
Υπόθεση Αρ. 646/2021
14 Ιουλίου, 2025
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Α. Τ.
Αιτήτρια
v.
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπουργού Εργασίας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων
Καθ’ ων η Αίτηση
Μ. Χατζηχρυσάνθου (κα) για Κούσιος Κορφιώτης Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, δικηγόροι για την Αιτήτρια.
Τ. Ιακωβίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, η Αιτήτρια αιτείται:
«Δήλωση και/ή Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια με επιστολή ημερ. 27/04/2021 με την οποία την πληροφορούσαν ότι αποφασίστηκε η απόρριψη της ένστασης για απόρριψη της αίτησης της για παροχή Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος λόγω μη συμμόρφωσης της με τις υποχρεώσεις της ως δικαιούχος ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, όπως ορίζεται από το άρθρο 18Α του περί Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών Νόμου, είναι άκυρη και χωρίς οποιοδήποτε έννομο αποτέλεσμα».
Όπως προκύπτει από τα έγγραφα τα οποία αποτελούν μέρος του διοικητικού φακέλου ο οποίος έχει κατατεθεί κατά τις Διευκρινήσεις της υπόθεσης, τα σχετικά γεγονότα είναι τα ακόλουθα.
Η Aιτήτρια, με καταγωγή από τη Βουλγαρία η οποία απέκτησε την κυπριακή υπηκοότητα, διαζευγμένη η οποία κατά το ουσιώδη χρόνο διέμενε μαζί με το τέκνο της, υπέβαλε στις 31.07.2014 αίτηση στην Υπηρεσία Διαχείρισης Επιδομάτων Πρόνοιας (Υ.Δ.Ε.Π.) για παροχή Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος (Ε.Ε.Ε.). Στην αίτηση αναφερόταν, μεταξύ άλλων, ότι η ίδια η αιτήτρια ήταν δικαιούχος κατάθεσης στην Τράπεζα Κύπρου, η οποία κατάθεση ανερχόταν στο ποσό των €807,86 και όπως η ίδια δήλωσε, το μεγαλύτερο υπόλοιπο που σημείωσε ο εν λόγω λογαριασμός κατά τους τελευταίους δώδεκα μήνες, ήταν ποσό ύψους €1.900.
Στις 30.3.2015, η Υπηρεσία Διαχείρισης Επιδομάτων Πρόνοιας, απέστειλε προς την αιτήτρια την απορριπτική απόφαση, καταγράφοντας σε μονοσέλιδο τυποποιημένο έντυπο, ότι η αιτήτρια δεν έχει καταστεί δικαιούχος για παροχή Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος, λόγω του ότι οι καταθέσεις της οικογενειακής της μονάδας υπερέβαιναν το επιτρεπόμενο όριο που ορίζεται στη νομοθεσία.
Κατά της εν λόγω απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Διαχείρισης Επιδομάτων Πρόνοιας, η αιτήτρια υπέβαλε, μέσω του δικηγόρου της, ένσταση ημερομηνίας 17.4.2015 στην Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Στην ένσταση, απορρίπτονται από την αιτήτρια οι ισχυρισμοί των καθ΄ ων η αίτηση ότι η ίδια έχει καταθέσεις που υπερέβαιναν το επιτρεπόμενο εκ της νομοθεσίας όριο.
Επισυνάφθηκαν προς τούτο, τρείς καταστάσεις λογαριασμών: (α) του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Λεμεσού ημερομηνίας 8.4.2015, από την οποία προκύπτει ότι διαθέτει υπόλοιπο €1,71, (β) του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Λεμεσού ημερομηνίας 15.4.2015 από την οποία προκύπτει υπόλοιπο δανείου €61.215,17 και (γ) της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, στην οποία κατάσταση παρουσιάζονται τέσσερεις λογαριασμοί οι οποίοι κυμαίνονται σε καταθέσεις από €7,63 - €58.48 και εκκρεμές οφειλόμενο υπόλοιπο πιστωτικής κάρτας ύψους -€3.277,54.
Στην Ένσταση ημερομηνίας 17.4.2015 που έχει καταχωρηθεί εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση, επισυνάφθηκε ως Παράρτημα 4, αποτύπωση από οθόνη δεδομένων, στη βάση πληροφόρησης που έλαβαν οι Καθ' ων η αίτηση από αδειοδοτημένα πιστωτικά ιδρύματα, στην οποία φαίνονται οι λογαριασμοί της αιτήτριας και το διαθέσιμο υπόλοιπο τους. Συγκεκριμένα, περιέχεται λογαριασμός της Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας Λτδ με αρ. ...7685, από τον οποίο, μετά από κατάθεση ποσού ύψους €15.508,82, προκύπτει υπόλοιπο λογαριασμού €25.751,24.
Σύμφωνα με την πληροφόρηση που λήφθηκε από τα Αδειοδοτημένα Πιστωτικά Ιδρύματα (ΑΠΙ) στον λογαριασμό της τότε Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας Λτδ, υπήρχε το μεγαλύτερο υπόλοιπο κατά το χρόνο εξέτασης της αίτησης της, ύψους €15.508,82. Όπως διαπιστώθηκε η οικογενειακή μονάδα της αιτήτριας ήταν δικαιούχος σε επτά (7) τραπεζικούς λογαριασμούς με συνολικό ύψος καταθέσεων €16.623,76. Δεδομένων όλων των λογαριασμών, οι καταθέσεις της οικογενειακής μονάδας της αιτήτριας υπερέβαιναν κατά τον ουσιώδη χρόνο εξέτασης της αίτησης το επιτρεπόμενο όριο που σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 (β) του περί Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών Νόμου ήταν €6.000 και ως εκ τούτου η αίτηση της για παροχή Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Διαχείρισης Επιδομάτων Πρόνοιας (Υ.Δ.Ε.Π.).
Στις 10.9.2015, η Υπουργός Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων απέρριψε την ένσταση της αιτήτριας και επικύρωσε την απόφαση της Προϊστάμενης Υ.Δ.Ε.Π., επικαλούμενη το άρθρο 32 της Νομοθεσίας, λόγω του ότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 13(β) της Νομοθεσίας σχετικά με τις καταθέσεις, εφόσον οι καταθέσεις της οικογενειακής της μονάδας, οι οποίες συνυπολογίστηκαν σε €16.623,76 και υπερέβαιναν το επιτρεπόμενο όριο των €6.000 που υπολογίστηκε για την οικογενειακή της μονάδα. Η απορριπτική επιστολή κοινοποιήθηκε προς την αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 7.10.2015.
Στις 14.12.2015, η αιτήτρια καταχώρησε προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο με αρ. 1611/2015 με την οποία ζητούσε:
«Α. Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της Καθ' ης η Αίτηση - η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια διά επιστολής ημερομηνίας 07/10/2015 - με την οποία απερρίφθη η Ένσταση της Αιτήτριας ημερομηνίας 17/04/2015, δια της οποίας προσέβαλλε την πράξη και/ή απόφαση της Υπηρεσίας Διαχείρισης Επιδομάτων Προνοίας του Υπουργείου Εργασίας, Προνοίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερομηνίας 30/03/2015, με την οποία είχε απορριφθεί η αίτηση 2829 της Αιτήτριας για παροχή Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος (Ε.Ε.Ε.) - είναι άκυρη και/ή στερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος (…)»
Με την προσφυγή της η αιτήτρια, μεταξύ άλλων λόγων, υποστήριζε ότι υπήρχε πλάνη περί τα πράγματα και ελλιπής έρευνα από τους Καθ' ων η αίτηση, καθότι ο τρεχούμενος λογαριασμός της Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας Λτδ με αρ. ...7685, ανήκει στο Σύνδεσμο Βουλγάρων Κύπρου και για τον λογαριασμό αυτό η αιτήτρια είχε δικαίωμα υπογραφής, ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, μαζί με δύο άλλα μέλη του συνδέσμου και συνεπώς δεν έπρεπε να της πιστωθούν τα αντίστοιχα χρήματα.
Το Διοικητικό Δικαστήριο στην απόφαση του στις 20 Ιουλίου 2018, μεταξύ άλλων έκρινε ότι, «διαπιστώνω ότι οι καθ' ων η αίτηση, στα πλαίσια της δέουσας έρευνας, όφειλαν να ζητήσουν και να λάβουν από τα αδειοδοτημένα πιστωτικά ιδρύματα πλήρεις λεπτομέρειες των καταθέσεων, στις οποίες η αιτήτρια είναι πραγματικά δικαιούχος και οι οποίες καταθέσεις είναι εγγεγραμμένες επ' ονόματι της και για λογαριασμό της, καθήκον το οποίο οι καθ' ων η αίτηση, διαπιστώνω ότι έχουν παραβεί.»
Η εν λόγω υπόθεση κατάληξε σε ακυρωτικό αποτέλεσμα αφού επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη πλάνης περί τα πράγματα και η ελλιπής έρευνα εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση επί των πραγματικών περιστατικών. Ακόμα, το Δικαστήριο κατάληξε ότι, η αρχική απορριπτική απόφαση ημερομηνίας 30.3.2015, ήταν αναιτιολόγητη και ασαφής καθότι δεν δόθηκαν προς την αιτήτρια πλήρεις λεπτομέρειες ως προς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η αρχικώς απορριφθείσα απόφαση, στερώντας της έτσι το δικαίωμα να υποβάλει εμπεριστατωμένη ένσταση, στη βάση αποδεικτικών στοιχείων προς επανεξέταση της αίτησής της από το δευτεροβάθμιο πλέον διοικητικό όργανο.
Το Υπουργείο Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων συμμορφούμενο προς την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 20.07.2018, έδωσε οδηγίες στην Προϊστάμενη της Υπηρεσίας Διαχείρισης Επιδομάτων Πρόνοιας για επανεξέταση της περίπτωσής της αιτήτριας.
H προϊστάμενη της ΥΔΕΠ με επιστολή της ημερ. 3.10.2018 απευθύνθηκε στην αιτήτρια και της ζήτησε όπως, για τους σκοπούς επανεξέταση της αίτησης της για παροχή ΕΕΕ, αποστείλει σειρά εγγράφων και βεβαιώσεων.
Στην εν λόγω επιστολή αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα (η έμφαση προστίθεται):
«Επανεξέταση αίτησης για παροχή Ε.Ε.Ε. σύμφωνα με την ακυρωτική απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου (αρ. υπόθεσης 1419/2015).
Επιθυμώ να αναφερθώ στο πιο πάνω θέμα και σας πληροφορώ τα ακόλουθα:
2. Στα πλαίσια συμμόρφωσης με την ακυρωτική απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου μερομηνίας 20/7/2018 αναφορικά με την προσφυγή αρ. 1611/2015, η Υπηρεσία Διαχείρισης Επιδομάτων Πρόνοιας έχει προχωρήσει στην επανεξέταση της αίτησης σας για παροχή ΕΕΕ.
3. Κατά την επανεξέταση της αίτησής σας, φαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι έχετε ή είχατε μέχρι πρόσφατα τραπεζικούς λογαριασμούς που δεν έχετε δηλώσει στην αίτηση, όπως οφείλατε να πράξετε.
4. Σύμφωνα με τον περί του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών Νόμο, σε περίπτωση που αιτητής ή/και δικαιούχος και οποιοδήποτε μέλος της οικογενειακής μονάδας έχει αποξενώσει χρηματοοικονομικά στοιχεία (περιλαμβανομένων των καταθέσεων) κατά την περίοδο από 1/1/2014 μέχρι την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για παροχή Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος, το γεγονός αυτό λαμβάνεται υπόψη, εκτός αν προσκομιστούν ικανοποιητικές επεξηγήσεις από τον αιτητή για το επιβεβλημένο ή το αναγκαίο της αποξένωσης αυτής.
5. Παρακαλώ όπως εντός τριάντα (30)ημερών από τη λήψη της παρούσας επιστολής αποστείλετε στην Υπηρεσία Διαχείρισης Επιδομάτων Πρόνοιας αντίγραφα των καταστάσεων των πιο κάτω λογαριασμών που εσείς ή άλλο μέλος της οικογενειακής σας μονάδας διατηρείτε ή διατηρούσατε κατά τη περίοδο από 1/1/2014 μέχρι σήμερα:»
Η αιτήτρια διαμαρτυρήθηκε, τόσο για την καθυστέρηση στην επανεξέταση του αιτήματος μετά την απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 20.07.2018, όσο και για την απαίτηση από την ΥΔΕΠ να προσκομίσει «μια τεράστια λίστα με έγγραφα και πληροφορίες» με επιστολές του δικηγόρου της ημερ. 23.10.2018 και 7.2.2019.
Ακολούθησε επανεξέταση προς συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου όπου η ΥΔΕΠ έκανε αποδεκτό το εύρημα ότι οι καταθέσεις που είχαν εντοπιστεί δεν ανήκουν στην αιτήτρια. Ωστόσο, επιπρόσθετα η ΥΔΕΠ εξέτασε κατά πόσον πληρούνται οι υπόλοιπες προϋποθέσεις που καθορίζονται στη νομοθεσία για την παροχή του ΕΕΕ και διαπίστωσε ότι σειρά υποχρεώσεων που καθορίζονται στο άρθρο 18 της νομοθεσίας δεν πληρούνταν και με βάση τις διατάξεις της νομοθεσίας η αναφερόμενη κηρύχθηκε ως εκουσίως άνεργη λόγω της μη συμμόρφωσης της με τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στο εν λόγω άρθρο.
Η αιτήτρια ενημερώθηκε για την κήρυξη της ως εκουσίως άνεργης από την 1.06.2020 και για περίοδο 6 μηνών με βάσει τις διατάξεις το άρθρου 22 της οικείας νομοθεσίας με επιστολή της ΥΔΕΠ ημερ. 18.05.2020, λόγω μη συνεχούς εγγραφής της ως κανονικής άνεργης στη Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για παροχή του εν λόγω βοηθήματος. Όπως μεταξύ άλλων αναφέρεται στη σχετική επιστολή «κατά την επανεξέταση της αίτησης σας και με βάση τα στοιχεία που έχετε προσκομίσει (…)., διαπιστώθηκε ότι κατά τα έτη 2014 – 2019 η ανανέωση της εγγραφής σας στη Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης για εξεύρεση εργασίας δεν ήταν συνεχής (λ.χ. υπογράψατε ως άνεργη στο Τμήμα Εργασίας το Μάρτιο 2016 και ακολούθως ανανεώστε την εγγραφή σας ένα χρόνο μετά, δηλαδή τον Μάρτιο 2017), σε αντίθεση με τις πρόνοιες του άρθρου 18(α) (…)»:
Μη αποδεχόμενη την εν λόγω απόφαση της Υπηρεσίας Διαχείρισης Επιδομάτων Πρόνοιας για απόρριψη της αίτησης που είχε υποβάλει για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, η οποία παραλήφθηκε από την υπηρεσία στις 14.07.2020, η αιτήτρια μέσω του νομικού της συμβούλου υπέβαλε ένσταση στην Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 32 του περί Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών Νόμου.
Κατά την εξέταση της ένστασης της αιτήτριας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32 της Νομοθεσίας, ετοιμάστηκε και υποβλήθηκε στην Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Σημείωμα ημερομηνίας 26.04.2021. Με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας που διεξάχθηκε για την εξέταση της ένστασης, διαπιστώθηκε σειρά παραβάσεων των υποχρεώσεων που προκύπτουν από τις διατάξεις του άρθρου 18(α), αφού η αναφερόμενη ως αιτήτρια ΕΕΕ είχε την υποχρέωση για εγγραφή στο μητρώο της ΔΥΑ. Περαιτέρω, διαπιστώθηκε παράβαση και της υποχρέωσης που ορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 18(στ) για αποδοχή της παροχής υπηρεσιών εξατομικευμένης προσέγγισης από ειδικευμένους συμβούλους απασχόλησης της Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης.
Αφού έλαβε υπόψη τα αποτελέσματα και της Κοινωνικής Παρέμβασης που προηγήθηκε της απόφασης της Προϊσταμένης ΥΔΕΠ η Υπουργός Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων υιοθέτησε τα ανωτέρω και τα όσα περιλαμβάνονται στο πιο πάνω Σημείωμα και απέρριψε τη νέα ένσταση της αιτήτριας στις 27.04.2021 σύμφωνα με το άρθρο 32 της Νομοθεσίας και επικύρωσε την απόφαση της Προϊστάμενης της Υπηρεσίας Διαχείρισης Επιδομάτων Πρόνοιας.
Η αιτήτρια ενημερώθηκε για την απόφαση απόρριψης της ένστασης με επιστολή ημερ. 27.04.2021 με αποτέλεσμα, μέσω του νομικού της συμβούλου, στις 25.06.2021 να καταχωρήσει την παρούσα υπόθεση.
Κατά της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση, η Αιτήτρια προβάλλει ως αποκλειστικό λόγο ακυρότητας τον ισχυρισμό ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα και/ή τον νόμο διότι δεν έγινε σωστή επανεξέταση. Όπως υποστηρίζει, υπάρχει παραβίαση του Άρθρου 46(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (N.158(1)/99) διότι, δεν λήφθηκε υπόψιν το πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο λόγω αναδρομικότητας της απόφασης που ήταν ημερ. 7.10.2015, αλλά η κατάσταση μέχρι και σχεδόν το χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης ημερ. 27.04.2021 δηλαδή τα έτη 2014 - 2019. Παρά το γεγονός ότι προηγήθηκε ακυρωτική απόφαση, έγινε, υποδεικνύει, παραπέμποντας στα έγγραφα του φακέλου, μια εφ’ όλης της ύλης επανεξέταση και λήφθηκε υπόψιν νέο στοιχεία, εκτός ουσιώδους χρόνου.
Σχετικά, μέσω της γραπτής αγόρευσης των δικηγόρων της αλλά και στο στάδιο των Διευκρινήσεων, η αιτήτρια υποστηρίζει ότι αυτό προκύπτει με βεβαιότητα από το «ΣΗΜΕΙΩΜΑ ημερ.31.7.2018» που υποβλήθηκε προς την αρμόδια Υπουργό από κ. Φ. Κxxxxxxxxx, Συνεργάτη της Υπουργού, όπου αναφέρονται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα (η έμφαση προστίθεται):
«4. Ως προς το ειδικότερο θέμα του χειρισμού της συγκεκριμένης περίπτωσης, εφόσον η ακυρωθείσα απόφαση αφορά την απόφαση σας επί της ένστασης της αναφερόμενης, η εν λόγω απόφαση πρέπει να επανεξεταστεί. Λαμβάνοντας υπόψη το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τον επίδικο χρόνο (Μάρτιο - Οκτώβριο 2015) εισηγούμαι όπως η ένσταση εγκριθεί εν μέρει και αποσταλεί στηv ΥΔΕΠ για επανεξέταση τόσο κατά τον επίδικο χρόνο όσο και για όλο το διάστημα που μεσολάβησε και διερευνηθούν ιδιαιτέρως τα ακόλουθα:
(α) Η πραγματική προέλευση των επίδικων καταθέσεων (να προσκομιστούν σχετικά παραστατικά).
(β) Κατά πόσο η αίτηση συνοδευόταν από όλα τα απαραίτητα παραστατικά και να ζητηθεί όπως προσκομιστούν εντός 15 ημέρων όλα όσα είναι αναγκαία για την εξέταση της αίτησης όσο κατά τον επίδικο χρόνο όσο και από τότε μέχρι σήμερα.
(γ) Κατά πόσο η αναφερόμενη ήταν εγγεγραμμένη ως άνεργη τόσο κατά τον επίδικο χρόνο όσο και από τότε μέχρι σήμερα.
(δ) Κατά πόσο η αναφερόμενη πληρούσε τις υπόλοιπες προϋποθέσεις της νομοθεσίας (εισοδήματα, καταθέσεις, συνεχή διαμονή κλπ) τόσο κατά τον επίδικο χρόνο όσο και από τότε μέχρι ήμερα».
Ακόμα, παραπέμποντας σε όλα τα σχετικά έγγραφα της διοίκησης σε σχέση με την επανεξέταση, υποστηρίζει ότι ήδη από τον τρόπο χειρισμού με το αρχικό σημείωμα προς την Υπουργό ημερ.31.7.2018 όπου αναφέρεται ξεκάθαρα ότι διεξάγεται επανεξέταση για αυτό το ζήτημα για χρόνο μεταγενέστερο του ουσιώδους, προκύπτει πως δεν έγινε απλή ανασκόπηση αλλά λήφθηκαν υπόψιν στοιχεία για τα έτη 2014 - 2019. Καταλήγοντας, τονίζει ότι, ενώ έπρεπε να γίνει επανεξέταση της απόρριψης της αίτησης ημερ.31.07.2014 ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης ημερ.20.07.2018, έγινε μια εφ’ όλης της ύλης επανεξέταση, η αιτήτρια κρίθηκε εκούσια άνεργη από τις 1.6.2000 και η αίτηση της απορρίφθηκε εκ νέου.
Ως δεύτερο σημείο προς υποστήριξη του ισχυρισμού τους περί πλάνης της διοίκησης σημειώνει ότι, στη προσβαλλόμενη απόφαση, γίνεται αναφορά σε «τερματισμό του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος» και από την άλλη για «απόρριψη της ένστασης». Όπως ακριβώς διαπιστώνει η αιτήτρια «Η πλάνη εδώ συνίσταται στο γεγονός ότι ακόμα δεν έχει εγκριθεί η παροχή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος προς την Αιτήτρια. Άρα είναι οξύμωρο σχήμα να τερματίζεται κάτι που ακόμα δεν άρχισε να υφίσταται.»
Αντίθετα, οι Καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι, η προσβαλλόμενη πράξη είναι ορθή και νόμιμη σύμφωνα με τις διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας, είναι αποτέλεσμα ορθής ενάσκησης των εξουσιών με τις οποίες περιβάλλονται οι Καθ’ ων η αίτηση κατ' εφαρμογή των αρχών του διοικητικού δικαίου και λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα, αφού αξιολογήθηκαν όλα τα σχετικά γεγονότα και στοιχεία της υπόθεσης, και είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Υπό τας περιστάσεις, υποστηρίζουν στην αγόρευση τους οι Καθ' ων η αίτηση, υπήρξε πλήρης και σαφής αιτιολογία ώστε ο δικαστικός έλεγχος να καθίσταται κάτω από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και τη φύση της υπόθεσης εφικτός
Στην παρούσα υπόθεση, είναι η θέση της κας.Ιακωβίδου, οι Καθ' ων η αίτηση είχαν ενώπιον τους κάθε τι σχετικό, όπως προκύπτει από το φάκελο της αιτήτριας. Προχώρησαν στις αναγκαίες εξετάσεις, στην απαιτούμενη έρευνα και εκτίμησαν κάθε τι σχετικό πριν καταλήξουν σε τελικό πόρισμα. Αν ακόμη θεωρηθεί ότι δεν είχε γίνει η δέουσα έρευνα υπό αυτές τις συνθήκες, υποστηρίζει, αυτό δεν οδηγεί σε οποιαδήποτε πραγματική πλάνη ούτως ώστε να θεωρηθεί ότι η απόφαση επηρεάστηκε με βάση λανθασμένο πραγματικό υπόβαθρο.
Ειδικότερα, ως προς το ζήτημα καταπόσον η επανεξέταση έγινε υπό καθεστώς πλάνης, η θέση των Καθ' ων η αίτηση είναι ότι, από το περιεχόμενο της ένστασης και των παραρτημάτων της προκύπτει ότι η επανεξέταση έγινε ορθά, βάσει των νομικών και πραγματικών σημείων που θα έπρεπε να γίνει η επανεξέταση μετά την προηγούμενη ακυρωτική απόφαση. Το ουσιώδες είναι, υποστηρίζουν, ότι λήφθηκε η επανεξέταση βάση του νομικού και πραγματικού σημείου που έπρεπε να ληφθεί βάσει της ακυρωτικής απόφασης. Το γεγονός ότι, διεξήχθη η δέουσα έρευνα μπορεί να διαπιστωθεί και από τα Παραρτήματα αφού στην τελική η ΥΔΕΠ αποφάνθηκε ότι οι λογαριασμοί της αιτήτριας, οι οποίοι είχαν ληφθεί υπόψιν αρχικά, διαπιστώθηκε ότι ανήκαν σε άλλο πρόσωπο. Ως εκ τούτου, φαίνεται, η διοίκηση προέβη σε μία δέουσα έρευνα αν η αιτήτρια πληροί προϋποθέσεις. Κατά την δέουσα αυτή έρευνα διαπιστώθηκε ότι η αιτήτρια κατέστη εκούσια άνεργη από τις 1.6.2000, λαμβάνοντας τα στοιχεία τα οποία τυπώνονται από το σύστημα αρχίζοντας από το 2013 μέχρι την ημέρα της επανεξέτασης. Η θέση των Καθ' ων η αίτηση είναι ότι η επανεξέταση ήταν ορθή, έγινε βάσει του Άρθρου 158, και λήφθηκε το βασικό χρονικό σημείο που έπρεπε να ληφθεί υπόψιν.
Εξετάζοντας τον αποκλειστικό λόγο ακύρωσης σημειώνω καταρχήν ότι, πλάνη περί τα πράγματα συνιστάται είτε με τη λήψη υπόψη μη υφιστάμενου γεγονότος ή με τη μη λήψη υπάρχοντος γεγονότος και οδηγεί σε ακυρότητα τη διοικητική πράξη η οποία αποτελεί το αποτέλεσμα αυτής της διεργασία τους διοικητικού οργάνου (Δημοκρατία ν. Ματθαίου 1990 3 Α.Α.Δ. 2452, 2476). Τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης προκύπτουν αποκλειστικά από τα σχετικά έγγραφα του διοικητικού φακέλου, ο οποίος έχει κατατεθεί στο Δικαστήριο στο στάδιο των Διευκρινήσεων.
Προς κρίση των προαναφερθέντων λόγων ακύρωσης και των επιχειρημάτων των δύο πλευρών, έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που περιλαμβάνονται στο διοικητικό φάκελο και τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, έγγραφα τα οποία αποτελούν το πραγματικό υπόβαθρο της ενώπιον μου υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένης της απόφασης του Δικαστηρίου στην Προσφυγή αρ. 1611/2015 ημερομηνίας 20.07.2018 με την οποία ακυρώθηκε «η απόφαση της Καθ' ης η Αίτηση - η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια διά επιστολής ημερομηνίας 07/10/2015 - με την οποία απερρίφθη η Ένσταση της Αιτήτριας ημερομηνίας 17/04/2015, δια της οποίας προσέβαλλε την πράξη και/ή απόφαση της Υπηρεσίας Διαχείρισης Επιδομάτων Προνοίας του Υπουργείου Εργασίας, Προνοίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερομηνίας 30/03/2015, με την οποία είχε απορριφθεί η αίτηση 2829 της Αιτήτριας για παροχή Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος (Ε.Ε.Ε.)».
Το άρθρο 58 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (N.158(1)/99) προβλέπει ως προς τη διαδικασία επανεξέτασης τα ακόλουθα:
«Πραγματικό και νομικό καθεστώς κατά την επανεξέταση.
58. Κατά την επανεξέταση πράξης της που έχει ακυρωθεί, η διοίκηση οφείλει να λάβει υπόψη το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που εκδόθηκε η σχετική απόφασή της. Κατ' εξαίρεσιν και τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου, είναι εφαρμοστέο το κατά το χρόνο της έκδοσης της νέας πράξης νομικό καθεστώς, όταν το νομοθέτημα είναι αναδρομικής ισχύος ή όταν προκύπτει από αυτά ότι ο νομοθέτης δεν ανέχεται στο εξής την εφαρμογή των παλαιών διατάξεων.».
Τα ουσιώδη εν προκειμένω πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης συνοψίζονται στα εξής.
Η απόφαση ΥΔΕΠ με την οποία απέρριψε την αίτηση της Αρ. 2829 για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος εκδόθηκε στις 30.03.2015. Ακολούθησε η Ένσταση της Αιτήτριας ημερομηνίας 17.04.2015 και ακολούθως η απόφαση της Καθ' ης η Αίτηση ημερομηνίας 07.10.2015. Η αρχική απόρριψη της άιτησης έγινε για συγκεκριμένο λόγο, ήτοι ότι, οι καταθέσεις της οικογενειακής μονάδας της αιτήτριας υπερέβαιναν κατά τον ουσιώδη χρόνο εξέτασης της αίτησης το επιτρεπόμενο όριο που σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 (β) του περί Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών Νόμου ήταν €6.000. Για αυτό ακριβώς το θέμα, όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο στις 20.07.2018, δεν πραγματοποιήθηκε η δέουσα έρευνα από τους Καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι ενώ όφειλαν να ζητήσουν και να λάβουν από τα αδειοδοτημένα πιστωτικά ιδρύματα πλήρεις λεπτομέρειες των καταθέσεων στις οποίες η αιτήτρια είναι πραγματικά δικαιούχος, είχαν παραβεί την υποχρέωση τους. Ακολούθως, μέσα στα πλαίσια της επίδικης διαδικασίας επανεξέτασης, το αρμόδιο όργανο έκρινε ότι, όντως το συγκεκριμένο ποσό το οποίο βρισκόταν κατατεθειμένο στο λογαριασμό της Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας Λτδ με αρ. ...7685 ανήκει στο Σύνδεσμο Βουλγάρων Κύπρου και όχι στην αιτήτρια στην οικογενειακή μερίδα της οποίας είχαν υπολογιστεί αρχικά, με αποτέλεσμα να τύχει απόρριψης το αίτημα της στις 07.10.2015. Ωστόσο, παρά αυτήν τη διαπίστωση η οποία επιβεβαίωνε την εξαρχής θέση της αιτήτριας, οι Καθ’ ων η αίτηση προχώρησαν, ανεπίτρεπτα, σε εξέταση για χρόνο που υπερβαίνει τον ουσιώδη δηλαδή της έκδοσης της αρχικά προβαλλόμενης πράξης, μέχρι και το 2019, ούτως ώστε να απορρίψουν το αίτημα της, για άλλο λόγο και δυνάμει μεταγενέστερων δεδομένων.
Σύμφωνα με το άρθρο 46(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (N. 158(1)/99):
«Αν η διοίκηση, κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας, στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα και προϋποθέσεις που είναι εξ αντικειμένου ανύπαρκτα ή αν παραλείπει να λάβει υπόψη της ουσιώδη πραγματικά γεγονότα, ενεργεί με πλάνη περί τα πράγματα».
Περαιτέρω, σύμφωνα με την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πλάνη περί τα πράγματα υπάρχει είτε όταν λαμβάνονται υπόψη ανύπαρκτα γεγονότα ή όταν δεν λαμβάνονται υπόψη υπαρκτά γεγονότα. (Skapoulis ν. Τ e Republic (1984) 3 CLR 554, Christides ν. The Republic (1966 3 CLR 732, Iordanou v. Republic (1967) 3 CLR 245, Farran ν. The Republic (1984) 3 CLR 1031 at pg. 1036, The Judicial Control of Discretionary Powers Economou 1965 pg 243).
Σε κάθε περίπτωση οφείλω να σημειώσω ότι, έργο του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου δεν είναι να υποκαταστήσει αλλά να ελέγξει την κρίση της διοίκησης, σε συγκεκριμένες πάντα περιπτώσεις, όπως κρίνω εμπίπτει και η παρούσα.
Σύμφωνα με το σύγγραμμα του Δρ. Κώστα Παρασκευά «Κυπριακό Διοικητικό Δίκαιο Γενικό Μέρος» Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2017, σελ. 272:
«Ο δικαστικός έλεγχος της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης περιορίζεται στην εξέταση νομικών συλλογισμών και στην τήρηση νομικών ορίων. Στις περιπτώσεις που η διοίκηση με νομοθετική εξουσιοδότηση προβαίνει στην επιλογή μιας από τις περισσότερες εξίσου νόμιμες λύσεις, το δικαστήριο δεν μπορεί να ελέγξει την επιλογή καθ’ εαυτήν, χωρίς να στερεί τη διακριτική ευχέρεια του αντικειμένου της.
Έργο του δικαστή, δεν είναι να υποκαταστήσει αλλά απλώς να ελέγξει την κρίση της διοίκησης. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι οι αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης πηγάζουν κατεξοχήν μέσα από αποφάσεις του ελληνικού Συμβουλίου της Επικράτειας και που αποτελούν γενικές αρχές του ελληνικού Διοικητικού Δικαίου και έχουν τύχει εφαρμογής σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το ακυρωτικό δικαστήριο δεν προβαίνει σε επανεκτίμηση των γεγονότων, ούτε υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης για να εξετάσει την ορθότητα της. Υπό κρίση είναι μόνο η νομιμότητα της απόφασης και η διαπίστωση του κατά πόσο το διοικητικό όργανο ενήργησε εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας.
Σύμφωνα με την πάγια θέση της κυπριακής νομολογίας το διοικητικό δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην απόφαση ενός διοικητικού οργάνου υποκαθιστώντας την με δική του διακριτική ευχέρεια εκτός αν η επίδικη απόφαση δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή με βάση τα ενώπιον του στοιχεία. Το δικαστήριο επεμβαίνει μόνο (α) όταν η διακριτική ευχέρεια έχει ασκηθεί με τρόπο πλημμελή, για παράδειγμα όταν η επίδικη απόφαση δεν μπορεί να στηριχθεί από την αιτιολογία της ή σε περίπτωση που ουσιαστικοί παράγοντες δεν είχαν ληφθεί υπόψη (β) όταν η απόφαση λήφθηκε κάτω από πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο».
Ανατρέχοντας στα γεγονότα τα οποία προκύπτουν από το διοικητικό φάκελο, διαπιστώνω ότι προκύπτει σειρά γεγονότων τα οποία έτυχαν αξιολόγησης από τους Καθ' ων η αίτηση ούτως ώστε να καταλήξουν στη προσβαλλόμενη απόφαση, τα οποία είναι μεταγενέστερα του ουσιώδους χρόνου. Διαπιστώνω δηλαδή ότι, ορθώς οι δικηγόροι της Αιτήτριας, παρατηρούν πως υπήρξε πλάνη από το όργανο ως προς τα πραγματικά δεδομένα τα οποία έπρεπε να λάβουν υπόψιν τους οι Καθ’ ων η αίτηση κατά την επανεξέταση της αίτησης της πελάτιδάς τους ημερ. 31.07.2014.
Εν προκειμένω, παρά τη διαμαρτυρία της αιτήτριας μέσω των δικηγόρων της, οι Καθ’ ων η αίτηση την κάλεσαν μέσα στα πλαίσια της επανεξέτασης να προσκομίσει έγγραφα και στοιχεία τα οποία ανάγονταν σε μεταγενέστερο χρόνο αυτού ο οποίος θα έπρεπε να απασχολήσει το διοικητικό όργανο. Αυτά ακριβώς τα στοιχεία τα οποία αφορούσαν σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα και εκτείνονται μέχρι και το έτος 2019, προκύπτει από το περιεχόμενο του φακέλου ότι, αξιολογήθηκαν και οδήγησαν τους Καθ’ ων η αίτηση στη λήψη της επίδικης απόφασης.
Καταλήγοντας, διαπιστώνω ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα και συγκεκριμένα ως προς τον ουσιώδη χρόνο ο οποίος θα έπρεπε να απασχολήσει το διοικητικό όργανο κατά την επανεξέταση ως συνέπεια της ακυρωτικής απόφασης ημερ. 20.07.2018. Συνεπώς, ο ισχυρισμός της Αιτήτριας περί πλάνης περί τα πράγματα επιβεβαιώνεται.
Η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα 1800 Ευρώ πλέον ΦΠΑ, υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση.
Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο