ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 386/2023)
24 Νοεμβρίου 2025
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
YULIA GREKOVA
Αιτήτρια
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
Καθ’ ων η Αίτηση
Ε. Ταβλαρίδη (κα), για Κασσάνδρα Κουπαρή, για Αιτήτρια
Σ. Καρασαμάνης, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, η αιτήτρια, υπήκοος Ρωσίας, προσβάλλει ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος, την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, που περιέχεται σε σχετική επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα»), ημερομηνίας 2.3.2023 και σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση.
Όπως αναφέρεται στην επίδικη επιστολή που εστάλη στην αιτήτρια, η αίτησή της απορρίφθηκε, επειδή αυτή δεν πληρούσε τα τυπικά προσόντα για πολιτογράφηση, όπως αυτά καθορίζονται στην παράγραφο 1(β) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου (Ν.141(Ι)/2002), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), καθότι δεν συμπλήρωνε στη Δημοκρατία πέντε (5) χρόνια πριν από την υποβολή της αίτησής της, αλλά τέσσερα (4) χρόνια, οκτώ (8) μήνες και εικοσιτρείς (23) μέρες, τα δε διαστήματα παράνομης παραμονής ή απουσίας της αιτήτριας από τη χώρα, δεν λογίζονται ως παραμονή στη Δημοκρατία για σκοπούς πολιτογράφησης.
Η αιτήτρια, γεννηθείσα κατά το έτος 1965, αφίχθηκε για πρώτη φορά στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 29.10.2011 ως επισκέπτρια και κατείχε το καθεστώς αυτό μέχρι τις 27.12.2012.
Στις 8.11.2012, η αιτήτρια, μαζί με τον σύζυγό της, υπέβαλαν αίτηση για έκδοση άδειας μετανάστευσης, η οποία εγκρίθηκε στις 28.12.2012 και εκδόθηκε η σχετική άδεια με έναρξη ισχύος την 4.1.2013 και για απεριόριστη ισχύ.
Στις 27.8.2019, η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση, η οποία εξετάστηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και εν τέλει απορρίφθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών («ο Υπουργός»), για το λόγο που έχει προεκτεθεί και ο οποίος αναφέρεται στη σχετική επιστολή, ημερομηνίας 2.3.2023, που εστάλη στην αιτήτρια.
Η αιτήτρια αντέδρασε και κατά της πιο πάνω απόφασης καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή στις 8.3.2023.
Στον πυρήνα της επιχειρηματολογίας της συνηγόρου της αιτήτριας, βρίσκεται ο ισχυρισμός ότι πεπλανημένα οι καθ’ ων η αίτηση θεώρησαν ότι η αιτήτρια δεν πληροί τα υπό της νομοθεσίας προβλεπόμενα τυπικά προσόντα για πολιτογράφηση. Κατά τη σχετική εισήγηση, πουθενά στο Νόμο δεν προβλέπεται ως κριτήριο, η ανελλιπής διαμονή της αιτήτριας στη Δημοκρατία για περίοδο έξι (6) ετών. Με αναφορά στο περιεχόμενο της αίτησης Μ127 που υποβάλλεται για πολιτογράφηση, η πλευρά της αιτήτριας ισχυρίζεται ότι μετά τη συμπλήρωση τεσσάρων χρόνων, η αιτήτρια πληρούσε τα τυπικά προσόντα για να αιτηθεί για πολιτογράφηση και η περί του αντιθέτου απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, εκτός από πεπλανημένη, είναι και προϊόν μη διενέργειας δέουσας έρευνας, αλλά και έλλειψης αιτιολογίας.
Από την πλευρά τους, οι καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, λήφθηκε δε αυτή σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος, τη σχετική νομοθεσία και τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας και είναι δεόντως αιτιολογημένη, δυνάμενη να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο, ενώ ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατ’ ορθήν ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης και δεν διαπιστώνεται ούτε κατάχρηση εξουσίας, αλλ’ ούτε παραβίαση των γενικών αρχών του Διοικητικού Δικαίου. Όλοι δε οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί που προβάλλει η πλευρά της αιτήτριας, είναι αβάσιμοι και, ως τέτοιοι, υποκείμενοι σε απόρριψη.
Τονίζει, μεταξύ άλλων, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση ότι το ζήτημα της παραχώρησης υπηκοότητας σε αλλοδαπό εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του κράτους, ως έκφανση της άσκησης την κρατικής του κυριαρχίας και, εφόσον η Διοίκηση ενήργησε καλόπιστα, η κρίση της ως προς την έγκριση ή απόρριψη ενός τέτοιου αιτήματος, αναγνωρίζεται κατά τα λοιπά ως απόλυτη. Εν προκειμένω, σύμφωνα με τον σχετικό ισχυρισμό, οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν καλόπιστα και καθόλα ορθά κατέληξαν στην απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας, στηριζόμενοι στη διαπίστωση ότι η αιτήτρια, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί, δεν πληρούσε τα τυπικά προσόντα για πολιτογράφηση, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 111 του Νόμου και στον Τρίτο Πίνακα του εν λόγω άρθρου. Όπως περαιτέρω αναφέρεται στο δικόγραφο της ένστασης, για σκοπούς υπολογισμού της παραμονής της αιτήτριας, λήφθηκε υπόψη το χρονικό διάστημα από 27.8.2011 μέχρι 27.8.2019, κατά το οποίο αυτή δεν συμπλήρωνε τα πέντε έτη.
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.
Έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί ότι ακόμα και η υφ' ενός αιτητή κατοχή όλων των υπό του Νόμου προβλεπόμενων τυπικών προσόντων για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας, απλώς γεννά το δικαίωμα υποβολής του σχετικού αιτήματος, αλλά δεν παρέχει αφ' εαυτής δικαίωμα στον αλλοδαπό για απόκτηση της υπηκοότητας (Reyes v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 181/2012, ημερ. 24.10.2018) και δεν οδηγεί αυτομάτως στην έγκριση της αίτησης (AYMAN M. KAMMIS ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 96/2011, ημερ. 26.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:D214, Νabil Mohamed Adel Fattah Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66, Sohrab Bigvand v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1178/2008, ημερ. 12.11.2009). Εξάλλου, από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 111 του Νόμου, είναι ξεκάθαρο ότι ο Νόμος παρέχει στον Υπουργό τη διακριτική εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δια πολιτογραφήσεως. Αυτό, βεβαίως, σε πλήρη συμβατότητα με την πάγια και διαχρονική νομολογία επί του θέματος, αφού έχει κατ' επανάληψη τονιστεί μέσα από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και πιο πρόσφατα του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Διοικητικού Δικαστηρίου, ότι το ζήτημα της χορήγησης της Κυπριακής υπηκοότητας, άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας να επιλέγει τους πολίτες της και, επομένως, το ακυρωτικό Δικαστήριο δύσκολα επεμβαίνει στην άσκηση τέτοιας εξουσίας (βλ. και Tulin Sabahatin Veysel κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 184/2008, ημερ. 6.7.2010, Boulatnikova v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1082/2005, ημερ. 31.5.2007). Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Oleg Nagorny v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 205/19, ημερ. 25.10.2024, με αναφορά και στην Rami Makhlouf κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 21/17, ημερ. 10.9.2024, το δικαίωμα μιας χώρας να ρυθμίζει την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στο έδαφός της, αποτελεί, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, έκφραση της κυριαρχίας της (βλ. και Moyo and Another v. Republic (1988) 3 CLR 1203) και η διακριτική ευχέρεια του κράτους σε τέτοιες περιπτώσεις «είναι ευρεία, σχεδόν απεριόριστη, νοουμένου ότι ασκείται με καλή πίστη (Michael Kamel Barakat v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 916, Lucien Chlala v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3371)». Εφόσον τηρείται η αρχή της καλής πίστης, η κρίση της Δημοκρατίας να επιλέξει τα άτομα στα οποία θα παράσχει την υπηκοότητά της, αναγνωρίζεται κατά τα άλλα ως απόλυτη, το δε τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας παραμένει έγκυρο, μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (Reyes, ανωτέρω, Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307, Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224).
Η τήρηση, λοιπόν, της αρχής της καλής πίστης είναι ο μόνος φραγμός που έθεσε η νομολογία στην άσκηση της εν λόγω εξουσίας. Εφόσον η εξουσία ασκείται καλόπιστα και δεν παραβιάζονται τα δικαιώματα του αλλοδαπού, ως αυτά προστατεύονται από το Σύνταγμα και τις διεθνείς συμβάσεις, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει (βλ. Amanda Marga Ltd v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 2583, Balalas v. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 2127 και την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Moustaquim v. Belgium, Series A, No.193, σελ.19).
Στην υπό κρίση περίπτωση, ωστόσο, κρίνω ότι το προναφερθέν τεκμήριο έχει κλονιστεί, εφόσον διαπιστώνεται προδήλως ανεπαρκής αιτιολόγηση της επίδικης απόφασης, η οποία ούτε και από τα στοιχεία του φακέλου δύναται να συμπληρωθεί, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτη η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου (L.A.S. BOATING LTD, ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Όπως έχει προαναφερθεί, η αίτηση της αιτήτριας απορρίφθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 1(β) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111 του Νόμου, επειδή, ως αναφέρεται στην επίδικη απόφαση, αυτή δεν συμπλήρωνε στη Δημοκρατία πέντε (5) χρόνια πριν από την υποβολή της αίτησής της, αλλά τέσσερα (4) χρόνια, οκτώ (8) μήνες και εικοσιτρείς (23) μέρες. Ωστόσο, πουθενά στις διατάξεις του εν λόγω άρθρου, το οποίο ρητώς αποτέλεσε τη νομική βάση της απόφασης, δεν προβλέπεται ως απαιτούμενη προϋπόθεση η συμπλήρωση πέντε χρόνων πριν από την υποβολή της αίτησης.
Στο άρθρο 111 του Νόμου, προβλέπεται η διακριτική ευχέρεια του Υπουργού να χορηγήσει πιστοποιητικό πολιτογράφησης σε οποιοδήποτε αλλοδαπό ενήλικα, «ο οποίος ικανοποιεί τον Υπουργό ότι κατέχει τα προσόντα για πολιτογράφηση σύμφωνα με τις διατάξεις του Τρίτου Πίνακα». Σύμφωνα λοιπόν με τον Τρίτο Πίνακα του Νόμου, που τιτλοφορείται «Προσόντα για Πολιτογράφηση», και στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 111 του Νόμου, στο βαθμό που εδώ ενδιαφέρει (η έμφαση έχει προστεθεί)-
«1. Με την τήρηση των διατάξεων της αμέσως προηγούμενης παραγράφου, τα προσόντα για πολιτογράφηση αλλοδαπού που αιτείται τέτοια πολιτογράφηση, είναι τα ακόλουθα:
(α) Διαµονή στη Δηµοκρατία για όλο το χρονικό διάστηµα των αµέσως προηγούµενων 12 µηνών από την ηµεροµηνία της αίτησης, και
(β) κατά τη διάρκεια των αµέσως προηγούµενων από το πιο πάνω αναφερόµενο δωδεκάµηνο χρονικό διάστηµα επτά ετών, είτε διέµενε στη Δηµοκρατία, είτε διετέλεσε στη δηµόσια υπηρεσία της Δηµοκρατίας, είτε µερικώς το ένα και µερικώς το άλλο, για χρονικά διαστήµατα που αθροισµένα να µην είναι λιγότερα των τεσσάρων ετών:
Νοείται ότι οι φοιτητές, επισκέπτες και αυτοεργοδοτούμενοι, καθώς και οι αθλητές, προπονητές, τεχνικοί αθλημάτων, οικιακοί βοηθοί, νοσοκόμοι και οι εργαζόμενοι σε Κύπριους ή ξένους εργοδότες ή σε υπεράκτιες εταιρείες, που διαμένουν στη Δημοκρατία αποκλειστικά με σκοπό την εργασία, όπως επίσης και οι σύζυγοι, τα τέκνα ή άλλα εξαρτώμενα τους πρόσωπα, πρέπει, κατά τη διάρκεια των αμέσως προηγούμενων τουλάχιστον επτά ετών να συγκεντρώνουν συνολική διαμονή στη Δημοκρατία τουλάχιστον επτά ετών, από την οποία το ένα έτος αμέσως πριν την ημερομηνία υποβολής της αίτησης τους η διαμονή του να είναι συνεχής.».
Είναι ξεκάθαρο, με βάση τα πιο πάνω, ότι ο Νόμος παρέχει στον Υπουργό τη διακριτική εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση (ISSA E.E.ALYATIM ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 33/11, ημερ. 25.10.2016, Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66). Εν προκειμένω, ωστόσο, δεν καθίσταται αντιληπτό στη βάση ποιας διάταξης του εν λόγω άρθρου οι καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν την αίτηση της αιτήτριας. Σίγουρα δε, η αναφορά στην προαναφερθείσα διάταξη της παραγράφου 1(β) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111 είναι εφαλμένη, εφόσον, ως έχει ήδη προεκτεθεί, στην εν λόγω διάταξη γίνεται αναφορά σε «χρονικά διαστήµατα που αθροισµένα να µην είναι λιγότερα των τεσσάρων ετών» και όχι πέντε, ως το κριτήριο που έθεσαν εν προκειμένω οι καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με τη διαμονή της αιτήτριας στη Δημοκρατία πριν από την υποβολή της αίτησής της. Δεν παραγνωρίζω ότι στην εισηγητική έκθεση της αρμόδιας Λειτουργού Εξέτασης της αίτησης της αιτήτριας, ημερομηνίας 28.3.2022 (σελιδ. 34-33 στον δοικητικό φάκελο που κατατέθηκε και σημειώθηκε ως «Τεκμήριο 1Β»), αναφέρεται ως λόγος της απορριπτικής εισήγησης ότι η αιτήτρια δεν πληροί τα πέντε χρόνια παραμονής στην Κύπρο, «που απαιτούνται σύμφωνα με το καθεστώς παραμονής της, ήτοι dependent spouse (Regulation 6.2) (Ερ. 214) vol. I». Αναφορά στο «Regulation 6.2» γίνεται και από τον συνήγορο των καθ’ ων η αίτηση, στη γραπτή του αγόρευση, χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω συγκεκριμενοποίηση και παρόλο που η αιτιολογία της διοικητικής πράξης θα πρέπει να δίδεται κατά το χρόνο έκδοσής της από το αρμόδιο διοικητικό όργανο και το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσης του δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση και γενικότερα ισχυρισμοί που προβάλλονται από τους δικηγόρους δεν μπορούν να αποτελέσουν μέρος της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης (Στέφανος Φράγκου, ανωτέρω, Ελπινίκη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 4104, Μαρούλλα Αχιλλέως ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 565, Χριστίνα Τσιαντή κ.α. ν. Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως (2008) 4 Α.Α.Δ. 824).
Είναι σαφές ότι η αμέσως πιο πάνω αναφορά της Λειτουργού Εξέτασης, από μονή της δεν είναι σε καμία περίπτωση επαρκής και δεν δύναται επ’ ουδενί να συμπληρώσει την ελλιπή ή/και εσφαλμένη αιτιολόγηση που δόθηκε δια της επίδικης επιστολής ημερομηνίας 2.3.2023 αναφορικά με την απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας. Σε ποιον Κανονισμό («Regulation 6.2» όπως τον αποκαλούν) και σε ποια δευτερογενή νομοθεσία αναφέρονται οι καθ’ ων η αίτηση; Τι προβλέπεται στον εν λόγω Κανονισμό; Αυτά τα ερωτήματα όφειλαν να απαντηθούν από τους καθ’ ων η αίτηση και να αποτελέσουν μέρος της δοθείσας αιτιολογίας απόρριψης της αίτησης της αιτήτριας. Αυτό, ωστόσο, δεν έγινε, με αποτέλεσμα να παρατηρείται κενό αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης, που αναπόφευκτα οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Πάσχει η δοθείσα αιτιολογία λόγω εσφαλμένης και/ή ανεπαρκούς νομικής βάσης, ενώ, ελλείψει ακριβώς της ορθής ή/και επαρκούς αναφοράς στο νομικό έρεισμα της πράξης, ούτε και υπαγωγή των γεγονότων της υπόθεσης σε αυτό το έρεισμα μπορεί να γίνει.
Ούτε βεβαίως και αποτελεί έργο του Δικαστηρίου η συλλογή και πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου για να κρίνει αν η απόφαση της Διοίκησης είναι επαρκώς αιτιολογημένη, ούτε και η χρήση διάσπαρτων στοιχείων από το διοικητικό φάκελο είναι πανάκεια, προκειμένου να καλυφθεί το κενό αιτιολογίας (Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατία (1997) 3 Α.Α.Δ., 145). Η δε παραπομπή στα στοιχεία του φακέλου, συμπληρωματικών της αιτιολογίας, δεν αποτελεί πανάκεια. Υπάρχει αυτή η δυνατότητα όταν τα στοιχεία αυτά είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση, έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση (Vassiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατίας 1929-1959, σελ. 185).
Τα πιο πάνω επαναλήφθηκαν στην Κ.A. Preston v. Υπουργείου Εσωτερικών, Ε.Δ.Δ. 189/19, ημερ. 10.12.2020, όπου λέχθηκε ότι δεν συνιστά έργο του Δικαστηρίου η συλλογή και πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου για να κρίνει αν η απόφαση της Διοίκησης είναι επαρκώς αιτιολογημένη και, κατ' επέκταση, το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας (βλ. και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην D. D. ν. Δημοκρατίας Υποθ. Αρ. 206/2020, ημερ. 6.2.2024).
Παρόμοια ισχύουν και εν προκειμένω και δεδομένα το Δικαστήριο δεν είναι υπόχρεο να ανατρέξει στον διοικητικό φάκελο, xωρίς μάλιστα να έχει γίνει και οποιαδήποτε συγκεκριμένη παραπομπή από τους συνηγόρους των καθ' ων σε στοιχεία εντός του εν λόγω φακέλου, για να εντοπίσει, τα όποια, διάσπαρτα στοιχεία, προκειμένου να διαπιστώσει την επάρκεια της αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης. Κάτι τέτοιο, υπό το φως και της προεκτεθείσας νομολογίας, θα εξέφευγε των ορίων και της ίδιας της φύσης του αναθεωρητικού ελέγχου του Δικαστηρίου τούτου. Ας σημειωθεί, συναφώς, ότι το Δικαστήριο τούτο ανέτρεξε στο προαναφερθέν «(Ερ. 214) vol. I», στο οποίο αναφέρθηκε η Λειτουργός που είχε εξετάσει την αίτηση της αιτήτριας κατά τη διατύπωση της αρνητικής της εισήγησης, αλλά δεν εντοπίστηκε οτιδήποτε σχετικό: στη συγκεκριμένη σελίδα περιέχεται μόνον αντίγραφο του δελτίου διαμονής της αιτήτριας στη Δημοκρατία.
Συνεπώς, ενόψει των πιο πάνω, η αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης αναπόφευκτα κρίνεται ελλιπής και πάσχουσα, εφόσον, λόγω της υπό της Διοίκησης έλλειψης οποιασδήποτε αναφοράς σε νομική βάση, αλλά και σε γεγονότα που θα μπορούσαν να υπαχθούν στις σχετικές νομοθετικές διατάξεις, η απόφαση στερείται της αναγκαίας συγκεκριμενοποίησης και δεν δύναται να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο, ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά απαιτεί (Στέφανος Φράγκου, ανωτέρω). Αυτές οι ελλείψεις δημιουργούν σφάλμα και, κατ' επέκταση, κενό αιτιολογίας, που δεν μπορεί να καλυφθεί από την αρχή της καλής πίστης. Όπως λέχθηκε και στην Reyes, ανωτέρω, η εν λόγω αρχή δεν αποτελεί πανάκεια για να καλύψει κάθε κενό. Η αιτιολογία αποτελεί εχέγγυο σύννομης άσκησης της διοίκησης αποκλείοντας την αυθαιρεσία. Σε κάθε δε περίπτωση, οι αρχές του Διοικητικού Δικαίου επιβάλλουν την αιτιολόγηση της ληφθείσας απόφασης.
Έχει δε κατ' επανάληψη νομολογηθεί η ανάγκη για σαφή αιτιολόγηση της διοικητικής πράξης, ούτως ώστε να μην αφήνονται αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης (βλ. και άρθρο 28(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν.158(Ι)/1999). Θα πρέπει, και σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει εν προκειμένω, να παρατίθενται όχι μόνο οι πραγματικοί, αλλά και οι νομικοί λόγοι που αποτέλεσαν το έρεισμα της διοικητικής απόφασης. Αντίθετα, αιτιολογία που διατυπώνεται κατά τρόπο που να μην προκύπτει πως και στη βάση ποιών νομοθετικών/κανονιστικών διατάξεων διαμορφώθηκε η κρίση της Διοίκησης, είναι αόριστη και ελλιπής, εφόσον το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του συγκεκριμένα στοιχεία, επιδεκτικά δικαστικής εκτίμησης και άσκησης δικαστικού ελέγχου (Χρίστος Πετρώνδας ν. Δημοκρατίας (1969) 3 Α.Α.Δ. 214, Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1348), προκειμένου να διακριβωθεί η νομιμότητα της διοικητικής πράξης (Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, ΕΕΔ 38/2016, ημερ. 1.7.2022, Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:A121, ANDRELIA PAPHOS LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΕΔ 49/2019, ημερ. 23.10.2023.
Στην υπό κρίση περίπτωση, απαιτείτο ρητή και σαφής συμπερίληψη στο σώμα της επίδικης απόφασης, των διατάξεων του νόμου ή/και των κανονισμών, στη βάση των οποίων ενήργησαν εν προκειμένω οι καθ' ων η αίτηση και έλαβαν την επίδικη απόφαση, προκειμένου να διαπιστωθεί η ορθή υπαγωγή σε αυτές, των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης και να καταστεί αντιληπτό το σκεπτικό και/ή ο συλλογισμός της Διοίκησης, επιτρέποντας ωσαύτως τη διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου. Τα όσα αναφέρονται στην επίδικη επιστολή ημερομηνίας 2.3.2023, δεν ανταποκρίνονται στις πιο πάνω επιταγές περί δέουσας αιτιολογίας, με αποτέλεσμα να παρατηρείται κενό αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης πράξης, το οποίο, λαμβανομένων υπόψη και των όσων έχουν προαναφερθεί, ουδόλως μπορεί να συμπληρωθεί από τα ενώπιον μου στοιχεία και δη τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το διοικητικό φάκελο επιτρέπεται μόνον όταν τα απαιτούμενα στοιχεία προκύπτουν από το φάκελο κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο (Χρίστος Παναγιωτίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 342). Εν προκειμένω, δεν έχει τεθεί ενώπιον μου οποιοδήποτε έγγραφο και/ή στοιχείο, από το οποίο, πράγματι, θα μπορούσε να διαπιστωθεί η συμπλήρωση της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ως εκ των πιο πάνω, διαπιστώνεται κενό αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης, που αναπόφευκτα οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €2000 έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ' ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει.
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο