MOHAMED SAMI MOUSTAFA ABOUZID ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, Υπόθεση αρ. 1965/2022, 28/11/2025
print
Τίτλος:
MOHAMED SAMI MOUSTAFA ABOUZID ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, Υπόθεση αρ. 1965/2022, 28/11/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

   (Υπόθεση αρ. 1965/2022(iJ))

28 Νοεμβρίου 2025

[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

MOHAMED SAMI MOUSTAFA ABOUZID

Αιτητής

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

……………………………

Κυριακή Χατζησέργη, για τον αιτητή.

Παντελής Κωνσταντίνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής, συνιστά η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 17.8.2022, με την οποία απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή ημερομηνίας 21.4.2022, που ο αιτητής υπέβαλε ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών, κατά της απόφασης του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερομηνίας 22.3.2022, αναφορικά με την ακύρωση του δελτίου διαμονής του στη Δημοκρατία.    

 

  Σύμφωνα με τα γεγονότα της προσφυγής, ο αιτητής είναι υπήκοος Αιγύπτου. Στις 16.7.2014 εκδόθηκε άδεια εργασίας και προσωρινής παραμονής του στη Δημοκρατία, ως εργάτη, με ισχύ μέχρι τις 16.3.2015, άδεια η οποία ανανεώθηκε μέχρι τις 16.3.2016. Στις 28.8.2015 τέλεσε γάμο με ευρωπαία υπήκοο και στις 11.11.2015 υπέβαλε αίτηση για έκδοση άδειας διαμονής, ως σύζυγος ευρωπαίου πολίτη, άδεια η οποία του παραχωρήθηκε στις 11.12.2015, με ισχύ μέχρι τις 11.12.2020. Στις 22.11.2017 η σύζυγος του αιτητή, καταχώρησε αίτηση διαζυγίου ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Στις 20.12.2018, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης για έκδοση άδειας διαμονής ως σύζυγος ευρωπαίου πολίτη, η οποία εκδόθηκε στις 27.8.2019, με ισχύ μέχρι τις 27.8.2024. Στο μεταξύ και συγκεκριμένα στις 9.1.2019, εκδόθηκε το διαζύγιο του αιτητή με την ευρωπαία υπήκοο και στις 22.3.2022 ακυρώθηκε η κάρτα διαμονής του, λόγω της έκδοσης διαζυγίου με την σύζυγό του.

 

  Όπως αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή ημερομηνίας 22.3.2022:-

I am directed to refer to your Residence Card issued on 27/08/2019 and valid until 27/08/2024, and to inform you that your application has been rejected, for the reason that you do not meet the conditions for retention of your right of residence in the Republic of Cyprus, according to Articles 26(2) of Law 7(l)/2007, as your European spouse has registered an application for divorce on 22/11/2017 and you have not completed three (3) years of marriage with the European citizen.

If you continue to be in the Republic you are requested to make the necessary arrangements for departure within 30 days, according to the Right of Union Citizens and their Family Members to Move and Reside Freely within the Territory of the Republic of Cyprus, Law 7(l)/2007 as amended, otherwise measures will be taken in line with the relevant provisions of this Law.

Please note that:

i.    According to Articles 32A(1) and (2) of Law 7(l)/2007, as amended, you may submit a hierarchical recourse to the Minister of the Interior against the above mentioned decision within 20 days from the date of the decision. According to Article 32A(3) of Law 7(l)/2007, the decision does not become enforceable before the expiry of the above mentioned time limit, or, in case you submit a hierarchical recourse, before the Minister of Interior issues a decision,

ii.   According to Article 146 of the Constitution of the Republic you have the right to submit a recourse to the Administrative Court against the above mentioned decision within 75 days from the date of the decision, provided that you did not submit a hierarchical appeal”.

 

 

    Ο αιτητής υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή, μέσω της δικηγόρου του, ημερομηνίας 21.4.2022, στην οποία αναφέρεται πως γνώση της επιστολής ημερομηνίας 22.3.2022, έλαβε στις 31.3.2022. Ειδικότερα, αναφέρει:-

«Με την παρούσα και αναφορικά με το ως άνω θέμα, ενεργώ κατ’ εντολή του πελάτη μου Mohamed Sami Moustafa Abouzid και κατόπιν οδηγιών του, υποβάλλω ιεραρχική προσφυγή κατά της απόφασης του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερομηνίας 22/03/2022, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του για χορήγηση άδειας διαμονής για μη ευρωπαίους πολίτες και η οποία του κοινοποιήθηκε και έλαβε γνώση αυτής στις 31/03/2022. (αντίγραφο της σχετικής απόφασης σας επισυνάπτεται ως ΠΑΡΑΡΤΗΑΜΑ Α) […]»[1].

 

  Σε αυτήν, αναφέρει τους λόγους για τους οποίος ο ίδιος διαφωνεί με την ακύρωση της άδειας διαμονής του.  

 

  Η ιεραρχική προσφυγή που υπέβαλε, ημερομηνίας 21.4.2022, έτυχε απόρριψης, ως αυτό του γνωστοποιήθηκε με την επιστολή ημερομηνίας 17.8.2022, η νομιμότητα της οποίας αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής.

 

  Θα πρέπει να λεχθεί κατόπιν έκδοσης εκ συμφώνου διατάγματος του Δικαστηρίου ημερομηνίας 4.7.2023, καταχωρήθηκε τροποποιημένη αίτηση ακυρώσεως, με την προσθήκη, στα νομικά σημεία της προσφυγής, ισχυρισμών πως οι διατάξεις του άρθρου 26(2)(α) και 32Α(2) του Ν. 7(Ι)/2007, παραβιάζουν τα Άρθρα 15, 29 και 30 του Συντάγματος.

 

  Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή, αναπτύσσοντας τις θέσεις της, υπέβαλε πως οι πρόνοιες του άρθρου 32Α(2) του Ν. 7(Ι)/2007, δυνάμει των οποίων παρέχεται δυνατότητα άσκησης ιεραρχικής προσφυγής, εντός 20 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης της αρμόδιας αρχής, αντίκεινται στο Άρθρο 30 του Συντάγματος, αφού αυτές είναι τόσο περιοριστικές, που ουσιαστικά περιορίζουν, από άποψης χρόνου, την προσφυγή του αιτητή στο Δικαστήριο. Όπως διατείνεται, ξεκινά η προθεσμία των 20 ημερών για την άσκηση ιεραρχικής προσφυγής, χωρίς να υπάρχει βέβαιη και ισχυρή απόδειξη για το πότε ταχυδρομήθηκε η επιστολή της αρμόδιας αρχής και πως ο αιτητής δεν είναι σε θέση να γνωρίζει την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, προκειμένου να γνωρίζει και την ημερομηνία έναρξης της προθεσμίας που έχει για την υποβολή ιεραρχικής προσφυγής, μειώνοντας με αυτόν τρόπο την προθεσμία σε 2 – 4 μέρες.

 

  Αποτέλεσε θέση του, πως ο ίδιος έλαβε γνώση της απόφασης ημερομηνίας 22.3.2022, στις 31.3.2022 και με τον συλλογισμό που γίνεται στην γραπτή του αγόρευση, κρινόμενου του άρθρου 32Α(2) ως αντισυνταγματικού, η προθεσμία αρχίζει από την 4.4.2022 και η επομένως, η ιεραρχική προσφυγή ημερομηνίας 21.4.2022, υπήρξε εμπρόθεσμη.

 

  Δεύτερος λόγος ακύρωσης που προωθείται, άπτεται της θέσης πως οι διατάξεις του άρθρου 26(2) του Ν. 7(Ι)/2007, παραβιάζουν τις πρόνοιες του Άρθρου 15 του Συντάγματος, αφού υφίσταται επέμβαση στην οικογενειακή ζωή του αιτητή, καθορίζοντας παράλληλα, εσφαλμένα, πως ένας γάμος λύεται με την καταχώρηση αίτησης διαζυγίου και όχι με την έκδοση της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου.

 

  Ως τρίτος ισχυρισμός, άπτεται της θέσης πως η προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 17.8.2022, δεν εκδόθηκε αρμοδίως από τον Υπουργό Εσωτερικών, αλλά αναρμόδια από την Αναπληρωτή Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και πως αυτή, εν πάση περιπτώσει, στερείται αιτιολογίας, αφού δεν προκύπτει ο λόγος της απόρριψής της.

 

  Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Δημοκρατίας, υποστήριξε πλήρως την νομιμότητα της απόφασης της διοίκησης, απορρίπτοντας τους εγερθέντες ισχυρισμούς περί αντισυνταγματικότητας και περί ελλιπούς αιτιολογίας, προσκομίζοντας τον σχετικό διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε στη διαδικασία, ο οποίος σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1.

 

  Λόγω της έγερσης ισχυρισμών αντισυνταγματικότητας άρθρων νομοθεσίας, κρίνεται σημαντικό να υπομνησθεί, η θεμελιακή αρχή που αναγνωρίστηκε στην The Improvement Board of Eylenja v. Andreas Constantinou (1967) 1 C.L.R. 167, πως η συνταγματικότητα νόμου, συνιστά νομικό θέμα ιδιάζουσας σημασίας και σπουδαιότητας, το οποίο, όχι μόνο δεν εξετάζεται αυτεπάγγελτα, αλλά μπορεί να καταστεί επίδικο, μόνον μετά τον επακριβή προσδιορισμό του άρθρου ή άρθρων του νόμου που αμφισβητούνται, αφενός και των συνταγματικών διατάξεων προς τις οποίες, κατ΄ισχυρισμό, προσκρούουν, αφετέρου. Η παράλειψη επακριβούς προσδιορισμού, οδηγεί σε απόρριψη του προβαλλόμενου λόγου περί αντισυνταγματικότητας (Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 196, Περικλέους ν. Δήμου Κάτω Πολεμιδιών (2009) 3 Α.Α.Δ. 37, Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού ν. Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Εφέσεις Αρ. 2/2016 & 7/2016, ημερομηνίας 3.3.2017, Παστελλάς ν. Δημοκρατίας (2017) 3Β Α.Α.Δ. 680).

 

 

 Σύμφωνα με την πάγια νομολογία, τα Δικαστήρια δεν έχουν εξουσία να υπεισέλθουν στη σκοπιμότητα ή τη σοφία του νομοθετήματος, αφού ασχολούνται μόνο με το ζήτημα της συνταγματικότητας κι όχι με τα κίνητρα του νόμου ή την πολιτική ή τη σοφία του ή τη συμφωνία του με τη φυσική δικαιοσύνη, τις θεμελιώδεις αρχές διακυβέρνησης ή το πνεύμα του Συντάγματος (Board of Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640, Ε.Δ.Δ. 190/19 Ιωακείμ ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 28.1.2022). Το δε Δικαστήριο, δεν έχει τη δυνατότητα αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης των προνοιών του νομοθετήματος (ΚΟΑ v. Ποταμίτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 315, Παστελλάς (ανωτέρω)).

 

  Επιπροσθέτως, θα πρέπει να λεχθεί πως το Δικαστήριο εξετάζει ζητήματα αντισυνταγματικότητας, μόνον όταν η αποδοχή της αντισυνταγματικότητας θα οδηγήσει στην επίλυση της επίδικης διαφοράς (Dias United Publishing Co Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550, Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ 380).

  Προχωρώντας να εξετάσω τον πρώτο εγειρόμενο ισχυρισμό πως οι διατάξεις του άρθρου 32Α(2) του Ν. 7(Ι)/2007 προσκρούουν στις διατάξεις του Άρθρου 30 του Συντάγματος, διαπιστώνω πως μετά την καταχώρηση της τροποποιημένης αίτησης ακυρώσεως, το ζήτημα προσδιορίστηκε στην παράγραφο (ια) των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της νομολογίας.

 

  Στις διατάξεις του Άρθρου 30.1 του Συντάγματος, προνοείται το δικαίωμα εκάστου, για πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Σύμφωνα με το άρθρο 32Α(2) του Ν. 7(Ι)/2007, ως αυτός ήταν σε ισχύ κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης:-

 

«(2) Η ιεραρχική προσφυγή που προβλέπεται στο εδάφιο (1), ασκείται εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης της αρμόδιας αρχής».

 

  Το Ανώτατο Δικαστήριο στην Thevatha ν. Δημοκρατίας (2019) 3 Α.Α.Δ 508, με αναφορά στις Fekkas v Electricity Authority of Cyprus (1968) 1 C.L.R. 173 και Γιωργαλλά v. Χατζηχριστοδούλου (2000) 1 Α.Α.Δ. 2060, έκρινε πως η καθιέρωση προθεσμιών για την άσκηση δικαιωμάτων που παρέχει ο νόμος, δεν αντίκεινται προς τις διατάξεις του Άρθρου 30.1 του Συντάγματος, νοουμένου ότι η προθεσμία που τίθεται, δεν είναι περιοριστική σε βαθμό που να αντιστρατεύεται την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος.

 

  Κρίνεται σημαντικό να αναφερθεί το ακόλουθο εκτενές απόσπασμα, από την προαναφερόμενη απόφαση στην Thevatha (ανωτέρω):-

«Στην ίδια γραμμή κινήθηκε και η Κυπριακή νομολογία. Το Ανώτατο Δικαστήριο διαπίστωσε στην υπόθεση Fekkas v Electricity Authority of Cyprus (1968) 1 C.L.R. 173 ότι η καθιέρωση προθεσμιών για την άσκηση δικαιωμάτων που παρέχει ο νόμος δεν αντίκειται προς τις διατάξεις του Άρθρου 30.1 του Συντάγματος, νοουμένου ότι η προθεσμία δεν είναι περιοριστική σε βαθμό που να αντιστρατεύεται την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος.

 

Στη Γιωργαλλά v. Χατζηχριστοδούλου (2000) 1 Α.Α.Δ. 2060 (Νομικό Ερώτημα), στην οποία έγινε ανασκόπηση της σχετικής νομολογίας του ΕΔΑΔ, επισημάνθηκαν τα ακόλουθα από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου:

 

«Το Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, (η «Σύμβαση»), καθιερώνει τη διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων και της ποινικής ευθύνης ατόμου από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, σύμφωνα με τα θέσμια δικαίας δίκης, αναφαίρετο δικαίωμά του. Παρόλο που το Άρθρο 6(1) της Σύμβασης δεν κατοχυρώνει ρητά δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο, αυτό έχει ερμηνευθεί ότι περιλαμβάνει τέτοιο δικαίωμα, αποκλειομένων αυθαίρετων ή παράνομων περιορισμών. Δεν αποκλείεται όμως ο χρονικός περιορισμός της πρόσβασης, με την καθιέρωση προθεσμιών, νοουμένου ότι αυτές δεν είναι ασφυκτικές, σε βαθμό που να πλήττουν τη δραστικότητα του δικαιώματος. Αφετέρου, ο χρονικός περιορισμός πρέπει να είναι, σε γενικές γραμμές, ανάλογος προς το σκοπό ο οποίος επιδιώκεται με την καθιέρωση της προθεσμίας και η προθεσμία να αντιστοιχεί προς αυτό. Σ’ αυτό το πεδίο αναγνωρίζεται βαθμός ελευθερίας (margin of appreciation) σε κάθε χώρα να καθορίσει την προθεσμία, σύμφωνα με τα ιδιαίτερα δεδομένα της· δίχως η ευχέρεια αυτή του νομοθέτη να υπερακοντίζει τη δικαστική λειτουργία ως τον τελικό κριτή του συμβατού του περιορισμού με το κατοχυρωμένο δικαίωμα.»

 

(Δέστε επίσης την πρόσφατη απόφαση Σταματίου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. 467/2012, ημερ. 26.6.2019, ECLI:CY:AD:2019:A242).

 

Στις συνεκδικασθείσες Υποθέσεις C-89/10 και C-96/10, Q-Beef NV v. Belgische Staat και Frans Bosschaert v. Belgische Staat, ημερ. 8.9.2011, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφάνθηκε, όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, ότι ο καθορισμός εύλογων «αποκλειστικών προθεσμιών» (limitation periods) για την άσκηση ενδίκου βοηθήματος είναι συμβατός με το δίκαιο της Ένωσης, χάριν της ασφάλειας δικαίου. Τέτοιες προθεσμίες δεν πρέπει να καθιστούν πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης.

 

Εν προκειμένω, ο περιορισμός που τίθεται με την καθιέρωση προθεσμίας 75 ημερών στο Άρθρο 146 του Συντάγματος για την άσκηση του δικαιώματος προσφυγής, αφότου γνωστοποιείται η διοικητική απόφαση στο διοικούμενο, με την έννοια που έχει εξηγηθεί ανωτέρω, είναι αρκούντως μακρά για το σκοπό αυτό, δεν είναι δυσανάλογη ως προς τον σκοπό της εξασφάλισης της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και δεν παραβιάζει την ίδια την ουσία του δικαιώματος.

 

Ούτε τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης καθιστούσαν την άσκηση προσφυγής από τον εφεσείοντα εντός της προθεσμίας των 75 ημερών από τη γνωστοποίησή της, αδύνατη».

 

  Κατά τις εγερθείσες αιτιάσεις, η προθεσμία των 20 ημερών από την έκδοση της απόφασης της διοίκησης για υποβολή ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών, προθεσμία που ορίζεται στο άρθρο 32Α(2) του Ν. 7(Ι)/2007, είναι τόσο περιοριστική, που μειώνει την δυνατότητα του εκάστοτε προσώπου να ασκήσει αυτό του δικαίωμα, ιδίως, αφού δεν είναι σε θέση να γνωρίζει την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, αλλά ούτε και το πότε αυτή ταχυδρομήθηκε, για να ξεκινήσει η έναρξη της προθεσμίας.

 

  Οι πιο πάνω θέσεις του αιτητή, δεν με βρίσκουν σύμφωνη. Καταρχήν, σύμφωνα με το άρθρο 32Α(2) του σχετικού Νόμου, η 20ήμερη προθεσμία για την υποβολή ιεραρχικής προσφυγής, εκκινεί από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης της αρμόδιας αρχής. Αυτό υποδηλώνει πως δεν ενδιαφέρει το πότε αυτή ταχυδρομήθηκε. Αυτό, ενδεχομένως να ενδιέφερε, ανά περίπτωση και εφόσον προέκυπτε, τεκμηριωμένα, με σχετική μαρτυρία, ταχυδρόμηση και αποστολή της επιστολής σε χρόνο που θα καθιστούσε πλέον αδύνατη την υποβολή ιεραρχικής προσφυγής εντός 20 ημερών από την έκδοσή της.

 

  Στην προκείμενη όμως περίπτωση, το ζήτημα είναι διαφορετικό. Αποτέλεσε θέση του αιτητή, η οποία αναφέρεται και στην ιεραρχική προσφυγή που υπεβλήθη στις 21.4.2022, κατά της απόφασης ημερομηνίας 22.3.2022, πως η τελευταία αυτή επιστολή, ελήφθη στις 31.3.2022.

 

  Επομένως, υπό αυτά τα δεδομένα, δεν ενδιαφέρει το πότε η επιστολή εστάλη προς ταχυδρόμηση προς τον αιτητή, αφού παραδεκτώς, πλέον, αναφέρεται πως αυτή ελήφθη στις 31.3.2022.

 

  Η προθεσμία του άρθρου 32Α(2) είχε ήδη ξεκινήσει από 22.3.2022 και έληγε στις 11.4.2022. Από την 31.3.2022, ημερομηνία που ο αιτητής παραδεκτώς παρέλαβε την απόφαση της διοίκησης ημερομηνίας 22.3.2022, υπήρχε ακόμα στη διάθεσή του χρόνος άλλων 11 ημερών, για ενάσκηση την δυνατότητας του προς υποβολή ιεραρχικής προσφυγής, εφόσον αυτό επιθυμούσε.

 

  Συνεπώς, η άσκηση του δικαιώματος του αιτητή για υποβολή ιεραρχικής προσφυγής, δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 32Α, υπό τα πιο πάνω αναφερόμενα και συγκεκριμένα περιστατικά, λαμβανομένης υπόψη της λήψης της απόφασης στις 31.3.2022, δεν κατέστη αδύνατη, έτσι ώστε να θεωρείται πως η προθεσμία που τάχθηκε υπήρξε περιοριστική, σε βαθμό μάλιστα που να αντιστρατεύεται την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματός του.

 

  Αντιθέτως, ενώ έλαβε την επιστολή ημερομηνίας 22.3.2022 στις 31.3.2022, στην οποία ρητώς γινόταν αναφορά στο δικαίωμα υποβολής ιεραρχικής προσφυγής εντός 20 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης και όχι λήψης της, εντούτοις, άφησε τον χρόνο να διαρρεύσει και να προβεί σε υποβολή ιεραρχικής προσφυγής εκτός του νομοθετικά καθοριζόμενου χρονικού διαστήματος.

  Στη βάση των πιο πάνω και λαμβανομένων υπόψη των περιστατικών που αναφέρθηκαν πιο πάνω, καταλήγω πως οι διατάξεις του άρθρου 32Α(2), δεν έχουν στερήσει από τον αιτητή την δυνατότητα πρόσβασης στη δικαιοσύνη και ο αντίστοιχος λόγος ακύρωσης, απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

  Απορριπτική κατάληξη θα πρέπει να έχει και ο δεύτερος λόγος ακύρωσης, που σχετίζεται, ομοίως, με ισχυρισμό περί αντισυνταγματικότητας, αυτή τη φορά του άρθρου 26(2) του Ν. 7(Ι)/2007, εις αντιδιαστολή με το Άρθρο 15 του Συντάγματος και της ρύθμισης που εκεί αναφέρεται, ως προς τον χρόνο διάρκειας του γάμου, μη ευρωπαίου πολίτη με ευρωπαίο και το δικαίωμα διαμονής του στη Δημοκρατία.

 

  Όπως προκύπτει από το αιτητικό της αίτησης ακυρώσεως, προσβαλλόμενη απόφαση, δεν είναι η απόφαση ημερομηνίας 22.3.2022, για την έκδοση της οποίας εφαρμόστηκαν οι διατάξεις του άρθρου 26(2) του Ν. 7(Ι)/2007. Αντικείμενο της προσφυγής, συνιστά η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, ημερομηνίας 17.8.2022.

 

  Σε σχέση με την ακύρωση της άδειας διαμονής του αιτητή, η οποία ελήφθη από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερομηνίας 22.3.2022, ο αιτητής είχε δύο επιλογές: είτε την υποβολή ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών, η εμπρόθεσμη υποβολή της οποίας, καθιστούσε ανεκτέλεστη την απόφαση της αρμόδιας αρχής, είτε την υποβολή προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου, κατά τις διατάξεις του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Ο αιτητής επέλεξε την πρώτη επιλογή, υποβάλλοντας ιεραρχική προσφυγή, η οποία εν τέλει απερρίφθη, η νομιμότητα της οποίας συνιστά το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής.

 

  Αφ΄ ης στιγμής προσεβλήθη η απορριπτική απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 17.8.2022, με την παρούσα προσφυγή, μόνον σε περίπτωση επιτυχίας της και εφόσον κριθεί πως εσφαλμένα αυτή απερρίφθη, θα τύχουν εξέτασης οι λόγοι που υποβλήθηκαν στις 21.4.2022, κατά της απόφασης ημερομηνίας 22.3.2022.

 

  Επομένως, εφόσον επίδικη δεν είναι η διοικητική απόφαση ημερομηνίας 22.3.2022, αλλά η νομιμότητα της απορριπτικής κατάληξης του Υπουργού Εσωτερικών επί της ιεραρχικής προσφυγής, απόφαση ημερομηνίας 17.8.2022, εξέταση λόγων ακύρωσης που άπτονται της νομιμότητας της 22.3.2022, δεν είναι ούτε δυνατή, ακόμα και σε περίπτωση κρίσης του Δικαστηρίου πως εσφαλμένα απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή ως εκπρόθεσμη, αφ’ ης στιγμής τέτοιοι ισχυρισμοί δεν τέθηκαν καν με την ιεραρχική του προσφυγή.

 

  Θεωρώ αβάσιμο και τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του προσώπου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 17.8.2022. Στη σελίδωση 175 του Τεκμηρίου 1, εντοπίζω το σημείωμα που υπεβλήθη από την διοικητική λειτουργό, κα Αικατερίνη Συμεού, προς τον Υπουργό Εσωτερικών, ημερομηνίας 18.4.2022. Εκ του σημειώματος, προκύπτει πως της ιεραρχικής προσφυγής, επιλήφθηκε ο ίδιος ο Υπουργός Εσωτερικών, ο οποίος αποφάσισε την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής στις 16.8.2022. Με την απόφαση ημερομηνίας 17.8.2022, εξωτερικεύθηκε απλώς η ήδη ληφθείσα απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών.

 

  Δεν συμφωνώ ούτε με την θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή πως η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη. Δεν διαφωνώ πως θα μπορούσε να τεθεί επ’ αυτής, πως ο λόγος της απόρριψης, έγκειτο στο γεγονός της εκπρόθεσμης υποβολής της. Εντούτοις, επί της σελίδωσης 175 του διοικητικού φακέλου, διαφαίνεται πως αυτή υπεβλήθη εκπρόθεσμα, κατά παράβαση του άρθρου 32Α(2) του σχετικού Νόμου.

 

  Η απόφαση της διοίκησης, μπορεί να είναι σύντομη και περιληπτική, νοουμένου ότι το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ανταποκρίνεται ως προς τα γεγονότα που περιέχονται στο διοικητικό φάκελο, που αυτή, κρίνεται πως είναι η περίπτωση (Συμεωνίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ.145, Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 648, Ε.Δ.Δ. 189/2019, Preston ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 10.12.2020, Ε.Δ.Δ. 153/2019, Evzonas Hotel Co Ltd ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Χλώρακας, ημερομηνίας 4.10.2024, Ε.Δ.Δ. 181/20, Παπαχαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 14.5.2025).

 

  Για όλους τους πάνω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται με €2.000 έξοδα εναντίον του αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.                  

 

                       

 

         Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.

 



[1] Η έμφαση προστέθηκε από το Δικαστήριο.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο