ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Υπόθεση Αρ. 770/2025 (i-Justice)
20 Νοεμβρίου, 2025
[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]
Μεταξύ:
1. Ο.Ν.
2. Α.Ν.
3. Τ.Ν.
Αιτητές
και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω:
1. Υπουργικού Συμβουλίου
2. Υπουργού Εσωτερικών
3. Υπουργείου Εσωτερικών
4. Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης
Καθ' ων η αίτηση.
.........
Αίτηση ημερομηνίας 18.07.2025
Νίκος Μετζίτικος (Νικολάου) μαζί με Ήβη Καραβιώτου για Ν. Μετζίτικος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε και Χρίστος Ευσταθίου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόροι για Αιτητές
Σίμος Πλατής, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση
Δικαστήριο: Στη βάση των όσων αναφέρονται στο αίτημα των δικηγόρων των Αιτητών ημερ. 16.10.2025 και λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης και τη διαβαθμισμένη φύση ουσιωδών εγγράφων που αφορούν την υπόθεση, περιλαμβανομένων των Παραρτημάτων 9, 11-15 στην ένσταση κρίνω ότι υπερέχει της αρχής της δημοσιότητας η ανάγκη για διασφάλιση των προσωπικών δεδομένων των Αιτητών. Ως εκ τούτου η παρούσα δημοσιεύεται ανωνυμοποιημένη.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Ο Αιτητής 1 απέκτησε την κυπριακή υπηκοότητα με κατ' εξαίρεση Πολιτογράφηση βάσει του άρθρου 111Α(2) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου (Ν. 141(1)/2002 ως είχε τότε), δυνάμει Απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου έτους 2017. Ακολούθως, λίγους μήνες μετά εντός του ιδίου έτους, κυπριακή υπηκοότητα απέκτησαν και τα δύο, ανήλικα τότε, τέκνα του, Αιτητές 2 και 3.
Tην άνοιξη 2022, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με σχετικό Εκτελεστικό Κανονισμό, ο οποίος τροποποιεί τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 269/2014 σχετικά με περιοριστικά μέτρα για ενέργειες που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας (εφεξής ο «Εκτελεστικός Κανονισμός»), αποφάσισε την επιβολή κυρώσεων σε διάφορα πρόσωπα, τα οποία περιελήφθησαν στο Παράρτημα 1 μεταξύ των οποίων και στον Αιτητή 1. Για έκαστο πρόσωπο, που αποφασίστηκε η επιβολή κυρώσεων, ως και για τον Αιτητή 1, κατεγράφη συγκεκριμένη αιτιολογία.
Αμέσως μετά την ανωτέρω εξέλιξη και εντός Απριλίου 2022, ο Υπουργός Εσωτερικών υπέβαλε στο Υπουργικό Συμβούλιο Πρόταση με εισήγηση για στέρηση της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας από τον Αιτητή 1 σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 113(3)(στ) του Ν. 141(1)/2002, ως είχε τότε, καθώς και τη στέρηση της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας από τα μέλη της οικογένειας του, ήτοι τα τέκνα του Αιτητές 2-3 σύμφωνα με τις διατάξεις της δεύτερης επιφύλαξης του άρθρου 113(1) του ιδίου νόμου.
Η ανωτέρω Πρόταση προς το Υπουργικό Συμβούλιου τέθηκε ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου, το οποίο κατά συνεδρία του εντός του ιδίου μήνα με Απόφαση του (εφεξής «Απόφαση ΥΣ 2022») αποφάσισε να εγκρίνει την έκδοση Διατάγματος με το οποίο να στερήσει βάσει των εξουσιών του άρθρου 113(3)(στ) του Ν. 141(1)/2002, ως είχε τότε, την ιδιότητα του πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας από τον Αιτητή 1 και από τα μέλη της οικογένειας του, τα τέκνα του Αιτητές 2-3, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 113(1)(δεύτερη επιφύλαξη) του ιδίου νόμου και να εξουσιοδοτήσει τον Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου να τον ενημερώσει γραπτώς τον για το λόγο βάσει του οποίου πρόκειται να εκδοθεί το Διάταγμα, καθώς και για το δικαίωμά του να απευθυνθεί στην Ανεξάρτητη Επιτροπή Εξέτασης Αποστέρησης Υπηκοότητας (εφεξής «ΑΕΕΑΥ»), σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 113(5) του ιδίου νόμου.
Ο Γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου με επιστολή ημερομηνίας 04.05.2022 προς τους αντιπρόσωπους των Αιτητών, τους πληροφόρησε για την Απόφαση ΥΣ 2022.
Οι τότε δικηγόροι των Αιτητών, απέστειλαν επιστολή ημερ. 15.07.2022 προς την ΑΕΕΑΥ καταγράφοντας τις παραστάσεις τους για τους λόγους που οι πελάτες τους υπέβαλαν ένστασή στην αποστέρηση της Κυπριακής υπηκοότητάς. Την ιδία, 15.07.2022, απέστειλαν επιστολή ζητώντας αναστολή της διαδικασίας αποστέρησης υπηκοότητας, αίτημα το οποίο επανέλαβαν με επιστολή τους ημερ. 31.10.2022, στην οποία επισυνάφθηκε επιστολή των βρετανών δικηγόρων του Αιτητή 1 προς το Συμβούλιο της ΕΕ με σκοπό την άρση των κυρώσεων. Αίτημα αναστολής της διαδικασίας υπέβαλαν οι Αιτητές και με επόμενη επιστολή τους ημερ. 12.12.2022, στην οποία πληροφορούσαν για την έγερση εκ μέρους του Αιτητή αίτησης στο Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ με σκοπό την άρση των εις βάρος του κυρώσεων.
Στις 20.02.2025, με επιστολή της ΑΕΕΑΥ προς τη Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου, διαβιβάστηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο η γνώμη της ΑΕΕΑΥ επί της ένστασης, η οποία διατυπώθηκε στο συνημμένο επ’ αυτής πρακτικό συνεδρίας της. Η γνώμη της ΑΕΕΑΥ ως καταγράφηκε επί του εν λόγω πρακτικού ήταν ότι συμφωνεί στην αποστέρηση της ιδιότητας του πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας από τους Αιτητές.
Λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη της ΑΕΕΑΥ, λίγες ημέρες μετά εντός Μαρτίου 2025 ο Υπουργός Εσωτερικών υπέβαλε στο Υπουργικό Συμβούλιο (διαβαθμισμένη ως Απόρρητη) Πρόταση σχετικά με την έκθεση της ΑΕΕΑΥ με εισήγηση προς το Υπουργικό Συμβούλιο να επιβεβαιώσει την Απόφαση ΥΣ 2022 για αποστέρηση της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας από τον Αιτητή στη βάση του εδαφίου (3)(στ) του άρθρου 113 του Ν. 141(1)/2002, ως είχε τότε και τους Αιτητές, δυνάμει του εδαφίου (1) του ιδίου άρθρου 113 του εν λόγω νόμου, επειδή απέκτησαν την υπηκοότητα ως μέλη της οικογένειας του Αιτητή 1 καθώς και να προχωρήσει με την έκδοση Διατάγματος Στέρησης της Ιδιότητας του Πολίτη της Δημοκρατίας για τους Αιτητές.
Το Υπουργικό Συμβούλιο με Απόφαση του εντός του ιδίου μήνα (εφεξής η «Απόφαση ΥΣ 2025») αποφάσισε να επιβεβαιώσει την Απόφαση ΥΣ 2022 για στέρηση της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας από τους Αιτητές και εξουσιοδότησε τον Υπουργό Εσωτερικών να προβεί στην έκδοση του σχετικού Διατάγματος. Τον Απρίλιο του ιδίου έτους, ο Υπουργός Εσωτερικών προχώρησε στην έκδοση Διατάγματος Στέρησης Υπηκοότητας (εφεξής το «Διάταγμα») αναφορικά με τους Αιτητές και η απόφαση κοινοποιήθηκε στους Αιτητές μέσω των τότε δικηγόρων τους.
Με την παρούσα προσφυγή, οι Αιτητές προσβάλλουν την Απόφαση ΥΣ 2025 και το Διάταγμα και με την παρούσα ενδιάμεση (εφεξής η «ενδιάμεση αίτηση»), αιτούνται αναστολή της εκτέλεσής τους.
Η ενδιάμεση αίτηση έτυχε της ένστασης των Καθ’ ων η αίτηση με την οποία τίθενται λόγοι που άπτονται τόσο προδικαστικών ζητημάτων όσο και ουσίας.
Προδικαστικώς τίθεται ότι το προσβαλλόμενο Διάταγμα εκφεύγει της δικαιοδοσίας του παρόντος τόσο καθότι είναι πράξη κυβερνήσεως όσο και διότι αποτελεί αρνητική πράξη και άρα η τυχούσα αναστολή του θα ισοδυναμούσε με ανεπίτρεπτη έκδοση θετικής πράξης από το Δικαστήριο. Τίθεται περαιτέρω ότι η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση είναι ελλαττωματική καθότι την ορκίζεται δικηγόρος χωρίς να αναφέρεται ο λόγος που δεν μπορούσαν οι άμεσα εμπλεκόμενοι Αιτητές να το πράξουν.
Περαιτέρω, οι Καθ’ ων η αίτηση εγείρουν ότι η αίτηση είναι πλημμελής και αόριστη, ότι όλοι οι ισχυρισμοί των Αιτητών άπτονται της ουσίας της προσφυγής και ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.
Εξέτασα τις θέσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων των μερών, οι οποίες αναπτύχθηκαν εκτενώς στις αναλυτικές αγορεύσεις τους. Καταλήγω στα ακόλουθα:
Αποκλειστικό αντικείμενο της απόφασης της Ολομέλειας του Διοικητικού Δικαστηρίου στις Πρ. Αρ. 40/2021 Ε.Β.V κ.α ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Μετανάστευσης κ.α ημερ. 09.07.2024, ήταν η εξέταση αντίστοιχης προδικαστικής ένστασης κατά πόσο οι εκεί επίδικες, μεταξύ εκείνων και πράξεις αποστέρησης ή ανάκλησης υπηκοότητας, παρόμοιας δηλαδή φύσεως ως το προσβαλλόμενο Διατάγμα, ήταν κυβερνητικές πράξεις. Κρίθηκε, κατόπιν σχετικής ανάλυσης ότι είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις. Η ανάλυση που εκτίθεται εκεί με βρίσκει σύμφωνο, καλύπτει και την παρούσα και υιοθετείται. Ως εκ τούτου η προδικαστική ένσταση ότι το προσβαλλόμενο Διάταγμα εκφεύγει της δικαιοδοσίας του παρόντος ως πράξη κυβερνήσεως απορρίπτεται.
Απορρίπτεται και η προδικαστική ένσταση ότι το παρόν στερείται δικαιοδοσίας να εγκρίνει τις αιτούμενες θεραπείες αναστολής εκτέλεσης των προσβαλλομένων καθότι, κατά τον ισχυρισμό, αυτό θα ισοδυναμούσε με ανεπίτρεπτη έκδοση θετικής πράξης από το Δικαστήριο.
Είναι θεωρώ σαφές ότι η αποστέρηση υπηκοότητας αποτελεί θετική πράξη με την οποία διαπλάθεται εκ νέου η νομική κατάσταση του προσώπου που είχε λάβει υπηκοότητα και δεν αποτελεί μια αρνητική ενός αιτήματος πράξη ως πχ η απόρριψη μιας αίτησης. Επί του εν λόγω ζητήματος υιοθετώ την επί παρόμοιας ένστασης απόφασή μου στην Υπόθεση Αρ. 1213/2024 Ν.Β. κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α. ημερ. 27.02.2025, στην οποία αναφέρθηκε:
«Επίσης δε με βρίσκει σύμφωνο ούτε η θέση ότι η αίτηση δε θα μπορούσε να εγκριθεί καθότι κατ' ισχυρισμό με αυτή ζητείται η έκδοση θετικής πράξης από το Δικαστήριο. Είναι σαφές ότι αυτό που ζητείται είναι η αναστολή εκτέλεσης πράξεων των Καθ' ων η αίτηση και όχι η υποκατάσταση της διοίκησης, δηλαδή η έκδοση οποιασδήποτε θετικής διοικητικής πράξης ούτε άλλωστε οι προσβαλλόμενες είναι αρνητικές πράξεις ώστε η παρεμβολή μιας ενδεχόμενης έγκρισης της παρούσας να μπορούσε να εκληφθεί ότι οδηγούσε σε έκδοση θετικής πράξης [βλ. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας κ.ά (1991) 4 ΑΑΔ 3056 και σύγγραμμα Συμβούλιο της Επικρατείας, Εφαρμογές Διοικητικού Ουσιαστικού & Δικονομικού Δικαίου, Καθ. X. Χρυσανθάκης, 2012 κεφάλαιο εισηγητή του ΣτΕ Β. Γκέρτσου Προσωρινή Δικαστική Προστασία-Επιτροπή Αναστολών, Υποκατάσταση Διοίκησης (παράγραφος 67) και Αρνητικές Πράξεις Ανεπίδεκτες Αναστολής (παράγραφος 68), σελ. 867-868]».
Θα απορρίψω και την προδικαστική ένσταση ότι η αίτηση πάσχει δικονομικά επειδή την ένορκη δήλωση ορκίζεται δικηγόρος χωρίς να παρέχεται ικανοποιητικός λόγος που δεν ορκίζονται οι Αιτητές.
Διαπιστώνω, εν προκειμένω ότι, στην ένορκη δήλωση αλλά και στα έγγραφα που τη συνοδεύουν, αν και δεν αναφέρεται ρητώς, προκύπτει ευθέως, ο λόγος που ο δικηγόρος προβαίνει στην ένορκη δήλωση και είναι ότι οι Αιτητές δεν κατοικούν στη Δημοκρατία. Συγκεκριμένα στην παράγραφο 52 της ένορκης δήλωσης αναφέρεται ρητώς ότι, λόγω των κυρώσεων, οι Αιτητές δεν κατοικούν στη Δημοκρατία ενώ στην παράγραφο 3 γίνεται αναφορά σε τηλεδιάσκεψη των δικηγόρων με τους Αιτητές. Παράλληλα βέβαια και στο Παράρτημα Δ, επί της εκεί συνημμένης αίτησης ως διεύθυνση κατοικίας του Αιτητή 1 αναφέρεται διεύθυνση στο εξωτερικό. Ως εκ τούτου, με δεδομένη την ως άνω εικόνα, η μη συγκεκριμένη αναφορά του λόγου που ο ομνύων είναι δικηγόρος, δε μπορεί να απολήξει σε οποιαδήποτε καταλυτική ελαττωματικότητα της ένορκης δήλωσης ή της ενδιάμεσης αίτησης. Σχετική εν προκειμένω είναι η απόφαση στην Rybolovlev v. Rybolovleva (2010) 1 A.A.Δ. 82, όπου, μεταξύ άλλων, αναφέρεται (υπογράμμιση του παρόντος):
«Στις πιο πάνω καλά καθιερωμένες αρχές δεν κρίνουμε ορθό να προσθέσουμε ή να αναγνωρίσουμε και άλλη αρχή σύμφωνα με την οποία εάν ο ομνύων είναι δικηγόρος και δεν επεξηγεί με επάρκεια γιατί προβαίνει ο ίδιος στην ένορκη δήλωση και όχι ο πελάτης του, τότε η ένορκη δήλωση πάσχει και θα πρέπει ν' αγνοηθεί ή απορριφθεί. Ούτε και συμφωνούμε ότι μια τέτοια απόλυτη αρχή εξάγεται από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Dulal Dulal (ανωτέρω). Απλά, στη προσφυγή εκείνη το Ανώτατο Δικαστήριο με μονομελή σύνθεση, το οποίο επιλαμβανόταν ενδιάμεσης αίτησης στο πλαίσιο προσφυγής για αναστολή εκτέλεσης διαταγμάτων απέλασης και κράτησης, έκρινε ότι θα έπρεπε ο ομνύων δικηγόρος να παράσχει κάποια εξήγηση γιατί προέβηκε ο ίδιος στην ένορκη δήλωση και όχι ο ίδιος ο αιτητής. Ενώ δε το Δικαστήριο εξέφρασε την άποψη ότι αυτός θα ήταν αρκετός λόγος γι' απόρριψη της αίτησης, εν τούτοις, προχώρησε και εξέτασε την ουσία της και την απέρριψε για άλλους λόγους, βασιζόμενο στα στοιχεία που παρατέθηκαν στην ένορκη δήλωση. Σημειώνεται ότι στην υπόθεση Dulal Dulal ο αιτητής, αν και ήταν υπήκοος της Μπαγκλαντές, κατά τον ουσιώδη χρόνο βρισκόταν στην Κύπρο αναμένοντας την έκβαση της αίτησής του. Υπ' εκείνες τις περιστάσεις κρίθηκε ότι χρειαζόταν μια εξήγηση ως προς το γιατί δεν κατάρτισε ο ίδιος την ένορκη δήλωση. Θα σημειώναμε εδώ, σε αντιδιαστολή, ότι το Ανώτατο Δικαστήριο με την ίδια μονομελή σύνθεση αποδέχτηκε ως κανονική ένορκη δήλωση δικηγόρου εκ μέρους αλλοδαπής αιτήτριας, εφόσον αυτή βρισκόταν στο εξωτερικό, χωρίς άλλη εξήγηση. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση Svetlana Shalaeva v. Δημοκρατίας, Yπόθεση Αρ. 869/2005, ημερ. 24.3.2006, επιλαμβανόμενο αίτησης της Δημοκρατίας για παροχή ασφάλειας εξόδων από την αλλοδαπή προσφεύγουσα, το ίδιο Δικαστήριο, και ορθά βέβαια, αποδέχθηκε και ενήργησε στη βάση Ένστασης που στηριζόταν σε ένορκη δήλωση δικηγόρου εκ μέρους της προσφεύγουσας-καθ' ης η αίτηση, η οποία είχε ήδη απελαθεί και βρισκόταν στο εξωτερικό.»
Σημειώνεται ότι στο πεδίο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, η Rybolovlev υιοθετήθηκε και στην Αν. Έφ. Αρ. 49/2013 Καραγιώργη Αγλαΐα ν. Βίκυς Αριστείδου και 'Αλλης (2014) 3 ΑΑΔ 351
Δε με βρίσκει σύμφωνο ούτε η θέση περί πλημμελούς νομικής βάσης και αοριστίας της αίτησης. Αυτό διότι στην ενδιάμεση αίτηση θεωρώ καθορίζονται σαφώς οι πράξεις, των οποίων ζητείται η αναστολή εκτέλεσης και η νομική βάση της [Κανονισμοί 13, 17, 18, 19 και 22 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, άρθρα 3,11 και 12 του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου (Αρ. 1) Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2015, άρθρο 9 Κεφ. 6 και θεσμοί περί Πολιτικής Δικονομίας).
Περνώ στην ουσία, κατά πόσο δηλαδή στη βάση των ισχυρισμών που επικαλούνται οι Αιτητές, παρέχεται έδαφος για έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων λόγω στοιχειοθέτησης έκδηλης παρανομίας ή ανεπανόρθωτης βλάβης. Επ’ αυτών σημειώνω:
Είναι νομολογημένο [Κοινοπραξία Poseidon Grant Marina of Pafos κ.ά ν. Cybarco Plc κ.ά (2009) 3 ΑΑΔ 513], ότι ισχυρισμός για ανεπανόρθωτη ζημιά πρέπει να δικογραφείται δεόντως ώστε να προσδιορίζεται με σαφήνεια και να τεκμηριώνεται επαρκώς, ενώ απλοί ισχυρισμοί για ανεπανόρθωτη ζημία ή αναφορά σε γενικό ή θεωρητικό επίπεδο δεν αρκούν. Το βάρος τόσο της επίκλησης όσο και της απόδειξης ανεπανόρθωτης ζημίας είναι ευθύνη των αιτητών. Σε περίπτωση αμφιβολίας σχετικά με την ύπαρξη λόγων αναστολής η αίτηση απορρίπτεται ως αβάσιμη [Μαρκουλλίδου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 3413].
Στην υπό κρίση περίπτωση, πέραν των γενικών αναφορών στις παραγράφους 49 και 51-52 της ένορκης δήλωσης, οι Αιτητές δεν επικαλούνται ή τεκμηριώνουν κατά τον άνω απαιτούμενο τρόπο, οποιαδήποτε συγκεκριμένη βλάβη τους από την εκτέλεση των προσβαλλόμενων πράξεων. Κατ’ ακρίβεια το ζήτημα ανεπανόρθωτης βλάβης δεν τυγχάνει ανάλυσης στη γραπτή αγόρευση τους, αλλά η βαρύτητα δίδεται στους ισχυρισμούς περί έκδηλης παρανομίας.
Ως εκ τούτου είναι σαφές ότι η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει στη βάση του ισχυρισμού περί ανεπανόρθωτης βλάβης.
Από την άλλη μεριά, σε αντίθεση με την πτυχή περί ανεπανόρθωτης βλάβης, ως ανέφερα ήδη, οι Αιτητές προωθούν, εκτενώς μάλιστα, την αίτησή τους, στη βάση των ισχυρισμών τους περί έκδηλης παρανομίας.
Συγκεκριμένα, προβάλλεται ως κεντρικός ο ισχυρισμός των Αιτητών ότι δεν τους παρασχέθηκε δικαίωμα ακρόασης. Τον εδράζουν στα επιμέρους επιχειρήματά τους ότι οι παραστάσεις τους ετέθησαν ενώπιον της ΑΕΕΑΥ, η οποία αποτελεί συμβουλευτικό σώμα και όχι ενώπιον του αποφασίζοντος οργάνου, ότι η ΑΕΕΑΥ δεν έδωσε ευκαιρία προφορικής ακρόασης ούτε εξέτασε τους ισχυρισμούς τους περί παράβασης του Συντάγματος και ανθρώπινων δικαιωμάτων, ότι αγνοήθηκαν οι επιστολές τους ημερ. 31.10.2022 και 12.12.2022 ενώ λήφθηκαν υπόψη μόνο οι παραστάσεις τους ημερ. 15.07.2022. Τα δύο τελευταία (μη εξέταση ισχυρισμών και αγνόηση επιστολών) εγείρονται και ως ανεξάρτητοι λόγοι έκδηλης παρανομίας.
Περαιτέρω υποβάλλεται ότι οι προσβαλλόμενες στηρίζονται σε Κανονισμούς του 2020 που αφορούν, όχι αφαίρεση υπηκοότητας αλλά πολιτογραφήσεις καθώς επίσης και ότι και ο Εκτελεστικός Κανονισμός δεν αφορά αφαίρεση υπηκοότητας αλλά κυρώσεις, η δε δέσμευση/κατάσχεση περιουσίας εξυπηρετεί τον σκοπό του χωρίς να απαιτείται η αφαίρεση υπηκοότητας.
Υποβάλλεται επιπροσθέτως ότι, στην απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση αναφέρεται ως αιτιολογία ότι η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου αναφορικά με τον Αιτητή 1 και την τοποθέτηση του ονόματος του στον κατάλογο κυρώσεων είναι αμετάκλητη, καταγραφή που αποτελεί σοβαρό λάθος καθώς η εν λόγω απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου υπόκειται σε αίτηση αναίρεσης ενώπιον του ΔΕΕ, η οποία ασκήθηκε εκ μέρους του Αιτητή 1 και εκκρεμεί η απόφαση του ΔΕΕ.
Περαιτέρω τίθεται, θεωρώ ως έκφανση του ισχυρισμού περί πλημμέλειας αιτιολογίας ότι, παρά το γεγονός ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση επικαλούνται λόγους δημοσίου συμφέροντος για να εκδώσουν την προσβαλλομένη απόφαση, εντούτοις δεν προβάλλουν τέτοιο λόγο, ενώ παράλληλα εγείρεται ότι παραβιάζεται η αρχή της μη αναδρομικότητας ποινικού δικαίου καθότι το κράτος δε μπορεί να στερήσει ιθαγένεια για πράξεις που κατά τον χρόνο τέλεσής τους δεν συνιστούσαν λόγο αποστέρησης.
Σε επιμέρους σημεία της αγόρευσης αναπτύσσονται ισχυρισμοί ότι οι προσβαλλόμενες παραβιάζουν ποικίλλως την αρχή της αναλογικότητας εφόσον δεν λήφθησαν μέτρα προσωρινής αλλά μόνιμης φύσεως, δε λήφθηκε υπόψη ότι εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το Συμβούλιο αν απαιτείται πρόσωπο να παραμένει σε λίστα κυρώσεων ούτε η μη δυνατότητα αναδρομικής αποκατάστασης ιθαγένειας ή ότι οι Αιτητές ταξιδεύουν συχνά και εντός της ΕΕ και δε θα μπορούν να ασκούν τα δικαιώματά τους.
Επίσης οι Αιτητές υποβάλλουν ότι οι προσβαλλόμενες, οι οποίες εξεδόθησαν με τη συμμετοχή της ΑΕΕΑΥ, την οποία χαρακτηρίζουν ότι συνιστά δικαστήριο εν τη εννοία του Άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, παραβιάζουν το Άρθρο 13 της ΕΣΔΑ και το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής καθότι δεν προβλέπεται οποιοδήποτε μέτρο αποκατάστασης ή ανάκτησης της ιθαγένειας ιδίως αν αφαιρεθεί το όνομα του Αιτητή από τη λίστα κυρώσεων.
Εγείρονται, τέλος, ισχυρισμοί περί παράβασης της Αρχής της Ισότητας καθότι δε προβλέπεται η αποστέρηση για υπηκόους εκ γενετής ή καταγωγής, και της Αρχής της νομικής βεβαιότητας λόγω ότι ο Αιτητής 1 απέκτησε την Κυπριακή υπηκοότητας σε χρόνους που υπήρχε ο Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 269/2014 και η Απόφαση 2014/145/ΚΕΠΠΑ που προέβλεπαν την επιβολή περιοριστικών μέτρων, όμως ο εθνικός νομοθέτης δεν έλαβε τότε οποιοδήποτε μέτρο τροποποίησης των κριτηρίων για την απώλεια της κυπριακής ιθαγένειας ώστε ο Αιτητής 1 να μπορούσε να προβλέψει ότι θα ήταν πιθανό να απωλέσει την υπηκοότητά του.
Έχοντας καταγράψει, σε συντομία, τα όσα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Αιτητών αναλύουν στην ενδελεχή αγόρευσή τους, δε θεωρώ ότι, από τα ενώπιόν μου δεδομένα, οι ισχυρισμοί που προτάσσονται, μπορούν να οδηγήσουν σε εύρημα έκδηλης παρανομίας.
Είναι παγίως νομολογημένο ότι, προκειμένου να μπορεί η παρανομία να χαρακτηριστεί ως «έκδηλη», θα πρέπει να αναδύεται αυτόματα, να είναι πρόδηλα αναγνωρίσιμη και αντικειμενικά αναντίλεκτη, χωρίς να χρειάζεται η διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων και να συνεπάγεται καθαρή παραβίαση της υπό του νόμου προβλεπόμενης διαδικασίας ή αδιαμφισβήτητη περιφρόνηση των θεμελιωδών αρχών του Διοικητικού Δικαίου [Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Marfin Popular Bank Public Ltd. (2007) 3 ΑΑΔ 32, Κροκίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 1857, Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης-Κύπρου Λτδ ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 71].
Ως προς τον κεντρικό ισχυρισμό περί μη παροχής δικαιώματος ακρόασης πριν την έκδοσή των προσβαλλομένων, εκ πρώτης όψεως πάντα και για τους σκοπούς της παρούσας, φαίνεται ότι της έκδοσης τους προηγήθηκε η υποβολή, μέσω δικηγόρων, ένστασης δυνάμει του άρθρου 113(5) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου. Ως σημείωσα και στην απόφαση στην Υπόθεση Αρ. 1213/2024 Ν.Β και ισχύει και στην παρούσα:
«Η υποβολή της κατά νόμο προβλεπόμενης θέσης, ένστασης, ιεραρχικής προσφυγής ή παραστάσεων (όπως και αν ονομάζονται στον εκάστοτε νόμο) έχει νομολογηθεί [βλ. Tζιωνής Nικόλας ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 689, Μίχαλος Δημητρίου Λτδ. κ.α. ν Δημοκρατία (2009) 3 ΑΑΔ 675] ότι υπέχει, υπό προϋποθέσεις, χαρακτήρα άσκησης δικαιώματος ακρόασης ενώ έχει γίνει δεκτή η άσκηση του δικαιώματος αυτού χωρίς κλήση για προφορική ακρόαση (Τζιωνή) εκεί όπου ο νόμος δεν το απαιτεί. Συνεπώς δεν αναδύεται έκδηλα παρανομία ως προς το ζήτημα αυτό. Ασφαλώς βέβαια κατά την εξέταση της ουσίας της προσφυγής θα εξεταστεί ο ισχυρισμός αυτός στο βάθος που απαιτείται σε συνάρτηση με την πλήρη επιχειρηματολογία των μερών ως προς τις προϋποθέσεις και τρόπο άσκησής του».
Ο ισχυρισμός ότι η απόφαση παραπέμπει σε Κανονισμούς του 2020 που αναφέρονται σε πολιτογράφηση και όχι σε αφαίρεση υπηκοότητας εκτός από συνοπτικά διατυπωθείς χωρίς παραπομπή στο κείμενο των προσβαλλομένων, δε φαίνεται εκ πρώτης πάντα όψεως να επιβεβαιώνεται, εφόσον τουλάχιστον στις προσβαλλόμενες (Απόφαση ΥΣ 2025 και Διάταγμα) δεν φαίνεται να γίνεται αναφορά σε οποιουσδήποτε κανονισμούς αλλά στις πρόνοιες του 113 των περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμων του 2002-2024.
Οι λοιποί, λίαν σοβαροί, ισχυρισμοί των Αιτητών, άλλοι απτόμενοι παράβασης αρχών (αναλογικότητας, ισότητας, νομικής βεβαιότητας/ δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, μη αναδρομικότητας) ή προνοιών της ΕΣΔΑ ή πλημμελούς αιτιολογίας δε θεωρώ ότι εκ της φύσης τους αλλά και στην όψη τους και από τα στοιχεία που ετέθησαν ενώπιόν μου μπορούν να τύχουν ευρήματος έκδηλης παρανομίας. Ιδίως έχοντας κατά νου ότι στα πλαίσια αίτησης τέτοιας φύσης, δεν εξετάζεται η ουσία της προσφυγής.
Ως άλλωστε αναφέρεται στο σύγγραμμα που επιμελήθηκε ο Καθ. X. Χρυσανθάκης, Συμβούλιο της Επικρατείας, Εφαρμογές Διοικητικού Ουσιαστικού & Δικονομικού Δικαίου, στο κεφάλαιο του εισηγητή του ΣτΕ Β. Γκέρτσου Προσωρινή Δικαστική Προστασία-Επιτροπή Αναστολών (παράγραφος 61), περιπτώσεις που μπορεί να παρέχεται προσωρινή θεραπεία ανάλογης φύσεως με την εδώ αιτούμενη είναι για:
«α) Παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας.
i) Ανυπόστατες λόγω μη δημοσίευσης κανονιστικές πράξεις (..)
ii) Παραβίαση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης (..)
iii) Άλλοι ουσιώδες τύποι: πράξη αποκλίνουσα από θετική σύμφωνη γνώμη χωρίς την απαιτούμενη από τον Κώδικα Διοικητική Διαδικασίας αιτιολογία: [ΕΑ 923/2006], πράξη αποκλίνουσα από απλή γνώμη χωρίς ειδικότερη αιτιολογία: [ΕΑ 836/2006, 455/2005,208-210/2004, 634/2003], παράλειψη γνωμοδότησής: [ΕΑ 906/2006,564/2004, 145/2004], μη σύνταξη ιδιαίτερου πρακτικού για την προσωπική συνέντευξη των υποψηφίων για την επιλογή προϊσταμένου διεύθυνση [ΕΑ 61/2007, 1154/2006, 1122/2006].
iν) Κανόνες που αφορούν την συγκρότηση - λειτουργία συλλογικών οργάνων(…)
β) Παράβαση νόμου:
i) Ως προς το νόμιμο έρεισμα πράξεων. [ΕΑ 626/2011, 960/2010, 1316/2009, 1250/2006] (πράξεις μη στηριζόμενες σε διάταξη νόμου), [ΕΑ 1245/2009,172/2009, 956/2004,621/2004, Ολ 569/2004] (πράξεις στηριχθείσες σε ήδη κριθείσα ως ανίσχυρη ή αντισυνταγματική διάταξη νόμου) (…)
ii) Αναρμοδιότητα:
iii) Παράβαση δεδικασμένου: [ΕΑ 68/2006], παράβαση υποχρέωσης σε συμμόρφωσή σε ακυρωτική απόφαση (…)».
Παρομοίως, στην ενδιάμεση απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Πρ. Αρ. 20/2021 Καρυπίδης ν. Δημοκρατίας ημερ. 22.12.2021 (Εντ. Α. Ευσταθίου-Νικολετοπούλου, ΔΔΔ, ως ήταν τότε) αναφέρθηκε σχετικώς με την εξέταση λόγων έκδηλης παρανομίας αναφορικά με την αιτιολογία, έρευνα και παράβαση αρχών (εκεί χρηστής διοίκησης):
«Ως προς το κατά πόσο η απόφαση των καθ' ων η αίτηση είναι δεόντως αιτιολογημένη ή όχι, είναι ζήτημα το οποίο θα πρέπει να κριθεί στα πλαίσια εξέτασης ολόκληρης της υπόθεσης. Αποτελεί πάγια νομολογία ότι η αιτιολογία μπορεί να ενυπάρχει και στο φάκελο της υπόθεσης και κατά πόσο είναι ικανοποιητική θα κριθεί ανάλογα από το Δικαστήριο. Το ίδιο ισχύει και για τον ισχυρισμό περί έλλειψης έρευνας.
(…)
Ούτε οι ισχυρισμοί του αιτητή περί παραβίασης της αρχής της χρηστής διοίκησης, θα μπορούσαν να αποτελέσουν υπόβαθρο θεμελίωσης έκδηλης παρανομίας. Αφορούν νομικά θέματα σχετιζόμενα με την ουσία της διαφοράς. Θεωρώ ότι για να αποφασιστεί κατά πόσο με βάση τα στοιχεία της υπόθεσης υπάρχει έκδηλη παρανομία στην απόφαση των καθ' ων η αίτηση, πρέπει να εξεταστεί η ουσία της διαφοράς, η οποία απαιτεί και ερμηνεία νόμου και δεν θα μπορούσε να επιλυθεί στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας. Κρίνω ότι στην όψη του πράγματος, τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου, δεν θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε εύρημα έκδηλης παρανομίας, πάντοτε στα πλαίσια εξέτασης αίτησης τέτοιας φύσης, όπου δεν εξετάζεται η ουσία της προσφυγής».
Είναι σαφές ότι η διαπίστωση περί το έκδηλα παράνομο πρέπει να συνοδεύεται από τον υψηλότερο βαθμό δικανικής πεποίθησης, που θα μπορούσε να διατυπωθεί επί στέρεου και, ουσιαστικά, αντικειμενικά αναντίλεκτου υποβάθρου. Από τα δε ενώπιόν μου δεδομένα, θεωρώ ότι ουδεμία εκ των ισχυριζόμενων παρανομιών μπορεί να χαρακτηριστεί ως έκδηλη, ή ότι αναδύεται αυτόματα ή είναι πρόδηλα αναγνωρίσιμη και αντικειμενικά αναντίλεκτη, λαμβάνοντας δε καθοδήγηση και από τα όσα παρέπεμψα πιο πάνω, συμφωνώ με τη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου των Καθ’ ων η αίτηση ότι τυχόν εύρημα επί τούτων τελικά θα αποφάσιζε επί της ουσίας της προσφυγής.
Ως εκ των ανωτέρω, δεν πληρείται οποιαδήποτε εκ των προϋποθέσεων για την έγκριση της παρούσας αίτησης, η οποία απορρίπτεται με 450 ευρώ έξοδα υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον των Αιτητών.
Φ. Καμένος, ΔΔΔ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο