ΑΝΤΩΝΗΣ ΧΡΟΝΙΔΗΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ.1440/2021, 28/11/2025
print
Τίτλος:
ΑΝΤΩΝΗΣ ΧΡΟΝΙΔΗΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ.1440/2021, 28/11/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                        

(Υπόθεση Αρ.1440/2021)

 28 Νοεμβρίου 2025

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΝΤΩΝΗΣ ΧΡΟΝΙΔΗΣ

                                                                             Αιτητής

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

      

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Ι. Μιχαήλ (κα), για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή

Δ. Εργατούδη (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

Χ. Σιακαλλή (κα), για Ορφανίδης, Χριστοφίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Ενδιαφερόμενο Μέρος

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, προσβάλλεται ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος η απόφαση της καθ’ ης η αίτηση, Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.), η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 24.9.2021 και σύμφωνα με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος («Ε.Μ.») Χρύσανθος Γεωργίου προήχθη στη μόνιμη θέση Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, στην ειδικότητα της Γενικής Χειρουργικής («η επίδικη θέση»), από 1.9.2021, αντί και/ή στη θέση του αιτητή.

 

Σύντομη αναδρομή στα γεγονότα της υπόθεσης, αποκαλύπτει τα εξής:

 

Η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Υγείας («η Γενική Διευθύντρια»), με επιστολή της, ημερομηνίας 15.7.2021, υπέβαλε πρόταση προς την Ε.Δ.Υ. για πλήρωση μιας κενής μόνιμης θέσης Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, στην ειδικότητα της Γενικής Χειρουργικής.

 

Λόγω του ότι η επίδικη θέση είναι θέση προαγωγής, η Ε.Δ.Υ., στη συνεδρία της, ημερομηνίας 23.7.2021, αποφάσισε να επιληφθεί του θέματος πλήρωσής της σε μεταγενέστερη ημερομηνία και όπως στη συνεδρία κληθεί να παραστεί και η Γενική Διευθύντρια, προκειμένου να προβεί σε σύσταση.

 

Πράγματι, στη συνεδρία της Ε.Δ.Υ., ημερομηνίας 11.8.2021, παρέστη η Γενική Διευθύντρια, η οποία, αφού σύστησε για προαγωγή το Ε.Μ., αποχώρησε από τη συνεδρία. Ακολούθως, η Ε.Δ.Υ., όπως αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό, στα πλαίσια εξέτασης της καταλληλότητας των υποψηφίων, προέβη σε σύγκριση και αξιολόγησή τους. Προς τούτο, ανέτρεξε στον φάκελο πλήρωσης της θέσης, στους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων και έλαβε επίσης υπόψη της, τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας. Έκρινε δε η Ε.Δ.Υ., στη βάση του συνόλου των ενώπιον της στοιχείων, ότι το Ε.Μ. ήταν ο πλέον κατάλληλος και αποφάσισε να του προσφέρει προαγωγή στην επίδικη θέση από 1.9.2021.

 

Ο αιτητής αντέδρασε και κατά της πιο πάνω απόφασης, καταχώρησε την υπό κρίση προσφυγή, στις 25.11.2021.

 

Η πλευρά της αιτήτριας βάλλει τόσο κατά της σύστασης της Γενικής Διευθύντριας, όσο και κατά της τελικής απόφασης της Ε.Δ.Υ.. Στον πυρήνα της σχετικής επιχειρηματολογίας, βρίσκεται ο ισχυρισμός ότι παράνομα, πεπλανημένα, αναιτιολόγητα και χωρίς τη διενέργεια της δέουσας έρευνας, η Γενική Διευθύντρια, αρχικά, και εν συνεχεία η Ε.Δ.Υ., η οποία και υιοθέτησε την εν λόγω σύσταση, προσέδωσαν υπέρμετρη και/ή υπερβολική βαρύτητα στον Διδακτορικό Τίτλο που κατέχει το Ε.Μ., παραγνωρίζοντας πλήρως και ανεπίτρεπτα την καταφανή και σημαντική υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα, αλλά και πείρα, η οποία προσθέτει στην αξία και τον καθιστά καταλληλότερο για πλήρωση της επίδικης θέσης.

 

Περαιτέρω, προωθείται και ο ισχυρισμός ότι η επίδικη προαγωγική διαδικασία και η λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίχθηκαν σε παράνομο σχέδιο υπηρεσίας και παράνομες διαδικασίες. Και τούτο, κατά τη σχετική εισήγηση, καθότι ενώ στο παρελθόν, για σκοπούς πλήρωσης της επίδικης θέσης, αποτελούσε απαιτούμενο προσόν η κατοχή εξαετούς τουλάχιστον υπηρεσίας στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση (θέση Βοηθού Διευθυντή Τμήματος/Κλινικής), «προωθήθηκε αλλαγή στο οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας, σύμφωνα με την οποία απαιτούμενο προσόν για σκοπούς πλήρωσης της επίδικης θέσης αποτελεί πλέον, μεταξύ άλλων, η τετραετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Βοηθού Διευθυντή Τμήματος/Κλινικής». Εάν, όμως, δεν επέρχετο η συγκεκριμένη αλλαγή και/ή τροποποίηση, το Ε.Μ. δεν θα συμπλήρωνε κατά τον ουσιώδη χρόνο την απαιτούμενη υπηρεσία στη θέση Βοηθού Διευθυντή Τμήματος/Κλινικής και, συνεπώς, δεν θα πληρούσε τα κριτήρια για να διεκδικήσει προαγωγή στην επίδικη θέση.

 

Στη βάση των πιο πάνω, προβάλλονται και ισχυρισμοί περί υπέρβασης και/ή κατάχρησης εξουσίας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση.

 

Η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπήρξε το αποτέλεσμα μιας καθόλα νόμιμης διαδικασίας, στο πλαίσιο της οποίας υποβλήθηκε νόμιμη σύσταση, λήφθηκε δε η απόφαση αυτή κατόπιν διενέργειας της δέουσας έρευνας, ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία, και είναι αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ., χωρίς να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη κατά τη λήψη της. Τόσο η Γενική Διευθύντρια όσο και η Ε.Δ.Υ., αξιολόγησαν και έλαβαν δεόντως υπόψη όλα τα στοιχεία κρίσης αναφορικά με τον αιτητή και το Ε.Μ., περιλαμβανομένης της αρχαιότητας, της πείρας, αλλά και των προσόντων των υποψηφίων. Αυτή δε η αξιολόγηση υπήρξε σύννομη και εντός των ορίων της διακριτικής εξουσίας των καθ’ ων η αίτηση.

 

Τονίζει, μεταξύ άλλων, η κα Εργατούδη ότι η διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου είναι ευρεία όταν πρόκειται για θέσεις που βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία, ως η επίδικη, «και η αποτίμηση της βαρύτητας των διαφόρων στοιχείων κρίσης των υποψηφίων δεν είναι προκαθορισμένη». Εισηγείται περαιτέρω η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση ότι η αρχαιότητα και η πείρα δεν έχουν αποφασιστική σημασία όταν πρόκειται για θέσεις που βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία, η δε αρχαιότητα υπερισχύει μόνον όταν οι υποψήφιοι είναι ισάξιοι στα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης, κάτι που εν προκειμένω δεν συμβαίνει, εφόσον το Ε.Μ. υπερισχύει έναντι του αιτητή σε προσόντα.

 

Εις αντίκρουση του ισχυρισμού του αιτητή περί παράνομου σχεδίου υπηρεσίας, η κα Εργατούδη, επικαλούμενη το δόγμα του ανεπίτρεπτου της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, υποβάλλει ότι ο αιτητής δε νομιμοποιείται να προβάλλει έναν τέτοιο ισχυρισμό, εφόσον συμμετείχε σε όλα τα στάδια της προαγωγικής διαδικασίας ανεπιφύλακτα και ουδέποτε ήγειρε ζήτημα παρανομίας του συγκεκριμένου σχεδίου υπηρεσίας.

 

Σε κάθε δε περίπτωση, καταλήγει η συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση, ο αιτητής δεν κατόρθωσε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του Ε.Μ..

 

Υπέρ της νομιμότητας και εγκυρότητας της επίδικης απόφασης επιχειρηματολόγησε και η συνήγορος για το Ε.Μ., η οποία προέβαλε εν πολλοίς ισχυρισμούς παρόμοιους με αυτούς των καθ’ ων η αίτηση.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα των οικείων διοικητικών φακέλων και, γενικότερα, όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε κατά είτε υπέρ της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Ξεκινώντας από το τελευταίο, ήτοι τον ισχυρισμό ότι η επίδικη προαγωγική διαδικασία και η λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίχθηκαν σε παράνομο σχέδιο υπηρεσίας, κρίνω ότι αυτός δεν μπορεί να επιτύχει και θα πρέπει να απορριφθεί άνευ ετέρου, εφόσον προσκρούει ευθέως στο δόγμα του ανεπίτρεπτου της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας. Πράγματι, ο αιτητής συμμετείχε ανεπιφύλακτα σε όλα τα στάδια της προαγωγικής διαδικασίας και ουδέποτε ήγειρε ζήτημα παρανομίας του συγκεκριμένου σχεδίου υπηρεσίας. Αντιθέτως μάλιστα, όπως προκύπτει ξεκάθαρα και από το δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως, κάποιοι από τους λόγους ακύρωσης που περιέχονται στα νομικά σημεία της αίτησης, έχουν ως βάση το περι ου ο λόγος σχέδιο υπηρεσίας, προκειμένου να προωθηθούν ισχυρισμοί ότι το Ε.Μ. δεν κατέχει όλα τα υπό του εν λόγω σχεδίου προβλεπόμενα προσόντα, σε αντίθεση με τον αιτητή, ο οποίος επιπρόσθετα, σύμφωνα πάντα με τους δικογραφημένους λόγους ακύρωσης, κατέχει πρόσθετη και απολύτως σχετική πείρα και υπηρεσία που προβλέπεται στο υπό αναφορά σχέδιο υπηρεσίας (βλ. ενδεικτικά νομικό σημείο 18).

 

Είναι λοιπόν σαφές ότι εν προκειμένω η στάση και/ή συμπεριφορά του αιτητή, δια της προώθησης του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης, συνιστά ταυτόχρονη επιδοκιμασία και αποδοκιμασία μιας διαδικασίας, η οποία είναι ανεπίτρεπτη. Η νομολογία επί του συγκεκριμένου ζητήματος είναι πάγια και διαχρονική και έτυχε εκτενούς ανάλυσης στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην Περσεφόνη Κρασίδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 174/2011, ημερ. 2.6.2017, απόφαση στην οποία αναφέρθηκε εκτενώς στη συνέχεια το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, στην Μαρία Παπαλουκά ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 196/2020, ημερ. 29.5.2025. Όπως λοιπόν λέχθηκε στην Κρασίδου, ανωτέρω:

«Επαναλαμβάνουμε επί του προκειμένου την διαχρονικά πάγια νομολογία σύμφωνα με την οποία το στοιχείο της παράλληλης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας προς το σκοπό προσπορισμού μεγαλύτερου οφέλους παρεμβάλλει εμπόδιο στις διεκδικήσεις εφόσον η προσφυγή και οι λόγοι ακυρότητας πρέπει να προβάλλονται μετ' εννόμου συμφέροντος για να είναι αποδεκτοί (βλ. Ηλία κ.α. v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884, Δημοκρατία v. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 A.A.Δ. 406, Δημοκρατία v. Θεοφίλου (Αρ.1) (2004) 3 Α.Α.Δ. 63, Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών v. Pharmnet Ltd (2011) 3 (Α) A.A.Δ. 2 Καπακιώτης και Παπαέλληνας Λτδ v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Αναθ. Έφεση Αρ. 91/2011, ημερ. 21.12.2016). Όπως δε αναφέρεται στο σύγγραμμα του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Έκτη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα - Κομοτηνή 1993, παρ. 458, η ανεπιφύλακτη συμμετοχή στη διαδικασία έκδοσης της πράξης, συνιστά συμπεριφορά που αναμφίβολα υποδηλώνει την αποδοχή της. Η εκ των υστέρων δε μεταβολή της στάσης της εφεσείουσας σ΄ ό,τι αφορά τον επίδικο όρο, αφού ήδη εξασφάλισε την επιλογή της, προσκρούει στο δόγμα της ανεπίτρεπτης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας εφόσον η εφεσείουσα αποδοκιμάζει ουσιαστικά την πράξη την οποία προηγουμένως, υποβάλλοντας ανεπιφύλακτα το ενδιαφέρον της, είχε επιδοκιμάσει.».

 

Ως εκ των πιο πάνω, και κατ’ εφαρμογή του δόγματος του απαράδεκτου της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, όπως πράττει εν προκειμένω ο αιτητής, κρίνω ότι αυτός στερείται του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος προς προώθηση του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης, ο οποίος και υπόκειται σε απόρριψη ως απαράδεκτος.

Προχωρώ στην εξέταση των λοιπών εγειρόμενων λόγων ακύρωσης που προωθούνται.

 

Η συγκριτική εικόνα του αιτητή και του Ε.Μ. στα θεσμοθετημένα κριτήρια επιλογής, αποκαλύπτει τα εξής:

 

Στο κριτήριο της αξίας, σύμφωνα με τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων ετών, στις οποίες αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, ο αιτητής και το Ε.Μ. είναι ισοδύναμοι, εφόσον έχουν αξιολογηθεί ως καθόλα εξαίρετοι.

 

Ως προς τα προσόντα, το Ε.Μ. υπερέχει σαφώς του αιτητή, εφόσον, πέραν του Πανεπιστημιακού Διπλώματος Ιατρικής που κατέχουν και οι δυο διάδικοι, διαθέτει και Διδακτορικό Τίτλο στην Ιατρική από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο οποίος δεν αποτελεί πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης.

 

Όσον αφορά στο κριτήριο της αρχαιότητας, ο αιτητής υπερέχει έναντι του Ε.Μ., εφόσον διορίστηκε στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση, ήτοι αυτήν του Βοηθού Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος, πέντε περίπου χρόνια πριν από το Ε.Μ..

 

Επιπρόσθετα, το Ε.Μ. διαθέτει υπέρ του τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας, η οποία, κατά πάγια νομολογία, προσθέτει στην αξία των υποψηφίων (Κέντα ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 485), εφόσον βεβαίως η σύσταση αυτή είναι νόμιμη και δεν συγκρούεται με τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων. Εν προκειμένω, σε μια προσμέτρηση όλων των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη, κρίνω ότι η δοθείσα σύσταση υπέρ του Ε.Μ., βρίσκεται σε συμβατότητα με τους οικείους διοικητικούς φακέλους και, σε κάθε περίπτωση, υπήρξε εύλογα επιτρεπτή.

 

Στην σύστασή της, η Γενική Διευθύντρια, αποτυπώνοντας εν πολλοίς την προεκτεθείσα συγκριτική εικόνα αιτητή και Ε.Μ., ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι μελέτησε τόσο τους Προσωπικούς Φακέλους όσο και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων, ενώ έλαβε υπόψη της ότι, ως προς το κριτήριο της αξίας, αιτητής και Ε.Μ. είναι ισάξιοι σύμφωνα με τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις, με έμφαση σε αυτές των τελευταίων χρόνων, καθώς και την υπό του Ε.Μ. κατοχή Διδακτορικού Τίτλου στην Ιατρική. Αναφέρει επίσης η Γενική Διευθύντρια ότι έλαβε υπόψη της, ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, το γεγονός ότι το Ε.Μ. υπηρέτησε ως ερευνητικός συνεργάτης σε Κλινική των Η.Π.Α., σύμφωνα με σχετικό πιστοποιητικό που κατέχει. Περαιτέρω, όπως ρητά αναφέρεται στη σύσταση, λήφθηκε υπόψη και η υπεροχή του αιτητή έναντι του Ε.Μ. σε αρχαιότητα κατά πέντε και πλέον έτη, διαφορά την οποία η Γενική Διευθύντρια δεν έκρινε σημαντική, καθότι το Ε.Μ. υπερέχει σε προσόντα, που τον καθιστούν καταλληλότερο για προαγωγή στην επίδικη θέση.

Λαμβανομένων υπόψη των αμέσως πιο πάνω, δεν διαπιστώνεται οτιδήποτε μεμπτό ως προς τη δοθείσα σύσταση, η οποία ουδόλως συγκρούεται με τα στοιχεία των οικείων διοικητικών φακέλων, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η πλευρά του αιτητή. Έχει κατ’ επανάληψη επισημανθεί, μέσα από τις αποφάσεις της ημεδαπής νομολογίας, η ανάγκη εναρμόνισης των συστάσεων του Διευθυντή με τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων, οι οποίες διατηρούν την εγκυρότητά τους, μόνον εφόσον συνάδουν με τα στοιχεία των φακέλων και ότι, σε αντίθετη περίπτωση, αυτές δεν θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από το διορίζον όργανο (Ρούσος ν. Ιωαννίδης κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549, Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 145). Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην Ροζάννα Αμφιτρίτη Κούτσιου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 168/2010, ημερ. 10.9.2015, «Η νομιμότητα της αιτιολογίας της σύστασης εξετάζεται σε συνάρτηση με τα θεσμοθετημένα κριτήρια της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας όπως αυτά αντικατοπτρίζονται στους προσωπικούς φακέλους και τις υπηρεσιακές εκθέσεις».

 

Εν προκειμένω, δεδομένης και της προεκτεθείσας συγκριτικής εικόνας αιτητή και Ε.Μ. στα θεσμοθετημένα στοιχεία κρίσης, κρίνω ότι η δοθείσα σύσταση συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων και, σε κάθε περίπτωση, υπήρξε αυτή εύλογα επιτρεπτή, προσθέτοντας ωσαύτως στην αξία του επιλεγέντα:

Όπως έχει ήδη λεχθεί, στο κριτήριο της αξίας, ως αυτή προκύπτει από τις υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων χρόνων, αιτητής και Ε.Μ. είναι ισοδύναμοι.

 

Ως προς τα προσόντα, η υπεροχή του Ε.Μ. έναντι του αιτητή, είναι εμφανής, εφόσον το Ε.Μ., σε αντίθεση με τον αιτητή, διαθέτει Διδακτορικό Τίτλο στην Ιατρική. Πρόκειται για πρόσθετο προσόν μη προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας, αλλά σχετικό με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης, το οποίο προσδίδει προβάδισμα στο Ε.Μ. έναντι του αιτητή στο συγκεκριμένο στοιχείο κρίσης. Κατά πάγια νομολογία, το διορίζον όργανο αξιολογεί και σταθμίζει τα πρόσθετα προσόντα που δεν προβλέπονται από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας, αποφεύγοντας δυο άκρα, ήτοι, αφενός, να μη δοθεί σε αυτά υπερβολική βαρύτητα, ώστε να ισοδυναμούν με απόδοση έκδηλης υπεροχής, αλλά, αφετέρου, η σημασία που τους δίδεται να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Μέσα σε αυτά τα όρια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση των στοιχείων (Σολομωνίδη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε.135/2013, ημερ. 3.2.2020, Πανίκος Πούρος κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, Γιώργος Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406).

 

Εν προκειμένω, δεν εντοπίζω να εκφεύγει των πιο πάνω ορίων η υπό της Γενικής Διευθύντριας αξιολόγηση των υποψηφίων στον τομέα των πρόσθετων προσόντων των διαδίκων, με αποτέλεσμα να μη χωρεί παρέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Λαμβανομένων υπόψη των πιο πάνω, η υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα έναντι του Ε.Μ. δεν μπορεί να έχει ουσιαστική σημασία. Αποτελεί καλά εμπεδωμένη αρχή της ημεδαπής νομολογίας ότι η αρχαιότητα από μόνη της δεν είναι ρυθμιστικός παράγοντας και προσλαμβάνει αποφασιστική σημασία μόνον όταν οι υποψήφιοι είναι ίσοι ως προς τα υπόλοιπα κριτήρια, ήτοι την αξία και τα προσόντα (Αναστασία Βιολάρη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 162/2010, ημερ. 11.4.2017, Βασιλειάδης ν. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 403). Περαιτέρω δε, έχει νομολογηθεί επίσης ότι σε θέσεις που βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία, ως εν προκειμένω η επίδικη, η υπεροχή σε αρχαιότητα είναι μικρής και/ή οριακής σημασίας, η δε διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου είναι ευρεία (Πιερίδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 107/2014, ημερ. 10.12.2020, Δημοκρατία κ.α. ν. Ασσιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 395, 409, Παρούτη ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 99, 102).

 

Συνεπώς, δεδομένων των πιο πάνω, η σύσταση, ως συνάδουσα με τα στοιχεία των φακέλων, κρίνεται ως καθόλα σύννομη και, σε κάθε περίπτωση, ως εύλογα επιτρεπτή, προσθέτει δε αυτή στην αξία του Ε.Μ. ως ανεξάρτητος και αυτοτελής δείκτης (Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, Ροζάννα-Αμφιτρίτη Κούτσιου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 168/10, ημερ. 10.9.2015, Παντελής Λοϊζου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1994) 3 Α.Α.Δ. 663). Η σύσταση αποτελεί, ως εκ της ιδιαίτερης γνώσης του Προϊσταμένου για την καταλληλότητα των υποψηφίων να ανταποκριθούν στα καθήκοντα της θέσης, επαυξητικό παράγοντα της αξίας τους (βλ. και Ευριδίκη Λάμπρου ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 141/2019).

 

Συνακόλουθα, δεν εντοπίζεται σφάλμα ούτε στην τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ., η οποία, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, και τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας, επέλεξε για προαγωγή το Ε.Μ., αναφέροντας στη δική της απόφαση ότι έλαβε υπόψη τα τρία κριτήρια -αξία, προσόντα, αρχαιότητα-, σταθμίζοντας και συνεκτιμώντας αυτά στο σύνολό τους και αποδίδοντας σε αυτά και σε καθένα από αυτά την ανάλογη βαρύτητα, με ειδική αναφορά στην υπεροχή του Ε.Μ. έναντι του αιτητή σε προσόντα, λόγω της κατοχής του Διδακτορικού Τίτλου στην Ιατρική, ο οποίος, χωρίς να αποτελεί πρόσθετο προσόν ή πλεονέκτημα σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας, είναι σχετικός με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης και του προσδώθηκε η δέουσα βαρύτητα, αλλά και στην υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα κατά πέντε περίπου έτη στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση.

 

Η επίδικη απόφαση της Ε.Δ.Υ. κρίνεται ορθή και σύννομη, εύλογα επιτρεπτή, ενώ συνάδει και με τα στοιχεία των οικείων διοικητικών φακέλων. Η επιλογή του Ε.Μ., ο οποίος έχει υπέρ του την δοθείσα σύσταση και υπερέχει σε προσόντα έναντι του αιτητή, κρίνεται νόμιμη και, σε κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή. Η δε προαναφερθείσα υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα, και η εξ’ αυτής συνεπαγόμενη υπέρτερη πείρα (Μουρτζή v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 605 και Δημοκρατία v. Μιχαηλίδη (1999) 3 Α.Α.Δ. 756), για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί, δεν μπορεί να επιδράσει ουσιωδώς στη νομιμότητα και εγκυρότητα της τελικής, επίδικης, απόφασης. Όπως λέχθηκε και στην Σάββας Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 85/2017, ημερ. 14.12.2023, αυτό που έχει υποχρέωση να πράξει το διορίζον όργανο, είναι να εξετάσει και να σταθμίσει σφαιρικά όλα τα ενώπιον του στοιχεία, περιλαμβανομένης βεβαίως και της πείρας και της αρχαιότητας των υποψηφίων. Και εν προκειμένω, όπως προκύπτει και από το σχετικό πρακτικό λήψης της επίδικης απόφασης, η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη της και συστάθμισε, κάνοντας ειδική αναφορά προς τούτο, και την υπεροχή σε αρχαιότητα και, συνακόλουθα, σε πείρα, του αιτητή έναντι του Ε.Μ..

 

Ως έχει ήδη λεχθεί πιο πάνω, κατά πάγια νομολογία, το διορίζον όργανο αξιολογεί και σταθμίζει τα πρόσθετα προσόντα που δεν προβλέπονται από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας, αποφεύγοντας δυο άκρα, ήτοι, αφενός, να μη δοθεί σε αυτά υπερβολική βαρύτητα, ώστε να ισοδυναμούν με απόδοση έκδηλης υπεροχής, αλλά, αφετέρου, η σημασία που τους δίδεται να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Μέσα σε αυτά τα όρια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση των στοιχείων (Γιαννάκης Κολώνας κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 94/2016 κ.α. ημερ. 26.7.2023, Σολομωνίδη, ανωτέρω, Πούρος, ανωτέρω, Ζωδιάτης, ανωτέρω). Εν προκειμένω, και δεδομένης της συνολικής υπηρεσιακής εικόνας αιτητή και Ε.Μ., δεν εντοπίζω να εκφεύγει των πιο πάνω ορίων η υπό της καθ’ ης η αίτηση αξιολόγηση των πρόσθετων προσόντων, με αποτέλεσμα να μη χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου. Πρόσθετα δε, η κατοχή Διδακτορικού Τίτλου αποκτά ιδιαίτερη σημασία, εφόσον, κατά τη νομολογία, ο Διδακτορικός Τίτλος, ως προσόν ανώτερου επιπέδου (και από το επίπεδο Master), θέτει τον κάτοχό του σε θέση ισχύος έναντι των λοιπών υποψηφίων (βλ. Ευανθία Παπασάββα ν. Τούλας Κούλουμου κ.α. (2005) 3 Α.Α.Δ. 235 και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στις Α.Π. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1227/2019, ημερ. 6.6.2023, Κόκκινος ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 492/2019, ημερ. 17.6.2021 και Λεωνίδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1009/2016, ημερ. 24.5.2019). Συνεπώς, και στην υπό κρίση περίπτωση, υπό το φως και της προεκτεθείσας νομολογίας, ο Διδακτορικός Τίτλος που κατέχει το Ε.Μ., θέτει αυτόν σε θέση ισχύος και η υπό της Ε.Δ.Υ. συνεκτίμησή του έγινε εντος των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας. Και, βεβαίως, αποτελεί έργο καθαρά διοικητικό η αποτίμηση και/ή αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων και το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει με τη διενέργεια πρωτογενούς έρευνας και ουσιαστικής κρίσης επί του θέματος, αλλά ελέγχει το κατά πόσον η Διοίκηση έχει κινηθεί εντός των ευλόγων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας και έχει αιτιολογήσει πλήρως την απόφασή της (Δημήτριος Χατζηκωστή ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 72/2017, ημερ. 14.11.2023, Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 A.A.Δ. 639, Σωτήρης Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 8/2016, ημερ. 16.2.2023, Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.1997). Θα ήταν ανεπίτρεπτο το Δικαστήριο τούτο να υπεισέλθει σε αξιολογικό βάθος στην κρίση και ενάσκηση της ευχέρειας της Ε.Δ.Υ., υποκαθιστώντας κατ’ ουσία τις εξουσίες της και αντικαθιστώντας τη δική του εκτίμηση στα πράγματα (Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 108/2016, ημερ. 2.10.2023, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 119/16, ημερ. 14.9.2023).

 

Υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, το διορίζον όργανο, κατά τη διαδικασία επιλογής του πιο κατάλληλου υποψηφίου για συγκεκριμένη θέση, δύναται να αποδώσει περισσότερη σπουδαιότητα σε ένα παράγοντα από ό,τι σε άλλον, στο πλαίσιο ενάσκησης της διακριτικής του ευχέρειας (Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74, 82, lerides v. Republic (1980) 3 C.L.R. 165, 180, Θέσπις Παντζαρή ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υποθ. Αρ. 744/98, ημερ. 26.5.1999, Ανδρέας Χρίστου ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Υποθ. Αρ. 134/96, ημερ. 19.3.1997). Αυτή δε η ευχέρεια καθίσται ευρύτερη εφόσον πρόκειται για θέση που βρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία, ως συμβαίνει εν προκειμένω (Παρούτη, ανωτέρω, Πιερίδου, ανωτέρω). Πεδίο δε για παρέμβαση του ακυρωτικού Δικαστηρίου παρέχεται μόνον εφόσον προκύπτει ότι η εξουσία ασκήθηκε εκτός της διακριτικής ευχέρειας του οργάνου και/ή κατά παράβαση των κανόνων της χρηστής διοίκησης, κάτι που εν προκειμένω δεν εντοπίζεται.

 

Με βάση τα προεκτεθέντα, δεν εντοπίζεται ούτε υπέρβαση των ορίων της διακριτικής ευχέρειας των καθ’ ων η αίτηση, αλλ’ ούτε κενό αιτιολογίας της επίδικης απόφασης. Από τα σχετικά πρακτικά και δη αυτό της συνεδρίας 11.8.2021, όταν και λήφθηκε η επίδικη απόφαση, προκύπτουν με σαφήνεια το σκεπτικό και οι λόγοι που οδήγησαν στην επιλογή του Ε.Μ., έναντι του αιτητή, κατά τρόπο που να καθίσταται εφικτή η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Διαπιστώνεται από το εν λόγω πρακτικό ότι λήφθηκαν υπόψη και οι προσωπικοί φάκελοι των υποψηφίων, οι φάκελοι των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων και οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια, τα προσόντα και η αρχαιότητα των υποψηφίων. Από το πρακτικό της εν λόγω συνεδρίας, προκύπτει ευκρινώς το σκεπτικό της Ε.Δ.Υ. και η διενέργεια της δικής της, δέουσας έρευνας. Στην απόφασή της, η καθ’ ης η αίτηση καταγράφει τα κριτήρια αξιολόγησης και γενικότερα όλα όσα έλαβε υπόψη της προκειμένου να επιλέξει το Ε.Μ., ενώ προβαίνει και σε συγκριτική αντιπαραβολή του Ε.Μ. με τους άλλους υποψηφίους, περιλαμβανομένου και του αιτητή, παρόλο που έχει πολλάκις νομολογηθεί πως το διορίζον όργανο δεν είναι υποχρεωμένο να αναφερθεί ονομαστικά σε υποψηφίους που δεν επιλέγει (Χατζηχάννα ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 655, Παπαδάμου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 291, Παπαδόπουλου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1999) 3 Α.Α.Δ. 110). Η δε αιτιολογία δύναται να συμπληρωθεί, και όντως συμπληρώνεται, από το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων (Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, Ε.Δ.Δ. 38/2016, ημερ. 1.7.2022).

 

Ούτε κενό έρευνας εντοπίζεται. Υπενθυμίζεται ότι το κριτήριο για την επάρκεια και πληρότητα της έρευνας εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης και η εξουσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο νομιμότητας της διοικητικής πράξης, ως εύλογα επιτρεπτής υπό τις περιστάσεις και δεν προβαίνει σε πρωτογενή αξιολόγηση των στοιχείων των υποψηφίων και ούτε επεκτείνεται στην ουσιαστική κρίση του διοικητικού οργάνου, έστω και αν το ίδιο θα μπορούσε εύλογα να καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα (FIRST ELEMENTS EUROCONSULTANTS LTD ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 34/2012, ημερ. 15.12.2017). Επαρκής θεωρείται η έρευνα που επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος (Motorways Ltd ν. Υπουργού Οικονομικών κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447, 450), η δε έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία επί της έρευνας που θα ακολουθηθεί είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα και ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης (Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023).

 

Εν κατακλείδι, οι θέσεις της ημεδαπής νομολογίας ως προς την τελική και συνολική στάθμιση των δεδομένων σε περιπτώσεις ως η υπό κρίση, είναι αποκρυσταλλωμένες: αυτό που έχει σημασία είναι η ουσιαστική συνεξέταση των στοιχείων κρίσης, με κριτήριο τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου και όχι ένας μηχανιστικός υπολογισμός, ούτε μια αριθμητική συνεξέταση που απολήγει σε επέμβαση στην εύλογη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης (Σωτήρης Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 8/16, ημερ. 16.2.2023). Είναι εσφαλμένη η προσέγγιση ότι μπορεί στην ουσία να γίνεται μια αριθμητική ή μαθηματική συνεξέταση των στοιχείων, κατά τρόπο που το ένα στοιχείο υπέρ του ενός υποψηφίου, να εξουδετερώνεται από κάποιο άλλο στοιχείο υπέρ του άλλου υποψηφίου. Τέτοια άσκηση αναμφίβολα παραπέμπει σε μηχανιστικό υπολογισμό, από τον οποίο όμως ελλείπει το στοιχείο της διακριτικής ευχέρειας και της καθολικής κρίσης υπό το φως του συνόλου των παραμέτρων (Σωτήρης Κολέττας ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 32/16, ημερ. 20.6.2023, Χρίστος Σολομωνίδης, ανωτέρω). Εκείνο που έχει σημασία είναι η διαπίστωση πως η Διοίκηση προέβη σε εύλογη και ουσιαστική στάθμιση των δεδομένων, εντός των πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας και δεν απαιτείται μικροσκοπική εξέταση από το Δικαστήριο, εφόσον το ζητούμενο δεν είναι η υποκατάσταση της Διοίκησης από το Δικαστήριο (Σωτήρης Αναστασιάδης, ανωτέρω).

 

Εν προκειμένω, κρίνω ότι η Ε.Δ.Υ. έδρασε εντός ορίων της διακριτικής της ευχέρειας και εντός του πλαισίου που τάσσει η οικεία νομοθεσία και η νομολογία. Δεν εντοπίζεται ούτε πλάνη, ούτε υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας, αλλ’ ούτε, γενικότερα, οποιοσδήποτε λόγος που θα επέτρεπε την επέμβαση του Δικαστηρίου στην ουσιαστική κρίση του αποφασίζοντος οργάνου: η Ε.Δ.Υ. ενήργησε εντός των θεσμοθετημένων κριτηρίων προαγωγής, στη βάση των δεδομένων της υπόθεσης (βλ. Θεοκλέους ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας κ.α., Αναθεωρ. Έφεση Αρ. 90/2013, ημερ. 26.11.2019 Αθηνά Καραγιάννη-Κλεάνθους ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 7/2011, ημερ. 21.12.2016) και, στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου τεθέντων, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπήρξε σύννομη και ορθή και, σε κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή.

 

Υπενθυμίζεται, καταληκτικά, ότι το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει εκεί όπου απουσιάζει έκδηλη υπεροχή, ώστε να υποκαταστήσει την κρίση της Διοίκησης με τη δική του, εκτός αν πράγματι προκύπτει μια τέτοια έκδηλη υπεροχή (Χρίστος Σολομωνίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 901/2010, ημερ. 8.10.2013, Ε.Δ.Υ. ν. Παπαχριστοδούλου (2002) 3 Α.Α.Δ. 329, Μιλτιάδους κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3Γ Α.Α.Δ. 1318). Επέμβαση του Δικαστηρίου είναι δυνατή μόνον όπου διαπιστώνεται έκδηλη υπεροχή έναντι του επιλεγέντος υποψηφίου (Δημήτριος Χατζηκωστή ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 72/2017, ημερ. 14.11.2023). Στην υπό κρίση περίπτωση, η Ε.Δ.Υ. άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια εντός των ορίων που της παρέχει ο Νόμος και σε καμία περίπτωση δεν έχει αποδειχθεί έκδηλη υπεροχή του αιτητή έναντι του Ε.Μ., ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγω ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακύρωσης και, συνακόλουθα, δεν χωρεί παρέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, η δε προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος. Επιδικάζονται €1600 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο