Α.Ε. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 4102/22, 5/6/2024
print
Τίτλος:
Α.Ε. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 4102/22, 5/6/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 4102/22

 

5 Ιουνίου, 2024

[Δ.ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, ΔΔΔΔΠ.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Α.Ε.

Αιτητής

-και-

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

  ....................

 

 

Χ. Ματθαίου, Δικηγόρος για τον Αιτητή.

Μ. Βασιλείου για Χ. Δημητρίου (κα), Δικηγόρος για τους Καθ’ ων η αίτηση

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Δ. Κατσαρίδης Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 02/04/2021 η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 01/07/2022 και με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η μεταγενέστερη αίτησή του για διεθνή προστασία, δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000), ως έχει ως σήμερα τροποποιηθεί.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Τα γεγονότα της υπό εξέτασης υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά τον Αιτητή και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου σύμφωνα με τον κανονισμό 3 των Περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019.

Ο Αιτητής έχει την ιθαγένεια του Καμερούν και υπέβαλε αίτηση για παροχή καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 18/02/2013, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Στις 15/05/2013 και στις 13/01/2014 πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 13/01/2014 αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή στις 21/01/2014. Στις 28/01/2014 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική του αιτήματος του Αιτητή επιστολή μαζί με αιτιολόγηση της απόφασης της, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή στις 07/02/2014.

Στις 04/11/2020 ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου του για διεθνή προστασία στην Υπηρεσία Ασύλου. Στις 10/03/2021, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Σημείωμα/ Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία του Αιτητή ως απαράδεκτης. Στις 02/04/2021 ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε το Σημείωμα / Εισήγηση της λειτουργού σχετικά με την μεταγενέστερη αίτηση που αφορούσε Εισήγηση όπως αυτή κριθεί ως απαράδεκτη.

Στις 26/04/2021 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά με την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή, η οποία δόθηκε δια χειρός σε αυτόν και του μεταφράστηκε σε γλώσσα που ο ίδιος κατανοεί στις 01/07/2022.

Στις 05/07/2022 καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης απόρριψης της μεταγενέστερης αίτησης ως απαράδεκτης.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας πλείονες λόγους ακύρωσης χωρίς αυτοί να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου.

Στα πλαίσια της γραπτής του αγόρευσης, η συνήγορος του Αιτητή προβάλλει πως η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω μη δέουσας έρευνας από τον αρμόδιο λειτουργό. Περαιτέρω η συνήγορος του Αιτητή τονίζει ότι η απόφαση λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης, καθότι ο λειτουργός παρέλειψε να κάνει επαρκείς ερωτήσεις στον Αιτητή καθώς και διευκρινιστικές ερωτήσεις, ενώ συνεχίζει λέγοντας ότι λανθασμένα η γενική αξιοπιστία του Αιτητή κρίθηκε ως μη ικανοποιητική. Τέλος προωθείται και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και/ή μη δεόντως αιτιολογημένη, καθότι δεν δόθηκε επαρκής αιτιολογία ως προς τους λόγους για τους οποίους ο Αιτητής δεν εμπίπτει σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Οι Καθ΄ ων η αίτηση αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή  απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου είναι ορθή, νόμιμη, δεόντως αιτιολογημένη, λήφθηκε δε σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, το Διεθνές Δίκαιο και τους Νόμους της Κυπριακής Δημοκρατίας, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Πρόσθετων Πρωτοκόλλων αυτής, και τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση της διακριτικής εξουσίας των Καθ' ων η Αίτηση, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης.

Περαιτέρω εγείρουν ότι ο τρόπος που ο συνήγορος του Αιτητή αναπτύσσει τους ισχυρισμούς του μεσώ της γραπτής του αγόρευσης δεν είναι σύμφωνος με τον κανονισμό 6 των Περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019. Επιπρόσθετα εγείρουν ότι οι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλει ο Αιτητής δια της καταχωρηθείσας προσφυγής δεν εγείρονται σύμφωνα με τον κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.  

 

 

 

ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Θεωρώ χρήσιμο προτού προβώ στην κατάληξή μου να επεξηγήσω το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου το αρμόδιο όργανο οφείλει να εξετάζει την μεταγενέστερη αίτηση που προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή.  Παραθέτω πιο κάτω απόσπασμα από το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000, το οποίο καθορίζει τη διαδικασία υποβολής μεταγενέστερης αίτησης, ως κατωτέρω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«16Δ.-(1)(α)  Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο

 

(i)  Μεταγενέστερη αίτηση, ή

 

(ii)  νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(β)  Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

 

(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης, σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

 

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής  δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.»

 

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β), εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του  άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.»

 

Το άρθρο 12Βτετράκις στο εδάφιο 2 παράγραφος (δ), του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, προβλέπει τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«12Βτετράκις.-...

(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-

[…]

 

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση, στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση, του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας ή...».

 

Ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης, προκειμένου δηλαδή να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή,  νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν έλαβε υπόψη του κατά την έκδοση της απόφασης επί της αρχικής αίτησης.  Από τα πιο πάνω άρθρα συνάγεται, πως εάν υποβληθεί μεταγενέστερη αίτηση, ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και ο Προϊστάμενος διαπιστώσει στα πλαίσια του μεταγενέστερου αυτού αιτήματος πως δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε η μεταγενέστερη αίτηση κρίνεται απαράδεκτη χωρίς να υπάρξει εξέταση επί της ουσίας της. 

Κατά δεύτερον, εάν ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε μόνο προβαίνει σε ουσιαστική εξέταση και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση μόνο εφόσον ικανοποιούνται δύο προϋποθέσεις:

α) τα εν λόγω στοιχεία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή, διεθνούς προστασίας και

β) ο Αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος. (βλ. άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου)

Το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, ενσωματώνει στην εθνική νομοθεσία τις διατάξεις του άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ. Όπως επισημάνθηκε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C-901/19, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής απόφασης, η οποία εκδόθηκε στις 21 Ιουνίου 2021, η διαδικασία εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης ορίζεται ως εξής: ( Η υπογράμμισή του παρόντος δικαστηρίου)

 34     Επομένως, το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει την εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων.

35      Το πρώτο αυτό στάδιο πραγματοποιείται επίσης σε δύο στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού που θέτουν οι ίδιες αυτές διατάξεις.

36      Επομένως, πρώτον, το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με το παραδεκτό αίτησης για διεθνή προστασία δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, η μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία υποβάλλεται κατ’ αρχάς σε προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να καθοριστεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95.

37      Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 40, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να του αναγνωρισθεί το καθεστώς αυτό.

38      Κατά συνέπεια, οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται.

Περαιτέρω, τόσο η τελευταία περίοδος του άρθρου 40(3), όσο και το άρθρο 40(4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, προβλέπουν ότι εναπόκειται στα κράτη-μέλη να θέσουν επιπλέον προϋποθέσεις για την περαιτέρω εξέταση μεταγενέστερης αίτησης, πρόβλεψη της οποίας έκανε χρήση ο εθνικός νομοθέτης με την εισαγωγή της υποπαραγράφου ii) στο άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου. Επομένως, στη βάση της ανάλυσης που ακολούθησε το ΔΕΕ στην ανωτέρω απόφαση, το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τη διαδικασία εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης σε δύο στάδια, ένα προκαταρκτικό επί του παραδεκτού των νέων στοιχείων και, εφόσον γίνει παραδεκτή, ένα επί της ουσίας της αίτησης. Το προκαταρκτικό στάδιο χωρίζεται περαιτέρω σε δύο στάδια κατά τα οποία εξετάζονται τα εξής:

- αρχικά, εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95∙

- όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη/αρχική αίτηση, η εξέταση του παραδεκτού συνεχίζεται προκειμένου να εξακριβωθεί εάν τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή καθεστώτος διεθνούς προστασίας και εάν ο Αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος (υποπαράγραφοι i) και ii) του άρθρου 16Δ(3)(β)).

Προκύπτει από τις σχετικές διατάξεις του Νόμου, πως η μεταγενέστερη αίτηση  εξετάζεται ως ένα μεταγενέστερο διάβημα, στα πλαίσια της αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο. Χωρίς να απαιτείται κλήση του Αιτητή σε συνέντευξη κατά το προκαταρκτικό στάδιο, ο Προϊστάμενος έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν, και να προβεί σε μία συγκριτική εξέταση της προγενέστερης-αρχικής και της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή,  προκειμένου να διαφανεί εάν από την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος, προβάλλονται στοιχεία ή ισχυρισμοί για πρώτη φορά ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, τα οποία χρήζουν διερεύνησης. Από την ανωτέρω ανάλυση, προκύπτει πως η μεταγενέστερη αίτηση δεν μπορεί να λειτουργήσει ως ένδικο μέσο αλλά είναι αίτηση, η απόφαση επί της οποίας προσβάλλεται στο Δικαστήριο και εξετάζεται στη βάση της σχετικής νομοθεσίας. Η εξέταση από το Δικαστήριο βεβαίως δεν επιβάλλει την εκ βάθρων εξέταση όλων των ζητημάτων που προκύπτουν από την αρχική αίτηση που υποβλήθηκε από τον Αιτητή στο Δικαστήριο.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχήν, θα πρέπει να τονιστεί ότι στο εισαγωγικό δικόγραφο στην αίτηση του Αιτητή προβάλλονται αρκετοί λόγοι ακύρωσης με γενικότητα και αοριστία χωρίς αυτοί να εξειδικεύονται με σαφήνεια και πληρότητα. Όπως έχω επισημάνει σε πολλές αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου αλλά και σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 και οι συναφείς νομολογιακές αρχές, επιβάλλουν την αιτιολόγηση και  εξειδίκευση των λόγων ακύρωσης που προωθούνται ήδη στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι η οριοθέτηση με λεπτομέρεια των επίδικων θεμάτων -αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»-  ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο για τον οποίο προωθείται ο εκάστοτε λόγος ακύρωσης, αλλά και ώστε το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικές και αόριστες τοποθετήσεις [Βλ. Α.Ε. Αρ. 156/2012, Mustafa Haghilo v. Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 27/2/2018, Α.Ε. Αρ. 95/2012, Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, ημερ. 6.7.2018]. Αυτά ισχύουν κατά μείζονα λόγο όταν ο Αιτητής εκπροσωπείται δια συνηγόρου.

Επιπρόσθετα, η περίμετρος των ζητημάτων που έχει δικαιοδοσία να εξετάσει το παρόν Δικαστήριο καθορίζεται και σε αυτή την περίπτωση καταρχήν από τα δικόγραφα των διαδίκων. Μόνη εξαίρεση αποτελούν οι λόγοι ακύρωσης που άπτονται ζητημάτων δημοσίας τάξεως τα οποία δύναται το δικαστήριο να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως κάτω και πάλι από συγκεκριμένες προϋποθέσεις.

Εξάλλου, η παράθεση απλώς των νομικών διατάξεων και παραπομπή σε συναφή με το λόγο ακύρωσης νομολογία χωρίς ειδική αναφορά στην πλημμέλεια της επίδικης απόφασης αποτελεί περίπτωση αόριστης προβολής των λόγων ακύρωσης. Το γεγονός ότι το παρόν Δικαστήριο είναι δικαστήριο που εξετάζει όχι μόνο τη νομιμότητα αλλά και την ορθότητα των διοικητικών πράξεων, οι οποίες απαριθμούνται στο εδάφιο (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, δεν αναιρεί την πιο πάνω υποχρέωση του Αιτητή.

Περαιτέρω, η αναγκαιότητα έγερσης των λόγων ακύρωσης με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας, διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση. [Βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655]. Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία. Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. [Βλ. Α.Ε. Αρ. 3729, Μαραγκός ν. Δημοκρατίας, 3.11.2006, (2006) 3 ΑΑΔ 671,  Α.Ε. 1883, Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997]

Σε ό,τι αφορά την γραπτή αγόρευση του Αιτητή διαπιστώνω ότι επαναλαμβάνει λόγους ακύρωσης που έχει δικογράφησει στην αίτηση ακυρώσεως του, χωρίς ωστόσο αυτοί να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά γεγονότα. Ως εκ τούτου, οι εγειρόμενοι λόγοι ακύρωσης οι οποίο δεν αναπτύσσονται στην γραπτή αγόρευση του Αιτητή θεωρούνται νομολογιακά εγκαταλειφθέντες και απορρίπτονται ως αβάσιμοι.(βλ. Μαραγκός v Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671).

Πέραν της ως άνω επισήμανσης, είναι με τέτοιο τρόπο διατυπωμένη η γραπτή αγόρευση του Αιτητή, που ο δικαστικός έλεγχος καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής. Δεν αποτελεί έργο του Δικαστηρίου η κατ' υπόθεση εξαγωγή των ισχυρισμών και των λόγων ακυρώσεως που επιδιώκεται να προωθηθούν. Ο Αιτητής οφείλει, δια του συνηγόρου του, να είναι σαφής τόσο ως προς τους λόγους ακυρώσεως που προωθεί με την προσφυγή του, όσο και ως προς την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης στους λόγους που προωθούνται και στους κανόνες δικαίου που κατ' ισχυρισμό παραβιάζονται.[1]

Εν προκειμένω αυτό που εξετάζεται επί της παρούσας είναι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή, η οποία αποτελεί απόφαση που έχει εκδοθεί δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (Ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (Κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), εφόσον «η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας».

Το ζήτημα της εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων και ειδικότερα της έννοιας των νέων στοιχείων και πορισμάτων εξετάστηκε στην πρόσφατη απόφαση του Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην Υπόθεση C 18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710. Το ΔΕΕ κλήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 40 παράγραφοι 2, 3 και 4 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (στο εξής: Οδηγία 2013/32/ΕΕ), διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Στην απόφαση αυτή ξεκαθαρίστηκε ότι η έννοια «νέα στοιχεία ή πορίσματα», τα οποία «έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα», κατά τη διάταξη αυτή, περιλαμβάνει τα στοιχεία ή τα πορίσματα που προέκυψαν μετά την οριστική περάτωση της διαδικασίας που είχε ως αντικείμενο προγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, καθώς και τα στοιχεία ή τα πορίσματα τα οποία υφίσταντο μεν ήδη πριν από την περάτωση της διαδικασίας, αλλά δεν προβλήθηκαν από τον αιτούντα (βλ. Υπόθεση C‑18/20, σκέψεις 31 έως 44).

Ως εκ τούτου, στα πλαίσια μεταγενέστερης αίτησης αυτό που ερευνάται είναι, πρώτα, το κατά πόσο «[.] υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του [.]» [άρθρο 16Δ(3)(α)] του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(I)/2000 ως έχει τροποποιηθεί]) και, εφόσον διαπιστωθεί τούτο, η Υπηρεσία Ασύλου προχωρά σε εξέταση κατά πόσο «[τ]α εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(i) του ιδίου Νόμου] και, περαιτέρω, κατά πόσο «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(ii) το Νόμου], [βλ. και αρ.40, παράγραφοι (2),(3) και (4), Ευρωπαϊκή Οδηγία 2013/32/ΕΕ].

Σκοπός λοιπόν της προκαταρτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω και εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και όχι επί της ουσίας έρευνα των νεών ισχυρισμών ως να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Τούτη είναι και η σκοπιμότητα των διατάξεων του άρθρου 40, παράγραφοι (2), (3) και (4), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, όπου γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ πρώτης και μεταγενέστερης αίτησης όπου λέγεται ότι «[.] η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας υποβάλλεται καταρχήν σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να καθορισθεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα [.]» και ότι μόνο «[ε]άν η προκαταρκτική εξέταση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 καταλήξει στο συμπέρασμα ότι νέα στοιχεία ή πορίσματα έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με το κεφάλαιο II.» Περαιτέρω προνοείται ότι «[τ]α κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]».

Συνεπώς, το Δικαστήριο στα πλαίσια εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης, υπό το άρθρο 16Δ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, ελέγχει μόνο κατά πόσον, από την προκαταρκτική εξέταση της αίτησης αυτής, προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα και, αφού κρίνει ότι δεν προέκυψαν τα εν λόγω νέα στοιχεία, η απόφαση θα πάσχει και θα ακυρωθεί. Επομένως, στα πλαίσια αποτελεσματικής πρόσβασης του αιτητή στη δικαιοσύνη, το δικαστήριο δεν προχωρά καθ' εαυτό σε ουσιαστική εξέταση τους, όπως προνοεί το δεύτερο σκέλος του άρθρου 16(Δ) (3) (β), αφού για να γίνει δευτεροβάθμια εξέταση του αιτήματος του αιτητή ενώπιον του Δικαστηρίου, πρέπει να υπάρχει απόφαση από το διοικητικό όργανο, στο οποίο ο Νόμος έχει εναποθέσει την εξουσία να εξετάζει το αίτημα του αιτητή σε πρώτο βαθμό, κάτι που δεν υφίσταται στην παρούσα περίπτωση.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην Έκθεση/Εισήγηση της λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου αλλά και όπως διαφαίνονται από τον διοικητικό φάκελο και δεν αμφισβητούνται, ο Αιτητής είναι ενήλικας με χώρα καταγωγής το Καμερούν και τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής την Kumba. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση ισχυρίστηκε πως είναι άγαμος και άτεκνος. Ως προς την πατρική του οικογένεια ισχυρίστηκε ότι οι γονείς του βρίσκονται στην Kumba και πως έχει δύο αδερφούς και δύο αδερφές που επίσης διαβιούν στην Kumba. Ως προς το εκπαιδευτικό του επίπεδο ισχυρίστηκε ότι έχει σπουδάσει μικροβιολογία στο Πανεπιστήμιο της Buea, απ’ όπου και αποφοίτησε το 2009. Ως προς την εργασιακή του εμπειρία προέβαλε ότι δίδασκε στο λύκειο της Kumba βιολογία, χημεία και γεωλογία.

Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής προέβαλε λόγους πολιτικής φύσεως. Ειδικότερα, ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως το 2012 φοιτούσε στο πανεπιστημιακό ίδρυμα ‘American Institute’ στο Mbengwi όπου και ελάμβανε ιατρική εκπαίδευση. Καθώς η Κυβέρνηση έπαυσε ορισμένα επιδόματα που απευθύνονταν στους φοιτητές από τις αγγλόφωνες περιοχές της χώρας, συνεχίζοντας παράλληλα τη χορήγηση των εν λόγω επιδομάτων στους φοιτητές των γαλλόφωνων περιοχών, ο Αιτητής προέβαλε ότι είχε εγείρει το συγκεκριμένο ζήτημα λόγω του ότι ήταν γραμματέας του ‘Alloh Medical Student Union’. Καθώς σημειώθηκαν φοιτητικές εξεγέρσεις στο εν λόγω πανεπιστημιακό ίδρυμα περί τα μέσα Ιουλίου του 2012, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι επενέβησαν οι αρχές και αναζητούσαν τους υπεύθυνους πιστεύοντας ότι πρόκειται για μέλη του πολιτικού κόμματος SCNC. Κατά τη διάρκεια των αναταραχών ο Αιτητής προέβαλε πως δύο φοιτήτριες πυροβολήθηκαν και περί τους είκοσι φοιτητές συνελήφθησαν. Ο Αιτητής επιβεβαίωσε ότι ο ίδιος δεν είχε κάποια σχέση με το εν λόγω κόμμα και πως απλώς ευαισθητοποιούσε αναφορικά με την ύπαρξη διαφορετικών επιδομάτων για τους αγγλόφωνους και τους γαλλόφωνους φοιτητές. Προσέθεσε πως ορισμένα άλλα ηγετικά μέλη της εν λόγω φοιτητικής οργάνωσης έφυγαν μετά το περιστατικό αυτό από το Καμερούν και αναζήτησαν καταφύγιο στο Μαρόκο και στην Ισημερινή Γουινέα, με τον έναν εξ’ αυτών να συλλαμβάνεται κατά την επιστροφή του στο Καμερούν από το Μαρόκο. Ως προς το τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν, ο Αιτητής δήλωσε ότι φοβάται πως θα συλληφθεί.

Κατά τη συμπληρωματική του συνέντευξη στις 13/01/2014 ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν ήρθε αντιμέτωπος με τις αρχές καθώς, εφόσον είχε πληροφορηθεί ότι οι αρχές θα έρχονταν στο πανεπιστήμιο, έφυγε μαζί με άλλους φοιτητές. Επανέλαβε ότι δεν είχε κάποια σύνδεση με το κόμμα SCNC και δήλωσε ότι η εξέγερση στο Πανεπιστήμιο της Bamenda συνέβη λόγω του ότι η Κυβέρνηση δεν άκουγε τα αιτήματα των φοιτητών.

Οι Καθ’ ων η αίτηση, στα πλαίσια της έκθεσης – εισήγησής τους αναφορικά με την αίτηση διεθνούς προστασίας του Αιτητή, αξιολόγησαν τον ισχυρισμό αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμόν δίωξη του Αιτητή από τις αρχές της χώρας καταγωγής του λόγω του ότι εσφαλμένα τον θεώρησαν ως μέλος του αντιπολιτευτικού κόμματος SCNC όταν σημειώθηκαν εξεγέρσεις εκ μέρους των φοιτητών στην πόλη Mbengwi της επαρχίας Momo όπου ο Αιτητής πραγματοποιούσε την ιατρική πρακτική του σε κάποιο Αμερικανικό Ιατρικό Ινστιτούτο.

Ο συγκεκριμένος ισχυρισμός απορρίφθηκε καθώς οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν στο ότι ο Αιτητής δεν κατέστη εφικτό να στοιχειοθετήσει την αξιοπιστία του ισχυρισμού. Επισημάνθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό ουσιώδεις αντιφάσεις στα λεγόμενά του, οι οποίες αντιφάσεις ανάγονταν στον πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας του. Ειδικότερα, ο αρμόδιος λειτουργός τόνισε πως ο Αιτητής δεν υπήρξε συνεπής ως προς την τοποθεσία που βρισκόταν το πανεπιστημιακό ίδρυμα όπου πραγματοποιούσε την πρακτική του, καθώς αρχικά δήλωσε ότι αυτό βρισκόταν στο Mbengwi και εν συνεχεία αναιτιολόγητα δήλωσε ότι βρισκόταν στην Bamenda. Περαιτέρω επισημάνθηκε ότι όταν τέθηκε ενώπιον του Αιτητή η ανωτέρω αντίφαση προς αποσαφήνιση, ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να αιτιολογήσει επαρκώς την ασυνέπεια αυτή καθώς δήλωσε πως και οι δύο πόλεις βρίσκονται στην περιοχή Northwest του Καμερούν. Παράλληλα, ο αρμόδιος λειτουργός τόνισε ότι, έπειτα από σχετική έρευνα, δεν ανευρέθηκαν πληροφορίες που να επιβεβαιώνουν την ύπαρξη του American Medical Institute στην πόλη Mbengwi, ήτοι του ιδρύματος στο οποίο ο Αιτητής κατ’ ισχυρισμόν φοιτούσε. Ο αρμόδιος λειτουργός ανέφερε, επίσης, πως ο Αιτητής δεν είχε στην κατοχή του κάποιο έγγραφο που να αποδεικνύει την φοίτησή του στο εν λόγω ίδρυμα.

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως δε συντρέχουν στο πρόσωπο του Αιτητή εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου. Παράλληλα, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι η περίπτωση του Αιτητή δεν εμπίπτει ούτε στις πρόνοιες του άρθρου 19 του Περί Προσφύγων Νόμου και, συνεπώς, δε συντρέχει λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας στον Αιτητή. Τέλος, επισημάνθηκε ότι δε συντρέχουν ούτε λόγοι προς παραχώρηση άδειας διαμονής στον Αιτητή για ανθρωπιστικούς λόγους.

Στο έντυπο της μεταγενέστερης αίτησης ο Αιτητής καταγράφει ότι δε μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του λόγω της κατάστασης ασφαλείας που επικρατεί στο νότιο τμήμα του Καμερούν. Ο Αιτητής αναφέρει ότι στο συγκεκριμένο κομμάτι της χώρας λαμβάνουν χώρα βασανιστήρια, θάνατοι, απαγωγές και εν γένει υπάρχει σύγκρουση μεταξύ των αυτονομιστών και του καμερουνέζικου στρατού. Ο Αιτητής προσθέτει ότι οι γονείς του πλέον έχουν αποβιώσει, ενώ τα αδέρφια του έχουν εκτοπιστεί λόγω της εμπόλεμης κατάστασης που επικρατεί στην περιοχή.

Οι Καθ’ ων αξιολογώντας τη μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή έκαναν τις εξής επισημάνσεις:

Αρχικώς επεσήμαναν ότι, όσον αφορά τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στο Καμερούν, όπως αυτή προβάλλεται στο μεταγενέστερο αίτημα ασύλου του Αιτητή, διαφαίνεται πως, με βάση τις δηλώσεις του Αιτητή, το προσωπικό προφίλ του, και την εκτίμηση κινδύνου, δε συντρέχουν στο πρόσωπο του Αιτητή εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι αιτείται το επανάνοιγμα του φακέλου του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του λόγω βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου δίωξης για έναν από τους λόγους όπως αυτοί αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου. Καταλήγουν, συνεπώς, στο ότι ο Αιτητής δεν δικαιούται το καθεστώς του πρόσφυγα.

Όσον αφορά το δικαίωμα του Αιτητή στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν πως σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στο Καμερούν ο κίνδυνος που μπορεί να αντιμετωπίσει ευλόγως δεν συνιστά κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 15(α) του Qualification Directive. Περαιτέρω, έκριναν ότι ο ως άνω αναφερθείς κίνδυνος δε μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματικός κίνδυνος βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σύμφωνα με το άρθρο 15(β) του Qualification Directive. Σχετικά με τις πρόνοιες του άρθρου 15(γ) του Qualification Directive οι Καθ’ ων η αίτηση παρέθεσαν επικαιροποιημένες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν, ενώ παρέθεσαν επίσης και πληθώρα νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφορικά με τις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Με βάση τα όσα παρέθεσαν οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν πως η κατάσταση που επικρατεί στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν αποτελεί κατάσταση εσωτερικής ένοπλης σύρραξης η οποία είχε ως σημείο εκκίνησης την 01/01/2017 οπότε και αποσχιστικές ομάδες ανακοίνωσαν την εγκαθίδρυση της «Δημοκρατίας της Αμπαζονίας». Συνεχίζοντας δε την ανάλυσή τους, καταλήγουν στο ότι ως αποτέλεσμα της εν λόγω εσωτερικής ένοπλης σύρραξης δημιουργούνται περιστατικά πράξεων αδιακρίτως ασκούμενης βίας. Ωστόσο, οι Καθ’ ων η αίτηση καταλήγουν πως ο Αιτητής δεν δικαιούται συμπληρωματική προστασία. Οι Καθ’ ων η αίτηση προβάλει πως οι ιδιαίτερες καταστάσεις του Αιτητή, ήτοι το ότι πρόκειται για άμαχο πολίτη από το Νότιο Καμερούν, δεν δημιουργούν εν προκειμένω προϋποθέσεις ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην περιοχή διαμονής του θα υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω της παρουσίας του και μόνο στη συγκεκριμένη περιοχή.

Σε συνέχεια της ανωτέρω ανάλυσής τους, οι Καθ’ ων η αίτηση τονίζουν πως με τη μεταγενέστερη αίτηση δεν υποβλήθηκαν από τον Αιτητή  αλλά ούτε και προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα αναφορικά με το κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί δικαιούχος διεθνούς προστασίας.

Συνεχίζουν δε αναφέροντας ότι παράλληλα δεν προέκυψαν νέα στοιχεία που να αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας, καθώς και ότι ο Αιτητής κρίθηκε αναξιόπιστος κατά την αρχική εξέταση της αίτησής του. Για τον λόγο αυτό, οι Καθ’ ων η αίτηση καταλήγουν πως οι ισχυρισμοί του Αιτητή κρίνονται αβάσιμοι και, κατ’ επέκταση, η αίτησή του κρίνεται απαράδεκτη.

Η εν λόγω εισήγηση υιοθετήθηκε από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου.        

Έχω μελετήσει προσεκτικά το σύνολο των στοιχείων που έχω ενώπιόν μου, και διαφωνώ με την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με το απαράδεκτο της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή. Από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και τα γεγονότα της υπόθεσης καθώς και την ανάλυση του νομικού πλαισίου όπως παρατέθηκε ανωτέρω, προκύπτει ότι το σκεπτικό που ακολούθησαν οι Καθ’ ων η αίτηση προκειμένου να καταλήξουν  στην  προσβαλλόμενη απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, η οποία διαβάζεται σε συνάρτηση με τα όσα διαλαμβάνονται στο άρθρο 16Δ(3)(α) και (β), επί του παρεκτού της αίτηση συμπέρασμά τους πάσχει.

Αρχικά, η διαδικασία που ακολούθησαν οι Καθ’ ων η Αίτηση παραλαμβάνοντας τη μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή ήταν τέτοιας μορφής και έκτασης,  ώστε να συνάγεται εμμέσως το ότι αρχικώς έκαναν δεκτό ότι τα στοιχεία που υπέβαλε ο Αιτητής αποτελούσαν νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν είχε λάβει υπόψη κατά την έκδοση της  απόφασής του επί της αρχικής αίτησης. 

Τούτο προκύπτει από το γεγονός ότι οι Καθ’ ων η αίτηση προχώρησαν, κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης, προκειμένου δηλαδή να διαπιστωθεί το κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή,  νέα στοιχεία ή πορίσματα, σε επί της ουσίας νομική ανάλυση και υπαγωγή του Αιτητή στα άρθρα 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμου, χρησιμοποιώντας μάλιστα επικαιροποιημένες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή (βλ. ερυθρά 72 – 126 του δ.φ.), ήτοι πληροφορίες χρονολογούμενες από το 2017 και έπειτα, ήτοι διαστήματος κατά το οποίο η απόφαση επί της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή είχε ήδη εκδοθεί και επιδοθεί σε αυτόν.  

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι Καθ’ ων η αίτηση είχαν κάνει εμμέσως δεκτά ως νέα τα στοιχεία που υπέβαλε ο Αιτητής με την μεταγενέστερη αίτησή του καθώς, έπειτα από ενδελεχή νομική ανάλυση, και  προτού να κρίνουν επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης, κατέληξαν εκ προοιμίου στο συμπέρασμα περί του ότι ο Αιτητής δεν δικαιούται διεθνή προστασία.

Προχωρώντας στην προσεκτική ανάγνωση της προσβαλλόμενης απόφασης, διαπιστώνω ότι οι Καθ’ ων η αίτηση, εφόσον είχαν ήδη προβεί σε νομική ανάλυση και υπαγωγή του Αιτητή στα άρθρα 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμου, αναφέρουν με τρόπο παράδοξο και αντιφατικό στη συνέχεια αυτής ότι:

«με τη μεταγενέστερη αίτηση δεν υποβλήθηκαν από τον Αιτητή ούτε προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας».

Το ανωτέρω σκεπτικό των Καθ’ ων η αίτηση είναι αντιφατικό καθώς αμέσως προηγουμένως, -όπως έχει ήδη εκτεθεί σε προγενέστερο σημείο της απόφασης-  οι Καθ’ ων η αίτηση είχαν προβεί σε ενδελεχή έρευνα για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή και είχαν παραθέσει νέες και επικαιροποιημένες πληροφορίες για την κατάσταση αυτής. Συνεπώς, μόνο εντύπωση προκαλεί το πως δύναται να μη θεωρούνται «νέα στοιχεία» τα όσα δηλώθηκαν από τον ίδιο τον Αιτητή κατά την καταγραφή του μεταγενέστερου αιτήματός του εφόσον καταφανώς επιβεβαιώθηκαν από τις πληροφορίες που παρατέθηκαν από τους ίδιους τους Καθ’ ων η αίτηση. Οι πληροφορίες αυτές δε, επαναλαμβάνεται ότι αναφέρουν με τρόπο εμφατικό ότι σημείο καμπής στην κρίση του αγγλόφωνου τμήματος του Καμερούν ήταν ο Οκτώβριος του 2017.

Τέλος, οι Καθ’ ων η αίτηση συνεχίζοντας το σκεπτικό τους αναφέρουν ότι

«Δεν προέκυψαν νέα στοιχεία που να αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας, καθώς και ότι ο Αιτητής κρίθηκε αναξιόπιστος κατά την αρχική εξέταση της αίτησής του».

Θα διαφωνήσω και με το συγκεκριμένο συμπέρασμα των Καθ’ ων η αίτηση, καθώς το παράδοξο του σκεπτικού τους συνεχίζεται. Όντως, όσον αφορά το αρχικό αίτημα διεθνούς προστασίας του Αιτητή, όντως τούτο εξετάστηκε επιμελώς από τον αρμόδιο λειτουργό. Επισημαίνω επίσης ότι η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επί της αίτησης του Αιτητή είναι εκτελεστή διοικητική πράξη η οποία δύναται να προσβληθεί με προσφυγή στο Δικαστήριο.  Η μη προσβολή της στο Δικαστήριο, όπως συνέβη στην υπό εξέταση περίπτωση, δημιουργεί τελεσιδικία και το όποιο μεταγενέστερο αίτημα του Αιτητή, δεν συνεπάγεται νέα και πλήρη εξέταση του αιτήματός του. 

Ωστόσο, νομική βάση απόρριψης μιας μεταγενέστερης ως απαράδεκτης είναι το άρθρο 12Βτετράκις(2)(δ) το οποίο αναφέρει: «(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙».

Η νομική βάση επί της οποίας εδράζεται η απορριπτική απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση, καθώς και η αιτιολόγησή της, δε συνάδουν με τη διαδικασία που ακολούθησαν για την εξέταση της μεταγενέστερης. Η νομική βάση απόρριψης μιας μεταγενέστερης ως απαράδεκτης είναι το άρθρο 12Βτετράκις(2)(δ) το οποίο αναφέρει: «(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙». Δεδομένου ότι οι Καθ’ ων η αίτηση, αφού είχαν προβεί σε νομική υπαγωγή στα άρθρα 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμου της περίπτωσης του Αιτητή, και αφού αντιφατικώς και λανθασμένος είχαν ισχυριστεί ότι ο Αιτητής δεν υπέβαλε νέα στοιχεία ή πορίσματα, εν συνεχεία λανθασμένα  και υπό καθεστώς νομικής πλάνης  οι Καθ’ ων αναφέρουν ως αιτιολογία το άρθρο 16Δ(3)(β) i), το οποίο αφορά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης. Ως εκ τούτου, και με δεδομένα τα ευρήματα της προκαταρκτικής εξέτασης, δε θα μπορούσαν οι Καθ’ ων η Αίτηση να προχωρήσουν επί του δεύτερου σκέλους εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου.

Το παράδοξο ωστόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι πως παρ’ όλο που εισφέρθηκαν νέα στοιχεία από τον Αιτητή και παρ’ όλο που η έρευνα των Καθ’ ων η αίτηση επιβεβαιώνει τα στοιχεία αυτά (βλ. ερυθρά 72 – 126 του δ.φ.), εντούτοις κρίθηκε πως δεν προέκυψαν νέα στοιχεία, και η μεταγενέστερη αίτηση κρίθηκε απαράδεκτη, σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του  άρθρου 12Βτετράκις.

Με βάση τα ως άνω, κρίνω ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση πάσχει λόγω νομικής πλάνης και λανθασμένης εφαρμογής του νόμου, καθότι αφενός μεν δε νοείται να γίνεται επί της ουσίας εξέταση και νομική υπαγωγή του Αιτητή στα άρθρα 3 και 19 του Περί Προσφύγων νόμου σε στάδιο προγενέστερο της κρίσης περί του παραδεκτού της αίτησης του Αιτητή, αφετέρου δε οι Καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν αντιφατικά αφού παρά τη διενέργεια έρευνας από μεριάς τους, η οποία και επιβεβαιώνει τα δηλωθέντα από τον Αιτητή στη μεταγενέστερη αίτησή του, έκριναν εντούτοις ότι τα ευρήματα αυτά δεν αποτελούν νέα στοιχεία και δεν αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης του Αιτητή με καθεστώς διεθνούς προστασίας.  

Αναφορικά με την πλάνη περί τα πράγματα και τον νόμο, διαφωτιστικά θεωρώ τα όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα του Επαμεινώνδα Π. Σπηλιωτόπουλου, «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» (Τόμος 2, 14η έκδοση, 2011) σελ.136, παράγραφος 510, αναφέρεται ότι «συντρέχει πλάνη περί τα πράγματα, όταν αποδεικνύεται η αντικειμενική (δηλαδή χωρίς ουσιαστική κρίση) ανυπαρξία των πραγματικών ή νομικών καταστάσεων που έλαβε υπόψη του το διοικητικό όργανο για την εφαρμογή του κανόνα, ο οποίο προβλέπει την έκδοση της πράξης, δηλαδή, όταν υποδεικνύεται ότι το διοικητικό όργανο από πλάνη θεώρησε ότι υφίστανται οι νόμιμες προϋποθέσεις (ΣΕ 143/1954, 3821/1990, 2392/2007).» (βλ. επίσης και Κυρμίτσης v. Δημοκρατίας κ.ά. (1993) 4 ΑΑΔ 1900 και Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (2008) 3 Α.Α.Δ. 100). Αντίστοιχα, όταν η πλάνη του αρμόδιου οργάνου έγκειται στην λανθασμένη ερμηνεία του Νόμου, τότε η απόφαση του αρμόδιου οργάνου πάσχει συνεπεία πλάνης περί τον νόμο η οποία και οδήγησε σε εσφαλμένη εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας.

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου ακόμα και η πιθανότητα πλάνης οδηγεί σε ακύρωση διοικητικής πράξης. (Χρύσανθος Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργκών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228).  Στην απόφαση Κωνσταντίνος Κοντεάτης ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 1416, αναφέρονται τα πιο κάτω:

"Το δικαστήριο ακόμα και όταν βρίσκεται σε αμφιβολία αναφορικά με την ύπαρξη ή μη πλάνης, μπορεί να ακυρώσει την επίδικη διοικητική πράξη ούτως ώστε να παρασχεθεί στη διοίκηση η δυνατότητα επιβεβαίωσης των ορθών γεγονότων κατά τρόπο που να μην αφήνει έδαφος για αμφιβολίες (Skapoulis and Another v. The Republic (1984) 3 C.L.R. 554,565 και Χρύσανθος Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228".

Με βάση τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, όπως τα ανέλυσα και πιο πάνω, διαπιστώνω ότι παρείσφρησε πλάνη στην απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση, η οποία ήταν αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας και μη εφαρμογής του Νόμου ως προς τα στοιχεία κρίσης που τέθηκαν εξαντλητικά και επιτακτικά από  το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου. Εντούτοις, ενόψει της δικαιοδοσίας που έχει το παρόν Δικαστήριο για έλεγχο της ορθότητας της απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση, όπου και σύμφωνα με τον περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το παρόν Δικαστήριο κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή. 

Επί αυτού και ως προς την δυνατότητα του Δικαστήριού να προβεί σε έλεγχό ορθότητας επί του προκαταρτικού σταδίου, συμπληρωματικά, παραπέμπω και στα όσα ελέγχθηκαν στην απόφαση στην υπόθεση “Alheto” C-585/16 παράγραφο 115 ενώπιο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης: (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου)

«[…] η πλήρης και ex nunc εξέταση εκ μέρους του δικαστή δεν απαιτείται κατ’ ανάγκη να αφορά την επί της ουσίας εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας και ότι μπορεί, συνεπώς, να αφορά το παραδεκτό της αίτησης διεθνούς προστασίας, εφόσον το εθνικό δίκαιο επιτρέπει κάτι τέτοιο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 33, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32».

Ως εκ τούτου, θα προχωρήσω σε εξέταση του κατά πόσον ορθώς η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτη την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή στη βάση των προϋποθέσεων που τίθενται από το άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου. 

Για να αξιολογήσω κατά πόσο υφίστανται  οι προϋποθέσεις που τίθενται από το άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου, θα πρέπει να εξακριβώσω εάν με την υποβολή των νέων στοιχείων αυξάνονται οι πιθανότητες να χορηγηθεί στον Αιτητή προσφυγικό καθεστώς ή συμπληρωματική προστασία και, ως προς τη δεύτερη προϋπόθεση, αν ο Αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Ενόψει του δεδομένου ότι αυτές  οι δύο προϋποθέσεις του άρθρου 16Δ(3)(β) τίθενται σωρευτικά και όχι διαζευκτικά, σε περίπτωση που δεν πληρείται μια εκ των δύο, δεν χρήζει ανάλυσης η δεύτερη. 

Αναφορικά με το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, τούτο δίδεται όταν ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα ιθαγένειας του. Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, παραβίασης ανθρωπίνου δικαιώματος, τόσο κατάφωρης ώστε να ενεργοποιούνται οι διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας ή να υπάρχει απειλή κατά της ζωής, της ασφάλειας ή της ελευθερίας ως αποτέλεσμα άσκησης αδιάκριτης βίας λόγω συνθηκών ένοπλης σύγκρουσης ή συστηματικών και γενικευμένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφαση του ότι συνιστούν μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανομένα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης κατά τη έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γ’, της οδηγίας 2011/95 (βλ. απόφαση της 30ης Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011, αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie,ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

Τονίζεται επίσης ότι η Καθ’ων η Αίτηση έκριναν τον Αιτητή αξιόπιστο αναφορικά με τα στοιχεία ταυτότητας του και τη χώρα καταγωγής του.

Ο Αιτητής με την μεταγενέστερη του αίτηση την οποία συμπλήρωσε στις 04/11/2020 ισχυρίστηκε ότι επιθυμεί να παραμείνει στη Δημοκρατία λόγω του ότι δεν αισθάνεται ασφάλεια να επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του εξαιτίας της εμπόλεμης κατάστασης που επικρατεί στο νότιο τμήμα του Καμερούν και των πολλαπλών παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων που λαμβάνουν χώρα στις εμπόλεμες περιοχές της χώρας του. Προσέθεσε δε ότι οι γονείς του έχουν αποβιώσει (“I am an orphan”) και πως τα αδέρφια του έχουν εκτοπιστεί.

Αυτό που καταρχάς λοιπόν προκύπτει είναι ότι οι ισχυρισμοί που επικαλείται, είναι «νέα» καθώς φέρουν ημερομηνία μεταγενέστερη της τελεσίδικης απόρριψης του αρχικού του αιτήματος.  Ιδιαιτέρως όμως, τα στοιχεία αυτά είναι νέα κατά την έννοια του άρθρου 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32, καθώς η απόφαση επί της προγενέστερης αίτησης εκδόθηκε χωρίς τα στοιχεία αυτά να έχουν γνωστοποιηθεί στην αρμόδια αρχή για τον καθορισμό του καθεστώτος του Αιτητή[2].

Ως εκ τούτου, κρίνω ότι οι Καθ’ων η αίτηση όφειλαν να εξετάσουν κατά πόσο οι συνθήκες στην χώρα καταγωγής του Αιτητή έχουν μεταβληθεί λαμβάνοντας υπόψη στην εκτίμηση τους τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, ήτοι του ότι απουσιάζει από τη χώρα καταγωγής του για διάστημα άνω της δεκαετίας, έχοντας μάλιστα αποχωρήσει από το Καμερούν πριν το ξέσπασμα της κρίσης στο αγγλόφωνο κομμάτι της χώρας, καθώς και του ότι, σύμφωνα με τα όσα δηλώθηκαν από τον Αιτητή κατά την καταγραφή του αιτήματος διεθνούς προστασίας του, οι γονείς του έχουν πλέον αποβιώσει και τα αδέρφια του έχουν εκτοπιστεί. Η επί μακρόν απουσία του Αιτητή από το Καμερούν καθώς και η έλλειψη ισχυρού υποστηρικτικού δικτύου στον τόπο συνήθους διαμονής του δύναται να συνιστά ουσιώδη λόγο για να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει, ο αιτών θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη. Ενόψει της ακυρωτικής δικαιοδοσίας του παρόντος δικαστηρίου, δεν είναι δυνατό αυτό να υπεισέλθει στην ως άνω έρευνα.

Ως εκ τούτου η επί μακρόν απουσία του από το Καμερούν και η συνεπακόλουθη αποξένωσή του από την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας, μία κατάσταση που ουδέποτε βίωσε λόγω του ότι βρισκόταν ήδη στη Δημοκρατία κατά το ξέσπασμα της εσωτερικής ένοπλης σύρραξης στο Καμερούν όπως ξεκάθαρα προκύπτει από την έρευνα που διεξήχθη από τους Καθ’ ων η αίτηση, καθώς και η απουσία ισχυρού υποστηρικτικού δικτύου στον τόπο συνήθους διαμονής του λόγω του θανάτου των γονιών του και του εκτοπισμού των αδερφών του, θα ήταν δυνατό να αποτελούν παράγοντα επίτασης κινδύνου στο πλαίσιο αδιάκριτης βίας, στοιχεία το οποία δεν εξετάστηκαν σε συνδυασμό με το επίπεδο αδιάκριτης βίας κατά τον κρίσιμο χρόνο εξέτασης της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή, προκειμένου να κριθεί κατά πόσο θα αντιμετωπίσει πλέον πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Ο όρος «κίνδυνος» αντικατοπτρίζει τη μελλοντοστραφή έμφαση του ορισμού του «προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία». Κατά το ΕΔΔΑ, το κατά πόσον η απομάκρυνση θα συνιστά παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ καθορίζεται με βάση το κατά πόσον είναι προβλέψιμος ο πραγματικός κίνδυνος κακομεταχείρισης κατά τον χρόνο της ενώπιον του ΕΔΔΑ διαδικασίας.[3]

Οι Καθ’ων η Αίτηση όφειλαν να λάβουν υπόψη το προσωπικό προφίλ του Αιτητή στο πλαίσιο αδιάκριτης βίας τουλάχιστον ή να αιτιολογήσουν το λόγο για τον οποίο δε συνιστά τέτοιο παράγοντα επίτασης του κινδύνου στο πλαίσιο του άρθρου 19(2)(γ), χωρίς να την αξιολογήσουν στο πλαίσιο προσωπικής δίωξης.

Από τον Διοικητικό φάκελο δεν διαφαίνεται ότι οι Καθ’ων η Αίτηση προέβησαν σε τέτοια αξιολόγηση, ενώ οι πηγές πληροφόρησης που παραθέτουν προς υποστήριξη των ισχυρισμών τους στην έκθεση-εισήγηση τους, ότι δηλαδή ο Αιτητής δεν διατρέχει κίνδυνο, λαμβανομένων υπόψιν των προσωπικών περιστάσεων του, να υποστεί σοβαρή και προσωποποιημένη απειλή κατά της ζωής του σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του, λειτουργούν με τρόπο αντιφατικό στο συμπέρασμα των Καθ’ ων η αίτηση.

Με βάση τα ως άνω αναφερθέντα  και συνέπεια του της πλημμέλειας της διοίκησης για διεξαγωγή της δέουσας υπό τις περιστάσεις έρευνας ως προς τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, κατά παράβαση της υποχρέωσης για εξατομικευμένη εξέταση και αξιολόγηση,  λανθασμένα, οι Καθ΄ ων η αίτηση έκριναν ότι η προκαταρκτική εξέταση, σύμφωνα με το άρθρο 16 (3)(α), δεν κατέδειξε την ύπαρξη νέων ουσιωδών στοιχείων που να ενεργοποιούν τις πρόνοιες του Νόμου για το επανάνοιγμα του φακέλου και την επί της ουσίας εξέταση της αίτησης. Παρατηρώ εν προκειμένω ότι υποβλήθηκαν από τον Αιτητή στοιχεία τα οποία η αρμόδια αρχή δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της απόφασης της για χορήγηση ή μη διεθνούς προστασίας και ως εκ τούτου όφειλε να προβεί σε ουσιαστική εξέταση των νέων αυτών στοιχείων, τα οποία δεν προβλήθηκαν σε προγενέστερο στάδιο εξέτασης του αιτήματος του Αιτητή, άνευ δικής του υπαιτιότητας (αφού αυτά έπονται του χρόνου εξέτασης της αρχικής αιτήσεως) και τα οποία αυξάνουν την πιθανότητα χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Διαφωνώ συνεπώς με την κατάληξη των Καθ' ων η αίτηση για απόρριψη ως απαράδεκτης της αίτησής του Αιτητή, λόγω του ότι ο Αιτητής δεν προσκόμισε νέα στοιχεία. Η παράλειψη τους για διεξαγωγή της δέουσας υπό τις περιστάσεις έρευνας η οποία συνεπικουρείται και από την παράλειψη τους να αξιολογήσουν τα όσα ανέφερε ο Αιτητής , οδήγησε τους Καθ' ων η αίτηση στην εσφαλμένη κρίση ότι δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, παρά το γεγονός ότι τα στοιχεία που υπέβαλε ο Αιτητής συνιστούν τέτοια νέα στοιχεία.

Επισημαίνεται ότι, η εξέταση του ζητήματος αν η μεταγενέστερη αίτηση στηρίζεται σε νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95 πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της ύπαρξης, προς στήριξη της αίτησης αυτής, στοιχείων ή πορισμάτων που δεν εξετάσθηκαν στο πλαίσιο της απόφασης επί της προγενέστερης αίτησης και επί των οποίων δεν μπόρεσε να στηριχθεί η απόφαση αυτή, η οποία έχει καταστεί απρόσβλητη [απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C‑921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 50].

Ως προς την έκταση της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου σε αυτές τις περιπτώσεις, θα παραπέμψω στα όσα έχουν εκτενώς παρατεθεί και αναλυθεί από την αδελφή μου Δικαστή στην υπόθεση M.Dv. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, υπ. αρ. 1317/20, 20.09.2021 (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«32.        Ως προς την έκταση της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου σε αυτές τις περιπτώσεις, αυτή καθορίζεται στο άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου. Στο εδάφιο (4) του άρθρου 11 απαριθμούνται εξαντλητικώς οι αποφάσεις, επί των οποίων το παρόν Δικαστήριο προβαίνει σε έλεγχο και έχει τις εξουσίες, κατά οριζόμενα στο εδάφιο (3).

 

33.        Εν προκειμένω η επιδίκη απόφαση είναι απόφαση, η οποία απορρίπτει ως απαράδεκτη μεταγενέστερη αίτησης. Η εν λόγω περίπτωση θα μπορούσε να υπαχθεί στην κατηγορία των αποφάσεων που αναφέρονται στο εδάφιο (4)(γ)(ii) του άρθρου 11, το οποίο ορίζει ότι:

[...]

34.        Στο άρθρο 12Βτετράκις τίτλο «Απαράδεκτες Αιτήσεις» περιλαμβάνεται ως περίπτωση, η οποία θα μπορούσε να απορριφθεί ως απαράδεκτη αίτηση, η μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας. Η διάταξη αυτή μεταφέρει αυτούσιο το άρθρο 33 παράγραφος 2 στοιχείο δ) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (στο εξής: Οδηγία 2013/32/ΕΕ). Φρονώ ότι με τη διατύπωση αυτή ο ενωσιακός νομοθέτης δεν είχε σκοπό να εξαιρέσει και τις υπόλοιπες περιπτώσεις απαράδεκτών μεταγενέστερων αιτήσεων, για παράδειγμα τις μεταγενέστερες αιτήσεις που καίτοι προσκομίζονται νέα στοιχεία, η αίτηση κρίνεται ως απαράδεκτη λόγω του ότι τα στοιχεία δεν υποβλήθηκαν εγκαίρως εξ υπαιτιότητας του αιτούντός. Η περιγραφή που περιλαμβάνεται στο άρθρο 33 παράγραφος 2 στοιχείο δ) των απαράδεκτων μεταγενέστερων αιτήσεων φαίνεται να προκύπτει από το γεγονός ότι δυνάμει του άρθρου 40 παράγραφος 4 της ίδιας οδηγίας το στοιχείο της υπαιτιότητας είναι δυνητικό για τα κράτη μέλη. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το άρθρο 40 παράγραφος 4, το στοιχείο της υπαιτιότητας είναι στοιχείο, το οποίο δυνητικά τα κράτη μέλη μπορούν να εντάξουν στην εθνική τους νομοθεσία ως μέρος της κρίσης για το παραδεκτό. Συνεπώς, ευλόγως παραλείπεται η αναφορά το στο άρθρο 33 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ. Κατ' επέκταση ερμηνευόμενο το άρθρο 12Βτετράκις(2)(δ) υπό το φως του ενωσιακού δικαίου, περιλαμβάνει όλες τις κατηγορίες απαράδεκτων μεταγενέστερων αιτήσεων, ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίο αυτές κρίθηκαν ως απαράδεκτες. Συνεπώς, σε σχέση με αυτές ασκείται καταρχήν η έκταση του ελέγχου και οι εξουσίες δυνάμει του εδαφίου (4) του άρθρου 11  του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου.

 

35.        Δυνάμει δε του εδαφίου (3) του άρθρου 11, φρονώ ότι το παρόν Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να εξετάσει το ίδιο για πρώτη φορά κατ' ουσίαν το καινοφανή ισχυρισμό της Αιτήτριας. Ειδικότερα, στο εδάφιο (3) ορίζεται ότι το Δικαστήριο προβαίνει σε σχέση με απόφαση του εδαφίου (4) σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (i) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν, και (ii) την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου, σε περίπτωση που προσβάλλεται απόφαση, η οποία συνεπάγεται τη μη χορήγηση τέτοιας προστασίας ή την ανάκληση ή παύση τέτοιας προστασίας ή τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας αντί του καθεστώτος πρόσφυγα. Με το πέρας του ελέγχου το Δικαστήριο επικυρώνει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση ή πράξη, ή ακυρώνει και τροποποιεί εν όλω ή εν μέρει αυτήν. Με βάση τόσο το γράμμα όσο και την τελεολογία της εν λόγω διάταξης, φρονώ ότι το παρόν Δικαστήριο κατά την εξέταση μεταγενέστερης αίτησης, η οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη  δεν έχει εξουσία να εξετάσει περαιτέρω τα νέα στοιχεία και να αποφασίσει επί της ανάγκης χορήγησης διεθνούς προστασίας το ίδιο, καθώς πρόκειται περί περίπτωσης όπου η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνεπάγεται τη μη χορήγηση διεθνούς προστασίας, με την έννοια ότι δεν εξετάστηκε η αίτηση επί της ουσίας της, παρά μόνο το παραδεκτό της. Η τελεολογική αυτή ερμηνεία είναι σύμφωνη και με την ανάγκη μη παράκαμψης ενός σταδίου εξέτασης του καινοφανούς αυτού ισχυρισμού της Αιτήτριας, ήτοι τη διοικητική εξέταση της αιτήσεως και των ισχυρισμών της (Βλ. συναφώς Απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, στην υπόθεση αρ.: C‑652/16, Nigyar Rauf Kaza AhmedbekovaECLI:EU:C:2018:801, σκέψεις 92 έως 103).

 

36.        Το παρόν Δικαστήριο έχει συνεπώς την εξουσία να προβαίνει σε έλεγχο ακόμα και τροποποίηση της απόφασης επί μεταγενέστερης αίτησης μέχρι το σημείο κρίσης επί του παραδεκτού όχι όμως υποχρέωση εξέτασης της ανάγκης χορήγησης διεθνούς προστασίας, χωρίς να έχει προηγηθεί ολοκληρωμένη κατ' ουσία εξέταση των ισχυρισμών της Αιτήτριας.»

Συνεπώς, στοιχειοθετείται, κατά την κρίση μου, ως εκ τούτου του γεγονότος, πιθανότητα (ουσιώδους) έλλειψης δέουσας έρευνας  περί τα πραγματικά γεγονότα, η οποία οδηγεί αναπόφευκτα, στην ακύρωση της επίδικης απόφασης. Το Δικαστήριο στα πλαίσια του αναθεωρητικού του ελέγχου εξετάζει κατά πόσον η έρευνα που διενεργήθηκε από το αρμόδιο όργανο είναι η δέουσα και η απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις και ότι κατά την λήψη της απόφασης το αρμόδιο όργανο έλαβε υπόψη του όλα τα σχετικά με την υπόθεση γεγονότα (βλ. Χαράλαμπος Κύπρου Χωματένος ν. Δημοκρατίας, (2013) 3 Α.Α.Δ. 120). Διαπιστώνοντας τα ανωτέρω, κρίνω ότι ο προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης περί έλλειψης δέουσας έρευνας είναι εν προκειμένω βάσιμος και η προσβαλλόμενη απόφαση είναι συνεπώς πάσχουσα.

Προσθέτω ότι σε περίπτωση παραδοχής της προσφυγής και ανατροπής της πρωτοβάθμιας απόφασης που κρίνει μεταγενέστερο αίτημα ως απαράδεκτο, η υπόθεση οφείλει να αναπεμφθεί σε πρώτο βαθμό για τη διεξαγωγή πλήρους προσωπικής συνέντευξης και κρίσης σε πρώτο βαθμό επί της ουσίας του αιτήματος, διαφορετικά ο αιτών χάνει ένα βαθμό εξέτασης και τη διασφάλιση του δικαιώματός του σε πραγματική προσφυγή, η δε προσφυγή του ουσιαστικά συνεπάγεται την σε πρώτη βαθμό κρίση της ουσίας, με συνεπακόλουθη απαλοιφή της προσφυγής σε δεύτερο βαθμό[4] και τέτοια κατάληξη θα συνεπαγόταν στέρηση του διοικούμενου από ουσιώδη δικαιώματα του, αφού το κεφάλαιο της βασιμότητας του αιτήματος δεν έχει εξεταστεί καθόλου σε πρώτο βαθμό.[5]

Υπό το φως του συνόλου των πιο πάνω διαπιστώσεων, είναι η κατάληξη μου ότι η  παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται δυνάμει του άρθρου 146(4)(β) του Συντάγματος και του άρθρου 11(3)(β) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου (Ν. 73(Ι)/18), λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας. Επιδικάζονται  €800 έξοδα πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει,  υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ' ων η αίτηση.

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Βλ. σχετικώς, απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344,  Α.Ε. 95/2012, ημερ. 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344

[2] C-18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710

[3] Βλέπε για παράδειγμα: ΕΔΔΑ, Saadi κατά Ιταλίας, ό.π., υποσημείωση 516, σκέψη 133· ΕΔΔΑ, F.G. κατά Σουηδίας, ό.π., υποσημείωση 561, σκέψη 115.

[4] Βλ. «Προσφυγικό Δίκαιο. Ερμηνευτική προσέγγιση και πρακτική διάσταση», Κωνσταντίνος Δ. Φαρμακίδης-Μάρκου, 2021, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 83.

[5] Σχετική η νομολογία του ΣτΕ επί πειθαρχικών ενδικοφανών προσφυγών, ΣτΕ 644/2010, 1284/2003, 2493/2002 κ.α.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο