
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: 2952/22
5 Ιουνίου, 2024
[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
M.A.F.
Αιτητής
ΚΑΙ
Κυπριακής Δημοκρατίας,
μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
........
Ο αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως
Θ. Παπαχαραλάμπους (κα) για Α. Ιωάννου (κ), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση
[Παρών κα S. Habib για πιστή μετάφραση από τα αγγλικά στα ελληνικά και αντίστροφα].
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. : Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο Aιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 20/04/2022, η οποία κοινοποιήθηκε στον Aιτητή στις 05/05/2022 και με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Ως εκτίθεται στην ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως τεκμήριο 1 στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, ο Αιτητής είναι υπήκοος Καμερούν. Στις 09/10/2019 συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Στις 14/03/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από Αρμόδιο Λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (European Union Agency for Asylum, εφεξής EUAA) και στις 08/04/2022 ο αρμόδιος λειτουργός της EUAA ετοίμασε έκθεση – εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη του Αιτητή. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή στις 20/04/2022. Στις 30/04/2022 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή στις 05/05/2022. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο Αιτητής δεν υποδεικνύει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας οποιαδήποτε πλημμέλεια της επίδικης απόφασης. Το μόνο που αναφέρεται χειρόγραφα είναι ότι δε μπορεί να επιστρέψει στη χώρα του επειδή η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο και πως, για τον λόγο αυτό, ζητάει προστασία από την Κυπριακή Δημοκρατία.
Εξίσου, στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή δεν καταγράφεται οποιαδήποτε ανάλυση νομικών λόγων πέραν από μία σειρά γεγονότων στη βάση των οποίων δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του. Ειδικότερα, ο Αιτητής προβάλλει αρχικώς πως δε μπορεί να επιστρέψει στο Καμερούν λόγω των αυξανόμενων επιθέσεων, βασανιστηρίων και εξαφανίσεων που διαπράττονται από τους αυτονομιστές Ambazonians. Ο Αιτητής προσθέτει ότι θα στοχοποιηθεί λόγω του ότι έχει έναν αδερφό που πολεμάει για λογαριασμό των Ambazonians, επισημαίνοντας ότι ένας άλλος συγγενής του συνελήφθη για τον συγκεκριμένο λόγο το 2022. Παράλληλα, το γεγονός ότι έχει και έναν αδερφό που είναι στρατιωτικός, ο Αιτητής αναφέρει ότι προκαλεί διχασμό στην οικογένειά του καθώς ορισμένα μέλη της υποστηρίζουν τις κρατικές δυνάμεις και ορισμένα άλλα υποστηρίζουν τους αυτονομιστές Ambazonians, με τον Αιτητή να παραμένει σύμφωνα με τα λεγόμενά του ουδέτερος. Ο Αιτητής αναφέρει, επίσης, ότι φοβάται πως μπορεί να στρατολογηθεί σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν. Εν συνεχεία, παραθέτει παραδείγματα κινδύνων που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του και τα οποία σχετίζονται στον τραυματισμό ενός παλιού συνεργάτη του και στον παραδοσιακό ηγέτη της περιοχής του ο οποίος συλλαμβάνει και βασανίζει συγγενείς ατόμων που πολεμάνε στις αμυντικές δυνάμεις. Τέλος, προβάλλεται από τον Αιτητή πως ο ετεροθαλής αδερφός του αυτοκτόνησε έπειτα από πιέσεις για να στρατολογηθεί με τους Ambazonians. Τέλος, ο Αιτητής αναφέρει ότι επισυνάπτει σε ενιαίο σειριακό δίαυλο (usb) ορισμένα βίντεο που αφορούν τη γενική κατάσταση της περιοχής του.
Οι Καθ’ων η Αίτηση αντιτείνουν ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με το διεθνές και το ευρωπαϊκό δίκαιο, τις διατάξεις του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, των Νόμων και των εκδοθέντων υπ’ αυτών Κανονισμών, είναι αποτέλεσμα ορθής ενάσκησης των εξουσιών με τις οποίες περιβάλλονται οι Καθ’ ων η Αίτηση ενώ λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα κατόπιν ορθής αξιολόγηση όλων των σχετικών γεγονότων και στοιχείων της συγκεκριμένης υπόθεση, κατ’ εφαρμογή των αρχών του διοικητικού δικαίου είναι δε επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη.
Καταλήγοντας, υποβάλλουν ότι η επίδικη απόφαση δεν πάσχει με οποιοδήποτε τρόπο. Το αίτημα του αιτητή για παροχή διεθνούς προστασίας εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της προβλεπόμενης από τον νόμο διαδικασίας και η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν το αποτέλεσμα ενδελεχούς έρευνας, ορθής αξιολόγησης των στοιχείων της υπόθεσης και ορθής εφαρμογής του νόμου. Όπως επίσης και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη και δεν υπήρξε οποιαδήποτε νομική ή πραγματική πλάνη από παρερμηνεία ή λανθασμένη εκτίμηση των στοιχείων που ο αιτητής είχε θέσει ενώπιον των αρμοδίων οργάνων της Διοίκησης.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Κατόπιν των ως άνω, ενόψει της μη περίληψης οιουδήποτε νομικού ισχυρισμού στην παρούσα αίτηση, απομένει η επί της ουσίας εξέταση της παρούσας αιτήσεως αφού η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε «Κατόπιν αίτησης η οποία υποβάλλεται στην αρμόδια διοικητική αρχή μετά την 20ή Ιουλίου 2015 [.]» [αρ.11(3)(β)(α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018)] και συνεπώς το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία να εξετάσει και επί της ορθότητας της την προσβαλλόμενη απόφαση. Με βάση λοιπόν τα διαλαμβανόμενα στο αρ.146 (4) (α) του Συντάγματος - το οποίο ορίζει σχετικώς ότι το Δικαστήριο δύναται δια της αποφάσεως του «να τροποποιήσει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση ή την πράξη, ως νόμος για Διοικητικό Δικαστήριο ήθελε ορίσει, νοουμένου ότι [.] είναι απόφαση αφορώσα σε διαδικασία διεθνούς προστασίας κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης» - αλλά και το άρθρο 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018) - όπου αναφέρεται ότι το Δικαστήριο «προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής [.] τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν» - προχωρώ να εξετάσω το κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές περί τούτου διατάξεις του Νόμου και της Οδηγίας και είναι δια τούτο επί της ουσίας ορθή.
Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).
Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η αίτηση είχαν ενώπιόν τους.
Κατά την καταγραφή του αιτήματος διεθνούς προστασίας του Αιτητή, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής λόγω του γαλλόφωνου στρατού. Ειδικότερα ο Αιτητής υποστήριξε ότι ο στρατός σκότωνε νεαρά άτομα και έκαιγε σπίτια στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν, όπου ο Αιτητής διαβιούσε. Ο Αιτητής προέβαλε περαιτέρω ότι ο στρατός σκότωσε τον πατέρα του, πυροβόλησε τον αδερφό του και έκαψε την οικία τους στη Bamenda. Για τον λόγο αυτό ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε το Καμερούν, καθώς ήθελε να προστατεύσει τον εαυτό του αλλά και να συνεχίσει τις σπουδές του (βλ. ερυθρά 1 του Δ.Φ.).
Κατά το κρίσιμο στάδιο της προφορικής του συνέντευξης και σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως είναι υπήκοος Καμερούν με τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής το Muock της περιοχής Southwest, και τόπο συνήθους διαμονής τη Bamenda όπου και διέμενε έως ότου εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του το 2019. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση ισχυρίστηκε πως έχει μία σύντροφο, με την οποία δεν έχει παντρευτεί επίσημα, και είναι επίσης πατέρας και ενός ανήλικου τέκνου το οποίο έχει γεννηθεί το 2017. Η γυναίκα του Αιτητή διαμένει μαζί με το ανήλικο τέκνο της στην Yaounde. Ως προς την πατρική του οικογένεια ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι οι γονείς του έχουν αποβιώσει. Επιπλέον, προέβαλε ότι έχει τρεις αδερφούς και πέντε αδερφές. Εκ των αδερφών του οι δύο αδερφές του Αιτητή διαμένουν στη Yaounde, οι τρεις αδερφές του διαμένουν στο Muock, ένας αδερφός του διαμένει στη Bamenda, ένας αδερφός του «πολεμάει στις θαμνώδεις περιοχές» ([…] is fighting in the bushes […]) και ο τελευταίος από τους αδερφούς του εργάζεται ως στρατιωτικός. Ως προς το εκπαιδευτικό του επίπεδο, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι έχει σπουδάσει στο τμήμα δικτύων υπολογιστών, από το οποίο αποφοίτησε το 2016. Ως προς την επαγγελματική του εμπειρία ο Αιτητής προέβαλε πως εργαζόταν πάνω στον σχεδιασμό ακαδημαϊκών βιβλίων.
Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του ο Αιτητής ισχυρίστηκε κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής του ότι έφυγε από το Καμερούν λόγω του ότι η οικογένειά του ήταν διχασμένη, καθώς ορισμένοι εκ των συγγενών του υποστήριζαν την Κυβέρνηση της χώρας και κάποιοι άλλοι ήταν με το μέρος των αποσχιστών. Παράλληλα, ο ένας αδερφός του εργαζόταν στον στρατό ενώ ο άλλος «πολεμούσε στις θαμνώδεις περιοχές». Λόγω της ως άνω δημιουργηθείσας κατάστασης ο Αιτητής προέβαλε ότι στοχοποιήθηκε τόσο από τους αποσχιστές όσο και από τον κρατικό στρατό, καθώς αμφότεροι γνώριζαν πως ο Αιτητής δεν είναι ουδέτερος. Παράλληλα, ο Αιτητής προσέθεσε ότι ένας εκ των αδερφών του πυροβολήθηκε από τους αποσχιστές λόγω του ότι κατηγορήθηκε πως ήταν κατάσκοπος. (βλ. ερυθρά 35 1Χ του Δ.Φ.).
Ερωτηθείς ως προς το εάν υπάρχουν άλλοι λόγοι για τους οποίους να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά (βλ. ερυθρά 35 2Χ του Δ.Φ.).
Ερωτηθείς ως προς το τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν ο Αιτητής δήλωσε ότι θα χάσει τη ζωή του από τους αποσχιστές λόγω του ότι δεν είναι υποστηρικτής τους καθώς και λόγο του ότι ο ένας αδερφός του είναι στρατιωτικός. Προσέθεσε πως, εάν η Κυβέρνηση της χώρας του είναι καλή, τότε μπορεί να εμπιστευθεί τον στρατό. Ωστόσο, καθώς οι αποσχιστές δεν είναι μορφωμένοι, ο Αιτητής δήλωσε ότι δε μπορεί να τους εμπιστευτεί.
Ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε με ερωτήσεις σχετικά με τον αδερφό του Αιτητή που εργάζεται για τον κρατικό στρατό. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο αδερφός του ξεκίνησε να εργάζεται για τον στρατό το 2015 και ότι υπηρετεί στην στρατιωτική μονάδα BIR. Αρχικώς ήταν τοποθετημένος στα βόρεια της χώρας, πολεμώντας την Boko Haram, ωστόσο όταν ξεκίνησε η κρίση του αγγλόφωνου τμήματος της χώρας ο αδερφός του ξεκίνησε να αντιμάχεται τους αυτονομιστές Ambazonians. Η τελευταία επικοινωνία που είχε με τον αδερφό του ήταν, σύμφωνα με τις δηλώσεις του, περί τις αρχές του 2019 (βλ. ερυθρά 35 2Χ του Δ.Φ.). Ερωτηθείς ως προς την τελευταία τους επικοινωνία, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο αδερφός του τον κάλεσε και τον ρώτησε ως προς τον λόγο που δίνει πληροφορίες στους αποσχιστές, με τον Αιτητή να αποκρίνεται πως δεν έχει ιδέα σε τι αναφέρεται. Ο Αιτητής, έπειτα από σχετική ερώτηση, δήλωσε ότι προφανώς πρόκειται για αυθαίρετο συμπέρασμα από τη στιγμή που ένας αδερφός του πολεμάει με τους αποσχιστές (βλ. ερυθρά 34 1Χ του Δ.Φ.).
Ως προς το εάν αντιμετώπισε ποτέ κάποιο πρόβλημα με τον καμερουνέζικο στρατό, ο Αιτητής αναφέρθηκε σε δύο περιστατικά. Αναφορικά με το πρώτο περιστατικό, περιέγραψε πως το 2019 ο στρατός τον πήρε δια της βίας μέσα από το γραφείο του και ανακρίθηκε σχετικά με τον αδερφό του που πολεμάει με τη μεριά των αποσχιστών και κατάφερε να ξεφύγει από την ανάκριση προτού μάθουν ότι είχε έναν αδερφό στον στρατό. Ως προς το δεύτερο περιστατικό ο Αιτητής προέβαλε πως όταν μετέβη τον Ιούνιο του 2019 στη Yaounde για να εκδώσει το διαβατήριό του, ο αδερφός του έστειλε ορισμένα άτομα για να τον χτυπήσουν. Σε περαιτέρω διευκρινιστικές ερωτήσεις του λειτουργού ο Αιτητής δήλωσε πως ο λόγος που γνώριζε ότι τα άτομα που τον χτύπησαν είχαν σταλεί από τον αδερφό του ήταν καθώς τον ρώτησαν εάν αυτός είναι ο αδερφός του, ενώ ερωτήθηκε επιπλέον αναφορικά με τον λόγο που δε θέλει να αποκαλύψει την τοποθεσία όπου ευρίσκεται ο αδερφός του που πολεμάει με τους Ambazonians. Επαναλήφθηκε η ερώτηση ως προς το πως γνωρίζει ότι υπεύθυνος ήταν ο αδερφός του, και ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι είναι ο μόνος άνθρωπος που ξέρει τόσα πολλά για εκείνον και πως κανένας από τον στρατό δε μπορεί να έρθει απευθείας και να του θέσει ερωτήσεις. Σχετικά με τον λόγο που ο αδερφός του έστειλε άτομα για να σκοτώσουν τον Αιτητή, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι αυτό συνέβη επειδή ο αδερφός του θεωρεί πως έχει εξουσία λόγω του ότι κρατάει όπλο (βλ. ερυθρά 34 2Χ, 33 1Χ του Δ.Φ.). Σε μετέπειτα ερωτήσεις του λειτουργού ο Αιτητής προέβαλε πως δεν αντιμετώπισε κάποιο άλλο περιστατικό με τις αρχές της χώρας καταγωγής του, ωστόσο προσέθεσε ότι καταζητούνταν από αυτές λόγω του ότι δεν ήθελε να συνεργαστεί μαζί τους (βλ. ερυθρά 33 2Χ του Δ.Φ.). Ο Αιτητής ερωτήθηκε σχετικά με τον λόγο που καταζητείται από τις αρχές της χώρας του και απάντησε ότι αυτό συμβαίνει επειδή ο αδερφός του εργάζεται για τον στρατό και του είχε ζητήσει να ενταχθεί και αυτός στον στρατό. Επανέλαβε δε ότι είναι καταζητούμενος και από τις δύο μεριές (βλ. ερυθρά 32 1Χ του Δ.Φ.). Ο αρμόδιος λειτουργός έθεσε στον Αιτητή το ερώτημα αναφορικά με το πως γίνεται να είναι καταζητούμενος και να έφυγε από τη χώρα του με νόμιμο τρόπο από το αεροδρόμιο. Στην εν λόγω ερώτηση ο Αιτητής δήλωσε πως η ασφάλεια στο αεροδρόμιο της Douala δεν είναι τόσο έντονη όσο στο αεροδρόμιο της Yaounde (βλ. ερυθρά 32 1Χ του Δ.Φ.).
Εν συνεχεία, ο Αιτητής ερωτήθηκε αναφορικά με την φερόμενη στοχοποίηση του από τους Ambazonians. Στην σχετική ερώτηση του αρμόδιου λειτουργού προέβαλε πως το 2016 οι Ambazonians απείλησαν να τον σκοτώσουν εάν δεν τους βοηθούσε στην κατασκευή βομβών. Μετά από αυτή την επίσκεψη ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι δεχόταν τηλεφωνήματα στα οποία απαντούσε με δικαιολογίες. Προσέθεσε δε ότι δεν τον επισκέφθηκαν εκ νέου έπειτα από το 2016 και πως μόνο το 2019 τον κάλεσαν και απείλησαν να τον σκοτώσουν εάν δεν εντασσόταν μαζί τους. Ως προς τον λόγο που δεν τον επισκέφθηκαν ξανά έπειτα από το 2016 ο Αιτητής προέβαλε πως επειδή πολλοί από τους Ambazonians χάνουν τη ζωή τους ορισμένες φορές χρειάζεται να παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι να ανακτηθούν οι πληροφορίες που είχε στην κατοχή του το άτομο που έχασε τη ζωή του (βλ. ερυθρά 33 2Χ του Δ.Φ.). Ζητήθηκε να εξειδικευτεί από τον Αιτητή ποιοι τον καταδιώκουν επακριβώς. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι διώκεται από τους ‘Red Dragons’, μία υπό – ομάδα των Ambazonians, η οποία έχει αναλάβει την στρατολόγηση νέων μελών (βλ. ερυθρά 32 2Χ του Δ.Φ.). Ζητήθηκαν επίσης περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα απειλητικά τηλεφωνήματα που κατ’ ισχυρισμόν λάμβανε ο Αιτητής από τους Ambazonians. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι έλαβε περί τα 30 τέτοια τηλεφωνήματα μεταξύ του 2016 και του 2019. Στα τηλεφωνήματα αυτά ο Αιτητής δεχόταν απειλές θανάτου λόγω της μη συστράτευσής του με τους Ambazonians. Ως προς το ποιοι τον καλούσαν στα τηλεφωνήματα αυτά, ο Αιτητής δήλωσε πως το όνομα των ατόμων που τον καλούσαν ήταν Maurice και Leonard και ότι κατάγονταν από το χωριό του. Προσέθεσε δε ότι ακόμα και τώρα που λείπει από το χωριό του δέχεται μηνύματα η σύντροφός του το περιεχόμενο των οποίων αφορά το που βρίσκεται ο Αιτητής (βλ. ερυθρά 31 1Χ, 2Χ του Δ.Φ.).
Τέλος, ο Αιτητής ερωτήθηκε ως προς την αντίφαση μεταξύ των όσων είχε δηλώσει στη φόρμα καταγραφής του και των όσων ισχυρίστηκε ενώπιον του αρμόδιου λειτουργού. Σχετικώς, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι δεν ήθελε να συμπεριλάβει όλες τις λεπτομέρειες στη φόρμα καταγραφής του και επανέλαβε πως εμπιστεύεται περισσότερο την Κυβέρνηση της χώρας του (βλ. ερυθρά 30 1Χ του Δ.Φ.).
Ερωτηθείς εάν μπορεί να εγκατασταθεί σε κάποια άλλη περιοχή του Καμερούν, όπως για παράδειγμα στην Yaounde, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά λέγοντας πως και οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές θα τον αναζητήσουν (βλ. ερυθρά 32 2Χ του Δ.Φ.).
Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε δύο (2) ουσιώδεις ισχυρισμούς απορρέοντες από το αφήγημα του Αιτητή.
Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά τα προσωπικά στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, ο οποίος και έγινε αποδεκτός. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι ο Αιτητής είναι πολίτης Καμερούν με τόπο καταγωγής το Muock της περιοχής Southwest και τόπο συνήθους διαμονής την Bamenda της περιοχής Northwest.
Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορά το ότι ο Αιτητής στοχοποιήθηκε τόσο από τις αρχές του Καμερούν όσο και από τους αυτονομιστές από το 2016 κι έπειτα λόγω του ιστορικού της οικογένειάς του και της επιθυμίας του να παραμείνει ουδέτερος και να μην υποστηρίξει καμία πλευρά. Ο συγκεκριμένος ισχυρισμός απορρίφθηκε λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας. Ειδικότερα ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε πως οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν διακατέχονταν από τον απαιτούμενο βαθμό λεπτομέρειας και συνοχής καθώς δεν ήταν εφικτό το να παραθέσει μία συγκεκριμένη και συνεκτική αφήγηση που να υποστηρίζει τα όσα προβλήθηκαν από αυτόν κατά την ελεύθερη αφήγησή του.
Ο λειτουργός έκρινε ότι, όσον αφορά την τελευταία επικοινωνία του Αιτητή με τον στρατιωτικό αδερφό του, ο Αιτητής υπήρξε γενικόλογος και μη συγκεκριμένος. Πλην του ότι δεν παρέθεσε τον απαιτούμενο βαθμό λεπτομέρειας ως προς την επικοινωνία τους αυτή καθαυτή, ο λειτουργός τόνισε ότι υπήρξαν ανεπαρκείς οι δηλώσεις του και ως προς τον τρόπο και τον λόγο που ο αδερφός του είχε στην κατοχή του λανθασμένες πληροφορίες περί του ότι ο Αιτητής μετέφερε στους αυτονομιστές εμπιστευτικές πληροφορίες που αφορούσαν τον στρατό. Εν συνεχεία, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε πως το αναφερθέν από τον Αιτητή περιστατικό κατά το οποίο ανακρίθηκε από τον στρατό του Καμερούν το 2019 παρουσιάστηκε με γενικό και αόριστο τρόπο, ενώ τονίστηκε και το ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να υποστηρίξει τη σύνδεση μεταξύ των ατόμων που τον ανέκριναν και του αδερφού του, που κατ’ ισχυρισμόν ήταν υπεύθυνος για την ανάκριση αυτή. Όσο δε αφορά το περιστατικό κακοποίησής του από αγνώστους στη Yaounde, για το οποίο ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι υπεύθυνος ήταν ο στρατιωτικός αδερφός του, ο λειτουργός έκρινε πως ο Αιτητής δεν παρείχε μία συνεκτική και συγκεκριμένη αφήγηση, υπό την έννοια ότι δεν στοιχειοθετήθηκε με ακρίβεια ο τρόπος που ο αδερφός του Αιτητή γνώριζε πως ο Αιτητής θα βρισκόταν το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα στη Yaounde.
Ομοίως, όσον αφορά την κατ’ ισχυρισμό στοχοποίηση του Αιτητή από τους αποσχιστές Ambazonians, ο Αιτητής υπήρξε κατά τον λειτουργό ανεπαρκής και μη συνεκτικός στις δηλώσεις του. Επισημάνθηκε η γενικότητα με την οποία ο Αιτητής αναφέρθηκε στην επίσκεψη των αυτονομιστών το 2016 και στα απειλητικά τηλεφωνήματα το 2019, χωρίς να αναφέρει στο ενδιάμεσο κάποιο άλλο περιστατικό απειλής και χωρίς να είναι εφικτή μία ευλογοφανής εξήγηση ως προς τον λόγο που επί τρία έτη δεν ήρθε αντιμέτωπος με έτερο περιστατικό απειλών από τους Ambazonians προς αυτόν.
Παράλληλα, σχετικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή περί του ότι είναι καταζητούμενο πρόσωπο, τονίστηκε η αοριστία με την οποία προβλήθηκε το εν λόγω στοιχείο και η αντιφατικότητα των δηλώσεών του και η αδυναμία του να αιτιολογήσει επαρκώς τον ισχυρισμό περί του ότι καταζητείται από τις αρχές της χώρας καταγωγής του.
Τέλος, ο αρμόδιος λειτουργός επεσήμανε και την αντίφαση μεταξύ των όσων δηλώθηκαν από τον Αιτητή κατά την καταγραφή του αιτήματος διεθνούς προστασίας του σε σύγκριση με τα ισχυρισθέντα ενώπιον του αρμόδιου λειτουργού. Ο λειτουργός τόνισε πως, παρ’ όλο που η συγκεκριμένη αντίφαση τέθηκε προς αποσαφήνιση στον Αιτητή, εντούτοις ο Αιτητής δεν ήταν εφικτό να παραθέσει μία συνεκτική διευκρίνηση. Η αιτιολογία του Αιτητή περί του ότι κατά την καταγραφή του αιτήματός του δε μπορούσε να βάλει όλες τις σχετικές λεπτομέρειες κρίθηκε ανεπαρκής καθώς η διαφοροποίηση των λεγομένων του ήταν ουσιώδης.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι λόγω του ότι πρόκειται περί ισχυρισμού που άπτεται της σφαίρας της ιδιωτικής ζωής του Αιτητή δεν είναι εφικτή η ανεύρεση εξωτερικών πηγών πληροφόρησης. Ωστόσο, ο λειτουργός προχώρησε στην παράθεση πληροφοριών γενικού περιεχομένου για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή σχετικά με τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράττονται τόσο από την Κυβέρνηση όσο και από τους αποσχιστές Ambazonians στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν. Παρατέθηκαν επίσης γενικές πληροφορίες για την κατάσταση που επικρατούσε στην περιοχή περί το 2017 και 2018, καθώς και πληροφορίες που αναφέρουν ότι οι νεαροί άντρες και τα παιδιά διατρέχουν κίνδυνο στρατολόγησης σε ένοπλες ομάδες. Ωστόσο, τονίστηκε πως παρ’ όλο που οι εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επιβεβαιώνουν τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, λόγω της πάσχουσας εσωτερικής αξιοπιστίας των λεγομένων του Αιτητή ο ισχυρισμός δε μπορεί να γίνει αποδεκτός.
Υπό το φως του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, οι Καθ’ ων η αίτηση συνήγαγαν κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ότι σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν ο Αιτητής υπάρχει εύλογη πιθανότητα να έρθει αντιμέτωπος με συμπεριφορά που να ισοδυναμεί με δίωξη ή με σοβαρή βλάβη. Σχετικώς, οι Καθ’ ων η αίτηση διεξήγαγαν έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή και παρέθεσαν πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν, ιδιαίτερα στην περιοχή Northwest, με έμφαση στις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράττονται τόσο από τους αυτονομιστές όσο και από τις κρατικές δυνάμεις.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, οι Καθ΄ ων η αίτηση κατέληξαν στο ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή σε ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς.
Επιπλέον, κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν, ο Αιτητής δεν θα κινδυνεύσει με θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Οδηγίας, ούτε ενδέχεται να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία δυνάμει του άρθρου 15(β) της Οδηγίας.
Αναφορικά δε με το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν επίσης στο ότι ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό την έννοια του συγκεκριμένου άρθρου σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής και ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο υπαγωγής του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας απορρίφθηκε. Ειδικότερα, οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν πως ο βαθμός της αδιάκριτης βίας στο Καμερούν δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα ούτως ώστε να συνάγεται πως ένας άμαχος πολίτης θα κινδυνεύσει απλώς και μόνο λόγω της παρουσίας του στην περιοχή. Εν προκειμένω τονίστηκε ότι ο Αιτητής δεν συγκεντρώνει στο πρόσωπό του προσωπικές περιστάσεις οι οποίες να αυξάνουν το ρίσκο του συγκριτικά με τον μέσο άμαχο πληθυσμό και, συνεπώς, η περίπτωσή του δεν εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρου 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής κλήθηκε σε ακρόαση κατά την ακροαματική διαδικασία της 30/11/2023 προκειμένου να του τεθούν ερωτήματα αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας του. Ενώπιον του Δικαστηρίου ο Αιτητής προέβαλε ότι πλέον εν ζωή στο Καμερούν βρίσκονται μόνο οι αδερφές του με τη μία να κατοικεί στη Yaounde και την άλλη να διαμένει στη Bamenda, ενώ τα άρρενα αδέρφια του έχουν αποβιώσει. Ερωτηθείς ως προς το τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν ο Αιτητής προέβαλε πως φοβάται ότι θα στρατολογηθεί από τους Ambazonians και πως, συνεπακόλουθα, θα χάσει τη ζωή του. Περαιτέρω, ο Αιτητής ερωτήθηκε σχετικά με τη σύντροφό του και δήλωσε ότι η σύντροφός του διαμένει στη Yaounde. Προσέθεσε ότι, λόγω της κατάστασης ασφαλείας δεν ήταν εφικτό να διαμένουν μαζί και για τον λόγο αυτό η σύντροφός του μετέβη στη Yaounde, με τον Αιτητή να μεταβαίνει επίσης εκεί για κάποιο μικρό χρονικό διάστημα. Εν συνεχεία ο Αιτητής δήλωσε ότι η σύντροφός του έφυγε για τη Yaounde to 2016 και πως ο ίδιος την ακολούθησε έως το 2019 οπότε και έφυγε για να μεταβεί στη Δημοκρατία.
Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:
Όσον αφορά τον αποδεκτό ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, θα συμφωνήσω με το συμπέρασμα του αρμόδιου λειτουργού και θα υιοθετήσω την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση. Όσον αφορά τον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, δε μπορώ να παραβλέψω την αντίφαση στα λεγόμενά του καθώς ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρίστηκε κατά τη διάρκεια της ακροαματικής του διαδικασίας ότι διέμενε μαζί με τη σύντροφό του στη Yaounde κατά τα έτη 2016 – 2019. Ωστόσο, όπως θα εξηγήσω αμέσως κατωτέρω, δε θεωρώ ότι η συγκεκριμένη διαφοροποίηση στα λεγόμενα του Αιτητή αρκεί ούτως ώστε να θεωρηθεί η Yaounde ως ο τόπος συνήθους διαμονής του.
Ο Αιτητής κατά τη διάρκεια της προσωπικής του συνέντευξης δήλωσε με συνέπεια και σαφήνεια ότι διέμενε στην Bamenda έως τη στιγμή που εγκατέλειψε οριστικά το Καμερούν (βλ. ερυθρά 38 2Χ του Δ.Φ.). Περαιτέρω, σε πλείστα άλλα σημεία της ακροαματικής διαδικασίας ο Αιτητής αναφέρθηκε επίσης στη Bamenda ως τον τόπο συνήθους διαμονής του. Ερωτήθηκε ευθέως από το Δικαστήριο εάν κατοικούσε στη Yaounde, όπου βρισκόταν και η σύντροφός του, ωστόσο ο Αιτητής παραμένοντας συνεκτικός στα όσα είχε δηλώσει ενώπιον των Καθ’ ων η αίτηση προέβαλε ότι διέμενε στην Bamenda και όχι στη Yaounde. Σε μετέπειτα ερωτήσεις επίσης παρέμεινε συνεπής στα ως άνω παρατεθέντα λεγόμενά του, δηλώνοντας με βιωματικό και περιγραφικό τρόπο ότι λόγω των συνθηκών ασφαλείας δε μπορούσε να ζήσει μαζί με τη σύντροφό του και πως εκείνη έπρεπε να διαφύγει προς τη Yaounde και εκείνος να παραμείνει στη Bamenda. Με συνέπεια προσέθεσε επίσης ότι μετέβαινε για μικρά χρονικά διαστήματα στη Yaounde και μετέπειτα επέστρεφε στη Bamenda. Συνεπώς, η μετέπειτα αντίφαση στα λεγόμενα του Αιτητή περί του ότι το διάστημα 2016 – 2019 διέμενε στη Yaounde με τη σύντροφό του δεν επαρκεί προκειμένου να αναιρέσει την προαναφερθείσα συνέπεια και συνεκτικότητα των ισχυρισμών του Αιτητή ως προς τον τόπο συνήθους διαμονής του. Συνεπώς συντάσσομαι με το συμπέρασμα των Καθ’ ων η αίτηση περί του ότι τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή είναι η Bamenda και υιοθετώ την κατάληξη του συγκεκριμένου ισχυρισμού.
Ομοίως, αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό επίσης συντάσσομαι με την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση ως προς την απουσία εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα του Αιτητή. Αρχικά, όπως ορθώς εντοπίστηκε και από τον αρμόδιο λειτουργό, δε μπορεί να παραβλεφθεί η αντίφαση μεταξύ της φόρμας καταγραφής του Αιτητή και των όσων δηλώθηκαν καθώς και η ανεπαρκής εξήγηση που ο Αιτητής έδωσε όταν του τέθηκε η συγκεκριμένη ασυνέπεια. Υπενθυμίζεται ότι κατά την καταγραφή του αιτήματός του ο Αιτητής είχε δηλώσει ότι ο κρατικός στρατός σκότωσε τον πατέρα του, πυροβόλησε τον αδερφό του και έκαψε την πατρική του οικία στην Bamenda. Εντούτοις, κατά την προσωπική του συνέντευξη, παρ’ όλο που ανέφερε τα σχετικά με τον θάνατο του πατέρα του κατά το στάδιο των ερωτήσεων ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, δεν έκανε καμία αναφορά στον τραυματισμό του αδερφού του και στην καταστροφή της οικίας τους, ούτε και επανήλθε στα σχετικά με τον θάνατο του πατέρα του ως τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να φύγει από το Καμερούν. Ερωτηθείς δε ως προς τους λόγους που οδηγήθηκε στο να αιτηθεί διεθνή προστασία, ο Αιτητής παρουσίασε ένα τελείως διαφορετικό αφήγημα το οποίο περιστρεφόταν γύρω από το ότι κινδυνεύει τόσο από τον στρατό όσο και από τους αυτονομιστές. Η εξήγηση δε που έδωσε ως προς το ότι στη φόρμα καταγραφής του δε μπορούσε να πει όλες τις λεπτομέρειες, όπως ορθά έκρινε ο λειτουργός, δε μπορεί να είναι επαρκής καθώς η αντίθεση στα λεγόμενά του είναι τέτοια που ανάγεται στον πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας του.
Περαιτέρω, ανατρέχοντας στο πρακτικό της συνέντευξης του Αιτητή, διαπιστώνω ότι το σύνολο των σχετικών δηλώσεων του Αιτητή ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό διακατεχόταν από έλλειψη λεπτομέρειας και συνοχής, ενώ απουσίαζε το βιωματικό στοιχείο που θα συνηγορούσε στο ότι θα επρόκειτο για περιστατικά όντως βιωθέντα από τον Αιτητή. Σχετικά με την φερόμενη στοχοποίηση του Αιτητή από τις αρχές της χώρας καταγωγής του, συντάσσομαι με την κατάληξη του αρμόδιου λειτουργού ως προς το ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή πάσχουν ως προς την εσωτερική τους αξιοπιστία. Οι δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με το ότι ο αδερφός του τον κατηγόρησε για μεταφορά πληροφοριών στους Ambazonians δεν στοιχειοθετήθηκαν επαρκώς, καθώς παρέμειναν σε ένα αόριστο και επιφανειακό επίπεδο. Ομοίως, και ο ισχυρισμός περί της ανάκρισής του από τον στρατό του Καμερούν δεν στηρίχθηκε με αναλυτικές περιγραφές και συνεκτικούς ισχυρισμούς, ενώ όσον αφορά την φερόμενη σωματική κακοποίηση που υπέστη από απεσταλμένους του αδερφού του συντάσσομαι με το συμπέρασμα του αρμόδιου λειτουργού περί του ότι ο ισχυρισμός αυτός παρέμεινε αστήρικτος. Και στις δύο περιπτώσεις, συμφωνώ με το ότι ο Αιτητής δεν στοιχειοθέτησε την απαιτούμενη σύνδεση των περιστατικών με τον στρατιωτικό αδερφό του. Ιδιαίτερα δε όσον αφορά το περιστατικό ξυλοδαρμού του, η σύνδεση του αδερφού του με το περιστατικό αυτό διαπιστώνω ότι πρόκειται για προσωπική υπόθεση του Αιτητή η οποία δεν στηρίζεται σε αντικειμενικά γεγονότα ούτε στοιχειοθετήθηκε με την απαραίτητη σαφήνεια.
Το ίδιο παρατηρώ και όσον αφορά την κατ’ ισχυρισμόν στοχοποίηση του Αιτητή από τους αυτονομιστές Ambazonians, και συγκεκριμένα την υπό – ομάδα τους ονόματι ‘Red Dragons’. Το περιστατικό το οποίο, σύμφωνα με τις δηλώσεις του Αιτητή συνέβη το 2016, δεν παρατέθηκε από αυτόν με λεπτομερή και βιωματικό τρόπο. Ομοίως, το ίδιο κρίνω και όσον αφορά τα απειλητικά τηλεφωνήματα που ο Αιτητής δεχόταν από τα μέλη των αυτονομιστών. Εφόσον, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Αιτητή, τα τηλεφωνήματα αυτά ήταν περί τα τριάντα στον αριθμό, θα ήταν και ευλόγως αναμενόμενο το να είναι ο Αιτητής σε θέση να προβεί σε αναλυτική περιγραφή του τι ακριβώς συνέβη. Αντ’ αυτού, υπήρξε αόριστος ως προς το περιεχόμενο των τηλεφωνημάτων αλλά και ως προς τη δική του αντίδραση στις εν λόγω απειλές. Συνεπώς, και ως προς αυτό το στοιχείο συντάσσομαι με την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση.
Τέλος, συντάσσομαι και με την κρίση περί αοριστίας των δηλώσεων του Αιτητή ως προς το ότι καταζητείται από τις αρχές της χώρας καταγωγής του. Οι σχετικές δηλώσεις του Αιτητή διαπιστώνω ότι αποτελούν προσωπικές του εικασίες, ενώ δε μπορώ να παραβλέψω και το ότι ο Αιτητής έφυγε από τη χώρα καταγωγής του με νόμιμο τρόπο. Δεδομένου ότι ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως αναζητούνταν από τις αρχές θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο το να μη μπορεί να αποχωρήσει με νόμιμο τρόπο από τη χώρα του. Η δε εξήγησή του περί του ότι το αεροδρόμιο της Douala δεν έχει τόσο αυστηρό έλεγχο, δε μπορεί να θεωρηθεί ευλογοφανής.
Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του Αιτητή, το Δικαστήριο προέβη σε ανεξάρτητη και επικαιροποιημένη έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Όσον αφορά την υπό – ομάδα των Ambazonians ‘Red Dragons’ άρθρο του BBC δημοσιευθέν το 2018 αναφέρει πως οι Red Dragons, Tigers είναι ανάμεσα στις ένοπλες ομάδες που δημιουργήθηκαν για να πολεμήσουν για την ανεξαρτησία στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν. Το άρθρο συνεχίζει λέγοντας ότι οι πολιτοφυλακές αυτές, που σχηματίστηκαν κατά το τελευταίο έτος πριν τη δημοσίευση του άρθρου, έχουν κάνει πολλές μικρές πόλεις και χωριά στις δύο κύριες αγγλόφωνες περιοχές, τη Northwest και τη Southwest, να είναι «ακυβέρνητες», κάτι «αδιανόητο» μόλις πριν από λίγα χρόνια.[1]
Όσον αφορά τη στρατολόγηση από τους Ambazonians, σύμφωνα με μια έκθεση του OCHA του Μαρτίου 2023, τα έφηβα αγόρια και οι άνδρες κινδυνεύουν περισσότερο από αυθαίρετες συλλήψεις, παράνομες κρατήσεις, αναγκαστική στρατολόγηση και σωματική βία.[2] Οι άντρες είναι επίσης τα πρωταρχικά θύματα καταγεγραμμένων περιστατικών προστασίας, και αντιπροσωπεύουν μεταξύ του 85% και 95% όσων έχουν εκτεθεί σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη μεταχείριση, κλοπή, εκβιασμό και αυθαίρετη ή παράνομη σύλληψη και/ή κράτηση.[3] Οι άνδρες αντιμετωπίζουν βία από στρατιωτικές αρχές και μη κρατικούς ένοπλους. ομάδες.[4] Σύμφωνα με το OCHA, οι οικογένειες περιορίζουν τις εξωτερικές μετακινήσεις στους γιους τους για να τους αποτρέψουν από τη σύλληψη και/ή τη βίαια στρατολόγησή τους.[5] Περαιτέρω, σύμφωνα με το NORCAP, άνδρες που αρνούνται να συμμετάσχουν στην ένοπλη σύγκρουση μπορούν να θεωρηθούν ως κατάσκοποι, ενώ μπορεί και να μην έχουν άλλη επιλογή με συνέπεια να εντάσσονται, να κρύβονται ή να φεύγουν από την κοινότητά τους.[6]
Ωστόσο, παρά τις πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης που επιβεβαιώνουν τόσο την ύπαρξη των Red Dragons όσο και τη διενέργεια στρατολογήσεων από τους αγγλόφωνους αυτονομιστές, εντούτοις ο ισχυρισμός του Αιτητή δε γίνεται να γίνει αποδεκτός λόγω της έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα του Αιτητή.
Κατά το στάδιο των γραπτών αγορεύσεων ο Αιτητής προσκόμισε σχετικό USB στο οποίο απεικονίζονται νεκροί νεαροί άντρες. Ως προς το περιεχόμενο του ο Αιτητής ανέφερε ότι απεικονίζει την τεταμένη κατάσταση που επικρατεί στον τόπο συνήθους διαμονής του.
Επισημαίνω ότι τα έγγραφα που προσκομίζονται ως αποδεικτικά στοιχεία σε αίτηση διεθνούς προστασίας, αξιολογούνται με βάση τη νομολογία και τα πρότυπα του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς του αιτητή και (α) τη συνάφειά τους με συγκεκριμένο ουσιώδες πραγματικό περιστατικό, (β) την ύπαρξη συγκεκριμένου τύπου εγγράφου σύμφωνα με τις γενικές πληροφορίες της χώρας καταγωγής, (γ) το περιεχόμενο του εγγράφου, με την έννοια του αν αυτό είναι συμβατό με τις δηλώσεις του αιτητή, αν είναι ακριβές αντίγραφο και αν αποτελεί άμεση μαρτυρία ενός συγκεκριμένου ουσιώδους πραγματικού περιστατικού, (δ) τον τύπο του εγγράφου, προς αξιολόγηση της γνησιότητάς του, (ε) τη φύση του εγγράφου, αν δηλαδή προσκομίζεται στην πρωτότυπη μορφή του ή σε αντίγραφο.[7] Ως αναφέρεται στον Πρακτικό Οδηγό της EASO «Αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων»:[8]
«Τα έγγραφα πρέπει να εξετάζονται από κοινού με άλλα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται για να τεκμηριώσουν το συγκεκριμένο ουσιώδες πραγματικό περιστατικό το οποίο προορίζονται να στηρίξουν, καθώς και με άλλα στοιχεία της αξιολόγησης της αξιοπιστίας. Κάθε έγγραφο πρέπει να αξιολογείται με τον ίδιο τρόπο όπως και οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Δεν πρέπει να απορρίπτεται η βαρύτητα ενός εγγράφου χωρίς να παρέχονται οι λόγοι για τους οποίους ο υπάλληλος κατέληξε στο εν λόγω συμπέρασμα με βάση τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία —ήτοι, συλλεγείσες αντικειμενικές πληροφορίες για τη χώρα σχετικά με την αξιοπιστία του εγγράφου, συνεκτιμώντας και άλλα συναφή αποδεικτικά στοιχεία.».
Περαιτέρω, στον Οδηγό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο «Δικαστική Ανάλυση: Αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου»,[9] αναφέρεται ότι οι αρχές που διέπουν την αξιολόγηση τόσο των γεγονότων και περιστάσεων όσο και των αποδεικτικών στοιχείων που έχει αναφέρει ή προσκομίσει ο Αιτητής, περιλαμβάνουν την αξιολόγηση με βάση, μεταξύ άλλων, όλα τα συναφή στοιχεία και τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά. Συνεπώς, τα έγγραφα δεν πρέπει να αξιολογούνται χωριστά, αλλά με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων και των δηλώσεων του Αιτητή.
Εν προκειμένω πρώτιστος κρίνω ότι το περιεχόμενο του USB δεν είναι συναφές με την υπόθεση, καθώς δεν σχετίζεται με την φερόμενη δίωξη της Αιτητή και κατ’ επέκταση με τον πυρήνα του αιτήματος του, αλλά σημαντικότερα δεν προσφέρει οποιαδήποτε αποδεικτική αξία καθότι δεν προκύπτει από το περιεχόμενο του USB τι γεγονότα απεικονίζονται, τα πρόσωπα ή και ομάδες που συμμετέχουν, την χρονολογία δηλαδή πότε τραβήχτηκαν τα εν λόγω βίντεο αλλά και την προέλευση τους. Η γενική αναφορά του Αιτητή κατά την ακροαματική διαδικασία ότι απεικονίζουν γεγονότα που έλαβαν χώρα στην χώρα και τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή δεν τεκμηριώνει τις δηλώσεις του, ενώ ορθά ο ισχυρισμός του ότι τον αναζητούν κρίθηκε ως μη αξιόπιστος εσωτερικά, καθώς τα λεγόμενά του ήταν αόριστα, επιφανειακά, και μη τεκμηριωμένα. Συνάμα φρονώ ότι το περιεχόμενο του USB δεν καθιστούν δυνατή την επιβεβαίωση της εξωτερικής αξιοπιστίας των ανωτέρω ισχυρισμών του Αιτητή, οι οποίοι και αποτελούν τον πυρήνα του αιτήματός του αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους έφυγε από τη χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή. Οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν παρουσιάζουν την απαραίτητη συνοχή ενώ τα όσα αναφέρει δεν υποστηρίζονται μέσω του USB που προσκόμισε ενώπιον του Δικαστηρίου.
Εξετάζοντας το σύνολο των δηλώσεων του Αιτητή σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός του, διαπιστώνω πληθώρα αντιφάσεων, οι οποίες θέτουν εν αμφιβόλω την αξιοπιστία του. Πέραν των όσων η αρμόδια λειτουργός αναφέρει στην έκθεση εισήγησή της και των προφανών αντιφάσεων που αφορούν στις ημερομηνίες που έλαβαν χώρα τα συμβάντα τα οποία επικαλείται ο Αιτητής , έχω παραθέσει ανωτέρω και τους ισχυρισμούς του που διακρίνονται από αντιφατικότητα, γενικότητα και αοριστία και έλλειψη ευλογοφάνειας και συνοχής ενώ σε ερωτήσεις του Δικαστηρίου αδυνατούσε να δώσει πειστικές απαντήσεις και να δώσει λεπτομέρειες για τα στοιχεία που ο ίδιος προσκόμισε στο Δικαστήριο. Με βάση τα ανωτέρω, ο αιτητής σε επίπεδο εσωτερικής αξιοπιστίας δεν παρουσίασε συνέπεια, επάρκεια σε λεπτομέρειες εκεί όπου του τέθηκαν οι ανάλογες ερωτήσεις και δεν τεκμηρίωσε τον προβαλλόμενο ισχυρισμό του με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις.
Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, οι Καθ’ων η αίτηση έλαβαν υπόψη τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά τα οποία όμως δεν έγιναν αποδεκτά (αξιολόγηση της αξιοπιστίας) και βάση αυτών έκριναν στην συνέχεια ότι δεν υπάρχει πιθανότητα ο Αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση που συνιστά δίωξη ή σοβαρή βλάβη (εκτίμηση κινδύνου). Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του περί δίωξης του από τις αρχές αλλά και τους Αμπαζόνιας ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών της και του κλονισμού της αξιοπιστίας της λόγω ουσιωδών αντιφάσεων, ελλείψεων, και αδυναμιών οι οποίες εντοπίστηκαν στις συνεντεύξεις που έδωσε. Αυτό δε το εμπόδιο αναγνωρίζεται ρητά ως ένα από τα κωλύματα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις πρόνοιες του Εγχειριδίου (Βλ. απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου EDWARD ESKANDAZ ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1673/2010, 4/7/2013).
Συναφώς επισημαίνεται ότι ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στον Αιτητή «το ευεργέτημα της αμφιβολίας»,[10] όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο Αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του/της, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι είναι γενικά αξιόπιστος/η.[11] Εν προκειμένω, ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή/τρια είναι επιτρεπτή. (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).
Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει, όσο και διευκρινιστικές ερωτήσεις επί των ανωτέρω ερωτημάτων. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία. Οι ισχυρισμοί αυτοί που επικαλείται δεν θα μπορούσαν να τον εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από την Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6 (Ι)/2000.
Παράλληλα, οι Καθ΄ ων η αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις του Αιτητή, συνεκτιμώντας την ατομική του κατάσταση καθώς και τις προσωπικές του περιστάσεις, εκ των οποίων δεν ανέκυψε κάποιος παράγοντας ο οποίος θα μπορούσε να δικαιολογήσει την αδυναμία του να στοιχειοθετήσει τους ισχυρισμούς του κατά τρόπο που να παραπέμπουν σε βιωματικό περιστατικό. Συμπερασματικά, εξ όσων ο Αιτητής ανέφερε τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα δικαστική διαδικασία, παρατηρώ ότι δεν προκύπτει ένα σαφές, συμπαγές και ευλογοφανές αφήγημα το οποίο να στοιχειοθετεί κατά τρόπο που να παραπέμπει σε βιωματικό περιστατικό σχετικά με τους λόγους για τους οποίους ο Αιτητής έφυγε από τη χώρα καταγωγής του και αιτήθηκε διεθνή προστασία, αλλά συνίσταται σε ένα ασαφές συνονθύλευμα το οποίο στερείται αληθοφάνειας και νοηματικής συνοχής.
Στη βάση λοιπόν του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού και προς αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο Αιτητής δεν αναμένεται να αντιμετωπίσει και/ή να υποστεί οποιαδήποτε πράξη δίωξης ή να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής. Ούτε άλλωστε έχει καταδικασθεί, συλληφθεί ή καταζητείται από τις αρχές του Καμερούν.
Υπενθυμίζω συναφώς ότι σύμφωνα με το αρ.3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) (στο εξής ο Νόμος) και αρ.2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (στο εξής η Οδηγία), ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται «[.] πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής [.]». Σύμφωνα δε με το αρ.3Γ του Νόμου και αντίστοιχα αρ. 9 της Οδηγίας, η πράξη δίωξης η οποία προκαλεί βάσιμο φόβο καταδίωξης θα πρέπει να «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο».
Η δίωξη ή η σοβαρή βλάβη που ανωτέρω αναφέρονται πρέπει να προέρχεται από τους φορείς δίωξης που αναφέρονται στα αρ.3 Α και 6 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα και να αποδειχθεί περαιτέρω ότι οι φορείς προστασίας που αναφέρονται στα αρ.3 Β και 7 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα δεν επιθυμούν ή δεν δύνανται να παρέχουν την απαιτούμενη προστασία κατά αυτών των πράξεων, αλλά και, στην περίπτωση ειδικά του πρόσφυγα, θα πρέπει να αποδειχθεί [βλ. αρ.4Γ(3) και 9(3) του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα] ότι υπάρχει συσχετισμός των λόγων που αναφέρονται στο αρ.3Δ και 10 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα με τις πράξεις δίωξης, ήτοι αυτές να προκύπτουν για τους εκεί αναφερόμενους λόγους.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν προκύπτει στην περίπτωση του Αιτητή οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής του για κάποιον από τους πέντε (5) λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου, αφού η Υπηρεσία Ασύλου στην έκθεση/εισήγηση, αξιολόγησε κάθε ισχυρισμό του και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή της, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι ο Αιτητής δεν θα υποστεί δίωξη σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του, υπό την έννοια του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Το παρόν Δικαστήριο, όπως αναλυτικά εκτέθηκε ανωτέρω, υιοθέτησε τα συμπεράσματα των Καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας του Αιτητή.
Περαιτέρω, βάσει των στοιχείων του προφίλ του Αιτητή και των ισχυρισμών που ο ίδιος προώθησε, δεν πιθανολογείται ότι σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν, ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως η εν λόγω έννοια ορίζεται στο άρ. 19 (2) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Ειδικότερα, εκ των όσων παρατέθηκαν ανωτέρω, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι, ως αναφέρθηκε και ανωτέρω, δεν τεκμηριώνεται από τους ισχυρισμούς του παρελθούσα δίωξη, ούτε στοχοποίησή του από οποιονδήποτε κρατικό ή μη κρατικό φορέα. Προκειμένου δε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες των συγκεκριμένων άρθρων και να υπαχθεί ο Αιτητής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει αυτών, απαιτείται υψηλός βαθμός εξατομίκευσης των περιστάσεων που σχετίζονται με τον επικαλούμενο φόβο. Στην παρούσα υπόθεση δεν διαπιστώνω ότι συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις.
Αναφορικά με το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C 285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011, αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie,ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».
Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν.
Σχετικά με την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας του Καμερούν, διεθνείς πηγές αναφέρουν ότι το Καμερούν εμπλέκεται σε παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (Non-International Armed Conflicts) κατά της Boko Haram στην περιοχή του Far North και εναντίον ορισμένων αγγλόφωνων αυτονομιστικών ομάδων που μάχονται εναντίον της κυβέρνησης για την ανεξαρτησία της περιοχής στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές, ιδίως το Κυβερνητικό Συμβούλιο της Αμπαζονίας και τη στρατιωτική του πτέρυγα (Αμυντικές Δυνάμεις Αμπαζονίας, ADF) και την Προσωρινή Κυβέρνηση της Αμπαζονίας με τη στρατιωτική της πτέρυγα (το Συμβούλιο Αυτοάμυνας της Αμπαζονίας), μεταξύ άλλων. Ειδικότερα, τον Οκτώβριο του 2016 ξεκίνησαν ειρηνικές διαδηλώσεις στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές του Καμερούν κατά των αντιληπτών δομικών διακρίσεων και με αιτήματα για περισσότερη αυτονομία στην περιοχή. Η κυβέρνηση της χώρας απάντησε αναπτύσσοντας τις ένοπλες δυνάμεις της, οι οποίες χρησιμοποίησαν αληθινά πυρομαχικά και συνέλαβαν δεκάδες ακτιβιστές με την κατηγορία της τρομοκρατίας. Κατά συνέπεια, ακολούθησαν απεργίες και βίαιες ταραχές: οι διαδηλωτές κατέφυγαν σε ένοπλη αντίσταση, με το πρώτο κύμα επιθέσεων σε κρατικούς στόχους από ένοπλες πολιτοφυλακές να αναφέρθηκε τον Σεπτέμβριο του 2017.[12]
Υπάρχουν πολλές ένοπλες ομάδες που μάχονται εναντίον των κρατικών δυνάμεων, αν και το επίπεδο συντονισμού αυτών των ενόπλων ομάδων παραμένει ασαφές. Οι συνεχιζόμενες εχθροπραξίες δείχνουν συλλογικό χαρακτήρα και ανάγκασαν την κυβέρνηση να αναπτύξει τις ένοπλες δυνάμεις της, συμπεριλαμβανομένης και της επίλεκτης μονάδας μάχης RIB. Μεταξύ άλλων, αξίζει να αναφερθούν οι Αμυντικές Δυνάμεις της Ambazonia (ADF), ο Στρατός Αποκατάστασης της Ambazonia, οι Ambazonian Tigers, το Southern Cameroons Defense Forces (Socadef), το Banso Resistance Army και το Donga Mantung Liberation Force.[13]
Η διακήρυξη από τις αυτονομιστικές δυνάμεις του ανεξάρτητου κράτους με το όνομα «Ambazonia» την 1η Οκτωβρίου 2017 ήταν το σημείο καμπής που επιτάχυνε μάχες μεγάλης κλίμακας. Έκτοτε, η κατάσταση επιδεινώθηκε σημαντικά καθώς οι Αγγλόφωνοι αυτονομιστές άρχισαν να επιτίθενται στις κυβερνητικές δυνάμεις ασφαλείας, σε κυβερνητικούς θεσμούς και απείλησαν, απήγαγαν και σκότωσαν πολίτες που θεωρούνταν ότι τάσσονταν στο πλευρό της κυβέρνησης.[14]
Μη κρατικές ένοπλες ομάδες, από την πλευρά τους, έχουν διαπράξει επίσης διάφορες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά αμάχων, έχοντας προβεί σε πράξεις όπως απαγωγές, λεηλασίες, δολοφονίες και βιασμοί.[15] Ως πρόσφατο παράδειγμα, δύο άμαχοι σκοτώθηκαν στην πλατεία της αγοράς Guzang τον Οκτώβριο του 2023. Η συγκεκριμένη δολοφονία πραγματοποιήθηκε από το Κυβερνητικό Συμβούλιο της Αμπαζόνια.[16] Επιπλέον, μη κρατικές ένοπλες ομάδες προέβησαν σε βίαιη στρατολόγηση ως προς μερικούς από τους μαχητές τους, συμπεριλαμβανομένων παιδιών, όπως ανέφεραν ορισμένες οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.[17]
Με την πάροδο του χρόνου, όπως αναφέρουν αρκετές πηγές, η σύγκρουση έγινε λιγότερο ιδεολογική και περισσότερο ληστρική. Ένας συνεντευξιαζόμενος στην Buea εξήγησε ότι υπήρχαν λίγες μεγάλες ένοπλες ομάδες και πολλές μικρές ομάδες που αποτελούνταν μόνο από κλέφτες. Ως αποτέλεσμα, η απαγωγή για λύτρα είναι πολύ συνηθισμένη και ο εκβιασμός είναι γενικά μια καθημερινή δραστηριότητα. Ενώ οι άνδρες στοχοποιούνται συνήθως από αντάρτες και εγκληματίες, οι γυναίκες διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο βιασμού.[18]
Με εντολή των αυτονομιστών, γενικές απεργίες, που ονομάζονται ‘πόλεις -φαντάσματα’, εξακολουθούν να εφαρμόζονται κάθε Δευτέρα και τις επίσημες αργίες. Τον Ιούνιο του 2023, ενώ ο αναλυτής και εργαζόμενος του της Κρατικής Γραμματείας Μετανάστευσης της Ελβετίας (SEM) βρισκόταν στο Καμερούν, του είπαν να μην πάει στο Buea τη Δευτέρα, επειδή εκείνη την ημέρα η απεργία παρέλυε την περιοχή. Ένας εκπρόσωπος μιας οργάνωσης επιβεβαίωσε ότι η μη συμμόρφωση με την εντολή απεργίας σημαίνει έκθεση σε αντίποινα.[19]
Περαιτέρω, και για λόγους πληρότητας της έρευνας, θα παρατεθούν αριθμητικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ACLED. Το διάστημα από τις 24/05/2023 έως τις 24/05/2024 καταγράφηκαν 1021 περιστατικά ασφαλείας στην περιοχή Northwest τα οποία οδήγησαν σε 646 απώλειες. Εξ’ αυτών των 1021 περιστατικών τα 407 καταχωρήθηκαν ως «μάχες» (“battles”) και οδήγησαν σε 394 απώλειες, τα 560 καταχωρήθηκαν ως «βία κατά πολιτών» (“violence against civilians”) και οδήγησαν σε 220 απώλειες, τα 21 ως «αναταραχές» (“riots”) και οδήγησαν σε 4 απώλειες, ενώ 33 περιστατικά με 27 απώλειες καταγράφηκαν στην κατηγορία «εκρήξεις ή απομακρυσμένη βία» (“explosions/remote violence”).[20] [21]
Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα συνάγεται το συμπέρασμα πως, αν και τα περισσότερα καταγραφέντα περιστατικά (560 στα 1021) αφορούν περιστατικά βίας κατά αμάχων, εντούτοις οι περισσότερες απώλειες έχουν καταγραφεί στα περιστατικά που έχουν κατηγοριοποιηθεί ως μάχες (646 απώλειες σε σύγκριση με 220 απώλειες σε περιστατικά βίας κατά αμάχων).
Τέλος, οι δείκτες του ACAPS τοποθετούν τη σύρραξη στο αγγλόφωνο τμήμα του Καμερούν σε επίπεδο σοβαρότητας 3.5/4 – «υψηλό».[22]
Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα, συνάγεται με ασφάλεια το συμπέρασμα ότι τα επίπεδα αδιάκριτης βίας στην περιοχή Northwest του Καμερούν είναι υψηλά. Ωστόσο δεν είναι τόσο υψηλά ούτως ώστε να υπάρχει ρίσκο για έναν άμαχο απλώς και μόνο λόγω της παρουσίας του στη συγκεκριμένη περιοχή. Χρειάζεται να συγκεντρώνονται στο πρόσωπο του Αιτητή και ορισμένα προσωπικά χαρακτηριστικά, ωστόσο όχι σε τόσο υψηλό βαθμό, για τη διαπίστωση περί του εάν ο Αιτητής διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή βλάβη. Εν προκειμένω, δεν εντοπίστηκαν τέτοια χαρακτηριστικά στο πρόσωπο του Αιτητή. Ο Αιτητής πρόκειται για έναν άντρα νεαρής ηλικίας, ο οποίος έχει ζήσει σχεδόν το σύνολο της ζωής του στη Bamenda. Ο Αιτητής, επιπλέον, είναι υγιής. Περαιτέρω διαθέτει ισχυρό υποστηρικτικό δίκτυο στην περιοχή το οποίο αποτελείται από τις αδερφές του, ήτοι από μέλη του στενού οικογενειακού του κύκλου. Τέλος, ο Αιτητής διαθέτει υψηλό επίπεδο μόρφωσης καθότι έχει λάβει πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Συνεπώς, θεωρείται εύλογο το ότι θα είναι εφικτή η εύρεση μίας εργασίας μέσω της οποίας ο Αιτητής θα κατορθώσει να βιοποριστεί και να εξασφαλίσει τα προς το ζην.
Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι Καθ΄ ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση, η δε τελευταία κρίνεται ως επαρκώς αιτιολογημένη, ενώ το περιεχόμενό της Υπηρεσίας Ασύλου συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος του Αιτητή (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν του λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Από τα στοιχεία του φακέλου θα πρέπει να μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την απόφαση που λήφθηκε (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97).
Από τους προβληθέντες ισχυρισμούς, δεκτός έγινε μόνο ο ισχυρισμός σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να υπαχθεί στις πρόνοιες του Νόμου για την παραχώρηση καθεστώς διεθνούς προστασίας. Εν προκειμένω, σύμφωνα με την απόφαση της Υπηρεσίας, ο Αιτητής δεν μπόρεσε να θεμελιώσει βάσιμο φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων με αποτέλεσμα να μη συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του του Περί Προσφύγων Νόμου Νόμος 6(Ι)/2000, ούτως ώστε να της εκχωρηθεί προσφυγικό καθεστώς. Περαιτέρω, δεν συνέτρεχε κάποιος λόγος για να αναγνωρισθεί στο πρόσωπό του Αιτητή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε να υφίσταται κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν και συγκεκριμένα στη Bamenda, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του.
Δια τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €800 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.
[1] BBC (2018), ‘Cameroon’s Anglophone crisis: Red dragons and Tigers – the rebels fighting for independence’ διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon's Anglophone crisis: Red Dragons and Tigers - the rebels fighting for independence (bbc.com) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 29/05/2024)
[2] UN OCHA (2023), ‘The Humanitarian Needs Overview’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon Humanitarian Needs Overview 2023 (March 2023) | OCHA (unocha.org), σελ. 31(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 29/05/2024)
[3] UN OCHA (2023), ‘The Humanitarian Needs Overview’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon Humanitarian Needs Overview 2023 (March 2023) | OCHA (unocha.org), σελ. 31 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 29/05/2024)
[4] UN OCHA (2023), ‘The Humanitarian Needs Overview’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon Humanitarian Needs Overview 2023 (March 2023) | OCHA (unocha.org), σελ. 32 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 29/05/2024)
[5] UN OCHA (2023), ‘The Humanitarian Needs Overview’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon Humanitarian Needs Overview 2023 (March 2023) | OCHA (unocha.org), σελ.32 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 29/05/2024)
[6] NRC, NORCAP (2022), ‘A more generous embrace: Why addressing the needs of adolescent boys and men is essential to an effective humanitarian response in Cameroon’s North West and South West’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: a-more-generous-embrace.pdf (nrc.no), σελ. 11 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 29/05/2024)
[7] Πρακτικός οδηγός της EASO: Αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, Σειρά πρακτικών οδηγών της EASO, Μάρτιος 2015, σ. 14-15, διαθέσιμο στο: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/PG%20Evidence%20Assessment%20-%20EL.pdf
[8] Ibid, αριθμός 3, σελίδα 15.
[9] UAA, Δικαστική Ανάλυση: Αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, 2018, σελ. 108, διαθέσιμο στο: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/EASO-Evidence-and-Credibility-Assessment-JA-EL.pdf
[10] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 20. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, RH κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 4601/14, σκέψη 58· ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2010, N κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 23505/09, σκέψη 53· ΕΔΔΑ, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, RC κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 41827/07, σκέψη 50.
[11] Άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου.
[12] Rulac (January 2023), 'Non-International Armed Conflicts in Cameroon', διαθέσιμο στη διεύθυνση: Non-international Armed Conflicts in Cameroon | Rulac (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 29/05/2024)
[13] Rulac (January 2023), 'Non-International Armed Conflicts in Cameroon', διαθέσιμο στη διεύθυνση: Non-international Armed Conflicts in Cameroon | Rulac (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 29/05/2024)
[14] Rulac (January 2023), 'Non-International Armed Conflicts in Cameroon', διαθέσιμο στη διεύθυνση: Non-international Armed Conflicts in Cameroon | Rulac (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 29/05/2024)
[15] Oxford Human Rights Hub (2023), ‘Cameroon conflict research group human rights report 2021-2023’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://ohrh.law.ox.ac.uk/cameroon-conflict-research-group-human-rights-report-2021-2023/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 29/05/2024)
[16] Amnesty International (2023), ‘Cameroon: The unlawful killings of two people by separatists must not go
Unpunished’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.amnesty.org/en/latest/news/2023/10/cameroon-the-unlawful-killings-of-twopeople-by-separatists-must-not-go-unpunished/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 29/05/2024)
[17] Human Rights Watch, (2021), “They Are Destroying Our Future” - Armed separatist attacks
on students, teachers, and schools in Cameroon's Anglophone regions, διαθέσιμο στη διεύθυνση:
www.hrw.org/report/2021/12/16/they-are-destroying-our-future/armed-separatist-attacks-students-teachersand (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 29/05/2024) ,
Amnesty International, (2023), ‘With or against us. People of the North-West region of
Cameroon caught between the army, armed separatists and militias’, pp. 19, 25, διαθέσιμο στη διεύθυνση:
www.amnesty.org/en/wp-content/uploads/2023/07/AFR1768382023ENGLISH-1.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 29/05/2024)
[18] Département fédéral de justice et police DFJP Secrétariat d'Etat aux migrations SEM Section Analyses (2023), ‘Focus Cameroun Crise anglophone et personnes déplacées, Berne-Wabern,, Entretien avec une représentante d'une organisation des droits humains, Buea,’ / Voir, aussi: RFI, Paris. Valentin Zinga. Au Cameroun anglophone, les groupes armés indépendantistes changent de stratégie, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.rfi.fr/fr/afrique/20230604-au-cameroun-anglophone-les-groupes-arm%C3%A9sind%C3%A9pendantistes-changent-de-strat%C3%A9gie (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 29/05/2024)
[19] Département fédéral de justice et police DFJP Secrétariat d'Etat aux migrations SEM Section Analyses (2023), ’Focus Cameroun Crise anglophone et personnes déplacées, Berne-Wabern, , Entretien avec la direction d'une organisation humanitaire, Yaoundé’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.sem.admin.ch/dam/sem/fr/data/internationales/herkunftslaender/afrika/cmr/CMR-crise-anglophone-2024-f.pdf.download.pdf/CMR-crise-anglophone-2024-f.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 29/05/2024)
[20] Προσαρμοσμένη έρευνα στη βάση δεδομένων ACLED, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Explorer - ACLED (acleddata.com) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 29/05/2024)
[21] Η κατηγορία «μάχες» περιλαμβάνει τις υποκατηγορίες «ένοπλη σύγκρουση», «ανάκτηση εδαφών από τη κυβέρνηση», «κατάκτηση περιοχής από μη κυβερνητικό φορέα». Η κατηγορία «βία κατά πολιτών» περιλαμβάνει τις υποκατηγορίες «απαγωγή/εξαναγκασμένη εξαφάνιση», «επίθεση», «σεξουαλική βία». Η κατηγορία «έκρηξη/απομακρυσμένη βία» περιλαμβάνει τις υποκατηγορίες «επίθεση από αέρος/επίθεση με drone», «χρήση χημικών όπλων», «χρήση χειροβομβίδας», «απομακρυσμένη έκρηξη, ενεργοποίηση ναρκών, ενεργοποίηση αυτοσχέδιου εκρηκτικού μηχανισμού», «επίθεση με οβίδες/πυροβολικό/πύραυλο», «επίθεση αυτοκτονίας». Η κατηγορία «αναταραχές» περιλαμβάνει τις υποκατηγορίες «βία σε κατάσταση οχλοκρατίας» και «βίαιη διαδήλωση».
[22] ACAPS (April 2024), ‘Current Crises in Cameroon’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon | ACAPS (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 29/05/2024)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο