
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: 1232/22
7 Ιουνίου, 2024
[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Μ.Ν.Τ.
Αιτητής
ΚΑΙ
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
Π. Παυλάκη (κος), Δικηγόροι για τον Αιτητή
Θ. Παπανικολάου για Α. Ιωάννου, Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. : Ο Αιτητής με την προσφυγή, που αρχικώς υπέβαλε αυτοπροσώπως, αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 30/01/2022, η οποία του κοινοποιήθηκε στις 08/02/2022, και με την οποία έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο, προβάλλοντας αρχικά ότι το αίτημά του δεν εξετάστηκε δεόντως και ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής κινδυνεύει η ζωή του.
Ο Αιτητής, δια του συνηγόρου του, προσβάλλει την ως άνω απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ως άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερούμενη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος, αδικαιολόγητη και αποτέλεσμα μη χρηστής διοίκησης, κατάχρησης εξουσίας, πλάνης και κακής εφαρμογής του Νόμου. Ζητάει επίσης νέα εκτελεστή απόφαση από το παρόν Δικαστήριο επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή για διεθνή προστασία ή οποιαδήποτε άλλη θεραπεία την οποία το παρόν Δικαστήριο κρίνει δίκαιη, εύλογη και κατάλληλη υπό τις περιστάσεις.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Ως εκτίθεται στην ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως τεκμήριο 1 στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, ο Αιτητής είναι ενήλικος και διαθέτει την υπηκοότητα του Καμερούν. Στις 10/02/2020 συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Στις 10/07/2020 και στις 15/11/2021 πραγματοποιήθηκαν προφορικές συνεντεύξεις στον Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (European Asylum Support Office – EASO, νυν European Union Agency for Asylum – EUAA, εφεξής ‘EASO’). Στις 13/01/2022 ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή εισηγούμενος την απόρριψη της αίτησης του για παροχή διεθνούς προστασίας. Έπειτα από τη συνέντευξή του, και καθώς ανέκυψαν σχετικές ενδείξεις, ο Αιτητής παραπέμφθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό προς εξέταση από το σχετικό τμήμα αναφορικά με το εάν αποτελεί θύμα εμπορίας ανθρώπων. Στις 11/11/2020 το Γραφείο Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων της Αστυνομίας Κύπρου εξέδωσε πόρισμα περί του ότι ο Αιτητής έτυχε χειρισμού από το Γραφείο και, ακολούθως, δεν αναγνωρίστηκε ως θύμα εμπορίας προσώπων. Ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού στις 30/01/2022 και στις 05/02/2022, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της, σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή στις 08/02/2022. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης ο Αιτητής υποστηρίζει, μέσω του συνηγόρου του ότι η απόφαση των Καθ’ων η Αίτηση δεν αξιολογεί ορθά τις δηλώσεις του Αιτητή που αφορούσαν στην ομοφυλοφιλία του απορρίπτοντας τον αντίστοιχο ουσιώδη ισχυρισμό του και παραπέμπει σε πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή οι οποίες παρέχουν πληροφορίες σχετικά με την δυσμενή αντιμετώπιση των ομοφυλόφιλων ατόμων στο Καμερούν. Περαιτέρω παραθέτει αυτούσια σημεία της συνέντευξης του Αιτητή, και καταλήγει πως ο Αιτητής δεν κατανοούσε πλήρως τις ερωτήσεις που του τέθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό και δε μπορούσε να εκφραστεί πλήρως και χωρίς ντροπή.
Ο συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση υποστήριξε τη νομιμότητα της απόφασης του αρμόδιου οργάνου καθώς και ότι αυτή ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας, ενώ ανέφερε μέσω της Γραπτής του Αγόρευσης ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή αντιλήψεων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Οι Καθ' ων τονίζουν πως στη βάση των όσων ισχυρίστηκε ο Αιτητής δε στοιχειοθετείται δικαιολογημένος φόβος δίωξης στο πρόσωπό του, ενώ επιπλέον ο τελευταίος δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι πληροί τις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Καταρχάς και σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεωργίας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).
Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής και δεν προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).
Επιπλέον, παρατηρώ ότι οι λόγοι προσφυγής, όπως αναπτύσσονται στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή χαρακτηρίζονται από γενικότητα και απουσιάζει η υπαγωγή των περιστάσεων του Αιτητή και των γεγονότων της υπόθεσης στις κατ’ επίκληση παραβιασθείσες διατάξεις. Η αναγκαιότητα έγερσης των λόγων προσφυγής με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση [Βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655]. Η δε αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. [Βλ. Α.Ε. Αρ. 3729, Μαραγκός ν. Δημοκρατίας, 3.11.2006, (2006) 3 ΑΑΔ 671, Α.Ε. 1883]., Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997].
Προχωρώντας, ακόμη και εάν εξαντλώντας την επιείκεια του παρόντος Δικαστηρίου και εξεταστούν οι λόγοι ακύρωσης που προωθεί ο Αιτητής, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο στις περιπτώσεις που απαριθμούνται υπό του άρθρου 11 του Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018 (Ν. 73(I)/2018) ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία. Ως εκ τούτου δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως, δυνάμενη να προβεί σε νέα εκτίμηση και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και των στοιχείων του φακέλου και αποφαίνεται αιτιολογημένως επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας του εκάστοτε προσφεύγοντος (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε Αιτητή).
Συνεπώς, η απλή επίκληση πλημμελειών ή παραβιάσεων γενικών αρχών Διοικητικού Δικαίου, δεν επαρκεί από μόνη της για να ανατρέψει την επίδικη απόφαση. Ο Αιτητής θα πρέπει να επεξηγεί τη βλάβη που επήλθε στον ίδιο και να προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν της υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. (βλ. αποφάσεις ΣτΕ 3067/2013, 521/2010, 2650/2009).
Εν προκειμένω παρατηρώ ότι o Αιτητής δεν προβάλλει οποιοδήποτε ειδικό και τεκμηριωμένο ισχυρισμό είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας που να δικαιολογεί την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, καθώς αναφέρει απλώς γενικώς ότι η διοίκηση δεν επικεντρώθηκε σε άλλα προβλήματα που αντιμετωπίζει, χωρίς να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους κατά τον ίδιο δικαιολογείται η υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.
Υπό το φως της πιο πάνω διαπίστωσης όλοι οι εγειρόμενοι λόγοι ακυρώσεως απορρίπτονται ως αλυσιτελείς και εξ αυτού απαράδεκτοι εξαιτίας της γενικότητας με την οποία αυτοί εγείρονται, εφόσον ο Αιτητής δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε εξειδίκευση αυτών σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσής του, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός του για άσυλο και να δικαιολογούν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.[1]
Κατόπιν των ανωτέρω και λαμβανομένης υπόψη της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου όπου δυνάμει του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 [Ν.73(Ι)/2018], το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσιαστικής της ορθότητας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου τόσο της νομιμότητας όσο και της ουσιαστικής ορθότητας (έλεγχος επί της ουσίας) της επίδικης πράξης.
Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το επίδικο θέμα. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).
Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκεινται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (Βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).
Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η αίτηση είχαν ενώπιόν τους.
Κατά την καταγραφή του αιτήματος διεθνούς προστασίας του Αιτητή, ο Αιτητής δήλωσε ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής ότι είναι ομοφυλόφιλος και πως η ομοφυλοφιλία απαγορεύεται αυστηρά στη χώρα καταγωγής του. Προσέθεσε πως ένας άνδρας ονόματι Wallie, ο οποίος βρισκόταν για τουρισμό στο Καμερούν, υποσχέθηκε να τον βοηθήσει να φύγει από τη χώρα του. Μέσα σε διάστημα δύο εβδομάδων του παρείχε διαβατήριο και ταξίδεψαν μαζί στις 27/01/2020 από τη Douala, φτάνοντας αεροπορικώς στην Κωνσταντινούπολη την 28/01/2020, και στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές την 29/01/2020. Ο άνδρας αυτός κράτησε κλειδωμένο τον Αιτητή εξαναγκάζοντάς τον σε σεξουαλικές επαφές με άλλους άνδρες προκειμένου να του αποπληρώσει τα χρήματα τα οποία είχε καταβάλει για το ταξίδι του Αιτητή εκτός της χώρας καταγωγής του. Ο Αιτητής στην αίτησή του ανέφερε επίσης ότι η συναινετικές ομοφυλοφιλικές σεξουαλικές σχέσεις είναι ταμπού στη χώρα καταγωγής του και καθημερινά άνθρωποι υπόκεινται σε βασανιστήρια, υφίστανται διακρίσεις σε επίπεδο δικαιοσύνης και γίνονται αντικείμενο χλεύης. Εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής φοβούμενος δίωξη σε βάρος του και προκειμένου να ανακτήσει την ελευθερία του.
Κατά το κρίσιμο στάδιο της προφορικής του συνέντευξης και σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε υπήκοος Καμερούν, γεννηθείς το 1991, Bakossi εθνοτικής καταγωγής και Χριστιανός ως προς το θρήσκευμα. Τόπος καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή προβλήθηκε πως είναι το χωριό Tombel της πολιτείας Southwest. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση δήλωσε άγαμος και άτεκνος. Ως προς την πατρική του οικογένεια ο Αιτητής δήλωσε πως οι γονείς του βρίσκονται στο χωριό Tombel, με την επικοινωνία μεταξύ τους να είναι τακτική. Περαιτέρω ο Αιτητής δήλωσε πως έχει έξι αδέρφια τα οποία κατοικούν στην περιοχή Loum, και με ορισμένα εκ των οποίων επίσης βρίσκεται σε τακτική επικοινωνία. Ως προς το λοιπό τυχόν υποστηρικτικό του δίκτυο στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής δήλωσε ότι έχει έναν θείο στο Tombel και έναν θείο στη Douala. Σχετικά με το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και πως έχει κάνει σπουδές στα οικονομικά. Ως προς την επαγγελματική του εμπειρία, ο Αιτητής δήλωσε πως ήταν ιδιοκτήτης ατομικής επιχείρησης που πωλούσε λαχανικά στο Tombel. Αναφορικά με την κατάσταση της υγείας του ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι πάσχει από ηπατίτιδα Β και πως λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή.
Ως προς το ταξίδι του από το Καμερούν προς τη Δημοκρατία, ο Αιτητής δήλωσε ότι έφυγε από το Καμερούν στις 27/01/2020. Περαιτέρω ισχυρίστηκε ότι ο μεσάζοντας που τον βοήθησε να βγει από τη χώρα του είχε υποσχεθεί μία καλύτερη ζωή ωστόσο, όταν έφτασαν μαζί στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, ο συγκεκριμένος άνθρωπος του απαγόρευσε την έξοδο από την οικία όπου διέμεναν και του είπε ότι θα πρέπει να εργαστεί για λογαριασμό του προκειμένου να αποπληρώσει τα έξοδα του ταξιδιού του. Ο Αιτητής συνέχισε λέγοντας ότι με τη λέξη «εργασία» ο μεσάζοντας εννοούσε τη σεξουαλική εκμετάλλευση του Αιτητή από φίλους του, σε συνδυασμό με απειλές κατά της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας του Αιτητή. Ο Αιτητής δήλωσε περαιτέρω πως όσοι έρχονταν σε σεξουαλική επαφή μαζί του εν συνεχεία κατέβαλαν χρήματα στον εν λόγω πράκτορα. Η κατάσταση αυτή κράτησε μέχρι τη στιγμή που ένας πελάτης αντιμετώπισε φιλικά τον Αιτητή και, αφού ο Αιτητής του εξήγησε την κατάσταση, ο εν λόγω άνθρωπος τον βοήθησε να αποδράσει με τη βοήθεια ενός άλλου άντρα (βλ. ερυθρά 29 4Χ, 28 1Χ του Δ.Φ.). Ερωτηθείς σχετικά από τον λειτουργό ο Αιτητής προέβαλε ότι απόδρασε στις 09/02/2020 (βλ. ερυθρά 28 2Χ του Δ.Φ.). Ζητήθηκαν περισσότερες πληροφορίες για τον άντρα που τον βοήθησε να αποδράσει και ο οποίος στη συνέχεια τον εκμεταλλεύτηκε σεξουαλικά. Ο Αιτητής προέβαλε ότι ο συγκεκριμένος άντρας λεγόταν Wally και είχε καταγωγή από την Τουρκία. Συνέχισε λέγοντας ότι γνωρίστηκαν στο Tombel, καθώς ο Wally βρισκόταν εκεί για τουριστικούς λόγους, και πως ξεκίνησαν να κάνουν παρέα και να συζητάνε για τα προβλήματα του Αιτητή καθώς και για την επιθυμία του να φύγει από τη χώρα καταγωγής του (βλ. ερυθρά 27 του Δ.Φ.). Ο Αιτητής προσέθεσε ότι τον γνώριζε για διάστημα δύο μηνών και πως του είχε πει ότι ήταν επιχειρηματίας που επισκεπτόταν την περιοχή για τουρισμό (βλ. ερυθρά 26 του Δ.Φ.).
Σχετικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, o Αιτητής, κατά το σκέλος της ελεύθερης αφήγησής του, δήλωσε ότι έφυγε από το Καμερούν καθώς είναι ομοφυλόφιλος και φοβόταν ότι θα διωχθεί καθώς η ομοφυλοφιλία τιμωρείται από τον νόμο. Όταν γνώρισε τον Wally, ήτοι τον άνθρωπο που του προσέφερε τα μέσα για να εγκαταλείψει το Καμερούν, πίστευε ότι θα ο συγκεκριμένος άνθρωπος «ήταν ένας άγιος» διότι είναι φρικτό στη χώρα καταγωγής του το να συλληφθεί επ’ αυτοφώρω σε ομοφυλοφιλικές πράξεις. Από φόβο ότι θα συλληφθεί κάνοντας τις πράξεις αυτές ήθελε να εγκαταλείψει τη χώρα του το συντομότερο δυνατόν. Ο Αιτητής προέβαλε ότι στη χώρα καταγωγής του η ομοφυλοφιλία δεν θεωρείται κάτι καλό και πως υπάρχουν διακρίσεις καθώς τιμωρείται από τον νόμο (βλ. ερυθρά 23 1Χ του Δ.Φ.).
Κατά τη διάρκεια της διερεύνησης του ανωτέρω αφηγήματος, αρχικά τέθηκαν ερωτήσεις στον Αιτητή αναφορικά με τον σεξουαλικό του προσανατολισμό και τη διαδικασία συνειδητοποίησης του σεξουαλικού του προσανατολισμού από τον ίδιο. Ο Αιτητής δήλωσε ότι συνειδητοποίησε ότι ελκύεται ερωτικά από τους άντρες κατά την περίοδο φοίτησής του στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Προσέθεσε δε ότι ήταν ένα συναίσθημα που γεννήθηκε μέσα του έπειτα από όταν κατάλαβε ότι θέλει να αλλάξει τη Χριστιανική πίστη του (βλ. ερυθρά 22 1Χ, 2Χ του Δ.Φ.). Σε μεταγενέστερες ερωτήσεις του λειτουργού ο Αιτητής υποστήριξε ότι το συνειδητοποίησε όταν ξεκίνησε να προσφέρει στους συμμαθητές του πράγματα που ήθελαν προκειμένου κι αυτοί με τη σειρά τους να τον αφήνουν αν τους αγγίζει και να τους αισθάνεται, ενώ σε τρίτη επανάληψη της ερώτησης ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως το συνειδητοποίησε καθώς ήταν κάτι έμφυτο για τον ίδιο καθώς και κάτι αδύνατο να αλλάξει. Ως προς τα συναισθήματα που πέρασαν από το μυαλό του Αιτητή έπειτα από τη συγκεκριμένη συνειδητοποίηση, ο Αιτητής δήλωσε ότι του άρεσε να βρισκόταν ανάμεσα σε άντρες φίλους του και πως ένιωθε καλά με τη συνειδητοποίηση αυτή. Προσέθεσε ότι η ζωή του δεν άλλαξε κατά κάποιον τρόπο έπειτα από τη συνειδητοποίηση του σεξουαλικού του προσανατολισμού (βλ. ερυθρά 22 3Χ, 21 1Χ, 2Χ, 13 1Χ – 4Χ του Δ.Φ.).
Ερωτηθείς ως προς τον τρόπο που βίωνε την ομοφυλοφιλία του στο Καμερούν, ο Αιτητής προέβαλε ότι «ήταν όμορφα και καλά» (βλ. ερυθρά 21 3Χ του Δ.Φ.). Έπειτα από σχετική ερώτηση του λειτουργού ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι δεν είχε μιλήσει σε κανέναν για τον σεξουαλικό του προσανατολισμό λόγο του φόβου του ότι το μυστικό του θα προδοθεί (βλ. ερυθρά 21 4Χ, 5Χ του Δ.Φ.). Σε σχετική διευκρινιστική ερώτηση ο Αιτητής υποστήριξε ότι πλην των ερωτικών του συντρόφων στη χώρα καταγωγής του κανένας άλλος δε γνωρίζει για τον σεξουαλικό του προσανατολισμό (βλ. ερυθρά 20 1Χ του Δ.Φ.).
Κατά τη συμπληρωματική του συνέντευξη, ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως συνειδητοποίησε τον σεξουαλικό του προσανατολισμό στο δημοτικό, ήτοι σε ηλικία 15-16 ετών. Ισχυρίστηκε ότι δεν υπήρξε κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό που να τον έκανε να το συνειδητοποιήσει, ωστόσο προσέθεσε πως όταν τον ενέγραψαν σε σχολείο αρρένων το συναίσθημα το οποίο είχε μέσα του, ενισχύθηκε (βλ. ερυθρά 73, 72 1Χ του Δ.Φ.). Ο Αιτητής προέβαλε, ερωτηθείς ως προς τις σκέψεις και τα συναισθήματά του, πως η συνειδητοποίηση της ομοφυλοφιλίας του ήταν κάτι φυσιολογικό για εκείνον, καθώς γνώριζε ότι ο καθένας μπορούσε να αισθάνεται σεξουαλική ικανοποίηση (ερ.72 2Χ του Δ.Φ.). Προσέθεσε ότι δεν είχε αρνητικά συναισθήματα εξαιτίας του διαφορετικού σεξουαλικού προσανατολισμού του (ερ.72 2Χ του Δ.Φ.).
Ως προς το πως έβρισκε άτομα με τον ίδιο σεξουαλικό προσανατολισμό στο Καμερούν, ο Αιτητής υποστήριξε ότι ήταν πολύ δύσκολο και πως ήταν «μόνο μεταξύ τους». Ο Αιτητής δήλωσε άγνοια ως προς μέρη που οι ομοφυλόφιλοι συναντιούνται στο Καμερούν, όπως και άγνοια εφαρμογών, ιστοσελίδων και οργανισμών που να σχετίζονται με τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα στη χώρα του (βλ. ερυθρά 20 2Χ του Δ.Φ.).
Ο αρμόδιος λειτουργός προέβη εν συνεχεία σε ερωτήσεις γύρω από τις ερωτικές σχέσεις του Αιτητή. Ο Αιτητής δήλωσε αρχικά ότι δεν είχε αναπτύξει ποτέ του δεσμό με γυναίκα, ωστόσο είχε δημιουργήσει δεσμούς με τρεις άντρες στη χώρα καταγωγής του (βλ. ερυθρά 20 4Χ του Δ.Φ.).
Ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε με αναλυτικότερες ερωτήσεις σχετικά με τον πρώτο σύντροφο του Αιτητή. Ο Αιτητής δήλωσε ότι η πρώτη σχέση ήταν με έναν συμμαθητή του στο σχολείο, ονόματι Eric. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι σύναψε αυτή τη σχέση σε ηλικία 15 – 16 ετών και κράτησε μέχρι την ηλικία των 17 ετών. Ο Αιτητής προέβαλε, ως προς την εξέλιξη του δεσμού τους, ότι έκαναν τα πάντα μαζί και ήταν πάντα μαζί, έως ότου η σχέση τους εξελίχθηκε σε ερωτικό δεσμό. Ο δεσμός του κράτησε μέχρι τη στιγμή που ο σύντροφός του έφυγε για να συνεχίσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του αλλού. Ως προς τα μέρη όπου συναντιόντουσαν ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι συνήθιζαν να αλλάζουν μέρη συνάντησης, και πως συναντιόντουσαν είτε στην οικία του ενός είτε στου άλλου χωρίς να γίνει ωστόσο αντιληπτό ότι είναι ζευγάρι καθώς υπήρχε η πρόφαση ότι συναντιόντουσαν για να μελετήσουν μαζί (βλ. ερυθρά 19, 18 1Χ του Δ.Φ.). Ο Αιτητής δήλωσε περαιτέρω ότι συναντιόντουσαν κυρίως Σαββατοκύριακα και πως δεν ήξερε κανένας για τη σχέση τους. Ζητήθηκε από τον Αιτητή να περιγράψει τον Eric, με τον Αιτητή να δηλώνει ότι επρόκειτο για ένα άτομο «ρομαντικό και σαγηνευτικό», ενώ ως προς την προσωπικότητά του ο Αιτητής δήλωσε ότι ήταν ένα άτομο ευγενικό και αξιαγάπητο (βλ. ερυθρά 18 1Χ – 3Χ του Δ.Φ.).
Κατά τη συμπληρωματική του συνέντευξη, και αναφορικά με τον πρώτο του δεσμό, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο σύντροφός του ονομαζόταν Mungwele Jude. Προσέθεσε ότι ήταν εμφανίσιμος και πως η σχέση τους κράτησε περί τον χρόνο και τελείωσε καθώς ο σύντροφός του μεταφέρθηκε σε άλλο σχολείο (βλ. ερυθρά 72 3Χ του Δ.Φ.).
Ως προς τη δεύτερη σχέση του, ο Αιτητής δήλωσε ότι τη σύναψε σε ηλικία 19 ετών και ενώ φοιτούσε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (βλ. ερυθρά 18 του Δ.Φ.). Σχετικά με τον σύντροφό του ο Αιτητής δήλωσε ότι ονομαζόταν Henry και όταν ζητήθηκε από τον λειτουργό να αναφερθεί με περισσότερες λεπτομέρειες σε αυτόν ο Αιτητής δήλωσε ότι ήταν ψηλός και αδύνατος. Για τη σχέση τους δήλωσε ότι αυτή διήρκεσε επτά μήνες και πως συναντιόντουσαν περιστασιακά στο οικογενειακό σπίτι του Αιτητή στο Tombel. Ο Αιτητής εξήγησε πως η οικογένειά του δεν είχε υποπτευθεί για το δεσμό τους, ωστόσο τον γνώριζαν επειδή ερχόταν στο σπίτι (βλ. ερυθρά 17 1Χ, 2Χ του Δ.Φ.).
Κατά τη συμπληρωματική του συνέντευξη ο Αιτητής δήλωσε ότι επρόκειτο για μία σχέση λιγότερο ρομαντική σε σχέση με την πρώτη ενώ, έπειτα από σχετική ερώτηση, του λειτουργού δήλωσε ότι δε θυμόταν το όνομα του συντρόφου του αλλά ούτε και την ακριβή χρονολογία που ξεκίνησε ο δεσμός τους. Ερωτηθείς ως προς το τι θυμάται από την εν λόγω σχέση του ο Αιτητής δήλωσε ότι ο σύντροφός του μιλούσε πολύ. Ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες η σχέση τους τελείωσε, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι «απλώς συνέβη». Αναφορικά με τη γνωριμία τους ο Αιτητής προέβαλε ότι γνωρίστηκαν σε ένα νυχτερινό κέντρο του Tombel, ονόματι Sun City, ενώ ερωτηθείς για τις δραστηριότητες που έκαναν μαζί ο Αιτητής δήλωσε ότι βρισκόντουσαν στο σπίτι του δύο φορές την εβδομάδα. Περαιτέρω, προβλήθηκε από τον Αιτητή πως η οικογένειά του δεν υποψιάστηκε κάτι καθώς τον ήξεραν σαν έναν φίλο του Αιτητή που τον επισκεπτόταν (βλ. ερυθρά 72 4Χ, 71 του Δ.Φ.).
Ως προς την τρίτη σχέση του, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο σύντροφός του ονομαζόταν Cedric και πως η σχέση τους κράτησε για διάστημα 5 – 6 μηνών. Ζητήθηκε από τον Αιτητή το να περιγράψει τον Cedric, με τον Αιτητή να δηλώνει ότι πρόκειται για ένα άτομο εξωστρεφές (βλ. ερυθρά 17 4Χ του Δ.Φ.). Ο Αιτητής προέβαλε ότι συναντιόντουσαν στην οικία του Cedric στο Loum, όπου ο τελευταίος ενοικίαζε σπίτι. Ο Αιτητής δήλωσε ότι η σχέση τους ήταν κρυφή και πως ο ίδιος τότε κατοικούσε στην οικογενειακή τους κατοικία στο Loum (βλ. ερυθρά 16 του Δ.Φ.).
Κατά τη συμπληρωματική του συνέντευξη ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι έχει περάσει πολύ διάστημα από τότε και δεν θυμάται τι πήγε λάθος με τον εν λόγω δεσμό του. Σε επανάληψη της ερώτησης για το όνομα του συντρόφου του ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι δεν το θυμάται. Ο Αιτητής ερωτήθηκε ως προς τον λόγο που δεν θυμάται τα ονόματα των συντρόφων του, καθώς και τις προηγούμενες δύο φορές επίσης δήλωσε αδυναμία ορθής ανακάλεσής τους, με τον Αιτητή να δηλώνει ότι έχει περάσει μεγάλο διάστημα και η κατάσταση της υγείας του επίσης του δημιουργεί προβλήματα μνήμης. Επαναλήφθηκε η ερώτηση για το πόσο διήρκεσε ο δεσμός τους. Ο Αιτητής δήλωσε ότι «δεν κράτησε πολύ», ενώ περαιτέρω προσέθεσε ότι δε θυμάται το πως γνωρίστηκαν (βλ. ερυθρά 70 1Χ – 3Χ του Δ.Φ.).
Ο αρμόδιος λειτουργός συνέχισε με ερωτήσεις σχετικά με την κοινωνική αντιμετώπιση της κοινωνίας του Καμερούν απέναντι στα άτομα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας καθώς και την ορατότητα του σεξουαλικού προσανατολισμού του Αιτητή. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι η κοινωνική αντιμετώπιση είναι πολύ άσχημη καθώς υφίστανται πληθώρα διακρίσεων και αναγκάζονται να ζουν μια απομονωμένη ζωή. Ο Αιτητής προέβαλε ότι ένιωθε απομονωμένος στο Καμερούν ως ομοφυλόφιλος διότι εάν γινόταν αντιληπτός δε θα μπορούσε να κοινωνικοποιηθεί, ενώ επανέλαβε ότι δεν είχε εκφράσει τη σεξουαλικότητά του στη χώρα καταγωγής του υπό τον φόβο της προδοσίας και της χλεύης (βλ. ερυθρά 16 1Χ – 3Χ του Δ.Φ.). Όσον αφορά την καμερουνέζικη νομοθεσία αναφορικά με την ομοφυλοφιλία, ο Αιτητής δήλωσε ότι η νομοθεσία ποινικοποιεί την ομοφυλοφιλία και πως αυτό είναι κάτι που το γνωρίζει μέσα από τα μέσα ενημέρωσης (βλ. ερυθρά 15 2Χ του Δ.Φ.). Έπειτα από σχετική ερώτηση ο Αιτητής δήλωσε πως δεν του έχει συμβεί κάτι στο Καμερούν το οποίο να συνδέεται με τον σεξουαλικό προσανατολισμό του, παρά το γεγονός ότι είχε συνάψει τρεις διαφορετικούς δεσμούς με άντρες (βλ. ερυθρά 15 3Χ, 4Χ, 14 1Χ του Δ.Φ.). Ο Αιτητής ερωτήθηκε εκ νέου ως προς την ορατότητα του σεξουαλικού του προσανατολισμού και προέβαλε ότι υποπτεύονταν τον σεξουαλικό προσανατολισμό του λόγω των συχνών επαφών του με άτομα του ιδίου φύλου (βλ. ερυθρά 15 4Χ, 14 του Δ.Φ.). Στη συμπληρωματική του συνέντευξη ο Αιτητής επανέλαβε ότι τον σεξουαλικό προσανατολισμό του τον γνώριζαν μόνο οι σύντροφοί του καθώς και πως θεωρεί πως η οικογένειά του τον υποπτευόταν (βλ. ερυθρά 73 3Χ, 4Χ του Δ.Φ.).
Εν συνεχεία ο αρμόδιος λειτουργός αντιπαρέβαλε στον Αιτητή τις δηλώσεις του αναφορικά με το ότι δεν αντιμετώπισε ποτέ του προβλήματα λόγω του σεξουαλικού προσανατολισμού του συγκριτικά με το ότι ισχυρίστηκε ότι υπήρχαν υποψίες ως προς τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, με τον Αιτητή να δηλώσει ότι ένας φίλος του είχε πέσει «θύμα της ομοφυλοφιλίας», καθώς πιάστηκε επ’ αυτοφώρω και συνελήφθη από τον στρατό. Έκτοτε ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι φοβόταν ότι μπορεί να γινόταν θύμα παρόμοιας κατάστασης και ο ίδιος (βλ. ερυθρά 14 1Χ του Δ.Φ.). Κατά τη διάρκεια της συμπληρωματικής του συνέντευξης, ωστόσο, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι έχει υποστεί διακρίσεις ως άτομο που ανήκει στη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα. Ερωτηθείς συγκεκριμένα ως προς το είδος των διακρίσεων, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι σε περίπτωση που χρειαστείς δικηγορική εκπροσώπηση κανένας δε θα σε υπερασπιστεί καθώς και ο δικηγόρος ενδέχεται να τιμωρηθεί. Ο Αιτητής προέβαλε, μάλιστα, πως μία φορά που είχε κατηγορηθεί για ομοφυλοφιλία είχε αναζητήσει δικηγόρο (βλ. ερυθρά 74 1Χ του Δ.Φ.).
Καθώς ο συγκεκριμένος ισχυρισμός προβλήθηκε πρώτη φορά κατά τη συμπληρωματική συνέντευξη του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε περαιτέρω ερωτήσεις. Ο Αιτητής, ερωτηθείς σχετικά, αποκρίθηκε πως οι αρχές είχαν υποπτευθεί τον σεξουαλικό του προσανατολισμό λόγω του τρόπου με τον οποίον ντυνόταν και πως, λόγω μίας τέτοιας υποψίας, οι αρχές παίρνουν το κινητό σου και ελέγχουν τα μηνύματά σου ενώ, εάν βρίσκεσαι σε κάποιο κλαμπ και στέκεσαι με διαφορετικό τρόπο, οι αρχές ενδέχεται να σε ανακρίνουν. Ο Αιτητής, βέβαια, ισχυρίστηκε ότι δε θυμόταν εάν είχε κατηγορηθεί για ομοφυλοφιλία ή εάν απλώς υπήρχαν υποψίες για τον σεξουαλικό του προσανατολισμό (βλ. ερυθρά 74 2Χ, 3Χ του Δ.Φ.). Ως προς τις συνθήκες που δημιούργησαν την εν λόγω υποψία, ο Αιτητής ερωτήθηκε εάν βρισκόταν σε κάποιο κλαμπ και απάντησε πως μπορείς να βρίσκεσαι οπουδήποτε, ακόμα και να περπατάς στον δρόμο (βλ. ερυθρά 74 4Χ του Δ.Φ.). Ο αρμόδιος λειτουργός επανέλαβε ότι τον ενδιαφέρει η προσωπική εμπειρία του Αιτητή, και ο Αιτητής προέβαλε ότι είχαν υποψιαστεί τον σεξουαλικό προσανατολισμό του και για τον λόγο αυτό αναζήτησε δικηγόρο. Ωστόσο, ο δικηγόρος αρνήθηκε να τον αναλάβει λόγω του ότι η ομοφυλοφιλία είναι παράνομη στο Καμερούν. Ερωτηθείς ως προς το πως τον υποπτεύθηκαν, ο Αιτητής δήλωσε πως τον υποπτεύθηκαν από τον τρόπο που ντυνόταν καθώς και επειδή τον έβλεπαν συνέχεια μαζί με τον τότε σύντροφό του (βλ. ερυθρά 73 1Χ, 2Χ του Δ.Φ.).
Ως προς το εάν ο Αιτητής εκφράζει ανοιχτά τον σεξουαλικό προσανατολισμό του στη Δημοκρατία, ο Αιτητής απάντησε θετικά λέγοντας πως έχει γνωρίσει ένα ομοφυλόφιλο άτομο στην Κύπρο. Προσέθεσε δε, αναφορικά με το γεγονός ότι η ομοφυλοφιλία είναι αποδεκτή στη Δημοκρατία, ότι αισθάνεται καλά και νιώθει ελευθερία (βλ. ερυθρά 13 του Δ.Φ.).
Ερωτηθείς τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής δήλωσε ότι θεωρεί πως η ζωή του θα βρεθεί σε κίνδυνο (βλ. ερυθρά δ΄ψ1Χ του Δ.Φ.).
Ερωτηθείς ως προς το εάν μπορεί να μετεγκατασταθεί σε άλλη περιοχή του Καμερούν, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι θεωρητικά μπορεί ωστόσο μπορεί να υποστεί δίωξη (βλ. ερυθρά 12 1Χ του Δ.Φ.).
Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε δύο (2) ουσιώδεις ισχυρισμούς απορρέοντες από το αφήγημα του Αιτητή.
Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά τα προσωπικά στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ο οποίος και έγινε αποδεκτός. Ειδικότερα έγινε αποδεκτό το ότι ο Αιτητής πρόκειται για πολίτη Καμερούν, με τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής το Tombel στην περιοχή Southwest. Αποδεκτό έγινε επίσης και το ότι είναι Bakossi ως προς την εθνοτική καταγωγή του καθώς και ότι ομιλεί αγγλικά, λίγα γαλλικά και τη διάλεκτο Bakossi.
Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός, ήτοι το ότι ο Αιτητής είναι ομοφυλόφιλος, έτυχε απόρριψης από τον αρμόδιο λειτουργό καθώς κρίθηκε ότι ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να στοιχειοθετήσει την εσωτερική του αξιοπιστία. Κατά την εξέταση του συγκεκριμένου ισχυρισμού ο αρμόδιος λειτουργός ακολούθησε τη μέθοδο DSSH (Difference, Stigma, Shame and Harm), η οποία είναι εγκεκριμένη από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHCR) και τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης (ΙΟΜ) ως καλή πρακτική μεθόδου εξέτασης αιτημάτων ασύλου που αφορούν τον σεξουαλικό προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου. Το σκεπτικό της συγκεκριμένης μεθόδου δε, είναι το ότι τα άτομα που ανήκουν στην ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα έχουν ορισμένα χαρακτηριστικά τα οποία είναι κοινά και για τα οποία η πλειοψηφία των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων μπορεί να υπεισέλθει σε συζητήσεις.
Ο αρμόδιος λειτουργός, συνεπώς, ξεκινώντας από την εξέταση του στοιχείου της διαφορετικότητας, σημείωσε αρχικά ότι ο Αιτητής υπήρξε συνεκτικός ως προς το ότι συνειδητοποίησε ότι ελκύεται από άντρες σε ηλικία 15 – 16 ετών, ενώ κρίθηκε ότι υπήρξε και ακριβής ως προς το ότι τότε βρισκόταν στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση καθώς, σύμφωνα με τις ημερομηνίες που παρέθεσε στον αρμόδιο λειτουργό, οι δηλωθείσες ημερομηνίες φοίτησής του στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση συνέπιπταν με τη δηλωθείσα ηλικία του. Περαιτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε πως ο Αιτητής αναφέρθηκε με σαφήνεια στις σκέψεις και τα συναισθήματά του όταν συνειδητοποίησε την ομοφυλοφιλία του. Οι δηλώσεις του περί του ότι του άρεσε να βρίσκεται ανάμεσα σε άντρες, ότι ένιωθε έλξη προς αυτούς και πως τους προσέφερε πράγματα προκειμένου να μπορεί να τους αγγίζει, κρίθηκαν επαρκώς συγκεκριμένες. Ομοίως, συνεκτική κρίθηκε και η αναφορά του στην «εσωτερική μάχη» ανάμεσα στο ότι αισθανόταν ένα όμορφο και εγγενές συναίσθημα και στην ανάγκη του για αλλαγή λόγω της Χριστιανικής του πίστης. Ο αρμόδιος λειτουργός τόνισε και την τελική αποδοχή της σεξουαλικής ταυτότητας του Αιτητή ως κομματιού της προσωπικότητάς του καθώς, σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου του Αιτητή, πρόκειται για ένα εγγενές συναίσθημα το οποίο είναι αδύνατο να αλλάξει.
Ωστόσο, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε πως ο Αιτητής δεν υπήρξε εξίσου αναλυτικός στο πως διαπίστωσε τη σεξουαλική ταυτότητά του, καθώς η εξήγησή του όπως και η περιγραφή των συναισθημάτων του λόγω της συνειδητοποίησης αυτής κρίθηκε αόριστη από τον αρμόδιο λειτουργό.
Ως προς τις σχέσεις που είχε συνάψει, σημειώθηκε από τον λειτουργό ο ισχυρισμός του Αιτητή περί του ότι δεν είχε συνάψει ποτέ του σχέση με κοπέλα όπως και το ότι είχε συνάψει δεσμούς με τρεις άντρες. Ως προς το τελευταίο αυτό στοιχείο ο λειτουργός τόνισε πως ο Αιτητής υπήρξε μη λεπτομερής και μη συγκεκριμένος στις δηλώσεις του. Επισημάνθηκε ότι, παρά τις πολλαπλές ευκαιρίες που του δόθηκαν, εντούτοις δεν κατέστη εφικτή η δημιουργία μίας ξεκάθαρης εικόνας για τους δεσμούς του. Υπογραμμίστηκε ότι κάτι τέτοιο θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο καθώς μία εκ των σχέσεων του κράτησε για διάστημα δύο ετών, ούσα παράλληλα και η πρώτη σχέση του Αιτητή. Παράλληλα, ο λειτουργός διαπίστωσε ότι η αναφορά του Αιτητή στους συντρόφους του υπήρξε επιφανειακή και απουσίαζε το προσωπικό στοιχείο αλλά και οι ενδείξεις συναισθηματικού δεσμού μεταξύ τους. Τα συγκεκριμένα στοιχεία παρατηρήθηκαν δε από τον λειτουργό και στις δύο συνεντεύξεις του Αιτητή, ενώ εντοπίστηκαν και περαιτέρω αντιφάσεις καθώς ενώ στην πρώτη συνέντευξη δήλωσε πως το όνομα του πρώτου συντρόφου του ήταν Eric στη δεύτερη αναφέρθηκε σε αυτόν ως Mungwele Jude, όντας παράλληλα ανίκανος να ανακαλέσει τα ονόματα των έτερων δύο συντρόφων του. Ο λειτουργός κατέγραψε πως οι συγκεκριμένες αντιφάσεις τέθηκαν στον Αιτητή προς διευκρίνηση, ωστόσο οι απαντήσεις του δεν κρίθηκαν επαρκείς. Ειδικότερα, το ότι ο Eric έχει τρία ονόματα και ο Αιτητής παρέλειψε να αναφερθεί σε αυτόν με το πλήρες όνομά του κρίθηκε μη λογικό από τη στιγμή που η σχέση τους ήταν μεγάλο σε διάρκεια. Επίσης, η αιτιολογία του Αιτητή περί του ότι δε θυμάται τα ονόματα των συντρόφων του λόγω της κατάστασης της υγείας του αξιολογήθηκε επίσης ως μη ευλογοφανής από τον αρμόδιο λειτουργό.
Προχωρώντας στην εξέταση της ντροπής και του στίγματος, ο λειτουργός επεσήμανε ότι ο Αιτητής υπήρξε συγκεκριμένος ως προς την αμφιθυμία του σχετικά με το ότι ένιωθε άσχημα και ανάγκη να αλλάξει, ωστόσο αποδέχτηκε πως ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός του είναι κάτι που δεν υπόκειται σε αλλαγή. Επιπρόσθετα, ο λειτουργός κατέληξε πως ο Αιτητής υπήρξε επίσης συνεκτικός αναφορικά με το ότι κανένας πλην των ερωτικών συντρόφων του δεν ήξερε για τον σεξουαλικό προσανατολισμό του λόγω του φόβου του μη μαθευτεί μια τέτοια πληροφορία που θα τον εξέθετε σε κίνδυνο τόσο από το κράτος όσο και από το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Τονίστηκε, ωστόσο, από τον λειτουργό πως καθ’ όλη τη διάρκεια της συνέντευξης ο Αιτητής δεν εξέφρασε αισθήματα ντροπής αλλά ούτε και αναφέρθηκε σε περιστατικά όπου βίωσε στίγμα λόγω του σεξουαλικού προσανατολισμού του. Ο αρμόδιος λειτουργός σημείωσε σχετικά, βέβαια, πως θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο να αναφερθεί ο Αιτητής εκτενέστερα στην απομόνωση και την περιθωριοποίηση που υφίστανται τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα στο Καμερούν.
Εξετάζοντας τις απαντήσεις του Αιτητή για το πως αισθάνεται λόγω των αντιλήψεων της καμερουνέζικης κοινωνίας απέναντι στην ομοφυλοφιλία, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι ο Αιτητής δεν υπήρξε συγκεκριμένος καθώς οι απαντήσεις του υπήρξαν μονολεκτικές και αόριστες. Ομοίως, ως προς την ορατότητα του σεξουαλικού του προσανατολισμού, ο λειτουργός επεσήμανε πως, αν και ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν είχε εκφράσει λόγω του φόβου του τη σεξουαλικότητά του, ωστόσο κατόρθωσε να έχει συνάψει τρεις διαφορετικές σχέσεις με άτομα του ιδίου φύλου στο Καμερούν. O λειτουργός έκρινε περαιτέρω ότι ο Αιτητής δεν υπήρξε συγκεκριμένος σε ό,τι αφορά τις δηλώσεις του που περιστρέφονταν γύρω από τον τρόπο με τον οποίο κράτησε κρυφό τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, ιδιαίτερα λόγω του ότι είχε τρεις συντρόφους με τους οποίους συναντιόταν στο οικογενειακό του σπίτι. Όταν ερωτήθηκε για τον λόγο για τον οποίο πίστευε ότι υποψιάζονταν η οικογένειά του ότι είναι ομοφυλόφιλος, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε πως η απάντησή του ήταν μη συνεκτική καθώς αναφέρθηκε σε ένα περιστατικό σύλληψης επ’ αυτοφώρω φίλου του το οποίο δεν απαντούσε ευθέως στο ερώτημα που τέθηκε. Ακόμη όμως και για το περιστατικό αυτό επισημάνθηκε από τον λειτουργό ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει επαρκείς πληροφορίες και να το συνδέσει με την υποψία περί ομοφυλοφιλίας του. Τέλος, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε πως ο Αιτητής υπήρξε γενικόλογος και μη συγκεκριμένος και κατά την αφήγηση περιστατικού άρνησης ενός δικηγόρου να τον συνδράμει όταν υπήρχαν υποψίες σε βάρος του περί ομοφυλοφιλίας, ενώ ταυτόχρονα δεν κατάφερε να δώσει μία ολοκληρωμένη αφήγηση μίας προσωπικής εμπειρίας για την οποία απαιτήθηκε η συνδρομή του δικηγόρου καθώς επαναλάμβανε γενικόλογα περιπτώσεις όπου ομοφυλόφιλα άτομα παρενοχλούνται.
Σε ό,τι αφορά το στοιχείο της βλάβης, την οποία ενδεχομένως να υπέστη ο Αιτητής ως ομοφυλόφιλο άτομο, ο λειτουργός επεσήμανε ότι ο Αιτητής δεν ανέφερε κανένα περιστατικό όπου υπέστη προσωπικά βλάβη εξαιτίας του σεξουαλικού του προσανατολισμού, παρ’ όλο που είχε τρεις ομοφυλοφιλικές σχέσεις στο Καμερούν.
Ο λειτουργός καταλήγοντας αναφέρει ότι ο Αιτητής δεν προσδιόρισε επαρκώς τα συναισθήματα και τις εμπειρίες της διαφορετικότητας, του στίγματος και της ντροπής και συνεπώς δεν υφίσταται λόγος να γίνει αποδεκτός ο ισχυρισμός περί του ότι ο Αιτητής είναι ομοφυλόφιλος. Ο λειτουργός συνεχίζει λέγοντας ότι ούτε τεκμηριώθηκε ότι γινόταν αντιληπτός ως ομοφυλόφιλο άτομο από την ευρύτερη κοινωνία, αφού ο Αιτητής δεν ανέφερε κανένα περιστατικό σε βάρος του λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού και, συνεπώς, τίθεται υπό αμφισβήτηση η αξιοπιστία της δήλωσής του περί του ότι είχε γίνει αντιληπτός ως ομοφυλόφιλο άτομο από την κοινωνία του Καμερούν.
Στα πλαίσια εξέτασης της εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού, ο λειτουργός παρέθεσε πλήθος πηγών που συνηγορούν υπέρ της ύπαρξης συστηματικών και σοβαρών διακρίσεων σε βάρος των ομοφυλόφιλων ατόμων και των παραβιάσεων των δικαιωμάτων τους στη χώρα καταγωγής του Αιτητή. Εντούτοις η εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή δεν θεμελιώθηκε και, συνεπώς, ο σχετικός ισχυρισμός απορρίφθηκε.
Υπό το φως του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, ήτοι το ότι πρόκειται για υπήκοο Καμερούν με καταγωγή από τις αγγλόφωνες περιοχές της χώρας και συγκεκριμένα από την περιοχή Southwest, οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν πως υπάρχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί ο Αιτητής συμπεριφορά που να ισοδυναμεί με δίωξη ή με σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν. Σχετικώς οι Καθ’ ων η αίτηση παρέθεσαν πληροφορίες για την κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή Southwest.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, οι Καθ΄ ων η αίτηση κατέληξαν στο ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή σε ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς.
Κατά την αξιολόγηση του νομοθετικού πλαισίου σχετικά με τις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, κρίθηκε ότι δεν υπάρχει για τον αιτητή, στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής, κίνδυνος θανατικής ποινής ή εκτέλεσης (άρθρο 19(2)(α) του Περί Προσφύγων Νόμου).
Εξετάζοντας το ενδεχόμενο να τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(β) του Περί Προσφύγων Νόμου, εξαιτίας της ασθένειας (ηπατίτιδα Β) που αντιμετωπίζει ο Αιτητής, ο λειτουργός παρέθεσε πληροφορίες σχετικά με την αντιμετώπιση της ασθένειας στο Καμερούν καταλήγοντας στο ότι ο Αιτητής μπορεί να λάβει θεραπεία στο Καμερούν και άρα δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(β) του Περί Προσφύγων Νόμου. Ειδικότερα, ο αρμόδιος λειτουργός παρέθεσε πληροφορίες οι οποίες αναφέρουν πως το 2020 τα δημόσια νοσοκομεία της χώρας έστειλαν εργαζομένους στον τομέα της υγείας για να εντοπίσουν άτομα που πάσχουν από ηπατίτιδα β και να διασφαλίσουν ότι τα άτομα αυτά λαμβάνουν θεραπευτική αγωγή και έχουν εμβολιαστεί. Παράλληλα αναφέρθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό και πως δραστηριοποιούνται Μη Κυβερνητικοί Οργανισμοί στη χώρα καταγωγής του Αιτητή αναφορικά με τους ασθενείς που πάσχουν από ηπατίτιδα, ενώ μελέτη του νοσοκομείου του Limbe στην περιοχή Southwest, 3 ώρες από το Tombel, έδειξε πως το 85% των εργαζομένων του διαθέτει γνώσεις πάνω στην ηπατίτιδα. Συνεπώς, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε πως ο Αιτητής δύναται να λάβει θεραπεία στη χώρα καταγωγής του.
Αναφορικά δε με το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν στο ότι δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να κινδυνεύσει από βία ασκούμενη αδιακρίτως λόγω εσωτερικής ή διεθνούς ένοπλης σύρραξης σε περίπτωση επιστροφής του στο Tombel της περιοχής Southwest. Έπειτα από παράθεση σχετικών ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν πως δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής, απλώς και μόνο λόγω της παρουσίας του στην περιοχή, να κινδυνεύσει ως μέρος του άμαχου πληθυσμού. Ο αρμόδιος λειτουργός τόνισε σχετικώς ότι ο Αιτητής πρόκειται για έναν άντρα νεαρής ηλικίας, με εργασιακή εμπειρία, ο οποίος λαμβάνει θεραπεία για την ηπατίτιδα β και ο οποίος έχει τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής το Tombel της περιοχής Southwest. Ο αρμόδιος λειτουργός προσέθεσε, επίσης, ότι ο Αιτητής διαθέτει υποστηρικτικό δίκτυο αποτελούμενο από την οικογένειά του καθώς και ότι το Tombel χαρακτηρίζεται από σχετικά σταθερή κατάσταση ασφαλείας.
Καταληκτικά, η αίτηση διεθνούς προστασίας του Αιτητή απορρίφθηκε τόσο ως προς το προσφυγικό καθεστώς όσο και αναφορικά με το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, ο Αιτητής κλήθηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προκειμένου να του τεθούν ερωτήσεις αναφορικά με την ουσία του αιτήματος διεθνούς προστασίας του και, ειδικότερα, αναφορικά με τον ισχυρισμό περί του σεξουαλικού του προσανατολισμού ο οποίος και απορρίφθηκε. Κατά την ακροαματική διαδικασία της 18/10/2023 ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι συνειδητοποίησε ότι ελκύεται ερωτικά από τους άντρες σε ηλικία 15 – 16 ετών. Ως προς την περιγραφή του εσωτερικού του ψυχισμού κατά τη συνειδητοποίηση του σεξουαλικού του προσανατολισμού ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ήταν κάτι το οποίο ένιωθε μέσα του όταν έβλεπε τα άλλα αγόρια στο σχολείο, ενώ επιβεβαίωσε ότι η ζωή του και η καθημερινότητά του δεν άλλαξαν με κάποιον τρόπο έπειτα από τη συνειδητοποίηση του ότι είναι ομοφυλόφιλος. Ο Αιτητής επανέλαβε, επίσης, ότι είχε συνάψει τρεις δεσμούς με άντρες στη χώρα καταγωγής του και δήλωσε τα ονόματα των συντρόφων του ως Erik, ο οποίος ήταν και η πρώτη σχέση του Αιτητή, Henry και Cendrick. Έπειτα από σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου ο Αιτητής προέβαλε ότι ο πιο σημαντικός δεσμός του ήταν με τον Erik, καθώς πήγαιναν μαζί σχολείο και σταδιακά άρχισαν να έρχονται πιο κοντά. Η συγκεκριμένη σχέση κράτησε ένα χρόνο και μερικούς μήνες. Ερωτηθείς ως προς τον τρόπο με τον οποίο η σχέση του έμεινε κρυφή, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι διατηρούσε το δικό του δωμάτιο στο σπίτι και ο Erik ερχόταν για να μελετήσουν μαζί. Ως προς τις δραστηριότητες που έκαναν μαζί ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι πήγαιναν σε εστιατόρια. Σε περαιτέρω ερωτήσεις του Δικαστηρίου ο Αιτητής προέβαλε ότι δε γνωρίζει εάν υπάρχει κοινότητα ΛΟΑΤΚΙ ατόμων στο Tombel και επιβεβαίωσε ότι στον τόπο συνήθους διαμονής του δεν ήξεραν για τον σεξουαλικό του προσανατολισμό αλλά ο ίδιος φοβόταν για τυχόν ανακάλυψή του. Ο Αιτητής επιβεβαίωσε επίσης ότι αισθανόταν ντροπή υπό την έννοια ότι με τον σύντροφό του έπρεπε να τα κάνει όλα μυστικά, ενώ δήλωσε ότι ορισμένες φορές άλλαζε συμπεριφορά. Αναφορικά με το εάν ένιωσε ποτέ διάκριση λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού, ο Αιτητής προέβαλε ότι όταν άρχισαν να καταλαβαίνουν (ενν. τον σεξουαλικό προσανατολισμό του) άρχισε να ψάχνει για δικηγόρο, ωστόσο ο δικηγόρος του είπα να είναι προσεκτικός και πως δε μπορεί να τον αναλάβει. Ως προς το ποιοι τον υποπτεύτηκαν ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι τον έβλεπαν με τον σύντροφό του, ενώ σε σχετική διευκρινιστική ερώτηση ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι δεν τον έβλεπαν και πως οι φίλοι είπαν κάτι. Ο Αιτητής επανέλαβε ότι δεν είχε αντιμετωπίσει κάποια μορφή βίας λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού και πως εκφραζόταν πάντα στα κρυφά. Ως προς την ορατότητα της σεξουαλικότητάς του στη Δημοκρατία, ο Αιτητής δήλωσε ότι στην Κύπρο μπορεί να μιλήσει ελεύθερα. Δήλωσε άγνοια ως προς οργανώσεις και εκδηλώσεις της Δημοκρατίας για ΛΟΑΤΚΙ άτομα, ενώ τέλος προέβαλε ότι έχει επαφή με άτομα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας που διαβιούν στη Δημοκρατία.
Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:
Όσον αφορά τον αποδεκτό ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, συντάσσομαι με το συμπέρασμα του αρμόδιου λειτουργού ως προς τη στοιχειοθέτηση της εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας των λεγομένων του Αιτητή. Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τα όσα δηλώθηκαν ενώπιον του αρμόδιου λειτουργού, τόπος καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή είναι το Tombel της περιοχής Southwest.
Ωστόσο, μελετώντας προσεκτικά την εισηγητική έκθεση του αρμόδιου λειτουργού, διαπιστώνω ότι ο ισχυρισμός που σχετίζεται με το ταξίδι του Αιτητή από το Καμερούν προς τη Δημοκρατία και τη σεξουαλική κακοποίηση που κατ’ ισχυρισμόν υπέστη από τον άνθρωπο που τον βοήθησε να ταξιδέψει, ουδέποτε δημιουργήθηκε και αξιολογήθηκε στα πλαίσια της διαδικασίας ενώπιον των Καθ’ ων η αίτηση. Παρ’ όλο που εισαγωγικώς τονίστηκε στην εισηγητική έκθεση του αρμόδιου λειτουργού (βλ. ερυθρό 148 του Δ.Φ.) ότι σύμφωνα με το έγγραφο του Γραφείου Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων της Αστυνομίας Κύπρου ο Αιτητής δεν έχει χαρακτηριστεί ως θύμα εμπορίας προσώπων, αυτό δεν σημαίνει ότι ο σχετικός ισχυρισμός δεν πρέπει να σχηματιστεί και να εξεταστεί στα πλαίσια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματος διεθνούς προστασίας του Αιτητή, καθώς μπορεί να συνδέεται με άλλες μορφές κακοποίησης και θυματοποίησης οι οποίες, αν και δεν εμπίπτουν στον ορισμό της εμπορίας προσώπων, εντούτοις ενδέχεται σε περίπτωση που ο σχετικός ισχυρισμός κριθεί αποδεκτός να δημιουργούν μελλοντοστραφής ρίσκο στον Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του ή και να λειτουργούν ως επιβαρυντικοί παράγοντες στο συνολικό προφίλ του. Υπενθυμίζεται δε ότι σύμφωνα δε με τον Πρακτικό Οδηγό της EUAA για την αξιολόγηση στοιχείων και κινδύνου, η αξιολόγηση κινδύνου είναι «μια αξιολόγηση που λαμβάνει υπόψη όλους (και μόνο) τους πραγματικούς ισχυρισμούς (παρελθοντικούς και μελλοντικούς), τις προσωπικές συνθήκες του αιτούντος, και τις επί του παρόντος διαθέσιμες πληροφορίες».[2] Συνεπώς, και με βάση τις εξουσίες που διαθέτει το παρόν Δικαστήριο, θα προχωρήσω στον σχηματισμό και στην εξέταση του ισχυρισμού περί του ότι «ο Αιτητής έπεσε θύμα σεξουαλικής κακοποίησης στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές μέσω του προσώπου που τον βοήθησε στο ταξίδι του και με τον οποίο είχε γνωριστεί στη χώρα καταγωγής του».
Ανατρέχοντας, συνεπώς, στο πρακτικό της συνέντευξης διαπιστώνω ότι ο Αιτητής υπήρξε αρκούντως αναλυτικός και συγκεκριμένος όσον αφορά τον υπό εξέταση ισχυρισμό. Παράλληλα, δεν εντοπίστηκαν στα λεγόμενά του ουσιώδεις ασυνέπειες ή αντιφάσεις. Ειδικότερα, και όσον αφορά τη γνωριμία του με τον άνθρωπο αυτό, ο Αιτητής υπήρξε ακριβής και συνεκτικός στο ότι ονομαζόταν Wallie, ήταν τουρκικής καταγωγής, και πως η γνωριμία τους έγινε στο Tombel, το οποίο ο τελευταίος δήλωσε στον Αιτητή ότι το είχε επισκεφθεί για τουριστικούς λόγους. Ζητήθηκε από τον Αιτητή να παραθέσει περισσότερες πληροφορίες για τη γνωριμία τους και ο Αιτητής, χρησιμοποιώντας βιωματικές και λεπτομερείς περιγραφές, προέβαλε ότι γνωρίστηκαν σε ένα νυχτερινό κέντρο της περιοχής και πως, ως ντόπιος, προθυμοποιήθηκε να τον ξεναγήσει στην περιοχή. Καθώς άρχισαν να αναπτύσσουν φιλικές σχέσεις, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι του εκμυστηρεύτηκε την επιθυμία του να φύγει από τον τόπο συνήθους διαμονής του. Τότε ο Wallie προθυμοποιήθηκε να τον βοηθήσει. Σε μετέπειτα ερωτήσεις του λειτουργού ο Αιτητής, εξίσου συνεκτικά με τις προηγούμενες απαντήσεις του, δήλωσε ότι τον προσέγγισε με φιλικές προθέσεις και πως η μεταξύ τους επαφή κράτησε περί τους δύο μήνες. Επιβεβαίωσε ότι δεν είχαν σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ τους και πως δεν υπήρξε κάποια συγκεκριμένη συμφωνία αναφορικά με τη μεταφορά του Αιτητή στη Δημοκρατία, παρά μόνο η καλή πίστη που ο Αιτητής θεωρούσε ότι είχε το συγκεκριμένο πρόσωπο. Σε ερώτηση του λειτουργού για περισσότερες πληροφορίες για τον Wallie, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο άνθρωπος αυτός του συστήθηκε ως επιχειρηματίας (βλ. ερυθρά 27, 26 του Δ.Φ).
Ως προς τη σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη, ο Αιτητής υπήρξε αναλυτικός ως προς τις δηλώσεις του και η αφήγησή του διακατεχόταν από περιγραφές που παρέπεμπαν σε καταστάσεις βιωθείσες από εκείνον. Ο Αιτητής υπήρξε συνεκτικός στο ότι, μόλις έφτασαν μαζί στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, ο Wallie του είπε ότι θα πρέπει να εργαστεί για λογαριασμό του προκειμένου να του αποπληρώσει τα έξοδα για το ταξίδι του Αιτητή από το Καμερούν. Ο Αιτητής, με τρόπο βιωματικό, περιέγραψε ότι είπε στον Wallie πως δεν υπάρχει πρόβλημα και πως θα προσπαθήσει να βρει κάποιου είδους εργασία, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν έγινε αποδεκτό από το εν λόγω άτομο. Αντιθέτως, ο Αιτητής περιέγραψε ότι ο Wallie έφερνε διάφορους φίλους του στο σπίτι όπου διέμενε με τον Αιτητή, και από το οποίο ο Αιτητής δε μπορούσε να εξέλθει, οι οποίοι συνευρίσκονταν σεξουαλικώς με τον Αιτητή. Ο Αιτητής συνέχισε την αφήγησή του λέγοντας ότι αρνήθηκε, ωστόσο λόγω της άρνησής του ήρθε αντιμέτωπος με απειλές για σωματική βία καθώς και με απειλές κατά της ζωής του (βλ. ερυθρά 29 4Χ του Δ.Φ.).
Αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο ο Αιτητής απόδρασε, διαπιστώνω ότι κατά τη συνέντευξή του υπήρξε αρκούντως περιγραφικός ως προς τον τρόπο που αυτό συνέβη, λέγοντας ότι ένας εκ των ανθρώπων που ο διακινητής του έφερε στο σπίτι τον λυπήθηκε όταν έμαθε ότι βρισκόταν εκεί παρά τη θέλησή του και δρομολόγησε το να τον πάρει από το σπίτι αυτό. Περαιτέρω, το ότι ο Αιτητής δήλωσε ότι δε γνωρίζει τι ειπώθηκε μεταξύ του διακινητή του και του ανθρώπου αυτού, παραπέμπει σε βιωθέν περιστατικό καθώς δεν είναι ευλόγως αναμενόμενο από τον Αιτητή να γνωρίζει τη γλώσσα που ομιλείται στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές (βλ. ερυθρά 28 1Χ του Δ.Φ.). Περαιτέρω ο Αιτητής υπήρξε ακριβής ως προς την ημερομηνία απόδρασής του, δηλώνοντας ότι αυτό συνέβη στις 09/02/2020 (βλ. ερυθρά 28 2Χ του Δ.Φ.).
Τέλος, ο Αιτητής υπήρξε συνεπής στη δήλωσή του ως προς το ότι έπειτα από την απόδρασή του δεν έχει έρθει σε επικοινωνία εκ νέου με το εν λόγω άτομο. Παράλληλα, ερωτηθείς εάν ταξίδεψε μόνος του με τον Wallie, ο Αιτητής συνεκτικά απάντησε θετικά, προσθέτοντας ωστόσο ότι ο Wallie του είχε αναφέρει ότι σκοπεύει να επιστρέψει στο Καμερούν για να πάρει και άλλα άτομα μαζί του (βλ. ερυθρά 25 του Δ.Φ.).
Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, αρχικά πρέπει να τονιστεί το ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός αποτελεί ισχυρισμό που ανάγεται στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής του Αιτητή και για τον λόγο αυτό δεν είναι εφικτή η αναζήτηση πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Ωστόσο, γενικές πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή επιβεβαιώνουν ότι άτομα από το Καμερούν πέφτουν θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Ειδικότερα, σε έκθεση του Υπουργείου Εσωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (US DOS) αναφέρεται ότι διακινητές εκμεταλλεύονται Καμερουνέζους που προέρχονται από τα πιο «μειονεκτικά» κοινωνικά στρώματα, ιδίως άτομα από αγροτικές περιοχές, προς καταναγκαστική εργασία και σεξουαλική εμπορία σε χώρες της Μέσης Ανατολής (ιδίως στο Κουβέιτ και τον Λίβανο), στην Ταϊλάνδη, καθώς και στην Ευρώπη (συμπεριλαμβανομένης της Ελβετίας και της Κύπρου), στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε πολλές αφρικανικές χώρες (συμπεριλαμβανομένου του Μπενίν και της Νιγηρίας). Οι περισσότεροι Καμερουνέζοι που υφίστανται εκμετάλλευση στο εξωτερικό είναι μεταξύ 20 και 38 ετών και προέρχονται, μεταξύ άλλων, και από τις περιοχές Northwest και Southwest. [3]
Ως προς τον ισχυρισμό περί του σεξουαλικού προσανατολισμού του Αιτητή, συντάσσομαι με το συμπέρασμα των Καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με την απόρριψη του εν λόγω ισχυρισμού. Διαβάζοντας τις δύο συνεντεύξεις του Αιτητή αλλά και τις δηλώσεις του κατά την ακροαματική διαδικασία, διαπιστώνω ότι δεν κατέστη εφικτή η υποστήριξη του εν λόγω ισχυρισμού και, κατά συνέπεια, ορθώς απορρίφθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό. Αρχικά, και όσον αφορά την διερευνητική διαδικασία που ακολουθήθηκε, παρατηρώ ότι ο αρμόδιος λειτουργός εφάρμοσε την ορθή διερευνητική διαδικασία, καθώς οι ερωτήσεις που τέθηκαν στον Αιτητή ήταν επαρκείς, ανοικτού τύπου ακολουθούμενες από ερωτήσεις κλειστού τύπου, και κάλυψαν τον πυρήνα αιτήματος διεθνούς προστασίας του Αιτητή αλλά και τυχόν επιμέρους θεματικές. Παράλληλα, σε πολλά σημεία των συνεντεύξεων του Αιτητή διαπιστώνω ότι του δόθηκαν ευκαιρίες με διευκρινιστικές ερωτήσεις ή με αναδιατύπωση ερωτήσεων ούτως ώστε να προσθέσει περισσότερες λεπτομέρειες στα ήδη λεχθέντα ή να αποσαφηνίσει τυχόν ασυνέπειες που παρατηρήθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό.
Τούτου λεχθέντος και με βάση το σύνολο του υλικού που έχω ενώπιόν μου, διαπιστώνω ότι παρά το γεγονός ότι ο Αιτητής, όπως επισημάνθηκε και από τον αρμόδιο λειτουργό στην έκθεση – εισήγησή του, υπήρξε συνεκτικός ως προς ορισμένα σημεία του αφηγήματός του, όπως την ηλικία που συνειδητοποίησε τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, το ότι η ζωή του δεν άλλαξε κάπως έπειτα από αυτή τη συνειδητοποίηση, το ότι δεν υπέστη κάποιου είδους διάκριση, καθώς και το ότι δεν είχε εκφράσει δημόσια στη χώρα καταγωγής του τον σεξουαλικό του προσανατολισμό με τους μόνους που γνώριζαν γι’ αυτό να είναι οι τρεις ερωτικοί του σύντροφοι, εντούτοις δεν ήταν αρκούντως περιγραφικός και αναλυτικός στα περισσότερα σημεία του αφηγήματός του. Πρέπει να τονιστεί, ωστόσο, ότι αν και ο Αιτητής υπήρξε συνεκτικός στις ανωτέρω δηλώσεις του, υπό την έννοια ότι δεν εντοπίστηκαν στα λεγόμενά του ασυνέπειες ή αντιφάσεις, εντούτοις υπήρξε επιφανειακός και δεν υπεισήλθε σε λεπτομέρειες βιωματικού χαρακτήρα. Κατά τις διευκρινιστικές ερωτήσεις αναφορικά με τις συγκεκριμένες δηλώσεις δε, οι απαντήσεις του Αιτητή υπήρξαν αόριστες και με πλήρη απουσία βιωματικού στοιχείου. Η επιφανειακότητα και η γενικολογία του Αιτητή έχει εντοπιστεί από τον αρμόδιο λειτουργό και, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω, το Δικαστήριο υιοθετεί την εκτίμηση αυτή.
Κατά συνέπεια, συντάσσομαι με το συμπέρασμα του αρμόδιου λειτουργού περί του ότι ο Αιτητής υπήρξε αόριστος και ασαφής ως προς τις συνθήκες συνειδητοποίησης του σεξουαλικού του προσανατολισμού καθώς, αν και ανέφερε ότι επρόκειτο για ένα εγγενές συναίσθημα, απέτυχε να εξηγήσει με επάρκεια το πως το συναίσθημα αυτό δημιουργήθηκε και εξελίχθηκε. Στις σχετικές ερωτήσεις που του τέθηκαν ο Αιτητής αορίστως επαναλάμβανε ότι του άρεσε να βρίσκεται ανάμεσα σε άντρες και πως το ένιωθε ως ένα φυσικό συναίσθημα (βλ. ερυθρά 22 3Χ, 21 2Χ, 72 1Χ, 2Χ του Δ.Φ.). Παρά τις πολλαπλές ευκαιρίες που του δόθηκαν οι ισχυρισμοί του παρέμειναν, εκτός από επαναλαμβανόμενοι, και επιφανειακοί, καθώς δεν εξειδίκευσε περαιτέρω το συναίσθημα αυτό ή τη λογική διεργασία με την οποία κατέληξε στο ότι πρόκειται για ένα φυσιολογικό συναίσθημα από τη στιγμή που διαβιούσε σε μία κοινωνία που θεωρεί την ομοφυλοφιλία κατακριτέα.
Όσον αφορά τους δεσμούς που κατ’ ισχυρισμόν είχε δημιουργήσει ο Αιτητής με άτομα του ιδίου φύλου στο Καμερούν, επίσης συντάσσομαι με το συμπέρασμα του αρμόδιου λειτουργού περί του ότι υπήρξε γενικόλογος και μη λεπτομερής. Δε μπορώ επίσης να παραβλέψω και το ότι παρά το γεγονός ότι οι σύντροφοί του ήταν τρεις στον αριθμό, εντούτοις έλειπαν από τις απαντήσεις του τα βιωματικά εκείνα στοιχεία που θα εξατομίκευαν τον κάθε έναν εξ’ αυτών και που θα συνηγορούσαν στο ότι πρόκειται για περιστατικά όντως βιωθέντα από τον Αιτητή. Δε γίνεται να παραλειφθεί και το ότι κατά τη συμπληρωματική του συνέντευξη ανέφερε λάθος το όνομα του πρώτου του συντρόφου σε σχέση με το όνομα που είχε δηλώσει στην πρώτη του συνέντευξη, ενώ προέβαλε αδυναμία ενθύμησης των ονομάτων των έτερων δύο συντρόφων του. Καθώς πρόκειται για άτομα που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη ζωή του Αιτητή, όντας οι σύντροφοί του σε μία κοινωνία που απορρίπτει και καταδικάζει την ομοφυλοφιλία, θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο το να θυμάται τα πλήρη ονόματά τους. Ομοίως, για τους ίδιους λόγους, καθώς και λόγω του ότι ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι δεν εξέφραζε την ομοφυλοφιλία του δημοσίως, θα ήταν επίσης ευλόγως αναμενόμενο να είναι εφικτό το να είναι σε θέση να ανακαλέσει με τρόπο σαφή και βιωματικό τη γνωριμία τους, το πως προσεγγίστηκαν και το πως η σχέση τους εξελίχθηκε από γνωριμία σε ερωτικό δεσμό. Αντιθέτως, η επικαλούμενη άγνοια του Αιτητή επιδρά με αρνητικό πρόσημο στην αξιοπιστία των λεγομένων του.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό του περί του ότι υπήρξαν υποψίες ως προς τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, υιοθετώ την κατάληξη του αρμόδιου λειτουργού περί του ότι ο Αιτητής υπήρξε μη συγκεκριμένος και μη συνεκτικός. Αρχικά, κατά την πρώτη του συνέντευξη, ο Αιτητής ερωτήθηκε εάν υποπτευόταν κανείς τον σεξουαλικό προσανατολισμό του. Στην εν λόγω ερώτηση ο Αιτητής απάντησε ασαφώς ότι υπήρχαν υποψίες ενώ, έπειτα από σχετική διευκρινιστική ερώτηση, ο Αιτητής απάντησε εξίσου αόριστα ότι υπήρχαν υποψίες λόγω της συχνής αλληλεπίδρασής του με άτομα του ιδίου φύλου (βλ. ερυθρά 15 4Χ του Δ.Φ.). Κατά τη συμπληρωματική του συνέντευξη ο Αιτητής προέβαλε ότι λόγω υποψιών για τη σεξουαλικότητά του είχε αποταθεί σε δικηγόρο προκειμένου να λάβει νομικές συμβουλές (βλ. ερυθρά 74 1Χ – 4Χ του Δ.Φ.). Ωστόσο, παρά τις πολλαπλές διευκρινιστικές ερωτήσεις του αρμόδιου λειτουργού, ο ισχυρισμός αυτός έμεινε ατεκμηρίωτος. Αρχικά ο Αιτητής δεν κατέστησε ξεκάθαρο το εάν κατηγορήθηκε ή εάν υπήρχαν υποψίες (βλ. ερυθρά 74 3Χ του Δ.Φ.), καθώς δήλωσε ότι δε θυμάται. Η συγκεκριμένη αδυναμία ενθύμησης είναι μη ευλογοφανής καθώς, από τη στιγμή που πρόκειται για κάτι που θα έθετε τον Αιτητή σε κίνδυνο, θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο να είναι σε θέση να θυμηθεί εάν επρόκειτο για επίσημη κατηγορία ή για υποψία. Περαιτέρω, συντάσσομαι και με την κρίση του λειτουργού περί του ότι οι συνθήκες γύρω από τις οποίες δημιουργήθηκε η συγκεκριμένη υποψία υπήρξαν γενικόλογες καθώς ο Αιτητής υπεξέφυγε των ερωτήσεων και αντί να αναφερθεί προσωπικά ως προς το τι συνέβη στον ίδιο μιλούσε γενικόλογα για το πως δημιουργούνται τέτοιες υποψίες για ΛΟΑΤΚΙ άτομα στο Καμερούν και για το ότι ο ίδιος αναγκάστηκε να αποταθεί σε δικηγόρο (βλ. ερυθρά 74 4Χ, 73 1Χ του Δ.Φ.).
Παράλληλα, κατά την ακροαματική διαδικασία της 18/10/2023 δόθηκε η ευκαιρία στον Αιτητή να αποσαφηνίσει ορισμένα στοιχεία που είχαν επιδράσει αρνητικά ως προς την εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του κατά τις προσωπικές του συνεντεύξεις. Ωστόσο αυτό δεν κατέστη εφικτό. Στις ερωτήσεις αναφορικά με τις σχέσεις του ο Αιτητής παρέμεινε εξίσου αόριστος και δεν κατέστη εφικτό να παράσχει βιωματικού τύπου πληροφορίες οι οποίες να προσωποποιούσαν τις σχέσεις αυτές και να παρείχαν μια σαφή εικόνα για τον τρόπο που δημιουργήθηκαν και εξελίχθηκαν. Αντιθέτως, ο Αιτητής επανέλαβε δηλώσεις που είχαν ήδη εκτεθεί κατά τις προηγούμενες συνεντεύξεις του. Παράλληλα, παρ’ όλο που κατά την ακροαματική διαδικασία ο Αιτητής ήταν σε θέση να ανακαλέσει τα ονόματα των συντρόφων του, εντούτοις δε μπορεί να υπερκαλυφθεί η αδυναμία ανακάλεσής τους κατά τη συμπληρωματική συνέντευξη καθότι πρόκειται για ασυνέπεια που άπτεται του πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας του. Ομοίως, στις ερωτήσεις που αφορούσαν την προσπάθεια εύρεσης δικηγόρου λόγω των υποψιών περί του σεξουαλικού του προσανατολισμού που υπήρχαν εις βάρος του, ο Αιτητής επανέλαβε τους ίδιους αόριστους ισχυρισμούς που είχε προβάλλει ενώπιον του αρμόδιου λειτουργού και δεν αποσαφήνισε τις ανακρίβειες που είχαν εντοπιστεί στην έκθεση – εισήγηση. Τέλος, δε μπορώ να παραβλέψω την άγνοια του Αιτητή για οργανώσεις και δράσεις που υπάρχουν στη Δημοκρατία και οι οποίες αφορούν τα άτομα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας. Παρ’ όλο που η συγκεκριμένη άγνοια δεν είναι καθοριστικής σημασίας για την απόρριψη του ισχυρισμού του Αιτητή, εντούτοις θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο ο Αιτητής να γνωρίζει ορισμένες πληροφορίες από τη στιγμή που δήλωσε ότι έχει επαφή με άτομα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας στην Κύπρο.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού τονίζεται ότι λόγω της ιδιωτικής φύσης του δεν είναι εφικτή η εξεύρεση εξωτερικών πηγών πληροφόρησης. Παρ’ όλο που υπάρχει πληθώρα εξωτερικών πηγών πληροφόρησης για τη γενικότερη κατάσταση των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων στο Καμερούν, και οι οποίες παρατέθηκαν αναλυτικά από τον αρμόδιο λειτουργό κατά την συγγραφή της έκθεσης – εισήγησής του, εντούτοις οι γενικού περιεχομένου πληροφορίες δεν επαρκούν για να κριθεί αξιόπιστος ο ισχυρισμός του Αιτητή.
Επί τη βάσει της ανωτέρω ανάλυσης, το Δικαστήριο καταλήγει, ομοίως με τους Καθ΄ ων η αίτηση, στην απόρριψη του υπό εξέταση ισχυρισμού ως μη αξιόπιστου, καθώς, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, δεν κρίνεται ότι αντικατοπτρίζει καταστάσεις όντως βιωθείσες από τον Αιτητή.
Συναφώς επισημαίνεται ότι ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στον Αιτητή «το ευεργέτημα της αμφιβολίας»,[4] όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο Αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του/της, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι είναι γενικά αξιόπιστος/η.[5] Εν προκειμένω, ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή/τρια είναι επιτρεπτή. (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).
Πέραν τούτου, επαναλαμβάνεται ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας ο Αιτητής υποβλήθηκε σε επαρκείς ερωτήσεις προκειμένου να του δοθεί η δυνατότητα να εξηγήσει κάθε πτυχή του αιτήματός του, ενώ ο αρμόδιος λειτουργός του υπέβαλε τόσο ανοιχτού τύπου ερωτήσεις όσο και ερωτήσεις διευκρινιστικές των λεγομένων του, προκειμένου να καλυφθεί τόσο ο πυρήνας του αιτήματός του, όσο και τα επί μέρους θέματα, ακολουθώντας τη ορθή διερευνητική διαδικασία, ενώ συνεργάστηκε με τον Αιτητή κατά το στάδιο του προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεώς του.[6]
Παράλληλα, οι Καθ΄ ων η αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις του Αιτητή, συνεκτιμώντας την ατομική του κατάσταση καθώς και τις προσωπικές του περιστάσεις, εκ των οποίων δεν ανέκυψε κάποιος παράγοντας ο οποίος θα μπορούσε να δικαιολογήσει την αδυναμία του να στοιχειοθετήσει τους ισχυρισμούς του κατά τρόπο που να παραπέμπουν σε βιωματικό περιστατικό. Συμπερασματικά, εξ όσων ο Αιτητής ανέφερε τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα δικαστική διαδικασία, παρατηρώ ότι δεν προκύπτει ένα σαφές, συμπαγές και ευλογοφανές αφήγημα το οποίο να στοιχειοθετεί κατά τρόπο που να παραπέμπει σε βιωματικό περιστατικό σχετικά με τους λόγους για τους οποίους ο Αιτητής έφυγε από τη χώρα καταγωγής του και αιτήθηκε διεθνή προστασία, αλλά συνίσταται σε ένα ασαφές συνονθύλευμα το οποίο στερείται αληθοφάνειας και νοηματικής συνοχής.
Στη βάση λοιπόν των αποδεκτών ισχυρισμών αναφορικά με τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή καθώς και αναφορικά με το ότι ο Αιτητής έπεσε θύμα σεξουαλικής κακοποίησης στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές μέσω του προσώπου που τον βοήθησε στο ταξίδι του και με τον οποίο ο Αιτητής είχε γνωριστεί στη χώρα καταγωγής του, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο Αιτητής δεν αναμένεται να αντιμετωπίσει και/ή να υποστεί οποιαδήποτε πράξη δίωξης ή να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής. Ούτε άλλωστε έχει καταδικασθεί, συλληφθεί ή καταζητείται από τις αρχές του Καμερούν. Ιδιαίτερα όσον αφορά τον σχηματισθέντα και εξετασθέντα από το Δικαστήριο ισχυρισμό, τονίζεται ότι ο Αιτητής επιβεβαίωσε κατά την προσωπική του συνέντευξη ότι δεν είναι πλέον σε επαφή με το άτομο που τον μετέφερε στη Δημοκρατία και που ήταν υπεύθυνος για την σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Συνεπώς, συνάγεται με ασφάλεια το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει μελλοντοστραφές ρίσκο με βάση τη Σύμβαση της Γενεύης για τον Αιτητή δε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν σε σχέση με τον κακοποιητή του.
Υπενθυμίζω συναφώς ότι σύμφωνα με το αρ.3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) (στο εξής ο Νόμος) και αρ.2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (στο εξής η Οδηγία), ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται «[.] πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής [.]». Σύμφωνα δε με το αρ.3Γ του Νόμου και αντίστοιχα αρ. 9 της Οδηγίας, η πράξη δίωξης η οποία προκαλεί βάσιμο φόβο καταδίωξης θα πρέπει να «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο».
Η δίωξη ή η σοβαρή βλάβη που ανωτέρω αναφέρονται πρέπει να προέρχεται από τους φορείς δίωξης που αναφέρονται στα αρ.3 Α και 6 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα και να αποδειχθεί περαιτέρω ότι οι φορείς προστασίας που αναφέρονται στα αρ.3 Β και 7 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα δεν επιθυμούν ή δεν δύνανται να παρέχουν την απαιτούμενη προστασία κατά αυτών των πράξεων, αλλά και, στην περίπτωση ειδικά του πρόσφυγα, θα πρέπει να αποδειχθεί [βλ. αρ.4Γ(3) και 9(3) του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα] ότι υπάρχει συσχετισμός των λόγων που αναφέρονται στο αρ.3Δ και 10 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα με τις πράξεις δίωξης, ήτοι αυτές να προκύπτουν για τους εκεί αναφερόμενους λόγους.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν προκύπτει στην περίπτωση του Αιτητή οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής του για κάποιον από τους πέντε (5) λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου, αφού η Υπηρεσία Ασύλου στην έκθεση/εισήγηση, αξιολόγησε κάθε ισχυρισμό του και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή της, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι ο Αιτητής δεν θα υποστεί δίωξη σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του, υπό την έννοια του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Το παρόν Δικαστήριο, όπως αναλυτικά εκτέθηκε ανωτέρω, υιοθέτησε τα συμπεράσματα των Καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας του Αιτητή.
Όσον δε αφορά τις προϋποθέσεις χορήγησης στον Αιτητή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, έχω να σημειώσω τα εξής:
Εκ των όσων παρατέθηκαν ανωτέρω, καθώς και από το σύνολο του υλικού που έχω ενώπιόν μου, συνάγεται με ασφάλεια το συμπέρασμα περί του ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι, ως αναφέρθηκε και ανωτέρω, δεν τεκμηριώνεται από τους ισχυρισμούς του παρελθούσα δίωξη, ούτε στοχοποίηση του από οποιονδήποτε κρατικό ή μη κρατικό φορέα. Προκειμένου δε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες των συγκεκριμένων άρθρων και να υπαχθεί ο Αιτητής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει αυτών, απαιτείται υψηλός βαθμός εξατομίκευσης των περιστάσεων που σχετίζονται με τον επικαλούμενο φόβο. Στην παρούσα υπόθεση δεν διαπιστώνω ότι συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις. Συνεπώς, όσον αφορά τα άρθρα 19(2)(α) και 19(2)(β) συντάσσομαι με την κατάληξη του αρμόδιου λειτουργού.
Ωστόσο θα διαφοροποιηθώ σε ό,τι αφορά το άρθρο 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου. Αναφορικά με το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C 285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011, αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie,ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».
Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν και συγκεκριμένα στην περιοχή Southwest όπου υπάγεται το Tombel.
Σχετικά με την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας του Καμερούν, διεθνείς πηγές αναφέρουν ότι το Καμερούν εμπλέκεται σε παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (Non-International Armed Conflicts) κατά της Boko Haram στην περιοχή του Far North και εναντίον ορισμένων αγγλόφωνων αυτονομιστικών ομάδων που μάχονται εναντίον της κυβέρνησης για την ανεξαρτησία της περιοχής στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές, ιδίως το Κυβερνητικό Συμβούλιο της Αμπαζονίας και τη στρατιωτική του πτέρυγα (Αμυντικές Δυνάμεις Αμπαζονίας, ADF) και την Προσωρινή Κυβέρνηση της Αμπαζονίας με τη στρατιωτική της πτέρυγα (το Συμβούλιο Αυτοάμυνας της Αμπαζονίας), μεταξύ άλλων. Ειδικότερα, τον Οκτώβριο του 2016 ξεκίνησαν ειρηνικές διαδηλώσεις στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές του Καμερούν κατά των αντιληπτών δομικών διακρίσεων και με αιτήματα για περισσότερη αυτονομία στην περιοχή. Η κυβέρνηση της χώρας απάντησε αναπτύσσοντας τις ένοπλες δυνάμεις της, οι οποίες χρησιμοποίησαν αληθινά πυρομαχικά και συνέλαβαν δεκάδες ακτιβιστές με την κατηγορία της τρομοκρατίας. Κατά συνέπεια, ακολούθησαν απεργίες και βίαιες ταραχές: οι διαδηλωτές κατέφυγαν σε ένοπλη αντίσταση, με το πρώτο κύμα επιθέσεων σε κρατικούς στόχους από ένοπλες πολιτοφυλακές να αναφέρθηκε τον Σεπτέμβριο του 2017.[7]
Υπάρχουν πολλές ένοπλες ομάδες που μάχονται εναντίον των κρατικών δυνάμεων, αν και το επίπεδο συντονισμού αυτών των ενόπλων ομάδων παραμένει ασαφές. Οι συνεχιζόμενες εχθροπραξίες δείχνουν συλλογικό χαρακτήρα και ανάγκασαν την κυβέρνηση να αναπτύξει τις ένοπλες δυνάμεις της, συμπεριλαμβανομένης και της επίλεκτης μονάδας μάχης RIB. Μεταξύ άλλων, αξίζει να αναφερθούν οι Αμυντικές Δυνάμεις της Ambazonia (ADF), ο Στρατός Αποκατάστασης της Ambazonia, οι Ambazonian Tigers, το Southern Cameroons Defense Forces (Socadef), το Banso Resistance Army και το Donga Mantung Liberation Force.[8]
Η διακήρυξη από τις αυτονομιστικές δυνάμεις του ανεξάρτητου κράτους με το όνομα «Ambazonia» την 1η Οκτωβρίου 2017 ήταν το σημείο καμπής που επιτάχυνε μάχες μεγάλης κλίμακας. Έκτοτε, η κατάσταση επιδεινώθηκε σημαντικά καθώς οι Αγγλόφωνοι αυτονομιστές άρχισαν να επιτίθενται στις κυβερνητικές δυνάμεις ασφαλείας, σε κυβερνητικούς θεσμούς και απείλησαν, απήγαγαν και σκότωσαν πολίτες που θεωρούνταν ότι τάσσονταν στο πλευρό της κυβέρνησης.[9]
Μη κρατικές ένοπλες ομάδες, από την πλευρά τους, έχουν διαπράξει επίσης διάφορες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά αμάχων, έχοντας προβεί σε πράξεις όπως απαγωγές, λεηλασίες, δολοφονίες και βιασμοί.[10] Ως πρόσφατο παράδειγμα, δύο άμαχοι σκοτώθηκαν στην πλατεία της αγοράς Guzang τον Οκτώβριο του 2023. Η συγκεκριμένη δολοφονία πραγματοποιήθηκε από το Κυβερνητικό Συμβούλιο της Αμπαζόνια.[11] Επιπλέον, μη κρατικές ένοπλες ομάδες προέβησαν σε βίαιη στρατολόγηση ως προς μερικούς από τους μαχητές τους, συμπεριλαμβανομένων παιδιών, όπως ανέφεραν ορισμένες οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.[12]
Με την πάροδο του χρόνου, όπως αναφέρουν αρκετές πηγές, η σύγκρουση έγινε λιγότερο ιδεολογική και περισσότερο ληστρική. Ένας συνεντευξιαζόμενος στην Buea εξήγησε ότι υπήρχαν λίγες μεγάλες ένοπλες ομάδες και πολλές μικρές ομάδες που αποτελούνταν μόνο από κλέφτες. Ως αποτέλεσμα, η απαγωγή για λύτρα είναι πολύ συνηθισμένη και ο εκβιασμός είναι γενικά μια καθημερινή δραστηριότητα. Ενώ οι άνδρες στοχοποιούνται συνήθως από αντάρτες και εγκληματίες, οι γυναίκες διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο βιασμού.[13]
Με εντολή των αυτονομιστών, γενικές απεργίες, που ονομάζονται ‘πόλεις -φαντάσματα’, εξακολουθούν να εφαρμόζονται κάθε Δευτέρα και τις επίσημες αργίες. Τον Ιούνιο του 2023, ενώ ο αναλυτής και εργαζόμενος του της Κρατικής Γραμματείας Μετανάστευσης της Ελβετίας (SEM) βρισκόταν στο Καμερούν, του είπαν να μην πάει στο Buea τη Δευτέρα, επειδή εκείνη την ημέρα η απεργία παρέλυε την περιοχή. Ένας εκπρόσωπος μιας οργάνωσης επιβεβαίωσε ότι η μη συμμόρφωση με την εντολή απεργίας σημαίνει έκθεση σε αντίποινα.[14]
Οι αυτονομιστικές ομάδες απαίτησαν επίσης μποϊκοτάζ στα δημόσια σχολεία, τα οποία θεωρούν φορείς «γαλλοφωνοποίησης». Επιτέθηκαν και έκαψαν πολλά σχολεία, απήγαγαν και σκότωσαν δασκάλους και παιδιά.[15] Το 2018, εκτιμάται ότι έκλεισαν 4.000 αγγλόφωνα σχολεία, στερώντας περισσότερα από 700.000 παιδιά από τα κανονικά μαθήματα.[16] Μέχρι το 2023, ο επικεφαλής μιας ένωσης υπολόγισε ότι το 80% των αγγλόφωνων σχολείων έκλεισαν, ενώ η κυβέρνηση ανακοίνωσε το 50%.[17] Ορισμένα σχολεία άνοιξαν ξανά, ιδιαίτερα στην Buea και την Bamenda, αλλά για να αποτρέψουν την έναρξη της σχολικής χρονιάς τον Σεπτέμβριο του 2023, οι αυτονομιστές διέταξαν απεργία δύο εβδομάδων . Στα προάστια της Buea, οι επιτιθέμενοι κατηγόρησαν τους ανθρώπους ότι δεν υπάκουσαν και σκότωσαν τρεις.[18]
Το Ταμείο των Ηνωμένων Εθνών για τα Παιδιά (UNICEF) ανέφερε σε μια έκθεση που καλύπτει την περίοδο μεταξύ Ιανουαρίου και Ιουνίου 2023, ότι ο τομέας υγείας στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές του Καμερούν έχει υποστεί κατάρρευση και σημαντική πίεση σε βασικές υπηρεσίες και υποδομές.[19] Ένα ακαδημαϊκό άρθρο που δημοσιεύτηκε το 2023 στο PLOS Glob Public Health Journal ανέφερε ότι η συνεχιζόμενη σύγκρουση μεταξύ αυτονομιστικών ομάδων και της κυβέρνησης του Καμερούν έχει επηρεάσει σημαντικά το σύστημα υγείας στις περιοχές Southwest και Northwest.[20] Περαιτέρω, σύμφωνα με μια έκθεση που συντάχθηκε από κοινού από το Insecurity Insight και το Safeguarding Health in Conflict Coalition (SHCC),[21] η πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη στο Καμερούν διακυβεύεται λόγω των βίαιων συγκρούσεων και των απειλών κατά των εργαζομένων στον τομέα της υγείας, όπως και των επιθέσεων σε εγκαταστάσεις υγείας.[22] Τα περιστατικά ασφαλείας οδήγησαν σε μείωση του ιατρικού προσωπικού καθώς και σε προσωρινό κλείσιμο των υγειονομικών μονάδων, στερώντας από χιλιάδες ανθρώπους την απαραίτητη υγειονομική περίθαλψη.[23]
Το Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τον Συντονισμό Ανθρωπιστικών Υποθέσεων (UNOCHA) ανέφερε ότι περίπου το 18% των ιδρυμάτων υγειονομικής περίθαλψης στις περιοχές Northwest και Southwest έχουν τερματίσει τις δραστηριότητές τους μεταξύ Απριλίου και Ιουλίου 2023 και τα υπόλοιπα κέντρα «δυσκολεύονται να λειτουργήσουν».[24] Παράλληλα, οι κινητές κλινικές (mobile clinics) παραμένουν ανεπαρκείς και αντιμετωπίζουν τεράστιες προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένων των επιθέσεων.[25]
Στην Επισκόπηση Ανθρωπιστικών Αναγκών του 2023, η UNOCHA δήλωσε ότι οι κύριοι περιορισμοί στην πρόσβαση των πληγέντων σε υπηρεσίες και βοήθεια καθώς και η πρόσβαση των ανθρωπιστικών οργανώσεων στους πληγέντες πληθυσμούς είναι η ανασφάλεια, οι κακές οδικές συνθήκες, οι φυσικοί κίνδυνοι, όπως οι πλημμύρες, και οι περιορισμοί από τις αρχές για την ελεύθερη κυκλοφορία ανθρώπων, αγαθών και υπηρεσιών.[26] Σύμφωνα με την UNOCHA, οι πολίτες και οι πάροχοι υγειονομικής περίθαλψης συνεχίζουν να διατρέχουν υψηλό κίνδυνο κατά την πρόσβαση σε εγκαταστάσεις ή κατά την παροχή υπηρεσιών στις περιοχές Southwest και Northwest.[27]
Περαιτέρω, και για λόγους πληρότητας της έρευνας, θα παρατεθούν αριθμητικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ACLED. Το διάστημα από τις 17/05/2023 έως τις 17/05/2024 καταγράφηκαν 760 περιστατικά ασφαλείας στην περιοχή Southwest τα οποία οδήγησαν σε 681 απώλειες. Εξ αυτών των 760 περιστατικών τα 256 καταχωρήθηκαν ως «μάχες» (“battles”) και οδήγησαν σε 360 απώλειες, τα 469 καταχωρήθηκαν ως «βία κατά πολιτών» (“violence against civilians”) και οδήγησαν σε 307 απώλειες, τα 24 ως «αναταραχές» (“riots”) και οδήγησαν σε 7 απώλειες, ενώ 11 με 7 απώλειες περιστατικά καταγράφηκαν στην κατηγορία «εκρήξεις ή απομακρυσμένη βία» (“explosions/remote violence”).[28] [29] Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα συνάγεται το συμπέρασμα πως, αν και τα περιστατικά μαχών με τις σχετικές απώλειες αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος περιστατικών – απωλειών, εντούτοις τα περιστατικά – απώλειες προερχόμενες από βία κατά αμάχων είναι σε υψηλά επίπεδα, σχεδόν ισοφαρίζοντας τα περιστατικά – απώλειες μαχών.
Τέλος, οι δείκτες του ACAPS τοποθετούν τη σύρραξη στο αγγλόφωνο τμήμα του Καμερούν σε επίπεδο σοβαρότητας 3.5/4 – «υψηλό».[30]
Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα, συνάγεται με ασφάλεια το συμπέρασμα ότι τα επίπεδα αδιάκριτης βίας στην περιοχή Southwest του Καμερούν είναι υψηλά. Ωστόσο δεν είναι τόσο υψηλά ούτως ώστε να υπάρχει ρίσκο για έναν άμαχο απλώς και μόνο λόγω της παρουσίας του στη συγκεκριμένη περιοχή. Χρειάζεται να συγκεντρώνονται στο πρόσωπο του Αιτητή και ορισμένα προσωπικά χαρακτηριστικά, ωστόσο όχι σε τόσο υψηλό βαθμό, για τη διαπίστωση περί του εάν ο Αιτητής διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή βλάβη.
Εν προκειμένω, ο Αιτητής είναι ένας άντρας νεαρής ηλικίας (γεννηθείς το 1991) και μέσου μορφωτικού επιπέδου. Έχει ζήσει το σύνολο της ζωής του στο Tombel, από το οποίο έφυγε το 2020. Υποστηρικτικό του δίκτυο στον τόπο συνήθους διαμονής του είναι οι γονείς του, καθώς τα λοιπά μέλη της οικογένειάς του διαβιούν σε άλλες περιοχές του Καμερούν. Παράλληλα, ο Αιτητής πάσχει από ηπατίτιδα β’ για την οποία, όπως δήλωσε τόσο στη συνέντευξή του όσο και στην ακροαματική διαδικασία, παρακολουθείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα από γιατρό και λαμβάνει και σχετική αγωγή.[31] Κατά συνέπεια:
- Ο Αιτητής έφυγε από το Καμερούν τον Ιανουάριο του 2020 και έκτοτε δεν έχει επιστρέψει. Παρ’ όλο που έως εκείνη τη στιγμή ήταν μονίμως εγκατεστημένος στο Tombel, η επί μακρόν απουσία του από το Καμερούν έχει ως αποτέλεσμα το να μην έχει πλέον τόσο καλή γνώση της περιοχής όσον αφορά την κατάσταση ασφαλείας. Με βάση και τις πληροφορίες που παρατέθηκαν ανωτέρω η κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή Southwest είναι συνεχώς μεταβαλλόμενη με αποτέλεσμα ένα άτομο που επιστρέφει έπειτα από χρόνια στην περιοχή να μην είναι κατάλληλα προετοιμασμένο ώστε να αντιμετωπίσει πιθανούς κινδύνους που δεν υπήρχαν κατά το διάστημα που ζούσε εκεί.
- Ο Αιτητής πάσχει από ηπατίτιδα Β και, συνεπώς, λόγω της κατάστασης της υγείας του τίθεται αυτομάτως σε περισσότερο ευάλωτη θέση σε σχέση με τον μέσο πληθυσμό που δεν αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας. Η ανάγκη του Αιτητή για τακτική ιατρική παρακολούθηση και λήψη φαρμακευτικής αγωγής, σύμφωνα και με τις πληροφορίες που εκτέθηκαν, τον θέτουν σε ρίσκο σε περίπτωση επιστροφής του στο Tombel. Με βάση τις πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή (βλ. ανωτέρω), οι δομές υγείας αποτελούν σταθερό στόχο επιθέσεων και παράλληλα πολλές δομές υγείας έχουν κλείσει ή υπολειτουργούν. Ο Αιτητής, συνεπώς, εκτίθεται σε διπλό κίνδυνο: Αφενός μεν η αναγκαιότητα μετάβασής του σε ιατρικές δομές σε τακτικά χρονικά διαστήματα δημιουργεί ρίσκο λόγω της στοχοποίησης των δομών υγείας, ενώ η πιθανότητα διάνυσης μεγάλης απόστασης για να μεταβεί σε ιατρική δομή τον εκθέτει σε επιθέσεις εναντίον αμάχων.
Επί των πιο πάνω λαμβάνω επίσης υπόψη μου τα όσα αναφέρθηκαν στην Paposhvili versus Belgium, Application no 41738/10, 13 Δεκεμβρίου 2016, απόφαση ΕΔΑΔ όπου το Δικαστήριο έκρινε αναφορικά με τον ορισμό «άλλες πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις» κατά την έννοια της απόφασης N. κατά Ηνωμένου Βασιλείου (§ 43) που ενδέχεται να εγείρουν ζήτημα βάσει του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ πρέπει να νοούνται ότι αναφέρονται σε καταστάσεις που συνεπάγονται η απομάκρυνση σοβαρά αρρώστου ατόμου στο οποίο έχουν αποδειχθεί βάσιμοι λόγοι να πιστεύει ότι, αν και δεν διατρέχει άμεσο κίνδυνο θανάτου, θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο, λόγω της απουσίας κατάλληλης θεραπείας στη χώρα υποδοχής ή της έλλειψης πρόσβασης σε τέτοια θεραπεία, να εκτεθεί σε σοβαρή, ταχεία και μη αναστρέψιμη υποβάθμιση της κατάστασης της υγείας του/της με αποτέλεσμα την έντονη ταλαιπωρία ή τη σημαντική μείωση του προσδόκιμου ζωής. Το ΕΔΑΔ επεσήμανε ότι αυτές οι καταστάσεις αντιστοιχούν στο υψηλό όριο για την εφαρμογή του άρθρου 3 της Σύμβασης σε υποθέσεις που αφορούν την απομάκρυνση αλλοδαπών που πάσχουν από σοβαρή ασθένεια».
Προχωρώντας ο Δικαστήριο στην ως άνω υπόθεση διαπίστωσε ότι ο ορισμός των «πολύ εξαιρετικών περιπτώσεων» πρέπει να διευκρινιστεί και καθορίζει ότι το άρθρο 3 ΕΣΔΑ ενεργοποιείται «όταν η απουσία κατάλληλης μεταχείρισης στη χώρα υποδοχής ή η έλλειψη πρόσβασης σε τέτοια θεραπεία εκθέτει το άτομο σε σοβαρή, ταχεία και μη αναστρέψιμη πτώση της κατάστασης της υγείας του με αποτέλεσμα έντονη ταλαιπωρία ή σημαντική μείωση του προσδόκιμου ζωής». Το ΕΔΑΔ ήθελε να τονίσει ότι μια τέτοια κατάσταση εξακολουθεί να αντιστοιχεί στο υψηλό όριο για την εφαρμογή του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ. Εντούτοις, είναι σαφές ότι και οι περιπτώσεις μη θανατηφόρας κλινικής κατάστασης μπορεί πλέον να συνιστούν «πολύ εξαιρετικές» για τους σκοπούς του άρθρου 3, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος μείωσης που είτε οδηγεί σε «έντονη ταλαιπωρία» είτε σε «σημαντική μείωση του προσδόκιμο ζωής».
Σημαντικότερα μια άλλη πτυχή της υπόθεσης Paposhvili, στοιχεία τα οποία ελήφθησαν υπόψη επί της παρούσας υπόθεσης του Αιτητή είναι η δυνατότητα πρόσβασης σε ιατρική περίθαλψη. Το Δικαστήριο στην Paposhvili εισήγαγε την ανάγκη για τα συμβαλλόμενα μέλει κράτη να αξιολογούν την ατομική προσβασιμότητα στην υγειονομική περίθαλψη κατά περίπτωση και επισημαίνει πολλούς παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη: «το κόστος της φαρμακευτικής αγωγής και της θεραπείας, η ύπαρξη κοινωνικής και οικογενειακής δικτύου και την απόσταση που πρέπει να διανυθεί για να έχει πρόσβαση στην απαιτούμενη περίθαλψη».
Λαμβάνοντας υπόψη τα ως άνω αναφερθέν και συνεκτιμώντας τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή ως καταγράφονται πιο πάνω κατά την έννοια της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» (ως διατυπώθηκε από το ΔΕΕ στην υπόθεση Elgafaji C-465/07, σκέψεις 39 και 43, καθώς και στην υπόθεση Diakité C-285/12, σκέψεις 30 και 31) σε συνάρτηση με τις πληροφορίες για την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή Southwest ως αναφέρονται πιο πάνω τότε μπορεί ευλόγως να διαπιστωθεί ότι η φύση και έκταση της κρίσης μαζί με το προσωπικό προφίλ του Αιτητή αρκούν ώστε να εξαχθεί ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο ως άμαχος, σε περίπτωση που επιστρέψει στον τόπο συνήθους διαμονής του. Επομένως το Δικαστήριο κρίνει ότι συγκεντρώνονται στο πρόσωπό του Αιτητή οι προϋποθέσεις για την αναγνώρισή του ως δικαιούχου συμπληρωματικής προστασίας σύμφωνα με το άρθρο19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Φορείς δίωξης υπό την έννοια της Σύμβασης μπορεί να είναι είτε κρατικές αρχές είτε μη κρατικοί φορείς, εάν οι κρατικές αρχές ανέχονται ή αρνούνται ή αποδεικνύονται αδύναμες να παρέχουν αποτελεσματική προστασία .
Εν προκειμένω ο φορέας δίωξης είναι μη κρατικός καθώς συνίσταται στην ένοπλη ομάδα των Ambazonians όσο και κρατικός, καθώς συνίσταται στην Κυβέρνηση του Καμερούν η οποία αντιμάχεται τους αυτονομιστές Ambazonians και, με βάση τις πληροφορίες που παρατέθηκαν, και η ίδια η Κυβέρνηση της χώρας εμπλέκεται σε σωρεία παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά πολιτών. Συνεπώς, εφόσον φορέας δίωξης είναι και το ίδιο το κράτος, απουσιάζει και ο φορέας προστασίας.
Εν συνεχεία, εξετάστηκε η δυνατότητα μετεγκατάστασης του αιτούντα σε άλλη, ασφαλέστερη επαρχία της χώρας. Για το σκοπό αυτό λαμβάνεται υπόψη η κατευθυντήρια οδηγία της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες για τη Διεθνή Προστασία Νο.4 σύμφωνα με την οποία η αξιολόγηση της εναλλακτικής δυνατότητας εγχώριας προστασίας έχει ως προϋπόθεση την εξεύρεση μιας περιοχής στην οποία δεν υπάρχει σοβαρός κίνδυνος δίωξης, και που θα μπορούσε ευλόγως να αναμένεται ότι ο Αιτητής μπορεί να έχει εκεί μια φυσιολογική ζωή. Η αξιολόγηση της δυνατότητας εφαρμογής της εγχώριας προστασίας απαιτεί την ανάλυση δύο στοιχείων, που συνίστανται στη διαπίστωση του εφικτού και του εύλογου χαρακτήρα της δυνατότητας μετεγκατάστασης, συνεκτιμώντας αφενός τις γενικές περιστάσεις που επικρατούν στο τμήμα της χώρας που προτείνεται για μετεγκατάσταση και αφετέρου τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή.[32]
Στο εγχειρίδιο της EASO Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ), Δικαστική Ανάλυση, σελ.83 αναφέρονται τα εξής:
«Το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) απαιτεί να μην υπάρχει για τον αιτούντα βάσιμος φόβος ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι θα διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στο τμήμα της χώρας στο οποίο προτείνεται να παρασχεθεί εγχώρια προστασία. Η αρχική ή οποιαδήποτε νέα μορφή δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε τμήμα της χώρας εμποδίζει την εφαρμογή της έννοιας της εγχώριας προστασίας [εκτός εάν υπάρχει πρόσβαση σε προστασία βάσει του άρθρου 8 παράγραφος 1 στοιχείο β)]. Η ερμηνεία αυτή μπορεί να υποστηριχθεί περαιτέρω, τηρουμένων των αναλογιών, από τις διαπιστώσεις του ΔΕΕ στην υπόθεση Abdulla, η οποία αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της ΟΕΑΑ [επίσης άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση)] σχετικά με την παύση. Το ΔΕΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όχι μόνο δεν πρέπει να υφίστανται πλέον οι αρχικές περιστάσεις που δικαιολογούσαν τον φόβο του ενδιαφερομένου ότι θα υποστεί δίωξη, αλλά «δεν [πρέπει να] υφίστανται άλλοι λόγοι που να του προκαλούν φόβο ότι θα "υποστεί δίωξη"».»
Στην σελ.88 του ίδιου εγχειριδίου αναφέρονται τα εξής:
«Βάσει της νομολογίας του Ηνωμένου Βασιλείου, ο όρος «λογικά» σημαίνει ότι δεν πρέπει να είναι αδικαιολόγητα δύσκολο να αναμένεται ότι ο αιτών θα μετεγκατασταθεί. Η House of Lords (Βουλή των Λόρδων) του Ηνωμένου Βασιλείου εξέτασε διάφορα κριτήρια «λογικής προσδοκίας». Στην υπόθεση Januzi, ο λόρδος Bingham περιέγραψε την προσέγγιση ως εξής:
Ας υποθέσουμε ότι ένα πρόσωπο υφίσταται στη χώρα ιθαγένειάς του δίωξη για λόγους που προβλέπονται στη Σύμβαση. Η χώρα είναι φτωχή. Το επίπεδο κοινωνικής προστασίας είναι χαμηλό. Το επίπεδο στερήσεων και ελλείψεων είναι υψηλό. Ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι ελάχιστος. [.]
Θα μπορούσε, χωρίς φόβο δίωξης, να ζήσει αλλού στη χώρα ιθαγένειάς του, αλλά θα υφίστατο εκεί όλα τα μειονεκτήματα της ζωής σε μια φτωχή και καθυστερημένη χώρα. Θα ήταν παράξενο εάν το τυχαίο γεγονός της δίωξης του παρείχε τη δυνατότητα να διαφύγει όχι μόνο από τη συγκεκριμένη δίωξη, αλλά και από τις στερήσεις που γνωρίζει η χώρα καταγωγής του. Φυσικά, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά εάν η έλλειψη σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δημιουργούσε απειλές για τη ζωή του ή τον εξέθετε σε κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας).»
Εν προκειμένω ο Αιτητής ερωτήθηκε κατά την προσωπική του συνέντευξη εάν θα μπορούσε να εγκατασταθεί σε κάποια άλλη περιοχή του Καμερούν, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζεται από τον αρμόδιο λειτουργό κάποια συγκεκριμένη πόλη της χώρας ως ενδεικτική προς εσωτερική μετεγκατάσταση. Ο Αιτητής απάντησε αρνητικά στην εν λόγω ερώτηση λέγοντας ότι αφενός μεν δεν έχει πλέον στην κατοχή του ταυτοποιητικά έγγραφα, αφετέρου δε ότι μπορεί να υποστεί δίωξη. Λόγω του ότι ο Αιτητής δεν ερωτήθηκε συγκεκριμένα ως προς τη δυνατότητα μετεγκατάστασής του συγκεκριμένα σε κάποια πόλη του Καμερούν, το Δικαστήριο θα εξετάσει τη δυνατότητα μετεγκατάστασης του Αιτητή στη Yaoundé καθότι είναι η πρωτεύουσα της χώρας και καθότι, όπως συνάγεται από τις πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή που έχουν παρατεθεί ανωτέρω, στη Yaoundé δεν εντοπίζεται κάποια εσωτερική ή διεθνής ένοπλη σύρραξη.
Ερωτηθείς κατά την προσωπική του συνέντευξη ως προς την ύπαρξη υποστηρικτικού δικτύου σε άλλες περιοχές του Καμερούν ο Αιτητής δήλωσε ότι έχει έναν θείο ο οποίος διαμένει στην Douala και με τον οποίο δε βρίσκεται σε επικοινωνία (βλ. ερυθρά 35 του Δ.Φ.). Ο Αιτητής δε δήλωσε πως διαθέτει υποστηρικτικό δίκτυο στη Yaoundé. Περαιτέρω, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι έχει διαμείνει στη Yaoundé το 2014 για διάστημα 5 μηνών και για εκπαιδευτικούς λόγους(βλ. ερυθρά 30 1Χ του Δ.Φ.).
Σύμφωνα με πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή ως προς τη δυνατότητα νόμιμου και ασφαλούς ταξιδιού στην Yaounde, παρατηρείται καταρχάς ότι η πρωτεύουσα Yaoundé είναι αεροπορικώς προσβάσιμη.[33] Περαιτέρω, ο νόμος αριθ. 1990/043 της 19ης Δεκεμβρίου 1990 ορίζει στο άρθρο 1 του ότι είναι η συνοριακή αστυνομία εκείνη που ελέγχει οποιονδήποτε εισέρχεται ή εξέρχεται από το Καμερούν.[34] Οι διάφορες αρχές του Καμερούν που είναι παρούσες κατά την άφιξη στο αεροδρόμιο είναι: Οι αστυνομικές υπηρεσίες μετανάστευσης, η αστυνομία της επικράτειας, οι υπηρεσίες πληροφοριών, τα τελωνεία, οι φυτοϋγειονομικές υπηρεσίες, και οι υπηρεσίες υγείας.[35]
Οι σχετικές πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής κάνουν λόγο για απαγορεύσεις μετακίνησης εντός της χώρας οι οποίες σχετίζονται μόνο με έλεγχο προσωπικών εγγράφων, και απόπειρες δωροδοκίας των αρχών σε σημεία ελέγχου και οδοφράγματα.[36] Η κατοχή εγγράφων ταυτοποίησης αποτελεί προϋπόθεση για την μετακίνηση όσων κατάγονται από τις αγγλόφωνες περιοχές.[37]
Η Παγκόσμια Τράπεζα ανέφερε το 2021 ότι ο μεγάλος αριθμός των εσωτερικά εκτοπισμένων λόγω της αγγλόφωνης κρίσης έχει περιορίσει τη δυνατότητα πρόσβασης σε υπηρεσίες και ανεύρεσης εργασίας στα αστικά κέντρα. [38] Ο οργανισμός του ΟΗΕ για τη διανομή Ανθρωπιστικής βοήθειας (OCHA) σημειώνει ότι περίπου το 25% των εκτοπισμένων στη Yaoundé αναφέρει ότι έχει χάσει τα έγγραφα ταυτοποίησης. Η έλλειψη εγγράφων εμποδίζει επίσης τους επιστραφέντες να αποδείξουν τη νόμιμη κατοχή των περιουσιών τους, οδηγώντας τους σε συγκρούσεις ιδιοκτησίας.[39]
Περαιτέρω, ως προς τη δυνατότητα εξεύρεσης εργασίας, η αναφορά της Παγκόσμιας Τράπεζας κάνει λόγο για προσφορά ευρύτερου πλαισίου επαγγελματικών ευκαιριών στην πρωτεύουσα αλλά οι εκτοπισμένοι εξακολουθούν να δυσκολεύονται λόγω έλλειψης κεφαλαίου και εξοπλισμού. Η έλλειψη εγγράφων ταυτότητας επιδεινώνει περαιτέρω την ευαλωτότητα των εκτοπισμένων, αυξάνοντας τον κίνδυνο εκμετάλλευσης και την παρεμπόδισή τους από την πρόσβαση στην εκπαίδευση και την κρατική βοήθεια.[40]
Όσον αφορά την κατάσταση υγείας του Αιτητή, καθώς πάσχει από ηπατίτιδα Β, το Δικαστήριο προέβη σε περαιτέρω έλεγχο αναφορικά με την προσβασιμότητα σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για τη συγκεκριμένη ασθένεια. Ένα ειδησεογραφικό άρθρο του 2020 από την ιστοσελίδα Voice of America (VOA) περιέγραψε ότι η κυβέρνηση του Καμερούν μείωσε το κόστος της θεραπείας από 250$ το μήνα σε λιγότερο από 50$ προκειμένου να «ενθαρρύνει» τους ασθενείς να πάνε στα νοσοκομεία.[41] Το ίδιο άρθρο αναφέρει επίσης πως τα 360 κρατικά νοσοκομεία του Καμερούν απέστειλαν το 2020 για πρώτη φορά εργαζόμενους στον τομέα της υγείας προκειμένου να εντοπίσουν τους ασθενείς με ηπατίτιδα Β και να διασφαλίζουν ότι λαμβάνουν τις θεραπείες και τα εμβόλιά τους.[42] Παράλληλα, σύμφωνα με πιο πρόσφατη πηγή, άρθρο του 2023 του Gavi, ενός διεθνή οργανισμού για τους εμβολιασμούς,[43] το κόστος των φαρμάκων για την ηπατίτιδα Β στη χώρα έχει μειωθεί κατά 60%.[44] Ένα άρθρο τοπικών ειδήσεων του 2019 επιβεβαίωσε ότι, ως αποτέλεσμα μιας συνεργασίας μεταξύ του Υπουργείου Δημόσιας Υγείας και φαρμακευτικών εταιρειών, η τιμή για την θεραπεία της ηπατίτιδας Β έχει μειωθεί.[45] Ωστόσο, ένα άρθρο τοπικών ειδήσεων του 2022, ανέφερε ότι η τιμή για τη θεραπεία της αντιμετώπισης της ηπατίτιδας Β, C και D, έχει σχεδόν τετραπλασιαστεί λόγω του ότι οι επιδοτήσεις από το κράτος έχουν σταματήσει.[46]
Σχετικά με εξέταση λόγων υγείας σε συνάρτηση με το πλαίσιο διεθνούς προστασίας, στο εγχειρίδιο «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ) - Δικαστική Ανάλυση», της EASO, σελ.120, αναφέρονται τα εξής:
«Στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση M'Bodj, το ΔΕΕ διέκρινε την ερμηνεία του από την ερμηνεία του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ από το ΕΔΔΑ βάσει της ελαφρώς διαφορετικής διατύπωσης του άρθρου 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) και του πλαισίου στο οποίο τυγχάνει να εφαρμόζεται το άρθρο 15 στοιχείο β). Σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, το ΕΔΔΑ εφάρμοσε το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ για να απαγορεύσει την απομάκρυνση υπηκόου τρίτης χώρας που έπασχε από σοβαρή ασθένεια σε χώρα στην οποία δεν υπήρχε διαθέσιμη κατάλληλη ιατρική περίθαλψη. Το ΔΕΕ αρνήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 15 στοιχείο β) με τον ίδιο τρόπο. Το ΔΕΕ επισήμανε ότι το γράμμα του άρθρου 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) διαφέρει από εκείνο του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ στο μέτρο που εφαρμόζεται σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος «στη χώρα καταγωγής». Επιπλέον, το ΔΕΕ επισήμανε ότι ορισμένα στοιχεία του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση), καθώς και η ratio της συγκεκριμένης οδηγίας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την ερμηνεία της συγκεκριμένης διάταξης. Συγκεκριμένα, το άρθρο 6 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) απαριθμεί τους φορείς σοβαρής βλάβης, γεγονός που επιβεβαιώνει την άποψη ότι οι βλάβες αυτές πρέπει να απορρέουν από συμπεριφορά τρίτου και δεν μπορούν, κατά συνέπεια, να αποτελούν απλώς και μόνο συνέπεια των γενικών ανεπαρκειών του συστήματος υγείας της χώρας καταγωγής. Ομοίως, κατά την αιτιολογική σκέψη 26 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση), οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.»
Περαιτέρω, στην σελ.123 του ιδίου εγχειριδίου αναφέρονται τα εξής:
«Η εφαρμογή του άρθρου 15 στοιχείο β) προϋποθέτει ένα στοιχείο ηθελημένης κακομεταχείρισης. Παρά την παραπομπή του ΔΕΕ στη νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και στην υποχρέωση εφαρμογής της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) κατά τρόπο που συνάδει με το άρθρο 19 παράγραφος 2 του Χάρτη της ΕΕ (μη επαναπροώθηση, σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας), το ΔΕΕ αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στη διαφορετική διατύπωση του άρθρου 15 στοιχείο β) και διακρίνει μεταξύ του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 3, ως απαγόρευσης επιστροφής προσώπου, και της θεμελίωσης αίτησης επικουρικής προστασίας [.]»
Εκ των ως άνω αναφερθέντων προκύπτει ότι, χωρίς να συνυπάρχει το απαραίτητο στοιχείο της ηθελημένης κακομεταχείρισης δεν δύναται, χωρίς να καταδειχθεί σχετικός φορέας δίωξης ή σοβαρής βλάβης εκ του οποίου ο αιτητής κινδυνεύει να υποστεί την προβλεπόμενη στο αρ.19 του Περί Προσφύγω Νόμου βλάβη, να αποδοθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας στη βάση και μόνο της ανεπάρκειας του συστήματος υγείας της χώρας καταγωγής (βλ. απόφαση ΔΕΕ, C-542/13, M'Bodj, EU:C:2014:2452,).
Εν προκειμένω, και με βάση τις ανωτέρω πληροφορίες, συνάγεται το συμπέρασμα ότι θεωρείται εύλογη η μετεγκατάσταση του Αιτητή στην πρωτεύουσα Yaoundé. Αρχικά η Yaoundé διαθέτει αεροδρόμιο που εξυπηρετεί διεθνείς πτήσεις και, συνεπώς, πληρούται το στοιχείο της προσβασιμότητας. Όσον αφορά το στοιχείο του εύλογου και του εφικτού, παρά το γεγονός ότι οι πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, καταδεικνύουν ορισμένες δυσκολίες όσον αφορά τα άτομα από τις αγγλόφωνες περιοχές που εγκαθίστανται στις γαλλόφωνες περιοχές της χώρας, εντούτοις οι πληροφορίες αυτές δε φαίνεται να είναι δυσκολίες πέραν των εύλογων δυσκολιών που συνεπάγεται η μετεγκατάσταση σε ένα άλλο μέρος της χώρας και, σε κάθε περίπτωση, δε μπορεί να χαρακτηριστεί ότι ισοδυναμούν με κίνδυνο δίωξης. Σε αυτό συνηγορεί και το ότι ο Αιτητής έχει ζήσει, έστω και για μικρό χρονικό διάστημα, στη Yaoundé και, κατά συνέπεια, έχει έστω μία βασική γνώση της περιοχής. Παράλληλα, το ότι ο Αιτητής μιλάει βασικά γαλλικά επίσης αποτελεί στοιχείο που ευνοεί την αμεσότερη και ομαλότερη ένταξή του στην πόλη. Περαιτέρω, το άνω του μέσου εκπαιδευτικό επίπεδο του Αιτητή σε συνδυασμό με την εργασιακή του προϋπηρεσία ως ιδιοκτήτης επιχείρησης, συνηγορεί στην εύλογο της εύρεσης μίας αξιοπρεπούς εργασίας που θα επιτρέψει στην Αιτητή να βιοποριστεί αξιοπρεπώς και να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Αναφορικά με το πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει ο Αιτητής, οι πληροφορίες για την ηπατίτιδα Β που παρατέθηκαν δείχνουν ότι υπάρχει διαθέσιμη θεραπεία στη χώρα καταγωγής του, καθώς και τις προσπάθειες της Κυβέρνησης της χώρας να αυξήσουν τα ποσοστά προσβασιμότητας των πολιτών σε αυτή. Πρέπει να τονιστεί δε, καταληκτικά, πως όπως αναφέρεται και στην αιτιολογική σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.» Συμπερασματικά, συνεπώς, πληρούνται οι προϋποθέσεις μετεγκατάστασης του Αιτητή και επομένως η μετεγκατάσταση του κρίνεται εύλογη.
Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €800 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.
Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π
[1] «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη σελ. 247 και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Π.Δ. Δαγτόγλου, σελ. 552.
[2] European Union Agency for Asylum (Ιανουάριος 2024), ‘Practical Guide on Evidence and Risk Assessment’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Practical Guide on Evidence and Risk Assessment (europa.eu), σελ. 105 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 23/05/2024)
[3] USDOS, 2023 Trafficking in Persons Report: Cameroon, 15/06/2023, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.state.gov/reports/2023-trafficking-in-persons-report/cameroon/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 23/05/2024)
[4] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 20. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, RH κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 4601/14, σκέψη 58· ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2010, N κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 23505/09, σκέψη 53· ΕΔΔΑ, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, RC κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 41827/07, σκέψη 50.
[5] Άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου.
[6] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C‑277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.
[7] Rulac (January 2023), 'Non-International Armed Conflicts in Cameroon', διαθέσιμο στη διεύθυνση: Non-international Armed Conflicts in Cameroon | Rulac (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 23/05/2024)
[8] Rulac (January 2023), 'Non-International Armed Conflicts in Cameroon', διαθέσιμο στη διεύθυνση: Non-international Armed Conflicts in Cameroon | Rulac (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 23/05/2024)
[9] Rulac (January 2023), 'Non-International Armed Conflicts in Cameroon', διαθέσιμο στη διεύθυνση: Non-international Armed Conflicts in Cameroon | Rulac (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 23/05/2024)
[10] Oxford Human Rights Hub (2023), ‘Cameroon conflict research group human rights report 2021-2023’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://ohrh.law.ox.ac.uk/cameroon-conflict-research-group-human-rights-report-2021-2023/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 23/05/2024)
[11] Amnesty International (2023), ‘Cameroon: The unlawful killings of two people by separatists must not go
Unpunished’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.amnesty.org/en/latest/news/2023/10/cameroon-the-unlawful-killings-of-twopeople-by-separatists-must-not-go-unpunished/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 23/05/2024)
[12] Human Rights Watch, (2021), “They Are Destroying Our Future” - Armed separatist attacks
on students, teachers, and schools in Cameroon's Anglophone regions, διαθέσιμο στη διεύθυνση:
www.hrw.org/report/2021/12/16/they-are-destroying-our-future/armed-separatist-attacks-students-teachersand (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 23/05/2024) ,
Amnesty International, (2023), ‘With or against us. People of the North-West region of
Cameroon caught between the army, armed separatists and militias’, pp. 19, 25, διαθέσιμο στη διεύθυνση:
www.amnesty.org/en/wp-content/uploads/2023/07/AFR1768382023ENGLISH-1.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 23/05/2024)
[13] Département fédéral de justice et police DFJP Secrétariat d'Etat aux migrations SEM Section Analyses (2023), ‘Focus Cameroun Crise anglophone et personnes déplacées, Berne-Wabern,, Entretien avec une représentante d'une organisation des droits humains, Buea,’ / Voir, aussi: RFI, Paris. Valentin Zinga. Au Cameroun anglophone, les groupes armés indépendantistes changent de stratégie, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.rfi.fr/fr/afrique/20230604-au-cameroun-anglophone-les-groupes-arm%C3%A9sind%C3%A9pendantistes-changent-de-strat%C3%A9gie (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 23/05/2024)
[14] Département fédéral de justice et police DFJP Secrétariat d'Etat aux migrations SEM Section Analyses (2023), ’Focus Cameroun Crise anglophone et personnes déplacées, Berne-Wabern, , Entretien avec la direction d'une organisation humanitaire, Yaoundé’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.sem.admin.ch/dam/sem/fr/data/internationales/herkunftslaender/afrika/cmr/CMR-crise-anglophone-2024-f.pdf.download.pdf/CMR-crise-anglophone-2024-f.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 23/05/2024)
[15] Le Monde, Paris. Josiane Kouagheu. Cameroun : en zone anglophone, une nouvelle rentrée scolaire dans la peur, 05.09.2023. www.lemonde.fr/afrique/article/2023/09/05/cameroun-en-zone-anglophone-une-nouvellerentree-scolaire-dans-la-peur_6187935_3212.htm (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 23/05/2024)
[16] Africa Report, Aston Clinton. Enrica Picco, Murithi Mutiga. Cameroon’s Anglophone conflict: Children should be able to return to school, 20.09.2022. www.theafricareport.com/241506/cameroons-anglophone-conflictchildren-should-be-able-to-return-to-school/#continue-reading (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 23/05/2024)
[17] Département fédéral de justice et police DFJP Secrétariat d'Etat aux migrations SEM Section Analyses, Focus Cameroun Crise anglophone et personnes déplacées, Berne-Wabern, 07.02.2024, Entretien avec la direction d'une organisation humanitaire, Yaoundé, 05.06.2023 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 23/05/2024)
[18] HumAngle, Abuja. Kiven Brenda. Separatists kill 3 for disobeying ‘Ghost Town’ order in Cameroon,
08.09.2023. https://humanglemedia.com/separatists-kill-3-for-disobeying-ghost-town-order-in-cameroon/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 23/05/2024)
[19] UNICEF (2023), ‘Humanitarian Situation Report No. 2 - Reporting Period 1 January to 30 June 2023’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon-Humanitarian-SitRep-Mid-Year-2023.pdf (unicef.org) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 23/05/2024)
[20] Aliyou Chandini, M. et al. (2023), “It is because of the love for the job that we are still here”: Mental health and psychosocial support among health care workers affected by attacks in the Northwest and Southwest regions of Cameroon, διαθέσιμο στη διεύθυνση: “It is because of the love for the job that we are still here”: Mental health and psychosocial support among health care workers affected by attacks in the Northwest and Southwest regions of Cameroon | PLOS Global Public Health (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 23/05/2024)
[21] Το Insecurity Insight είναι ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός που συλλέγει δεδομένα σχετικά με τις απειλές που αντιμετωπίζουν άτομα που ζουν και εργάζονται επικίνδυνα περιβάλλοντα ( Insecurity Insight »), Το SHCC είναι μια ομάδα διεθνών μη κυβερνητικών οργανώσεων που εργάζονται για την ευαισθητοποίηση σχετικά με το πρόβλημα των επιθέσεων σε εργαζόμενους στον τομέα της υγείας, σε εγκαταστάσεις και συστήματα μεταφορών (About the Coalition | Safeguarding Health in Conflict Coalition) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 23/05/2024)
[22] Insecurity Insight (2023), Safeguarding Health in Conflict, Cameroon: Violence Against Health Care in Conflict 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: insecurityinsight.org/wp-content/uploads/2023/05/SHCC-Report-Ignoring-Red-Lines.pdf, σελ. 32(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 23/05/2024)
[23] Insecurity Insight (2023), Safeguarding Health in Conflict, Cameroon: Violence Against Health Care in Conflict 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: insecurityinsight.org/wp-content/uploads/2023/05/SHCC-Report-Ignoring-Red-Lines.pdf, σελ. 32(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 23/05/2024)
[24] UNOCHA (2023), ‘Cameroon: Crisis causes health-care challenges’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon: Crisis causes health-care challenges | OCHA (unocha.org) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 23/05/2024)
[25] UNICEF (2023), ‘Humanitarian Situation Report No. 2 - Reporting Period 1 January to 30 June 2023’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon-Humanitarian-SitRep-Mid-Year-2023.pdf (unicef.org), σελ. 2 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 23/05/2024)
[26] UNOCHA (2023), ‘Cameroon Humanitarian Needs Overview 2023’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon Humanitarian Needs Overview 2023 (March 2023) | OCHA (unocha.org), σελ. 19 – 20 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 23/05/2024)
[27] UNOCHA (2023), ‘Cameroon Humanitarian Needs Overview 2023’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon Humanitarian Needs Overview 2023 (March 2023) | OCHA (unocha.org), σελ.13 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 23/05/2024)
[28] Προσαρμοσμένη έρευνα στη βάση δεδομένων ACLED, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Explorer - ACLED (acleddata.com) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 23/05/2024)
[29] Η κατηγορία «μάχες» περιλαμβάνει τις υποκατηγορίες «ένοπλη σύγκρουση», «ανάκτηση εδαφών από τη κυβέρνηση», «κατάκτηση περιοχής από μη κυβερνητικό φορέα». Η κατηγορία «βία κατά πολιτών» περιλαμβάνει τις υποκατηγορίες «απαγωγή/εξαναγκασμένη εξαφάνιση», «επίθεση», «σεξουαλική βία». Η κατηγορία «έκρηξη/απομακρυσμένη βία» περιλαμβάνει τις υποκατηγορίες «επίθεση από αέρος/επίθεση με drone», «χρήση χημικών όπλων», «χρήση χειροβομβίδας», «απομακρυσμένη έκρηξη, ενεργοποίηση ναρκών, ενεργοποίηση αυτοσχέδιου εκρηκτικού μηχανισμού», «επίθεση με οβίδες/πυροβολικό/πύραυλο», «επίθεση αυτοκτονίας». Η κατηγορία «αναταραχές» περιλαμβάνει τις υποκατηγορίες «βία σε κατάσταση οχλοκρατίας» και «βίαιη διαδήλωση».
[30] ACAPS (April 2024), ‘Current Crises in Cameroon’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon | ACAPS (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 23/05/2024)
[31] World Health Organization (2024), ‘Hepatitis B’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Hepatitis B (who.int) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 23/05/2024):
Η ηπατίτιδα Β μπορεί να προκαλέσει χρόνια λοίμωξη και θέτει τα άτομα σε υψηλό κίνδυνο θανάτου από κίρρωση και καρκίνο του ήπατος. Δεν υπάρχει ειδική θεραπεία για την οξεία ηπατίτιδα Β. Η χρόνια ηπατίτιδα Β μπορεί να αντιμετωπιστεί με φάρμακα. Η θεραπεία μπορεί να επιβραδύνει την πρόοδο της κίρρωσης μειώνει τις περιπτώσεις καρκίνου του ήπατος και βελτιώνει τη μακροπρόθεσμη επιβίωση. Οι περισσότεροι άνθρωποι που ξεκινούν θεραπεία ηπατίτιδας Β πρέπει να τη συνεχίσουν για μια ζωή. Με τις επικαιροποιημένες κατευθυντήριες γραμμές για την ηπατίτιδα Β, εκτιμάται ότι περισσότερο από το 50% των ατόμων με χρόνια λοίμωξη από ηπατίτιδα Β θα χρειαστούν θεραπεία, ανάλογα με το πλαίσιο και τα κριτήρια επιλεξιμότητας. Η κλινική φροντίδα στοχεύει στη διατήρηση της άνεσης και της επαρκούς διατροφικής ισορροπίας, συμπεριλαμβανομένης της αντικατάστασης των υγρών που χάνονται από τον έμετο και τη διάρροια. Δεν υπάρχει ειδική θεραπεία για την οξεία ηπατίτιδα Β.
[32] UNHCR, ‘Guidelines on International Protection No. 4: Internal flight or relocation alternative within the context of Article 1A(2) of thw 1951 Convention and/or 1967 Protocol relating to the status of Refugees’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Guidelines on International Protection No. 4: "Internal Flight or Relocation Alternative" within the context of Article 1A(2) of the 1951 Convention and/or 1967 Protocol relating to the Status of Refugees (HCR/GIP/03/04) | UNHCR
[33] Encyclopædia Britannica, ‘Cameroon’ (Transportation & telecommunications), 2 April 2020, available at: https://www.britannica.com/place/Cameroon (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 23/05/2024)
[34] Loi n° 1990/043 du 19 décembre 1990, Conditions d'entrée, de séjour et de sortie du
territoire camerounais [], 1990/043, 1991, available at http://www.refworld.org/docid/3ae6b56714.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 23/05/2024)
[35] CGRS-CEDOCA – Office of the Commissioner General for Refugees and Stateless Persons (Belgium), COI unit (Author): Cameroun; Le traitement réservé par les autorités nationales à leurs ressortissants de retour dans le pays, 16 May 2022 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 23/05/2024)
https://www.ecoi.net/en/file/local/2085324/coi_focus_cameroun._le_traitement_reserve_par_les_autorites_nationales_a_leurs_ressortissants_de_retour_dans_le_pays_20220516.pdf σελ. 10 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 23/05/2024)
[36] US Department of State, “2021 Country Reports on Human Rights Practices: Cameroon”, ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/08/2022, https://www.state.gov/reports/2021-country-reports-on-human-rights-practices/cameroon/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 23/05/2024)
[37] United Nations Office for the Coordination of the Humanitarian Affairs (UNOCHA), ‘Humanitarian Needs Overview Cameroon’ (2021), file:///C:/Users/chrysev3/Downloads/Cameroon%20Humanitarian%20Needs%20Overview%202021%20(issued%20Mar%202021).pdf σελ. 19 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 23/05/2024)
[38] World Bank Group, The Socio-Political Crisis in the Northwest and Southwest Regions of Cameroon: Assessing the Economic and Social Impacts, 21 June 2021, https://documents1.worldbank.org/curated/en/795921624338364910/pdf/The-Socio-Political-Crisis-in-the-Northwest-and-Southwest-Regions-of-Cameroon-Assessing-the-Economic-and-Social-Impacts.pdf , σελ. 1 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 23/05/2024)
[39] OCHA, Humanitarian Needs Overview, Cameroon, 7 April 2021, https://reliefweb.int/sites/reliefweb.int/files/resources/Cameroon%20Humanitarian%20Needs%20Overview%202021%20%28issued%20Mar%202021%29.pdf , σελ. 19 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 23/05/2024)
[40] World Bank Group, ‘The Sociopolitical Crisis in the Northwest and the Southwest Regions of Cameroon: Assessing the Economic and Social Impact’ (21 June 2021),https://documents1.worldbank.org/curated/en/795921624338364910/pdf/The-Socio-Political-Crisis-in-the-Northwest-and-Southwest-Regions-of-Cameroon-Assessing-the-Economic-and-Social-Impacts.pdf σελ. 34 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 23/05/2024)
[41] VOA News (2020), ‘Cameroon Dispatches Healthcare Workers to Find, Treat Hepatitis Patients’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon Dispatches Healthcare Workers to Find, Treat Hepatitis Patients (voanews.com)
[42] VOA News (2020), ‘Cameroon Dispatches Healthcare Workers to Find, Treat Hepatitis Patients’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon Dispatches Healthcare Workers to Find, Treat Hepatitis Patients (voanews.com)
[43] Η Gavi είναι ένας διεθνής οργανισμός – μια παγκόσμια Συμμαχία Εμβολίων, που δημιουργήθηκε το 2020 «ενώνοντας δημόσιο και ιδιωτικό τομέα με κοινό στόχο τη διάσωση ζωών και την προστασία της υγείας των ανθρώπων μέσω της αύξησης της δίκαιης και βιώσιμης χρήσης των εμβολίων», διαθέσιμο στη διεύθυνση: Our Alliance (gavi.org)
[44] Gavi the Vaccine Alliance (2023), ‘L'hépatite, l’épidémie cachée du Cameroun’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: L'hépatite, l’épidémie cachée du Cameroun (gavi.org)
[45] Cameroon Info (2019), ‘Cameroun – Hépatites B, C et D: le Ministère de la Santé Publique annonce la baisse des tarifs des protocoles de prise en charge des patients’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon-Info.Net:: Cameroun – Hépatites B, C et D: le Ministère de la Santé Publique annonce la baisse des tarifs des protocoles de prise en charge des patients.
[46] Data Cameroon (2022), ‘Hépatites Virales : Le Traitement Désormais Hors De Prix’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Hépatites virales : Le traitement désormais hors de prix (datacameroon.com)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο