
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση αρ. 1/2021)
19 Σεπτεμβρίου 2025
[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Ι. Μ.
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Καθ’ ων η αίτηση.
……………………………
Χρίστος Ευαγγέλου, για Γιώργος Α. Βασιλείου Δ.Ε.Π.Ε., για τον αιτητή.
Παύλος Βασιλείου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Μαρία Δρυμιώτου, Ανώτερη Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Ο αιτητής άσκησε την υπό κρίση προσφυγή, αξιώνοντας από το Δικαστήριο ακύρωση της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 16.10.2020, με την οποία η απερρίφθη η αίτηση που υπέβαλε στις 16.7.2020 για λήψη τιμητικού επιδόματος σε όσους έχουν υπηρετήσει πρόσθετη θητεία / εφεδρεία στην Εθνική Φρουρά, κατά την περίοδο της Τουρκικής Εισβολής του 1974.
Σε συντομία, τα γεγονότα έχουν ως εξής: Το Υπουργικό Συμβούλιο με τις Αποφάσεις του με αρ. 84.292, 84.907 και 87.738, ημερομηνίας 24.1.2018, 14.5.2018 και 26.6.2019 αντίστοιχα, ενέκρινε την υλοποίηση του Σχεδίου Επιδόματος για την παραχώρηση από την 1.1.2018, της ειδικής αύξησης της θεσμοθετημένης σύνταξης και/ή σύνταξης αναπηρίας ή/και κοινωνικής σύνταξης από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, σε πρόσωπα τα οποία, είτε υπηρέτησαν πρόσθετη διάρκεια στην Εθνική Φρουρά κατά την περίοδο της Τουρκικής Εισβολής του 1974, είτε ήταν αιχμάλωτοι, είτε ελάμβαναν επίδομα ως παθόντες πολέμου, για τραυματισμό τους που επισυνέβη κατά την Τουρκική Εισβολή του 1974, είτε ήταν όμηροι. Για σκοπούς ίσης μεταχείρισης των πολιτών, το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε όπως ενταχθούν εντός του Σχεδίου και αιτήσεις οι οποίες υπεβλήθησαν εκπρόθεσμα σε σχέση με την καθορισμένη ημερομηνία. Σε ό,τι αφορά τους λήπτες σύνταξης αναπηρίας, εντός του Σχεδίου εντάχθηκαν οι περιπτώσεις προσώπων που κατέστησαν ανάπηροι, συνεπεία εργατικού ατυχήματος που επισυνέβηκε μετά το 1980, οι οποίοι θα ελάμβαναν θεσμοθετημένη σύνταξη, εάν δεν τους καταβαλλόταν σύνταξη αναπηρίας, σε μεγαλύτερο ύψος.
Το εν λόγω επίδομα, όπως αυτό εγκρίθηκε στις πιο πάνω αναφερόμενες Αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου, υπολογίστηκε βάσει έκθεσης αναλογιστή, ως ειδική αύξηση επί της θεσμοθετημένης σύνταξης.
Σχετικό έντυπο για την υποβολή αίτησης για λήψη του τιμητικού επιδόματος, δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Επί του εντύπου, καθορίζονταν κι οι σχετικοί όροι και προϋποθέσεις για τα πρόσωπα που καθίστανται δικαιούχοι, η προθεσμία υποβολής της αίτησης, το ύψος του επιδόματος, καθώς κι ο τρόπος υπολογισμού του μηνιαίου ποσού. Σύμφωνα με τα ποσά που αναφέρονται στον Πίνακα επί του Παραρτήματος Ι της αίτησης για λήψη τιμητικού επιδόματος, το ποσό του επιδόματος, ήταν ανάλογο του ποσού που το δικαιούχο πρόσωπο ελάμβανε ως θεσμοθετημένη σύνταξη, κατά κλιμακωτό τρόπο. Όσο μεγαλύτερο ήταν το ποσό της θεσμοθετημένης σύνταξης, το ποσό του επιδόματος ήταν μικρότερο.
Ο αιτητής υπέβαλε στις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων αίτηση ημερομηνίας 16.7.2020 για λήψη του τιμητικού επιδόματος, επισυνάπτοντας σχετικό πιστοποιητικό στρατολογικής κατάστασης ημερομηνίας 10.7.2020, επί του οποίου πιστοποιείτο η κατάταξή του στην Εθνική Φρουρά στις 20.7.1972, η κατάταξή του ως έφεδρος την 21.8.1974 και η απόλυσή του την 1.9.1975.
Η περίπτωση του αιτητή εξετάστηκε κι απορρίφθηκε, λόγω του ότι, καίτοι υπηρέτησε στην Εθνική Φρουρά κατά την περίοδο της Τουρκικής Εισβολής του 1974, εντούτοις, δεν ελάμβανε θεσμοθετημένη σύνταξη από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Με επιστολή ημερομηνίας 16.10.2020, η Αναπληρώτρια Διευθύντρια των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, γνωστοποίησε στον αιτητή την απόρριψη της υποβληθείσας αιτήσεως, ως εξής:-
«Αναφέρομαι στην αίτηση σας ημερομηνίας 16/07/2020 για ΤΙΜΗΤΙΚΟ ΕΠΙΔΟΜΑ και σας πληροφορώ ότι αυτή δεν έχει εγκριθεί λόγω του ότι:
Δεν λαμβάνετε Θεσμοθετημένη Σύνταξη από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων».
Εκ μέρους του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή, εγέρθηκε ισχυρισμός ύπαρξης πλάνης της διοίκησης και ελλιπούς έρευνας αφού, κατά τις εισηγήσεις, η διοίκηση παρέλειψε να αξιολογήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο όλα τα ενώπιον της στοιχεία. Υποβάλλει πως από το 1976 μέχρι το 1981 έζησε και εργάστηκε στην Ελλάδα, ενώ μέχρι το 1992 ζούσε και εργαζόταν στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου κι επέστρεψε στην Κύπρο. Αναφέρει πως λαμβάνει σύνταξη αναπηρίας από το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου λόγω της αναπηρίας του, δεν ήταν σε θέση να εργαστεί στη Δημοκρατία κι ως εκ τούτου, δεν κατέβαλλε εισφορές κοινωνικών ασφαλίσεων στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Διατείνεται πως οι καθ’ ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη τους πως ο ίδιος πληρούσε το σημαντικότερο κριτήριο, που ήταν η υπηρεσία του στην Εθνική Φρουρά κατά την Τουρκική Εισβολή του 1974 και πως υπάρχει περί τούτου, ρητή παραδοχή της διοίκησης πως ο αιτητής ήταν δικαιούχο πρόσωπο. Εισηγείται πως πεπλανημένα δεν ελήφθη υπόψη ότι η καταβολή κοινωνικών ασφαλίσεων εκ μέρους του, ήταν εξ αντικειμένου αδύνατη και πως όφειλε η διοίκηση να ζητήσει από τον ίδιο διευκρινίσεις και να τον καλέσει να ακουστεί, προτού καταλήξει στην άδικη και δυσμενή απόφαση να απορρίψει την υποβληθείσα αίτηση.
Εγείρεται ζήτημα κακής άσκησης της διακριτικής εξουσίας της διοίκησης, παράβασης των αρχών της χρηστής διοίκησης και καλής πίστης, ελλιπούς αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης, αλλά και παράβασης της αρχής της ισότητας, κατά τις διατάξεις του Άρθρου 28 του Συντάγματος, η οποία επιβάλλει στην διοίκηση να μεταχειρίζεται όλους τους πολίτες που τελούν κάτω από τις ίδιες συνθήκες, κατά όμοιο τρόπο.
Σε σχέση με την επιστολή ημερομηνίας 4.11.2020 που απέστειλε προς τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, η οποία δεν απαντήθηκε, επισημαίνεται κι από τον ίδιο τον αιτητή, μέσα στη γραπτή του αγόρευση, πως θεωρήθηκε ως αρνητική η απάντηση, εξ ου και προχώρησε στην καταχώρηση της υπό κρίση προσφυγής.
Σημαντικό κρίνεται να αναφερθεί πως στην γραπτή αγόρευση του αιτητή, στην παράγραφο 5.3, γίνεται πολύ συνοπτική αναφορά σε λήψη της απόφασης από αναρμόδιο όργανο, που συνεδρίασε κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 21 του Ν. 158(Ι)/99, χωρίς να υπάρχει άρτιο πρακτικό. Ομοίως, στο μέρος της γραπτής του αγόρευσης υπό τίτλο «6. ΚΑΤΑΛΗΞΗ», υποβάλλεται στην παράγραφο 6.5, πολύ συνοπτικά, πως το επίδικο Σχέδιο για παροχή του τιμητικού επιδόματος, αντιβαίνει στο Σύνταγμα, αφού παράνομα και αντισυνταγματικά αποκλείστηκε μερίδα ανθρώπων που πολέμησε κατά την Τουρκική Εισβολή του 1974.
Η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας, επεσήμανε την γενικότητα προβολής αυτού του τελευταίου ζητήματος αντισυνταγματικότητας του Σχεδίου, υποβάλλοντας πως δεν υπήρξε η δέουσα δικογράφηση αφενός και αφετέρου δεν προωθήθηκε επαρκώς στην γραπτή του αγόρευση με την δέουσα λεπτομέρεια. Ανεξαρτήτως τούτου, υποβάλλεται η θέση πως το εν λόγω επίδομα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την λήψη θεσμοθετημένης σύνταξης από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και η καταβολή εισφορών κοινωνικών ασφαλίσεων αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση για να καταστεί ένα πρόσωπο ως δικαιούχο. Υποβάλλει πως πρόθεση του νομοθέτη, ήταν η θεσμοθέτηση επιδόματος ειδικής αύξησης επί της θεσμοθετημένης σύνταξης και όχι επιδόματος που να αποδίδεται ευρύτερα στα πρόσωπα που υπηρέτησαν στην Εθνική Φρουρά κατά το έτος 1974. Απορρίπτοντας τις θέσεις του αιτητή, υποστήριξε πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη και ορθή.
Έχοντας παραθέσει το πλαίσιο με το οποίο θεσπίστηκε η δυνατότητα λήψης του τιμητικού επιδόματος, βάσει του σχετικού Σχεδίου, όπως αυτό εγκρίθηκε στα πλαίσια των προαναφερθεισών Αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου, προχωρώ να εξετάσω τους εγειρόμενους ισχυρισμούς, αρχίζοντας από το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας του Σχεδίου, όπως ο ισχυρισμός αυτός αναπτύχθηκε, πολύ λακωνικά, στην παράγραφο 6.5. της γραπτής αγόρευσης του αιτητή.
Επ’ αυτού, πρωτίστως υπενθυμίζεται η θεμελιακή αρχή που αναγνωρίστηκε στην The Improvement Board of Eylenja v. Andreas Constantinou (1967) 1 C.L.R. 167, πως η συνταγματικότητα νόμου, συνιστά νομικό θέμα ιδιάζουσας σημασίας και σπουδαιότητας, το οποίο, όχι μόνο δεν εξετάζεται αυτεπάγγελτα, αλλά μπορεί να καταστεί επίδικο, μόνον μετά τον επακριβή προσδιορισμό του άρθρου ή άρθρων του νόμου που αμφισβητούνται, αφενός και των συνταγματικών διατάξεων προς τις οποίες, κατ΄ισχυρισμό, προσκρούουν, αφετέρου. Η παράλειψη επακριβούς προσδιορισμού, οδηγεί σε απόρριψη του προβαλλόμενου λόγου περί αντισυνταγματικότητας (Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 196, Περικλέους ν. Δήμου Κάτω Πολεμιδιών (2009) 3 Α.Α.Δ. 37, Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού ν. Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Εφέσεις Αρ. 2/2016 & 7/2016, ημερομηνίας 3.3.2017, Παστελλάς ν. Δημοκρατίας (2017) 3Β Α.Α.Δ. 680).
Κατά την νομολογία, τα Δικαστήρια δεν έχουν εξουσία να υπεισέλθουν στη σκοπιμότητα ή τη σοφία του νομοθετήματος, αφού ασχολούνται μόνο με το ζήτημα της συνταγματικότητας κι όχι με τα κίνητρα του νόμου ή την πολιτική ή τη σοφία του ή τη συμφωνία του με τη φυσική δικαιοσύνη, τις θεμελιώδεις αρχές διακυβέρνησης ή το πνεύμα του Συντάγματος (Board of Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640, Ε.Δ.Δ. 190/19 Ιωακείμ ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 28.1.2022). Το δε Δικαστήριο, δεν έχει τη δυνατότητα αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης των προνοιών του νομοθετήματος (ΚΟΑ v. Ποταμίτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 315, Παστελλάς (ανωτέρω)).
Επιπροσθέτως, θα πρέπει να λεχθεί πως το Δικαστήριο εξετάζει ζητήματα αντισυνταγματικότητας, μόνον όταν η αποδοχή της αντισυνταγματικότητας θα οδηγήσει στην επίλυση της επίδικης διαφοράς (Dias United Publishing Co Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550, Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ 380).
Στην παράγραφο 7 των νομικών σημείων της προσφυγής, εγείρεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας του Σχεδίου, λόγω πρόκλησης ανισότητας σε μερίδα πολιτών. Στην παράγραφο 6.5 της γραπτής αγόρευσης, δεν δίδεται καμία περαιτέρω εξειδίκευση, παρά μόνον επανάληψη των όσων ήδη λέχθηκαν περί αντισυνταγματικού αποκλεισμού μερίδας ανθρώπων που πολέμησαν κατά την Τουρκική Εισβολή του 1974. Συνεπώς, δεν υπήρξε η δέουσα δικονομική έγερση του ζητήματος, προκειμένου να τύχει εξέτασης ο εν λόγω ισχυρισμός.
Αλλά εν πάση περιπτώσει, στα ασαφή έστω πλαίσια που τέθηκαν εκ μέρους του αιτητή, ακόμα και εάν υπήρχε η απαιτούμενη, εκ της νομολογίας, εξειδίκευση του εγερθέντος ζητήματος αντισυνταγματικότητας, δεν εντοπίζω να ευσταθούν οι θέσεις που προβάλλονται.
Όπως επαναλήφθηκε στην Δημοκρατία ν. Κωνσταντίνου (2002) 3 Α.Α.Δ. 534, με αναφορά, μεταξύ άλλων, και στις Apostolides and Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 928 και Σαββίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 127, η ομοιογένεια των αντικειμένων και υποκειμένων του δικαίου αποτελεί κοινό παρονομαστή της ισότητας, αποκλειομένης της εξίσωσης μεταξύ των ανομοίων ή της διάκρισης μεταξύ των ομοίων. Πρόκειται για την Αριστοτελική έννοια της ισότητας που έχει ως δείκτη ταξινόμησης την κατ’ ουσία ομοιότητα των πραγμάτων και όχι την αριθμητική τους αντιστοιχία.
Στην Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119, τονίστηκε πως η δυναμική της αρχής της ισότητας, επιβάλλει την ανίχνευση της φύσης των υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου, έτσι ώστε να αποδίδονται τα ίσα στα όμοια και να αποκλείεται η ταύτιση των ανομοίων. Κατά τη νομολογία, το Άρθρο 28 του Συντάγματος, δεν ταυτίζεται με την αριθμητική ισότητα, αλλά διασφαλίζει εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων, χωρίς να απαγορεύονται εύλογες διακρίσεις, οι οποίες θεμελιώνονται σε αντικειμενική εκτίμηση διαφορετικών πραγματικών καταστάσεων (Ζίζιρου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 631).
Εάν τα υποκείμενα ή αντικείμενα της ρύθμισης είναι ομοιογενή, δεν χωρεί διάκριση. Εάν είναι ανομοιογενή χωρεί και παρέχεται ευχέρεια για τη θεσμοθέτηση διάφορου κανόνα ή την υιοθέτηση διάφορης ρύθμισης (Θεοχαρίδης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 63).
Ανατρέχοντας στις πρόνοιες του Σχεδίου για καταβολή του τιμητικού επιδόματος σε πρόσωπα που έχουν υπηρετήσει θητεία ή εφεδρεία στην Εθνική Φρουρά κατά την περίοδο της Τουρκικής Εισβολής του 1974, στη βάση των όσων ρητώς καθορίστηκαν από τις Αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου, διαφαίνεται ο σκοπός του Σχεδίου, που δεν ήταν άλλος από την επαύξηση του ποσού της θεσμοθετημένης σύνταξης ή σύνταξης αναπηρίας, που ο εκάστοτε δικαιούχος λαμβάνει από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, σύνταξη (θεσμοθετημένη ή αναπηρίας) την οποία λαμβάνει πρόσωπο που προσέφερε στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας και ασφάλισης του κράτους.
Το Σχέδιο δεν σκοπεί στην καταβολή επιδόματος γενικά σε όλα τα πρόσωπα που υπηρέτησαν κατά την διάρκεια της Τουρκικής Εισβολής, όπως πολύ ορθά το έθεσε η συνήγορος της Δημοκρατίας, αλλά σκοπεί στην αύξηση του ποσού της θεσμοθετημένης σύνταξης ή σύνταξης αναπηρίας, υπολογιζόμενο κατά τρόπο κλιμακωτό, επί του ποσού της θεσμοθετημένης σύνταξης που λαμβάνεται.
Το κριτήριο της λήψης θεσμοθετημένης σύνταξης, αποτελούσε εκ των ων ουκ άνευ απαιτούμενο, για σκοπούς καταβολής του επιδόματος, ως ειδική αύξηση επ’ αυτής, συνδεδεμένο με αντικειμενική και εύλογη εκτίμηση που δικαιολογεί την διάκριση μεταξύ προσώπων που κατέβαλλαν εισφορές στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και προσώπων που δεν κατέβαλλαν.
Στη βάση των πιο πάνω πάνω, καταλήγω πως οι θέσεις του αιτητή θα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες, αφού δεν εντοπίζω οποιαδήποτε αυθαίρετη δυσμενή διάκριση που να επηρεάζει την αρχή της ισότητας, κατά τις διατάξεις του Άρθρου 28 του Συντάγματος.
Αντιθέτως, ο λόγος για τον οποίο απορρίφθηκε η αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής, στηρίχθηκε, νομίμως, στο γεγονός της μη λήψης θεσμοθετημένης σύνταξης από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, επίδομα το οποίο θα αποτελούσε ειδική αύξηση επ΄ αυτής και δεν ήταν αυθύπαρκτο. Όπως εξάλλου το έθεσε κι ο ίδιος ο αιτητής, δεν κατέβαλλε στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων εισφορές, επομένως, δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του Σχεδίου για λήψη του συγκεκριμένου επιδόματος, κλιμακωτά καθοριζόμενου, αναλόγως του ποσού σύνταξης που ελάμβανε από το Ταμείο.
Δεν εντοπίζω οποιαδήποτε πλάνη της διοίκησης, ούτε ως προς τα πραγματικά περιστατικά, αλλά ούτε κι ως προς τις απαιτήσεις του Σχεδίου. Διαπιστώνω επίσης, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως κι επαρκώς αιτιολογημένη, αφού εντοπίζονται σε αυτήν όλα τα απαραίτητα στοιχεία από τα οποία εύκολα μπορεί να ασκηθεί δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας της υπό κρίση απόφασης και καθίσταται γνωστός ο λόγος της απόρριψης της αιτήσεως.
Απορριπτέοι τυγχάνουν κι οι ισχυρισμοί πως η διοίκηση όφειλε να καλέσει τον αιτητή να ακουστεί ή να ζητήσει από αυτόν περαιτέρω διευκρινίσεις. Είναι σαφές ότι στην υπό κρίση περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εμπίπτει στην εμβέλεια της διάταξης του άρθρου 43(1) του Ν. 158(Ι)/99, αφού δεν αποτελεί ούτε κύρωση, αλλά ούτε και μέτρο πειθαρχικής φύσεως. Εξάλλου, το γεγονός της μη καταβολής εισφορών εκ μέρους του αιτητή και κατά συνέπεια της μη λήψης θεσμοθετημένης σύνταξης, που αποτελούσε βασική προϋπόθεση για την λήψη της ειδικής αύξησης επ’ αυτής, ως επίδομα, αποτελούσε ένα υπαρκτό αντικειμενικό γεγονός, που προέκυπτε ευθέως από τα αρχεία των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Όπως ήδη λέχθηκε, στην τελευταία παράγραφο της γραπτής αγόρευσης του αιτητή, υπό τίτλο «6. ΚΑΤΑΛΗΞΗ», εγέρθηκαν συνοπτικά, χωρίς καμία ανάλυση ή εξειδίκευση, ισχυρισμοί λήψης της απόφασης από αναρμόδιο όργανο, μη τήρησης άρτιου πρακτικού και παράβασης των διατάξεων του άρθρου 21 του Ν. 158(Ι)/99, ισχυρισμοί που απορρίπτονται, λόγω της αόριστης προβολής τους.
Υπό το φως όλων των πιο πάνω στοιχείων και δεδομένων, καταλήγω πως η προσβαλλόμενη απόφαση κρίνεται ως νόμιμη, εύλογη και αιτιολογημένη.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €2.000 έξοδα εναντίον του αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο