J.P.N. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 7636/21, 5/5/2023
print
Τίτλος:
J.P.N. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 7636/21, 5/5/2023
Παραπομπή:
ECLI:CY:DDDP:2023:898

ECLI:CY:DDDP:2023:898

 

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 7636/21

5 Μαΐου 2023

[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

           J.P.N.

Αιτητής

ΚΑΙ

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η αίτηση

........

Κ. Αλεξάνδρου (κ) Δ. Α. Παυλίδης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για τον Αιτητή

Α. Ρούσου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 01/11/2021, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 01/1/2021, και με την οποία έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής του για παραχώρηση σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ως εκτίθεται στην ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως τεκμήριο 1 στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, ο Αιτητής είναι ενήλικας, πολίτης Νιγηρίας. Στις 07/10/2021 συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Στις 20/10/2021 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από Αρμόδιο Λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης Ασύλου (European Asylum Support Office-EASO). Στις 01/11/2021 ο/η Αρμόδιος/α Λειτουργός της EASO ετοίμασε έκθεση και εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή. Αυθημερόν, ήτοι στις 01/11/2021, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή. Την ίδια ημέρα η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της, σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή αυθημερόν. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας αρκετούς λόγους ακύρωσης, χωρίς αυτοί ωστόσο να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης του ευπαίδευτου δικηγόρου του, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής αμφισβητεί κατά πρώτον το χαρακτηρισμό της χώρας καταγωγής του ως ασφαλούς τρίτης χώρας, λόγω των παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων που είναι εκτεταμένες και υποβάλλει πως η επιστροφή του στην Νιγηρία θα συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, χωρίς ωστόσο να επεξηγεί πως θα επέλθει η κατ' ισχυρισμό παραβίαση. Ο Αιτητής ισχυρίζεται κατά δεύτερον, ότι υπήρξαν μια σειρά από διαδικαστικές πλημμέλειες κατά τη διενέργεια της συνέντευξης. Στα πλαίσια του εν λόγω λόγου, προωθείται ότι ο αρμόδιος λειτουργός παρερμήνευσε και/ή δεν αντιλήφθηκε και/ή δεν κατανόησε σωστά τα όσα ο Αιτητής ανέφερε στη συνέντευξή του, ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 18 (3) του Περί Προσφύγων Νόμου, καθώς η απόφαση των Kαθ' ων η αίτηση λήφθηκε χωρίς να προηγηθεί εξατομικευμένη αξιολόγηση, έπειτα από μία σύντομη συνέντευξη κατά την οποία δεν τέθηκαν επαρκείς ερωτήσεις και έγινε επιλογή των θεμάτων προς διερεύνηση, και τέλος ότι δεν δόθηκε στον Αιτητή το ευεργέτημα της αμφιβολίας κατά παράβαση του άρθρου 13 (4) του Περί Προσφύγων Νόμου. Είναι κατά τρίτον, η θέση του πως η επίδικη απόφαση ελήφθη χωρίς τη δέουσα υπό τις περιστάσεις, είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα και είναι αναιτιολόγητη. Τέλος, ο Αιτητής, προωθεί δια του συνηγόρου του τη θέση ότι η ανάλυση προς απόρριψη της απόδοσης καθεστώτος επικουρικής προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 15(γ) ήταν λανθασμένη, καθώς λανθασμένα ο/η αρμόδιος/α λειτουργός οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι στην πολιτεία Abia δεν επικρατούν συνθήκες εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

Ως προς την ουσία της υπόθεσης, προωθείται για πρώτη φορά ο ισχυρισμός ότι ο Αιτητής κινδυνεύει σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, καθώς έχει στοχοποιηθεί από τις Νιγηριανές αρχές λόγω της ενεργούς συμμετοχής του πατέρα του στο κίνημα IPOB, όπου μάλιστα κατείχε σημαντική θέση.

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση επισημαίνουν καταρχάς, ότι παρατηρείται παντελής έλλειψη εξειδίκευσης και/ή τεκμηρίωσης των λόγων ακυρώσεως που προωθεί ο Αιτητής. Πέραν τούτου, οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, εξετάζοντας και αντικρούοντας τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας και έλλειψης αιτιολογίας, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας το Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη. Ισχυρίζονται περαιτέρω, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν αποσείουν το βάρος απόδειξης το οποίο ο ίδιος φέρει στους ώμους του, τόσο ως προς τους λόγους ακυρώσεως που προωθεί με την προσφυγή του, όσο και προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου. Υπενθυμίζουν τέλος πως, σύμφωνα με την Κ.Δ.Π. 225/2021, η χώρα καταγωγής του Αιτητή συγκαταλέγεται στις ασφαλείς τρίτες χώρες.

Ο Αιτητής καταχώρισε και απαντητική γραπτή αγόρευση, στην οποία ουσιαστικά επαναλαμβάνει κάποια από τα σημεία που ήγειρε κατά την γραπτή του αγόρευση.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Όσον αφορά τον πρώτο λόγο ακύρωσης, θα υιοθετήσω τα όσα αναφέρθηκαν στην απόφαση επί της προσφυγής 662/2021[1] και στα όσα εκεί ανέπτυξε η αδελφή δικαστής μου Ε. Ρήγα, με τα οποία και συμφωνώ:

«Ο Αιτητής αμφισβητεί με τον πρώτον λόγο ακυρώσεως (ως αυτοί έχουν ανωτέρω αριθμοποιηθεί από το Δικαστήριο) το χαρακτηρισμό της χώρας καταγωγής του ως ασφαλούς τρίτης χώρας, λόγω των παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων που είναι εκτεταμένες και υποβάλλει πως η επιστροφή του στην Νιγηρία θα συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, χωρίς ωστόσο να επεξηγεί πως θα επέλθει η κατ' ισχυρισμό παραβίαση.

Ο ισχυρισμός αυτός του Αιτητή δεν δύναται να εξεταστεί. Η Νιγηρία έχει κριθεί ως ασφαλής χώρα καταγωγής, δυνάμει διαταγμάτων του Υπουργού Εσωτερικών, και παραμένει στον κατάλογο των ασφαλών χωρών σύμφωνα με το πιο πρόσφατο διάταγμα ημερ. 27.05.2022 (Κ.Δ.Π. 202/2022).

Ειδικότερα, αναφέρεται ξεκάθαρα στην παράγραφο (2) της Κ.Δ.Π. 202/2022 ότι: «Οι πιο κάτω χώρες ορίζονται ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2020, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.»

Μεταξύ των χωρών αυτών, εντοπίζεται και η Νιγηρία (βλ. αρ. 21 της παραγρ. 2 της Κ.Δ.Π. 202/2022).

Η Κ.Δ.Π. 202/2022 αποτελεί κανονιστική διοικητική πράξη, η οποία περιβάλλεται με το τεκμήριο νομιμότητας. Τούτο δε συνεπάγεται ότι πρόκειται για δεσμευτική πράξη η οποία δεσμεύει τον ενδιαφερόμενο ιδιώτη, τα δικαστήρια, τις άλλες διοικητικές αρχές καθώς και την αρχή που την εξέδωσε, μέχρι την κατάργηση ή τροποποίηση της[2]. Ως έχει κατ' επανάληψη και με σαφήνεια διατυπωθεί από το Ανώτατο και Διοικητικό Δικαστήριο, οι κανονιστικές πράξεις δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής, αφού δεν μπορούν να προσβληθούν, ευθέως, ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου[3]. Όπως έχει επίσης κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί, το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος «(.) περιορίζει τη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην αναθεώρηση πράξεων που ανάγονται στην εκτελεστική ή διοικητική εξουσία του κράτους»[4]. Οι κανονιστικές πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, ήτοι οι πράξεις οι οποίες θεσμοθετούν κανόνες δικαίου, δεν μπορούν να προσβληθούν ευθέως , μπορεί όμως, παρεμπιπτόντως, να εξεταστεί το κύρος μιας κανονιστικής πράξης από το Δικαστήριο «(.) κατά την εξέταση μιας προσφυγής η οποία στρέφεται εναντίον ατομικής διοικητικής πράξης που εκδόθηκε κατ΄ εφαρμογήν της κανονιστικής.»[5]

Αν λοιπόν ο Αιτητής ήθελε να αμφισβητήσει τη νομιμότητα του διατάγματος αυτού, καθ' ο μέρος αυτό αφορά τη Νιγηρία, μπορούσε να πράξει τούτο επιζητώντας, μέσω της υπό κρίση προσφυγής, τον παρεμπίπτον έλεγχο του διατάγματος, το οποίο ως κανονιστική διοικητική πράξη η νομιμότητα αυτού, δύναται να ελεγχθεί μέσω του παρεμπίπτοντος ελέγχου, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως περί πάσχουσας κανονιστικής διατάξεως, δικογραφείται δεόντως δυνάμει του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962.Λαμβανομένου ότι τέτοια δικογράφηση δεν εντοπίζεται στο εναρκτήριο δικόγραφο της προσφυγής του Αιτητή και συνεπώς το κύρος της πράξεως αυτής δεν δύναται να ελεγχθεί, με αποτέλεσμα ο πρώτος αυτός λόγος ακυρώσεως να καθίσταται απορριπτέος δια του λόγου τούτου.  Βεβαίως άλλο είναι το ζήτημα του κατά πόσο, το δια του διατάγματος Κ.Δ.Π 202/2022, θεσπιζόμενο μαχητό τεκμήριο της ασφαλούς χώρας καταγωγής, δύναται να ανατραπεί από τον Αιτητή εφόσον αυτός προβάλει επιτακτικούς λόγους που σχετίζονται με την ιδιαίτερα κατάσταση του. Το κατά πόσο ο Αιτητής έχει προβάλει τέτοιους λόγους, εξετάζεται κατωτέρω.»

Κατόπιν των ανωτέρω, θα προχωρήσω στην συνεξέταση των λοιπών συναφών μεταξύ τους, γενικών ισχυρισμών που προβάλλει ο συνήγορος του Αιτητή, περί διαδικαστικών πλημμελειών, έλλειψης δέουσας έρευνας, πλάνης περί τα πράγματα, έλλειψης αιτιολογίας και λανθασμένης μη χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας, λαμβανομένης και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου όπου και σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας και ορθότητας της πράξης.

Κατά την καταγραφή του αιτήματός του για διεθνή προστασία ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του εξαιτίας απειλών κατά της ζωής του από μια μυστικιστική ομάδα (secret cult group), η οποία δολοφόνησε τον μεγαλύτερο αδελφό του. Ειδικότερα, δήλωσε ότι μετά το θάνατο του πατέρα του στις 03.04.2021 ο ίδιος και ο μεγαλύτερος αδελφός του άρχισαν να δέχονται απειλές από τα ετεροθαλή αδέρφια τους, τα οποία ήθελαν να θέσουν ολοκληρωτικά υπό την κυριότητά τους τα περιουσιακά στοιχεία του πατέρα τους. Όταν δολοφονήθηκε ο αδερφός του ο Αιτητής αντιλήφθηκε ότι η απειλή πραγματοποιήθηκε και έτσι εγκατέλειψε τη χώρα για να αποφύγει και τη δική του δολοφονία.

Κατά την προσωπική του συνέντευξη, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη Νιγηρία, επειδή δέχθηκε απειλές κατά της ζωής του. Ειδικότερα, ανέφερε ότι προέρχεται από μια πολυγαμική οικογένεια, καθώς ο πατέρας του ήταν παντρεμένος με δύο γυναίκες, με τη μητέρα του να αποτελεί τη δεύτερη σύζυγο του πατέρα του. Οι σχέσεις εντός της οικογένειας ήταν τεταμένες ανέκαθεν, καθώς τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας θεωρούσαν ότι ο Αιτητής και τα αδέρφια του δεν ανήκαν στην οικογένεια. Ωστόσο, η κατάσταση άρχισε να επιδεινώνεται μετά το θάνατο του πατέρα του στις 03.04.2021. Συγκεκριμένα, μετά την κηδεία τα ετεροθαλή αδέλφια του Αιτητή διεκδίκησαν ολόκληρη την περιουσία του πατέρα του Αιτητή, άρχισαν να συλλέγουν τα περιουσιακά του στοιχεία και απαίτησαν από τον αδελφό του Αιτητή να παραδώσει το μαγαζί υποστηρίζοντας ότι ανήκε στην πατρική περιουσία. Κάθε φορά που ο Αιτητής και ο αδερφός του προσπαθούσαν να εκφράσουν κάποιο αντίλογο, τα ετεροθαλή αδέρφια τους προέβαιναν σε απειλές σε βάρος τους. Τελικά, ο Αιτητής εγκατέλειψε την πολιτεία Ebonyi κατόπιν παροτρύνσεων του αδερφού του και της μητέρας του και μετέβη στο Lagos, όπου διέμενε με το θείο του. Όντας στο Lagos, ο Αιτητής πληροφορήθηκε τηλεφωνικά από τη μητέρα του ότι ο αδερφός του δολοφονήθηκε επιστρέφοντας από την εργασία του. Ο ίδιος επιθυμούσε να επιστρέψει στην πολιτεία καταγωγής του για να διερευνήσει την δολοφονία, ωστόσο η μητέρα του τον συμβούλευσε να μην επιστρέψει, ώστε να μην διακινδυνεύσει την ασφάλειά του. Ο Αιτητής λοιπόν, παρέμεινε στο Lagos. Ωστόσο όταν συνειδητοποίησε ότι ο θείος του που τον φιλοξενούσε βρισκόταν σε επικοινωνία με τα ετεροθαλή αδέρφια του, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα φοβούμενος για τη ζωή του. Αναφορικά με το τί φοβάται ότι θα συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ο Αιτητής δήλωσε ότι φοβάται πώς θα λάβει απειλές από τα ίδια άτομα που δολοφόνησαν τον αδερφό του.

Κατόπιν διευκρινιστικών ερωτήσεων αναφορικά με την πατρική περιουσία και τα κληρονομικά δικαιώματα επ’ αυτής, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης 5 έγγειων ιδιοκτησιών και 6 καταστημάτων. Δεν υπάρχει διαθήκη η οποία να ρυθμίζει τον διακανονισμό της κληρονομούμενης περιουσίας και δεδομένου ότι η μητέρα του Αιτητή είναι δεύτερη σύζυγος του πατέρα του, αυτός και τα αδέρφια του δεν ανήκουν στην οικογένεια και άρα δεν έχουν δικαίωμα επί της περιουσίας.

Όταν κλήθηκε να παράσχει περισσότερες λεπτομέρειες για το περιεχόμενο των απειλών, ο Αιτητής δήλωσε απλώς ότι όταν πέθανε ο πατέρας του τα ετεροθαλή αδέρφια του διεκδίκησαν την κυριότητα όλης της πατρικής περιουσίας. Προσέθεσε επίσης, ότι ο ίδιος ως δευτερότοκος γιος της δεύτερης συζύγου δεν είχε καμία εξουσία να εκφράσει κάποιο λόγο σε σχέση με τη ρύθμιση των περιουσιακών ζητημάτων. Περαιτέρω, ανέφερε ότι ούτε ο αδερφός του και πρωτότοκος γιος της μητέρας του ούτε η ίδια η μητέρα του κατέφυγαν στις αρμόδιες αρχές προκειμένου να διευθετηθεί το ζήτημα του διαμοιρασμού της πατρικής περιουσίας. Ωστόσο, συγκλήθηκε ένα οικογενειακό συμβούλιο, στο οποίο όμως δεν επιτράπηκε στον Αιτητή να διατυπώσει τις απόψεις του λόγω της θέσης του εντός της οικογένειας.

Αναφορικά με τη δολοφονία του αδερφού του, ο Αιτητής δήλωσε ότι ενημερώθηκε γι’ αυτήν τηλεφωνικά στις 10.07.2021 περί τις 20.00 μ.μ. Επίσης, ανέφερε ότι η αστυνομία δεν κατάφερε να ταυτοποιήσει τους δράστες του εγκλήματος. Σε διευκρινιστική ερώτηση του/τη λειτουργού πού βασίζει την πεποίθησή του ότι δράστες του εγκλήματος ήταν τα ετεροθαλή αδέρφια του, ο Αιτητής αναφέρθηκε στην προϋπάρχουσα διαμάχη εντός της οικογένειας.

Αναφορικά με την ανακάλυψή του ότι ο θείος του βρισκόταν σε επικοινωνία με τα ετεροθαλή αδέρφια του, ο Αιτητής δήλωσε ότι το συνειδητοποίησε το μήνα Αύγουστο όταν άκουσε μια τηλεφωνική συνομιλία του θείου εν αγνοία του τελευταίου. Παρόλα αυτά, ανέφερε ότι δεν δέχθηκε ποτέ καμία απειλή όσο βρισκόταν στο Lagos.

Τέλος, ο Αιτητής ερωτηθείς αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση της περιουσίας, ο Αιτητής δήλωσε ότι έχει αφήσει πίσω τα πάντα και θεωρεί ότι η διαχείρισή της έχει περιέλθει ολοκληρωτικά στα ετεροθαλή αδέρφια του.

Ο/η αρμόδιος λειτουργός διέκρινε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς: έναν αναφορικά με στοιχεία ταυτότητας του Αιτητή και τη χώρα καταγωγής του, ο οποίος έγινε δεκτός και έναν δεύτερο αναφορικά με τις απειλές που δέχθηκε ο Αιτητής από τα ετεροθαλή αδέρφια του αναφορικά με το ζήτημα του διαμοιρασμού της πατρικής περιουσίας και τη συνδεόμενη με αυτές δολοφονία του μεγαλύτερου αδερφού του. Ο δεύτερος αυτός ισχυρισμός δεν έγινε δεκτός. Κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας έγιναν οι εξής επισημάνσεις: κατ’ αρχάς, ο/η αρμόδιος λειτουργός σημείωσε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς πληροφορίες αναφορικά με την πατρική περιουσία, ενώ δήλωσε άγνοια και σε σχέση με την ύπαρξη ή μη διαθήκης. Ακολούθως, ο/η λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να εισφέρει λεπτομέρειες αναφορικά με το περιεχόμενο των απειλών, αλλά αρκέστηκε να αναφέρει ότι μετά το θάνατο του πατέρα του τα ετεροθαλή αδέρφια του διεκδίκησαν το σύνολο της πατρικής περιουσίας. Ειδικά ως προς το συγκεκριμένο σημείο ο/η λειτουργός σχολίασε ότι η έλλειψη πληροφοριών είναι ουσιώδης δεδομένου ότι οι απειλές εκ μέρους των ετεροθαλών αδερφών αποτελούν τον πυρήνα του αιτήματός του για διεθνή προστασία. Περαιτέρω, ο/η λειτουργός εστίασε στο γεγονός ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει τη σύνδεση μεταξύ των απειλών και της δολοφονίας του αδερφού, αλλά αρκέστηκε να αναφέρει ότι είναι πεπεισμένος περί της σύνδεσης. Εν συνεχεία, ο/η λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει μια επαρκή εξήγηση αναφορικά με το λόγο που δεν προέβη σε καταγγελία της δολοφονίας του αδερφού του στην αστυνομία, αναφέροντας απλά ότι δεν είχε δικαίωμα προς τούτο όντας ο νεαρότερος γιος. Τέλος, ο/η λειτουργός επεσήμανε ότι ο Αιτητής δεν παρείχε επαρκή εξήγηση ως προς το λόγο που εξακολούθησε να διαμένει με το θείο του μετά τη συνειδητοποίηση ότι ο τελευταίος βρισκόταν σε επικοινωνία με τα ετεροθαλή αδέρφια του. Γενικά, ο/η λειτουργός σχολίασε ότι ειδικά κατά το στάδιο της διερεύνησης του ισχυρισμού ο Αιτητής αδυνατούσε να παράσχει συγκεκριμένες πληροφορίες αναφορικά με τον κατ’ ισχυρισμό διώκτη του και τις πράξεις δίωξης σε βάρος του. Στο σκέλος της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο/η λειτουργός σχολίασε ότι λόγω του προσωπικού χαρακτήρα του ισχυρισμού δεν κατέστη δυνατόν να ανευρεθούν πληροφορίες που να επιβεβαιώνουν τις απειλές σε βάρος του Αιτητή και τη δολοφονία του αδερφού του.

Ο/η λειτουργός προέβη σε αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού (στοιχεία ταυτότητας και χώρα καταγωγής του Αιτητή). Πέρα από γενικές πληροφορίες για τη Νιγηρία, ο/η λειτουργός προέβη σε έρευνα για την κατάσταση ασφάλειας στην πολιτεία καταγωγής του Αιτητή (Ebonyi), από την οποία συνήγαγε ότι βάσει των συνθηκών που επικρατούν στην πολιτεία σε συνδυασμό με τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή (υγιής ενήλικας άνδρας, που έχει λάβει μόρφωση και διαθέτει εργασιακή εμπειρία) δεν μπορεί να τεκμηριωθεί κίνδυνος δίωξης ή σοβαρής βλάβης του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στην πολιτεία Ebonyi.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, ο/η λειτουργός κατέληξε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση προσφυγικού καθεστώτος στον Αιτητή, καθώς δεν τεκμηριώθηκε κίνδυνος δίωξης για κάποιον από τους λόγους που απαριθμούνται περιοριστικά στη Σύμβαση της Γενεύης. Περαιτέρω, έκρινε ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση συμπληρωματικής προστασίας. Ειδικά ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξη, ο/η λειτουργός επεσήμανε ότι στην πολιτεία Ebonyi δεν παρατηρούνται καν συνθήκες εσωτερικής ή διεθνούς ένοπλης σύρραξης.

Ο Αιτητής μέσω της Γραπτής του Αγόρευσης σχολιάζει κάποια σημεία της Έκθεσης/Εισήγησης των Καθ’ ων. Αρχικά, επισημαίνει ότι η ημερομηνία γέννησής του είναι 15/05/1990 και όχι 05/05/1990, όπως λανθασμένα αναγράφεται στη δεύτερη σελίδα της Έκθεσης/Εισήγησης. Εύκολα συνάγεται ότι το λάθος αυτό έγινε εκ παραδρομής και σε κάθε περίπτωση δεν έχει ασκήσει καμία ουσιαστική επιρροή στην εξέταση του αιτήματός του. Ακολούθως, ο Αιτητής αναφέρει ότι έχει γίνει δεκτό το πρώτο σκέλος του αιτήματός του. Η διαπίστωση αυτή είναι λανθασμένη. Αυτό που έγινε δεκτό είναι τα στοιχεία ταυτότητας και η χώρα καταγωγής του Αιτητή, στοιχεία που αποτέλεσαν τη βάση της επακόλουθης εξατομικευμένης αξιολόγησης κινδύνου και της τελικής κρίσης της Υπηρεσίας Ασύλου. Περαιτέρω, ο Αιτητής αναφέρει ότι λανθασμένα ο/η λειτουργός κατέγραψε ότι οι απειλές ξεκίνησαν μετά το θάνατο του πατέρα του Αιτητή. Ανατρέχοντας στη συνέντευξη του Αιτητή, αλλά και στα χωρία στα οποία παραπέμπει ο/η λειτουργός, διαπιστώνω ότι ο Αιτητής αναφέρθηκε όντως στις τεταμένες σχέσεις που υπήρχαν ανέκαθεν εντός της οικογένειας λόγω της πολυγαμίας, ωστόσο το αίτημα του Αιτητή ερείδεται σαφώς στις απειλές των ετεροθαλών αδερφών του μετά το θάνατο του πατέρα του.

Εν συνεχεία, ο Αιτητής αναφέρει ότι ο/η λειτουργός παρέλειψε λανθασμένα να αναφέρει ότι τα περιουσιακά στοιχεία που απαρίθμησε. Θεωρώ ότι αυτή η παράλειψη δεν ανατρέπει τη διαπίστωση των Καθ’ ων περί της αδυναμίας του Αιτητή να περιγράψει αναλυτικά τα επί μέρους περιουσιακά στοιχεία που χαρακτηρίζουν απαρτίζουν τη συνολική πατρική περιουσία. Σε κάθε περίπτωση, μιας και ο Αιτητής έθιξε το εν λόγω ζήτημα, δεν μπορώ να παραβλέψω την αντίφαση που παρατηρείται ανάμεσα στην αρχική του δήλωση ότι στην πατρική περιουσία συγκαταλέγονται 2 σπίτια (βλ. ερυθρό 34 δ.φ.) και στην μετέπειτα δήλωσή του ότι στην πατρική περιουσία συγκαταλέγονται 6 σπίτια (βλ. ερυθρό 33 δ.φ.).

Περαιτέρω, ο Αιτητής αναφέρει ότι διαφωνεί με την αξιολόγηση των Καθ’ ων περί του μη εύλογου χαρακτήρα της εξήγησής του αναφορικά με το γιατί εξακολούθησε να παραμένει με το θείο του αφότου συνειδητοποίησε ότι ο τελευταίος διατηρούσε επικοινωνία με τα ετεροθαλή αδέρφια του. Ειδικότερα, προβάλει ότι τη δεδομένη χρονική στιγμή δεν μπορούσε να εγκαταλείψει το σπίτι του θείου του και να επιστρέψει στον τόπο καταγωγής του δεδομένου ότι εκεί θα διέτρεχε μεγαλύτερο κίνδυνο. Θεωρώ ως έναν βαθμό εύλογη την εξήγηση που παρείχε ο Αιτητής μέσω της γραπτής του αγόρευσης. Παρόλα αυτά, το γεγονός ότι οι κατ’ ισχυρισμόν διώκτες του Αιτητή γνώριζαν την τοποθεσία του, αλλά δεν προέβησαν σε κάποια διωκτική ενέργεια σε βάρος του ενισχύει την κρίση των Καθ’ ων περί της μη τεκμηρίωσης κινδύνου δίωξης.

Τέλος, ο Αιτητής προβάλει ότι οι Καθ’ ων θα έπρεπε στα πλαίσια του καθήκοντος διεξαγωγής δέουσας έρευνας να επικοινωνήσουν με τις νιγηριανές αρχές προκειμένου να εξακριβώσουν κατά πόσον ο αδερφός του Αιτητή έχει όντως δολοφονηθεί.

Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνουν κάποιες ουσιώδεις επισημάνσεις. Κατ’ αρχήν έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα (βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε.1575/14.7.97, Α.Ε.2371, Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. Απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου 2010).

Σημειώνεται συναφώς ότι, η γενική νομολογιακή αρχή περί δέουσας έρευνας θα πρέπει να εξεταστεί εν προκειμένω υπό το φως του ειδικού δικαίου που διέπει τη διαδικασία εξέτασης μίας αιτήσεως ασύλου και των αρχών που θεσπίζει τόσο η εθνική όσο και η ενωσιακή νομοθεσία. Συναφές, εν προκειμένω, είναι το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτού. Από τις εν λόγω διατάξεις απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του Αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016,) αποτελεί υποχρέωση του αιτητή ασύλου να επικαλεστεί, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς δικαιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010). Εν συνεχεία, ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας των Αιτητών ασύλου να τεκμηριώσουν με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή τους, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει τον Αιτητή σε αυτήν την προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του (βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ. Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C‑277/11, M. M., ECLI:EU:C:2012:744, σκέψεις 63 έως 68).

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, προκύπτει ότι η τεκμηρίωση ενός ισχυρισμού εναπόκειται πρωτίστως στον Αιτητή. Η υποχρέωση της διοίκησης έγκειται στην διασφάλιση του κατάλληλου προς τέτοιου πλαισίου. Εν προκειμένω, ο Αιτητής όφειλε να παράσχει επαρκείς και λεπτομερείς πληροφορίες αναφορικά με τη δολοφονία του αδερφού, αλλά αντ’ αυτού αρκέστηκε σε γενικόλογες δηλώσεις, παρά την προσπάθεια του/της λειτουργού να διερευνήσει σε βάθος τον ισχυρισμό θέτοντας διευκρινιστικές ερωτήσεις. Σημειώνεται επίσης, ότι ενδεχόμενη απεύθυνση των κυπριακών αρχών στις νιγηριανές αρχές θα μπορούσε να εκθέσει τον Αιτητή σε κίνδυνο, ενώ ενδεχομένως να ανέκυπτε και ζήτημα παραβίασης της αρχής της εμπιστευτικότητας που περιβάλει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας.

Τέλος, ο Αιτητής μέσω της γραπτής του αγόρευσης προβάλει για πρώτη φορά τον ισχυρισμό ότι ο πατέρας του ήταν μέλος του IPOB και συνδέει την εμπλοκή αυτή του πατέρα του με προσωπικό φόβο δίωξης. Σε σχέση με τον οψιφανή αυτόν ισχυρισμό, σημειώνω σχετικά ότι δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, αφενός εξαιτίας της γενικότητας με την οποία αυτός προβάλλεται και αφετέρου, καθώς παγίως αναγνωρίζεται, ότι οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για τη προσκόμιση μαρτυρίας και θεμελίωση γεγονότων [Βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384].

Στο στάδιο των Διευκρινίσεων τέθηκαν ερωτήσεις στον Αιτητή προς αποσαφήνιση κάποιων σημείων των ισχυρισμών του. Ο Αιτητής δεν εισέφερε κάποια νέα πληροφορία, αλλά επανέλαβε ουσιαστικά τις δηλώσεις που προέβαλε και ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου κατά την προσωπική του συνέντευξη.

Από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου καταλήγω ότι ορθώς οι Καθ’ ων κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν δικαιολογείται υπαγωγή του Αιτητή σε προσφυγικό καθεστώς. Ειδικότερα, συμφωνώ με την αξιολόγηση αξιοπιστίας των Καθ’ ων όπως αυτή εκτέθηκε αναλυτικά ανωτέρω και θεωρώ πράγματι ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο δίωξης. Ενώ ο Αιτητής έκανε σε διάφορα σημεία της συνέντευξής του λόγο σε «απειλές» σε βάρος της ζωής του δεν ήταν σε θέση να περιγράψει κάποια συγκεκριμένη απειλή κατά του ιδίου, αλλά ανέφερε απλώς ότι τα ετεροθαλή αδέρφια του απαίτησαν τη συνολική πατρική περιουσία. Σε κάθε περίπτωση, ο Αιτητής αποσαφήνισε ότι ο ίδιος δεν είχε ούτως ή άλλως κάποιο δικαίωμα στην περιουσία ως δευτερότοκος γιος της δεύτερης συζύγου του πατέρα του, ότι δεν προέβη ποτέ σε διεκδίκηση μέρους της περιουσίας και ότι έχει ουσιαστικά αποποιηθεί οποιοδήποτε δικαίωμα επί της περιουσίας. Όλως επικουρικώς, παραθέτω ορισμένες πληροφορίες αναφορικά με το εθιμικό κληρονομικό δίκαιο στην εθνοτική ομάδα των IgboIbo) στην οποία ανήκει ο Αιτητής: «Παρόλο που μπορεί να υπάρχουν μικρές διαφοροποιήσεις στους κανόνες κληρονομιάς και διαδοχής μεταξύ των εθνοτικών ομάδων Ibo , η κυρίαρχη αρχή είναι η πρωτογονιμότητα, δηλαδή η διαδοχή από το πρώτο άρρεν τέκνο, το οποίο ονομάζεται Okpala ή Diokpala (Ngwo v. onyejera, 1964). Η αρχή της πρωτογονιμότητας βασίζεται αυστηρά στο πατρογραμμικό σύστημα. Ως εκ τούτου, με τον θάνατο του αποβιώσαντος αρχηγού ή ιδρυτή της οικογένειας το πρώτο άρρεν τέκνο αναλαμβάνει τη θέση του αρχηγού της οικογένειας. Κληρονομεί την κατοικία του θανόντος πατέρα του ή "obi" και τον άμεσο περιβάλλοντα χώρο (Nwatia v. Ububa, 1965)- Ezeokafor v. Ubah, 1975) και ένα ξεχωριστό κομμάτι γης γνωστό ως "aniisi obi". Άλλοι γιοι, ωστόσο, κληρονομούν άλλα κομμάτια έγγειας ιδιοκτησίας και σπίτια ως οικογενειακή μονάδα. Οι γυναίκες, είτε πρόκειται για κόρες είτε για χήρες, δεν έχουν δικαίωμα κληρονομιάς ή κληρονομικής διαδοχής σύμφωνα με το εθιμικό δίκαιο των Ibo (Ugbo Ma V Ibeneme, 1967)»[6]. Υπό το φως των ανωτέρω, προκύπτει ότι η κληρονομική διαδοχή επί της πατρικής περιουσίας ρυθμίζεται από κανόνες του εθιμικού δικαίου.

Ως προς την αξιοπιστία του Αιτητή σημειώνεται ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της οδηγίας 2011/95/EE αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτητή, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτητή ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τα ουσιαστικά γεγονότα (material facts) μπορεί να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο Αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση περί του αν οι δηλώσεις του αιτητή είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση και θα καταλήξει με απόλυτη βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτητή. Η Ύπατη Αρμοστεία έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο  κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι «σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία». Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων»»).

Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου η Καθ’ ων η Αίτηση έλαβαν υπόψη τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά τα οποία όμως δεν έγιναν αποδεκτά (αξιολόγηση της αξιοπιστίας) και βάση αυτών έκριναν στην συνέχεια ότι δεν υπάρχει πιθανότητα ο Αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση που συνιστά δίωξη ή σοβαρή βλάβη (εκτίμηση κινδύνου). Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του αιτητή περί δίωξης του από τα ετεροθαλή αδέρφια του ήταν το γεγονός του κλονισμού της αξιοπιστίας του, λόγω ουσιωδών ελλείψεων στην παροχή πληροφοριών, οι οποίες εντοπίστηκαν στη συνέντευξη που έδωσε. Αυτό δε το εμπόδιο αναγνωρίζεται ρητά ως ένα από τα κωλύματα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις πρόνοιες του Εγχειριδίου (Βλ. απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου EDWARD ESKANDAZ ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1673/2010, 4/7/2013).

Ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στον αιτούντα «το ευεργέτημα της αμφιβολίας»[7], όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου, για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.  Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο Αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι ο Αιτητής είναι γενικά αξιόπιστος[8]. Εν προκειμένω, ο Αιτητής  δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης.

Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκαν με τον αιτούντα κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής[9]. Παράλληλα η Καθ’ ων η Αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις και τα έγραφα που παρέθεσε ο Αιτητής συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές του περιστάσεις [άρθρο 13 Α (9) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 (6(I)/2000]. Επί των όσων ανέφερε ο Αιτητής, εύλογα παρατηρούνται  ασυνέπειες και ανακολουθίες στα λεγόμενα του που  άπτονται των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και οδηγούν σε σαφές και βέβαιο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία του αιτούντος στερούνται εσωτερικής αξιοπιστίας.

Πέραν αυτού, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν πιθανολογείται ευλόγως ότι ο κίνδυνος του οποίου γίνεται επίκληση, δηλαδή κίνδυνος για την ζωή του προσφεύγοντος, την σωματική του ακεραιότητα, την ασφάλειά του, καθώς και το ενδεχόμενο να υποστεί απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, εάν επιστρέψει στην χώρα του, είναι πραγματικός.  Ο όρος «βάσιμος φόβος» σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει έγκυρη αντικειμενική βάση για τον φόβο δίωξης του αιτητή. Το συγκεκριμένο στοιχείο του ορισμού του πρόσφυγα αφορά τον κίνδυνο ή την πιθανότητα να υποστεί δίωξη. Ο φόβος θεωρείται βάσιμος, εάν διαπιστώνεται ότι υπάρχει «εύλογη» πιθανότητα να υλοποιηθεί στο μέλλον. Για τη διαπίστωση αυτή, είναι απαραίτητο να αξιολογούνται οι δηλώσεις του αιτητή υπό το πρίσμα όλων των σχετικών περιστάσεων της υπόθεσης [άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΟΕΑΑ (οδηγία 2013/32/ΕΕ αναδιατύπωση)] και να ελέγχονται οι περιστάσεις που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του, καθώς και η συμπεριφορά των υπευθύνων δίωξης. Επομένως, η διαπίστωση του βάσιμου φόβου συνδέεται στενά με το καθήκον της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων και της αξιοπιστίας που διέπεται πρωτίστως από το άρθρο 4 της ΟΕΑΑ (οδηγία 2013/32/ΕΕ αναδιατύπωση).

Ακόμη και εάν κρινόταν αξιόπιστος δεν προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του ο Αιτητής θα υπόκειτο σε δίωξη για κάποιό από τους λόγους όπως αυτοί απαριθμούνται στο άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου. Υπενθυμίζω συναφώς ότι σύμφωνα με το αρ.3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) (στο εξής ο Νόμος) και αρ.2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (στο εξής η Οδηγία), ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται «[.] πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής [.]». Σύμφωνα δε με το αρ.3Γ του Νόμου και αντίστοιχα αρ. 9 της Οδηγίας, η πράξη δίωξης η οποία προκαλεί βάσιμο φόβο καταδίωξης θα πρέπει να «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο».

Η δίωξη ή η σοβαρή βλάβη που ανωτέρω αναφέρονται πρέπει να προέρχεται από τους φορείς δίωξης που αναφέρονται στα αρ.3Α και 6 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα και να αποδειχθεί περαιτέρω ότι οι φορείς προστασίας που αναφέρονται στα αρ.3Β και 7 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα δεν επιθυμούν ή δεν δύνανται να παρέχουν την απαιτούμενη προστασία κατά αυτών των πράξεων, αλλά και, στην περίπτωση ειδικά του πρόσφυγα, θα πρέπει να αποδειχθεί [βλ. αρ.4Γ(3) και 9(3) του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα] ότι υπάρχει συσχετισμός των λόγων που αναφέρονται στο αρ.3Δ και 10 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα με τις πράξεις δίωξης, ήτοι αυτές να προκύπτουν για τους εκεί αναφερόμενους λόγους.

Στην υπό κρίση περίπτωση, σημειώνεται ότι όχι μόνο δεν τεκμηριώθηκε η επικαλούμενη δίωξη του Αιτητή βάσει των δηλώσεών του, αλλά επιπλέον αυτή, έστω και ατεκμηρίωτη, αφορά μια ιδιωτική περιουσιακή διαφορά. Υπό αυτό το πρίσμα, δεν μπορεί να συναχθεί βάσιμος φόβος δίωξης του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία.

Με δεδομένη δε την απαιτούμενη σωρευτική πλήρωση καθενός εκ των προβλεπόμενων στον νόμο κριτηρίων προκύπτει ότι δεν συντρέχει, αλλά ούτε αποδεικνύεται κάποια από τις ως άνω βασικές προϋποθέσεις του Περί Προσφύγων Νόμου, ώστε να αναγνωριστεί στο πρόσωπο του Αιτητή το καθεστώς του Πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3 του ιδίου Νόμου.

Ούτε επίσης τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν τεκμηριώνει, αλλά και από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει, ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό του αιτητή δεν προκύπτει, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32] και ειδικότερα ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής της [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β)].

Σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο, θα προβεί σε επικαιροποιημένη έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης προκειμένου να διαπιστωθεί αν συντρέχει κίνδυνος σοβαρής βλάβης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις εσωτερικής ή διεθνούς ένοπλης σύρραξης.

Συναφής για την εν λόγω αξιολόγηση είναι η πλέον πρόσφατη απόφαση 901/19 του ΔΕΕ (CF & DN Judgement) αναφορικά με το άρθρο 15γ της Οδηγίας 2011/95 σύμφωνα με την οποία «το άρθρο 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει την ερμηνεία εθνικής ρυθμίσεως, σύμφωνα με την οποία, όταν ένας άμαχος δεν αποτελεί ειδικά στοχοποιημένο πρόσωπο λόγω ιδιαίτερων προσωπικών περιστάσεων, η διαπίστωση σοβαρής και ατομικής απειλής για τη ζωή ή το πρόσωπο του εν λόγω πολίτη λόγω "αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις ... ένοπλης συγκρούσεως", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι η αναλογία μεταξύ του αριθμού των θυμάτων στη σχετική περιοχή και του συνολικού αριθμού των ατόμων που απαρτίζουν τον πληθυσμό της περιοχής αυτής αγγίζει ένα καθορισμένο όριο» (σκέψη 37).

Περαιτέρω κρίθηκε ότι «το άρθρο 15, στοιχείο γ', της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί αν υφίσταται "σοβαρή και ατομική απειλή", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, απαιτείται συνολική εκτίμηση όλων των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως εκείνων που χαρακτηρίζουν την κατάσταση της χώρας καταγωγής του αιτητή» (σκέψη 45). Ως επιμέρους στοιχεία που ενδεχομένως θα μπορούσαν να ληφθούν υπ’ όψιν προτείνονται τα εξής: η ένταση των ένοπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκόμενων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύγκρουσης, καθώς και άλλα όπως η γεωγραφική έκταση της περιοχής όπου εκδηλώνεται αδιάκριτη βία, ο πραγματικός προορισμός του αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη σχετική χώρα ή περιοχή και οι δυνητικά στοχευμένες επιθέσεις κατά αμάχων που πραγματοποιούνται από τα μέρη της σύγκρουσης» (βλ. σκέψη 43).

Κατ’ αρχήν, κατόπιν έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης προκύπτει ότι η πολιτεία Ebonyi ανήκει στην ιστορική περιοχή της Biafra[10]. Επί του παρόντος υπάρχουν πολυάριθμα κινήματα που υποστηρίζουν την απόσχιση της Biafra από τη Νιγηρία[11]. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν το κίνημα IPOB, ήτοι Indigenous People of Biafra και το παλαιότερο MASSOB, ήτοι Movement for the Actualization of the Sovereign State of Biafra. Μάλιστα, το κίνημα IPOB διαθέτει και παραστρατιωτικό σκέλος, το Eastern Security Network (ESN)[12]. Η πολιτεία Ebonyi ανήκει στις πολιτείες, όπου καταγράφονται περιστατικά ασφαλείας συνδεόμενα με τη δράση του IPOB και του παραστρατιωτικού σκέλους αυτού. Ειδικότερα, το έτος 2022 καταγράφηκαν 71 συναφείς απώλειες στην πολιτεία Ebonyi, με την πολιτεία Anambra να σημειώνει το μεγαλύτερο αριθμό απωλειών συνδεόμενων με τη δράση του IPOB, και συγκεκριμένα 158[13]. Σύμφωνα με εξωτερικές πηγές, οι επιθέσεις των μελών του IPOB στρέφονται κατά στελεχών των υπηρεσιών ασφαλείας, πολιτικών και παραδοσιακών αρχόντων, φαίνεται δηλαδή να είναι στοχευμένες και να μην έχουν προσλάβει το χαρακτήρα γενικευμένων επιθέσεων. Αντιστοίχως, οι κατασταλτικές δράσεις των κρατικών δυνάμεων ασφαλείας στρέφονται κατά κρυφών δομών μελών του IPOB[14].

Στο σημείο αυτό θα παρατεθούν αριθμητικά δεδομένα από τη βάση καταγραφής περιστατικών ασφαλείας ACCLED[15], τόσο γενικά για την πολιτεία Ebonyi όσο και πιο συγκεκριμένα για το LGA Ezza North από το οποίο κατάγεται ο Αιτητής. Το διάστημα από τις 14/04/2022 έως τις 14/04/2023 καταγράφηκαν 93 περιστατικά ασφαλείας τα οποία οδήγησαν σε 100 απώλειες. Εξ αυτών των 93 περιστατικών 28 καταχωρήθηκαν ως «μάχες» (“battles”) και οδήγησαν σε 40 (καταγεγραμμένους) θανάτους, 49 καταχωρήθηκαν ως «βία κατά πολιτών» (“violence against civilians”) και οδήγησαν σε 57 (καταγεγραμμένους) θανάτους, 3 καταχωρήθηκαν ως «αναταραχές» (“riots”) και οδήγησαν σε 3 (καταγεγραμμένους) θανάτους, 13 καταχωρήθηκαν ως «διαμαρτυρίες» (“protests”) χωρίς απώλειες, ενώ δεν καταγράφηκε κανένα περιστατικό στην κατηγορία «εκρήξεις ή απομακρυσμένη βία» (“explosions/remote violence”).

Εντός των ορίων του LGA Ezza North καταγράφηκαν τα εξής περιστατικά:

1.    Στις 30 Ιουνίου 2022, αστυνομικοί εισέβαλαν σε στρατόπεδο μαχητών της IPOB και ενεπλάκησαν σε ένοπλη σύγκρουση στο Oriuzor (Ezza North, Ebonyi). Ένας μαχητής σκοτώθηκε, έξι άλλοι διέφυγαν με τραύματα από σφαίρες.

2.    Στις 10 Οκτωβρίου 2022, αστυνομικοί ενεπλάκησαν με μια άγνωστη ένοπλη ομάδα που αριθμούσε πάνω από 20 άτομα σε μια ένοπλη σύγκρουση στο Ebiaji (Ezza North, Ebonyi), όταν οι δράστες πυρπόλησαν ένα τμήμα της γραμματείας της τοπικής κυβέρνησης. Κάηκαν νέα κλιματιστικά, ορισμένα έγγραφα, μια γεννήτρια και έπιπλα, ενώ κάποιοι από τους επιτιθέμενους τραυματίστηκαν πριν διαφύγουν.

3.    Στις 12 Οκτωβρίου 2022, μια άγνωστη ένοπλη ομάδα πυροβόλησε και σκότωσε έναν μυστικό πράκτορα της Ebube Agu στην Umuezeaka (Ezza North, Ebonyi). Οι μυστικοί πράκτορες στέκονταν στην άκρη του δρόμου όταν οι δράστες που επέβαιναν σε μοτοσικλέτα τους πυροβόλησαν και τράπηκαν σε φυγή.

4.    Στις 21 Ιανουαρίου 2023, μια άγνωστη ένοπλη ομάδα πυροβόλησε και σκότωσε τον διοικητή του Ebubeagu (Southeast Security Network) στο σπίτι του στο Ogboji, Ezza North LGA, Ebonyi. Η ένοπλη ομάδα πήρε το όπλο και τη μοτοσικλέτα του.

5.    Στις 27 Φεβρουαρίου 2023, μια άγνωστη ένοπλη ομάδα σκότωσε τον παραδοσιακό άρχοντα της Umuezeaka (Ezza North, Ebonyi) στην κατοικία του και τα παιδιά του διέφυγαν για να κρυφτούν. Η κυβέρνηση της πολιτείας ισχυρίστηκε ότι ο υποψήφιος κυβερνήτης της APGA ήταν υπεύθυνος για την επίθεση και ότι το θύμα σκοτώθηκε λόγω της άρνησής του να υποστηρίξει το κόμμα, ο κατηγορούμενος υποψήφιος αρνήθηκε τους ισχυρισμούς και επέμεινε ότι επρόκειτο για μια απελπισμένη κίνηση για να αμαυρωθεί η εικόνα του.

6.    Στις 2 Μαρτίου 2023, πάνω από 100 γυναίκες από την Umuezeaka (Ezza North, Ebonyi) διαμαρτυρήθηκαν και πραγματοποίησαν πορεία στην κοινότητα ενάντια στη δολοφονία του μονάρχη τους λόγω της άρνησής του να υποστηρίξει ένα συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα.

7.    Στις 11 Μαρτίου 2023, μια άγνωστη ένοπλη ομάδα σκότωσε τον σύμβουλο που εκπροσωπούσε την περιφέρεια 2 της Echara στο Okposi (Ezza North, Ebonyi). Το θύμα δέχθηκε επίθεση καθώς επέστρεφε από το κατάστημά του, οι δράστες τον πυροβόλησαν και τον πυρπόλησαν μαζί με το αυτοκίνητό του. Το APC και το PDP (πολιτικά κόμματα) κατηγόρησαν το ένα το άλλο ότι ευθύνονται για την επίθεση.

8.    Στις 18 Μαρτίου 2023, μια άγνωστη ένοπλη ομάδα σκότωσε τον πρόεδρο του PDP της Ezza North LGA και τραυμάτισε τρεις υπαλλήλους του INEC στην περιφέρεια Omege (Ezza North, Ebonyi). Οι αξιωματούχοι μεταφέρθηκαν σε νοσοκομείο, ενώ άλλες πηγές αναφέρουν ότι ο πρόεδρος εντοπίστηκε και απήχθη λίγες ώρες αφότου απειλήθηκε από τους δράστες, οι οποίοι τον ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου και πέταξαν το πτώμα του. Ο υποψήφιος της APGA ισχυρίστηκε ότι το APC ανέπτυξε μια ένοπλη ομάδα αποτελούμενη από ανθρώπους ενδεδυμένους με ψεύτικες αστυνομικές και στρατιωτικές στολές, σε διάφορες εκλογικές μονάδες.

Βάσει των ανωτέρω προκύπτει ότι τα περισσότερα περιστατικά ασφαλείας στο LGA Ezza North αφορούν αξιωματούχους, εμπλεκόμενους στην πολιτική ζωή και μέλη του IPOB. Περαιτέρω, τα περιστατικά ασφαλείας και οι συνδεόμενες με αυτά απώλειες διατηρούνται σε χαμηλά επίπεδα, λαμβανομένου υπ’ όψιν και του πληθυσμού της πολιτείας (περίπου 3.500.000 κάτοικοι). Εκ τούτου επιβεβαιώνεται ότι ως καταγράφουν και οι καθ' ων η αίτηση στην σχετική έκθεση, ο επιστρέφων εκεί δεν διατρέχει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη - κατά τα διαλαμβανόμενα από το αρ.19 (2) (γ) του νόμου - εκ μόνης της παρουσίας του στην περιοχή.

Καταλήγω λοιπόν, ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του στην πολιτεία Ebonyi κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό στη βάση της νομολογιακής μεθόδου της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας».

Σημειώνεται, σε κάθε περίπτωση, ότι η Νιγηρία έχει καθοριστεί δυνάμει των Κ.Δ.Π. 198/2020, 225/2021 και 202/2022, οι οποίες εκδόθηκαν δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας και στην παρούσα ουδέν στοιχείο προσκομίστηκε στη βάση του οποίου θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση των όσων διαλαμβάνονται από το αρ.12Βτρις (6) και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς τρίτης χώρας.

Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον της. Οι Καθ’ ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και υπήρξε ικανοποιητική αιτιολόγηση, ενώ το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν του λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Από τα στοιχεία του φακέλου θα πρέπει να μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την απόφαση που λήφθηκε (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97).  

Από τους προβληθέντες ισχυρισμούς δεκτός έγινε μόνο ο ισχυρισμός για τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, πλην όμως, ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να υπαχθεί στις πρόνοιες του Νόμου για την παραχώρηση διεθνούς προστασίας. Στην προκείμενη περίπτωση του Αιτητή, σύμφωνα με την απόφαση  της Υπηρεσίας, δεν μπορούσε να θεμελιωθεί βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και συνακόλουθα, δε συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του του Περί Προσφύγων Νόμου Νόμος 6(Ι)/2000, ούτως ώστε να παρασχεθεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα. Περαιτέρω, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ούτε οποιοσδήποτε λόγος συνέτρεχε για να αναγνωρισθεί στον Αιτητή το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε να υφίσταται κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία. Η απόφαση της Διοίκησης, αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη.

Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €800 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π



[2] ΣτΕ 184/67

[3] Γενική Συνομοσπονδία Παγκύπριας Οργάνωσης Βιοτεχνών Επαγγελματιών Καταστηματαρχών -ν- Κυπριακής Δημοκρατίας, Συν. Υποθ. 5869/2013, κ.α., απόφαση 16.03.2016.

[4] G.C. School of Careers Ltd κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 170.

[5] Γενική Ομοσπονδία Παγκύπριων Οργανώσεων Βιοτεχνών Επαγγελματιών ν. Δημοκρατίας, Προσφ. Αρ. 5869/2013 κ.ά., ημερ. 16.3.2016.

[6] Michael Takim Otu & Miebaka Nabiebu, Succession to, and Inheritance of Property under Nigerian Laws: A Comparative Analysis, European Journal of Social Science, Vol. 62 No 2 June, 2021, pp. 50-63, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.europeanjournalofsocialsciences.com/issues/PDF/EJSS_62_2_05.pdf

[7] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 20. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, RH κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 4601/14, σκέψη 58· ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2010, N κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 23505/09, σκέψη 53· ΕΔΔΑ, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, RC κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 41827/07, σκέψη 50

[8] Άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου

[9] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.

[10] Ministry of Foreign Affairs of the Netherlands, Department for country of origin information reports, General Country of Origin Information Report Nigeria, Ιανουάριος 2023, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://coi.euaa.europa.eu/administration/netherlands/PLib/2023-1_EN_AAB_Nigeria.pdf

[11] Premium Times, There’re over 30 separatist groups in South-east Nigeria – Abaribe, 6 Οκτωβρίου 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.premiumtimesng.com/news/top-news/488422-therere-over-30-separatist-groups-in-south-east-nigeria-abaribe.html, Sahara Reporters, Pro-Biafra Separatist Group, BNL Members Vow To Block South-East Border Entrances, Kidnap Oil Workers Ahead Of Kanu's Next Court Date, 4 Απριλίου 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://saharareporters.com/2022/04/04/pro-biafra-separatist-group-bnl-members-vow-block-south-east-border-entrances-kidnap-oil, The Guardian, 18 pro-Biafra groups dismiss Feb 23 elections, 1 Μαρτίου 2019, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://guardian.ng/news/18-pro-biafra-groups-dismiss-feb-23-elections/

[12] Council on Foreign Relations, John Campbell, Security Deteriorating in Nigeria’s Former “Biafra”, 09 Φεβρουαρίου 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.cfr.org/blog/security-deteriorating-nigerias-former-biafra

[13] Nigeria Watch, Twelfth Report on Violence In Nigeria 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://www.nigeriawatch.org/media/html/2022_Annual_Report.pdf, σελ. 11.

[14] Ό.π., σελ. 11

[15] Βλ. προσαρμοσμένη έρευνα στη βάση δεδομένων ACCLED, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο