A.R. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 6942/22, 6/6/2024
print
Τίτλος:
A.R. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 6942/22, 6/6/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ.: 6942/22

6 Ιουνίου, 2024

[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

     A.R.

Αιτητής

 

ΚΑΙ

 

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η αίτηση

........

 

Αν. Πολυκάρπου (κος), Δικηγόρος για τον Αιτητή

Ι. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. : Ο Αιτητής με την προσφυγή, που αρχικώς υπέβαλε αυτοπροσώπως, αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 07/10/2022, η οποία του κοινοποιήθηκε στις 21/10/2022, και με την οποία έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο,

Κατόπιν διορισμού δικηγόρου και με διάταγμα του παρόντος Δικαστηρίου ημερομηνίας 30/06/2023 επιτράπηκε η τροποποίηση της προσφυγής του Αιτητή.  Σύμφωνα λοιπόν με την τροποποιηθείσα προσφυγή, ο Αιτητής, δια του συνηγόρου του, προσβάλλει την ως άνω απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ως άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερούμενη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος, αδικαιολόγητη και αποτέλεσμα μη χρηστής διοίκησης, κατάχρησης εξουσίας, πλάνης και κακής εφαρμογής του Νόμου.  Ζητάει επίσης νέα εκτελεστή απόφαση από το παρόν Δικαστήριο επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή για διεθνή προστασία ή οποιαδήποτε άλλη θεραπεία την οποία το παρόν Δικαστήριο κρίνει δίκαιη, εύλογη και κατάλληλη υπό τις περιστάσεις.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ως εκτίθεται στην ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως τεκμήριο 1 στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, ο Αιτητής είναι ενήλικος και διαθέτει την υπηκοότητα του Πακιστάν. Στις 16/09/2022 συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Στις 28/09/2022 πραγματοποιήθηκε προφορική συνέντευξη στον Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 30/09/2022 ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε εισηγητική έκθεση  προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή εισηγούμενος την απόρριψη της αίτησης του για παροχή διεθνούς προστασίας. Ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού στις 07/10/2022 και στις 21/10/2022, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της, σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή αυθημερόν. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Ο συνήγορος του Αιτητή, δια του δικογράφου της τροποποιηθείσας προσφυγής προέβαλε πλήθος λόγων ακυρώσεων τους οποίους ωστόσο δεν ανέπτυξε δια της γραπτής του αγόρευσης. Δια της τελευταίας εγείρει ωστόσο ότι η απόφαση πάσχει από έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας καθώς και ότι ελήφθη υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα και περί του νόμου καθώς και κατά παράβαση της αρχής της καλής πίστης. Ιδιαίτερα ως προς το σημείο της έλλειψης αιτιολογίας, ο συνήγορος του Αιτητή υποστηρίζει πως οι Καθ’ ων η αίτηση περιορίστηκαν στην αναφορά του ότι ο Αιτητής δεν ανέτρεψε το τεκμήριο περί του ότι η χώρα του έχει χαρακτηριστεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας και πως ο  Αιτητής υπήρξε συνεπής αναφορικά με τους λόγους αυτούς. Τονίζει ότι ο Αιτητής υπήρξε συνεκτικός τόσο κατά την καταγραφή του αιτήματός του όσο και κατά το στάδιο της συνέντευξής του ενώπιον του λειτουργού περί των περιστατικών που τον ανάγκασαν να φύγει από τη χώρα καταγωγής του, ήτοι περί του ότι είναι ομοφυλόφιλος και διατηρούσε δεσμό με έναν άντρα, καθώς και περί του ότι υπέστη δίωξη από την οικογένεια του άντρα αυτού όταν η σχέση τους μαθεύτηκε και ο τελευταίος εξαφανίστηκε. Ο συνήγορος του Αιτητή προσθέτει επίσης ότι δε διενεργήθηκε επαρκής έρευνα από τους Καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας του Αιτητή. Καταλήγει δε ότι για τους ανωτέρω λόγους και βάσει του άρθρου 13 (1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(Ι)/1999), η προσβαλλόμενη παραβιάζει τους ουσιώδεις τύπους και ως εκ τούτου καθίσταται παράνομη.

Ο συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση υποστήριξε τη νομιμότητα της απόφασης του αρμόδιου οργάνου καθώς και ότι αυτή ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας, ενώ ανέφερε μέσω της Γραπτής του Αγόρευσης ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή αντιλήψεων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Οι Καθ' ων τονίζουν πως στη βάση των όσων ισχυρίστηκε ο Αιτητής δε στοιχειοθετείται δικαιολογημένος φόβος δίωξης στο πρόσωπό του, ενώ επιπλέον ο τελευταίος δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι πληροί τις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς και σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεωργίας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).

Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής και δεν προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).

Επιπλέον, παρατηρώ ότι οι λόγοι προσφυγής, όπως αναπτύσσονται στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή χαρακτηρίζονται από γενικότητα και απουσιάζει η υπαγωγή των περιστάσεων του Αιτητή και των γεγονότων της υπόθεσης στις κατ’ επίκληση παραβιασθείσες διατάξεις. Η αναγκαιότητα έγερσης των λόγων προσφυγής με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση [Βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655]. Η δε αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. [Βλ. Α.Ε. Αρ. 3729, Μαραγκός ν. Δημοκρατίας, 3.11.2006, (2006) 3 ΑΑΔ 671, Α.Ε. 1883]., Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997]. 

Προχωρώντας, ακόμη και εάν εξαντλώντας την επιείκεια του παρόντος Δικαστηρίου και εξεταστούν οι λόγοι ακύρωσης που προωθεί ο Αιτητής, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών.  Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο στις περιπτώσεις που απαριθμούνται υπό του άρθρου 11 του Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018 (Ν. 73(I)/2018) ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία. Ως εκ τούτου δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως, δυνάμενη να προβεί σε νέα εκτίμηση και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και των στοιχείων του φακέλου και αποφαίνεται αιτιολογημένως επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας του εκάστοτε προσφεύγοντος (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε Αιτητή).

Συνεπώς, η απλή επίκληση πλημμελειών ή παραβιάσεων γενικών αρχών Διοικητικού Δικαίου, δεν επαρκεί από μόνη της για να ανατρέψει την επίδικη απόφαση. Ο Αιτητής θα πρέπει να επεξηγεί τη βλάβη που επήλθε στον ίδιο και να προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν της υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. (βλ. αποφάσεις ΣτΕ 3067/2013, 521/2010, 2650/2009). 

Εν προκειμένω παρατηρώ ότι o Αιτητής δεν προβάλλει οποιοδήποτε ειδικό και τεκμηριωμένο ισχυρισμό είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας που να δικαιολογεί την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, καθώς αναφέρει απλώς γενικώς ότι η διοίκηση δεν επικεντρώθηκε σε άλλα προβλήματα που αντιμετωπίζει, χωρίς να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους κατά τον ίδιο δικαιολογείται η υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. 

Υπό το φως της πιο πάνω διαπίστωσης όλοι οι εγειρόμενοι λόγοι ακυρώσεως απορρίπτονται ως αλυσιτελείς και εξ αυτού απαράδεκτοι εξαιτίας της γενικότητας με την οποία αυτοί εγείρονται, εφόσον ο Αιτητής δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε εξειδίκευση αυτών σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσής του, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός του για άσυλο και να δικαιολογούν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.[1]

Κατόπιν των ανωτέρω και λαμβανομένης υπόψη της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου όπου δυνάμει του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 [Ν.73(Ι)/2018], το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσιαστικής της ορθότητας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου τόσο της νομιμότητας όσο και της ουσιαστικής ορθότητας (έλεγχος επί της ουσίας) της επίδικης πράξης.

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το επίδικο θέμα. Το  κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).  

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκεινται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (Βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η αίτηση είχαν ενώπιόν τους.

Κατά την καταγραφή του αιτήματος διεθνούς προστασίας του Αιτητή, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του για προσωπικούς και οικονομικούς λόγους. Εξειδικεύοντας τα ανωτέρω, ο Αιτητής δήλωσε πως στο Πακιστάν είχε δεσμό με έναν άντρα, με τον οποίο περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας του. Όταν, ωστόσο, η οικογένειά του έμαθε για τη σχέση τους ξεκίνησε να τον βασανίζει, ενώ υπέβαλαν και ψευδή αναφορά στην αστυνομία με αποτέλεσμα ο Αιτητής να συλληφθεί. Όταν αποφυλακίστηκε δήλωσε ότι εξακολουθούσε να δέχεται παρενόχληση στον χώρο εργασίας του. Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω ο Αιτητής δήλωσε ότι αναγκάστηκε να μεταφέρει την οικογένειά του σε άλλη πόλη, ωστόσο οι διώκτες του τον ακολούθησαν. Περαιτέρω, ο Αιτητής δήλωσε πως είναι ο μοναδικός γιός της οικογένειάς του και, άρα, η οικογένειά του εξαρτάται οικονομικά από εκείνον καθώς ο πατέρας του είναι ηλικιωμένος και δε μπορεί να εργαστεί. Ο Αιτητής καταλήγει πως ήρθε στη Δημοκρατία προκειμένου να βρει εργασία και να υποστηρίξει οικονομικά την οικογένειά του, αλλά και για την προστασία της ζωής του καθώς σε περίπτωση επιστροφής η ζωή του θα βρεθεί σε κίνδυνο (βλ. ερυθρά 1 του Δ.Φ.).

Κατά το κρίσιμο στάδιο της προφορικής του συνέντευξης και σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε υπήκοος Πακιστάν με τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής το χωριό Darya Koorna της περιοχής Shab Qadar. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση δήλωσε άγαμος και άτεκνος. Ως προς την πατρική του οικογένεια ισχυρίστηκε πως οι γονείς του και οι τέσσερις αδερφές του βρίσκονται στο Πακιστάν και κατοικούν στο χωριό Darya Koorna. Αναφορικά με το εκπαιδευτικό του επίπεδο ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι έχει σπουδάσει πληροφορική στο Πανεπιστήμιο της Charsadda. Ως προς την επαγγελματική του ιδιότητα ο Αιτητής προέβαλε ότι εργαζόταν ως φωτογράφος σε γαμήλιες τελετές.

Σχετικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, o Αιτητής, κατά το σκέλος της ελεύθερης αφήγησής του, δήλωσε ότι του άρεσε ένα αγόρι και πως, όταν η οικογένεια αυτού του αγοριού έμαθε ότι αρέσει στον Αιτητή, το αγόρι εξαφανίστηκε. Μετά την εξαφάνιση του αγοριού, η οικογένειά του κατηγόρησε τον Αιτητή ότι τον απήγαγε, υπέβαλε αναφορά στην αστυνομία, και ο Αιτητής παρέμεινε στη φυλακή για διάστημα τριών ημερών. Εν συνεχεία ο Αιτητής προέβαλε ότι, αφού αφέθηκε ελεύθερος, η οικογένεια του αγοριού ήρθε στην πατρική οικία του και απείλησε τον Αιτητή και τον πατέρα του. Ο Αιτητής προσέθεσε ότι προσπάθησε να καλέσει το αγόρι στο κινητό του τηλέφωνο, ωστόσο το τηλέφωνο του αγοριού ήταν κλειστό. Παράλληλα οι απειλές από την οικογένεια του αγοριού συνεχίζονταν, με την οικογένεια του αγοριού να λέει ότι θα σκοτώσει τον Αιτητή εάν το παιδί τους δε γυρίσει στο σπίτι. Ο Αιτητής δήλωσε ότι ο αδερφός του, μάλιστα, είχε έρθει στον χώρο εργασίας του και τον είχε χτυπήσει. Ο Αιτητής ολοκλήρωσε την αφήγησή του λέγοντας ότι μίλησε σε έναν συγγενή του στο Βέλγιο για την όλη κατάσταση, με αποτέλεσμα να τον βοηθήσει να εγκαταλείψει το Πακιστάν. Ερωτηθείς από τον αρμόδιο λειτουργό ως προς το εάν υπάρχουν άλλοι λόγοι για τους οποίους να εγκατέλειψε το Πακιστάν, ο Αιτητής δήλωσε λόγους οικονομικού περιεχομένου (βλ. ερυθρά 29 3Χ, 4Χ του Δ.Φ.).

Κατά τη διάρκεια της διερεύνησης του ανωτέρω αφηγήματος, ο αρμόδιος λειτουργός έθεσε στον Αιτητή ερωτήσεις αναφορικά με την εξαφάνιση του αγοριού. Ζητήθηκαν από τον Αιτητή περισσότερες λεπτομέρειες για το αγόρι και ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι το εν λόγω αγόρι του άρεσε, ωστόσο σύμφωνα με την κουλτούρα της περιοχής του, δε μπορούν δύο αγόρια να είναι μαζί. Ο Αιτητής δήλωσε ότι το αγόρι αυτό έφυγε από το σπίτι του και ο αδερφός του ξεκίνησε να τον καταδιώκει λόγω αυτού, ισχυριζόμενος ότι το αγόρι βρισκόταν στην οικία του Αιτητή. Ο Αιτητής προέβαλε ότι έδειξε τον αδερφό του την οικία του ωστόσο, καθώς δεν πείστηκε, επιτέθηκε σωματικά στον Αιτητή από κοινού με κάποιους φίλους του, με τον Αιτητή να εξακολουθεί να ισχυρίζεται πως δε γνωρίζει που βρίσκεται το αγόρι. Ο Αιτητής δήλωσε ότι ξεκίνησε να κοιμάται στον χώρο εργασίας του, έως ότου μία ημέρα ο αδερφός του αγοριού ήρθε εκεί κρατώντας ένα όπλο και απείλησε τον Αιτητή λέγοντάς του πως εάν ο αδερφός του δεν έχει επιστρέψει εντός επτά ημερών θα τον σκοτώσει. Ο Αιτητής προέβαλε περαιτέρω ότι αργότερα έμαθε μέσω φίλων του πως ο αδερφός του αγοριού τηλεφωνούσε και ρωτούσε σχετικά με το που βρίσκεται ο Αιτητής (βλ. ερυθρά 29 7Χ του Δ.Φ.).

Ο αρμόδιος λειτουργός επεσήμανε ότι ζητούσε πληροφορίες για το αγόρι συγκεκριμένα, και ο Αιτητής δήλωσε ότι το αγόρι αυτό είχε καταγωγή από το χωριό του και πως άρεσε ο ένας στον άλλον. Σε ερώτηση αναφορικά με το ακριβές είδος της σχέσης τους, ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως του άρεσε σαν φίλος και πως ήταν στενοί φίλοι. Καθώς όμως έβγαιναν έξω μαζί συνέχεια, η οικογένειά του αγοριού θεωρούσε ότι ο Αιτητής τον χρησιμοποιούσε (βλ. ερυθρά 29 8Χ του Δ.Φ.). Αντιπαρατέθηκε στον Αιτητή από τον αρμόδιο λειτουργό πως στην αξιολόγηση ευαλωτότητας του είχε ισχυριστεί πως διατηρούσε δεσμό με το συγκεκριμένο αγόρι, ωστόσο ο Αιτητής το αρνήθηκε και προέβαλε ότι ήταν απλώς φίλοι. Ως προς το γιατί η οικογένεια του αγοριού πίστευε το αντίθετο, ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως αυτό συνέβαινε επειδή το αγόρι ήταν όμορφο και επειδή περνούσαν πολύ χρόνο μαζί. Αναφορικά με τον λόγο που το αγόρι έφυγε από το σπίτι του, ο Αιτητής δήλωσε ότι αυτό συνέβη επειδή φοβόταν τον αδερφό του. Ζητήθηκαν περισσότερες πληροφορίες για το αγόρι αυτό από τον Αιτητή, και ο Αιτητής επανέλαβε πως είναι από το ίδιο χωριό, πως έβγαιναν μαζί συνέχεια και προσέθεσε πως ονομαζόταν Talha και ότι δεν εργαζόταν (βλ. ερυθρά 28 1Χ του Δ.Φ.). Ο Αιτητής προέβαλε ότι δε γνωρίζει που βρίσκεται ο Talha και πως εάν το γνώριζε τότε όλα του τα προβλήματα θα είχαν λυθεί. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε επίσης πως θεωρεί ότι κάποιος έλεγε ψέματα στον αδερφό του Talha για τη σχέση τους και πως το βράδυ πριν εξαφανιστεί ήταν μαζί, ωστόσο την επόμενη ημέρα δεν απαντούσε το τηλέφωνο (βλ. ερυθρά 28 2Χ του Δ.Φ.).

Ως προς τον σεξουαλικό προσανατολισμό του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός αντιπαρέβαλε στον Αιτητή τα όσα είχε δηλώσει κατά την εξέταση της ευαλωτότητας του περί του ότι ελκύεται ερωτικά από αγόρια. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι στη χώρα καταγωγής του αισθανόταν έλξη για αγόρια, όπως για παράδειγμα τον Talha, ωστόσο δεν είχε αναπτύξει ποτέ σχέσεις με άτομα του ιδίου φύλου και στο μέλλον θέλει να παντρευτεί με γυναίκα (βλ. ερυθρά 28 του Δ.Φ.).

Αναφορικά με τα όσα διαδραματίστηκαν με την οικογένεια του Talha, ο Αιτητής προέβαλε πως η οικογένειά του προσπάθησε να τον βλάψει τον Ιούλιο του 2022 και πως ο Talha εγκατέλειψε την οικία του επίσης μέσα στον Ιούλιο, χωρίς ωστόσο να θυμάται την ακριβή ημερομηνία που αυτό συνέβη. Έπειτα από σχετική ερώτηση ισχυρίστηκε πως είπε πολλές φορές στην οικογένεια του Talha ότι δε γνωρίζει το που βρίσκεται. Ερωτηθείς ως προς τον λόγο που η οικογένεια του Talha δεν τον πίστεψε, ο Αιτητής απάντησε ότι του είπαν πως εφόσον ήταν όλη την ώρα μαζί θα έπρεπε να είναι και τώρα μαζί. Εν συνεχεία ο Αιτητής ερωτήθηκε ως προς το εάν κατέφυγε στην αστυνομία προκειμένου να κάνει αναφορά για τις κατηγορίες που δεχόταν. Ο Αιτητής δήλωσε ότι η οικογένεια του Talha είχε συγγενείς στην αστυνομία και, συνεπώς, δε μπορούσε να απευθυνθεί εκεί. Περαιτέρω προσέθεσε ότι φοβόταν ότι θα τον σκότωναν. Ο λειτουργός ρώτησε τον Αιτητή, ωστόσο, εάν θα μπορούσε να πάει σε κάποιο άλλο αστυνομικό τμήμα για να υποβάλει αναφορά και ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως εργαζόταν και για τον λόγο αυτό δε μπορούσε να μεταβεί σε άλλο αστυνομικό τμήμα (βλ. ερυθρά 28 3Χ του Δ.Φ.).

Ερωτηθείς τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής δήλωσε ότι τα προβλήματά του θα σταματήσουν όταν το αγόρι αυτό επιστρέψει στο σπίτι του. Ωστόσο μέχρι να συμβεί αυτό ο ίδιος δε μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του (βλ. ερυθρά 27 3Χ του Δ.Φ.).

Ερωτηθείς ως προς το εάν θα μπορούσε να εγκατασταθεί σε άλλη περιοχή του Πακιστάν, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά λέγοντας πως δε ξέρει πως θα μπορεί να βιοποριστεί σε άλλη περιοχή του Πακιστάν και πως να αποκτήσει πελατεία για φωτογραφίσεις (βλ. ερυθρά 27 1Χ του Δ.Φ.).

Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε τρεις (3) ουσιώδεις ισχυρισμούς απορρέοντες από το αφήγημα του Αιτητή.

Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά τα προσωπικά στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ο οποίος και έγινε αποδεκτός. Ειδικότερα, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής υπήρξε συνεκτικός ως προς τον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του, ήτοι το χωριό Darya Koorna της περιοχής Shab Qadar, αλλά και ως προς το υποστηρικτικό του δίκτυο, το εκπαιδευτικό του επίπεδο και την επαγγελματική του εμπειρία. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού ο αρμόδιος λειτουργός επιβεβαίωσε μέσω διεθνών πηγών χαρτογράφησης την ύπαρξη της περιοχής καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή.

Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός, ήτοι η ισχυριζόμενη δίωξη του Αιτητή από την οικογένεια ενός φίλου του, απορρίφθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό καθώς κρίθηκε ότι δεν στοιχειοθετήθηκε η εσωτερική του αξιοπιστία. Περισσότερο αναλυτικά, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε ως σημεία που πλήττουν την εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του Αιτητή αρχικώς την αδυναμία του ως προς το να παραθέσει περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με τον φίλο του καθώς, ερωτηθείς σχετικά, ο Αιτητής αναφέρθηκε στα περιστατικά που έλαβαν χώρα με την οικογένειά του. Περαιτέρω επισημάνθηκε από τον λειτουργό ότι δόθηκαν περαιτέρω ευκαιρίες στον Αιτητή προκειμένου να αναφερθεί στο συγκεκριμένο άτομο, ωστόσο ο Αιτητής έκανε αναφορά μόνο σε πληροφορίες γενικού χαρακτήρα ήτοι πως ήταν από το ίδιο χωριό και πως ήταν μαθητής. Τονίστηκε επιπροσθέτως και η άγνοια του Αιτητή ως προς το τι συνέβη στον φίλο του, αλλά και η απροθυμία του να ζητήσει προστασία από τις αρχές της χώρας καταγωγής του λόγω του ότι στην αστυνομία εργαζόταν ένας συγγενής του αγοριού. Ο αρμόδιος λειτουργός έδωσε επίσης ιδιαίτερη έμφαση στην έλλειψη ευλογοφάνειας στην απάντηση του Αιτητή περί του ότι δεν πήγε σε κάποιο άλλο αστυνομικό τμήμα για να υποβάλει καταγγελία λόγω του ότι εργαζόταν σχολιάζοντας σχετικώς ότι δεν είναι ευλογοφανές να τοποθετεί τα εργασιακά του καθήκοντα σε πιο σημαντική θέση απ’ ότι τη ζωή του και τη σωματική του ακεραιότητα. Τέλος ο αρμόδιος λειτουργός παρέθεσε τις δηλώσεις του Αιτητή περί του ότι επιθυμεί να παραμείνει στη Δημοκρατία για εργασιακούς λόγους ως δηλώσεις που επιδρούν αρνητικά στην αξιοπιστία του συγκεκριμένου ισχυρισμού.

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού ο αρμόδιος λειτουργός τόνισε ότι τα λεγόμενα του Αιτητή αποτελούν και το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός του και, συνεπώς, παρέλκει η έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

Ο τρίτος ισχυρισμός, ήτοι οι λόγοι εργασιακού περιεχομένου, έγινε αποδεκτός από τον αρμόδιο λειτουργό καθώς κρίθηκε ότι ο Αιτητής υπήρξε συνεκτικός στις δηλώσεις του αναφορικά με το ότι επιθυμεί να εργαστεί και να στηρίξει οικονομικώς την οικογένειά του. Ο λειτουργός επεσήμανε ότι ο Αιτητής αναφέρθηκε με συνέπεια στο ότι ο πατέρας του είναι άρρωστος και πως για τον λόγο αυτό ο ίδιος είναι υπεύθυνος πλέον για όλη την οικογένεια καθώς, ενώ με την ίδια συνέπεια αναφέρθηκε και στο ότι πρέπει να βοηθήσει τις τέσσερις αδερφές του να παντρευτούν.

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού ο αρμόδιος λειτουργός τόνισε ότι τα λεγόμενα του Αιτητή αποτελούν και το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός του και, συνεπώς, παρέλκει η έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

Υπό το φως των δύο αποδεκτών ισχυρισμών σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή καθώς και για τους λόγους οικονομικού περιεχομένου για τους οποίους ο Αιτητής μετέβη στη Δημοκρατία, οι Καθ’ ων η αίτηση συνήγαγαν κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ότι σε περίπτωση επιστροφής του στο Πακιστάν ο Αιτητής δεν φέρει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης και δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να κινδυνεύσει με σοβαρή βλάβη.

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, οι Καθ΄ ων η αίτηση κατέληξαν στο ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή σε ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς.

Επιπλέον, κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στο Πακιστάν, ο Αιτητής δεν θα κινδυνεύσει με θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Οδηγίας, ούτε ενδέχεται να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία δυνάμει του άρθρου 15(β) της Οδηγίας.

Αναφορικά δε με το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν επίσης στο ότι ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό την έννοια του συγκεκριμένου άρθρου σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής και ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο υπαγωγής του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας απορρίφθηκε.

Τέλος, οι Καθ’ ων η Αίτηση τόνισαν ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή έχει κριθεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας με βάση το Κ.Δ.Π. 202/2022 και ο Αιτητής δεν προέβαλε βάσιμους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η χώρα ιθαγένειάς του δεν είναι ασφαλής για τον ίδιο στη συγκεκριμένη περίπτωση με αποτέλεσμα να μην ανατραπεί το τεκμήριο της χώρας καταγωγής του ως ασφαλούς.

Αξιολογώντας λοιπόν  τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:

Όσον αφορά τον αποδεκτό ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, θα συμφωνήσω με το συμπέρασμα των Καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με την ύπαρξη αξιοπιστίας στα λεγόμενα του Αιτητή και την επιβεβαίωση των τοποθεσιών που ανέφερε από εξωτερικές πηγές και διεθνείς πηγές χαρτογράφησης.

Επιπλέον συντάσσομαι και με την αποδοχή του τρίτου ουσιώδους ισχυρισμού περί των λόγων οικονομικής φύσεως για τους οποίους ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του. Μελετώντας το σύνολο του υλικού που έχω ενώπιόν μου, διαπιστώνω ότι ως προς το συγκεκριμένο κομμάτι του ισχυρισμού του ο Αιτητής υπήρξε συνεκτικός και σαφής τόσο κατά τη συμπλήρωση της φόρμας καταγραφής του, όπου ανέφερε λόγους οικονομικού περιεχομένου (“I left my country because of […] financial issues”), όσο και ενώπιον του αρμόδιου λειτουργού (βλ. ερυθρά 29 4Χ, 27 3Χ του Δ.Φ.).

Όσον αφορά τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι την ισχυριζόμενη δίωξη του Αιτητή από την οικογένεια ενός φίλου του, ο οποίος και απορρίφθηκε λόγω απουσίας εσωτερικής αξιοπιστίας των λεγομένων του Αιτητή, επίσης θα συνταχθώ με το συμπέρασμα του αρμόδιου λειτουργού. Ανατρέχοντας στο πρακτικό της συνέντευξης, αλλά και σε συνάρτηση με το σύνολο του διοικητικού φακέλου που υπάρχει ενώπιόν μου, διαπιστώνω ότι ο Αιτητής δεν υπήρξε συνεκτικός ως προς το συγκεκριμένο σημείο του αιτήματος διεθνούς προστασίας του.

Αρχικά κατά την καταγραφή του αιτήματος διεθνούς προστασίας του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι διατηρούσε σχέση με έναν άντρα. Ωστόσο, κατά το στάδιο της συνέντευξής του ενώπιον του λειτουργού αναιτιολόγητα αναίρεσε τον συγκεκριμένο ισχυρισμό και προέβαλε ότι με τον συγκεκριμένο άνθρωπο ήταν φίλοι και περνούσαν πολύ χρόνο μαζί. Μάλιστα, δε μπορώ να παραβλέψω πως ο αρμόδιος λειτουργός αντιπαρέβαλε στον Αιτητή πως είχε δηλώσει κατά το στάδιο της αξιολόγησης ευαλωτότητας του ότι ελκύεται από τα άτομα του ιδίου φύλου, με τον Αιτητή να υπεκφεύγει της ερώτησης και να μη δίνει ξεκάθαρη απάντηση (βλ. ερυθρά  28 του Δ.Φ.). Η συγκεκριμένη αντίφαση μεταξύ της φόρμας καταγραφής και της συνέντευξης του Αιτητή λειτουργεί αρνητικά ως προς την ύπαρξη αξιοπιστίας, καθώς αποτελεί διαφοροποίηση που ανάγεται στον πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας του Αιτητή και η οποία δεν αιτιολογήθηκε επαρκώς όταν του τέθηκε προς εξήγηση.

Τούτου λεχθέντος, συντάσσομαι με την κρίση του αρμόδιου λειτουργού περί του ότι ο Αιτητής δεν κατέστη εφικτό να δώσει επαρκείς πληροφορίες για το αγόρι που εξαφανίστηκε. Οι πληροφορίες που εισέφερε, ήτοι το ότι καταγόταν από το ίδιο χωριό, ότι ήταν μαθητής και πως ονομαζόταν Talha χαρακτηρίζονταν από επιφανειακότητα και αοριστία, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη τη στενή σχέση που είχαν και τον χρόνο που κατ’ ισχυρισμόν περνούσαν μαζί (βλ. ερυθρά  28 1Χ του Δ.Φ.). Παράλληλα, συμφωνώ και με την κρίση του λειτουργού περί του ότι την πρώτη φορά που ο Αιτητής ερωτήθηκε για τον Talha υπεξέφυγε της απάντησης και άλλαξε θεματολογία αναφερόμενος στα προβλήματα που αντιμετώπισε με την οικογένεια του αγοριού (βλ. ερυθρά  29 7Χ του Δ.Φ.).

Τέλος παρατηρώ δια μέσου της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή ότι ο συνήγορος του Αιτητή επαναφέρει τον ισχυρισμό περί δίωξης του Αιτητή στην βάση του ότι ήταν ομοφυλόφιλος και διατηρούσε δεσμό με ένα άντρα από το χωρίο του. Επισημαίνεται καταρχάς ότι πρόκειται περί ισχυρισμού, τον οποίο ο ίδιο αναίρεσε κατά το στάδιο της συνέντευξής του. Ταυτόχρονα, η γενικότητα με την οποία παρουσιάζεται σε όλες τις περιπτώσεις που αυτός εγέρθηκε ως αναφέρεται πιο πάνω ενισχύει το εύρημα περί αναξιοπιστίας του. Υπενθυμίζεται ότι η συνοχή μεταξύ των προφορικών ή γραπτών δηλώσεων του Αιτητή συνιστά ήδη δείκτη μειωμένης αξιοπιστίας του ισχυρισμού του (Βλ. Υπόθεση Αρ.: 3539/21, A.C. ν.  Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 30.62022, ECLI:CY:DDDP:2022:728). Η συνεχής εναλλαγή των ισχυρισμών του Αιτητή σε συνάρτηση με τη γενικότητα που τους χαρακτηρίζει θίγουν αναπόδραστα την αξιοπιστία του, η οποία δεν στοιχειοθετείται. Εξάλλου ούτε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και λαμβανομένου του ελέγχου που ασκεί το παρών δικαστήριο επί της ορθότητας των αποφάσεων ο Αιτητής προσκόμισε στο Δικαστήριο  οποιαδήποτε μαρτυρία για αξιολόγηση ή και για να ενισχύσει το αίτημα του. (Βλέπε Sportsman Betting Co Limited v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 591 , Ρούσος ν. Ιωαννίδης κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549, Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 106). Αλλά ούτε ήταν σε θέση να προβάλλει τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Εν προκειμένω, ο Αιτητής εκπροσωπούμενος και δια συνηγόρου, έχει την ευκαιρία να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να λάβει όλα τα δέοντα δικονομικά μέσα προς τεκμηρίωσή τους [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552].

Όσον αφορά τις απειλές του ο Αιτητής δέχτηκε από την οικογένεια του αγοριού, επίσης διαπιστώνω ότι ο Αιτητής υπήρξε αόριστος και μη συνεκτικός ως προς τα όσα δήλωσε σχετικώς. Η αναφορά του στις απειλές και στα περιστατικά βίας που κατ’ ισχυρισμόν βίωσε από την οικογένεια του Talha υπήρξε επιγραμματική και χωρίς βιωματικό στοιχείο, ενώ ταυτόχρονα εξίσου αόριστος υπήρξε ως προς την δική του αντίδραση στις απειλές αυτές και στο πως εξήγησε στην οικογένεια του αγοριού τη δική του στάση ως προς την εξαφάνισή του. Συμφωνώ επίσης με το συμπέρασμα του αρμόδιου λειτουργού περί της μη ύπαρξης ευλογοφάνειας στα λεγόμενα του Αιτητή αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους δεν κατέφυγε στην αστυνομία προκειμένου να ζητήσει προστασία. Οι δηλώσεις του Αιτητή περί του ότι η οικογένεια αυτή είχε συγγενείς στην αστυνομία καθώς και περί του ότι δε μπορούσε να μεταβεί σε κάποιο άλλο εργασιακό τμήμα λόγω των εργασιακών του υποχρεώσεων δε δύνανται να θεωρηθούν ευλογοφανείς καθώς θα ήταν αναμενόμενο το να καταφύγει στις αρχές της χώρας του από τη στιγμή που αντιμετώπιζε προβλήματα.

Ως προς την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή σχετικά με τον υπό εξέταση ισχυρισμό, το Δικαστήριο συντάσσεται με την κρίση των Καθ’ ων η αίτηση σχετικά με το ότι δεν είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί σχετική έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης προκειμένου να επιβεβαιωθεί ο πυρήνας του υπό εξέταση ισχυρισμού. 

Επί τη βάσει της ανωτέρω ανάλυσης, το Δικαστήριο καταλήγει, ομοίως με τους Καθ΄ ων η αίτηση, στην απόρριψη του υπό εξέταση ισχυρισμού ως μη αξιόπιστου, καθώς, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, δεν κρίνεται ότι αντικατοπτρίζει μία κατάσταση όντως βιωθείσα από τον Αιτητή.  

Εναπόκειται στον Αιτητή να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας και υποχρεούται να λάβει θετικά μέτρα για να υποστηρίξει την αίτησή του με πληροφορίες[2]. Ως έχει νομολογηθεί, ο Αιτητής πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγηση του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του σε καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).  Ωστόσο δεν υπάρχει υποχρέωση προσκόμισης εγγράφων ή άλλων αποδείξεων προς υποστήριξη κάθε συναφούς πραγματικού περιστατικού που επικαλείται ο Αιτητής, εντούτοις οφείλει προσωπικά να συνεργάζεται για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων[3]. Εάν τα απαραίτητα στοιχεία της αίτησης δεν επιβεβαιωθούν κατά τη διαδικασία αξιολόγησης, το βάρος της τεκμηρίωσης της αίτησης το φέρει ο Αιτητής.

Συναφώς επισημαίνεται ότι  ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στον Αιτητή «το ευεργέτημα της αμφιβολίας»,[4] όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο Αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του/της, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι είναι γενικά αξιόπιστος/η.[5] Εν προκειμένω, ο Αιτητής  δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή/τρια είναι επιτρεπτή. (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).

Πέραν τούτου, τονίζεται ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας ο Αιτητής  υποβλήθηκε σε επαρκείς ερωτήσεις προκειμένου να του δοθεί η δυνατότητα να εξηγήσει κάθε πτυχή του αιτήματός του, ενώ ο αρμόδιος λειτουργός του υπέβαλε τόσο ανοιχτού τύπου ερωτήσεις όσο και ερωτήσεις διευκρινιστικές των λεγομένων του, προκειμένου να καλυφθεί τόσο ο πυρήνας του αιτήματός του, όσο και τα επί μέρους θέματα, ακολουθώντας τη ορθή διερευνητική διαδικασία, ενώ συνεργάστηκε με τον Αιτητή κατά το στάδιο του προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεώς του.[6]

Παράλληλα, οι Καθ΄ ων η αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις του Αιτητή, συνεκτιμώντας την ατομική του κατάσταση καθώς και τις προσωπικές του περιστάσεις, εκ των οποίων δεν ανέκυψε κάποιος παράγοντας ο οποίος θα μπορούσε να δικαιολογήσει την αδυναμία του να στοιχειοθετήσει τους ισχυρισμούς του κατά τρόπο που να παραπέμπουν σε βιωματικό περιστατικό. Συμπερασματικά, εξ όσων ο Αιτητής ανέφερε τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα δικαστική διαδικασία, παρατηρώ ότι δεν προκύπτει ένα σαφές, συμπαγές και ευλογοφανές αφήγημα το οποίο να στοιχειοθετεί κατά τρόπο που να παραπέμπει σε βιωματικό περιστατικό σχετικά με τους λόγους για τους οποίους ο Αιτητής έφυγε από τη χώρα καταγωγής του και αιτήθηκε διεθνή προστασία, αλλά συνίσταται σε ένα ασαφές συνονθύλευμα το οποίο στερείται αληθοφάνειας και νοηματικής συνοχής.

Στη βάση λοιπόν των αποδεκτών ισχυρισμών περί των προσωπικών στοιχείων του Αιτητή καθώς και των λόγων οικονομικού περιεχομένου για τους οποίους μετέβη στη Δημοκρατία, και προς αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στο Πακιστάν, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο Αιτητής δεν αναμένεται να αντιμετωπίσει και/ή να υποστεί οποιαδήποτε πράξη δίωξης ή να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής. Ούτε άλλωστε έχει καταδικασθεί, συλληφθεί ή καταζητείται από τις αρχές του Πακιστάν. Οι ισχυρισμοί του Αιτητή, οι οποίοι έγιναν αποδεκτοί και οι οποίοι περιστρέφονται γύρω από την απροθυμία του να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του για οικονομικούς και εργασιακούς λόγους, δεν στοιχειοθετούν λόγο υπαγωγής στο προστατευτικό καθεστώς του πρόσφυγα.

Υπενθυμίζω συναφώς ότι σύμφωνα με το αρ.3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) (στο εξής ο Νόμος) και αρ.2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (στο εξής η Οδηγία), ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται «[.] πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής [.]». Σύμφωνα δε με το αρ.3Γ του Νόμου και αντίστοιχα αρ. 9 της Οδηγίας, η πράξη δίωξης η οποία προκαλεί βάσιμο φόβο καταδίωξης θα πρέπει να «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο».

Η δίωξη ή η σοβαρή βλάβη που ανωτέρω αναφέρονται πρέπει να προέρχεται από τους φορείς δίωξης που αναφέρονται στα αρ.3 Α και 6 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα και να αποδειχθεί περαιτέρω ότι οι φορείς προστασίας που αναφέρονται στα αρ.3 Β και 7 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα δεν επιθυμούν ή δεν δύνανται να παρέχουν την απαιτούμενη προστασία κατά αυτών των πράξεων, αλλά και, στην περίπτωση ειδικά του πρόσφυγα, θα πρέπει να αποδειχθεί [βλ. αρ.4Γ(3) και 9(3) του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα] ότι υπάρχει συσχετισμός των λόγων που αναφέρονται στο αρ.3Δ και 10 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα με τις πράξεις δίωξης, ήτοι αυτές να προκύπτουν για τους εκεί αναφερόμενους λόγους.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν προκύπτει στην περίπτωση του Αιτητή οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής του για κάποιον από τους πέντε (5) λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου, αφού η  Υπηρεσία Ασύλου στην έκθεση/εισήγηση, αξιολόγησε κάθε ισχυρισμό του και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή της, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι ο Αιτητής δεν θα υποστεί δίωξη σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του, υπό την έννοια του άρθρου  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Το παρόν Δικαστήριο, όπως αναλυτικά εκτέθηκε ανωτέρω, υιοθέτησε τα συμπεράσματα των Καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας του Αιτητή.

Περαιτέρω, βάσει των στοιχείων του προφίλ του Αιτητή και των ισχυρισμών που ο ίδιος προώθησε, δεν πιθανολογείται ότι σε περίπτωση επιστροφής του στο Πακιστάν, ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως η εν λόγω έννοια ορίζεται στο άρ. 19 (2) του Περί Προσφύγων Νόμου.

Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι Καθ΄ ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση, η δε τελευταία κρίνεται ως επαρκώς αιτιολογημένη, ενώ το περιεχόμενό της Υπηρεσίας Ασύλου συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος του Αιτητή (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν του λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Από τα στοιχεία του φακέλου θα πρέπει να μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την απόφαση που λήφθηκε (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97).  

Από τους προβληθέντες ισχυρισμούς, δεκτός έγινε μόνο ο ισχυρισμός σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία,  τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, όπως και ο ισχυρισμός περί των λόγων οικονομικού περιεχομένου, πλην όμως οι ισχυρισμοί αυτοί δεν μπορούν να υπαχθούν στις πρόνοιες του Νόμου για την παραχώρηση καθεστώς διεθνούς προστασίας. 

Εν προκειμένω, σύμφωνα με την απόφαση  της Υπηρεσίας, ο Αιτητής δεν μπόρεσε να θεμελιώσει βάσιμο φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων με αποτέλεσμα να μη συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του του Περί Προσφύγων Νόμου Νόμος 6(Ι)/2000, ούτως ώστε να της εκχωρηθεί προσφυγικό καθεστώς. Περαιτέρω, δεν συνέτρεχε κάποιος λόγος για να αναγνωρισθεί στο πρόσωπό του Αιτητή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε να υφίσταται κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στο Πακιστάν.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία. Η απόφαση της Διοίκησης αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, με την Κ.Δ.Π. 166/2023 (ημερ. 26.05.2023), καθόρισε τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης, σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή, η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης. 

Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π

 

 

 

 

 

 

 



[1] «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη σελ. 247  και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Π.Δ. Δαγτόγλου, σελ. 552.

[2] Judgment of the Court (First Chamber), 22 November 2012 M. M. v Minister for Justice, Equality and Law υποσημείωση 82, σκέψη 65.

[3] EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3

[4] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 20. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, RH κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 4601/14, σκέψη 58· ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2010, N κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 23505/09, σκέψη 53· ΕΔΔΑ, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, RC κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 41827/07, σκέψη 50.

[5] Άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου.

[6] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο