Κ.Μ.Β. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 872/23, 5/6/2024
print
Τίτλος:
Κ.Μ.Β. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 872/23, 5/6/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ.: 872/23

05 Ιουνίου, 2024

[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

    Κ.Μ.Β.

Αιτητής

 

ΚΑΙ

 

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η αίτηση

........

 

Χριστοφορίδου Μ. (κα), για Παυλίδης Δ. (κ), Δικηγόρος για τον Αιτητή

Δημητρίου Π. (κα) , Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. : Ο Αιτητής με την προσφυγή του αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 04/03/2023, η οποία του κοινοποιήθηκε στις 17/03/2023, και με την οποία έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο.  

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ως εκτίθεται στην ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως τεκμήριο 1 στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, ο Αιτητής είναι ενήλικος και διαθέτει την υπηκοότητα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κογκό (εφεξής «ΛΔΚ»). Στις 26/03/2021 συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Στις 24/02/2023 πραγματοποιήθηκε προφορική συνέντευξη στον Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (European Union Agency for Asylum, εφεξής EUAA). Στις 03/03/2023 ο αρμόδιος λειτουργός της EUAA ετοίμασε εισηγητική έκθεση  προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή, εισηγούμενος την απόρριψη της αίτησης του για παροχή διεθνούς προστασίας. Ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού στις 04/03/2023 και στις 17/03/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της, σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή αυθημερόν. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο συνήγορος του Αιτητή, δια του δικογράφου της προσφυγής προέβαλε πλήθος λόγων ακυρώσεων τους οποίους ωστόσο δεν ανέπτυξε δια της γραπτής του αγόρευσης. Δια της τελευταίας εγείρει ωστόσο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, ενώ λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης. Τονίζει ότι ο Αιτητής απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις που του τέθηκαν, με αποτέλεσμα να είναι ξεκάθαρη η συνεργασία του με την όλη διαδικασία και προσθέτει πως τα περιστατικά που ανέφερε ο Αιτητής ανευρέθηκαν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης με τη διαφορά ότι διέφερε η χρονολογία.

Ο συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση υποστήριξε τη νομιμότητα της απόφασης του αρμόδιου οργάνου καθώς και ότι αυτή ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας, ενώ ανέφερε μέσω της Γραπτής του Αγόρευσης ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή αντιλήψεων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Οι Καθ' ων τονίζουν πως στη βάση των όσων ισχυρίστηκε ο Αιτητής δε στοιχειοθετείται δικαιολογημένος φόβος δίωξης στο πρόσωπό του, ενώ επιπλέον ο τελευταίος δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι πληροί τις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς και σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεωργίας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).

Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής και δεν προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).

Επιπλέον, παρατηρώ ότι οι λόγοι προσφυγής, όπως αναπτύσσονται στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή χαρακτηρίζονται από γενικότητα και απουσιάζει η υπαγωγή των περιστάσεων του Αιτητή και των γεγονότων της υπόθεσης στις κατ’ επίκληση παραβιασθείσες διατάξεις. Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Στην παρούσα περίπτωση η απλή επίκληση της παραβίασης συγκεκριμένων νόμων και γενικών διοικητικών αρχών χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή. Η αναγκαιότητα έγερσης των λόγων προσφυγής με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση [Βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655]. Η δε αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. [Βλ. Α.Ε. Αρ. 3729, Μαραγκός ν. Δημοκρατίας, 3.11.2006, (2006) 3 ΑΑΔ 671, Α.Ε. 1883]., Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997]. 

Προχωρώντας, ακόμη και εάν εξαντλώντας την επιείκεια του παρόντος Δικαστηρίου και εξεταστούν οι λόγοι ακύρωσης που προωθεί ο Αιτητής, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών.  Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο στις περιπτώσεις που απαριθμούνται υπό του άρθρου 11 του Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018 (Ν. 73(I)/2018) ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία. Ως εκ τούτου δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως, δυνάμενη να προβεί σε νέα εκτίμηση και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και των στοιχείων του φακέλου και αποφαίνεται αιτιολογημένως επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας του εκάστοτε προσφεύγοντος (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε Αιτητή).

Συνεπώς, η απλή επίκληση πλημμελειών ή παραβιάσεων γενικών αρχών Διοικητικού Δικαίου, δεν επαρκεί από μόνη της για να ανατρέψει την επίδικη απόφαση. Ο Αιτητής θα πρέπει να επεξηγεί τη βλάβη που επήλθε στον ίδιο και να προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν της υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. (βλ. αποφάσεις ΣτΕ 3067/2013, 521/2010, 2650/2009). 

Εν προκειμένω παρατηρώ ότι o Αιτητής δεν προβάλλει οποιοδήποτε ειδικό και τεκμηριωμένο ισχυρισμό είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας που να δικαιολογεί την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, καθώς αναφέρει απλώς γενικώς ότι η διοίκηση δεν επικεντρώθηκε σε άλλα προβλήματα που αντιμετωπίζει, χωρίς να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους κατά τον ίδιο δικαιολογείται η υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. 

Υπό το φως της πιο πάνω διαπίστωσης όλοι οι εγειρόμενοι λόγοι ακυρώσεως απορρίπτονται ως αλυσιτελείς και εξ αυτού απαράδεκτοι εξαιτίας της γενικότητας με την οποία αυτοί εγείρονται, εφόσον ο Αιτητής δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε εξειδίκευση αυτών σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσής του, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός του για άσυλο και να δικαιολογούν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.[1]

Κατόπιν των ανωτέρω και λαμβανομένης υπόψη της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου όπου δυνάμει του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 [Ν.73(Ι)/2018], το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσιαστικής της ορθότητας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου τόσο της νομιμότητας όσο και της ουσιαστικής ορθότητας (έλεγχος επί της ουσίας) της επίδικης πράξης.

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το επίδικο θέμα. Το  κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).  

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκεινται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (Βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η αίτηση είχαν ενώπιόν τους.

Κατά την καταγραφή του αιτήματος διεθνούς προστασίας του Αιτητή, ο Αιτητής δήλωσε ότι έφυγε από τη ΛΔΚ καθώς υπήρξε θύμα αυθαίρετης σύλληψης, βασανισμού και κακομεταχείρισης για τον λόγο του ότι υπήρξε υποστηρικτής και μέλος ενός κόμματος της αντιπολίτευσης. Ο Αιτητής προέβαλε ότι συνελήφθη στις 14/10/2020 και υπέστη κακομεταχείριση που συνίστατο στη χρήση ηλεκτροσόκ στα γεννητικά όργανα και σε χτυπήματα με ρόπαλο. Προσέθεσε ότι έπειτα από τέσσερις μήνες και δύο εβδομάδες κατόρθωσε να δραπετεύσει με τη βοήθεια φρουρών και με την οικονομική βοήθεια της οικογένειάς του έφυγε οριστικά από τη χώρα του.

Κατά το κρίσιμο στάδιο της προφορικής του συνέντευξης και σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε υπήκοος ΛΔΚ, με τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής την Kinshasa. Ως προς την εθνοτική του καταγωγή ισχυρίστηκε ότι ανήκει στην εθνοτική ομάδα των Yanzi, ενώ ως προς το θρήσκευμά του δήλωσε ότι είναι Χριστιανός Καθολικός. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση προέβαλε ότι είναι αρραβωνιασμένος και πως η σύντροφός του βρίσκεται στην Brazzaville. Περαιτέρω δήλωσε ότι είναι πατέρας ενός ανήλικου τέκνου, γεννηθέν το 2010, το οποίο βρίσκεται μαζί με τη μητέρα του Αιτητή στην Kinshasa. Ως προς την πατρική του οικογένεια ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας του έχει αποβιώσει όταν ο Αιτητής βρισκόταν σε ηλικία πέντε ετών και πως η μητέρα του διαμένει στην Kinshasa, με τον Αιτητή να βρίσκεται σε επικοινωνία μαζί της. Επιπλέον έχει δύο αδερφούς και δύο αδερφές που διαμένουν επίσης στην Kinshasa. Ως προς το εκπαιδευτικό του επίπεδο ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι έχει λάβει εκπαίδευση πανεπιστημιακού επιπέδου. Ως προς την επαγγελματική του ιδιότητα ο Αιτητής προέβαλε ότι εργαζόταν ως δάσκαλος σε ιδιωτικά σχολεία της Kinshasa.

Σχετικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, o Αιτητής, κατά το σκέλος της ελεύθερης αφήγησής του, δήλωσε ότι έφυγε από τη ΛΔΚ για λόγους πολιτικής φύσεως. Ειδικότερα ισχυρίστηκε ότι, λόγω των ανεπαρκών μισθών, αποφάσισε να υποστηρίξει ένα κόμμα της αντιπολίτευσης ονόματι AENC. Ο Αιτητής προέβαλε ότι εντάχθηκε στο εν λόγω κόμμα το 2018, φέρνοντας μαζί του και ορισμένα άτομα από το Πανεπιστήμιο, και πως το υποστήριζε επειδή ήταν κατά της τότε Κυβέρνησης. Μάλιστα υποστήριξε ότι στις 31/10/2018 επιλέχθηκε για ηγέτης της νεολαίας του συγκεκριμένου κόμματος. Κατά την προετοιμασία των εκλογών του 2018 ο Αιτητής δήλωσε ότι το κόμμα που υποστήριζε δεν επιλέχθηκε για τη συμμετοχή στις εκλογές και πως οι υποψήφιοι ήταν ο Felix Tshisekedi, ο Martin Fayulu και ο Emanuel Ramazadi. Το κόμμα AENC είπε στον Αιτητή ότι θα έπρεπε να υποστηρίξει τον Felix Tshisekedi, ωστόσο ο Αιτητής αρνήθηκε επειδή ο εν λόγω υποψήφιος ήταν φιλικά προσκείμενος στον τότε πρόεδρο της χώρας Kabila. Μετά της εκλογές, ο Tshisekedi ήταν και αυτός που θα γινόταν ο επόμενος πρόεδρος της ΛΔΚ.

Ο Αιτητής συνέχισε την αφήγησή του αναφέροντας ότι δεν ήταν χαρούμενος με το συγκεκριμένο αποτέλεσμα επειδή ο πρόεδρος της χώρας έπρεπε να ήταν ο Martin Fayulu. Για τον λόγο αυτό ο Αιτητής συμμετείχε σε πορεία στις 25/10/2020 οπότε και συνελήφθη.

Ο Αιτητής συνέχισε την αφήγησή του λέγοντας πως στις 14/10/2019 συμμετείχε σε διαδήλωση κατά της προεδρίας του Tshisekedi. Στην εν λόγω διαδήλωση δήλωσε ότι συμμετείχε μαζί με τον πολιτικό συνασπισμό Lamuka. Η διαδήλωση ξεκίνησε από το Mesina Pascal προς το Palais du Peuple, ωστόσο οι συμμετέχοντες διαπίστωσαν κατά τη διάρκειά της ότι η αστυνομία είχε μπλοκάρει τον δρόμο. Εν συνεχεία ο Αιτητής προσέθεσε ότι η αστυνομία ξεκίνησε να πυροβολεί και να κάνει χρήση δακρυγόνων, με αποτέλεσμα ο Αιτητής να χάσει τις αισθήσεις του. Σε εκείνο το χρονικό σημείο ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι συνελήφθη.

Εν συνεχεία ο Αιτητής προέβαλε ότι μεταφέρθηκε στον αστυνομικό σταθμό της Limete. Αφού επανάκτησε τις αισθήσεις του δήλωσε ότι ο διοικητής διέταξε τα άτομα που είχαν συλληφθεί στη διαδήλωση να βγουν από τα κελιά τους προκειμένου να ανακριθούν. Ο Αιτητής δήλωσε ότι, καθώς ήταν η δεύτερη φορά που τον συνέλαβαν, τον γνώριζαν και για τον λόγο αυτό του είπαν ότι θα αντιμετωπίσει και ανάλογη συμπεριφορά. Αφού γύρισε στο κελί του, όπου και δεν του προσφέρθηκε φαγητό, ο Αιτητής προέβαλε ότι στις 16/10/2019 μεταφέρθηκε στο Inspection Provincial de Kinshasa, στην περιοχή Gombe. Εκεί βρέθηκε όρθιος σε ένα κελί μαζί με άλλα άτομα. Το επόμενο πρωί ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως βασανίστηκε και ανακρίθηκε. Προσέθεσε δε ότι τους είπαν πως την επόμενη ημέρα θα ερχόντουσαν δημοσιογράφοι και θα έπρεπε να πουν μπροστά στην κάμερα ότι είχαν συμμετάσχει στη διαδήλωση προκειμένου να προβούν σε κλοπές και πως, εάν ήθελαν να απελευθερωθούν, θα έπρεπε να έλεγαν αυτό μπροστά στην κάμερα. Ο Αιτητής προέβαλε ότι αρνήθηκε να συμμετάσχει σε αυτό που προτάθηκε καθώς δεν είχε κλέψει ο ίδιος κάτι.

Την επόμενη ημέρα, όταν και οι κρατούμενοι κλήθηκαν να μιλήσουν μπροστά στην κάμερα, ο Αιτητής δήλωσε πως αρνήθηκε να το πράξει. Ο Αιτητής συνέχισε την αφήγησή του λέγοντας ότι υπέστη σωματική βία και βιασμό.

Ο Αιτητής προσέθεσε ότι εκείνο το βράδυ ήρθε ένας στρατιώτης ονόματι Liya, ο οποίος ήταν φίλος κάποιων κρατουμένων τους οποίους προμήθευε με ναρκωτικά. Ένας εκ των φίλων του Αιτητή, ονόματι Roly, είπα στον Liya να πάει στην οικογένειά του, η οποία είχε χρήματα, και να τους πει ότι βρισκόταν εκεί. Ο Αιτητής προέβαλε ότι ο Liya απάντησε στον φίλο του ότι η φυλακή στην οποία κρατείτο ήταν μυστική φυλακή και πως εάν το αποκάλυπτε στην οικογένειά του θα τον συλλάμβαναν. Ωστόσο πήγε στην οικογένεια του φίλου του Αιτητή, καθώς και στην οικογένεια του ίδιου του Αιτητή. Ο φίλος του Αιτητή απελευθερώθηκε, ενώ είπαν στην οικογένεια του Αιτητή ότι ο Αιτητής βρισκόταν στο Matadi. Μετέπειτα ο Αιτητής προέβαλε ότι, ενώ βρισκόταν ήδη τρεις μήνες στη φυλακή, ζήτησαν λεφτά από την οικογένειά του. Η οικογένειά του έδωσε 2000 δολάρια μέσω του συστήματος MPSA και τότε σταμάτησαν να βασανίζουν τον Αιτητή. Αφού η οικογένειά του έδωσε άλλα 1700 δολάρια, ο Αιτητής δήλωσε ότι αφέθηκε ελεύθερος στις 21 Ιανουαρίου. Στις 23 Φεβρουαρίου ο Αιτητής έφυγε από τη ΛΔΚ, αφού πρώτα άλλαξε στο διαβατήριό του το επάγγελμά του σε αυτό του φοιτητή (βλ. ερυθρά  28 1Χ – 5Χ, 27 1Χ – 4Χ του Δ.Φ.).

Κατά τη διάρκεια της διερεύνησης του ανωτέρω αφηγήματος, αρχικά τέθηκαν ερωτήσεις στον Αιτητή ως προς τα όσα δήλωσε κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής του. Ως προς το πότε ήταν η διαδήλωση στην οποία ο Αιτητής είχε συμμετάσχει, συγκριτικά με το πότε διενεργήθηκαν οι εκλογές, ο Αιτητής δήλωσε πως αυτή έλαβε χώρα 6 – 7 μήνες μετά τις εκλογές του Δεκεμβρίου του 2018. Ο Αιτητής επιβεβαίωσε ότι η σύλληψή του συνέβη κατά την ίδια ημέρα (βλ. ερυθρά 27 5Χ του Δ.Φ.).

Ζητήθηκε από τον Αιτητή να επαναλάβει το πολιτικό κόμμα το οποίο στήριζε και ο Αιτητής δήλωσε ότι το κόμμα αυτό ονομαζόταν UNC, ενώ μετά τις εκλογές άρχισε να υποστηρίζει το κόμμα ECID (βλ. ερυθρά 26 1Χ του Δ.Φ.). Τέθηκε στον Αιτητή η αντίφαση περί του ότι σε προγενέστερο σημείο του αφηγήματός του είχε δηλώσει ότι το κόμμα στο οποίο ήταν μέλος ονομαζόταν AENC και ο Αιτητής επιβεβαίωσε ότι αυτό ήταν το όνομα του κόμματος (βλ. ερυθρά 26 3Χ του Δ.Φ.). Προέβαλε ότι ήταν μέλος του έως τις 31/10/2018 και πως σταμάτησε επειδή ο πρόεδρός τους δεν επιλέχθηκε (βλ. ερυθρά 26 4Χ του Δ.Φ.). Ως προς την ιδεολογία του AENC ο Αιτητής δήλωσε πως το κόμμα αυτό θέλει να κάνει τη ΛΔΚ μία νέα χώρα καθώς και να βοηθήσει την Κυβέρνηση στο να γίνει καλύτερη. Ως προς το τι εννοούσε με την «αλλαγή της χώρας» ο Αιτητής διευκρίνισε ότι εννοούσε την αλλαγή των ανθρώπων και της Κυβέρνησης (βλ. ερυθρά 25 1Χ του Δ.Φ.). Ως προς τη συμμετοχή του στο κόμμα ECID ο Αιτητής προέβαλε ότι συμμετείχε σε αυτό καθώς το κόμμα AENC του ζήτησε να υποστηρίξει τον Felix Tshisekedi πράγμα που ο ίδιος δεν το επιθυμούσε λόγω της σχέσης του Tshisekedi με τον Kabila. Σε μετέπειτα ερώτηση προσέθεσε ότι ήθελε να υποστηρίξει το κόμμα της αντιπολίτευσης και αυτόν που αναγνωριζόταν στη ΛΔΚ ως πρόεδρος. Η ερώτηση επαναλήφθηκε και ο Αιτητής επανέλαβε ότι το εν λόγω κόμμα ήταν κατά της Κυβέρνησης. Σε περαιτέρω επανάληψη της ερώτησης με την προσθήκη της διευκρίνησης ως προς τι τον προσέλκυσε όσον αφορά την ιδεολογία του κόμματος ο Αιτητής είπε ότι ο Felix Tshisekedi προερχόταν από το κυβερνόν κόμμα και όχι από την αντιπολίτευση (βλ. ερυθρά 25 2Χ του Δ.Φ.).

Αναφορικά με την διαδήλωση στην οποία κατ’ ισχυρισμόν συμμετείχε ο Αιτητής, ερωτήθηκε σχετικά με τον τρόπο που αυτή είχε οργανωθεί. Ο Αιτητής προέβαλε ότι ο Πρόεδρος της χώρας ήθελε να την διασπάσει και για τον λόγο αυτό διαδήλωσαν. Η ερώτηση επαναλήφθηκε στον Αιτητή, και ο τελευταίος απάντησε ότι το κόμμα στο οποίο κατείχε ηγετική θέση ήταν το AENC και πως στο ECID ήταν απλό μέλος. Ο λειτουργός ρώτησε τον Αιτητή σχετικά με μια ασυνέπεια που παρατήρησε στα λεγόμενά του ήτοι στην αναφορά περί του ότι άρχισε να κατέχει την εν λόγω ηγετική θέση τον Οκτώβριο του 2018 ενώ είχε παράλληλα δηλώσει ότι σταμάτησε την στήριξή του στο AENC τον Ιανουάριο του 2018. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι δεν ερωτήθηκε ως προς το πότε παραιτήθηκε αλλά ως προς το πότε έγινε μέλος (βλ. ερυθρά 25 3Χ του Δ.Φ.).

Συνεχίζοντας με τις ερωτήσεις για τη διαδήλωση, ο Αιτητής προέβαλε ότι οι συμμετέχοντες σε αυτή ήταν «πάρα πολλοί» και πως στο όχημα που επέβαινε ο ίδιος ήταν 6 – 7 άτομα. Ο αρμόδιος λειτουργός ζήτησε από τον Αιτητή να επιβεβαιώσει εάν είχε συμμετάσχει στη διαδήλωση με το Lamuka, μέλος του οποίου ήταν ο Tshisekedi και ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι όντως ο Tshisekedi ήταν μέλος του Lamuka πριν γίνει πρόεδρος, καθώς το Lamuka είναι μία πλατφόρμα στην οποία περιλαμβάνεται και το ECID. Ερωτηθείς ως προς τον λόγο που το κόμμα στο οποίο ανήκε ο Tshisekedi διαδήλωνε εναντίον του, ο Αιτητής είπε πως ο Tshisekedi αποχώρησε από το Lamuka όταν το τελευταίο επίλεξε τον Martin Fayulu για πρόεδρο (βλ. ερυθρά 24 2Χ του Δ.Φ.).

Ο αρμόδιος λειτουργός ζήτησε από τον Αιτητή να του διευκρινίσει ορισμένες ασάφειες ως προς τη χρονολογική σειρά των γεγονότων που εξιστόρησε. Ειδικότερα, τέθηκε αρχικώς προς διευκρίνιση στον Αιτητή η δήλωσή του περί του ότι συνελήφθη στις 25/10/2018 σε σύγκριση με τη μετέπειτα δήλωσή του ότι πήγε στη διαδήλωση στις 14/10/2019. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως μπερδεύτηκε και πως η 14/10/2019 ήταν η ημερομηνία κατά την οποία ο Tshisekedi έγινε Πρόεδρος. Εν συνεχεία, ως προς το ότι ισχυρίστηκε ότι παραιτήθηκε από το AENC το 2018, ο Αιτητής δήλωσε ότι αυτό συνέβη τον Δεκέμβριο του 2018. Επίσης, αναφορικά με τη δήλωσή του ότι οι εκλογές έγιναν τον Δεκέμβριο του 2018 και η διαδήλωση 6 μήνες μετά, ο Αιτητής προέβαλε ότι η διαδήλωση έγινε 8.5 μήνες μετά ήτοι στις 14/10/2019 (βλ. ερυθρά 24 3Χ του Δ.Φ.).

Σχετικά με το χρονικό διάστημα φυλάκισης του Αιτητή ζητήθηκε να διευκρινιστεί πόσο ήταν το χρονικό διάστημα αυτό, καθώς στην αίτηση του ο Αιτητής δήλωσε ότι παρέμεινε φυλακισμένος για 4,5 μήνες ενώ στη συνέντευξή του ισχυρίστηκε ότι ήταν 3 μήνες. Ο Αιτητής δήλωσε πως ήταν 3,5 μήνες και πως το διάστημα αυτό του φαινόταν σαν ένας χρόνος. Ζητήθηκε εκ νέου από τον Αιτητή να αποσαφηνίσει τις ημερομηνίες σύλληψης και αποφυλάκισης και ο Αιτητής προέβαλε ότι συνελήφθη στις 14/10/2019, απελευθερώθηκε στις 21/01/2020 και έφυγε από τη ΛΔΚ στις 21/02/2020 (βλ. ερυθρά 24 4Χ του Δ.Φ.). Ο αρμόδιος λειτουργός έθεσε στον Αιτητή το ότι στη φόρμα καταγραφής του, καθώς και σε έτερο σημείο της συνέντευξης ισχυρίστηκε ότι έφυγε από τη ΛΔΚ στις 21/02/2021. Ο Αιτητής προέβαλε ότι πρόκειται περί λάθους, ωστόσο ο αρμόδιος λειτουργός αντιπαρέβαλε πως στο διαβατήριό του η σφραγίδα εξόδου του είναι στις 21/02/2021. Προβλήθηκε από τον Αιτητή ότι εάν είναι η 21η Φεβρουαρίου τότε εκείνη είναι και η ημερομηνία που έφτασε στη Δημοκρατία, με τον λειτουργό να αντιτείνει πως πρόκειται για δύο διαφορετικά έτη. Τότε ο Αιτητής δήλωσε πως το ορθό είναι αυτό που αναγράφεται στο διαβατήριό του (βλ. ερυθρά 23 1Χ του Δ.Φ.).

Ως προς τον ισχυρισμό του Αιτητή περί του ότι κρατείτο σε μυστική φυλακή της ΛΔΚ, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι πολλοί άνθρωποι δε γνωρίζουν που βρίσκεται η εν λόγω φυλακή και πως όλοι γνωρίζουν την Makala και όχι τη φυλακή στην οποία βρισκόταν ο Αιτητής. Ερωτηθείς τι εννοεί με το «μυστική φυλακή» ο Αιτητής προέβαλε ότι πρόκειται για μυστική φυλακή επειδή είναι κρυμμένη. Σε περαιτέρω διευκρινιστικές ερωτήσεις του λειτουργού ο Αιτητής δήλωσε ότι ένας συγκρατούμενός του τού είπε ότι είναι ιδιωτική φυλακή και πως δεν πρέπει να πει στην οικογένειά του ότι βρίσκεται εκεί. Προσέθεσε δε ότι ο Liya του είπε ότι δε μπορούσε να αποκαλύψει ότι βρισκόταν στη συγκεκριμένη φυλακή (βλ. ερυθρά 23 2Χ του Δ.Φ.). Περί το τέλος της συνέντευξης ο Αιτητής διευκρίνισε ότι η φυλακή δεν ήταν μυστική αλλά πως είχαν κρατήσει κρυφή την κράτησή του. Επίσης το ότι δεν τον έστειλαν σε μεγαλύτερη φυλακή, κατά τον Αιτητή, συνηγορεί στο ότι πρόκειται για μυστική φυλακή (βλ. ερυθρά 22 4Χ του Δ.Φ.). Ο αρμόδιος λειτουργός έθεσε περαιτέρω ερωτήσεις στον Αιτητή αναφορικά με την περίοδο κράτησης του Αιτητή στη φυλακή. Ειδικότερα ο Αιτητής ερωτήθηκε πως είναι εφικτό αφενός μεν το η φυλακή όπου κρατείτο να είναι μυστική φυλακή, αφετέρου δε το να βρίσκονται εκεί κάμερες προκειμένου να κάνουν οι κρατούμενοι δηλώσεις σε αυτές. Ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι το Inspection Provincial de Kinshasa, όταν συλλαμβάνει κρατούμενους, καλεί τις κάμερες προκειμένου να δείξουν τους εγκληματίες και στη συνέχεια τους μεταφέρουν στις φυλακές Makala. Η ερώτηση επαναλήφθηκε και ο Αιτητής επανέλαβε τα όσα είχε δηλώσει κατά την ελεύθερη αφήγησή του (βλ. ερυθρά 23 3Χ του Δ.Φ.).

Τέλος, ερωτηθείς ως προς το πως κατόρθωσε να φύγει από τη χώρα καταγωγής του με νόμιμο τρόπο, ο Αιτητής δήλωσε πως δεν είχε διαπράξει κάποιο έγκλημα στη ΛΔΚ και ότι ξεκίνησαν να τον αναζητούν αφού έφυγε από αυτή (βλ. ερυθρά 22 1Χ του Δ.Φ.).

Ερωτηθείς τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής δήλωσε ότι φοβάται να επιστρέψει καθώς πολλοί συμπολίτες του έχουν αντιμετωπίσει τη συμπεριφορά που αντιμετώπισε και ο ίδιος, με τη διαφορά ότι δεν κατόρθωσαν να φύγουν από τη φυλακή. Η ερώτηση στον Αιτητή επαναλήφθηκε, και ο Αιτητής υποστήριξε ότι σε περίπτωση επιστροφής του θα αντιμετωπίσει δίωξη και δε θα του συμπεριφερθούν καλά, καθώς ήδη αντιμετώπισε πάρα πολλά όσο ήταν φυλακισμένος. Ως διώκτες του κατονόμασε την Κυβέρνηση και την αστυνομία, καθώς δήλωσε ότι στη ΛΔΚ δε μπορεί κάποιος να είναι κατά της Κυβέρνησης (βλ. ερυθρά 26 2Χ του Δ.Φ.).

Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε τρεις (3) ουσιώδεις ισχυρισμούς απορρέοντες από το αφήγημα του Αιτητή.

Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά τα προσωπικά στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ο οποίος και έγινε αποδεκτός.

Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός, ήτοι η ισχυριζόμενη συμμετοχή του στο κόμμα ECID και η συμμετοχή του σε διαδήλωση στην Kinshasa, έτυχε απόρριψης από τον αρμόδιο λειτουργό καθώς κρίθηκε ότι ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να στοιχειοθετήσει την εσωτερική του αξιοπιστία, ενώ παράλληλα πάσχουσα ήταν και η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού.

Περισσότερο αναλυτικά, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε ως σημεία που πλήττουν την εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του Αιτητή την αδυναμία του να παραθέσει λεπτομερείς και επαρκείς πληροφορίες για τους ισχυρισμούς του. Όσον αφορά τη διαδήλωση στην Kinshasa, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως τα όσα παρέθεσε ο Αιτητής δεν διακατέχονταν από την απαιτούμενη συνοχή καθότι παρατηρήθηκαν ουσιώδεις χρονολογικές διαφορές. Τονίστηκε ότι αρχικά ο Αιτητής δήλωσε πως συμμετείχε στη διαδήλωση και συνελήφθη στις 25/10/2020, ενώ εν συνεχεία μετέβαλε τα λεγόμενά του δηλώνοντας ότι συνελήφθη στις 14/10/2019. Παράλληλα επισημάνθηκε πως στη φόρμα καταγραφής του η αναγραφόμενη ημερομηνία σύλληψης ήταν η 14/10/2020. Παράλληλα ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε και αντιφάσεις όσον αφορά τη διάρκεια κράτησής του, καθώς αρχικά δήλωσε ότι είχε κρατηθεί για 3 μήνες, εν συνεχεία για 3.5 μήνες και σε άλλο σημείο για 4.5 μήνες.

Στις ερωτήσεις που περιστρέφονταν γύρω από το κόμμα ECID, ο αρμόδιος λειτουργός σημείωσε πως ο Αιτητής δεν αναφέρθηκε με τρόπο συγκεκριμένο και συνεκτικό στην ιδεολογία του κόμματος, όπως ούτε και στους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να το στηρίξει.

Τέλος ο αρμόδιος λειτουργός επεσήμανε ότι, παρ’ όλο που ο Αιτητής προέβαινε σε ορισμένες λεπτομερείς δηλώσεις, εντούτοις όταν του θέτονταν συγκεκριμένες ερωτήσεις απέφευγε να δώσει ευθεία απάντηση, ενώ άλλες φορές διάβαζε πράγματα μέσα από ένα τετράδιο.

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού ο αρμόδιος λειτουργός παρέθεσε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με τα όσα ισχυρίστηκε ο Αιτητής. Με βάση τις πληροφορίες αυτές, η διαδήλωση στην οποία κατ’ ισχυρισμόν είχε συμμετάσχει ο Αιτητής έλαβε χώρα στις 14 Οκτωβρίου 2020 και όχι τον Οκτώβριο του 2018 ή τον Οκτώβριο του 2019.  

Ο τρίτος ισχυρισμός, ήτοι το ότι ο Αιτητής τέθηκε υπό κράτηση για διάστημα 3 μηνών και 2 εβδομάδων μετά την διαδήλωση στην οποία είχε συμμετάσχει έως ότου απέδρασε, καθώς και πως υπέστη κακομεταχείριση στη φυλακή, επίσης έτυχε απόρριψης από τον αρμόδιο λειτουργό. Ειδικότερα, ο αρμόδιος λειτουργός τόνισε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή αναφορικά με το πότε συνελήφθη, το πότε απέδρασε και με τη βοήθεια που είχε προκειμένου να αποδράσει, δεν είχαν τον απαιτούμενο βαθμό συνεκτικότητας. Επεσήμανε περαιτέρω την αντιφατικότητα των ισχυρισμών του περί του ότι κρατείτο σε μία μυστική φυλακή. Παρατέθηκαν από τον λειτουργό οι δηλώσεις του Αιτητή οι οποίες αφενός μεν περιστρέφονταν γύρω από το ότι κάμερες θα ερχόντουσαν στη φυλακή προκειμένου οι κρατούμενοι να προβούν σε δηλώσεις μπροστά τους, αφετέρου δε περί του ότι ο φύλακας που τον βοήθησε να αποδράσει του είχε πει πως δε μπορεί να αποκαλύψει στην οικογένειά του το μέρος όπου κρατείτο. Παράλληλα επισημάνθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό πως ο Αιτητής υπήρξε αντιφατικός περί της ημερομηνίας εξόδου του από το Καμερούν, καθώς αρχικώς υποστήριξε ότι έφυγε από το Καμερούν στις 21/01/2020 ενώ η σφραγίδα στο διαβατήριό του έχει ως ημερομηνία εξόδου την 21/02/2021. Τέλος, ο αρμόδιος λειτουργός θεώρησε ανεπαρκείς και μη συνεκτικές τις εξηγήσεις του Αιτητή ως προς τον τρόπο που κατάφερε να φύγει νομίμως από τη ΛΔΚ.

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού ο αρμόδιος λειτουργός παράθεσε πληροφορίες γενικού περιεχομένου αναφορικά με τις άσχημες συνθήκες που επικρατούν στις φυλακές της ΛΔΚ. Ωστόσο, καθώς η εσωτερική αξιοπιστία των λεγομένων του Αιτητή δεν στοιχειοθετήθηκε, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

Υπό το φως του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, οι Καθ’ ων η αίτηση συνήγαγαν κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ ο Αιτητής δεν φέρει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης και δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να κινδυνεύσει με σοβαρή βλάβη. Σχετικώς παρέθεσαν πληροφορίες σχετικά με τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στη ΛΔΚ. Σύμφωνα με τις συγκεκριμένες πληροφορίες οι περιοχές οι οποίες αντιμετωπίζουν βίαιες συγκρούσεις είναι οι North Kivu, Kasai και Ituri και όχι η Kinshasa απ’ όπου κατάγεται και διαμένει ο Αιτητής. Στην κατάληξη του αρμόδιου λειτουργού συνυπολογίστηκε και το συνολικό προφίλ του Αιτητή, ήτοι το ότι πρόκειται για έναν ενήλικα που έχει λάβει πανεπιστημιακή εκπαίδευση και εργαζόταν ως δάσκαλος.

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, οι Καθ΄ ων η αίτηση κατέληξαν στο ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή σε ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς.

Επιπλέον, κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ, ο Αιτητής δεν θα κινδυνεύσει με θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Οδηγίας, ούτε ενδέχεται να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία δυνάμει του άρθρου 15(β) της Οδηγίας.

Αναφορικά δε με το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν επίσης στο ότι ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό την έννοια του συγκεκριμένου άρθρου σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής και ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο υπαγωγής του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας απορρίφθηκε.

Στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής κλήθηκε από το Δικαστήριο κατά την ακροαματική διαδικασία της 16/11/2023 προκειμένου να του τεθούν ερωτήσεις αναφορικά με το αίτημα διεθνούς προστασίας του και προς εξακρίβωση των ισχυρισμών του. Ο Αιτητής επανέλαβε ότι αρχικά ανήκε στο κόμμα AENC και μετέπειτα στο κόμμα ECID. Ως προς τους λόγους που σταμάτησε να υποστηρίζει το κόμμα AENC και ξεκίνησε να υποστηρίζει το ECID ο Αιτητής απάντησε πως το πρώτο κόμμα, ενώ αρχικά ήταν αντιπολιτευτικό κόμμα, ήθελε να συμμετέχει στην Κυβέρνηση. Για τον λόγο αυτό ο Αιτητής σταμάτησε να το υποστηρίζει. Παρατέθηκαν στον Αιτητή πληροφορίες από ανεξάρτητη έρευνα του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις οποίες το κόμμα AENC δεν υποστηρίζει την Κυβέρνηση, ωστόσο ο Αιτητής δήλωσε πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει και πως πρόκειται για κίνημα το οποίο υποστηρίζει τον πρόεδρο της χώρας. Αντιπαρατέθηκε στον Αιτητή ότι στις επερχόμενες εκλογές το AENC είναι υποψήφιο ως αντιπολιτευτικό κόμμα και ζητήθηκε όπως διευκρινιστεί το πως γίνεται να είναι παράλληλα και κόμμα που στηρίζει τον Πρόεδρο. Ο Αιτητής δήλωσε πως ο πρόεδρος του AENC δεν επανεξελέγη επειδή υποστήριζε την Κυβέρνηση. Ερωτηθείς ως προς το τι προβλήματα αντιμετωπίζει με τον νυν πρόεδρο της χώρας, ο Αιτητής προέβαλε ότι τον υποστήριζε όσο ήταν αντιπολίτευση αλλά μετά συνεργάστηκε με τον πρώην πρόεδρο προκειμένου να μείνει στην εξουσία. Αντιπαρατέθηκαν επίσης στον Αιτητή πληροφορίες του Δικαστηρίου περί του ότι, σύμφωνα με πληροφορίες, ο νυν πρόεδρος έχει απομακρυνθεί από τον προηγούμενο πρόεδρο της Κυβέρνησης. Ο Αιτητής επιβεβαίωσε ότι τώρα τα γεγονότα έχουν όντως αλλάξει. Στην επισήμανση του Δικαστηρίου, ωστόσο, ότι κατά συνέπεια δε θα αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα κατά την επιστροφή του στη ΛΔΚ, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι κόμμα του εξακολουθεί να είναι αντιπολιτευτικό κόμμα και πως είχε μάλιστα οργανώσει και μία πορεία κατά των πολέμων που συμβαίνουν στο ανατολικό τμήμα της ΛΔΚ. Ο Αιτητής ερωτήθηκε εκ νέου ως προς το τι φόβο έχει πέραν της συμμετοχής του σε εκείνη τη διαδήλωση. Ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι, όπως κάθε Κονγκολέζος, ζητάει την ελευθερία της χώρας του και τον τερματισμό του πολέμου. Προσέθεσε επίσης ότι επιθυμεί νέο αίμα στην πολιτική. Ερωτήθηκε εκ νέου αναφορικά με το τι φοβάται πως μπορεί να συμβεί στον ίδιο και προέβαλε ότι είχε συλληφθεί καθώς και ότι η οικογένειά του προχώρησε σε καταγγελία με τη βοήθεια του πολιτικού κόμματος.

Αξιολογώντας λοιπόν  τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:

Αναφορικά με το συμπέρασμα για τον ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων του Αιτητή, συντάσσομαι με την κατάληξη του αρμόδιου λειτουργού την οποία και υιοθετώ.

Ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι την συμμετοχή του Αιτητή στο κόμμα ECID και τη συμμετοχή του σε διαδήλωση στην Kinshasa, επίσης συντάσσομαι με το συμπέρασμα του αρμόδιου λειτουργού περί μη ύπαρξης εσωτερικής αξιοπιστίας των λεγομένων του Αιτητή. Μελετώντας το πρακτικό της συνέντευξης του Αιτητή διαπιστώνω αρχικά ότι ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε ορθή διερεύνηση του ισχυρισμού, θέτοντας επαρκείς ερωτήσεις ούτως ώστε να καλυφθούν όλα τα επιμέρους θέματα και δίνοντας την ευκαιρία στον Αιτητή να αποσαφηνίσει τυχόν ασυνέπειες στα λεγόμενά του, ωστόσο ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει με επάρκεια τον πυρήνα του ισχυρισμού του καθώς, παρά τις πολλαπλές ευκαιρίες από τον αρμόδιο λειτουργό, ο Αιτητής υπήρξε επιφανειακός και ασαφής στις δηλώσεις του, ενώ παρατηρήθηκαν και ουσιώδεις ασυνέπειες και αντιφάσεις στα λεγόμενά του.

Αρχικά, όσον αφορά τη συμμετοχή του Αιτητή στο αντιπολιτευτικό κόμμα ECID, διαπιστώνω ότι ο Αιτητής δεν κατέστη εφικτό να υποστηρίξει επαρκώς τον συγκεκριμένο ισχυρισμό. Οι απαντήσεις του στις ερωτήσεις του λειτουργού που αφορούσαν την πορεία μετάβασης από το κόμμα AENC στο κόμμα ECID διακατέχονταν από γενικολογία και αοριστία καθώς ο Αιτητής αναφερόταν στη γενικότερη κατάσταση της πολιτικής σκηνής του ΛΔΚ τη συγκεκριμένη εποχή και όχι στις προσωπικές του περιστάσεις, εκτιμήσεις και πράξεις. Δεν κατέστη εφικτή η αναφορά του Αιτητή σε καίρια ζητήματα, όπως για παράδειγμα η ιδεολογία του ECID ή στο τι τον ώθησε να συμμετάσχει στο κόμμα πλην του ότι επρόκειτο για κόμμα της αντιπολίτευσης και, άρα, κατά της τότε Κυβέρνησης. Μάλιστα η συγκεκριμένη ερώτηση τέθηκε στον Αιτητή συνολικά τρεις φορές από τον αρμόδιο λειτουργό, με τον Αιτητή να δίνει την ίδια απάντηση χωρίς να προσθέτει περισσότερα στοιχεία βιωματικής φύσης που θα συνηγορούσαν στο ότι η συμμετοχή του στο κόμμα αυτό επρόκειτο για μία εμπειρία όντως βιωθείσα από αυτόν (βλ. ερυθρά 25 2Χ). Δεδομένου δε του ότι ο Αιτητής πρόκειται για άτομο που έχει λάβει πανεπιστημιακή μόρφωση, θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο να μπορεί να περιγράψει με τρόπο συγκεκριμένο και σαφή τις πολιτικές του αντιλήψεις και στα κίνητρα που τον ώθησαν να υποστηρίξει ένα συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα.

Όσον αφορά τη συμμετοχή του Αιτητή στη διαδήλωση, συντάσσομαι με το συμπέρασμα του αρμόδιου λειτουργού περί της ύπαρξης ουσιωδών χρονολογικών αντιφάσεων στα λεγόμενα του Αιτητή. Δεδομένου δε του κομβικού της συγκεκριμένης ημερομηνίας στο όλο αφήγημα του Αιτητή, καθώς κατά την ίδια ημέρα συνελήφθη, εύλογα θα περίμενε κανείς να θυμόταν την ημερομηνία της διαδήλωσης με ακρίβεια και όχι να παραθέτει αναιτιολόγητα διαφορετικές ημερομηνίες οι οποίες μάλιστα απέχουν χρονολογικά μεταξύ τους περί του έτους. Παρ’ όλο που είναι εύλογο να μην είναι σε θέση κάποιος να θυμάται με ακρίβεια το πότε συνέβησαν γεγονότα που κατ’ ισχυρισμόν έλαβαν χώρα αρκετό καιρό πριν, εντούτοις είναι επίσης αναμενόμενη η προβολή μιας σαφούς αιτιολογίας ως προς τη διαφοροποίηση των ημερομηνιών και όχι η συνεχής αναιτιολόγητη αλλαγή της χρονικής σειράς των γεγονότων. Το σημείο αυτό θα αναλυθεί εκτενέστερα κατά την ανάλυση της εξωτερικής αξιοπιστίας του συγκεκριμένου ισχυρισμού κατωτέρω. Επιπρόσθετα ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να αναφερθεί σε ουσιώδεις πληροφορίες που αφορούσαν τη διαδήλωση, όπως για παράδειγμα στον κατά προσέγγιση αριθμό των ατόμων που συμμετείχαν σε αυτή αλλά και στον δικό του ρόλο κατά τη διάρκεια της διαδήλωσης. Ομοίως με άλλα σημεία της αφήγησής του, έτσι και εδώ ο Αιτητής επικεντρώθηκε στην ανάλυση της πολιτικής σκηνής της ΛΔΚ εκείνης της εποχής και όχι στην προσωπική του δράση. Μάλιστα, σε σημεία που ζητείτο από τον λειτουργό μια πιο προσωπική αφήγηση, ο Αιτητής υπεξέφευγε της απάντησης και αναφερόταν εκ νέου σε γενικές πληροφορίες (βλ. ερυθρά 25 3Χ του Δ.Φ.).

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, αρχικά πρέπει να σημειωθεί ότι πρόκειται για ισχυρισμό που περιστρέφεται γύρω από τη σφαίρα ιδιωτικότητας του Αιτητή και, συνεπώς, δε δύναται να επιβεβαιωθεί από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Ωστόσο, πληροφορίες οι οποίες ανευρέθηκαν από το Δικαστήριο και οι οποίες αναφέρονται στο διάστημα κατά το οποίο συνέβησαν τα γεγονότα που κατ’ ισχυρισμόν επικαλέστηκε ο Αιτητής, αναφέρουν πως όσον αφορά τις Προεδρικές εκλογές του 2018 «κορυφαίοι ηγέτες της αντιπολίτευσης» στη ΛΔΚ επέλεξαν τον νομοθέτη Martin Fayulu, τον 62χρονο ηγέτη του κόμματος ‘Δέσμευση για την Ιθαγένεια και την Ανάπτυξη (ECIDE), ως τον κοινό υποψήφιο τους για τις προεδρικές εκλογές.[2] Όσον αφορά τη διαδήλωση στην οποία φέρεται να συμμετείχε ο Αιτητής, καταρχάς πρέπει να επαναληφθεί ότι ο Αιτητής δεν υπήρξε συνεκτικός ως προς την ημερομηνία αυτής, καθώς έδωσε διαφορετικές εκδοχές για το πότε έλαβε χώρα. Σχετικά με τον ισχυρισμό του περί του ότι η διαδήλωση έλαβε χώρα στις 25/10/2020, έπειτα από έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης δεν ανευρέθηκαν πληροφορίες για διαδήλωση στην Kinshasa κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία.[3] Ανευρέθηκε, ωστόσο, ανακοίνωση της Πρεσβείας των Ηνωμένων Πολιτειών στη ΛΔΚ αναφορικά με προγραμματισμένη διαδήλωση για τις 14/10/2020,[4] ημερομηνία ωστόσο η οποία δεν προβλήθηκε από τον Αιτητή. Σχετικά με την έτερη προβληθείσα ημερομηνία, ήτοι την 14/10/2019, έρευνα του Δικαστηρίου σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης δεν εισέφερε σχετικά αποτελέσματα.[5] Το μόνο σχετικό που ανευρέθηκε είναι η ανακοίνωση που παρατέθηκε και ανωτέρω,[6] ήτοι για την προγραμματισμένη διαδήλωση στις 14/10/2020, ημερομηνία ωστόσο που δεν προβλήθηκε από τον Αιτητή. Κατά συνέπεια, η εξωτερική αξιοπιστία όσον αφορά την πραγματοποίηση της συγκεκριμένης διαδήλωσης δε μπορεί να στοιχειοθετηθεί.

Σχετικά με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι τον ισχυρισμό του Αιτητή περί του ότι κρατήθηκε για διάστημα τριών μηνών και δύο εβδομάδων μετά τη διαδήλωση καθώς και του ότι υπέστη κακομεταχείριση στη φυλακή, ομοίως συντάσσομαι με την κατάληξη του αρμόδιου λειτουργού σχετικά με την απόρριψη του εν λόγω ισχυρισμού. Πρέπει να τονιστεί δε ότι, λόγω της άμεσης συνάφειάς του με τον αμέσως προηγούμενο ουσιώδη ισχυρισμό ο οποίος και απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος εσωτερικά, η αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού είναι εξαρχής μειωμένη. Παρά ταύτα, υπάρχουν και επιπρόσθετα ευρήματα τα οποία εντοπίστηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό και με τα οποία το παρόν Δικαστήριο συντάσσεται και τα υιοθετεί.

Αρχικά παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν εισέφερε τον απαιτούμενο βαθμό λεπτομερειών αναφορικά με τη σύλληψή του και τη μεταφορά του στον χώρο κράτησης. Αναφορικά δε με τον ισχυρισμό του ότι ο χώρος όπου κρατείτο επρόκειτο για «μυστική φυλακή», διαπιστώνω ότι παρέμεινε αόριστος και ατεκμηρίωτος. Παρά τις συνεχείς διευκρινιστικές ερωτήσεις του αρμόδιου λειτουργού προς τον Αιτητή ως προς αυτό το κομμάτι του αφηγήματός του, παρατηρώ ότι ο Αιτητής υπήρξε επαναλαμβανόμενα ασαφής στους ισχυρισμούς του (βλ. ερυθρά 23 2Χ, 3Χ του Δ.Φ.). Αφενός μεν δεν στοιχειοθετήθηκε ο τρόπος που έμαθε ότι το μέρος όπου κρατείτο επρόκειτο για μυστική φυλακή, αφετέρου δε στο τέλος της συνέντευξης αναιτιολόγητα αναίρεσε τον ισχυρισμό του προβάλλοντας πως δεν ήταν μυστική η ίδια η φυλακή αλλά ο τρόπος με τον οποίον κρατήθηκε ο ίδιος σε αυτή (βλ. ερυθρά 22 4Χ του Δ.Φ.). Επιπροσθέτως, παρατηρώ ότι ο Αιτητής υπήρξε ασαφής ως προς τις συνθήκες κράτησής του. Αρχικώς, δεν κατόρθωσε να αποσαφηνίσει τα όσα δήλωσε αναφορικά με το ότι του ζητήθηκε να κάνει δηλώσεις μπροστά σε κάμερες για την ημέρα της διαδήλωσης συγκριτικά με τους ισχυρισμούς του περί μυστικής φυλακής ή μυστικής κράτησης του ιδίου. Περαιτέρω, στην περιγραφή της κατ’ ισχυρισμόν κακομεταχείρισης που υπέστη κατά την ελεύθερη αφήγησή του, δε μπορώ να παραβλέψω την επιφανειακότητα και την αοριστία της συμπεριφοράς που ισχυρίστηκε ότι βίωσε ο Αιτητής αλλά και της απουσίας περιγραφών που θα παρέπεμπαν σε καταστάσεις όντως βιωθείσες από τον ίδιο. Τέλος, επίσης ως αρνητικός δείκτης της αξιοπιστίας του Αιτητή λειτουργεί και η αοριστία και η λακωνικότητα του τρόπου με τον οποίο κατέστη εφικτή η απελευθέρωσή του. Ο Αιτητής υπήρξε αντιφατικός αναφορικά με τον τρόπο που ο φύλακας τον βοήθησε καθώς αφενός μεν ισχυρίστηκε ότι δε μπορούσε να αποκαλύψει κάτι στους γονείς του, αφετέρου δε εν τέλει τους συνάντησε. Ο Αιτητής απέτυχε να εξηγήσει το τι οδήγησε στη συγκεκριμένη μεταβολή τον φύλακα. Περαιτέρω, συντάσσομαι με την κατάληξη του αρμόδιου λειτουργού ως προς το ότι ο Αιτητής υπήρξε αντιφατικός αναφορικά με την ημερομηνία εξόδου από τη χώρα καταγωγής του συγκριτικά με την ημερομηνία απελευθέρωσής του. Οι διαφορετικές δηλώσεις του, οι οποίες απείχαν μεταξύ τους ένα έτος, παρέμειναν αστήρικτες ακόμα και όταν αντιπαρατέθηκε στον Αιτητή η σφραγίδα από το διαβατήριό του η οποία επιβεβαίωνε πως εξήλθε της ΛΔΚ την 21/02/2021. Το συγκεκριμένο στοιχείο πλήττει ουσιωδώς την εσωτερική αξιοπιστία των λεγομένων του Αιτητή καθώς θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο, δεδομένου και του μορφωτικού του υποβάθρου, να είναι σε θέση να εξηγήσει συνεκτικά με χρονολογική σειρά τα όσα έλαβαν χώρα αλλά και να αιτιολογήσει επαρκώς τυχόν χρονικές ασάφειες.

Περαιτέρω, κατά την ακροαματική διαδικασία, ο Αιτητής ερωτήθηκε προς αποσαφήνιση ορισμένων σημείων που επηρέασαν την κρίση περί της μη αξιοπιστίας του ισχυρισμού του, ωστόσο δεν κατέστη εφικτή η διευκρίνισή τους με συνεκτικό τρόπο. Ερωτηθείς ως προς την μυστική φυλακή ο Αιτητής υπεξέφυγε της απάντησης και δήλωσε αόριστα ότι γνωρίζει πως θα συλληφθεί καθώς έχει παρακολουθήσει μαθήματα νομικής. Σε επανάληψη της ερώτησης ο Αιτητής δήλωσε αόριστα ότι η διεύθυνση της φυλακής δεν αναγραφόταν πουθενά. Ομοίως αόριστος υπήρξε ως προς τον τρόπο που έφυγε νόμιμα από τη ΛΔΚ, καθώς δεν αιτιολόγησε τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιήθηκε η ισχυριζόμενη αλλαγή στο επάγγελμα που αναγραφόταν στο διαβατήριό του καθώς ο Αιτητής προέβαλε χωρίς να εξηγήσει περαιτέρω ότι στο διαβατήριό του μπήκε το όνομα του μικρού του αδερφού, επιβεβαιώνοντας μάλιστα και πως πρόκειται περί πλαστού εγγράφου. Τέλος, σε ερώτηση του Δικαστηρίου ως προς τον κίνδυνο που θα αντιμετωπίσει ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ δεδομένου ότι οι πολιτικές συνθήκες στη χώρα έχουν μεταβληθεί, ο Αιτητής επιβεβαίωσε ότι η πολιτική κατάσταση στη χώρα όντως έχει αλλάξει, χωρίς να είναι όμως σε θέση να τεκμηριώσει τον κίνδυνο που ο ίδιος θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής.

Ως προς την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή σχετικά με τον υπό εξέταση ισχυρισμό, και κατ’ επέκταση αναφορικά με την τρέχουσα πολιτική κατάσταση και την αντιμετώπιση μελών ή και υποστηρικτών κομμάτων της αντιπολίτευσης, εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφέρουν ότι στις προεδρικές εκλογές που διεξήχθησαν στη ΛΔΚ τον Δεκέμβριο του 2023 ο Felix Tshisekedi επανεξελέγη πρόεδρος της χώρας.[7] Παράλληλα, αναφορά του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στη ΛΔΚ το 2019, ήτοι μετά το περιστατικό σύλληψης και φυλάκισης του Αιτητή, κάνει λόγο πως η κυβέρνησή Tshisekedi απελευθέρωσε τους περισσότερους πολιτικούς κρατούμενους και ακτιβιστές που κρατούνταν κατά τη διάρκεια της «παρατεταμένης πολιτικής κρίσης της χώρας», και σε όσους ζούσαν στην εξορία επετράπη να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.[8] Παράλληλα, άρθρο του France24 αναφέρει πως ο Tshisekedi «χαλάρωσε τη λαβή» του πρώην Προέδρου της χώρας Kabila στην εξουσία.[9] Καταληκτικά, τα αποτελέσματα της έρευνας του Δικαστηρίου αντικατοπτρίζουν πως η πολιτική κατάσταση στη ΛΔΚ έχει μεταβληθεί συγκριτικά με την περίοδο που ο Αιτητής διαβιούσε στη χώρα.

Επομένως και λαμβάνοντας υπόψη τα όσα αναφέρουν οι ως άνω πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση στην χώρα καταγωγής του Αιτητή σε συνάρτηση με τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή δεν προκύπτει ούτε βάσιμος φόβος δίωξης  εφόσον δεν υπάρχει «έγκυρη αντικειμενική βάση» για τον φόβο δίωξης του αιτούντος. Ο φόβος θεωρείται βάσιμος, εάν διαπιστώνεται ότι υπάρχει «εύλογη» πιθανότητα να υλοποιηθεί στο μέλλον. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση επικεντρώνεται αρχικά στο κατά πόσον ένας τέτοιος φόβος είναι βάσιμος κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, δηλαδή ο βάσιμος φόβος του αιτητή πρέπει να είναι τρέχων, και κατά δεύτερον, ο «βάσιμος φόβος» βασίζεται στην εκτίμηση του κινδύνου, η οποία είναι μελλοντοστραφής (άρθρο 4 παράγραφος 3 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ).

Για τη διαπίστωση αυτή, είναι απαραίτητο να αξιολογούνται οι δηλώσεις του αιτούντος υπό το πρίσμα όλων των σχετικών περιστάσεων της υπόθεσης [άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΟΕΑΑ (οδηγία 2013/32/ΕΕ αναδιατύπωση)] και να ελέγχονται οι περιστάσεις που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του, καθώς και η συμπεριφορά των φορέων δίωξης. Επομένως, η διαπίστωση του βάσιμου φόβου συνδέεται στενά με το καθήκον αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων και της αξιοπιστίας που διέπεται πρωτίστως από το άρθρο 4 της ΟΕΑΑ (οδηγία 2013/32/ΕΕ αναδιατύπωση).

Ως εκ τούτου και λαμβάνοντας υπόψη τα ως άνω αναφερθέν φρονώ ότι ο Αιτητής δεν διατρέχει κίνδυνο να συλληφθεί από τις αρχές σε περίπτωση επιστροφής του ακόμη και εάν κρινόταν αξιόπιστος ως χαμηλόβαθμό μέλος του κόμματος ECIDE, αλλά ούτε προκύπτει κάποιος βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του σε περίπτωση επιστροφής του λόγω της πολιτικής του συμμετοχής σε κάποιας διαδήλωση κατά της κυβέρνησης, αλλά ούτε και οποιασδήποτε στοχοποίησης του λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων.

Επί τη βάσει της ανωτέρω ανάλυσης, το Δικαστήριο καταλήγει, ομοίως με τους Καθ΄ ων η αίτηση, στην απόρριψη των υπό εξέταση ισχυρισμών ως μη αξιόπιστους, καθώς, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, δεν κρίνεται ότι αντικατοπτρίζουν καταστάσεις όντως βιωθείσες από τον Αιτητή.  

Συναφώς επισημαίνεται ότι  ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στον Αιτητή «το ευεργέτημα της αμφιβολίας»,[10] όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο Αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του/της, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι είναι γενικά αξιόπιστος/η.[11] Εν προκειμένω, ο Αιτητής  δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή/τρια είναι επιτρεπτή. (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).

Πέραν τούτου, επαναλαμβάνεται ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας ο Αιτητής  υποβλήθηκε σε επαρκείς ερωτήσεις προκειμένου να του δοθεί η δυνατότητα να εξηγήσει κάθε πτυχή του αιτήματός του, ενώ ο αρμόδιος λειτουργός του υπέβαλε τόσο ανοιχτού τύπου ερωτήσεις όσο και ερωτήσεις διευκρινιστικές των λεγομένων του, προκειμένου να καλυφθεί τόσο ο πυρήνας του αιτήματός του, όσο και τα επί μέρους θέματα, ακολουθώντας τη ορθή διερευνητική διαδικασία, ενώ συνεργάστηκε με τον Αιτητή κατά το στάδιο του προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεώς του.[12]

Παράλληλα, οι Καθ΄ ων η αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις του Αιτητή, συνεκτιμώντας την ατομική του κατάσταση καθώς και τις προσωπικές του περιστάσεις, εκ των οποίων δεν ανέκυψε κάποιος παράγοντας ο οποίος θα μπορούσε να δικαιολογήσει την αδυναμία του να στοιχειοθετήσει τους ισχυρισμούς του κατά τρόπο που να παραπέμπουν σε βιωματικό περιστατικό. Συμπερασματικά, εξ όσων ο Αιτητής ανέφερε τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα δικαστική διαδικασία, παρατηρώ ότι δεν προκύπτει ένα σαφές, συμπαγές και ευλογοφανές αφήγημα το οποίο να στοιχειοθετεί κατά τρόπο που να παραπέμπει σε βιωματικό περιστατικό σχετικά με τους λόγους για τους οποίους ο Αιτητής έφυγε από τη χώρα καταγωγής του και αιτήθηκε διεθνή προστασία, αλλά συνίσταται σε ένα ασαφές συνονθύλευμα το οποίο στερείται αληθοφάνειας και νοηματικής συνοχής.

Στη βάση λοιπόν του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού και προς αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο Αιτητής δεν αναμένεται να αντιμετωπίσει και/ή να υποστεί οποιαδήποτε πράξη δίωξης ή να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής. Ούτε άλλωστε έχει καταδικασθεί, συλληφθεί ή καταζητείται από τις αρχές της ΛΔΚ.

Υπενθυμίζω συναφώς ότι σύμφωνα με το αρ.3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) (στο εξής ο Νόμος) και αρ.2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (στο εξής η Οδηγία), ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται «[.] πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής [.]». Σύμφωνα δε με το αρ.3Γ του Νόμου και αντίστοιχα αρ. 9 της Οδηγίας, η πράξη δίωξης η οποία προκαλεί βάσιμο φόβο καταδίωξης θα πρέπει να «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο».

Η δίωξη ή η σοβαρή βλάβη που ανωτέρω αναφέρονται πρέπει να προέρχεται από τους φορείς δίωξης που αναφέρονται στα αρ.3 Α και 6 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα και να αποδειχθεί περαιτέρω ότι οι φορείς προστασίας που αναφέρονται στα αρ.3 Β και 7 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα δεν επιθυμούν ή δεν δύνανται να παρέχουν την απαιτούμενη προστασία κατά αυτών των πράξεων, αλλά και, στην περίπτωση ειδικά του πρόσφυγα, θα πρέπει να αποδειχθεί [βλ. αρ.4Γ(3) και 9(3) του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα] ότι υπάρχει συσχετισμός των λόγων που αναφέρονται στο αρ.3Δ και 10 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα με τις πράξεις δίωξης, ήτοι αυτές να προκύπτουν για τους εκεί αναφερόμενους λόγους.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν προκύπτει στην περίπτωση του Αιτητή οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής του για κάποιον από τους πέντε (5) λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου, αφού η  Υπηρεσία Ασύλου στην έκθεση/εισήγηση, αξιολόγησε κάθε ισχυρισμό του και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή της, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι ο Αιτητής δεν θα υποστεί δίωξη σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του, υπό την έννοια του άρθρου  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Το παρόν Δικαστήριο, όπως αναλυτικά εκτέθηκε ανωτέρω, υιοθέτησε τα συμπεράσματα των Καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας του Αιτητή.

Περαιτέρω, βάσει των στοιχείων του προφίλ του Αιτητή και των ισχυρισμών που ο ίδιος προώθησε, δεν πιθανολογείται ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ και δη στην Kinshasa, ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως η εν λόγω έννοια ορίζεται στο άρ. 19 (2) του Περί Προσφύγων Νόμου.

Ειδικότερα, εκ των όσων παρατέθηκαν ανωτέρω, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί  Προσφύγων Νόμου, καθότι, ως αναφέρθηκε και ανωτέρω, δεν τεκμηριώνεται από τους ισχυρισμούς του παρελθούσα δίωξη, ούτε στοχοποίηση του από οποιονδήποτε κρατικό ή μη κρατικό φορέα. Προκειμένου δε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες των συγκεκριμένων άρθρων και να υπαχθεί ο Αιτητής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει αυτών, απαιτείται υψηλός βαθμός εξατομίκευσης των περιστάσεων που σχετίζονται με τον επικαλούμενο φόβο .  Στην παρούσα υπόθεση δεν διαπιστώνω ότι συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις. 

Αναφορικά με το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C 285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011, αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki ElgafajiNoor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie,ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιακρίτως ασκούμενης  βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν και συγκεκριμένα στην Kinshasa.

Κατόπιν έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ανευρέθη ότι δεν δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς στο Kongo Central, αλλά μόνον στις ανατολικές περιοχές της ΛΔΚ.[13]

Πρόσφατη έκθεση (30/12/2023) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών επιβεβαιώνει την ύπαρξη κρίσης στις επαρχίες Ituri, North Kivu και South Kivu. Δεν γίνεται κάποια αναφορά για ύπαρξη κρίσης στην Kinshasa.[14]

Περαιτέρω, και για λόγους πληρότητας της έρευνας, θα παρατεθούν αριθμητικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ACLED. Το διάστημα από τις 24/05/2023 έως τις 24/05/2024 καταγράφηκαν 56 περιστατικά ασφαλείας στην επαρχία Kinshasa τα οποία οδήγησαν σε 66 απώλειες. Εξ αυτών των 17 περιστατικών τα 7 καταχωρήθηκαν ως «μάχες» (“battles”), τα 23 καταχωρήθηκαν ως «βία κατά πολιτών» (“violence against civilians”), τα 26 ως «αναταραχές» (“riots”), ενώ δεν καταγράφηκε κανένα περιστατικό στην κατηγορία «εκρήξεις ή απομακρυσμένη βία» (“explosions/remote violence”).[15] [16]

Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα, συνάγεται με σαφήνεια το συμπέρασμα ότι στην Kinshasa, τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, δεν επικρατούν συνθήκες αδιάκριτης βίας λόγω εσωτερικής ή διεθνούς ένοπλης σύρραξης εντός του πλαισίου του άρθρου 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου, παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών του περιστάσεων της για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ.

Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι Καθ΄ ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση, η δε τελευταία κρίνεται ως επαρκώς αιτιολογημένη, ενώ το περιεχόμενό της Υπηρεσίας Ασύλου συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος του Αιτητή (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν του λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Από τα στοιχεία του φακέλου θα πρέπει να μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την απόφαση που λήφθηκε (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97).  

Από τους προβληθέντες ισχυρισμούς, δεκτός έγινε μόνο ο ισχυρισμός σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία,  τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να υπαχθεί στις πρόνοιες του Νόμου για την παραχώρηση καθεστώς διεθνούς προστασίας. Εν προκειμένω, σύμφωνα με την απόφαση  της Υπηρεσίας, ο Αιτητής δεν μπόρεσε να θεμελιώσει βάσιμο φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων με αποτέλεσμα να μη συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του του Περί Προσφύγων Νόμου Νόμος 6(Ι)/2000, ούτως ώστε να της εκχωρηθεί προσφυγικό καθεστώς. Περαιτέρω, δεν συνέτρεχε κάποιος λόγος για να αναγνωρισθεί στο πρόσωπό του Αιτητή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε να υφίσταται κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ και δη στην Kinshasa, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία. Η απόφαση της Διοίκησης αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

Δια τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π

 



[1] «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη σελ. 247  και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Π.Δ. Δαγτόγλου, σελ. 552.

[2] Al Jazeera (2018) ‘DRC opposition picks Martin Fayulu as presidential candidate’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: DRC opposition picks Martin Fayulu as presidential candidate | Elections News | Al Jazeera

[3] Έρευνα στη μηχανή αναζήτησης ‘google’: kinshasa demonstration 25 october 2020 - Google Search

[4] US Embassy in the Democratic Republic of Congo (2020), ‘Demonstration Alert for October 14, 2020’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Demonstration Alert for October 14, 2020: U.S. Embassy Kinshasa, DRC - U.S. Embassy in the Democratic Republic of the Congo (usembassy.gov)

[5] Έρευνα στην αναζήτηση μηχανής ‘google’: kinshasa demonstration 14 october 2019 - Google Search

[6] US Embassy in the Democratic Republic of Congo (2020), ‘Demonstration Alert for October 14, 2020’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Demonstration Alert for October 14, 2020: U.S. Embassy Kinshasa, DRC - U.S. Embassy in the Democratic Republic of the Congo (usembassy.gov)

[7] Al Jazeera (2024), ‘DR Congo’s President Tshisekedi sworn in for second term amid disputes’ διαθέσιμο στη διεύθυνση: DR Congo’s President Tshisekedi sworn in for second term amid disputes | Elections News | Al Jazeera

[8] Human Rights Watch (2020), ‘World Report 2020: Democratic Republic of Congo’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: World Report 2020: Democratic Republic of Congo | Human Rights Watch (hrw.org)

[9] France24 (2021), ‘How DR Congo’s Tshisekedi loosened Kabila’s grip on power’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: How DR Congo’s Tshisekedi loosened Kabila’s grip on power (france24.com)

[10] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 20. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, RH κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 4601/14, σκέψη 58· ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2010, N κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 23505/09, σκέψη 53· ΕΔΔΑ, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, RC κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 41827/07, σκέψη 50.

[11] Άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου.

[12] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.

[13] βλ. ενδεικτικά RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03/06/2024), UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/un-documents/democratic-republic-of-the-congo/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03/06/2024), καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2641.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03/06/2024) , HRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2021, 13 January 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/democratic-republic-congo (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03/06/2024), UNHCR, Attacks by armed groups displace 20 000 civilians in eastern DRC, 16 July 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.unhcr.org/news/briefing/2021/7/60f133814/attacks-armed-group-displace-20000-civilians-eastern-drc.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03/06/2024), USAID, Democratic Republic of the Congo – Complex Emergency, Fact Sheet #3, 13 May 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.usaid.gov/sites/default/files/documents/2022-05-13_USG_Democratic_Republic_of_the_Congo_Complex_Emergency_Fact_Sheet_3_0.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03/06/2024) και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congo (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03/06/2024)

 

[14] UN Security Council, Midterm report of the Group of Experts on the Democratic Republic of the Congo (S/2023/990) [EN/AR/RU/ZH], 30 Δεκεμβρίου 2023, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://reliefweb.int/report/democratic-republic-congo/midterm-report-group-experts-democratic-republic-congo-s2023990-enarruzh (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03/06/2024)

 

[15] Προσαρμοσμένη έρευνα στη βάση δεδομένων ACLED, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03/06/2024)

 

[16] Η κατηγορία «μάχες» περιλαμβάνει τις υποκατηγορίες «ένοπλη σύγκρουση», «ανάκτηση εδαφών από τη κυβέρνηση», «κατάκτηση περιοχής από μη κυβερνητικό φορέα». Η κατηγορία «βία κατά πολιτών» περιλαμβάνει τις υποκατηγορίες «απαγωγή/εξαναγκασμένη εξαφάνιση», «επίθεση», «σεξουαλική βία». Η κατηγορία «έκρηξη/απομακρυσμένη βία» περιλαμβάνει τις υποκατηγορίες «επίθεση από αέρος/επίθεση με drone», «χρήση χημικών όπλων», «χρήση χειροβομβίδας», «απομακρυσμένη έκρηξη, ενεργοποίηση ναρκών, ενεργοποίηση αυτοσχέδιου εκρηκτικού μηχανισμού», «επίθεση με οβίδες/πυροβολικό/πύραυλο», «επίθεση αυτοκτονίας». Η κατηγορία «αναταραχές» περιλαμβάνει τις υποκατηγορίες «βία σε κατάσταση οχλοκρατίας» και «βίαιη διαδήλωση».

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο