Γ. Χ. ν. Υπουργείο Μεταφορών Επικοινωνιών και Έργων μέσω Διευθυντή Ταχυδρομικών Υπηρεσιών, Υπόθεση Αρ. 654/2018, 19/9/2025
print
Τίτλος:
Γ. Χ. ν. Υπουργείο Μεταφορών Επικοινωνιών και Έργων μέσω Διευθυντή Ταχυδρομικών Υπηρεσιών, Υπόθεση Αρ. 654/2018, 19/9/2025

                                               ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                         

  Υπόθεση Αρ. 654/2018

                                                   19 Σεπτεμβρίου, 2025

 

                                             [ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]

 

                        ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

Γ. Χ.

                                                                                                                      Αιτητή,

και

 

Υπουργείο Μεταφορών Επικοινωνιών και Έργων

 μέσω Διευθυντή Ταχυδρομικών Υπηρεσιών

    Καθ' ων η Αίτηση.

   

 __________________

 

Σωτήρης Αργυρού, δια Σωτήρης Αργυρού και Συνεταίροι Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για τον Αιτητή.

Κυριακή Παπαδοπούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο των Καθ' ων η αίτηση.

  ___________________

                                                

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ : Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής αιτείται: «Δήλωση του Δικαστηρίου ότι, η πράξη και/ή απόφαση του καθ' ου η αίτηση, η οποία εστάλη στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 2 Μαρτίου, 2018 και με την οποία τον ενημέρωσε την απόφαση για επιβολή της ποινής απόλυσης, η οποία συνεπάγεται απώλεια όλων των ωφελημάτων αφυπηρέτησης και συνεπακόλουθη στέρηση αυτών είναι Αντισυνταγματική και/ή παράνομη και/ή παραβιάζει τα άρθρα 23 και 28 του Συντάγματος και/ή ελήφθη Καθ' υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας και/ή στερείται οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος και/ή συνέπειας και/ή κατά παράβαση της αρχής της καλής πίστης είναι άκυρη, παράνομη, και στερούμενη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»

 

Ως καταγράφεται στην Ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει αντίστοιχα από τα σχετικά έγγραφα των διοικητικών φακέλων των Ταχυδρομικών Υπηρεσιών οι οποίοι έχουν κατατεθεί στο Δικαστήριο, τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως εξής.

 

Ο Αιτητής είναι Ταχυδρομικός Διανομέας, Εργοδοτούμενος Αορίστου Χρόνου, για τον οποίο υποβλήθηκε εκ μέρους των Καθ' ων η αίτηση μέσω επιστολής ημερ. 22.09.2017 του Τμήματος Ταχυδρομικών Υπηρεσιών, εισήγηση στον Υπουργό Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων για διεξαγωγή πειθαρχικής έρευνας, στη βάση του Άρθρου 81 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων, τα οποία ισχύουν κατ’ αναλογία και για τους εργοδοτούμενους αορίστου χρόνου και η οποία έτυχε της υπουργικής έγκρισης. Ακολούθως, με επιστολή ημερ. 26.10.2017, ορίστηκε η Διευθύντρια Διεύθυνσης Ελέγχου των  Καθ' ων η αίτηση για διεξαγωγή της πειθαρχικής έρευνας του αιτητή, όπου καθορίστηκε ότι τα παραπτώματα για τα οποία θα έπρεπε να διεξαχθεί η πειθαρχική έρευνα αφορούσαν :

«(α) Απουσία από την εργασία χωρίς άδεια και παράλειψη σχετική ενημέρωσης των προϊσταμένων του, παρά τις κατά καιρούς συστάσεις που το έχουν γίνει, (β) Πολύ συχνή αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην προσέλευση του στην εργασία του, (γ) Παράλειψή του να διεξαγάγει έγκαιρα το έργο της καθημερινής παράδοσης της αλληλογραφίας, με επακόλουθο την πρόκληση καθυστερήσεων και υποβολή δικαιολογημένων παραπόνων από το κοινό». 

 

Η Διευθύντρια Διεύθυνσης Ελέγχου υπέβαλε τη σχετική Έκθεσή της και το πόρισμα της έρευνας που είχε διεξαγάγει με επιστολή της ημερ. 2.12.2017. Από αυτά διαπιστώθηκε ότι όντως ο αιτητής είχε υποπέσει στα πειθαρχικά παραπτώματα για τα οποία είχε καταγγελθεί. Συγκεκριμένα επιβεβαιώθηκαν τα ακόλουθα:

«(α) Ο κ. Ιxxxxxx Χxxxxxxxxx, παρ όλες τις κατά καιρούς συστάσεις που του  έχουν γίνει, απουσιάζει, κατά διαστήματα, χωρίς άδεια από την εργασία του, παραλείποντας παράλληλα να ενημερώνει τους Προϊσταμένους του, ως οφείλει, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται προβλήματα στην ομαλή λειτουργία της υπηρεσίας.

(β) Πολύ συχνά, καθυστερεί, αδικαιολόγητα, να προσέλθει έγκαιρα στην εργασία του. (γ) Ο κος Χxxxxxxxxx παρέλειπε να διεξάγει έγκαιρα το έργο τη καθημερινής παράδοσης της αλληλογραφίας, με επακόλουθο την πρόκληση καθυστερήσεων και υποβολή δικαιολογημένων παραπόνων από το κοινό.

(δ) Η συχνή παράλειψη εκ μέρους του συνάδελφου Ι. Χxxxxxxxxx έγκαιρης ενημέρωσης για τις απουσίες του από την εργασία, επιφόρτιζε του συνάδελφους του με την υποχρέωση της διεκπεραίωσης και της δικής του εργασίας.»

 

Μετά από απόφαση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου, ο Γ.Δ. με επιστολή ημερ. 12.01.2018 μεταβίβασε την εξουσία για εκδίκαση της υπόθεσης στην Πρώτη Διοικητική Λειτουργό του Υπουργείου. Στις 13.02.2018 ο αιτητής κλήθηκε να παρουσιαστεί για εκδίκαση της υπόθεσης και τυχόν επιβολή κατάλληλης ποινής, στις 21 Φεβρουαρίου, 2018. Από τα πρακτικά που τηρήθηκαν κατά την εκδίκαση της υπόθεσης διαπιστώνεται πως παρά το γεγονός ότι ενημερώθηκε καταρχήν για τις κατηγορίες και το πόρισμα εναντίον του, όταν του ζητήθηκε να τοποθετηθεί και να υπερασπιστεί τον εαυτόν του ανέφερε ότι δεν είχε να πει οτιδήποτε, ενώ παραδέχθηκε ότι εργάζεται σε μπυραρία για συμπλήρωση των εισοδημάτων του. Σύμφωνα πάντα με το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων και τα σχετικά πρακτικά, αφού συνυπολογίστηκαν όλα τα δεδομένα, ήτοι ότι ήταν η τρίτη φορά που διεξάγεται πειθαρχική διαδικασία εναντίον του συγκεκριμένου εργαζόμενου, ότι δεν φαίνεται να συνειδητοποιεί τις επιπτώσεις των πράξεών του αλλά θεωρεί ότι δεν υπέπεσε σε σοβαρά αδικήματα και στην ουσία δεν επέδειξε ίχνος μεταμέλειας ούτε και διάθεση συμμόρφωσης με τους κανόνες που διέπουν την εργασία στο δημόσιο, του επιβλήθηκε η ποινής της απόλυσης. Ο αιτητης ενημερώθηκε σχετικά στις 27.02.2018 και γραπτώς με επιστολή ημερ. 2.03.2018. Ακολούθησε η καταχώρηση της παρούσας υπόθεσης εναντίον της απόφασης απόλυσης του.

 

Αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης τα οποία έχουν παρατεθεί, το Δικαστήριο σημειώνει ότι η πλευρά του αιτητή εν μέρει διαφωνεί με το περιεχόμενο της Ένστασης των Καθ΄ ων η Αίτηση, προβάλλοντας διαφορετικά γεγονότα. Συγκεκριμένα, προβάλλονται ισχυρισμοί για παραποιήσεις και/ή αλλοίωση εγγράφων του σχετικού διοικητικού φακέλου εις βάρος των δικαιωμάτων του αιτητή, μεροληψία της διοίκησης και στοχοποίηση του αιτητή, ενώ ακόμα αποδίδονται και αλλότρια κίνητρα σε λειτουργούς των Καθ' ων η αίτηση οι οποίοι κατονομάζονται στην αγόρευση του αιτητή. Ωστόσο, ως έχει νομολογηθεί, η αγόρευση σε υποθέσεις διοικητικού δικαίου δεν είναι μέσο για θεμελίωση πραγματικών δεδομένων και περαιτέρω, δεν είναι επιτρεπτή η προσαγωγή μαρτυρίας χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου, κάτι το οποίο στη παρούσα δεν έχει επιτραπεί. Αναφορικά δε με ισχυρισμούς από τη πλευρά του αιτητή ότι έχουν διαπιστωθεί κατά την επιθεώρηση του διοικητικού φακέλου διάφορα ποινικά αδικήματα, ως καταγράφεται και στα σχετικά πρακτικά του παρόντος Δικαστηρίου, εάν εμμένει στους ισχυρισμούς του ο αιτητής, δύναται να προχωρήσει σε καταγγελία στο αρμόδιο όργανο, δηλαδή την Αστυνομία.

 

Τα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούν τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου να επιληφθεί της προσφυγής και τα επίδικα θέματα προσδιορίζονται στη δικογραφία και η γραπτή αγόρευση επ’ ουδενί αποτελεί μέσο προσαγωγής μαρτυρίας ή διεύρυνσης των επίδικων θεμάτων (Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου, Υπόθεση Αρ. 1061/94, ημερ.30/6/95, Βαρνάβας Νικολάου και Υιοί Λτδ, v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 380/94, ημερ.31/8/95 και Κυριακίδης και άλλος ν. Δημοκρατίας, Υποθέσεις Αρ. 212/95 και 259/95, ημερ.31/1/97). Συνεπώς, δεδομένου ότι ουδεμία αίτηση για προσαγωγής μαρτυρίας μεσολάβησε, τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης προκύπτουν αποκλειστικά από τα σχετικά έγγραφα του διοικητικού φακέλου, ο οποίος έχει κατατεθεί στο Δικαστήριο στο στάδιο των Διευκρινήσεων. Συνεπώς, τα όσα ισχυρίζεται ο αιτητής μέσω των δικηγόρου του, δεν αποτελούν επιτρεπτή μαρτυρία και δεν μπορούν να απασχολήσουν το Δικαστήριο.

 

Επί της ουσίας της υπόθεσης, ο αιτητής μέσω της αγόρευσης του δικηγόρου του προωθεί ισχυρισμούς για διαπίστωση πλάνης της διοίκησης περί το νόμο κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, υποστηρίζοντας ότι αυτή εκδόθηκε με λανθασμένη νομική βάση και υπό λανθασμένη ερμηνεία του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου νόμου (Ν.158(Ι)/1999), όπως και παραβίαση των άρθρων 5 και 81 του Ν.1/90, η οποία συνεπάγεται αναρμοδιότητα οργάνου. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι, υφίσταται έλλειψη  δέουσας  έρευνας  και/ή  ορθής  αξιολόγησης  των  γεγονότων εκ μέρους των Καθ’ ων η Αίτηση, ύπαρξη πλάνης περί τα πράγματα, αλλά και ότι υφίσταται παράλειψη έκδοσης αιτιολογημένης απόφασης, αφού, είναι η θέση του ότι, η δοθείσα αιτιολογία για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ελλιπής και εσφαλμένη. Τέλος δε, προβάλει ισχυρισμό για παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης και του δικαιώματος ακρόασης ως διασφαλίζεται από το άρθρο 43 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου νόμου (Ν.158(Ι)/1999).

 

Αντίθετα, η πλευρά των Καθ’ ων η Αίτηση υποστηρίζει τη νομιμότητα της διοικητικής διαδικασίας, επικαλούμενη τα γεγονότα και παραθέτοντας στη γραπτή της αγόρευση αποσπάσματα της ισχύουσας νομοθεσίας και σχετικής νομολογίας. Πρωτίστως δε προβάλει ζήτημα αναρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου, δεδομένης της φύσης του εργασιακού καθεστώτος του αιτητή, θέση η οποία τονίστηκε από την κα.Παπαδοπούλου και κατά τις Διευκρινήσεις.

 

Της εξέτασης των προβαλλόμενων εκ μέρους του αιτητή λόγων ακύρωσης, προέχει η εξέταση της προδικαστικής ενστάσεως η οποία εγείρεται και προωθείται μέσω της γραπτής αγόρευσης των Καθ’ ων η Αίτηση. Συγκεκριμένα υποστηρίζεται ότι, το παρόν Δικαστήριο δεν είναι το αρμόδιο να επιληφθεί της προσβαλλόμενης πράξης, ήτοι του τερματισμού της απασχόλησης του αιτητή λόγω πειθαρχικού παραπτώματος αλλά αυτό, ενδεχομένως, να αφορά το Δικαστήριο Επίλυσης Εργατικών Διαφορών. Αφού μας παραπέμπουν στα γεγονότα της υπόθεσης, οι Καθ’ ων η αίτηση προβάλλουν ότι, το κριτήριο για το εάν μια απόφαση ανήκει στον τομέα του ιδιωτικού ή του δημοσίου δικαίου είναι αντικειμενικό και ως τέτοιο δεν μεταβάλλεται ανάλογα με την πτυχή που κάποιος εξετάζει την επίδικη πράξη (Ψαράς ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.4. 594, και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 577). Εν προκειμένω, τονίζουν, ο αιτών καθ' όλους τους χρόνους υπηρετούσε ως Ταχυδρομικός Διανομέας Αορίστου Χρόνου και όχι ως μόνιμο δημόσιος υπάλληλος και συνεπώς το Αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν μπορεί να έχει αρμοδιότητα. Ως προς τούτο, η ευπαίδευτη δικηγόρος των Καθ’ ων η αίτηση παραπέμπει στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην Υπόθεση 551/2013, Χριστοδούλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 07/06/2013, σχετικά με την αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος και τον διαχωρισμό των πράξεων σε ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου. Κυρίως, γίνεται επίκληση της Υπόθεσης υπ' αρ. 1546/2006, Αβραάμ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 21/01/2008, (2008) 3 ΑΑΔ 49 και της απόφασης στην Αναθεωρητική Έφεση υπ' αρ. 67/2010, Βενιζέλου και Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή Φυλακών, απόφαση ημερ. 21/05/2015, αποφάσεις οι οποίες αφορούσαν, ομοίως με την παρούσα, τερματισμό υπηρεσιών εκτάκτου υπαλλήλου. Προβάλλοντας στο Δικαστήριο την εν λόγω νομολογία, οι Καθ’ ων η Αίτηση υποδεικνύουν ότι, η παρούσα υπόθεση εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και συνεπώς θα πρέπει να απορριφθεί χωρίς να εξεταστεί στην ουσία της.  

 

Αντίθετα, μέσω της απαντητικής της αγόρευσης, η πλευρά του αιτητή ισχυρίζεται ότι εκ μέρους των Καθ' ων η Αίτηση επιχειρείται με ανεπίτρεπτο δικονομικό τρόπο να τροποποιηθεί η Ένσταση, αφού εγείρονται προδικαστικά σημεία τα οποία δεν εγέρθηκαν αρχικά ως όφειλαν να πράξουν. Επί της ουσίας του ζητήματος, απορρίπτει τη θέση ότι, το αρμόδιο να επιληφθεί της προσβαλλόμενης πράξης είναι το Δικαστήριο Επίλυσης Εργατικών Διαφορών, το οποίο δεν μπορεί να εξετάσει ζητήματα τα οποία εμπίπτουν στη σφαίρα του Δημοσίου Δικαίου όπου κατατάσσει τη προσβαλλόμενη πράξη. Όπως καταγράφεται στην αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή, στην παρούσα περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από την Πρώτη Διοικητική Λειτουργό του Υπουργείου Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων η οποία ενημέρωσε τον αιτητή ότι η Αρμόδια Αρχή μεταβίβασε στην ίδια τις εξουσίες της με βάση το άρθρο 82(4) των Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο του 1990 ως 2017. Συνεπώς, υποστηρίζει, με βάση το σχετικό νόμο η Δημόσια Διοίκηση ασκεί δημόσια εξουσία και η απόφαση απόλυσης, η οποία προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή, έχει εκτελεστότητα παράγοντας έννομο αποτέλεσμα στον αιτητή. Υποστηρίζει ακόμα ότι, η σχέση του εργοδοτούμενου αιτητή με τους Καθ’ ων η Αίτηση είναι σχέση εξουσίας και όχι σχέση διαχείρισης, αφού ο Υπουργός Οικονομικών αποφασίζει την έγκριση πρόσληψης του αριθμού εκτάκτων υπαλλήλων ανά οικείο Υπουργείο και ανά οικεία υπηρεσία. Συνεπώς, καταλήγει στο επιχείρημα της η πλευρά του αιτητή, αφού η πρόσληψη δεν είναι ζήτημα διαχείρισης (fiscus) αλλά ζήτημα εξουσίας (imperium), δεν μπορεί και ο τερματισμός ο οποίος επέρχεται κατά τις προπαρασκευαστικές ενέργειες της Διοίκησης να αξιολογείται από άλλο νομικό καθεστώς.

 

Εξετάζοντας την προδικαστική ένσταση, αναγνωρίζω ότι, παρόλο που δεν εγείρεται οιοδήποτε προδικαστικό ζήτημα στην Ένσταση των Καθ' ων η αίτηση, εντούτοις το θέμα αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου, αποτελεί ζήτημα θεμελιακού χαρακτήρα και συνεπώς μπορεί να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της υπόθεσης, ακόμα και να εξεταστεί αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (Razis and Another ν. Republic (1982) 3 C.L.R. 45, Georghiou ν. Republic (1982) 3 C.L.R. 828, Yiangou v. The Republic (1987) 3 C.L.R. 27, Hadjigeorghi ν. The Minister of Finance (1987) 3 C.L.R. 280). Αυτή η τοποθέτηση του Δικαστηρίου απαντά και στη προβληθείσα θέση του αιτητή ότι εκ μέρους των Καθ' ων η Αίτηση εγείρονται προδικαστικά σημεία τα οποία δεν δικογραφήθηκαν και ούτε εγέρθηκαν αρχικά με την καταχώρηση της Ένστασης τους ως όφειλαν.

 

Έχω διαβάσει με προσοχή τα προβαλλόμενα, εκατέρωθεν, επιχειρήματα. Όπως καταγράφεται στα σχετικά γεγονότα και είναι παραδεκτό, ο αιτητής είναι Ταχυδρομικός Διανομέας, με το καθεστώς Εργοδοτούμενου Αορίστου Χρόνου, ενώ η προσβαλλόμενη πράξη είναι ο τερματισμός της απασχόλησης του. Όπως εύστοχα υποδεικνύει η κα. Παπαδοπούλου, αντίστοιχα ζητήματα κρίθηκαν ήδη από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως οι ανωτέρω αποφάσεις τις οποίες επικαλέιται.

 

Συγκεκριμένα, στην απόφαση ημερ. 21/01/2008, Αντιγόνη Αβραάμ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, (2008) 3 ΑΑΔ 49, υπόθεση υπ' αρ. 1546/2006,  η οποία αφορούσε τερματισμό υπηρεσιών εκτάκτου υπαλλήλου, η πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, καθόρισε τις αρχές της νομολογίας σε σχέση με το ζήτημα, ως εξής:

 

          «Ο Ν.98(Ι)/2003, που όπως είπαμε πιο πάνω είναι εναρμονιστικός της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, ορίζει στο Άρθρο 10 ως αρμόδιο δικαστήριο «προς επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς αστικής φύσεως, η οποία ήθελε προκύψει από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου», το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών. Και βεβαίως ο τερματισμός των υπηρεσιών συμβασιούχου εμπίπτει στην έννοια «διαφοράς αστικής φύσεως». Ο καθορισμός του αρμόδιου δικαστηρίου στο Νόμο έγινε σύμφωνα με το Άρθρο 5 στη Ρήτρα 8 της Οδηγίας, όπου αναφέρεται:

«Η πρόληψη και η αντιμετώπιση των διαφορών και καταγγελιών που προκύπτουν από την εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας γίνονται σύμφωνα με τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις και πρακτικές σε εθνικό επίπεδο.» 

 

Ο Νόμος και η οδηγία εφαρμόζονται σε όλους τους συμβασιούχους αορίστου διαρκείας που υπηρετούν στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Η θεραπεία που δίδεται από το δικαστήριο, σε περίπτωση παρανομίας εκ μέρους του εργοδότη, πρέπει να είναι πλήρης και ταυτόχρονα ισότιμη και ισόνομη. Τέτοια θεραπεία δεν μπορεί να δώσει το Ανώτατο Δικαστήριο στην άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ακυρωτική και ασκείται μόνο στον τομέα του δημοσίου δικαίου. Επομένως, οι συμβασιούχοι αορίστου διαρκείας στον ιδιωτικό τομέα δεν μπορούν να την επικαλεστούν. Με το Νόμο και τη σχετική Οδηγία όλοι οι συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου, που μετατρέπονται σε αορίστου χρόνου, αποκτούν δικαιώματα που διασφαλίζονται ισότιμα και ισόνομα από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, όπως καθορίζεται στο Νόμο.

 

Έχουμε τη γνώμη πως οι όροι υπηρεσίας των εκτάκτων - συμβασιούχων στο δημόσιο τομέα καθορίζονται από τη σύμβαση τους και τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες και ως εκ τούτου ο τερματισμός των υπηρεσιών τους ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και τη σχετική Οδηγία, η οποία, σύμφωνα με την πρόσφατη τροποποίηση του Συντάγματός μας, ο περί της Πέμπτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμος, Ν.127(Ι)/06,   έχει αυξημένη ισχύ και έναντι των προνοιών του Συντάγματος. 

 

Επομένως, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία στο θέμα. Η προσφυγή απορρίπτεται. Ενόψει όμως του γεγονότος πως συζητήθηκαν ενώπιόν μας σοβαρά και πρωτότυπα νομικά ζητήματα δεν γίνεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.»

 

Ειδικότερα ως προς το επιχείρημα του αιτητή πως στη παρούσα περίπτωση οι Καθ’ ων ενήργησαν βάσει του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου σημειώνω ότι, το Ανώτατο Δικαστήριο, ανέφερε ότι θα ήταν ανορθόδοξο, ενώ η επίδικη σχέση εμπίπτει εντός της έννοιας της σχέσης ιδιωτικού δικαίου, σε σχέση με τον τερματισμό της, να γίνεται επίκληση ότι είναι δημοσίου δικαίου. Συγκεκριμένα, στην Αναθεωρητική Έφεση υπ' αρ. 67/2010, Βενιζέλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή Φυλακών, απόφαση ημερ. 21/05/2015 όπου ομοίως επίδικο θέμα ήταν η πράξη τερματισμού των υπηρεσιών εκτάκτου δεσμοφύλακα, το Ανώτατο Δικαστήριο, υιοθέτησε την Αβραάμ (ανωτέρω), για να καταλήξει στα εξής συμπεράσματα:

«Δεν έχει καμία απολύτως σημασία ότι εν προκειμένω για τη λύση της εργασιακής σχέσης δια του τερματισμού της χρησιμοποιήθηκε και η διαδικασία του περί Φυλακών Νόμου και των περί Υπηρεσία Φυλακών Κανονισμών του 2000.

Δεν αλλοιώνεται ο πυρήνας ούτε της σχέσης του εφεσείοντα με τους εφεσίβλητους του ούτε βέβαια η φύση του τερματισμού της σχέσης. Θα ήταν αντινομικό να θεωρηθεί η αφετηρία και η εξέλιξη της σχέσης αυτής ως ιδιωτικού δικαίου και το τέλος της δια του τερματισμού ως δημοσίου δικαίου, όπως εισηγείται ο κ.Αγγελίδης. Η όλη λοιπόν αντίληψη που προώθησε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα αντιμάχεται ευθέως την Αβραάμ και οι εισηγήσεις του δεν είναι βάσιμες.

Συνακόλουθα κρίνουμε ότι ο αδελφός μας Δικαστής που επιλήφθηκε της προσφυγής με την εκκαλούμενη απόφαση αποφάσισε στις σωστές Παραμέτρους και ορθά θεώρησε ότι δεν υπήρχε πεδίο διαφοροποίησης από την Αβραάμ».

 

Ομοίως και στην Πολιτική Έφεση με αρ. 197/2011, Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Διευθυντή Φυλακων ν. Ψαρά, απόφαση ημερ. 13/02/2018, επιβεβαιώθηκε ότι η πράξη απόλυσης εργαζόμενου με αντίστοιχο καθεστώς εργαζόμενου αορίστου χρόνου εμπίπτει στο ιδιωτικό δίκαιο, όπως ακόμα και σε μεταγενέστερες αποφάσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου τις οποίες δεν κρίνω χρήσιμο να επαναλάβω.

                            

Καταγράφοντας αυτά, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με την ευπαίδευτη δικηγόρο των Καθ’ ων η Αίτηση ότι, το Ανώτατο Δικαστήριο απάντησε ήδη, αρνητικά, στο ερώτημα κατά πόσον η επίδικη πράξη απόλυσης εργαζόμενου με καθεστώς αορίστου χρόνου εμπίπτει στο δημόσιο δίκαιο, καθιστώντας το Διοικητικό Δικαστήριο αναρμόδιο.

 

Η προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει και η προσφυγή απορρίπτεται ως εκφεύγουσα της αρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου. Επιδικάζονται 1700 ευρώ έξοδα, υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.               

 Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.      


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο