ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Υπόθεση Αρ. 1550 /2021
3 Δεκεμβρίου, 2025
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Svitlana Kolomiychenko
Αιτήτρια
και
Κυπριακή Δημοκρατίας, μέσω
Υπουργού Εσωτερικών
Καθ' ων η Αίτηση
__________________
Πάνος Παναγιώτου για ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε, δικηγόροι Αιτητή.
Παύλος Βασιλείου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο των Καθ' ων η αίτηση.
___________________
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ : Με την υπό κρίση προσφυγή, η Αιτήτρια στρέφεται ενάντια στην απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση, για την οποία πληροφορήθηκε μέσω της ένστασης που καταχώρησε η Καθ’ ης η Αίτηση ημερομηνίας 18.11.2021 στα πλαίσια της Προσφυγής υπ’ αριθμό 848/2020, και με την οποία η Καθ’ ης η Αίτηση απέρριψε την αίτηση που η Αιτήτρια υπέβαλε κατά την 11.03.2014 με αριθμό φακέλου R1400354, για εγγραφή της ως πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας συνεπεία της ιδιότητάς της ως συζύγου πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ως καταγράφεται στην Ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει αντίστοιχα από τα σχετικά έγγραφα του διοικητικού φακέλου, τα γεγονότα έχουν ως εξής.
Η Αιτήτρια είναι νυμφευμένη από την 21.08.2002 με πολίτη της Δημοκρατίας, ο οποίος ανήκει στην τουρκοκυπριακή κοινότητας και είναι κάτοχος Διαβατηρίου εκδοθέντος από την Κυπριακή Δημοκρατία. Η Αιτήτρια, από τον γάμο της έχει αποκτήσει δυο θυγατέρες, οι οποίες επίσης κατέχουν την Κυπριακή υπηκοότητα όπως και Διαβατήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ άπαντες διαμένουν μόνιμα στο Λονδίνο.
Στις 11.03.2014, η Αιτήτρια στα πλαίσια του άρθρου 110 (2) του περί Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης Νόμου, Ν 141 (Ι)/2002, ως έχει μέχρι σήμερα τροποποιηθεί, ενόψει της ιδιότητάς της ως συζύγου Κύπριου πολίτη και πληρώντας όλες τις προϋποθέσεις που θέτει η κείμενη νομοθεσία, υπέβαλε αίτηση για εγγραφή της ως πολίτης της Δημοκρατίας.
Μετά πάροδο 4 ετών, στις 09.05.2018, με επιστολή των δικηγόρων της προς τον Υπουργό Εσωτερικών, η Αιτήτρια ζήτησε αυτός να ασκήσει την διακριτική ευχέρεια που του παρέχει το άρθρο 110 (2) του περί Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης Νόμου, Ν 141 (Ι)/2002, να εξετάσει και να εγκρίνει την αίτησή της, η οποία είχε υποβληθεί 4 χρόνια προηγουμένως. Ακολούθως, με νέες επιστολές των δικηγόρων της ημερομηνίας 12.06.2018 και 04.09.2018, επανέλαβε ότι πληροί τις απαιτούμενες εκ του Νόμου προϋποθέσεις και ζήτησε από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκήσει την εκ του Νόμου αρμοδιότητά του για έγκριση της αίτησής της.
Εξαιτίας του ότι οι πιο πάνω αναφερόμενες επιστολές παραμέναν για 6 έτη αναπάντητες και η Καθ’ ης η Αίτηση παρέλειπε να συμμορφωθεί με την υποχρέωση της για εξέταση του αιτήματος της Αιτήτριας και παροχή απάντησης, η Αιτήτρια καταχώρησε στις 14.10.2020 την Προσφυγή 848/2020 κατά της συνεχιζόμενης παράλειψης εκ μέρους της Καθ’ ης η Αίτηση.
Στις 18.11.2021 στα πλαίσια της Προσφυγής υπ' αριθμό 848/2020 η Καθ’ ης η Αίτηση καταχώρησε την Ένσταση της, από την οποία η Αιτήτρια πληροφορήθηκε για πρώτη φορά ότι η αίτηση της για απόκτησης υπηκοότητας είχε απορριφθεί με επιστολή ημερομηνίας 11.09.2018. Ειδικότερα, σύμφωνα με την εν λόγω επιστολή, η αίτηση της Αιτήτριας απορρίφθηκε εξαιτίας παράνομης εισόδου της στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Ακολούθησε η καταχώρηση της παρούσας προσφυγής όπου στην Ένσταση της Καθ’ ης η Αίτηση εντοπίζεται ως «Παράρτημα 2» έγγραφο ότι, στις 3.12.2005 η Αιτήτρια αφίχθηκε μέσω του Διεθνούς Αερολιμένα Λάρνακας στην Κυπριακή Δημοκρατία μαζί με τον σύζυγό της, ενώ ακολούθως, αφού παρέμειναν στην Κυπριακή Δημοκρατία για περίοδο δυο ημερών, αναχώρησαν και πάλι στις 05.12.2005 από το αεροδρόμιο Λάρνακας και επέστρεψαν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ως το «Παράρτημα 5» στην Ένσταση της Καθ’ ης η Αίτηση περιλαμβάνεται η Συνοπτική Έκθεση της Λειτουργού του ΤΑΠΜ για την αίτηση της αιτήτριας όπου ως αιτιολογία απόρριψης εντοπίζεται ότι «Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΚΥΠ ΑΝΑΦΕΡΕΙ ΟΤΙ ΕΙΣΗΛΘΕ ΚΑΙ ΔΙΕΜΕΝΕ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΣΤΗ ΚΥΠΡΟ (ΣΗΜ.2)» με αποτέλεσμα η Διευθύντρια να την απορρίψει για το συγκεκριμένο λόγο.
Το αναφερόμενο έγγραφο επισυνάπτεται στην Ένσταση της Καθ’ ης η Αίτηση ως «Παράρτημα 6» και αφορά αντίγραφο χειρόγραφου εγγράφου / σημειώματος της Κυπριακής Υπηρεσίας Πληροφόρησης, το οποίο αναφέρει αποκλειστικά τα εξής: «Αναφορικά με α/α (1) πιο πάνω σας γνωρίζουμε ότι η υπηρεσία δεν κατέχει οποιαδήποτε στοιχεία εναντίον της SVITLANA KOLOMIYCHENKO. Ωστόσο αυτή εισήλθε και διέμενε παράνομα στη Κύπρο».
Η Αιτήτρια προωθεί τους πιο κάτω λόγους ακυρώσεως προς επιτυχία της προσφυγής της, οι οποίοι είναι αλληλένδετοι και για το λόγο αυτό έχουν αναπτυχθεί μαζί από το δικηγόρο της:
«1. Στερείται οποιοσδήποτε επαρκούς και/ ή νόμιμης και/ ή ειδικής αιτιολογίας και/ ή η αιτιολογία που δόθηκε δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και/ ή είναι πράγμασι ή νόμω αβάσιμη με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος.
2. Δεν προηγήθηκε αυτής η οποιαδήποτε έρευνα και/ ή η έρευνα που έγινε ήταν ελλιπής καθότι η Αιτήτρια εισερχόταν στην Κυπριακή Δημοκρατία νομίμως και πάντοτε μέσω των επίσημων σημείων εισόδου της χώρας.
3. Δεν λήφθηκαν υπόψη γεγονότα, που έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη και/ ή λήφθηκαν υπόψη γεγονότα, που δεν έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη.
4. Η αιτιολογία που δόθηκε ήταν λανθασμένη και/ ή εν πάση περιπτώσει δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα καθότι η Αιτήτρια ουδέποτε εισήλθε στη Δημοκρατία παράνομα και/ ή πάντα εισερχόταν και εξερχόταν στην Κυπριακή Δημοκρατία νομίμως μέσω των διεθνώς αναγνωρισμένων σημείων εισόδου της Χώρας.»
Προς υποστήριξη των θέσεων του, ο ευπαίδευτος δικηγόρος της αιτήτριας καταγράφει στην αγόρευση του πως σε επιθεώρηση που πραγματοποίησε στις 27.06.2022 στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, εξακρίβωσε ότι στο διοικητικό φάκελο δεν υπήρχε οποιοδήποτε άλλο στοιχείο το οποίο να αιτιολογεί και να αποδεικνύει το παράνομο της εισόδου και διαμονής της αιτήτριας στη Κυπριακή Δημοκρατία ούτως ώστε να μπορούσε να θεωρηθεί ότι η αιτιολογία συμπληρωνόταν από τον σχετικό φάκελο, πέραν του προαναφερθέντος Σημειώματος («Παράρτημα 6» στην Ένσταση). Τονίζει δε ότι, τα μόνα στοιχεία που υπήρχαν για άφιξη και αναχώρηση της πελάτιδάς του, ήταν το έντυπο που επισυνάπτεται στο Παράρτημα «2» της Ένστασης όπου φαίνεται ότι η Αιτήτρια εισήλθε στη Κ.Δ. από τον Διεθνή Αερολιμένα Λάρνακας στις 3.12.2005 και εξήλθε αντίστοιχα στις 5.12.2005 από το ίδιο νόμιμο σημείο εισόδου και εξόδου στη χώρα.
Αντίθετα, η πλευρά των Καθ’ ων η Αίτηση απαντά ότι, η προσβαλλόμενη με την παρούσα Προσφυγή απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών είναι ορθή, νόμιμη, δεόντως αιτιολογημένη, λήφθηκε, δε, σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους Νόμους της Κυπριακής Δημοκρατίας, τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση της διακριτικής του εξουσίας, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, «αναπόσπαστο στοιχείο των οποίων ήταν και η έκθεση και/ή σημείωμα της ΚΥΠ». Είναι επίσης, η θέση του ευπαίδευτου δικηγόρου της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας ότι, τυχόν κενά στην αιτιολογία αναπληρώνονται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ενώ δεν υπήρξε οιαδήποτε πλάνη της κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Ειδικότερα, ως προς τη κάθετη θέση της αιτήτριας πως αυτή εισερχόταν στην Κυπριακή Δημοκρατία νομίμως και πάντοτε μέσω των επίσημων σημείων εισόδου της χώρας, μέσω της αγόρευσης του υποστήριξε ότι θα καταθέσει αυτούσιο το εσωτερικό σημείωμα της ΚΥΠ, αφού ως ανέφερε, τα διαβαθμισμένα έγγραφα διατηρούνται σε ξεχωριστό φάκελο, από αυτόν που επιθεωρήθηκε από το δικηγόρο της αιτήτριας.
Μετά από αίτηση του δικηγόρου της αιτήτριας ημερ.15.4.2024 και προς αποφυγή πραγματοποίησης ακρόασης επί τούτης, το Δικαστήριο έδωσε οδηγίες να του παραδοθούν σε κλειστό φάκελο όλα τα σχετικά έγγραφα τα οποία αφορούν την έρευνα στην οποία φέρεται να προέβη η ΚΥΠ για την Αιτήτρια. Συμμορφούμενος με τις οδηγίες του Δικαστηρίου, ο δικηγόρος της Νομικής Υπηρεσίας προσκόμισε αντίγραφο του «Παραρτήματος 6» στην Ένσταση, το οποίο δήλωσε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι αποτελούσε εν τέλει το μόνο έγγραφο της ΚΥΠ που αφορούσε την αιτήτρια. Συνεπεία της διαπίστωσης αυτής, απέσυρε τον ισχυρισμό της Καθ’ ης η αίτηση περί ύπαρξης έκθεσης της ΚΥΠ, πέραν του προαναφερθέντος σημειώματος.
Παραθέτοντας τα πιο πάνω ως προς τα πραγματικά γεγονότα τα οποία προκύπτουν από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, ο οποίος αποτελεί τη μόνη αποδεκτή μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, προχωρώ σε εξέταση των ισχυρισμών της αιτήτριας ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε συνεπεία έλλειψης επαρκούς έρευνας, με αποτέλεσμα να υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα και η απόρριψη της αίτησης της να πάσχει ως προς την αιτιολογία που δόθηκε.
Η απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας στηρίζεται αποκλειστικά στη διαπίστωση της Καθ’ ης η αίτηση ότι αυτή εισήλθε και διέμενε παράνομα στη Κύπρο. Ωστόσο, εξετάζοντας τα σχετικά έγγραφα τα οποία είχε ενώπιον της η Διευθύντρια του ΤΑΠΜ δεν προκύπτει πως οδηγήθηκε στο συγκεκριμένο συμπέρασμα, ούτως ώστε να απορρίψει την αίτηση. Αντίθετα από το έγγραφο το οποίο περιλαμβάνεται στην Ένσταση της Καθ’ ης η Αίτηση ως «Παράρτημα 2» προκύπτει πως η αιτήτρια εισήλθε και εξήλθε του εδάφους της Δημοκρατίας από το Διεθνή Αερολιμένα Λάρνακας, που αποτελεί επίσημο σημείο εισόδου / εξόδου στη χώρα.
Το Δικαστήριο, δεν παραγνωρίζει τη ευρεία διακριτική ευχέρεια εκ μέρους του Υπουργού Εσωτερικών να παραχωρεί, σε αλλοδαπό ενήλικα, όταν ο τελευταίος κατέχει τα προσόντα πολιτογράφησης, πιστοποιητικό πολιτογράφησης ως προβλέπεται από τις πρόνοιες του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου (Ν.141(Ι)/2002), στην οποία αναφέρεται εκτενώς ο ευπαίδευτος δικηγόρος των Καθ’ ων η Αίτηση. Αυτό άλλωστε επιβεβαιώνεται και από τη διαχρονική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. ISSA E.E.ALYATIM ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 33/11, ημερ. 25.10.2016 και στην Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66, επίσης MOJTABA E.G. MEIDAN ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1644/2010, ημερ. 15.10.2013). Όπως έχει δε κατ΄ επανάληψη τονιστεί μέσα από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το ζήτημα της πολιτογράφησης άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας να επιλέγει τους πολίτες της και επομένως το ακυρωτικό Δικαστήριο δύσκολα επεμβαίνει στην άσκηση τέτοιας εξουσίας (βλ. Tulin Sabahatin Veysel κ.ά ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 184/2008, ημερ. 6.7.2010 και Boulatnikova v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1082/2005, ημερ. 31.5.2007). Όπως δε λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Yousife Mohamad v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α. (2010) 3 Α.Α.Δ. 18, «η πολιτογράφηση είναι μία εξουσία η οποία ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του κράτους το οποίο και μπορεί να παραχωρήσει υπηκοότητα σε πρόσωπα τα οποία επιθυμεί με μόνο περιορισμό της την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης».
Περαιτέρω, ως είναι παγίως αναγνωρισμένο, το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν ασχολείται με τη διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων, αλλά εστιάζει την προσοχή του στο κατά πόσον η διεξαχθείσα έρευνα ήταν επαρκής (βλ. Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725 και Δημοκρατία ν. C.Kassinos Cosntruction Ltd (1990) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3835). Η νομολογία ως προς τι συνιστά δέουσα έρευνα είναι σαφής. Εφόσον συλλέγονται όλα τα απαραίτητα στοιχεία, δεδομένα και γεγονότα που είναι εφικτό υπό τις περιστάσεις να αναζητηθούν, η έρευνα είναι πλήρης (βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Κυριάκου ν. Δημοκρατίας (2001) 4 Α.Α.Δ. 211 και Motorways Ltd ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447). Η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία έρευνας ποικίλει ανάλογα με το υπό εξέταση αντικείμενο. Το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν ασχολείται με τη διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων, αλλά κατά πόσο η διεξαχθείσα έρευνα ήταν επαρκής (βλ. Δημοκρατίαν. C. Kassinos Constructions Ltd (1990) 3 (Ε) Α.Α.Δ. 3835). Το κριτήριο για την εγκυρότητα πράξης είναι η επάρκεια της έρευνας και η κατά τη διεξαγωγή της τήρηση των κανόνων της χρηστής διοίκησης (βλ. Κυπριακός Οργανισμός Αθλητισμού ν. Ρ. Kourris Constructions & Co (2007) 3 Α.Α.Δ. 157).
Αναφορικά με την έρευνα στην οποία η Διευθύντρια έπρεπε να προβεί πριν την λήψη της απόφασής της, έχει κριθεί ότι αποτελεί καθήκον του αποφασίζοντας οργάνου να προβαίνει στην αναγκαία έρευνα για την εξακρίβωση των πραγματικών γεγονότων υπό το πρίσμα των οποίων αποφασίζει. Με βάση τη σχετική νομολογία, το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα, ενώ η δέουσα έρευνα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εγκυρότητα της διοικητικής πράξης ή απόφασης, γιατί η Διοίκηση έχει υποχρέωση να ερευνήσει όλα τα κρίσιμα στοιχεία, για να εξακριβώσει τα ορθά γεγονότα και να εφαρμόσει το νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. Photos Photiades and Co. v. The Republic (1964) C.L.R. 102, E.E.Y. v. Αντώνη Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270), Ευαγόρας Νικολάίδης κ.ά. ν. Δρα Μιχαλάκη Μηνά κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 321 και Δημοκρατία ν. Θεόδουλου Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47).
Σε σχέση με το εν λόγω ζήτημα, το άρθρο 45(1) του Περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(Ι)/99) ορίζει ότι η διοίκηση κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας, οφείλει να προβαίνει σε επαρκή έρευνα όλων των σχετικών με την υπόθεση γεγονότων. Σύμφωνα δε με το άρθρο 46(1) του Νόμου 158(Ι)/1999, «Αν η διοίκηση, κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας, στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα και προϋποθέσεις που είναι εξ αντικειμένου ανύπαρκτα ή αν παραλείπει να λάβει υπόψη της ουσιώδη πραγματικά γεγονότα ενεργεί με πλάνη περί τα πράγματα», ενώ το άρθρο 46(2) του Ν.258(Ι)/99 προβλέπει ότι «Αν η πλάνη έχει επηρεάσει την απόφαση του διοικητικού οργάνου, είναι ουσιώδης και καθιστά την πράξη παράνομη».
Λαμβάνοντας αυτά υπόψιν, θα συμφωνήσω με τη πλευρά της αιτήτριας ότι κατά την έκδοση της επίδικης πράξης έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη η οποία ήταν ουσιώδης και συνακόλουθα οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Είναι προφανές από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ότι, κατά την εξέταση της εν λόγω αίτησης από το αρμόδιο όργανο, δεν λήφθηκαν υπόψη γεγονότα που έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη και εν προκειμένω παραγνωρίστηκε το έγγραφο το οποίο αποδεικνύει ότι η αιτήτρια διερχόταν νομίμως διαμέσου των επίσημων σημείων εισόδου της χώρας (Παράρτημα 2), ενώ αντίθετα λήφθηκε υπόψιν ο αόριστος, αυθαίρετος και ως διαπιστώνεται αστήρικτος ισχυρισμός, ως η σημείωση στο Παράρτημα 5, ότι «αυτή εισήλθε και διέμενε παράνομα στη Κύπρο». Ο ισχυρισμός παράνομης εισόδου της αιτήτριας από την Καθ’ ης η αίτηση που αποτελεί και τον μοναδικό λόγο απόρριψης της αίτησης δεν επιβεβαιώνεται, αλλά τίθεται πεπλανημένα ως αποτέλεσμα έκθεσης της ΚΥΠ, η οποία εν τέλει ουδέποτε υπήρξε. Η έλλειψη της επαρκούς έρευνας οδήγησε στα συμπεράσματα για απόρριψη της αίτησης, στη βάση της συγκεκριμένης αιτιολογίας. Συνεπώς η επίδικη ακυρώνεται λόγω πάσχουσας αιτιολογίας, ως συνέπεια μη διενέργειας της δέουσας έρευνας προ της εκδόσεώς της και λόγω ουσιώδους πλάνης περί τα πράγματα, η οποία πλάνη αναντίλεκτα επηρέασε το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ως προς το ζήτημα της εμφιλοχώρησης πλάνης, στην απόφαση Χαράλαμπος Νίκολας ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 583, έχουν αναφερθεί τα ακόλουθα:
«Σύμφωνα με τη νομολογία και το Άρθρο 46 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(1)/99), αν η διαπιστωθείσα πλάνη έχει επηρεάσει την απόφαση του διοικητικού οργάνου, θεωρείται ουσιώδης και καθιστά την πράξη παράνομη. Στην Παπαϊωάννου κ.ά. (Αρ. 2) ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 713, εξηγήθηκε από τον Κωνσταντινίδη, Δ., ότι:-
«Όπως σημειώνεται από τον Γ. Παπαχατζή - Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου, 6η έκδοση, σελ. 650, η πλάνη περί τα πράγματα αποτελεί παρανομία που εμφιλοχωρεί στη σειρά των συλλογισμών ή στον "ειρμό των σκέψεων" της διοικητικής αρχής την ώρα που έκανε την επιλογή. Επίσης, σύμφωνα με τον Μιχ. Δ. Στασινόπουλο στο Δίκαιον Διοικητικών Πράξεων Ανατ. 1982 σελ. 298, αυτή η πλάνη "έχει ως αποτέλεσμα ότι αποσύρει την νόμιμην βάσιν της πράξεως και καταλείπει ταύτην άνευ ερείσματος, ήτοι παράνομον". Βλ. επίσης Ε. Σπηλιωτόπουλος - Εγχειρίδιον Διοικητικού Δικαίου, 4η έκδοση, σελ. 476 -477.
Επέρχεται όμως αυτό το αποτέλεσμα μόνο αν η πλάνη ήταν ουσιώδης. Στο έργο της αποτίμησης της σημασίας της πλάνης το κριτήριο δεν είναι το κατά πόσο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το διοικητικό όργανο θα αποφάσιζε έτσι ή διαφορετικά αν είχε ενώπιον του την πραγματική και όχι τη λανθασμένη εικόνα των πραγμάτων. Ένα τέτοιο εγχείρημα, πέρα από το ότι θα ήταν εντελώς υποθετικό, θα σήμαινε και σχηματισμό πρωτογενούς κρίσης από το Δικαστήριο ως προς το μεταξύ των υποψηφίων ήταν ή θα έπρεπε να θεωρηθεί ως ο καταλληλότερος για προαγωγή, που δεν είναι έργο δικό του.
Το ορθό κριτήριο είναι άλλο και είναι εντελώς σταθερό. Τίθεται θέμα τέτοιας παρανομίας όταν η πλάνη επηρέασε την απόφαση του οργάνου. (Βλ. Στασινόπουλος (ανωτέρω) σελ. 300 και Republic ν. Argyrides (1987) 3 C.L.R. 1092, Sekkides ν. Republic (1988) 3 C.L.R. 2136, αναφορικά με το ανάλογο θέμα του πότε η διαπίστωση παρατυπίας οδηγεί σε ακύρωση της απόφασης)"».
Στη παρούσα περίπτωση διαπιστώνεται ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι το αποτέλεσμα ελλιπούς διερεύνησης της περίπτωσης της αιτήτριας με αποτέλεσμα να έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη στη κρίση του διοικητικού οργάνου η οποία ήταν ουσιώδης και συνεπώς η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα 1800 Ευρώ πλέον ΦΠΑ υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση.
Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο