ROYAL HIGHGATE PUBLIC COMPANY LTD ν. ΕΘΝΙΚΗ ΑΡΧΗ ΣΤΟΙΧΗΜΑΤΩΝ, Υπόθεση Αρ. 1752/2018, 28/11/2025
print
Τίτλος:
ROYAL HIGHGATE PUBLIC COMPANY LTD ν. ΕΘΝΙΚΗ ΑΡΧΗ ΣΤΟΙΧΗΜΑΤΩΝ, Υπόθεση Αρ. 1752/2018, 28/11/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                                                                              Υπόθεση Αρ. 1752/2018

                                                  

28 Νοεμβρίου, 2025

 

                                             [ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ROYAL HIGHGATE PUBLIC COMPANY LTD

Αιτητές

και

 

ΕΘΝΙΚΗ ΑΡΧΗ ΣΤΟΙΧΗΜΑΤΩΝ

                                                                               Καθ' ης η Αίτηση

   

 __________________

 

Γ. Τριλλίδης, για Πολάκης Σαρρής & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Αιτητές.

Κ. Μελάς, για Μαρκίδη, Μαρκίδη και Σία Δ.Ε.Π.Ε, για την Καθ’ ης η αίτηση.

 

  ___________________

                                                

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.: Οι Αιτητές με την παρούσα προσφυγή ζητούν «Δήλωση και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ' ων η αίτηση, ημερομηνίας 5/09/2018, με την οποία αποφασίστηκε και/ή διατάχθηκε η αναστολή της Άδειας Αδειούχου Αποδέκτη Κλάσης Α των Αιτητών για περίοδο 2 (δύο) εβδομάδων από τις 05/09/2018, είναι άκυρη, παράνομη και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος».

 

 

Τα γεγονότα που αφορούν την παρούσα υπόθεση περιλαμβάνονται σε 18 διοικητικούς φακέλους οι οποίοι έχουν κατατεθεί στο Δικαστήριο, ενώ στο μεγαλύτερο μέρος τους έχουν παρατεθεί μέσα από την απορριπτική απόφαση της τότε Προέδρου του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Υπόθεση Αρ. 143/2018 ημερομηνίας 5 Νοεμβρίου, 2018, όπως και στο κείμενο της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 163/2018 ημερ. 4.03.2022 με την οποία επιβεβαιώθηκε η απορριπτική απόφαση.

 

Ως προκύπτει από τα έγγραφα των διοικητικών φακέλων οι οποίοι έχουν υποβληθεί στο Δικαστήριο,  τα σχετικά με την παρούσα γεγονότα, έχουν ως εξής:

 

Στις 12.10.2016, οι Αιτητές, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης διά μετοχών, υπέβαλαν στην Εθνική Αρχή Στοιχημάτων, (Καθ' ης η Αίτηση), αίτηση για άδεια παροχής υπηρεσιών στοιχήματος, ήτοι άδεια αποδέκτη Κλάσης Α, για περίοδο δύο ετών.  Αυτή υποβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 14 του περί Στοιχημάτων Νόμου του 2012, (Ν. 106(Ι)/2012), όπως τούτος έχει τροποποιηθεί, (ο «Νόμος»), και τους περί Στοιχημάτων - Αιτήσεων και Δηλώσεων Κανονισμούς του 2016.

 

Η αίτηση εξετάστηκε από την Αρχή και διαπιστώθηκε ότι ήταν ελλιπής.  Οι Αιτητές κλήθηκαν να προσκομίσουν τα απαιτούμενα έγγραφα, προκειμένου αυτή να θεωρηθεί πλήρης και να μην απορριφθεί.  Υπήρξε, για το σκοπό τούτο, ανταλλαγή αλληλογραφίας για μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ των δύο μερών, με στόχο τη συμπλήρωσή της.  Τελικά, εκδόθηκε προς όφελος των Αιτητών άδεια αποδέκτη Κλάσης Α, (η άδεια), για την περίοδο από 1.1.2017 έως 31.12.2018, υπό όρους, οι οποίοι περιλαμβάνονται στις επιστολές της Αρχής με ημερομηνίες 30.12.2016 και 17.1.2017.  Οι εν λόγω επιστολές αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της άδειας.  Σύμφωνα με τους τεθέντες όρους, απαιτείτο από τους Αιτητές, μεταξύ άλλων, όπως αυτοί προσκομίσουν, εντός τριών εβδομάδων: (α) Δήλωση προσωπικών στοιχείων των μετόχων των εταιρειών Intralot SA και Intralot Global Securities B.V., (β) στοιχεία σύνδεσης μηχανογραφημένου συστήματος με την Αρχή και (γ) τροποποιημένες οικονομικές καταστάσεις (ετήσιους λογαριασμούς) για το έτος 2015, σύμφωνα με το άρθρο 68 του Νόμου.

 

Οι Αιτητές υπέβαλαν κάποια από τα έγγραφα που τούς είχαν ζητηθεί, όμως, δε συμμορφώθηκαν πλήρως, παρά τις επανειλημμένες γραπτές υποδείξεις, σχετικά, της Αρχής. Η πιο πάνω κατάσταση, δεν αφορούσε μόνο τους Αιτητές.  Τούτο είχε ως αποτέλεσμα η Αρχή, στις 5.7.2017, μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος, το οποίο χαρακτήρισε ως «γραπτή ειδοποίηση», να καλέσει όλους τους αποδέκτες, Κλάσεων Α και Β, περιλαμβανομένων των αιτητών, όπως αυτοί, μέχρι τις 4.8.2017, υποβάλουν τις οικονομικές καταστάσεις τους για το έτος 2016. Συγχρόνως, τούς πληροφόρησε ότι, σε περίπτωση παράλειψης συμμόρφωσης, ως ανωτέρω, η άδειά τους μπορούσε, δυνάμει εξουσίας που παρέχεται από το άρθρο 68(4) του Νόμου, να ανακληθεί. Οι αιτητές, δε συμμορφώθηκαν, οπότε η Αρχή, στις 29.11.2017, αφού ενημερώθηκε για τις απόψεις τους, αποφάσισε «την αναστολή της άδειας του αποδέκτη για περίοδο δύο (2) μηνών».  Καθόρισε δε την 5.12.2017 ως ημερομηνία έναρξης της αναστολής και, στις 4.12.2017, τους πληροφόρησε, σχετικά.

 

Στις 5.12.2017, οι Αιτητές καταχώρισαν στο Διοικητικό Δικαστήριο, κατά της πιο πάνω απόφασης, ημερομηνίας 29.11.2017, την προσφυγή αρ. 1678/2017, καθώς και μονομερή αίτηση για αναστολή της εφαρμογής της.  Η τελευταία διαδικασία απορρίφθηκε στις 12.12.2017. Όσον αφορά την προσφυγή, αυτή αποσύρθηκε ανεπιφύλακτα από τους αιτητές, με επιστολή τους ημερομηνίας 21.12.2017 προς το Διοικητικό Δικαστήριο, την οποία κοινοποίησαν στους Καθ’ ων η αίτηση.  Μετά τις 12.12.2017, οι αιτητές συμμορφώθηκαν μερικώς με τους όρους της άδειάς τους, αποστέλλοντας στην Αρχή οικονομικές καταστάσεις για τα έτη 2015 έως 2016 και το μετοχολόγιο της εταιρείας Intralot SA.

 

Στις 22.12.2017, οι Αιτητές, μετά την απόσυρση της προαναφερθείσας προσφυγής, ζήτησαν από την Αρχή την ανάκληση της αναστολής της άδειάς τους, λόγω ζημιών που ισχυρίστηκαν ότι υφίσταντο. Την ίδια ημέρα, η Αρχή τούς ενημέρωσε ότι, εξαιτίας της μη πληρότητας των στοιχείων που αυτοί είχαν αποστείλει, συνέχιζε «να υφίσταται η αναστολή της άδειάς» τους, μέχρι την πλήρη συμμόρφωσή τους και, δη, με τον όρο που απαιτούσε την προσκόμιση των στοιχείων των κατόχων σημαντικού συμφέροντος.  Στις 16.1.2018, οι αιτητές απέστειλαν και άλλα στοιχεία στην Αρχή, ζητώντας, εκ νέου, την άρση της αναστολής της άδειάς τους, στη βάση που είχαν και προηγουμένως επικαλεστεί. Η απάντηση της Αρχής δόθηκε στις 29.1.2018 και ήταν αρνητική. Πληροφορήθηκαν ότι παρέμενε ακόμη σε εκκρεμότητα η δήλωση προσωπικών στοιχείων ενός από τους μετόχους της εταιρείας Intralot SA.  Με την εν λόγω επιστολή, η Αρχή ενημέρωσε, και πάλι, τους αιτητές ότι συνέχιζε «να υφίσταται η αναστολή της άδειάς» τους, για τον ίδιο, ακριβώς, λόγο που τούς είχε γνωστοποιηθεί με την επιστολή της ημερομηνίας 22.12.2017.

 

Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, οι Αιτητές καταχώρισαν, στις 30.1.2018, την προσφυγή αρ. 143/2018, με την οποία ζητούσαν, πάλι, την ακύρωση της απόφασης της Αρχής  ημερομηνίας 29.11.2017, καθώς, επίσης, των αποφάσεών της με ημερομηνίες 22.12.2017 και 29.1.2018.  Προς το σκοπό αυτό, προέβαλαν διάφορους λόγους, για τους οποίους θεωρούσαν ότι οι εν λόγω αποφάσεις ήταν παράνομες και στερούνταν οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος και, ως εκ τούτου, έπρεπε να ακυρωθούν. 

 

Το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με τους προβληθέντες λόγους ακύρωσης, αφού εξέτασε τις δύο από τις τρεις προδικαστικές ενστάσεις που είχε εγείρει η Αρχή. Με την πρώτη προδικαστική ένσταση, υποστηρίχθηκε ότι η προσφυγή σε σχέση με την προσβολή της απόφασης ημερομηνίας 29.11.2017 έπρεπε να απορριφθεί, καθώς αυτή είχε, ήδη, προσβληθεί με την προσφυγή αρ. 1678/2017, η ανεπιφύλακτη απόσυρση της οποίας δημιούργησε δεδικασμένο.  Στη βάση των ιδίων δεδομένων, η Αρχή ισχυρίστηκε, επιπρόσθετα, ότι η ανεπιφύλακτη απόσυρση της προσφυγής αρ. 1678/2017 σήμαινε, επίσης, την έμμεση αποδοχή της νομιμότητας της πράξης που είχε προσβληθεί με αυτήν.  Τούτο στερούσε από τους εφεσείοντες το έννομο συμφέρον για καταχώριση νέας προσφυγής.  Με την τρίτη προδικαστική ένσταση, τέθηκε, από μέρους της Αρχής, ότι καμιά από τις τρεις αποφάσεις που προσβλήθηκαν δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη. Συγκεκριμένα, η πρώτη απόφαση, της 29.11.2017, για αναστολή της άδειας των εφεσειόντων για διάστημα δύο μηνών, χαρακτηρίστηκε ως πράξη «υλική εκτελεστικής φύσεως ... διοικητικού καταναγκασμού». Οι άλλες δύο αποφάσεις, με ημερομηνίες 22.12.2017 και 29.1.2018, χαρακτηρίστηκαν ως βεβαιωτικές της απόφασης της Αρχής ημερομηνίας 29.11.2017. Το Διοικητικό Δικαστήριο έκαμε δεκτές τις δύο, πιο πάνω, προδικαστικές ενστάσεις που εξέτασε και απέρριψε την προσφυγή. 

 

Ακολούθησε η καταχώρηση της Έφεσης κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 163/2018 όπου με την απόφαση του ημερομηνίας 4.03.2022 το Ανώτατο Δικαστήριο επιβεβαίωσε την  απορριπτική απόφαση, καταλήγοντας ότι: «Η πιο πάνω νομική ανάλυση του Δικαστηρίου είναι ορθή.  Διαπιστώνεται δε από αυτή, με σαφήνεια, ότι η απόσυρση, από τους εφεσείοντες, χωρίς επιφύλαξη, της προσφυγής αρ. 1678/2017 και η απόρριψή της από το Δικαστήριο δημιούργησε δεδικασμένο σε βάρος τους.  Επομένως, ορθώς αποφασίστηκε, κατ' ακολουθίαν, από το Δικαστήριο ότι η προσφυγή αρ. 143/2018 ήταν απορριπτέα, «ως απαραδέκτως καταχωρηθείσα», σε σχέση με την απόφαση της Αρχής ημερομηνίας 29.11.2017». Περαιτέρω, το  Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι «Όσον αφορά τις δύο αποφάσεις της Αρχής που ακολούθησαν, με ημερομηνίες 22.12.2017 και 29.1.2018, σαφώς, αυτές ήταν βεβαιωτικές της προαναφερθείσας απόφασής της ημερομηνίας 29.11.2017».

 

Μετά που οι Αιτητές καταχώρησαν στις 30.01.2018, την προσφυγή αρ. 143/2018, εναντίον της αναστολής της άδειας αποδέκτη στοιχημάτων ημερ. 29.11.2017 και των παρατάσεων της ημερ. 22.12.2018 και 29.01.2018, μεσολάβησε αλληλογραφία μεταξύ των μερών (ημερ. 1.2.2018, 2.2.2018 και 15.2.2018) και στις 5.2.2018 οι Καθ' ων η αίτηση πληροφόρησαν τους αιτητές για την απόφασή τους για παράταση δύο βδομάδων της χρονικής περιόδου αναστολής, ενώ στις 20.2.2018 οι Καθ' ων η αίτηση πληροφόρησαν τους αιτητές για την απόφασή τους για παράταση νέων δύο βδομάδων της χρονικής περιόδου αναστολής. Ακολούθησε νέα αλληλογραφία μεταξύ των μερών (ημερ. 23.2.2018, 6.3.2018, 20.3.2018 και 27.3.2018) και στις 4.4.2018 οι Καθ' ων η αίτηση πληροφόρησαν τους αιτητές για την απόφασή τους για παράταση της χρονικής περιόδου αναστολής άλλων δύο βδομάδων, ενώ στις 18.4.2018 οι Καθ' ων η αίτηση πληροφόρησαν τους αιτητές για την απόφασή τους για παράταση της χρονικής περιόδου αναστολής ακόμα δύο βδομάδων.

 

Στις 20.04.2018, οι Αιτητές καταχώρησαν στο Διοικητικό Δικαστήριο την προσφυγή αρ. 556/2018, εναντίον των ανωτέρω παρατάσεων ημερ. 5.02.2018, 20.02.2018, 20.03.2018, 4.04.2018 και 18.04.2018, ενώ ακολούθως στις 13.7.2018, καταχώρησαν την προσφυγή αρ. 1012/2018, εναντίον νεώτερης παράτασης ημερ. 3.05.2018. Ακολούθησε νέα αλληλογραφία μεταξύ των μερών (ημερ. 27.6.2018, 12.7.2018, 26.7.2018, 1.8.2018 και 22.8.2018) και στις 5.9.2018 οι Καθ' ων η αίτηση απέστειλαν νέα παράταση της χρονικής περιόδου αναστολής άλλων δύο βδομάδων, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας υπόθεσης αρ. 1752/2018 ημερομηνίας 15.11.2018.

 

Οι τρεις υποθέσεις έτυχαν συνεκδίκασης, ωστόσο στις 15.12.2022 οι υποθέσεις αρ. 556/2018, και 1012/2018, αποσύρθηκαν από τους αιτητές και απορρίφθηκαν χωρίς διαταγή για έξοδα από την τότε Π.Δ.Δ. Καλλιγέρου Μ., ως το σχετικό πρακτικό ημερ. 15.12.2022 το οποίο βρίσκεται στο φάκελο του Δικαστηρίου, αφήνοντας προς ολοκλήρωση της διαδικασίας και εκδίκαση υπό την παρούσα σύνθεση του διοικητικού την υπόθεση αρ. 1752/2018.

 

Για σκοπούς ολοκλήρωσης των γεγονότων, ως καταγράφεται στην Ένσταση της Καθ' ης η Αίτηση, σύντομα μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, στις 3.10.2018 και ακολούθως στις 5.10.2018,  η Αρχή πληροφόρησε τους Αιτητές για την απόφασή της για ανάκληση της άδειας αποδέκτη Κλάσης Α για παροχή υπηρεσιών στοιχήματος.

 

Προχωρώντας στην εξέταση των εκατέρωθεν θέσεων των πλευρών, προέχει η εξέταση των προδικαστικών ενστάσεων οι οποίες εγείρονται μέσω της Ένστασης της Καθ' ης η Αίτηση  ως ακολούθως :

 

«(Α) Ουδεμία από τις προσβαλλόμενες πράξεις δεν αποτελεί εκτελεστή πράξη αλλά οι Καθ' ων η αίτηση κοινοποιούν και/ή επιβεβαιώνουν στους Αιτητές την εμμονή τους στην διά της πράξης ημερ. 29.11.2017 (η οποία βεβαίως επίσης δεν ήταν εκτελεστή αλλά υλική εκτελεστικής φύσεως πράξη διοικητικού καταναγκασμού) προηγούμενη θέση τους για αναστολή της άδειάς των Αιτητών, πράξη η οποία είχε προσβληθεί προηγουμένως με την προσφυγή αρ. 1678/2017, την οποία οι Αιτητές απέσυραν στις 21.12.2017 κατόπιν της έκδοσης της (απορριπτικής) απόφασης ημερ. 12.12.2017 επί της εκεί ενδιάμεσης αίτησης των Αιτητών ημερ. 05.12.2017.

 

(Β) Σε συνάφεια με τον ανωτέρω υπό (Α) λόγο ένστασης, οι Αιτητές έχουν απωλέσει το έννομο τους συμφέρον ως εκ τούτου τόσο η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί διότι αφορούν και/ή εγείρουν λόγους ακύρωσης, οι οποίοι αν και είχαν προσβληθεί και εγερθεί προηγουμένως με την προσφυγή αρ. 1678/2017, οι Αιτητές την απέσυραν στις 21.12.2017 κατόπιν της έκδοσης της (απορριπτικής) απόφασης ημερ. 12.12.2017 επί της εκεί ενδιάμεσης αίτησης των Αιτητών ημερ. 05.12.2017.

 

(Γ) Σε συνάφεια με τους ανωτέρω λόγους ένστασης, η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί διότι η συμπεριφορά των Αιτητών από την μία μεριά να αποσύρουν την προσφυγή τους αρ. 1678/2017, η οποία προσέβαλε την πρώτη κατά σειρά πράξη ομοίου περιεχομένου των Καθ' ων η αίτηση (29.11.2017) και ακολούθως να προβαίνουν σε ενέργειες, οι οποίες εξωτερικεύουν την πρόθεσή τους να συμμορφωθούν με τους όρους της άδειάς τους και από την άλλη μεριά να προσβάλλουν τις επόμενες βεβαιωτικές της πρώτης πράξεις δια της επίδικης προσφυγής προσκρούει στο δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.

 

(Δ) Άνευ επηρεασμού των ανωτέρω υπό (Α) ως (Γ) Λόγων Ενστάσεως, η παρούσα προσφυγή είναι εκπρόθεσμη καθότι το παράπονο των Αιτητών αναφέρεται στους όρους άδειας των Αιτητών ημερ. 30.12.2016, οι οποίοι περιείχοντο στην άδεια των Αιτητών ημερ. 02.01.2017 την οποία και/ή τους οποίους ουδέποτε οι Αιτητές προσέβαλαν δια προσφυγής εντός 75 ημερών από την έκδοσή της/τους.»

 

Οι εν λόγω προδικαστικές ενστάσεις, ως η πάγια νομολογία των Δικαστηρίων μας, θα εξεταστούν κατά προτεραιότητα, ήτοι πριν την εξέταση των λόγων ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης τους οποίους προωθούν οι αιτητές και αφορούν ισχυρισμούς για παραβίαση των άρθρων 21(1) και 23(3)(α) του Ν.106(Ι)/2012 και πλάνης περί το νόμο/υπέρβαση εξουσίας ως προς τις έννοιες «πραγματικός δικαιούχος (10%) – Κάτοχος σημαντικού συμφέροντος (10%)», έλλειψης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης και πλάνης περί της «εύλογης αιτίας» του άρθρου 21 του Ν.106(Ι)/2012, όπως και ότι εντοπίζεται παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας.

 

Μέσω της γραπτής αγόρευσης των δικηγόρων της η Καθ’ ης η αίτηση προβαίνει σε εκτενή επιχειρηματολογία υπέρ της επιτυχίας των προδικαστικών ενστάσεις υπό (Α) και (Β) και ακολούθως (Γ) και (Δ).

 

Οι υπό Α και Β προδικαστικές ενστάσεις των Καθ' ων η Αίτηση, προωθούνται υπό το πρίσμα της Απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 163/2018, Royal Highgate Public Company Ltd ν. Εθνικής Αρχής Στοιχημάτων, ημερομηνίας 04.03.2022 (ΕΔΔ 163/18), η οποία επιβεβαίωσε την απόφαση της τότε Π.Δ.Δ. Καλλιγέρου Μ στην Υπόθεση αρ. 143/2018 και του δεδικασμένου που μέσω αυτής έχει παραχθεί.

 

Όπως, περαιτέρω, τονίζεται στη γραπτή αγόρευση των δικηγόρων της Αρχής, σύμφωνα με τα όσα καταγράφονται στην ΕΔΔ 163/18 και υπέχουν πλέον ισχύ δεδικασμένου, οι αιτητές με την ανεπιφύλακτα αποσυρθείσα Προσφυγή τους Αρ. 1678/2017 προσέβαλαν την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 29.11.2017 για αναστολή της άδειας τους για περίοδο δύο μηνών, που λήφθηκε διότι δεν συμμορφώθηκαν με τους όρους που περιέχονταν στην Άδεια Κλάσης Α για την περίοδο από 01.01.2017 - 31.12.2018 που τους χορηγήθηκε. Μετά δε την απόσυρση, όπως αναφέρεται στην ίδια απόφαση, οι αιτητές εξακολούθησαν να μη συμμορφώνονται με τους όρους της Άδειας και οι Καθ' ων η Αίτηση αποφάσιζαν,  με διαδοχικές – αλλεπάλληλες αποφάσεις, την αναστολή της, εξαιτίας ακριβώς της μη συμμόρφωσης που υφίστατο εξ αρχής.

 

Για τους σκοπούς εξέτασης ακριβώς των υπό Α και Β προδικαστικών ενστάσεων της Καθ’ ης η Αίτηση,  παρατίθεται αυτούσιο το απόσπασμα από την απόφαση στην ΕΔΔ 163/18 που επιβεβαιώνει όντως τα προαναφερόμενα, και το οποίο κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω και για τους σκοπούς της παρούσας, ως εξής:

 

«Με την πρώτη προδικαστική ένσταση, υποστηρίχθηκε ότι η προσφυγή σε σχέση με την προσβολή της απόφασης ημερομηνίας 29.11.2017 έπρεπε να απορριφθεί, καθώς αυτή είχε, ήδη, προσβληθεί με την προσφυγή αρ. 1678/2017, η ανεπιφύλακτη απόσυρση της οποίας δημιούργησε δεδικασμένο.  Στη βάση των ιδίων δεδομένων, η Αρχή ισχυρίστηκε, επιπρόσθετα, ότι η ανεπιφύλακτη απόσυρση της προσφυγής αρ. 1678/2017 σήμαινε, επίσης, την έμμεση αποδοχή της νομιμότητας της πράξης που είχε προσβληθεί με αυτήν.  Τούτο στερούσε από τους εφεσείοντες το έννομο συμφέρον για καταχώριση νέας προσφυγής.  Με την τρίτη προδικαστική ένσταση, τέθηκε, από μέρους της Αρχής, ότι καμιά από τις τρεις αποφάσεις που προσβλήθηκαν δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη.  Συγκεκριμένα, η πρώτη απόφαση, της 29.11.2017, για αναστολή της άδειας των εφεσειόντων για διάστημα δύο μηνών, χαρακτηρίστηκε ως πράξη «υλική εκτελεστικής φύσεως ... διοικητικού καταναγκασμού».  Οι άλλες δύο αποφάσεις, με ημερομηνίες 22.12.2017 και 29.1.2018, χαρακτηρίστηκαν ως βεβαιωτικές της απόφασης της Αρχής ημερομηνίας 29.11.2017.  Το Δικαστήριο έκαμε δεκτές τις δύο, πιο πάνω, προδικαστικές ενστάσεις που εξέτασε, όπως θα εξηγηθεί στη συνέχεια, και απέρριψε την προσφυγή. 

 

Με την παρούσα έφεση, ακριβώς, προσβάλλεται η ορθότητα της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης, σε σχέση με όλες τις παρατεθείσες, ανωτέρω, πτυχές της.  Οι λόγοι έφεσης στρέφονται:  οι 1 και 2 κατά της αποδοχής της πρώτης προδικαστικής ένστασης και οι 3 και 4 κατά της αποδοχής της τρίτης προδικαστικής ένστασης.  Έχοντας υπόψη το αντικείμενο καθεμιάς από αυτές, προέχει η εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης, ο οποίος αφορά στην πρώτη προδικαστική ένσταση.  Η ευπαίδευτη Πρόεδρος του Διοικητικού Δικαστηρίου, που εξέτασε την υπόθεση, έκρινε, σε σχέση με αυτήν, ότι:-

 

«Η αιτούμενη θεραπεία της προσφυγής 1678/17, καθώς και η αιτούμενη θεραπεία (Α) της παρούσας, αφορούν την ίδια διοικητική πράξη και οι δύο προσφυγές καταχωρήθηκαν από τους ίδιους αιτητές.  Καταλήγω πως δημιουργήθηκε δεσμευτικό απορριπτικό δεδικασμένο.  Η παρούσα προσφυγή ως εκ τούτου απορρίπτεται ως απαραδέκτως καταχωρηθείσα σε σχέση με την αιτούμενη θεραπεία (Α) με την οποία προσβάλλεται η νομιμότητα της απόφασης ημερομηνίας 29/11/2017 για την ανάκληση της άδειας των αιτητών για περίοδο δύο μηνών.  Η απόφαση αυτή επικυρώνεται.» 

 

 

Η πιο πάνω κρίση βασίστηκε στο άρθρο 59(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/1999), καθώς και σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Ειδικά, ως προς τη δεύτερη πηγή δικαίου, το Δικαστήριο έκαμε ιδιαίτερη αναφορά στην υπόθεση Παπαδόπουλος ν. Οργ. Χρημ. Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608, σελίδες 614 έως 615, και στη διαπίστωση που γίνεται εκεί, με αναφορά στη σχετική νομολογία, ότι «. οι αρχές που διέπουν το δεδικασμένο στο αστικό δίκαιο δεν αφίστανται εκείνων που ισχύουν για τη διοικητική δικαιοσύνη:  Pieris vRepublic (1983) 3 C.L.R. 1054 και Κλεάνθης Ηλία Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349  Η Πρόεδρος, προς ενίσχυση της κρίσης της, ανωτέρω, υιοθέτησε και το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Γαβριήλ κ.ά. ν. Αγαπίου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1868, στην οποία εξετάστηκε το υπό συζήτηση θέμα, με αναφορά σε αγγλική και κυπριακή νομολογία:-  (σελίδα 1873)

 

«... η εγκατάλειψη αγωγής και η κατά συνέπεια απόρριψή της, γεννά δεδικασμένο.  Το δεδικασμένο  θεμελιώνεται στην αρχή της τελεσιδικίας.  Αγώγιμο δικαίωμα θεωρείται ως δεδικασμένο εφόσον τα επίδικα θέματα της πρώτης και δεύτερης αγωγής είναι ταυτόσημα.  (ΒλBuehler v. Chronos Richardson [1998] 2 All E.R. 960 (C.A.).)»

 

  

Η εικόνα συμπληρώνεται με την πρόνοια στο άρθρο 59(1) του Ν. 158(Ι)/1999 ότι:-

«59. - (1)  Οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχουν ισχύ δεδικασμένου.  Η ακυρωτική απόφαση ισχύει έναντι όλων.  Η απορριπτική απόφαση ισχύει έναντι του αιτούντος.»

 

 

Η πιο πάνω νομική ανάλυση του Δικαστηρίου είναι ορθή.  Διαπιστώνεται δε από αυτή, με σαφήνεια, ότι η απόσυρση, από τους εφεσείοντες, χωρίς επιφύλαξη, της προσφυγής αρ. 1678/2017 και η απόρριψή της από το Δικαστήριο δημιούργησε δεδικασμένο σε βάρος τους.  Επομένως, ορθώς αποφασίστηκε, κατ' ακολουθίαν, από το Δικαστήριο ότι η προσφυγή αρ. 143/2018 ήταν απορριπτέα, «ως απαραδέκτως καταχωρηθείσα», σε σχέση με την απόφαση της Αρχής ημερομηνίας 29.11.2017.  Υπό το φως της πιο πάνω κατάληξης, παρέλκει η εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης, που αφορά στην προαναφερθείσα δεύτερη πτυχή της πρώτης προδικαστικής ένστασης.

 

Η απόφαση της Αρχής, ημερομηνίας 29.11.2017, εξετάστηκε από το Δικαστήριο και στο πλαίσιο της εξέτασης της τρίτης προδικαστικής ένστασης.  Κρίθηκε ότι αυτή έφερε όλα τα χαρακτηριστικά εκτελεστής διοικητικής πράξης και ότι οι δύο μεταγενέστερες αποφάσεις της Αρχής, με ημερομηνίες 22.12.2017 και 29.1.2018, ήταν βεβαιωτικές της εν λόγω απόφασης.  Επί του προκειμένου, διαπιστώνεται ότι αποτελεί καθιερωμένη αρχή δικαίου ότι, για την ανάληψη δικαιοδοσίας δυνάμει του ΄Αρθρου 146.1 του Συντάγματος, απαιτείται, μεταξύ άλλων, όπως η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη είναι εκτελεστή, δηλαδή παράγει έννομα αποτελέσματα και υποχρεώσεις.  Αντιθέτως, σύμφωνα με την πάγια θέση της νομολογίας, πράξεις οι οποίες είναι βεβαιωτικές δεν είναι εκτελεστές και δεν μπορούν να προσβληθούν.  Βεβαιωτική δε είναι μια πράξη η οποία επιβεβαιώνει ή επαναλαμβάνει το περιεχόμενο προηγούμενης εκτελεστής πράξης, δηλώνοντας, με αυτόν τον τρόπο, την εμμονή της διοίκησης στην αρχική της θέση, (βλ. Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 364 και Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394).  Στην υπόθεση Marfin Popular Bank Publ. Co Ltd v. Υπ. Εμπορ. Βιομ. και Τουρισμού κ.ά. (2011) 3 Α.Α.Δ. 851, στην οποία έγινε ανασκόπηση των εννοιών της εκτελεστής πράξης και της πράξης βεβαιωτικού χαρακτήρα, τονίστηκε ότι η αναθεώρηση απόφασης μετά την υποβολή νέων στοιχείων απολήγει σε νέα απόφαση κατόπιν δέουσας έρευνας.    

 

Επί του ιδίου θέματος, το Ανώτατο Δικαστήριο, στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 507, υιοθετώντας τα αναφερόμενα, σχετικά, στο σύγγραμμα του Μιχ. Δ. Στασινοπούλου, «Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών», ΄Εκδοσις Τετάρτη, (1964), στη σελίδα 176, επεσήμανε τα εξής στη σελίδα 512:-

«Το τι αποτελεί νέα έρευνα, που θα καθιστούσε τη νέα πράξη εκτελεστή, είναι ζήτημα πραγματικό.  Νέα έρευνα θεωρείται η λήψη υπ' όψιν νέων ουσιωδών ή πραγματικών στοιχείων.  Το νέο υλικό κρίνεται αυστηρά, ούτως ώστε να μην υπάρχει καταστρατήγηση της προθεσμίας προσβολής εκτελεστής πράξης με τη δημιουργία νέας πράξης που εκδόθηκε κατ'  επίφαση μεν νέας έρευνας, αλλά, κατ' ουσίαν όμως επί τη βάσει των ιδίων στοιχείων.»

  

Το ιστορικό της παρούσας υπόθεσης έχει, ήδη, παρατεθεί.  Από αυτό, διαφαίνεται, ξεκάθαρα και αδιαμφισβήτητα, ο εκτελεστός χαρακτήρας της απόφασης της 29.11.2017.  Η συγκεκριμένη απόφαση, με την οποία ανεστάλη για περίοδο δύο μηνών η άδεια αποδέκτη Κλάσης Α των εφεσειόντων, επέδρασε καταλυτικά στα έννομα συμφέροντά τους.  Η δυνατότητα προσβολής της, όμως, με νέα προσφυγή εξουδετερώθηκε, για τους λόγους που έχουν προηγουμένως αναφερθεί κατά την εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης.

 

΄Οσον αφορά τις δύο αποφάσεις της Αρχής που ακολούθησαν, με ημερομηνίες 22.12.2017 και 29.1.2018, σαφώς, αυτές ήταν βεβαιωτικές της προαναφερθείσας απόφασής της ημερομηνίας 29.11.2017.  Τούτο προκύπτει, σαφέστατα, από το περιεχόμενό τους, στο οποίο έχει ήδη γίνει αναφορά, εξεταζόμενο, υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας.  Τοιουτοτρόπως, υπάρχει πλήρης συμφωνία με το σκεπτικό, σχετικά, του Δικαστηρίου.  Συνεπώς, οι αιτιάσεις των εφεσειόντων που αναπτύσσονται με τον τρίτο λόγο έφεσης δεν ευσταθούν και, επομένως, ο λόγος αυτός κρίνεται ανεδαφικός.  Από τα προλεχθέντα, διαπιστώνεται ότι ανεδαφικός είναι και ο τέταρτος λόγος έφεσης, αφού αυτός, λανθασμένα, εκλαμβάνει ως δεδομένο ότι οι αποφάσεις της Αρχής με ημερομηνίες 22.12.2017 και 29.1.2018 είναι, επίσης, εκτελεστές.»

 

Η επιβεβαίωση από το Ανώτατο Δικαστήριο της απορριπτικής απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ. 143/2018, εναντίον της αναστολής της άδειας αποδέκτη στοιχημάτων ημερ. 29.11.2017 και των παρατάσεων της ημερ. 22.12.2018 και 29.01.2018, καθιστώντας αυτήν τελεσίδη και συνεπώς δεσμευτικό δεδικασμένο προς το παρόν Δικαστήριο, δεν αφήνει οιαδήποτε περιθώριο διαφοροποίησης. Υιοθετώντας, χωρίς περιττές επαναλήψεις, την πάνω νομική ανάλυση, αναφέρω ότι η απόσυρση, από τους αιτητές, χωρίς επιφύλαξη, της προσφυγής αρ. 1678/2017 και η απόρριψή της από το Δικαστήριο δημιούργησε δεδικασμένο σε βάρος τους.  Επομένως, όπως αποφασίστηκε, ότι η απόφαση της Αρχής ημερομηνίας 29.11.2017 έφερε όλα τα χαρακτηριστικά εκτελεστής διοικητικής πράξης και ότι οι δύο μεταγενέστερες αποφάσεις της Αρχής, με ημερομηνίες 22.12.2017 και 29.1.2018, ήταν βεβαιωτικές της εν λόγω απόφασης και συνεπώς κρίθηκαν ως βάσιμες οι αντίστοιχες προδικαστικές ενστάσεις, ομοίως και η ενώπιον του παρόντος μεταγενέστερη αυτών παράταση της χρονικής περιόδου αναστολής άλλων δύο βδομάδων ημερ. 5.9.2018, κρίνεται ως βεβαιωτική πράξη και συνεπώς η παρούσα υπόθεση δεν μπορεί να τύχει εξέτασης επί της ουσίας της.   

 

Οι υπό Α και Β προδικαστικές ενστάσεις επιτυγχάνουν και η οιαδήποτε εξέταση άλλων ενστάσεων και ισχυρισμών παρέλκει.

 

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη.

 

Επιδικάζονται €1800 έξοδα υπέρ της Καθ’ ης η αίτηση και εναντίον των Αιτητών.

 

 

Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο