ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ.1878/2022 (i-Justice))
26 Νοεμβρίου 2025
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΙΡΗΝΗ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Αιτήτρια
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΙΜΝΙΟΥ
Καθ’ ου η Αίτηση
Χρ. Χριστοφή, μαζί με Χ. Ψύλλου (κα), για Χριστοφή & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτήτρια
Χ. Μουαΐμης, για Μουαΐμης και Μουαΐμης, για Καθ’ ου η Αίτηση
Ρ. Ιάσωνος (κα), για Χρύσης Δημητριάδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Ενδιαφερόμενα Μέρη 2 και 4
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, προσβάλλεται ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος «η πράξη και/ή απόφαση του καθ’ ου η αίτηση, άγνωστης ημερομηνίας, της οποίας έλαβε γνώση η αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 01/08/2022 και με την οποία ενημερωνόταν ότι δεν είχε καταλάβει την 1η θέση σε καμία από τις θέσεις στις οποίες είχε υποβάλει αίτηση για προαγωγή, δηλαδή τις θέσεις (α) Προϊστάμενος Κεντρικού Αρχείου της Γραμματείας, (β) Προϊστάμενος Αρχείου Τεχνικής Υπηρεσίας, (γ) Προϊστάμενος Τμήματος Λογιστηρίου και Εισπράξεων Οικονομικής Υπηρεσίας, (δ) Προϊστάμενος Τμήματος Τελών Οικονομικής Υπηρεσίας και (ε) Προϊστάμενος Τμήματος Προσφορών και Αποθήκης της Γραμματείας και στις οποίες προήχθησαν οι Γεώργιος Σάββα, Γιωργούλλα Φλοκκά, Αδάμος Πογιατζιής, Μαρία Σπανάχη και Μιχάλης Οικονόμου [τα Ενδιαφερόμενα Μέρη «Ε.Μ.»] αντί της αιτήτριας».
Σύντομη αναδρομή στα γεγονότα της υπόθεσης, αποκαλύπτει τα εξής:
Το Δημοτικό Συμβούλιο του καθ’ ου η αίτηση, Δήμου Παραλιμνίου, στη συνεδρία του ημερομηνίας 10.3.2022, ενέκρινε το πλαίσιο για την πλήρωση των πέντε (5) κενών θέσεων Γραμματειακού Λειτουργού, στους προαναφερθέντες πέντε τομείς. Κατά την εν λόγω συνεδρία απουσίαζαν τρία μέλη, τα οποία, κατά την επόμενη συνεδρία του Δημοτικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 22.6.2022, όπως προκύπτει από το σχετικό πρακτικό, ενημερώθηκαν δεόντως περί των πεπραγμένων και διαμειφθέντων και εξέφρασαν τη συμφωνία τους με τις προηγηθείσες αποφάσεις.
Σε σχέση με τη μεθοδολογία που θα ακολουθούνταν στο πλαίσιο της προαγωγικής διαδικασίας, αποφασίστηκε ότι η αξιολόγηση των υποψηφίων θα στηριζόταν σε τέσσερα κριτήρια, ήτοι (α) στην προφορική εξέταση, (β) στα προσόντα (τυχόν πιστοποιητικά ή διπλώματα), (γ) στη συνολική υπηρεσία εκάστου υποψηφίου και (δ) στην αξία κάθε υποψηφίου (με βάση υπηρεσιακή έκθεση που θα ετοιμαζόταν από διμελή επιτροπή, αποτελούμενη από το Δημοτικό Γραμματέα και τον Προϊστάμενο του τμήματος, στο οποίο υπηρετούσε ο κάθε υποψήφιος). Περαιτέρω, στη συνεδρία ημερομηνίας 22.6.2022, το Δημοτικό Συμβούλιο ενέκρινε το έντυπο αξιολόγησης και τη διαδικασία βαθμολόγησης αναφορικά με καθορισμό της αξίας των υποψηφίων, στη βάση του εγκεκριμένου πλαισίου πλήρωσης των θέσεων, και ορίστηκε η 7.7.2022 ως η ημερομηνία διενέργειας των προφορικών εξετάσεων.
Πράγματι, στις 7.7.2022 έλαβε χώρα η διαδικασία της προφορικής εξέτασης, κατά την οποία οι υποψήφιοι εξετάστηκαν σχετικά με τη θέση/θέσεις για τις οποίες είχαν υποβάλει αίτηση. Παράλληλα τέθηκε ως νέα ημερομηνία αξιολόγησης των υποψηφίων σε σχέση με τα άλλα τρία κριτήρια, η 11η Ιουλίου 2022. Όπως προκύπτει από τα σχετικά πρακτικά, η αιτήτρια, κατά το στάδιο της προφορικής συνέντευξης, προσήλθε ενώπιον του Δημοτικού Συμβουλίου, αλλά αρνήθηκε να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση.
Την 1.8.2022, γνωστοποιήθηκαν δια σχετικής επιστολής στους υποψηφίους, τα αποτελέσματα αναφορικά με την πλήρωση των επίδικων θέσεων, μεταξύ των οποίων και στην αιτήτρια, η οποία αντέδρασε και κατά της πιο πάνω απόφασης, καταχώρησε την υπό κρίση προσφυγή, στις 10.10.2022.
Στον πυρήνα της επιχειρηματολογίας των συνηγόρων της αιτήτριας, βρίσκεται ο ισχυρισμός περί πάσχουσας και/ή παράνομης προαγωγικής διαδικασίας: κατά τον σχετικό ισχυρισμό, το σχέδιο υπηρεσίας Γραμματειακού Λειτουργού, το οποίο και χρησιμοποιήθηκε εν προκειμένω, δεν έχει καμία σχέση ούτε με τα καθήκοντα και τις ευθύνες των επίδικων θέσεων, αλλ’ ούτε με τα προσόντα που αποφάσισε ο καθ’ ου η αίτηση. Για τις εν λόγω θέσεις, θα έπρεπε να υπάρχει ξεχωριστό σχέδιο υπηρεσίας, το οποίο και θα καθόριζε δεόντως τα καθήκοντα, τις ευθύνες και τα προσόντα για κάθε θέση. Αντί αυτού, σύμφωνα πάντα με την αιτήτρια, ο καθ’ ου η αίτηση αποφάσισε τα καθήκοντα και το γνωσιολογικό πεδίο κάθε θέσης, «δημιουργώντας ουσιαστικά πέντε ξεχωριστά άτυπα σχέδια υπηρεσίας». Υποβάλλεται εν τέλει η εισήγηση ότι η προκήρυξη των πέντε πιο πάνω θέσεων δεν συνάδει και/ή εκτείνεται παράνομα πέραν των όσων έχουν προβλεφθεί στο οικείο σχέδιο υπηρεσίας για τις θέσεις προαγωγής Γραμματειακού Λειτουργού και, συνακόλουθα, η επίδικη προαγωγική διαδικασία θα πρέπει να ακυρωθεί στην ολότητά της.
Περαιτέρω, στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας περί πάσχουσας και/ή παράνομης διαδικασίας, προβάλλεται και ο ισχυρισμός ότι με την απόφαση ετοιμασίας υπηρεσιακής έκθεσης από διμελή επιτροπή, παραβιάστηκαν οι σχετικοί Κανονισμοί, οι οποίοι προβλέπουν ότι για την αξιολόγηση κάθε υποψηφίου ως προς την αξία, θα πρέπει να υπάρχει και υπηρεσιακή έκθεση, αλλά και σύσταση από τον Δημοτικό Γραμματέα. Εν προκειμένω, οι δυο πιο πάνω προϋποθέσεις «συνενώθηκαν σε μία και ο Δημοτικός Γραμματέας αντί να ετοιμάσει σύσταση, ετοίμασε ξεχωριστή υπηρεσιακή έκθεση», ενώ ούτε και ποια ήταν η περίοδος αξιολόγησης κάθε υπαλλήλου καθορίστηκε.
Επιπρόσθετα, σύμφωνα πάντα με την πλευρά της αιτήτριας, η προαγωγική διαδικασία πάσχει και ως προς την μεθοδολογία που ακολουθήθηκε για την προφορική συνέντευξη, αλλά και ως προς το περιεχόμενο αυτής και δη τον καθορισμό και τη θεματολογία και/ή τη φύση των ερωτήσεων που υποβλήθηκαν στους υποψηφίους, οι οποίες ήσαν για όλους οι ίδιες, με αποτέλεσμα να τίθεται εν αμφιβόλων το αδιάβλητο της διαδικασίας. Έτι δε περαιτέρω, υπάρχει κενό αιτιολογίας, καθότι ελλείπει η καταγραφή του αποτελέσματος της προφορικής εξέτασης με τρόπο διαφανή, ώστε να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος, ενώ η όλη αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων παραπέμπει σε «αξιολόγηση τύπου copy/paste».
Τέλος, στο πλαίσιο πάντα του ισχυρισμού περί πάσχουσας ακολουθηθείσας διαδικασίας, προβάλλεται και ότι ο καθ’ ου η αίτηση βασίστηκε μόνο στην ύπαρξη υπηρεσιακής έκθεσης για ένα μόνο έτος και αγνόησε το γεγονός ότι δεν υπήρχαν υπηρεσιακές εκθέσεις για τα προηγούμενα έτη, αγνοώντας, έτσι, παντελώς ένα ουσιώδες μέρος της διαδικασίας αξιολόγησης.
Έτερος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης που προωθείται, έγκειται στον ισχυρισμό περί εργασιακής διάκρισης εις βάρος της αιτήτριας, η οποία δεν είχε την ευκαιρία και/ή ο καθ’ ου η αίτηση της αρνούνταν να εργαστεί στα Τμήματα που τελικά αποφασίστηκε η πλήρωση θέσης, «αποκλείοντας έτσι τη σχετική προϋπηρεσία και συναφή πείρα» της και έθετε αυτήν σε δυσμενή εργασιακή θέση και προοπτική αναφορικά με τις επίδικες προαγωγές. Συναφώς, υποβάλλεται επίσης ότι η αξιολόγηση και/ή σύγκριση των υποψηφίων έγινε κατά παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, καθότι η φύση των καθηκόντων που ανατέθηκαν σε υπάλληλο δεν μπορεί να αποτελεί νόμιμο κριτήριο για την επιλογή ενός υπαλλήλου έναντι συναδέλφου του.
Εγείρεται, επίσης, ο ισχυρισμός περί παράβασης ουσιώδους τύπου λόγω της μη ετοιμασίας και υποβολής ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων, αλλά και σύστασης από τον Δημοτικό Γραμματέα, κατά παράβαση των σχετικών Κανονισμών, με αποτέλεσμα το όλο σύστημα αξιολόγησης να είναι παράνομο.
Στη βάση των πιο πάνω, προωθούνται ως αυτοτελείς λόγοι ακύρωσης και ισχυρισμοί περί εμφιλοχώρησης ουσιώδους νομικής και πραγματικής πλάνης στην κρίση του καθ’ ου η αίτηση, μη διενέργειας της δέουσας έρευνας, καθώς και έλλειψης επαρκούς και/ή της δέουσας αιτιολογίας της επίδικης απόφασης.
Η πλευρά του καθ’ ου η αίτηση αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπήρξε το αποτέλεσμα μιας καθόλα νόμιμης διαδικασίας, λήφθηκε δε αυτή κατόπιν διενέργειας της δέουσας έρευνας, ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με την υφιστάμενη σχετική νομοθεσία, και είναι αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας του καθ’ ου η αίτηση, χωρίς να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη κατά τη λήψη της. Η δε μέθοδος καθορισμού και αξιολόγησης όλων των σχετικών στοιχείων κρίσης, υπήρξαν σύννομα και εντός των ορίων της διακριτικής εξουσίας του Δήμου.
Υπεραμυνόμενοι της μεθοδολογίας που ακολουθήθηκε, οι συνήγοροι του καθ’ ου η αίτηση προβάλλουν ότι τηρήθηκε μια «δίκαιη και άρτια διαδικασία», με πλήρη διαφάνεια και άρτια πρακτικά, ενώ για όλους τους υποψηφίους ίσχυαν τα ίδια κριτήρια και όλοι εξετάστηκαν βάσει αυτών, χωρίς οποιαδήποτε διάκριση εις βάρος της αιτήτριας.
Είναι δε αβάσιμοι οι ισχυρισμοί της αιτήτριας ότι αυτή υπερτερεί σε προσόντα από τους υπόλοιπους υποψηφίους και/ή ότι οι άλλοι υποψήφιοι δεν υπερείχαν σε αξία και προσόντα από αυτήν, «αφού τα αποτελέσματα από τη βαθμολόγησή τους σε όλα τα καθοριζόμενα κριτήρια μιλούν από μόνα τους και μαρτυρούν την ορθότητα της απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση». Το γεγονός ότι η αιτήτρια βαθμολογήθηκε ως εξαίρετη στο κριτήριο της αξίας, δεν σημαίνει ότι δεν μπορούσαν και άλλοι υποψήφιοι να κριθούν ως εξαίρετοι, ούτε και ότι το γεγονός αυτό καθ' εαυτό καθιστά την αιτήτρια ως την καταλληλότερη για τις επίδικες θέσεις. Η δε αιτήτρια ενημερώθηκε και γνώριζε εξ’ αρχής ότι η τελική επιλογή του υποψηφίου θα γινόταν μετά από αξιολόγηση και στα τέσσερα καθοριζόμενα κριτήρια και όχι μόνο στη βάση της αξίας των υποψηφίων. Προς τούτο, όπως επισημαίνει η πλευρά του καθ’ ου η αίτηση, ο καθ’ ου ανάρτησε σχετική ανακοίνωση στο σχετικό Πινάκιο Ανακοινώσεων για ενημέρωση και δήλωση συμμετοχής των ενδιαφερομένων. Οι δε ενδιαφερόμενοι καλούνταν να ζητήσουν Έντυπα Αιτήσεων από το Κεντρικό Αρχείο του Δήμου, τα οποία συνοδεύονταν από το έντυπο «Πλαίσιο και Διαδικασία Πλήρωσης των θέσεων Γραμματειακού Λειτουργού», στο οποίο καταγράφονταν όλες οι διαδικασίες που αποφασίστηκαν, ήτοι ο τρόπος αξιολόγησης των υποψηφίων, η διαδικασία επιλογής, η δομή αξιολόγησης και η βαρύτητα των κριτηρίων. Επομένως, υποβάλλουν οι συνήγοροι του καθ’ ου η αίτηση, όλοι οι ενδιαφερόμενοι, μεταξύ των οποίων και η αιτήτρια, είχαν πλήρη γνώση της όλης διαδικασίας και των επιμέρους λεπτομερειών κάθε κριτηρίου που θα λαμβανόταν υπόψη για επιλογή του καταλληλότερου υποψήφιου.
Επιπρόσθετα, η πλευρά του καθ’ ου η αίτηση αντικρούσει τον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι δόθηκε αποφασιστική σημασία σε πείρα υποψηφίων που δεν αποκτήθηκε στην τελευταία θέση πριν την επίδικη και/ή ότι δεν αξιολόγησε τα πρόσθετα προσόντα της αιτήτριας που ήσαν συναφή με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης. Όπως αναφέρθηκε επ’ αυτού και στο δικόγραφο της ένστασης, ο συγκεκριμένος ισχυρισμός τέθηκε και από άλλην υποψήφια, πριν από την τέλεση της προφορικής εξέτασης, και στην συνεδρία του Δημοτικού Συμβουλίου του καθ’ ου η αίτηση, ημερομηνίας 7.7.2022, αποφασίστηκε να μην γίνει δεκτό το αίτημά της για λήψη υπόψη μόνο της προϋπηρεσίας στο Τμήμα, στο οποίο γίνεται αίτηση για προαγωγή, αλλ’ αντιθέτως να υπολογιστεί η πραγματική υπηρεσία του κάθε υποψηφίου στη θέση του Βοηθού Γραμματειακού Λειτουργού, καθότι αυτό προνοείται στους σχετικούς Κανονισμούς (Κ.Δ.Π. 374/2000) και προβλέπεται στο οικείο σχέδιο υπηρεσίας. Αν δε η αιτήτρια κατείχε ιδιαίτερα προσόντα, συναφή με τα χρόνια προϋπηρεσίας της σε συγκεκριμένη θέση, «τότε θα έπρεπε να είχε πετύχει και καλύτερα αποτελέσματα στην Προφορική Εξέταση για καλύτερη πιθανότητα εξασφάλισης των θέσεων που διεκδικούσε». Αντίθετα, η αιτήτρια επέλεξε να μη συμμετάσχει στην προφορική εξέταση.
Υπέρ της νομιμότητας και εγκυρότητας της επίδικης απόφασης επιχειρηματολόγησε και η συνήγορος των Ε.Μ. 2 και 4, η οποία προέβαλε εν πολλοίς ισχυρισμούς παρόμοιους με αυτούς του καθ’ ου η αίτηση. Επιπρόσθετα δε, η κα Ιάσωνος υποβάλλει ότι δεν θα πρέπει να τύχει εξέτασης ο ισχυρισμός της αιτήτριας περί πάσχουσας διαδικασίας προφορικής εξέτασης των υποψηφίων, καθότι ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν έχει δικογραφηθεί. Εν τέλει, η συνήγορος των Ε.Μ. 2 και 4 εισηγείται την απόρριψη της προσφυγής, καθότι η αιτήτρια, σε καμία περίπτωση δεν κατέδειξε έκδηλη υπεροχή έναντι των Ε.Μ., ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά επιτάσσει.
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα των οικείων διοικητικών φακέλων και, γενικότερα, όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε κατά είτε υπέρ της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.
Η επίδικη διαδικασία προαγωγής ρυθμίζεται από τους περί Δημοτικής Υπηρεσίας Κανονισμούς του Δήμου Παραλιμνίου του 2000 (Κ.Δ.Π. 374/2000), δια των οποίων ρητώς υιοθετούνται και εφαρμόζονται οι πρόνοιες των περί Δημοτικής Υπηρεσίας Κανονισμών του Δήμου Λευκωσίας του 2000 (Κ.Δ.Π. 71/2000).
Αποτελεί επίσης παραδεκτό γεγονός, σύμφωνα και με το υπό του καθ’ ου η αίτηση τεθέν πλαίσιο πλήρωσης των πέντε επίδικων θέσεων (παράρτημα Α’ στο δικόγραφο της ένστασης), ότι βάση της διαδικασίας πλήρωσης των εν λόγω θέσεων (θέσεις προαγωγής που βρίσκονται στην κλίμακα Α8-Α9(i)), αποτέλεσε το Σχέδιο Υπηρεσίας Γραμματειακού Λειτουργού, θέση που, ως ρητά αναφέρεται σε αυτό, είναι επίσης προαγωγής και βρίσκεται στην κλίμακα Α8-Α9(i). Στα προβλεπόμενα καθήκοντα και ευθύνες του Σχεδίου, προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι ο Γραμματειακός Λειτουργός (η έμφαση έχει προστεθεί)-
«2.1. Είναι υπεύθυνος /ή βοηθά για-
2.1.1 την οργάνωση, διεύθυνση και εύρυθμη λειτουργία αρχείου γραμματειακών υπηρεσιών και
2.1.2 την επίβλεψη και έλεγχο του υπ’ αυτόν γραμματειακού και άλλου προσωπικού καθώς και της εργασίας που εκτελείται.
2.3. Διεξάγει αλληλογραφία, εκτελεί διοικητικά καθήκοντα και χειρίζεται θέματα προσωπικού όπως ήθελε ανατεθεί σε αυτόν.».
Εν προκειμένω, και λαμβανομένων υπόψη και των αμέσως πιο πάνω, δεν εντοπίζω να υπάρχει ασυμφωνία μεταξύ των προνοιών του Σχεδίου Υπηρεσίας και των πέντε επίδικων θέσεων, ούτως ώστε να μπορεί να λεχθεί ότι το εν λόγω Σχέδιο, ως βάση για την διενέργεια της διαδικασίας πλήρωσης των εν λόγω θέσεων, πάσχει σε βαθμό που να χωρεί επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Αντίθετα, οι προεκτεθείσες διατάξεις του Σχεδίου και δη οι διατάξεις περί εκτέλεσης διοικητικών καθηκόντων «όπως ήθελε ανατεθεί» στον εκάστοτε επιλεγέντα, συνάδουν με τη φύση των πέντε επίδικων θέσεων, οι οποίες συνίστανται σε θέσεις Προϊστάμενου Τμήματος. Εξάλλου, όπως καταγράφεται και στο πλαίσιο πλήρωσης των πέντε θέσεων (βλ. παράρτημα Α’ στο δικόγραφο της ένστασης, πρακτικό συνεδρίας ημερομηνίας 10.3.2022), στο πλαίσιο της προφορικής εξέτασης που θα διενεργείτο, θα υποβάλλονταν προς τους υποψηφίους εξειδικευμένες ερωτήσεις σε θέματα που θα αντιστοιχούσαν στα καθήκοντα της κάθε μιας εκ των πέντε θέσεων, προκειμένου, προφανώς, να διαπιστωθεί η επάρκεια και καταλληλότητα εκάστου υποψηφίου ως προς τη θέση ή/και θέσεις που αυτός επέδειξε ενδιαφέρον.
Όπως είναι νομολογημένο, η ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας, ανήκει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα του διορίζοντος διοικητικού οργάνου, με τη δικαστική παρέμβαση, κατά την άσκηση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, να δικαιολογείται μόνον όταν η ερμηνεία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή υπό τις περιστάσεις ή το διορίζον όργανο έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας (Ανδρέας Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 100/2020, ημερ. 19.2.2025, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας Ε.Δ.Δ. 61/2020 ημερ. 24.1.2025, Γρουτίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 169/2014 ημερ. 1.11.2021, Σουρουλλά ν. Δημοκρατίας Α.Ε. 74/2013 ημερ. 10.10.2019, Μαππή ν. Δημοκρατίας (2017) 3 (Β) Α.Α.Δ. 862, 869). Εν προκειμένω, δεδομένων των προνοιών του Σχεδίου Υπηρεσίας Γραμματειακού Λειτουργού, αλλά και του συνόλου των περιστατικών της παρούσας υπόθεσης, δεν εντοπίζω οτιδήποτε που θα μπορούσε εύλογα να οδηγήσει στη διαπίστωση ότι η υπό του καθ’ ου η αίτηση ερμηνεία του και εφαρμογή των διατάξεων του εν λόγω Σχεδίου Υπηρεσίας σε σχέση με τις επίδικες θέσεις, δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή υπό τις περιστάσεις ή ότι το διορίζον όργανο υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας. Με αποτέλεσμα, να μην υφίσταται πεδίο παρέμβασης του Δικαστηρίου τούτου.
Περαιτέρω, παρατηρώ τα εξής σε σχέση με την ακολουθηθείσα διαδικασία. Σύμφωνα με τον Κανονισμό 22(1) της Κ.Δ.Π. 374/2000,-
«Τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για προαγωγή υπαλλήλων είναι η αξία, τα προσόντα και η αρχαιότητα. Για την εκτίμηση της αξίας των υποψηφίων για προαγωγή, το Συμβούλιο λαμβάνει δεόντως υπόψη το περιεχόμενο των Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων, αιτιολογημένες συστάσεις του Δημοτικού Γραμματέα και την εντύπωση την οποία το Συμβούλιο απεκόμισε για τους υποψηφίους κατά την προφορική εξέταση, αν έγινε τέτοια εξέταση.».
Εν προκειμένω, ο καθ’ ου η αίτηση, στην απουσία υπηρεσιακών εκθέσεων για τα έτη που είχαν προηγηθεί της επίδικης διαδικασίας, προέβη σε ετοιμασία μιας υπηρεσιακής έκθεσης για κάθε υποψήφιο, η οποία ετοιμάστηκε από διμελή επιτροπή, αποτελούμενη από τον Δημοτικό Γραμματέα και τον Προϊστάμενο του Τμήματος, στο οποίο υπηρετούσε ο κάθε υποψήφιος. Εν πρώτοις, παρατηρώ ότι δεν καθορίζεται ποιαν χρονική περίοδο καλύπτει η εν λόγω έκθεση και βεβαίως η αναφορά στη γραπτή αγόρευση των συνηγόρων του καθ’ ου η αίτηση ότι η έκθεση αυτή αφορούσε το «τρέχον έτος», δεν είναι αρκετή. Πέραν όμως τούτου, πράγματι, δεν μπορώ παρά να διαπιστώσω παράλειψη του καθ’ ου η αίτηση να προβεί σε ετοιμασία υπηρεσιακών εκθέσεων για τους υπαλλήλους του Δήμου, αναφορικά με τα έτη πριν από την προκήρυξη της επίδικης διαδικασίας. Εξάλλου, ότι πρόκειται για παράλειψη αναγνωρίζεται και από την πλευρά του καθ’ ου η αίτηση, σύμφωνα και με τα όσα καταγράφονται στη γραπτή αγόρευση των συνηγόρων του.
Δεν παραγνωρίζω ότι με την απόφαση της πλειοψηφίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Δήμος Παραλιμνίου ν. Ανδρέα Γεωργίου, Α.Ε. 145/2011, ημερ. 7.3.2018, η οποία και ανέτρεψε την πρωτόδικη κρίση, κρίθηκε ότι, λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεων της περίπτωσης, η μη ετοιμασία υπηρεσιακών εκθέσεων από τον καθ’ ου η αίτηση, σε διαδικασία πλήρωσης θέσης Δημοτικού Γραμματέα, δεν αποτελούσε παράβαση ουσιώδους τύπου, καθότι «δεν υπήρχε, εκ των πραγμάτων, η δυνατότητα να ακολουθηθεί άλλη παραπλήσια διαδικασία προς ετοιμασία υπηρεσιακών εκθέσεων, η οποία και θα παρείχε τα απαιτούμενα εχέγγυα». Είναι δε αυτή την προσέγγιση που ακολουθεί η πλευρά του καθ’ ου η αίτηση και στην υπό κρίση περίπτωση, προτάσσοντας, με αναφορά στο άρθρο 13(3) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999)[1], ότι, δεδομένης της μη δυνατότητας ετοιμασίας αναδρομικών υπηρεσιακών εκθέσεων για τα προηγούμενα έτη, ακολουθήθηκε από τον καθ’ ου η αίτηση μια παραπλήσια διαδικασία που παρέχει τα ίδια εχέγγυα για τον υπολογισμό της αξίας των υποψηφίων. Ωστόσο, εύλογα τίθεται το ερώτημα γιατί δεν προχώρησε ο καθ’ ου η αίτηση σε ετοιμασία υπηρεσιακών εκθέσεων μετά την έκδοση της πιο πάνω, τελεσίδικης πλέον, απόφασης, ήδη από το έτος 2018, παρά μόνο επέλεξε να προβεί στην προαναφερθείσα μεθοδολογία κατά το έτος 2022, στο πλαίσιο της επίδικης διαδικασίας, δημιουργώντας ωσαύτως πρόσθετη πολυπλοκότητα στη διαδικασία.
Εντούτοις, οι αμέσως πιο πάνω διαπιστώσεις δεν αποβαίνουν καταλυτικές για την έκβαση της παρούσας, δεδομένου ότι αφορούν στο κριτήριο της αξίας, όπως αυτό αποτυπώνεται μέσα από την Υπηρεσιακή Έκθεση που ετοιμάστηκε. Δεδομένου, όμως, ότι στο εν λόγω κριτήριο, η αιτήτρια αξιολογήθηκε με τη μέγιστη δυνατή βαθμολογία, ήτοι ως «Εξαίρετη», ο ισχυρισμός της περί πασχουσας μεθοδολογίας ως προς την παράλειψη ετοιμασίας υπηρεσιακών εκθέσεων, προβάλλεται αλυσιτελώς, με αποτέλεσμα να μην στοιχειοθετείται το απαιτούμενο έννομο συμφέρον προς προώθηση του συγκεκριμένου ισχυρισμού. Κατά νομολογιακή αρχή δημοσίου δικαίου, όχι μόνο η αίτηση ακυρώσεως, αλλά και οι λόγοι ακύρωσης θα πρέπει να προβάλλονται μετ’ εννόμου συμφέροντος (Καττιμέρη ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. αρ. 65/2019, ημερ. 22.11.2023, Δημοκρατία v. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 A.A.Δ. 406, Αναστασίου ν. Δήμου Παραλιμνίου (2000) 3 Α.Α.Δ. 389). Εν προκειμένω, ακόμα και η διαπίστωση περί πλημμέλειας του καθ’ ου η αίτηση και/ή παράλειψης ετοιμασίας των υπό των Κανονισμών προβλεπόμενων ως απαιτούμενων Υπηρεσιακών Εκθέσεων αναφορικά με τα προηγούμενα έτη, ουδόλως θα βελτίωνε τις προοπτικές της αιτήτριας, δεδομένου ότι αυτή, ούτως ή άλλως, εξασφάλισε το maximum της βαθμολόγησης στο κριτήριο της αξίας.
Παρομοίως, και στη βάση της ίδιας λογικής, κρίνω ότι στερείται η αιτήτρια του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος να προβάλλει ισχυρισμούς αναφορικά με τη νομιμότητα και εγκυρότητα της διαδικασίας των προφορικών συνεντεύξεων. Και τούτο, καθότι η αιτήτρια, όπως προκύπτει και από τα σχετικά πρακτικά της συνεδρίας ημερομηνίας 7.7.2022, επέλεξε συνειδητά να μην συμμετάσχει στη διαδικασία της προφορικής συνέντευξης, δηλώνοντας ενώπιον του Συμβουλίου «ότι δεν θα δεχθεί ερωτήσεις». Στην Παναγιώτης Καλλής ν. Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου, Ε.Δ.Δ. 126/2019, ημερ. 23.9.2024, με αναφορά και στο απόσπασμα του Συγγράμματος του Ι.Δ. Σαρμά «Η συνταγματική και η διοικητική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας», σελ. 233, επισημάνθηκε ότι αποτελεί απαραίτητο κριτήριο και/ή προϋπόθεση του εννόμου συμφέροντος, ο βλαπτικός, κατά κοινή πείρα, επηρεασμός της ιδιότητος ή καταστάσεως του αιτούντα, από την προσβαλλομένη διοικητική πράξη (βλ. και Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου ν. Κεντούλας Αρχοντίδου, Ε.Δ.Δ. 113/20, ημερ. 17.3.2025). Εν προκειμένω, δεν καθίσταται αντιληπτό πως υπέστη βλάβη η αιτήτρια από τη συγκεκριμένη διαδικασία προφορικής συνέντευξης, από τη στιγμή που η ίδια επέλεξε να μη συμμετάσχει σε αυτήν.
Προχωρώντας, διαπιστώνω ότι πλημμέλεια εντοπίζεται και σε σχέση με το ζήτημα της απουσίας υποβληθείσας σύστασης εκ μέρους του Δημοτικού Γραμματέα, την υποβολή της οποίας ρητά επιτάσσει ο προαναφερθείς Κανονισμός 22(1) της Κ.Δ.Π. 374/2000: επ’ αυτού, εύλογα τίθεται το ερώτημα, τι εμπόδιζε τον καθ’ ου η αίτηση να ενεργήσει σύμφωνα με τις πρόνοιες της συγκεκριμένης κανονιστικής διάταξης και να μεριμνήσει, στο πλαίσιο της υπό κρίση επίδικης διαδικασίας, για την υποβολή αιτιολογημένης σύστασης εκ μέρους του Δημοτικού Γραμματέα για κάθε υποψήφιο. Σαφώς δε και η μέθοδος που επέλεξε να ακολουθήσει εν προκειμένω ο καθ’ ου η αίτηση, δια της ετοιμασίας υπηρεσιακής έκθεσης από διμελή επιτροπή αποτελούμενη από τον Δημοτικό Γραμματέα και τον Προϊστάμενο του Τμήματος στο οποίο υπηρετούσε ο κάθε υποψήφιος, δεν υποκαθιστά την ανάγκη για υποβολή σύστασης και δεν ανταποκρίνεται στις επιταγές των Κανονισμών για υποβολή και αιτιολογημένης σύστασης εκ μέρους του Δημοτικού Γραμματέα για κάθε υποψήφιο.
Η αμέσως πιο πάνω επισήμανση, σε αντίθεση με τις διαπιστώσεις περί της διαδικασίας προφορικής συνέντευξης και σε συμφωνία με τα όσα λέχθηκαν αναφορικά με την παράλειψη ετοιμασίας Υπηρεσιακών Εκθέσεων, αφορά σε παράβαση ουσιώδους τύπου. Η μη υποβολή σύστασης εκ μέρους του Δημοτικού Γραμματέα συνιστά ουσιώδη παράλειψη και/ή ουσιώδες σφάλμα της διαδικασίας. Σύμφωνα με το άρθρο 13(1) του Νόμου 158(Ι)/1999, «Η διοίκηση οφείλει να τηρεί τους τύπους που απαιτεί ο νόμος για την έκδοση μιας διοικητικής πράξης. Παράβαση ουσιώδους τύπου καθιστά την πράξη παράνομη». Όπως όμως λέχθηκε και στην Παπαλουκάς κ.α. ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 656,-
«Είναι γενική αρχή του Διοικητικού Δικαίου, την οποία υιοθετεί τόσο η ελληνική όσο και η κυπριακή νομολογία, ότι η παράβαση διατεταγμένου τύπου (ή τυπικής διατάξεως) επάγεται την ακυρότητα της πράξεως μόνον εφ' όσον ήθελε θεωρηθεί ότι, στην υπό εξέταση συγκεκριμένη περίπτωση, ο τύπος ο οποίος δεν τηρήθηκε ήταν ουσιώδης. Αν δεν ήταν ουσιώδης, η πράξη δεν υπόκειται σε ακύρωση, παρά την παράβαση. Με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από το εξ αντικειμένου ουσιώδες του τύπου, αν διαπιστωθεί ότι η παράβαση του δεν είχε δυσμενείς επιπτώσεις για τον διοικούμενο, τότε, για τους σκοπούς της συγκεκριμένης περίπτωσης, αυτός θεωρείται επουσιώδης με αποτέλεσμα η παράβασή του να μην επάγεται την ακυρότητα της πράξεως.».
Εν προκειμένω, και υπό το φως της προεκτεθείσας νομολογίας, κρίνω ότι, παρόλο που, πράγματι, η μη ετοιμασία και υποβολή σύστασης εκ μέρους του Δημοτικού Γραμματέα του καθ’ ου η αίτηση συνιστά παράβαση του Κανονισμού 22(1) της Κ.Δ.Π. 374/2000 και, συνακόλουθα, εξ’ αντικειμένου παράβαση ουσιώδους τύπου, η εν λόγω παράβαση δεν επέφερε δυσμενείς συνέπειες για την αιτήτρια, με αποτέλεσμα να θεωρείται, για τους σκοπούς της υπό κρίση περίπτωσης, επουσιώδης. Και τούτο, καθότι στην υπηρεσιακή έκθεση για κάθε υποψήφιο, η οποία ετοιμάστηκε από διμελή επιτροπή αποτελούμενη από τον Δημοτικό Γραμματέα και τον Προϊστάμενο του Τμήματος κάθε υποψηφίου, και στην οποία ενσωματώθηκε και η κρίση του Δημοτικού Γραμματέα για κάθε υποψήφιο, η αιτήτρια αξιολογήθηκε με τη μέγιστη δυνατή βαθμολογία, ως «Εξαίρετη». Για όλους δε τους υποψηφίους, χρησιμοποιήθηκε ενιαίο μέτρο κρίσης. Συνεπώς, η προεκτεθείσα παράβαση του Κανονισμού 22(1) δεν επηρέασε δυσμενώς την αιτήτρια, με αποτέλεσμα να μη επάγεται την ακυρότητα της επίδικης απόφασης.
Περαιτέρω, ως αβάσιμος θα πρέπει να απορριφθεί και ο ισχυρισμός της αιτήτριας περί εργασιακής διάκρισης εις βάρος της, καθότι δεν προκηρύχθηκε η πλήρωση θέσης στο Τμήμα Γάμων, όπου αυτή εργάζεται, ούτε και της δόθηκε η ευκαιρία να εργαστεί στα Τμήματα που αποφασίστηκε η πλήρωση θέσης, ενώ η αξιολόγηση και/ή σύγκριση των υποψηφίων έγινε κατά παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, καθότι η φύση των καθηκόντων που ανατέθηκαν σε υπάλληλο, δεν μπορεί να αποτελεί νόμιμο κριτήριο για την επιλογή ενός υπαλλήλου έναντι συναδέλφου του.
Εν πρώτοις, υπενθυμίζεται αυτό που έχει πολλάκις τονιστεί μέσα από τις αποφάσεις της ημεδαπής νομολογίας ότι η Διοίκηση είναι σε καλύτερη θέση να καθορίσει τις ανάγκες της υπηρεσίας, ώστε η επέμβαση του αναθεωρητικού Δικαστηρίου να μην είναι επιτρεπτή, εκτός εάν υπάρχει υπέρβαση της ακραίας διακριτικής ευχέρειας του οργάνου ή παράβαση νόμου ή κανονισμού (Πιερίδη ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (2007) 3 Α.Α.Δ. 543, Παπαντωνίου κ.α. ν. Δήμου Λευκωσίας (αρ. 2) (2010) 3 Α.Α.Δ. 476, Φώτιος Μαλιαπής κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 120/2011 κ.α., ημερ. 31.1.2012). Εν προκειμένω, η υπό του καθ’ ου η αίτηση επιλογή για πλήρωση των πέντε επίδικων θέσεων, στην οποία δεν περιλαμβανόταν και θέση Προϊσταμένου στο Τμήμα Γάμων, δεν εκφεύγει των ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, αλλ’ ούτε και αντίκειται σε οποιαδήποτε διάταξη νόμου ή/και κανονισμού, με αποτέλεσμα να μη χωρεί δικαστική παρέμβαση. Εξάλλου, όπως προκύπτει και από το σχετικό πρακτικό της συνεδρίας του καθ’ ου η αίτηση, ημερομηνίας 4.8.2021, στο οποίο αναφέρθηκαν οι συνήγοροι του καθ’ ου η αίτηση δια της γραπτής τους αγόρευσης και το οποίο προκύπτει ότι αποτελεί μέρος του διοικητικού φακέλου, κατά την εν λόγω συνεδρία το συγκεκριμένο θέμα απασχόλησε τα μέλη του καθ’ ου η αίτηση, τα οποία, με βάση τις ανάγκες της υπηρεσίας, αποφάσισαν μετά από ψηφοφορία, όπως πληρωθεί η θέση Προϊσταμένου στο Τμήμα Προσφορών και όχι στο Τμήμα Γάμων.
Περαιτέρω, κρίνονται αβάσιμες οι αιτιάσεις της αιτήτριας σε σχέση με εις βάρος της δυσμενή διάκριση και παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, καθότι δεν της δόθηκε η ευκαιρία να εργαστεί σε οποιοδήποτε από τα Τμήματα που αποφασίστηκε η πλήρωση θέσης Προϊσταμένου. Πράγματι, έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί ότι η φύση των καθηκόντων που ανατίθενται σε υπάλληλο, δεν μπορεί να αποτελεί νόμιμο κριτήριο για την επιλογή ενός υπαλλήλου έναντι συναδέλφου του (Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Πέτρου Δρουσιώτη κ.α. (2017) 3 Α.Α.Δ. 376, Σπυρίδωνας Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 44/2009, ημερ. 2.2.2012). Ωστόσο, στην υπό κρίση περίπτωση από πουθενά δεν προκύπτει ότι η φύση των καθηκόντων που ασκούσε για σειρά ετών η αιτήτρια στο Τμήμα Γάμων επηρέασε με οποιοδήποτε τρόπο την διαμόρφωση της επίδικης απόφασης, ούτε και λήφθηκε υπόψη στην τελική βαθμολογία της. Όλοι οι υποψήφιοι, περιλαμβανομένης και της αιτήτριας, αξιολογήθηκαν στη βάση της αξίας, της συνολικής τους υπηρεσίας, των προσόντων και της προφορικής εξέτασης. Μάλιστα, η αιτήτρια εξασφάλισε το μέγιστο των μονάδων τόσο στο κριτήριο της αξίας (30 μονάδες) όσο και στο κριτήριο της συνολικής υπηρεσίας (30 μονάδες). Συνεπώς, στερούνται ερείσματος και οι ισχυρισμοί περί δυσμενούς διάκρισης εις βάρος της αιτήτριας, υποκείμενοι ωσαύτως σε απόρριψη.
Εν κατακλείδι, λαμβανομένων υπόψη των δεδομένων της υπόθεσης, δεν διαπιστώνεται ούτε κενό έρευνας, ούτε αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, ενώ ούτε και εμφιλοχώρηση πλάνης στη διαμόρφωση της επίδικης κρίσης εντοπίζεται. Σε μια συνολική προσμέτρηση των προαναφερθέντων στοιχείων κρίσης, διαπιστώνεται ότι ο καθ’ ου η αίτηση, κατόπιν διενέργειας της δέουσας έρευνας, ορθά και εύλογα και κατ’ ορθήν ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, αξιολόγησε την αιτήτρια στα δυο εκ των τεσσάρων κριτηρίων (αξία και συνολική υπηρεσία), δίδοντας μάλιστα σε αυτήν τη μέγιστη δυνατή βαθμολογία, ενώ για τα υπόλοιπα δυο κριτήρια η αιτήτρια δεν έλαβε καμία μονάδα, εφόσον, ως ήδη ελέχθη, επέλεξε να μην απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση που της έγινε στο πλαίσιο της προφορικής συνέντευξης, ενώ ως προς τα προσόντα, όπως προκύπτει και από το δικόγραφο της ένστασης (βλ. ιδιαίτερα παράρτημα Δ, πρακτικό συνεδρίας του Δημοτικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 7.7.2022), η αιτήτρια δεν προσκόμισε οποιοδήποτε πιστοποιητικό, προκειμένου να της πιστωθούν οι ανάλογες μονάδες (είχε ζητήσει να προσκομίσει πιστοποητικό εξέτασης από το ΚΙΜΟΝ College, κάτι που τελικά δεν έπραξε), με αποτέλεσμα να μην λάβει οποιαδήποτε μονάδα. Από την άλλη, με βάση τα προαναφερθέντα στοιχεία κρίσης, τα πέντε Ε.Μ., έχοντας εξασφαλίσει την ψηλότερη βαθμολογία στη διαδικασία για προαγωγή στις πέντε επίδικες θέσεις αντίστοιχα (βλ. παράρτημα Ε στο δικόγραφο της ένστασης), ορθά και νόμιμα επιλέγησαν έναντι της αιτήτριας για προαγωγή στις εν λόγω θέσεις.
Συνεπώς, ενόψει των πιο πάνω και για τους λόγους που εξηγήθηκαν, η προσβαλλόμενη απόφαση επιλογής των πέντε Ε.Μ. αντί της αιτήτριας κρίνεται ορθή και νόμιμη και, σε κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή. Δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακύρωσης και, συνακόλουθα, δεν χωρεί παρέμβαση του Δικαστηρίου.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, η δε προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος. Επιδικάζονται €2100 έξοδα υπέρ του καθ’ ου η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
[1] Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, «Αν υπάρχει αντικειμενική αδυναμία τήρησης της διαδικασίας που προβλέπει ο νόμος, η διοίκηση μπορεί να ακολουθήσει μια παραπλήσια διαδικασία που παρέχει τα ίδια εχέγγυα με την προβλεπόμενη από το νόμο.».
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο