτηρίζεται από το καθεστώς που ίσχυε με την απόρριψη της αρχικής αίτησης ασύλου που είχε εν πρώτοις υποβάλει και απερρίφθη. Αντίθετη κρίση, ήτοι την παραχώρηση και απόκτηση της ιδιότητας ασύλου σε κάθε περίπτωση μεταγενέστερης αίτησης, θα έδιδε δικαίωμα καταστρατήγησης του Νόμου εκ μέρους αιτητών ασύλου, οι οποίοι θα καταχωρούν συνεχείς αιτήσεις προσδοκώντας στην άνευ ετέρου νομιμοποίηση της παραμονής τους στην Κύπριακή Δημοκρατία (βλ. Enone Essome Gilles, Πολιτική Αίτηση Aρ. 114/2023, ημερ. 23/10/2023, ECLI:CY:AD:2023:B223).

 

Με δεδομένο ωστόσο ότι, η Νομική Υπηρεσία αμφισβητεί τις, μεταγενέστερες της έκδοσης των προσβαλλόμενων διαταγμάτων, ενέργειες του αιτητή και ούτε προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο οιαδήποτε τέτοια ενέργεια, το Δικαστήριο δεν δύναται να εξετάσει τους ισχυρισμούς του δικηγόρου του αιτητή για μεταγενέστερη αίτηση Διεθνούς Προστασίας για την οποία, ως ισχυρίζεται, εκκρεμεί απόφαση στο Διεθνές Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.

 

Μέσα στα ίδια πλαίσια, δεν μπορεί να εξετάσει και τον τελευταίο του λόγο ακύρωσης τον οποίο προωθεί ο κ.Γιαννακάς ότι ενδεχόμενη απέλαση του πελάτη του, συνιστά έμμεση επαναπροώθηση (non-refoulement) και υφίσταται σοβαρός κίνδυνος να υποστεί  σοβαρότατες ζημίες για τη ζωή και τα δικαιώματά του υπό τα άρθρα 2 και 3 της ΕΣΔΑ, συνέπειες που αναφέρει στη βάση της αρχής της μη επαναπροώθησης.  Παρόλο που ισχυρίζεται ότι, η απέλασή του αιτητή στη χώρα καταγωγής του ενέχει κίνδυνο κατά της ζωής του, εντούτοις το παρόν Δικαστήριο δεν έχει ενώπιον του οποιοδήποτε στοιχείο το οποίο να υποστηρίζει τις θέσεις του ευπαίδευτου δικηγόρου, ισχυρισμοί οι οποίοι ως προς την αλήθεια και βασιμότητα τους θα μπορούσαν να έχουν τεθεί ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας. Κατά συνέπεια, ο συγκεκριμένος ισχυρισμός, περί παράβασης της αρχής της επαναπροώθησης, απορρίπτεται ως παντελώς αστήρικτος.

 

Εξετάζοντας τις περιστάσεις της υπόθεσης, διαπιστώνω ότι, η κήρυξη του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη ήδη από 24/11/2021 αποτελεί αναπόφευκτη συνέπεια της διαπίστωσης ότι, η προσφυγή του με αρ. 178/2020, εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσία Ασύλου ημερομηνίας 21/01/2020, απορρίφθηκε εκ μέρους του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας. Όπως ακριβώς καταγράφεται στα προσβαλλόμενα διατάγματα, ο Αιτητής κατέστη παράνομος μετανάστης «καθότι παρέμεινε στη Δημοκρατία παράνομα από τις 24/11/2021, όταν απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου από το Διεθνές Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας».

 

Η επάρκεια της αιτιολογίας συναρτάται άμεσα με τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης και εξαρτάται, όχι από την έκταση του λεκτικού της αλλά από την ουσία του περιεχομένου της. Μπορεί να είναι λακωνική, αρκεί να είναι επαρκής. Η μορφή και η έκταση της επιβαλλόμενης αιτιολογίας ποικίλλουν ανάλογα με το θέμα που πραγματεύεται η πράξη και τις συνθήκες που την περιβάλλουν  (βλ. Ράφτης v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, Pissas v. Republic (1974) 3 C.L.R. 476). Εν προκειμένω, η αιτιολογία των επίδικων αποφάσεων προκύπτει ρητώς από τα αντίστοιχα κείμενα των διαταγμάτων, υποστηρίζεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και ικανοποιεί τον δικαστικό έλεγχο. Συνεπώς καταλήγω ότι, τα διατάγματα αυτά ήταν δεόντως αιτιολογημένα και εκδόθηκαν υπό τις περιστάσεις νόμιμα αφού προηγήθηκε η δέουσα έρευνα ως προς τις εξατομικευμένες περιστάσεις του αιτητή, ως αποτυπώνεται στην έκθεση της ΥΑΜ Λάρνακας προς τη Διευθύντρια Τμήματος Μετανάστευσης ημερ. 29/04/2025.

 

Κρίνω εν προκειμένω ότι, η διοίκηση με βάση το αδιαμφησβήτητο γεγονός ότι ο αιτητης ήταν παράνομος μετανάστης για μεγάλο χρονικό διάστημα, προχώρησε νενομισμένα με βάση τα εκδοθέντα εντάλματα, στην σύλληψη και κράτηση του με σκοπό την απέλαση του ως εσχάτου μέτρου απομάκρυνσης του από την Κύπρο, αφού ο αλλοδαπός δεν επιθυμούσε να επαναπατριστεί ακόμα και με χρηματικό όφελος του και δεν συνεργαζόταν για την απομάκρυνσή του. Όπως προκύπτει από τα έγγραφα του διοικητικού φακέλου, ο αιτητής όχι μόνο δεν ανάφερε την αλλαγή της διεύθυνσής ως όφειλε, αλλά αρνιόταν να αναφέρει στην αστυνομία που μένει τώρα, με αποτέλεσμα να μην αφήνει κανένα άλλο περιθώριο πλην του εσχάτου μέτρου της κράτησης με σκοπό την απέλαση.

 

Όπως έχω προαναφέρει, το Δικαστήριο κρίνει τη νομιμότητα των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης τους και όχι βάση μεταγενέστερων ενεργειών, όπως είναι η κατ΄ισχυρισμόν μεταγενέστερη εν προκειμένω αίτηση του Αιτητή για χορήγηση ασύλου. Κατά την ημερομηνία έκδοσης των διαταγμάτων, ο Αιτητής ήταν παρανόμως διαμένοντας στο έδαφος της Κ.Δ., ενώ με βάση τα όσα είχε δηλώσει κατά την συνέντευξη που προηγήθηκε κρίνω ότι δικαιολογείτο πλήρως η έκδοση αυτών. Σημειώνω ότι η έκδοση του επίδικου διατάγματος απέλασης του αιτητή στηρίζεται στα προσωπικά περιστατικά που τον αφορούν και καταγράφονται στην επιστολή της Υπ. Ασύλου και Μετανάστευσης και τα οποία προέρχονται απ’ ότι ο ίδιος δήλωσε στη προφορική του συνέντευξη.

 

Στο άρθρο 18ΟΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (ΚΕΦ.105) γίνεται ρητή αναφορά σε δικαίωμα οικειοθελούς αναχώρησης, αλλά αυτό εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Αvώτερoυ Λειτουργού Μετανάστευσης.

 

«(4) Εάν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής ή εάν αίτηση για νόμιμη παραμονή έχει απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη ή δολία ή εάν το συγκεκριμένο πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή την ασφάλεια της Δημοκρατίας, ο Αvώτερoς Λειτουργός Μετανάστευσης δύναται είτε να μη χορηγεί χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης είτε να χορηγεί χρονικό διάστημα κάτω των επτά ημερών. δίδει 18ΟΘ.-(1) Η απόφαση επιστροφής Το χρονικό διάστημα που προβλέπεται στο παρόν εδάφιο δεν αποκλείει τη δυνατότητα των υπηκόων τρίτων χωρών να αναχωρήσουν ενωρίτερα.»

 

Εν προκειμένω, τα όσα φαίνεται να έχει δηλώσει ο ίδιος ο αιτητής κατά τη κατάθεση και ουδόλως έχουν αμφισβητηθεί από τον δικηγόρο του, οδηγούν στο εύλογο συμπέρασμα ότι στη παρούσα περίπτωση θα υπήρχε εύλογα κίνδυνος διαφυγής από το συγκεκριμένο πρόσωπο και παρεμπόδιση της όλης διαδικασίας επαναπατρισμού του. Το διάταγμα κράτησης του αιτητή, συμπεριλαμβανομένου και του ευρήματος περί κινδύνου διαφυγής του, ήταν νομίμως αιτιολογημένο.

 

Επαναλαμβάνοντας ότι αμφότερα τα προσβαλλόμενα διατάγματα ήταν νόμιμα και αιτιολογημένα, κρίνω ότι υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, ουδείς εκ των λόγων ακυρώσεως που προωθήθηκαν ευσταθεί.

 

 

Η παρούσα προσφυγή, στην ολότητα της, αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα ύψους 1500 Ευρώ υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

 

                                                                             Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο