Ε.Ν. κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού και/ή Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης, Υπόθεση Αρ. 871/2025, 1/12/2025
print
Τίτλος:
Ε.Ν. κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού και/ή Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης, Υπόθεση Αρ. 871/2025, 1/12/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                                 Υπόθεση Αρ. 871/2025 (i-Justice)

                                             

     1 Δεκεμβρίου, 2025

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

Αναφορικά με το Άρθρο/τα Άρθρα (α) 1Α, 20, 28, 29, 35 και 146 του Συντάγματος

 

          

1.           Ε.Ν.

2.           Α.Σ.

ως φυσικοί γονείς και κηδεμόνες του ανήλικου Β.Σ

 

Αιτητών

Και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω

Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού και/ή Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης

 

         

Καθ’ ων η Αίτηση

.........

 

 

Ελένη Λοιζίδου για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης δ.ε.π.ε,  δικηγόροι για Αιτητές

Ιωάννα Κοτζιάπασιη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για τους Καθ' ων η αίτηση

                                               

Δικαστήριο: Η υπόθεση αφορά ανήλικο πρόσωπο ως εκ τούτου η παρούσα δημοσιεύεται ανωνυμοποιημένη.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.:  Την 29.05.2025 σε τακτική συνεδρίαση του καθηγητικού συλλόγου Λυκείου της Επαρχίας Λάρνακας ανακοινώθηκαν οι μαθητές που παραμένουν στάσιμοι και στη συνέχεια αναγνώσθηκαν τα ονόματα των μαθητών και των βαθμών τους στις τελικές ενιαίες εξετάσεις προαγωγής, οι οποίοι παραπέμπονται σε ανεξετάσεις τον Ιούνιο.  Ο υιός των Αιτητών (εφεξής ο «υπερ’ ου η αίτηση» ή εν συντομία ο «ΥΟΑ») έμεινε ανεξεταστέος στο μάθημα των Μαθηματικών με βαθμούς 13 Α' Τετράμηνο, 11 Β' Τετράμηνο και 3 Γραπτή Ενιαία εξέταση.

 

Ο ΥΟΑ παρακάθισε στις ανεξετάσεις Ιουνίου στο μάθημα των Μαθηματικών και τα αποτελέσματα ήταν να λάβει στα Προφορικά βαθμό 7, στα Γραπτά βαθμό 3 και μέσο όρο 5. Από την τρίτη σελίδα του ηλεκτρονικού εγγράφου με τίτλο «7 14311134» του ηλεκτ. διοικητικού φακέλου-Τεκμήριο 1, φαίνεται ότι οι ανεξετάσεις έγιναν στις 24.06.2025.

 

Από πρακτικό ημερ. 26.06.2025 προκύπτει ότι την ημερομηνία εκείνη συνεδρίασε ο καθηγητικός σύλλογος όπου αναγνώσθηκαν τα αποτελέσματα των ανεξετάσεων. Επτά μαθητές μεταξύ των οποίων και ο ΥΟΑ θεωρήθηκε στάσιμος.

 

Ακολούθησαν επιστολές των Αιτητών προς τον Διευθυντή του σχολείου, την Υπουργό Παιδείας, τον Γενικό Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης και άλλα τμήματα των Καθ΄ων η αίτηση προκειμένου να εκθέσουν την κατάσταση του ΥΟΑ καθώς και τα όσα είχαν προηγηθεί, εκφράζοντας παράλληλα την έντονη ανησυχία τους για την απόφαση να μη προαχθεί ο ΥΟΑ.  Περαιτέρω παρουσίασαν γνωμάτευση από κλινικό ψυχολόγο με ημερομηνία 27.06.2025 ως προς τις μαθησιακές δυσκολίες και προκλήσεις του ΥΟΑ.

 

Έγινε αναβαθμολόγηση του γραπτού δοκιμίου της ανεξέτασης του ΥΟΑ και το αποτέλεσμα ήταν να αυξηθεί ο βαθμός από 3 μονάδες σε 4.

 

Ο Διευθυντής συνεκάλεσε εκ νέου τον καθηγητικό σύλλογο σε έκτακτη συνεδρία την 01.09.2025 και παρουσίασε τη γνωμάτευση της κλινικής ψυχολόγου για επανεξέταση της περίπτωσης του ΥΟΑ. Ο καθηγητικός σύλλογος αποφάσισε να μη διαφοροποιήσει την απόφαση, που λήφθηκε ενημερώνοντας σχετικά τους Αιτητές με επιστολή ημερομηνίας 02.09.2025.

 

Με την παρούσα προσφυγή, οι Αιτητές ζητούν ακύρωση της απόφασης ότι ο ΥΟΑ δεν πέρασε στις τελικές εξετάσεις και έμεινε ανεξεταστέος και την επακόλουθη απόφαση ότι δεν πέρασε την ανεξέταση και παραμένει στάσιμος.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ΄ων η αίτηση με την ένσταση της εγείρει προδικαστικές ενστάσεις ότι οι προσβαλλόμενες στερούνται εκτελεστότητας, καθότι αποτελούν διοικητικό μέτρο εσωτερικής φύσης και/ή έχουν πληροφοριακό χαρακτήρα[1] και ότι προωθούνται αλυσιτελώς και ως εκ τούτου οι Αιτητές δεν έχουν έννομο συμφέρον στην προώθησή της στη βάση ότι, κι αν ο καθηγητικός σύλλογος αποφάσιζε την αύξηση της βαθμολογίας του μαθητή κατά 2 μονάδες, ο μαθητής και πάλι δεν θα προαγόταν στην επόμενη τάξη εφόσον ο μέσος όρος των βαθμών του στην γραπτή και προφορική εξέταση δεν θα ήταν τουλάχιστον 10, ως ορίζεται στον σχετικό Κανονισμό. Με την αγόρευσή  της, η συνήγορος προσθέτει και τρίτη προδικαστική ένσταση, ότι οι προσβαλλόμενες δεν είναι συναφείς πράξεις.

 

Είναι αντιληπτό ότι, της ουσίας προέχει η εξέταση των πιο πάνω ενστάσεων. Τις εξέτασα προσεκτικά, έχοντας υπόψη τη νομολογία και θεωρία, την οποία έφεραν υπόψη μου οι ευπαίδευτες συνήγοροι. Καταλήγω στα εξής:

 

Για να υποστηρίξει την προδικαστική ένσταση ως προς τη μη εκτελεστή φύση των προσβαλλομένων, η πλευρά των Καθ’  ων η αίτηση επικαλείται τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Δημοκρατία ν. Νορβάν Χανιάν (1998) 3 ΑΑΔ 690 και Πολυχρόνης ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 48. Η πλευρά των Αιτητών αντιτάσσει ότι οι εν λόγω αποφάσεις δεν τυγχάνουν εφαρμογής προς υποστήριξη της θέσης των Καθ’ ων η αίτηση και παραπέμπει στην απόφαση της (τότε) Προέδρου του Διοικητικού Δικαστηρίου Εντ. Μ. Καλλιγέρου, στην Πρ. Αρ. 1704/2018 Κ. ως φυσικός γονιός και κηδεμόνας του ανηλίκου Κ. ν. Δημοκρατίας ημερ. 21.09.2021.

 

Έχοντας μελετήσει τη σχετική νομολογία περιλαμβανομένων των ανωτέρω αποφάσεων, θεωρώ ότι η προδικαστική ένσταση είναι αβάσιμη.

 

Είναι καταρχάς σαφές ότι σε καμία από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν αποφασίστηκε ότι πράξεις ως οι εδώ επίδικες δεν είναι εκτελεστές.

 

Σε αμφότερες άλλωστε, επίδικες ήταν πράξεις που ήταν άμεσο αποτέλεσμα πειθαρχικών μέτρων. Στην Πολυχρόνης, οι απουσίες του μαθητή ήταν αποτέλεσμα αποβολών ως πειθαρχικών ποινών. Μάλιστα ως συνάγεται από τα γεγονότα της πρωτόδικης, είχαν δοθεί προηγουμένως ευκαιρίες συμμόρφωσης ακόμα και με διαγραφή απουσιών ώστε να μην παραμείνει στάσιμος. Ασκήθηκε επιείκεια και επιχειρήθηκε το θέμα να επιλυθεί χωρίς άμεση καταφυγή στην «εσχάτη των ποινών».  Τελικά λόγω νεότερων απουσιών συνεπεία αποβολών και κατ΄ εφαρμογή σχετικών κανονιστικών προνοιών ο μαθητής παρέμεινε στάσιμος. Το πρωτόδικο δικαστήριο μάλιστα έκρινε τη προσφυγή στην ουσία της και απέρριψε τους λόγους ακύρωσης χωρίς να διατυπώσει εύρημα μη εκτελεστότητας. Ακολούθως η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου απέρριψε την έφεση και παραπέμποντας στην αυθεντία Vrahimis v. Republic (1984) 3 C.L.R. 14 έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση επίδικη ήταν πράξη αφορώσα τη λειτουργική σχέση μαθητή-σχολείου και οι αποφάσεις του σχολείου που λαμβάνονται σ' αυτό το πλαίσιο ως πειθαρχικά μέτρα, δεν υπόκεινται σε αναθεωρητικό έλεγχο. Ανέφερε δε στο σχολιασμό του επί της πρωτόδικης κρίσης, τα ακόλουθα:

 

«Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή.  Αποφάσισε ότι η στασιμότητα του αιτητή στην ίδια τάξη και ο αποκλεισμός του από τις εξετάσεις ήταν απόρροια των αδικαιολόγητων απουσιών του και επακόλουθο της εφαρμογής των Κανονισμών στη δεδομένη περίπτωση. Οι αδικαιολόγητες απουσίες προέκυψαν από τις αποβολές του αιτητή από το σχολείο, οι οποίες του επιβλήθηκαν στο πλαίσιο της πειθαρχικής εξουσίας που παρέχεται από τους Κανονισμούς».

 

Η πιο πάνω αναφορά δεν ερμηνεύεται ότι το πρωτόδικο απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη επειδή η πράξη έγινε κατ’ εφαρμογή κανονισμών αλλά ως ουσία αβάσιμη επειδή έκρινε ότι έγινε ορθή εφαρμογή των κανονισμών σε εκείνη την περίπτωση.

 

Από την άλλη μεριά στη Νορβάν Χανιάν, όπου επίδικη ήταν ποινή αποβολής μαθητή, η οποία επικυρώθηκε από τον Υπουργό, αφού αναφέρθηκε η προηγούμενη νομολογία (περιλαμβανομένης της Vrahimis και της Πολυχρόνης) επικυρώθηκε η πρωτόδικη κρίση περί εκτελεστής φύσης της προσβαλλόμενης αναφέροντας, μεταξύ άλλων (υπογράμμιση  του παρόντος):

 

«Η λειτουργική σχέση μαθητή, σχολείου, και οι αποφάσεις του σχολείου που λαμβάνονται σ' αυτό το πλαίσιο, περιλαμβανομένων και πειθαρχικών μέτρων, δεν υπόκεινται στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Η εφαρμογή των κανόνων πειθαρχίας, από τις σχολικές αρχές, δεν είναι προσδιοριστική της υπόστασης του μαθητή ή παράγωγος δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.»

 

Όμως, αποφάσεις επαγόμενες τη διάρρηξη της σχέσης μαθητή - σχολείου, όπως υποδεικνύεται στη Vrahimis v. Republic, (ανωτέρω), υπόκεινται σε αναθεωρητικό έλεγχο, εφόσο επηρεάζουν την υπόσταση του μαθητή. Πράξεις αυτής της κατηγορίας ανάγονται στη βασική σχέση μαθητή - σχολείου και είναι παράγωγες εννόμων αποτελεσμάτων. Συνεπώς, υπόκεινται σε αναθεώρηση, βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, τέθηκε προς αναθεώρηση με την προσφυγή η εκτελεστή απόφαση για την αποβολή του εφεσίβλητου από το σχολείο στο οποίο φοιτούσε. Η απόφαση ενέπιπτε στο πεδίο του δημοσίου δικαίου και μπορούσε να αποτελέσει, όπως και αποτέλεσε, το αντικείμενο προσφυγής. Με το αποτέλεσμα της αναθεώρησης δε διαπιστώνουμε βάσιμο λόγο επέμβασης. Δεν τηρήθηκαν οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης, οι οποίοι ενσωματώνονται στο Σύνταγμα».

 

Στην απόφαση Πρ. Αρ. 1704/2018, όπου εγέρθηκε προδικαστική ένσταση ότι η εκεί επίδικη δεν ήταν εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά εσωτερικό μέτρο, άρα ουσιαστικά η ένσταση ήταν παρόμοιας φύσης με την παρούσα, αφού σχολιάστηκε η Νορβάν Χανιάν, κρίθηκε ότι:

 

«Εν προκειμένω έχουν εκδοθεί Κανονισμοί, (ΚΔΠ 60/17) δυνάμει Νόμου, (ο περί Κοινοτικών Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης Νόμος) που ορίζουν τις αρμοδιότητες και εξουσίες των οργάνων του κάθε σχολείου ή του Υπουργείου Παιδείας για το ζήτημα της στασιμότητας ή προαγωγής μαθητή στην ανώτερη τάξη.  Η τήρηση της νομιμότητας των διαδικασιών που τηρούνται εμπίπτει στην δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου, καθ' ότι με την απόφαση των καθ' ων η αίτηση εκδόθηκε οριστική απόφαση στο αίτημα επανεξέτασης, που αφορά τα έννομα συμφέροντα του μαθητή».

 

Αν και συμφωνώ με τη θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου των Καθ’ ων η αίτηση ότι η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου δεν είναι δεσμευτική πλην όμως συμφωνώ με όσα σε αυτή αναφέρθηκαν ανωτέρω και συμπληρώνω ότι η Vrahimis, η οποία είναι ουσιαστικά η απόφαση, στην οποία η επόμενη νομολογία παραπέμπει και συμπυκνώνει την συλλογιστική που πρέπει να ακολουθείται για την κρίση επί της αρμοδιότητας, λίαν εύγλωττα, ανέφερε (έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος):

 

 «The flexibility in their approach lies in readiness to assume jurisdiction when a given act has, notwithstanding its formal characteristics, noticeable consequences upon the subject. Similar flexibility was shown by the Supreme Court in the case of Roditis. In accordance with the principles of administrative law explained above, the exercise of disciplinary power by the school authorities, over pupils or students of a school, is an act of internal management of the school, unless designed to break or sever the association of the pupil with the school, in which case it becomes prejudicial to his status and, as such, justiciable. In agreement with the trial Court, we regard the decision of the principal to direct the appellant to leave school in order to comply with his directions respecting his appearance, was an act incidental to the exercise of disciplinary powers by the school authorities. The pupil was, in effect, suspended for defiance of the directions of the principal and in order to afford him an opportunity to comply therewith. It did not of itself have a bearing on the status of the appellant.

 

  (…) The exercise of school discipline is not, in our judgment, a proper subject for judicial review. Judicialisation of the process of discipline at school would, we believe, encourage a legalistic approach to the subject, whereas, what is needed is flexibility and freedom to respond to individual circumstances of a case, as well as the atmosphere prevailing at a given school. It would, we believe, be socially undesirable to render Judges the arbiters of discipline at school.

 

 

Συνεπώς, η σχετική νομολογία διαμορφώθηκε ως προς πράξεις πειθαρχικής φύσεως που εδώ, ως είναι αντιληπτό, δεν είναι η περίπτωση.  Εδώ επίδικες είναι κανονιστικές πρόνοιες που δεν αφορούν πειθαρχία μαθητή. Περαιτέρω, ακόμα και σε εκείνες τις περιπτώσεις  (πειθαρχίας) η νομολογία καθοδηγεί στο ότι το κύριο που πρέπει να ελέγχεται είναι κατά πόσο η πράξη οδηγεί σε διάρρηξη της σχέσης σχολείου μαθητή ή απλώς ένα μέτρο που αφορά τη λειτουργική σχέση των δύο.

 

Το ζήτημα δηλαδή αφορά άμεσα την ένταση των επιπτώσεων για τον μαθητή καθότι, ως είναι αντιληπτό, ακόμα και εάν ήθελε η πιο πάνω νομολογία επεκταθεί για να καλύψει και περιπτώσεις πέραν πειθαρχίας, είναι ασφαλώς τελείως διαφορετική η αντιμετώπιση μιας πράξης στασιμότητας ως αποτέλεσμα δέσμιας εφαρμογής κανονιστικής πρόνοιας λόγω έκδηλα μεγάλου αριθμού αδικαιολόγητων απουσιών συνεπεία πειθαρχικών ποινών (ως ήταν στην Πολυχρόνης) ή ολιγόωρης αποβολής για πειθαρχικούς λόγους με τη στασιμότητα ενός μαθητή λόγω μη άσκησης διακριτικής ευχέρειας για προαγωγή του ή μη παροχής δυνατότητας αναβαθμολόγησης ως κάποιοι εκ των εδώ ισχυρισμών.

 

Εδώ σημειώνω ότι σε καμία περίπτωση στην όλη πιο πάνω νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ούτε ασφαλώς στην Πολυχρόνης, διατυπώθηκε οποιαδήποτε αρχή ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογή των σχετικών Κανονισμών [τότε ήταν οι περί Λειτουργίας των Δημόσιων Σχολείων Μέσης Εκπαιδεύσεως Κανονισμοί του 1990 (ως είχαν), πλέον είναι οι περί Λειτουργίας των Δημόσιων Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης Κανονισμοί του 2017, ως είχαν κατά τους ουσιώδεις χρόνους], αφορούν πάντα τη λειτουργική σχέση μαθητή-σχολείου και άρα εκφεύγουν του ακυρωτικού ελέγχου, ως ουσιαστικά εισηγείται η πλευρά των Καθ’ ων η αίτηση. Μια τέτοια ερμηνεία θα απέληγε καμία απόφαση να μην μπορεί να ελέγχεται εφόσον, προφανώς, οι Κανονισμοί διέπουν το σύνολο των διαδικασιών που αφορούν τη σχέση μαθητή-σχολείου και άρα εκ των πραγμάτων οι πλείστες αν όχι όλες εκδίδονται συνεπεία της εφαρμογής τους. Ορθής ή εσφαλμένης. Και στην παρούσα περίπτωση αμφισβήτησης της ορθής εφαρμογής τους για λόγους που όχι απλά δεν αφορούν πειθαρχία αλλά και επιδρούν τόσο δραστικά στα δικαιώματα του μαθητή, δεν μπορεί παρά να ελέγχονται.

 

Καταλήγοντας ως προς την εν λόγω προδικαστική ένσταση, η όλη νομοθεσία που αφορά τη σχολική λειτουργία και δη οι περί Λειτουργίας των Δημόσιων Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης Κανονισμοί του 2017, ως είχαν κατά τους ουσιώδεις χρόνους (εφεξής οι «Κανονισμοί»), είναι σαφώς πιο μαθητοκεντρικοί σε σχέση με το καθεστώς που ίσχυε προηγουμένως και δε πρέπει να λησμονείται ότι οι ίδιοι προβλέπουν ρητώς ότι:

 

«3.-(1) Οποιοδήποτε πρόσωπο ή/και δημόσια αρχή εμπλέκεται με οποιοδήποτε τρόπο στην ερμηνεία και εφαρμογή των παρόντων Κανονισμών έχει υποχρέωση, ανεξάρτητα από το κατά πόσο αυτό αναφέρεται σε συγκεκριμένο άρθρο ή μη, να ερμηνεύει και να εφαρμόζει τις διατάξεις του-

(..)

«(δ) λαμβάνοντας υπόψη πρωτίστως το συμφέρον του παιδιού, κατά τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης η οποία το επηρεάζει άμεσα ή έμμεσα».

 

Ως λοιπόν εκ των ανωτέρω θεωρώ ότι το παρόν έχει αρμοδιότητα να κρίνει την παρούσα υπόθεση καθότι όχι απλά δεν αφορά μια συνήθη πράξη πειθαρχικού ελέγχου του σχολείου επί του ΥΟΑ αλλά και επειδή η στασιμότητα του, για τον λόγο που εδώ αποφασίστηκε, αποτελεί διάρρηξη της σχέσης του με το σχολείο, κατά τη συλλογιστική της Vrahimis και της νομολογίας που ακολούθησε και εκτέθηκε πιο πάνω. Σε κάθε δε περίπτωση, ακόμα κι αν δεν ήθελε χαρακτηριστεί με πανηγυρικό τρόπο ως «διάρρηξη σχέσης μαθητή-σχολείου» ο επηρεασμός του είναι εκείνου του βαθμού που το συμφέρον του ΥΟΑ ως παιδιού επιτάσσει όπως οι προσβαλλόμενες είναι αναθεωρητικώς ελεγκτέες.

 

Απορριπτέα κρίνω και τη δεύτερη προδικαστική ένσταση περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος στην προώθησή της προσφυγής στη βάση της θέσης των Καθ’ ων η αίτηση ότι, κι αν ο καθηγητικός σύλλογος αποφάσιζε την αύξηση της βαθμολογίας του ΥΟΑ κατά 2 μονάδες και πάλι δεν θα προαγόταν εφόσον ο μέσος όρος των βαθμών του στην γραπτή και προφορική εξέταση δεν θα ήταν τουλάχιστον 10, ως ορίζεται στον Κανονισμό 15(14) των Κανονισμών.

 

Η ένσταση είναι απορριπτέα καθότι δεν μπορεί, υπό τις ενώπιον μου περιστάσεις και δικογραφημένες θέσεις, να γίνεται λόγος για αλυσιτέλεια ή έλλειψη εννόμου συμφέροντος δεδομένου ότι οι ισχυρισμοί των Αιτητών αφορούν διάφορες, κατά την εισήγηση τους, παραβιάσεις των Κανονισμών, κάποιες μάλιστα πριν το στάδιο παραπομπής του σε ανεξέταση, άρα προηγούμενες της κρίσης επί της βασιμότητας των επιχειρημάτων που αφορούν τον Κανονισμό 15(14) και της διαδικασίας ανεξέτασης. Άλλες πχ αφορούν τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας των Καθ’ ων η αίτηση και άλλες της δυνατότητας αναβαθμολόγησης καθώς και άλλες ισχυριζόμενες παραβάσεις. Όλα αυτά ασφαλώς αφορούν την ουσία της προσφυγής και, εάν ήθελαν κριθούν βάσιμα, θα μπορούσαν ενδεχομένως να οδηγήσουν σε ακύρωση ανεξάρτητα της βασιμότητας ή ακόμα και αλυσιτέλειας του ισχυρισμού περί την παράβαση του Κανονισμού 15(14).

 

Τέλος απορριπτέα κρίνω και την προδικαστική ένσταση περί πράξεων μη συναφών. Οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι συναφείς εφόσον η δεύτερη (στασιμότητα) είναι συνέπεια ή προϋπόθεση της πρώτης (παραπομπή σε ανεξέταση/μη προαγωγή), υπάρχει συνάφεια πραγματικού και νομικού βάθρου και αφορά τους ίδιους διαδίκους (βλ. Ε.Π. Σπηλιωτόπουλος, «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Τόμος ΙΙ, 15η Έκδ. Σελ. 183, υποσημείωση 8).

 

Περνώ άρα στους λόγους ακύρωσης. Με την αγόρευσή τους οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Αιτητών εγείρουν διάφορους λόγους ακύρωσης. Εντός αυτών, ο κύριος στον οποίο εντοπίζω και καθοριστική πειστική δυναμική, είναι ο ισχυρισμός ότι δε δόθηκε αποτελεσματικά η δυνατότητα να ασκήσει ο ΥΟΑ (ή οι Αιτητές) αναβαθμολόγηση του πρώτου γραπτού δοκιμίου μαθηματικών, δηλαδή της Γραπτής Ενιαίας εξέτασης που οδήγησε στο να παραπεμφθεί στις ανεξετάσεις του Ιουνίου. Οι Αιτητές υποβάλλουν ότι δεν τους δόθηκαν γραπτώς οι βαθμοί του ΥΟΑ ώστε να ασκήσουν έγκαιρα το δικαίωμα αυτό, δεδομένου ότι προνοείτο ότι ασκείται εντός 4 εργασίμων ημερών [Κανονισμός 17(2)(α) των Κανονισμών] από την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων.

 

Από τις εκατέρωθεν θέσεις, προκύπτει ότι οι Αιτητές πληροφορήθηκαν τηλεφωνικώς στις 02.06.2025 ότι ο ΥΟΑ παραπέμπεται σε ανεξετάσεις. Από τα δε στοιχεία του φακέλου φαίνεται ότι δεν έλαβε ή τουλάχιστον δεν έλαβε έγκαιρα γραπτώς τους βαθμούς του Β’ τετραμήνου για τα εξεταζόμενα μαθήματα συμφώνως με τον Κανονισμό 15(10)(γ) των Κανονισμών. Στις ή λίγο μετά από τις 30.06.2025 (στην πέμπτη σελίδα του ηλεκτρονικού εγγράφου με τίτλο «2 13944779» του Τεκμηρίου 1 δεν αναφέρεται ακριβής ημερομηνία αλλά αυτή προκύπτει, κατά προσέγγιση, από τα γεγονότα που εκεί εξιστορούνται), με επιστολή τους προς τους Καθ’ ων η αίτηση οι Αιτητές εξέθεσαν την όλη κατάσταση που προηγήθηκε διαμαρτυρόμενοι ότι δεν τους δόθηκε γραπτώς η βαθμολογία των πρώτων εξετάσεων καθώς και ότι ζήτησαν αναβαθμολόγηση του γραπτού του ΥΟΑ.

 

Η αναβαθμολόγηση φαίνεται να έγινε επί του γραπτού δοκιμίου της ανεξέτασης. Δεν έγινε επί του γραπτού δοκιμίου της Γραπτής Ενιαίας εξέτασης, για την οποία οι Αιτητές υποβάλλουν ότι δεν έλαβαν την απαραίτητη ενημέρωση ή καθοδήγηση. Έτυχαν ελλιπούς πληροφόρησης, που κατά την εισήγηση τους έδειχνε αρνητική στάση ή προφανώς πλημμελή ενημέρωση και των ίδιων των καθ’ ων η αίτηση ως προς τους Κανονισμούς.

 

Σημειώνεται ότι σε αμφότερα γραπτά δοκίμια η βαθμολογία που εξασφάλισε ο ΥΟΑ ήταν 3. Στην αναβαθμολόγηση του γραπτού των ανεξετάσεων ο βαθμός αυξήθηκε κατά μια μονάδα και δεν μπόρεσε να ασκήσει οποιαδήποτε ουσιαστική επιρροή εφόσον, ως ορθά τίθεται από τους Καθ’ ων η αίτηση, δε θα μπορούσε ο βαθμός της ανεξέτασης να φτάσει στο απαιτούμενο για να είναι ο ΥΟΑ προβιβάσιμος. Όμως μια πιθανή αναβαθμολόγηση επί του γραπτού δοκιμίου της Γραπτής Ενιαίας εξέτασης, της πρώτης δηλαδή εξέτασης, η οποία ενδεχομένως έδιδε ένα και μόνο επιπλέον βαθμό (δηλ. 4 αντί 3), θα καθιστούσε τον ΥΟΑ προβιβάσιμο. Αυτό διότι, βάσει του Κανονισμού 15(8)(β), για τα μαθήματα που εξετάζονται γραπτώς, ως τα μαθηματικά, ο βαθμός σχολικής χρονιάς είναι το άθροισμα των βαθμών των δύο τετραμήνων καθένα σε ποσοστό 35% και του βαθμού ενιαίας τελικής γραπτής εξέτασης σε ποσοστό 30% και αν, κατά την εξαγωγή του μέσου όρου προκύπτει δεκαδικός, το δεκαδικό μέρος λογίζεται ως ακέραιη μονάδα όταν είναι ίσο ή μεγαλύτερο από μισή μονάδα [Κανονισμός 15(5) Κανονισμών]. Άρα, εφόσον το άθροισμα του βαθμού σχολικής χρονιάς του ΥΟΑ ήταν 9,3, ακόμα και η ελάχιστη αύξηση του βαθμού της πρώτης γραπτής εξέτασης του από 3 σε 4, θα επαύξανε το τελικό άθροισμά του βαθμού σχολικής χρονιάς σε 9,6 και άρα (με τη στρογγυλοποίηση) θα ήταν προβιβάσιμος χωρίς να απαιτείτο να αναπεμφθεί σε ανεξέταση.

 

Η θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου των Καθ’ ων η αίτηση ότι η ανακοίνωση των βαθμών του β’ τετραμήνου προφανώς ουδόλως επηρέασε το δικαίωμα του Αιτητή να αιτείτο αναβαθμολόγησης ούτε υπάρχει σύνδεση με τη στέρηση του δικαιώματος αναβαθμολόγησης καθότι στις 02.06.2025 πληροφορήθηκε τηλεφωνικώς ότι έμεινε ανεξεταστέος και η προθεσμία παρήλθε άπρακτη δε με βρίσκει σύμφωνο. Η έγκαιρη γνώση των αποτελεσμάτων του β’ τετραμήνου είναι ουσιώδης για την άσκηση της επιλογής να αιτηθεί ο μαθητής αναβαθμολόγησης διότι, ως ανέφερα πιο πάνω, ο βαθμός της σχολικής χρονιάς είναι αποτέλεσμα και του βαθμού των τετραμήνων και μάλιστα σε μεγαλύτερο ποσοστό από αυτό της γραπτής εξέτασης. Ένας μαθητής άρα πιθανόν να ενεργήσει διαφορετικά αν γνωρίζει ότι ο βαθμός της σχολικής χρονιάς του είναι οριακά προβιβάσιμος (με πχ μόνο 1 μονάδα προς τα άνω) παρά αν δεν είναι.

 

Επίσης δε με βρίσκει σύμφωνο ότι από την ανακοίνωση που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του σχολείου μπορούσαν οι Αιτητές να πληροφορηθούν ως προς τη διαδικασία αναβαθμολόγησης. Η εν λόγω ανακοίνωση, η οποία ορθά οι Αιτητές θέτουν ότι δεν ήταν μέρος του διοικητικού φακέλου, δεν είναι καν επαρκώς επεξηγηματική εφόσον ουδέν αναφέρεται ως προς τον χρόνο παροχής των βαθμών του τετραμήνου (παρά το ότι γίνεται αναφορά στο χρόνο λήξης των μαθημάτων), κάνει αναφορά αορίστως σε «κανονισμό» που αφορά την ανεξέταση χωρίς να τον προσδιορίζει ώστε ο ενδιαφερόμενος να τον αναζητήσει για να πληροφορηθεί το πλήρες περιεχόμενό του (βλ. τελευταία καταγραφή παραγράφου 3), ενώ το κεφάλαιο 7 που αφορά την αναβαθμολόγηση τοποθετείται μετά το κεφάλαιο 6 των ανεξετάσεων, δημιουργώντας ενδεχομένως την εντύπωση ότι αφορά μόνο τα γραπτά επ’ αυτών και όχι επί της ενιαίας γραπτής εξέτασης. Επίσης περιέχει και γραφικά σφάλματα, μεταξύ αυτών αναφέρεται ότι οι ανεξετάσεις θα πραγματοποιηθούν από την Παρασκευή 24 Ιουνίου μέχρι την Τετάρτη 26 Ιουνίου, που είναι λάθος εφόσον εκείνες οι ημέρες ήταν Τρίτη και Πέμπτη.

 

Εξάλλου, ακόμα κι αν δεχτώ ότι, κατόπιν της πληροφόρησης τηλεφωνικώς ή άλλως, των βαθμών του ΥΟΑ, οι Αιτητές δεν ζήτησαν αναβαθμολόγησης εντός των τεσσάρων εργάσιμων ημερών που προνοεί ο Κανονισμός 17(2)(α), και πάλι δε θα μπορούσα να θεωρήσω ότι αυτό ήταν αρκετό, υπό τις περιστάσεις, για να μη τύχει το γραπτό του αυτό αναβαθμολόγησης από  τη στιγμή που οι Αιτητές, σε σύντομο υπό τις περιστάσεις χρόνο εντός Ιουνίου 2025, ως φαίνεται από τα έγγραφα του φακέλου (πέμπτη σελίδα ηλεκτρονικού εγγράφου με τίτλο «2 13944779» του Τεκμηρίου 1) είχαν ζητήσει όπως λάβουν γνώση του πρώτου γραπτού του ΥΟΑ και αυτό να επανεξεταστεί ενόψει και των ιδιαίτερων συνθηκών του αλλά και του ότι του υπολειπόταν μόνο μια μονάδα για να είναι προβιβάσιμος. Όμως ουδέν έγινε επειδή όπως τους αναφέρθηκε πλέον «ήταν αργά».

 

Εδώ να σημειώσω ότι, οι ίδιοι οι Καθ΄ων η αίτηση, υποβάλλουν ότι η εκ μέρους τους μη τήρηση των προθεσμιών που θέτουν οι Κανονισμοί ως προς τους βαθμούς τετραμήνου δεν προκάλεσαν οποιαδήποτε βλάβη στον ΥΟΑ, άραγε, σε ένα κανονιστικό πλαίσιο, όπου ως ανέφερα, εμφανώς επίκεντρο είναι ο μαθητής, ένα πλαίσιο που δίδει την ευχέρεια σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και παροχής χαριστικών βαθμών ώστε μαθητές να αποφεύγουν την στασιμότητα αλλά και την ευχέρεια στους ίδιους τους Καθ’ ων η αίτηση χωρίς αίτηση γονέων ή μαθητή να μπορούν να ζητούν αναβαθμολόγηση για τυχόν λάθος [Κανονισμός 17(1)], δεν έπρεπε, οι Καθ’ ων η αίτηση να παραπέμψουν το εν λόγω πρώτο γραπτό του ΥΟΑ για αναβαθμολόγηση ακόμα κι αν θεωρούσαν ότι το αίτημα ήταν κατά τι υπερήμερο δεδομένου ότι ουδεμία επίπτωση αυτό θα είχε για οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο πάρα μόνο θα μπορούσε να δώσει την πιθανότητα ο ΥΟΑ να προαχθεί;

 

Θεωρώ ότι όχι μόνο ως ζήτημα τήρησης του γράμματος των κανονισμών αλλά και ζήτημα τήρησης του πνεύματος και της φιλοσοφίας τους, στη συγκεκριμένη περίπτωση, έπρεπε να είχε δοθεί η δυνατότητα αλλά και, ενόψει του αιτήματος, να αναβαθμολογηθεί το πρώτο γραπτό δοκίμιο του ΥΟΑ, ώστε να διδόταν η ευκαιρία μιας δεύτερης κρίσης του. Όχι ασφαλώς χαριστική παροχή βαθμών ως προνοούν άλλες κανονιστικές πρόνοιες ως αυτές των παραγράφων (13), (16) και (18) του Κανονισμού 15, αλλά ως αναβαθμολόγηση του συγκεκριμένου γραπτού από τα αρμόδια, δυνάμει του Κανονισμού 17, όργανα. Μια τέτοια προσέγγιση θα ήταν σύμφωνη και με το άρθρο 11(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999 (158(I)/1999), το οποίο αίρει την αυστηρή ανατρεπτική φύση των προθεσμιών όταν αυτό προκύπτει από την πρόθεση του νομοθέτη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ακόμα κι αν γινόταν δεκτό ότι η προθεσμία των τεσσάρων ημερών είχε κατά τι παρέλθει, μια τέτοια ερμηνεία θα ήταν εναρμονισμένη με την πρόθεση του νομοθέτη ενόψει του ως άνω Κανονισμού 3(1)(δ) των Κανονισμών.

 

Καταλήγω, σε συμφωνία με τις υποβολές των Αιτητών ότι, από τα ενώπιόν μου δεδομένα δε φαίνεται να παρασχέθηκε αποτελεσματικά και σύμφωνα με τις πιο πάνω αναφερόμενες πρόνοιες των Κανονισμών, η δυνατότητα αναβαθμολόγησης του γραπτού δοκιμίου μαθηματικών των (πρώτων) τελικών ενιαίων εξετάσεων προαγωγής. Επίσης δεν ασκήθηκε δεόντως (και ενώ είχε εξωτερικευθεί η περί αυτού επιθυμία των Αιτητών) η ευχέρεια υποβολής του εν λόγω δοκιμίου για αναβαθμολόγηση σύμφωνα με τον Κανονισμό 17 των Κανονισμών.

 

Η εξέταση των λοιπών λόγων ακύρωσης παρέλκει. Η προσφυγή  επιτυγχάνει και οι προσβαλλόμενες ακυρώνονται. Τα έξοδα επιδικάζονται σε 1.800 πλέον ΦΠΑ υπέρ των Αιτητών.

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ



[1] Η πτυχή ότι οι προσβαλλόμενες είναι πληροφοριακού χαρακτήρα δεν προωθήθηκε τελικώς με την αγόρευση των Καθ’ ων η αίτηση και ορθά εφόσον από καμία οπτική δε φαίνονται ως πληροφοριακής φύσεως.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο